ΑΠΟΚΗΡΥΓΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Μάταιος, μάταιος έρως


Εκ του Αγγλικού της λαίδης Α. Βάρναρδ


Όταν γυρνούν τα πρόβατα με τον βοσκό στην μάνδρα

κι οι κουρασμένοι άνθρωποι ανάπαυσι γυρεύουν —

τότε ποτάμια τρέχουνε οι λύπες μου απ’ τα μάτια

εις του ανδρός μου το πλευρό που αμέριμνος κοιμάται.

5

Ο Αντώνης με αγάπησε τρελά, και να με πάρει

γυναίκα του με ζήτησε. Αλλά στον κόσμο άλλο

δεν είχε απ’ ένα μετζητιέ. Να κάμει χίλια γρόσια

απ’ το χωριό του έφυγε μ’ έν’ άτυχο καράβι.

Κι η φτώχεια και τα πλούτη του όλα για μένα ήσαν.

10

Αχ! μια χρονιά δεν σώθηκε, και πέφτει ο πατέρας

και του χεριού του του δεξιού το κόκαλο τσακίζει.

Αρρώστησεν η μάνα μου. Πουλούμε το κοπάδι.

Κι ο Αντώνης μου να ’ναι μακριά στην θάλασσα επάνω!

Φίλος πιστός στην φτώχεια μας μόνος ο Σταύρος ήλθε

15

στο σπίτι μας… και μ’ έβλεπε μ’ αγάπη μες στα μάτια.

Δεν δούλεβ’ ο πατέρας μου, η μάνα δεν κεντούσε,

Μέρα και νύχτα δούλεβα και έχυνα το φως μου

κι ωστόσο ένα ξηρό ψωμί να βγάλω δεν μπορούσα.

Το ’ξευρ’ ο Σταύρος κι έδιδε τα μέσα και τους ζούσε.

20

Και μιαν ημέρα στάθηκε κοντά μου και με πήρε

το χέρι και μ’ εκοίταζε… Έτρεμα σαν το φύλλο

γιατί ήξευρα τί ήθελε, και δεν τον αγαπούσα…

Τα δάκρυα μες στην φωνή τού έπνιγαν τα λόγια

κι εδίσταζαν στα χείλη του. «Φρόσω,» με είπε τέλος,

25

«Φρόσω, για το χατίρι τους δεν στέργεις να με πάρεις;»

Όχι, η καρδιά μου έλεγε ζητώντας τον Αντώνη …

Αλλά βαριά σηκώθηκε Βοριάς αγριεμένος

κι έλεγαν το καράβι του πως βούληξε στα ξένα.

Αχ, γιατί να ’ναι ψέματα… αχ πώς να μη πεθάνει…

30

ή πώς να ζω η έρημη να κλαίω νύκτα μέρα!

Λόγια πολλά ο πατέρας μου μ’ έλεγε να με πείσει·

αλλ’ η καλή μητέρα μου δεν μ’ έλεγε μια λέξι,

μόνο στα μάτια μ’ έβλεπε, κι η λύπη και η φτώχεια

έτρεχαν από πάνω της, και ράγιζ’ η καρδιά μου.

35

Δεν βάσταξα. Το χέρι μου του έδωκα. Η καρδιά μου

ήταν βαθιά στην θάλασσα μαζί με τον Αντώνη.

Τέσσαρες μέρες πέρασαν μονάχα που τον πήρα,

και μια βραδιά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου

καθούμουν, βλέπω την σκιά εμπρός μου του Αντώνη!

40

Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα το φως μου·

έως που μ’ είπ’ «Αγάπη μου, γιατί είσαι λυπημένη;

τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω!»

Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.

Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,

45

και τον εφίλησα σαν πριν, κι έκλαψα στον λαιμό του.

Είπα πως δεν αγάπησα άλλον ποτέ απ’ εκείνον,

τον είπα πως τον αγαπώ ακόμη, και τον είπα

αν μ’ αγαπά να μη με ιδεί ποτέ πια στην ζωή του.

Εγύρευα τον θάνατο… αλλά πώς να πεθάνω!

50

Έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ’ ακόμη νέα.

Έγινα σαν το φάντασμα· τίποτε δεν μ’ αρέσει.

Από τον νου μου προσπαθώ να βγάλω τον Αντώνη,

κι έχω κρυφό τον πόνο μου , και λιώνω σαν λυχνάρι.

Απ’ τον Θεό την δύναμι ζητώ πιστή να είμαι

55

στον Σταύρο που δεν αγαπώ… και όστις με λατρεύει.

[1886]


[Anne Lindsay-Barnard]



[Από το «Measure for measure» του Shakespeare]


ΔΟΥΞ

Ελπίζεις έτι να σοι απονε[ί]μη χάριν

ο Άγγελος;

ΚΛΑΥΔΙΟΣ

Το μόνον φάρμακον των δυστυχών

είν’ η ελπίς. Ελπίζω όθεν έτι

να ζήσω, κι είμαι έτοιμος διά

5

τον θάνατον.

ΔΟΥΞ

5

Τον θάνατον μελέτα

μόνον· και είτ’ αυτόν ή την ζωήν

λάβεις, αμφότερα θα σοι φανώσιν

ηδύτερα. Την πλανεράν ζωήν

όπως σοι λέγω προσαγόρευσον:

10

Εάν σε χάσω, θέλω χάσει τι,

όπερ ζητούσι να φυλάξωσιν

άφρονες μόνον. Είσ’ αδύνατος

πνοή (η δούλη των ελαφροτέρων

μεταβολών της ατμοσφαίρας) ήτις

15

την κατοικίαν εν ῃ διαμένεις

ως τύραννος ανηλεώς μαστίζεις.

Είσαι ο γέλως του θανάτου, όν

πάσαι σου αι προσπάθειαι κι οι κόποι

συντείνουν ν’ αποφύγεις, κι εν τοσούτω

20

πάντοτε τρέχεις προς απάντησίν του.

Ευγένειαν δεν έχεις· άπασαι

αι ιδιότητές σου θεραπείας

τυγχάνουσιν από απόλυτον

ευτέλειαν. Ανδρείαν δεν κατέχεις

25

διότι ερπετού ποταποτάτου

τρέμεις το δηλητήριον. Η μόνη

ανάπαυσίς σου, ήν ακαταπαύστως

ζητείς και προκαλείς, είναι ο ύπνος,

και εν τοσούτ’ ο θάνατος σ’ εμπνέει

30

φόβον δεινόν — ενώ δεν είναι άλλο

ή το αυτό. Ατομικότητα

δεν έχεις· συντηρείσ’ από μυρίας

ύλας άς ο κονιορτός γεννά.

Και θετική δεν είσαι, αλλαγάς

35

λαμβάν’ η φυσιογνωμία σου

με την σελήνην αλλοκότους. Πλούτον

αν έχεις, πάλιν πένης είσαι,

διότι όπως όνος, ού η ράχις

κύπτει υπό χρυσού φορτίον μέγα,

40

φέρεις τους δυσκινήτους θησαυρούς σου

μέχρι συντόμου διαστήματος

και σ’ ελαφρώνει ο θάνατος. Ουδένα

φίλον πιστόν ευρίσκεις· ως αυτά

τα σπλάχνα σου εισέτι, άτινα

45

πατέρα σ’ ονομάζουσι, το πλάσμα

αυτού του σώματός σου, καταρώνται

τον αδρανή κατάρρουν, την αργήν

ποδάγραν, διά την βραδύτητα

μεθ’ ής σε τελειώνουν. Ούτε νέος,

50

ούτε πρεσβύτης είσαι — χαυνωμένος

αμφότερ’ ονειρεύεσ’ ως εν ύπνω

απογευματινώ. Διότ’ η φίλη

νεότης σου παρέρχεται ταχέως

κι εις το παραλυμένον γήρας φθάνεις.

55

Εάν δε τότε είσαι πλούσιος

και γέρων, ούτε ζωτικότητα

έχεις, ουδέ αισθήματα, ουδέ

ρώμην, ουδ’ ωραιότητα δι’ ών

να είν’ ευχάριστος ο πλούτος σου.

60

Λοιπόν τί έχει αύτη η ζωή

όπερ σ’ ελκύει έτι; Και εντούτοις

κρύπτει ακόμη η ζωή μυρίους

θανάτους, τον δε θάνατον φοβείσαι,

όστις αυτούς άπαντας εξισοί.

ΚΛΑΥΔΙΟΣ

65

Τας ταπεινάς ευχαριστίας μου

δέχθειτε. Την ζωήν ζητών, ως βλέπω,

θηρεύω θάνατον, κι εν τω θανάτω

ζωήν ευρίσκω. Το λοιπόν ελθέτω!


[............................................. ]


ΚΛΑΥΔΙΟΣ

Φρικτός είναι ο θάνατος.

ΙΣΑΒΕΛΛΑ

70

Και μυσαρά ζωή κατησχυμένη.

ΚΛΑΥΔΙΟΣ

Αλλ’ όμως ν’ αποθάνει τις! και να

υπάγει εις το άγνωστον, να κείται

εν τη ψυχρά αναισθησία, και

να σήπεται, και να μεταβληθεί

75

εις άμορφον πηλόν η ζώσα φύσις!

Το πνεύμα να παραδοθεί εις ρεύμα

πύρινον, ή εις ύλην παγετώδη,

σκληράν· ή εις ανέμους αοράτους

να σπρώχνεται και να ταλαιπωρείται

80

υπό τυφλής, αεικινήτου βίας,

ολόγυρα της κρεμασμένης σφαίρας,

ή, των χειρίστων χείριστον, να γίνει —

ως φαντασία αχαλίνωτος

και ύποπτος εικάζει κάποτε —

85

σκιά τυραννουμένη, γοερώς

θρηνούσα! Ω, την φρίκην υπερβαίνει!

Η επιπονοτέρα ύπαρξις

και η μυσαροτέρα, ήν πικραίνουν

γήρας, πενία, φυλακή, και νόσος,

90

είναι φαιδρός παράδεισος προς όσα

από τον θάνατον φοβούμεθα.

[1891]


[William Shakespeare]



[Από την «Λάμια» του Keats]


[I]


[..........................................]


«Ώς πότε εν τω νεκρικώ αυτώ στεφάνω

θα κείμαι! Πότε η πτωχή θα εξυπνήσω,

πότε εν σώματι τερπνώ θα ανασάνω,

κι εν σώματι τω βίω πρέποντι θα ζήσω,

5

και καταλλήλω έρωτι και ηδονή,

και καρδιών, χειλέων πάλη, πλησμονή!

Φευ, φευ, τριστάλαινα. Φευ, συμφορά δεινή!»


[..........................................]


«Ήμην γυνή. Ω, δος μοι σχήμα γυναικός!

Έφηβον εκ του άστεος των Κορινθίων

10

λατρεύω. Την καλή μορφήν μου φιλικώς

απόδος· και οδήγει μ’ εις αυτόν πλησίον.»


[..........................................]


Και ότε εφαντάζετο μίαν ημέραν

ούτω, εν τοις θνητοίς είδον οι οφθαλμοί της

τον Λύκιον αγωνιζόμενον, και πέραν

15

πάντων το άρμα του να τρέχει. Νεαρός

Ζευς τη εφάνη, με Διός σεπτήν γαλήνην…

Έκτοτε δε την εκυρίευσε σφοδρός

έρως. Λιποθυμούντος έρωτος γλυκύτης

κι επιθυμίαι εκυρίευσαν εκείνην.


[..........................................]


20

Το πρόσωπόν του έκρυπτε μη τύχη φίλος

και τον αναγνωρίσει. Σφίγγει ερωτύλος

την χείρα της. Ότ’ αίφνης εμφανίζεται

ανήρ βραδύς το βήμα, και με δόλιον,

οξύ το βλέμμα. Έχει μιξοπόλιον

25

τον βοστρυχώδη πώγωνα. Γνωρίζεται

ως σοφιστής από το ένδυμά του. Είναι

η κεφαλή του φαλακρά.

Ο Λύκιος

ετάχυνε το βήμα, πλην ανοίκειος

τρόμος την Λάμιαν καταλαμβάνει. «Γύναι

30

φιλτάτη,» λέγει «ρίγος σε διαπερά.

Πόθεν η ταραχή αυτή η αιφνιδία;

Η χειρ σου διαλύεται.» Αλλ’ η αβρά

σύντροφος απαντά· «Κούρασις και ανία

είναι απλώς. Λύκιε, τίς ο γέρων ήτο;

35

Δεν δύναμαι ν’ ανακαλέσω την μορφήν του.

Εκρύπτεσο ως η ψυχή σου να εφοβείτο

να αντικρίσεις την οξείαν όρασίν του.»

[II]


[..........................................]


»Ούτω να θριαμβεύσω διά σου ποθώ,

εν μέσω της Κορίνθου μέγα απορούσης.

40

Θ’ αποστομώσω τους εχθρούς μου. Θ’ ευφρανθώ

ακούων της φωνής των φίλων επαινούσης,

ενώ το άρμα μας εν μέσω των ευχών,

το άρμα το γαμήλιον των ευτυχών,

ταχύ θα τρέχει επί φαεινών τροχών.»


[..........................................]


45

«Δεν έχω φίλους, κι εν Κορίνθω ζω σχεδόν

άγνωστος. Των γονέων μου η κόνις κείται

εντός λαρνάκων αφανών, και εις τον ουδόν

του δώματός των του υστάτου λησμονείται

να αναφθεί θυμίαμα. Η γενεά των

50

όλη απέθανε, κι εγώ η επιζώσα

παραμελώ αυτούς, υπό παθών ακράτων

κυβερνωμένη και τυφλώς σε αγαπώσα.

Ω Λύκιε, προσκάλεσ’ όσους φίλους θέλει

η νεαρά καρδία σου, αλλ’ αν σοι μέλει

55

περί του έρωτός μου, αν το ποθητόν

βλέμμα σου μ’ αγαπά, μη εις την τελετήν

φέρεις τον Απολλώνιον τον σοφιστήν.

Κρύψε με, Λύκιε, κρύψε με απ’ αυτόν.»


[..........................................]


εκτός ενός, όστις με βλέμματ’ αυστηρά

60

και βραδέα βήματα και σταθερά

εισήλθεν. Ην ο γέρων Απολλώνιος.

Και εμειδία, ωσεί τάχα πρόβλημά τι

προ του οποίου εκοπίαζ’ ο δαιμόνιος

νους του, να εξηγείτο λύσει απλουστάτη

65

και ν’ αληθεύει αρχικόν του μάντευμά τι.


[..........................................]


«Φίλτατε Λύκιε, κανών τεθεσπισμένος

δεν είναι να επιβάλλεται άκλητος ξένος

και με την φορτικήν του να χαλνά μορφήν

συντρόφων νεοτέρων συναναστροφήν.

70

Αλλ’ απητείτο· και συγχώρει επομένως.»


[..........................................]


«Δεν σε ελύτρωσ’ από κάθε συμφοράν,

διά να σ’ ίδω τώρα όφεως βοράν!»

Ω της Λαμίας ήρχισεν η αγωνία!

Του σοφιστού το βλέμμα πύρινον προυχώρει,

75

και την διέσχιζεν ολόκληρον, ως δόρυ

διαπεραστικόν. Εν τη αδυναμία,

εν τη νεκρώσει της, εν τη φρικτή οδύνη,

την ασθενή της χείρα την λευκήν εκίνει

και τω εζήτει, τω ικέτευε σιγήν.

80

Αλλά ο σοφιστής το βλέμμα του ευρύνει

και «όφις! όφις!» βάλλει φοβεράν κραυγήν.

[1892*]


[John Keats]



[Από το «Sonnet to the Nile» του Keats]


[...]

Μόνη η άγνοια ερήμους διορά.

Χλοάζοντας καλαμεώνας και συ βρέχεις

όπως οι ποταμοί μας. Και εν τη φαιδρά

χαίρεις ανατολή. Πρασίνας νήσους έχεις

5

και συ· και προς την θάλασσαν ευδαίμων τρέχεις.

[1893*]


[John Keats]



Εις την Σελήνην




Εκ των του Shelley


Μήπως από ανίαν έγινες χλωμή

του ν’ αναβαίνεις εις τον ουρανόν,

και προς την γην να ατενίζεις,

άνευ συντρόφου να γυρίζεις

5

μέσω αστέρων ξένων, μακρινών.

Είναι η αλλαγή σου η παντοτινή

ως οφθαλμού άνευ χαράς και συμπαθείας

ουδέν ευρίσκοντος άξιον ευσταθείας.

[1895, 1895*]


[Percy Bysshe Shelley]