Βλ. Μαγιακόφσκι

Ποιήματα του Βλ. Μαλιακόφσκι στα ελληνικά : 

Κάποια επιλεγμένα έργα :

ΣΥΝΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ


Τη σκέψη σας,
που ονειροπολεί σε πλαδαρό μυαλό
σαν κοιλαράς λακές σε λιγδιασμένο καναπέ,
θα την τρίβω πάνω σ’ ένα κομμάτι της καρδιάς μου ματωμένο
χλευάζοντας ως να χορτάσω, αγροίκος και φαρμακερός.

Δεν έχω στην ψυχή μου ούτε μια άσπρη τρίχα
και γεροντίστικη ευγένεια μέσα της δεν υπάρχει!
Με της φωνής τη δύναμη τον κόσμο κεραυνώνοντας
προχωρώ — ωραίος,
είκοσι δυο χρονών.

Τρυφεροί!
Τον έρωτα πάνω στα βιολιά ξαπλώνετε.
Τον έρωτα πάνω στους δίσκους ξαπλώνει ο αγροίκος.
Μα εσείς, όπως εγώ, τον εαυτό σας δεν μπορείτε ν’ αντιστρέψετε
έτσι που να γίνετε ολάκεροι δυο τεράστια χείλη!

Ελάτε να σας διδάξω —
του σαλονιού η εύθραυστη
καμαρωτή υπάλληλος της κοινωνίας των αγγέλων.

Κι εσείς που τα χείλη σας ήσυχα ξεφυλλίζετε
σαν μια μαγείρισσα τις σελίδες της μαγειρικής.

Θέλετε —
θα γίνω από κρέας λυσσασμένος
– και σαν ουρανός αλλάζοντας απόχρωση —
θέλετε —
θα γίνω όλος τρυφερότητα,
όχι άντρας, μα — σύννεφο με παντελόνια!

Δεν πιστεύω στην ανθισμένη Νίκαια!
Σήμερα και πάλι από μένα δοξάζονται
άντρες πολυχρησιμοποιημένοι σαν κλινικές,
γυναίκες παραχρησιμοποιημένες σαν παροιμίες.

1

Νομίζετε πως παραμιλά η μαλάρια;

Αυτό έγινε,
έγινε στην Οδησσό.

Θα ‘ρθω στις τέσσερις – είπε η Μαρία.

Οχτώ.
Εννέα.
Δέκα.

Να και το βράδυ
στης νύχτας τ’ ανατρίχιασμα
έφυγε απ’ τα παράθυρα
συνοφρυωμένο,
δεκεμβριανό.

Πίσω από τη γερασμένη του πλάτη χλιμιντρούν και χαχανίζουν
τα κηροπήγια.

Τώρα δεν θα μπορούσατε να με αναγνωρίσετε:
είμαι ένας όγκος από φλέβες
που στενάζει,
συστρέφεται.
Τι μπορεί να θέλει ένας τέτοιος όγκος;
Μα ο όγκος πολλά θέλει!

Δεν τον νοιάζει
που είναι μπρούντζινος
και η καρδιά του — κρύο σίδερο.
Τη νύχτα θέλει την καμπάνα του
να κρύψει στο μαλακό,
στο γυναικείο.

Και να
τεράστιος
καμπουριάζω στο παράθυρο,
λιώνω με το μέτωπο το τζάμι.
Θα υπάρξει έρωτας ή όχι:
Τι έρωτας —
μικρός ή μεγάλος;
Πού να βρεθεί μεγάλος σ’ ένα τέτοιο σώμα!
Πρέπει να ’ναι μικρός,
ήρεμο ερωτάκι.
Να ταράζεται απ’ το κορνάρισμα των αυτοκινήτων,
να του αρέσουν τα κουδουνάκια των τραμ.

…/…

2

Δοξάστε με!
Εγώ με τους μεγάλους δεν συγκρίνομαι.
Εγώ πάνω σε όλα, όσα έχουν γίνει,
βάζω “nihil”.

Ποτέ
τίποτε δεν θέλω να διαβάσω.
Βιβλία;
Τι είναι τα βιβλία;

Πιο παλιά σκεφτόμουν —
τα βιβλία γίνονται έτσι:
έρχεται ο ποιητής
ελαφρά το στόμα ανοίγει
κι αμέσως εμπνευσμένος τραγουδά ο χαζός –
ορίστε!
Αλλά φαίνεται –
πριν αρχίσει να τραγουδά,
για καιρό περπατά, βγάζει κάλλους
και ήρεμα λαχταρά στη λάσπη της καρδιάς
το ηλίθιο ψάρι της φαντασίας.
Και καθώς κοχλάζουν, ομοιοκαταληξίες γρατζουνώντας,
από έρωτες και αηδόνια βγάζοντας κάποιο ζουμί,
ο δρόμος όλος σφίγγεται άγλωσσος —
δεν έχει με τι να φωνάξει ή να μιλήσει.

Τις πόλεις πύργους της Βαβέλ
με ενθουσιασμό ξαναχτίζουμε κομπάζοντας
κι ο θεός
σε λιβάδια τις ισοπεδώνει,
τις γκρεμίζει
τον λόγο ανακατεύοντας.

…/…

4

Μαρία! Μαρία! Μαρία!
Άσε με να μπω, Μαρία!
Δεν μπορώ άλλο στους δρόμους!
Δεν θέλεις;
Περιμένεις
να τραβιέμαι μ’ όλες τις άλλες
μέχρι που να βουλιάξουνε τα μάγουλά μου,
κι ύστερα έτσι ανούσιος
και φαφούτης
να ’ρθω και να ψελλίσω
ότι σήμερα εγώ
«είμαι απίστευτα έντιμος».
Μαρία,
κοίταξέ με –
άρχισα κιόλας να καμπουριάζω.

Στους δρόμους ,
οι άνθρωποι μέσα από το λίπος τετραωρόφων προγουλιών
ξετρυπώνουν τα μάτια τους
τα τετριμμένα από σαραντάχρονη χρήση –
και με περιγελούν
πως έχω στο στόμα μου
_ πάλι! —
το μπαγιάτικο ψωμί απ’ το χτεσινό σου χάδι.

Η βροχή κατάκλαψε τα πεζοδρόμια,
σαν λασπωμένος αλήτης
γλείφει το πατικωμένο με πέτρες πτώμα των δρόμων,
και στα γκρίζα ματόφυλλα –
ναι! —
στα ματόφυλλα παγωμένες σταγόνες —
δάκρυα απ’ τα μάτια –
ναι! —
δάκρυα απ’ τους πεσμένους των ματιών υδροσωλήνες.


ΦΛΑΟΥΤΟ-ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Για όλες εσάς
που αρέσατε είτε αρέσετε ακόμη,
εικονίσματα φυλαγμένα στης ψυχής τη σπηλιά,
σαν κούπα κρασιού σε επιτραπέζια πρόποση
υψώνω με στίχους γεμάτο το κρανίο μου.

Όλο και πιο συχνά σκέφτομαι —
να μη βάλω καλύτερα
την τελεία μιας σφαίρας στο δικό μου τέλος.
Σήμερα, εγώ,
για κάθε ενδεχόμενο
δίνω αποχαιρετιστήρια συναυλία.

Μνήμη!
Μάζεψε στο σαλόνι του μυαλού μου
των αγαπημένων μου τις αστείρευτες ουρές.
Το γέλιο από μάτια σε μάτια χύσε.
Με παλιούς γάμους τη νύχτα στόλισε,
από κορμί σε κορμί κάνε το κέφι να χυθεί.

Αξέχαστη σε όλους τούτη η νύχτα ας μείνει.
Σήμερα εγώ θα παίξω φλάουτο.
Πάνω στην ίδια μου τη σπονδυλική.

1

Χιλιόμετρα δρόμων με των βημάτων μου τη φόρα τσαλακώνω.
Πώς θα ξεφύγω με μια τέτοια κόλαση μέσα μου!
Σε ποιου ουράνιου Χόφμαν
τη φαντασία γεννήθηκες, καταραμένη;!
Για τη θύελλα του κεφιού είναι στενοί οι δρόμοι.
Τους καλοντυμένους η γιορτή μάζευε ολοένα.
Σκέφτομαι.
Οι σκέψεις, θρόμβοι αίματος,
αρρωστημένοι και πηχτοί σταλάζουν απ’ το καύκαλό μου.

Εγώ,
ο θαυματουργός όλων των γιορτινών πραγμάτων
δεν έχω με ποια να βγω στη γιορτή.
Κι έτσι μου έρχεται να ριχτώ κάτω στη γη,
το κεφάλι μου να λιώσω στην πέτρινη Νέφσκι!
Βλασφημούσα,
φώναζα πως θεός δεν υπάρχει,
μα ο θεός μια τέτοια έβγαλε από τα πυρωμένα βάθη,
που μπροστά της και το βουνό ταράζεται και τρέμει,
και πρόσταζε:
Αγάπα την!

…/…

3

…/…

Ωχ, αυτή
η νύχτα!
Την απόγνωσή μου έσφιγγα όλο και πιο στενά.
Από το κλάμα και το γέλιο μου
του δωματίου τρομαγμένο στράβωσε το μούτρο.

Σαν οπτασία το πρόσωπό σου στάθηκε μπροστά μου,
εσύ με τα μάτια σου το πρόβαλες στο χαλί
σάμπως την εκτυφλωτική εβραία βασίλισσα της Σιών
να ονειρευόταν κάποιος καινούργιος Μπιάλικ.

Βασανισμένος
μπροστά σ’ εκείνη, την οποία παρέδωσα,
ξεψυχώ, στα γόνατα πεσμένος.
Ο Βασιλιάς Άλμπερτ,
που τις πόλεις όλες
έχασε,
γιορτάρης μοιάζει δίπλα μου, με δώρα φορτωμένος.

Χρυσώστε στον ήλιο, άνθη και χόρτα!
Την άνοιξη χαρείτε, ζωές όλων των στοιχείων!
Εγώ ένα φαρμάκι μόνο θέλω —
να πίνω και να πίνω ποιήματα.

Της καρδιάς μου κλέφτρα εσύ,
που τα πάντα της στέρησες
και την ψυχή μου σε βασανιστικό έριξες παραμιλητό,
δέξου το δώρο μου, αγαπημένη,
τίποτε άλλο ίσως να μην μπορέσω πια να σκεφτώ.

Σε γιορτινά χρώματα τη σημερινή ημέρα βάψτε
Συντελέσου,
της σταύρωσης ισάξια μαγεία.
Βλέπετε —
με τα καρφιά των λέξεων
καρφωμένος είμαι στο χαρτί.


Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Εσείς καλά την έχετε.
Οι νεκροί από ντροπή δεν ξέρουν.
Την οργή σας
για τους νεκρούς φονιάδες σβήστε.
Με καθαρτήριο υγρό ξεπλύθηκαν
οι αμαρτίες των ψυχών που αποδήμησαν.

Εσείς καλά την έχετε!
Αλλά εγώ
μέσα από τη στρατιωτική παράταξη,
μέσα από τούτο τον ορυμαγδό,
πώς να κρατήσω την αγάπη μου για κάθε ζωντανό;
Υποχωρώ —
το τελευταίο της αγαπούλας ψίχουλο
για πάντα χάνεται σε μια ρουφήχτρα από καπνό.

Τι τους νοιάζει αυτούς
που γύρισαν πίσω
η δική σας θλίψη,
τι τους νοιάζουν κάποιων στίχων τα κρόσσια;!
Το μόνο που θέλουν είναι
να κουτσοπερνούν τη μέρα τους!
με δυο ξύλινα δεκανίκια.

Φοβάσαι;!
Δειλέ!
Θα σε σκοτώσουν;!
Ενώ θα μπορούσες
και μισόν αιώνα ακόμη ως δούλος να μεγαλώνεις.
Ψέματα!
Το ξέρω
και μέσα στης μάχης τη φωτιά
θα είμαι πρώτος
σε ηρωισμό
κι ανδρεία.
…/…

ΜΕΡΟΣ II

Αυτό συνέβητε ένα φθινόπωρο
κι ήταν
ξεροί-προσάναμμα
όλοι.
Παράδερνε ο ήλιος
τρελός μπογιατζής
και με την πορτοκαλιά μπογιά του λέρωνε τους σκονισμένους.
Από κάπου
στη γη
ξεχύθηκαν φήμες.
Χαμηλόφωνες.
Περπάτησαν στις μύτες των ποδιών τους.

Ο ψίθυρός τους εγκατέστησε την αγωνία στα στήθια,
κι ο φόβος
κάτω απ’ το κρανίο
με χέρι κόκκινο,
ξέμπλεκε, ξέμπλεκε και ξέμπλεκε τις σκέψεις.
Κι έγινε τότε αβάσταχτα καθαρό:
αν δεν μαζέψουν τους ανθρώπους στις δέσμες των λόχων,
αν δεν τους πάρουν και τους κόψουν τις φλέβες —
η μολυσμένη γη
μόνη της θα πεθάνει —
θα ψοφήσουν τα Παρίσια,
τα Βερολίνα,
οι Βιέννες!

Γιατί μαραζώσατε;!
Είναι αργά για κλάψες!
Πιο πριν έπρεπε να μετανοήσετε!
Τώρα σε χιλιοχέρηδες γιατρούς
από τα οπλοστάσια όπλα
για νυστέρια μοιράστηκαν.

Ιταλία!
Και στον βασιλιά
και στον κουρέα
είναι ξεκάθαρο —
δεν θα ξεφύγει!
Σήμερα κιόλας
πετούν οι Γερμανοί
πάνω από τη Βενετία.

…/…

ΜΕΡΟΣ IV

Έι!
Εσείς!
Τα ματάκια σας τα ενθουσιασμένα σβήστε!
Των χεριών σας τις βαρκούλες στην τσέπη χώστε!
Αυτό είναι
το άξιο βραβείο
για τούτο που στραγγίχτηκε από χαρτί και μελάνι.

Κι εμένα γιατί να με χειροκροτήσετε;

Εγώ τίποτε δεν συνέθεσα.
Σκέφτεστε:
ψεύδεται!
Δεν είναι πουθενά λαβωμένος.
Στα γερά μηνίγγια του δεν σταματά ο χτύπος
όταν χειροκροτούν
στις τρίλιες των τυμπάνων του,
στους καταραμένους ρυθμικούς λαρυγγισμούς του.

Αξιότιμοι κύριοι!
Καταλαβαίνετε;
Πιάνεις τον πόνο,
τον μεγαλώνεις και τον μεγαλώνεις:
με όλες τις λόγχες του να μπήγονται στο στήθος σου,
με όλα του τα αέρια να παραμορφώνουν το πρόσωπο σου,
με όλες του τις πυροβολαρχίες να γκρεμίζουν
του κεφαλιού σου το κάστρο —
αυτό είναι το κάθε μου τετράστιχο.

Δεν είναι γι’ αυτό
που μ’ ανέβασε
πάνω στα στοιβαγμένα κορμιά
για να στάζω δακρύβρεχτη σιχασιά.
Κάτω από το ασήκωτο βάρος όλων όσων έγιναν,
χωρίς τα διάφορα
«ωραίο»,
πατημένος, λυγίζω.

Σκοτωμένοι —
το ίδιο μου κάνει —
εγώ είτε αυτός
τους σκότωσε.
Στο αδελφικό κοιμητήρι,
στης καρδιάς τον λάκκο,
ξάπλωσαν εκατομμύρια, –
σαπίζουν,
σαλεύουν ανασηκωμένοι απ’ τα σκουλήκια!
…/…

ΜΕΡΟΣ V

…/…

Σε αμπάρια,
που ξέχασαν για πάντα το μπαρούτι,
τα θωρηκτά
κουβαλούν στα ήσυχα λιμάνια
σωρούς λαμπερά μπιχλιμπίδια.

Ποιον τρομάζουν των κανονιών οι μπάντες-
αυτά,
τα τόσο συνεσταλμένα,
διαμέλιζαν κάποτε ανθρώπους;
Αυτά
που μπροστά στο σπίτι
στο ξάγναντο,
τόσο ειρηνικά
τσιμπολογούν χορτάρι.

Κοιτάτε,
δεν είναι ούτε γι’ αστείο,
ούτε για γέλια —
στη μέση της μέρας
ήσυχα,
ζευγαρωτά
τσάροι-νταήδες
περπατάνε με τη φροντίδα νταντάδων.

Γη,
από πούθε τέτοια αγάπη για μας;
Φαντάσου —
εκεί
κάτω απ’ το δέντρο
είδαν
με τον Κάιν
να παίζει ντάμα ο Χριστός.
Δεν βλέπεις,
μισοκλείνεις τα μάτια, ψάχνεις;
Ματάκια – χαραμάδες δυο.
Πιο ανοιχτά!
Κοίτα
τις δικές μου ματάρες —
είναι σαν καθεδρικού ναού ορθάνοιχτες πύλες.

Άνθρωποι!
Αγαπημένοι
μη αγαπημένοι,
γνωστοί
άγνωστοι,
μέσα από τις πύλες τούτες σε πλατιά πομπή περάστε.
Κι αυτός,
ελεύθερος,
αυτός για τον οποίο φωνάζω εγώ,
ο άνθρωπος —
έρχεται,
πιστέψτε με,
πιστέψτε!


ΠΡΩΙ

Βροχή συνοφρυωμένη έκοβε τα μάτια.

Και πίσω απ’ το

κάγκελο

με την κρυστάλλινη

σιδερένια σκέψη των γραμμών –

στρώμα φτερών.

Και πάνω

σ’ αυτά

των ανατέλλοντων αστεριών

τα πόδια ακουμπούνε απαλά.

Αλλά ο θάνατος των φαναριών

των τσάρων

με αερίου κορόνα

πιο επίπονα ακόμα

έφερνε στα μάτια

ένα μπουκέτο από τσακωμένες πόρνες.

Και φριχτό

των χωρατών

το γέλιο καυτό –

από κίτρινα τριαντάφυλλα

φαρμακερά

φύτρωσε

σε μορφή ζιγκ ζαγκ.

Πίσω απ’ το θόρυβο

και το φόβο

να δεις κάτι

είναι χαρά στο μάτι:

δούλοι

των σταυρών

υποφέροντας-ήρεμα-αδιάφορα,

φέρετρα

σπ ιτιών

κοινών

έριξε η αυγή σ’ ένα φλεγόμενο άμφορα.

1912 

ΕΣΕΙΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΤΕ;

Το πρόσωπο χάλασα της ρουτίνας

ρίχνοντας χρώμα απ’ το ποτήρι του νερού.

Χάραξα σ’ ένα πιάτο ζελατίνας

τα λοξά μάγουλα του ωκεανού.

Το κάλεσμα διάβασα νέων χειλιών

πάνω σε ψαρολέπια από λαμαρίνα.

Εσείς

ένα σκοπό νυχτερινό

θα μπορούσατε

να παίξετε σ’ έναν αυλό υπό υδροσωλήνα;

1913 

ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ

Μπήκα στο κουρείο κι είπα ήρεμος:

«Παρακαλώ, κουρέψετε μου τα αυτιά».

0 φαλακρός κουρέας έγινε ανήμερος,

χνούδιασε και τεντώθη ξαφνικά

το πρόσωπό του σαν αχλάδι.

«Μαϊμούνι!

Χαμίνι!» –

Από στριγκλιά σε στριγκλιά

γύριζαν οι βρισιές, πάλι και πάλι

και σα ρεπάνι σπορικό χαχάνιζε

από το πλήθος ξεχωρίζοντας κάποιο κεφάλι.

1913 

ΑΚΟΥΣΤΕ!

Ακούστε!

Τάχα αν τ’ αστέρια ανάβουν

πάει να πει πως κάποιος τα ’χει ανάγκη;

Πάει να πει πως κάποιος θέλει οπωσδήποτε να υπάρχουν;

Πάει να πει πως κάποιος ονομάζει τούτα τα φτυσίματα μαργαριτάρια;

Κι ορμώντας

μέσα από τους ανεμοστρόβιλους της μεσημεριάτικης σκόνης

πέφτει απάνω στο Θεό,

φοβάται μήπως άργησε,

κλαίει,

του φιλά το ξεραμένο χέρι,

παρακαλεί

οπωσδήποτε ν’ ανάβει ένα αστέρι! –

ορκίζεται –

δεν αντέχει τούτη την άναστρη οδύνη!

Κι ύστερα

γυρίζει ταραγμένος

αν και ήσυχος στην όψη.

Απευθύνεται σε κάποιον:

«Τάχα για σένα είναι το ίδιο;

Δε φοβάσαι;

Ναι;!».

Ακούστε!

Τάχα αν τ’ αστέρια ανάβουν

πάει να πει πως κάποιος τα ’χει ανάγκη,

πάει να πει πως είναι ανάγκη

κάθε βράδυ

πάνω απ’ τις στέγες

ν’ ανάβει έστω κι ένα αστέρι;!

1914 

ΚΙ ΩΣΤΟΣΟ

0 δρόμος έσκασε σα μύτη συφιλιδική.

Το ποτάμι κυλούσε σα φτύμα, όλο ηδονή.

Ξεγυμνωμένοι, δίχως φύλλο συκής

αγροίκα γείρανε οι κήποι στον Ιούνη.

Βγήκα στο δρόμο,

το καμένο τετράγωνο

φόρεσα στο κεφάλι περούκα ξανθή.

Από το στόμα μου φοβέριζε τον κόσμο

τα πόδια της κουνώντας μια αμάσητη κραυγή.

Δε μ’ αδικούν, μ’ ακούνε, με υποφέρουν,

σαν προφήτη με άνθη μου στρώνουν τη γη.

Όλες αυτές οι σκασμένες μύτες ξέρουν:

Εγώ είμαι ο δικός σας ποιητής.

Η Στερνή σας Κρίση με τρομάζει σαν ξενώνας!

Οι πόρνες στα χέρια με σηκώνουν μοναχό

σαν άγιο, μέσ’ απ’ τα σπίτια τα φλεγόμενα,

και για να δικαιωθούν με δείχνουν στο Θεό.

Πάνω απ’ το βιβλίο μου θα κλάψει ο Θεός!

Και τρέμοντας, δεμένος κόμπο, δίχως λέξη,

τους στίχους μου κρατώντας, στον ουρανό,

να τους διαβάσει στους φίλους του θα τρέξει.

1914 

ΒΗΜΑ ΑΡΙΣΤΕΡΟ

(Στους ναύτες)

Ξεδιπλωθείτε στο βήμα!

Τη γλωσσοδιάρροια αφήστε.

Πιο σιγά, ρήτορες!

Ορίστε

στο βήμα

σύντροφε μάουζερ.

Φτάνει πια στο νόμο

απ’ των πρωτόπλαστων τον καιρό.

Στην ψοφοϊστορία αλλάζουμε δρόμο.

Αριστερό!

Αριστερό!

Αριστερό!

Έι, γαλαζοντυμένοι!

Βάλτε πλώρη!

Στους ωκεανούς!

Ή μήπως

στων θωρηκτών την πλώρη

έβαλαν φραγμούς;!

Άσ’ το

σαν αγριεμένη κορόνα

να ουρλιάζει το λιοντάρι το αγγλικό.

Δεν υποτάσσεται η κομμούνα.

Αριστερό!

Αριστερό!

Αριστερό!

Εκεί,

πίσω από όρη πίκρας

είναι ήλιου γη.

Πέρ’ απ’ την πείνα,

την πληγή,

μπήξε ποδάρι εκατομμυριοστό!

Μισθοφόρων αν μας ζώνουνε στρατοί

κι ατσάλι γύρω μας απλώνουνε χυτό,

η Ρωσία δεν ηττάται απ’ την Αντάντ.

Αριστερό!

Αριστερό!

Αριστερό!

Το μάτι τάχα σβήνει το αετίσιο;

Ή μήπως θα κοιτάζουμε το παρελθόν;

Σφίξε

του προλεταριάτου τα δάχτυλα

γύρω απ’ του κόσμου το λαιμό!

Με τα στήθια μπροστά τ’ ακράτητα!

Τον ουρανό με σημαίες σκέπασε!

Ποιος περπατά εκεί με το δεξιό;

Αριστερό!

Αριστερό!

Αριστερό!

1918 

ΚΑΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΤΑ ΑΛΟΓΑ

Χτυπούσαν τα πέταλα
τραγουδιστά
– γκριπ
γκραπ
γκροπ
γκρουπ.
Από τον άνεμο φαγωμένος
και το χιόνι παπουτσωμένος
γλιστρούσε ο δρόμος.
Τ’ άλογο στα πισινά
τσακίστηκε
και μεμιάς
όσοι περίεργοι
ήρθαν ν’ ανεμίσουν τα πλατιά τους παντελόνια στην Κουζνέτσκι
συναθροίστηκαν
και χαχανιστό το γέλιο αντήχησε:
-Γκρεμίστηκε ένα άλογο!
-Ένα άλογο γκρεμίστηκε!
Όλη γελούσε η Κουζνέτσκι.
Κι εγώ, μόνος απ’ όλους
με του πλήθους τη φωνή δεν έσμιξα.
Τους παραμέρισα
και βλέπω
τα μάτια του αλόγου…
0 δρόμος αναποδογυρίστηκε,
κυλά με το δικό του τρόπο.
Πλησίασα και βλέπω –
στάλες χοντρές κυλούν αδιάκοπα
πάνω στη μούρη του κι η κάθε στάλα τρέχει
και κρύβεται μέσα στο τρίχωμα…
Και κάποια γενική
ζωώδης διάθεση
ξεχύθηκε από μέσα μου
και σκόρπισε θροΐζοντας.
«Άλογο, όχι,
άλογο, ακούστε,
μήπως είστε χειρότερό τους; Μην τους ακούτε!
Λεβέντικο μου,
όλοι μας είμαστε λιγάκι άλογα,
ο καθένας μας με τον τρόπο του είναι άλογο.»
Ίσως, γέρικο,
από λόγια ωραία
κι από συμβουλές δεν είχε ανάγκη,
ίσως να του φάνηκε κι η σκέψη μου χυδαία.
Όμως
τ’ άλογο
γενναία
σηκώθηκε
χλιμίντρισε
κι έφυγε.
Ξανθότριχο παιδί
κούνησε την ουρά.
Ήρθε στο σταύλο
κι εστάθη με χαρά.
Και του φαινότανε
πως ήτανε άλλο,
πως άξιζε να ζεις
και να δουλεύεις άξιζε.
1918



ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ 

Το τελευταίο φράγκο

τ’ άλλαξα στο ταξί.

– Πότε φεύγουμε για τη Μασσαλία; –

Τρέχει

το Παρίσι

στο μεταξύ

αποχαιρετώντας με

μ’ όλη του τη μαγεία.

Κύμα του αποχαιρετισμού

έλα

στα μάτια μου υγρό

και με συναισθηματισμό

γέμισέ μου την καρδιά.

Να ζήσω θα ’θελα

και να πεθάνω

εδώ,

αν δεν υπήρχε

η Μόσχα

να με καρτερά.

1925 

ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ

Ας είναι όσο θέλετε μακριά η αναμονή –

το βλέπω καθαρά,

καθαρά καθώς παραίσθηση.

Τόσο

που μου φαίνεται –

από τη ρίμα τούτη μόλις γλυτώσω

θα τρέξω

πάνω στο στίχο

σε καταπληκτική ζωή.

Εγώ τάχα θα ρωτώ –

Είναι τούτο;

Είναι κείνο;!

Βλέπω,

βλέπω καθαρά, με κάθε λεπτομέρεια.

Αγέρας στον αγέρα,

όπως πέτρα σε πέτρα,

απρόσιτο στη φθορά και στη σήψη

λάμποντας

υψώνεται αιώνες

το εργαστήρι των ανθρώπινων αναστάσεων.

Να τον,

πλατυμέτωπος,

ήρεμος χημικός

πριν απ’ το πείραμα τα φρύδια του σουφρώνει.

Στο βιβλίο –

«Όλη η γη» –

ψάχνει για όνομα.

Αιώνας εικοστός.

Ποιον ν’ αναστήσει

-0 Μαγιακόφσκι εδώ…

Ας ψάξουμε για πιο λαμπρές φιγούρες

δεν είναι αρκετά ωραίος ποιητής,

Φωνάζω εγώ

από τούτη, να

τούτη τη σελίδα.

Μη γυρίζεις τις σελίδες!

Ανάστησε εμένα!

…………………………………………………….

Ανάστησέ με

τουλάχιστον γιατί

ποιητής

σε πρόσμενα

παραμερίζοντας της κάθε μέρας τη ρουτίνα!

1923 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

Μπορεί

να μην απομένει

κανένα χρώμα πια

στο χρόνο – χαμαιλέοντα;

Ακόμα ένα τίναγμα

και πάλι θα πέσει

άκαμπτος, δίχως πνοή;

Μπορεί

απ’ τούς καπνούς και τους πολέμους φλομωμένη

η γης

να μην ξανασηκώσει το κεφάλι της;

Μπορεί…

Όχι,

αυτό δε μπορεί!

Αύριο-μεθαύριο τα περιδινούμενα νερά των σκέψεων θα κρουσταλλιάσουνε

αύριο – μεθαύριο θα ίδει την πορφύρα πού αναβρύζει από τα σώματα.

Πάνω απ’ τ’ αφηνιασμένα της μαλλιά θα συστρέφει τα χέρια της

στενάζοντας:

«θεέ μου,

τί έχω κάνει!»

Έ, λοιπόν, όχι,

αυτό δε μπορεί.

Στήθος,

τσάκισε τη χιονοστιβάδα της απελπισίας,

ψαχούλευε και ψαύε μέσα στη μελλοντική ευτυχία.

Κοιτάχτε,

αν θέλετε,

απ’ το δεξί μου μάτι

κάνω να βγει

ένα ολάκερο δάσος λουλούδια!

Όνειρα, πολλαπλασιάστε τα παράξενα πουλιά σας.

Κεφάλι,

αναστρέψου από ενθουσιασμό και περηφάνια.

Μυαλό μου,

χαρωπέ και σοφέ

οικοδόμε,

χτίζε πολιτείες!

Προς εκείνους

που τρίζουν ακόμη τα δόντια τους

από οργή,

φτάνω

ολόκληρος μες στην αυγή των φωτεινών ματιών μου.

Γη,

ορθώσου σε χιλιάδες Λαζάρους

στολισμένους τις λάμψεις των αμφίων.

Κι ώ χαρά

χαρά! —

Ανάμεσα από τους καπνούς

διακρίνω

το φέγγος των προσώπων.

Και να, μισανοίγοντας τα νεκρωμένα μάτια της

ανασηκώνεται

η Γαλικία πρώτη.

Μες στο χορτάρι κρύβει το σκισμένο της πλευρό.

Μια-μια οι οροσειρές,

τινάζοντας πέρα το φορτίο των κανονιών,

ορθώνουν τις καμπούρες τους

πλένοντας μες στον ουρανό τ’ άσπρα, αιματόβρεχτα μαλλιά τους,

οι Άλπεις,

τα Βαλκάνια,

ο Καύκασος,

τα Καρπάθια.

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η ζωή του Μαγιακόβσκι
Η λυκοφωλιά των τραπεζιτών, των αφεντάδων και των δόγηδων
χαράχτηκε απ’ αυτό το βρυχηθμό.
Βγάζουν
τις επιχρυσωμένες
πανοπλίες.
«Αν ή καρδιά είναι το παν,
τότε γιατί,
γιατί λοιπόν
σ’ έχω μαζέψει, αγαπημένο χρήμα;
Πώς τολμούν να τραγουδούν κάτι τέτοιο;
Ποιος το δικαίωμα τούς έχει δώσει;
Ποιός επέτρεψε στις μέρες να πάρουν ύφος Ιουλίου;
Κλείστε τον ουρανό στα τηλεγραφικά σύρματα!
Συστρέφτε σε δρόμους τη γη.
Αυτός καυχιέται
πως έχει χέρια.
Δώστε τα στο ντουφέκι!
Το χάδι, λέει, θερινών ήμερών;
Ας είναι
ολάκερος
αγκαθωτός σα σκαντζόχοιρος.
Βρωμίστε του τη γλώσσα με μικρολογίες!»
Μαντρωμένος μες στο γήινο κοπάδι
σέρνω τον καθημερινό ζυγό μου.
Καβάλα
πάνω στο μυαλό μου
«Ο Νόμος» έχει θρονιαστεί.
Μια αλυσίδα κυκλώνει την καρδιά μου:
«Η θρησκεία».
Πέρασε πια η μισή ζωή, αδύνατο να το αποφύγεις.
Ολούθε οι φανοστάτες σε κατασκοπεύουν μ’ αναρίθμητα μάτια.
Είμαι φυλακισμένος.
Δε μπορεί τίποτα να μ’ απελευθερώσει.
Η γη η καταραμένη με κρατάει στα σίδερά της.
Όλους σας να σας λούσει ο έρωτάς μου θάφτανε
όμως τα σπίτια περιφράζουν τον ωκεανό του.
Φωνάζω…
μα δεν είναι
παρά μονάχα των κλειδιών ο θόρυβος!
στην αιχμή μιας ακτίνας
ένα κομμάτι σάπιο κρέας.
Καγχάζουν:
«Ά! Ά !*
κ’ εγώ πλανιέμαι
μέσα στο παραλήρημα, μέσα στον πυρετό.
Η γη, μια σιδερένια σφαίρα καταδίκου
βροντοχτυπάει
στο πόδι μου αλυσοδεμένη.
Μου ‘χει τα μάτια μου κλειδώσει
το χρυσάφι.
Ποιάς θα ‘θελε να οδηγήσει έναν τυφλό;
Είμαι
κλεισμένος
για πάντα
σε μια περιπέτεια παράλογη.
Απ’ τους μεσημβρινούς αναπηδώντας
κι απ’ τους θόλους του Άτλαντα
αφρίζει
κι αντιλαλεί ο χρυσόδετος ανεμοστρόβιλος:
φράγκα
δολάρια
ρούβλια
κορώνες
γιέν
μάρκα.
Οι μεγαλοφυείς, οι πόρνες, τ’ άλογα και τα βιολιά
κ’ οι ελέφαντες
και τα μικροζητήματα της ζωής,
όλα εκεί μέσα πνίγονται.
Αυτός ο γλοιώδης θόρυβος
στουμπώνει το λαρύγγι
και τα ρουθούνια.
«Βοήθεια!»
Μήτε κι αυτός ο βόγγος δε μπορεί να βγει.
Κ’ εκεί, καταμεσής,
ένα μεγάλο, ακίνητο νησί
φτιαγμένο από ανθισμένους τάπητες.
Εκεί,
ζει
ο Άρχων του παντός,
ο αντίζηλος μου,
ο ακατανίκητος εχθρός μου.
Οι κάλτσες του απ’ το πιο λεπτό μετάξι.
Το παντελόνι του δανδίσιο, εξαίσια ριγωμένο,
η γραβάτα του
απαράμιλλα πολύχρωμη
Έρπει από τον πελώριο του λαιμό
ως γύρω από τη σφαίρα της κοιλιάς του.
Ολόγυρα πεθαίνουν.
Όμως σα δάσος προς τον ουρανό ανεβαίνει
προς τιμήν
του μεγαλείου σου:
Εύγε!
Ζητώ!
Ουρρά!
Ω!
Χόπ Χόπ!
Μπράβο!
Ωσαννά!
Τον κεραυνό αποδίδουνε στη δύναμη των προφητών.
Ανοησία !
Αυτός διαβάζει
τον Λόκκ !
Αυτό του αρέσει.
Επάνω στην κοιλιά του
το γέλιο
κάνει να κουδουνίζουν και ν’ αστράφτουν
ολάκερη στρατιά τα μπιχλιμπίδια της καδένας του.
Μένουμε
βουβοί
μπρος στων Ελλήνων το έργο.
Συλλογιόμαστε:
«Από ποιόν,
πού,
πότε δημιουργήθηκε;»
Αλλά
είναι αυτός
που ‘χε παραγγελιά στο μακαρίτη τό Φειδία δοσμένη:
«θέλω
χοντρές γυναίκες
από μάρμαρο.»
Τέσσερις ή ώρα.
Πρόσχημα καλό:
«Σκλάβοι
θέλω να γευματίσω πάλι !»
Και θεός,
ο μάγειράς του πρόθυμος,
με άργιλο του ετοιμάζει
κρέας φασιανού.
Αυτός τεντώνεται
αφού χαϊδέψει κάποιο θηλυκό.
«Μήπως θέλεις
το πιο ανεκτίμητο από τούτον το σωρό των άστρων;»
Και στη στιγμή
ολάκερη λεγεώνα Γαλιλαίων
τον ουρανό ανασκάπτει με το μάτι των τηλεσκοπίων.
Τον χρυσό μόσχο των αυτοκρατοριών κλονίζουνε οι επαναστάσεις,
τ’ ανθρώπινο κοπάδι αλλάζει μακελάρη,
όμως εσένανε,
άρχοντα των καρδιών μη εστεμμένε
καμιά ανταρσία σε σε αγγίζει.



Τα πάθη του Μαγιακόβσκη 

Ακούτε ;

Ακούτε αυτό το χλιμίντρισμα των αλόγων ;

Ακούτε ;

Ακούτε τα ουρλιαχτά των αυτοκινήτων;

Είναι

οι πολίτες

που καταφτάνουν να λουστούν μέσα στην Αφθονία Του.

Ανθρώπινη πλημμύρα.

Με καταβροχθίζει

ανίσχυρο

κι αρπάζομαι από τα καπίστρια

απ’ τούς ποδόγυρους και τα φουστάνια.

Τί βλέπω;

Εσύ;

Το μάτι μου πιτσιλισμένο μ’ αίμα.

Φλογίζεται

καθώς το κόκκινο φανάρι των μπορντέλων.

Γιατί εσύ ;

Σταμάτα!

Ξέρω γλυκύτερες χαρές!

Το δάσος το υπεροπτικό των βλεφαρίδων της δε σάλεψε.

Στάσου!

Εκείνη έχει περάσει κιόλας…

Κ’ εκείνος, να τόνε δεσπόζοντας επάνω απ’ τα κεφάλια.

Γυαλίζει το κρανίο του

σάμπως παπούτσι

φαλακρό,

καλοβερνικωμένο.

Μόνο

στην τελευταία φάλαγγα

του παράμεσου,

δίπλα σε τρία μπριγιάντια,

υπάρχουν κάτι τόσες δα τρίχες ανορθωμένες.

Την βλέπω να πλησιάζει.

Σκύβει για ν’ ασπαστεί το χέρι του.

Τα χείλη της σιγανοψιθυρίζουν

ανάμεσα από κείνες τις ψευτότριχες

αποκαλώντας τες τη μια «φλαουτάκι μου»

την άλλη «συννεφάκι μου»

πρωτάκουστο

που μόλις τώρα εγώ δημιούργησα. 

ΠΑΡΙΣΙ

(ΚΟΥΒΕΝΤΟΛΟΪ ΜΕ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΓ ΑΪΦΕΛ)

Από μυριάδες βήματα θορυβοποιημένο,
ψιθυροποιημένο από μυριάδες αυτοκινητολάστιχα

το Παρίσι, το περνοδιαβαίνω —
τρομαχτικά μονάχος
τρομαχτικά κανείς
τρομαχτικά μήτε ψυχή.
Γύρω μου —
τα ωτό χορογραφία φανταστική,
γύρω μου —
μες από ψάρια ζωόμορφα, από τον καιρό
των Λουδοβίκων,
πιδακίζοντας σφυρίζει το νερό.
Βγαίνω
Στην Place de la Concorde.
Προσμένω
ώσπου
ανασηκώνοντας το εγχάρακτο μικρό κεφάλι του,
απ’ την παρακολούθηση εξουθενωμένος των ψηλών σπιτιών,
βγαίνει από την ομίχλη ο Πύργος του Άϊφελ
φτάνοντας προς εμέ,
εμέ τη γιάφκα,
εμέ τον μπολσεβίκο αυτόν.
— Σσσ…
Πύργε,
σιγότερα, μην πλατσουρίζεις έτσι! —
θα μας πάρουν χαμπάρι!
είναι μια γκιλοτινική αγωνία το φεγγάρι.
Να τί θα πω σε σένανε
(επάνω του όλος έχω γαντζωθεί
σιγανοψιθυρίζοντας
στο ραδιοαυτί,
ατέλειωτο μουρμουρητό
ζουζουνητό):
-Έχω διαφωτίζει πέρα ως πέρα πράγματα και κτίρια.
Μόνο
προσμένουμε και τη δική σου συμφωνία εμείς.
Πύργε,
θάθελες νάμπεις στην εξέγερση επικεφαλής ;
Πύργε —
εμείς
σ’ εκλέγουμε Αρχηγό!
Δε σου ταιριάζει —
εσένα πούσαι υπόδειγμα ιδιοφυίας μηχανικής
απ’ τους απολλιναιρικούς πανάθλιους στίχους
να μαραγκιάζεις εδώ.
Για σένανε
δεν είναι μέρος — τούτη δω η σαπίλα —
των πορνών το Παρίσι,
των ποιητών,
των χρηματιστηρίων.
Τα μέτρο έχουν κιόλας συμφωνήσει,
είναι μαζί μου τα μετρό —
τούτα δω
μες απ’ τα σπλάχνα τους τα πετροδουλεμένα,
θα φτύσουν έξω το κοινό —
και θα ξεπλύνουν απ’ τους τοίχους μ’ αίμα
τις ρεκλάμες
των αρωμάτων και των ψιμυθίων.
Ετούτα έχουν πειστεί —
δεν πρέπει να ξεχύνονται μες από κει
τα βαγόνια των πλουσίων.
Αυτά δεν είναι δούλοι!
Αυτά έχουν πειστεί —
σ’ αυτά
ταιριάζουν πιότερο
οι δικές μας αφίσες,
του αγώνα τα πλακάτ.
Πύργε —
μη φοβάσαι τους δρόμους!
Αν το θεμέλιο του δρόμου εμποδίσει το μετρό,
το θεμέλιο αυτό
οι ράγες θα το σκίσουν σε λουρίδες.
Τις ράγες ξεσηκώνω σ’ ανταρσία εγώ.
Φοβάσαι;
Κι αν πάρουνε το μέρος σου σμάρι τα καπηλεία ;
Φοβάσαι πιά;
‘Η Ριβ-γκος θάρθει σε βοήθειά σου.
Μη φοβάσαι!
Με τις γέφυρες συμφωνία έχω κάμει.
Εύκολο δα,
δεν είναι, κολυμπώντας,
να περάσεις
το ποτάμι!
Οι γέφυρες,
πυρακτωμένες πιά απ’ την οργισμένη κίνηση των οχημάτων,
θα σηκωθούν μεμιάς απ’ τα πλευρά του Παρισιού.
Οι γέφυρες θα εξεγερθούν.
Στο πρώτο κάλεσμα —
θ’ άποτινάξουν τους διαβάτες πάνω στα λιθάρια των αντερεισμάτων.
Όλα τα πράγματα θα σηκωθούν στα πισινά τους πόδια.
Τα πράγματα πιά δε μπορούνε να το αντέξουν.
θα περάσουν
δεκαπέντε
είκοσι χρόνια
θα σαπίσει το ατσάλι,
και τα ίδια αυτά
τα πράγματα πάλι
εδώ να
θα παν
να πουληθούν για μια νύχτα στη Μονμάρτρη.
Πάμε, Πύργε!
Σ’ εμάς!
’Εσύ —
’Εκεί,
στη χώρα μας,
είσαι πολύ πιο χρειαζούμενος, πολύ !
Έλα σ’ εμάς!
Μες από το στραφτάλισμα του χάλυβα,
μες από τούς καπνούς,
εμείς θα σέ προϋπαντήσουμε
με τρυφεράδα πιότερη θα σέ καλωσορίσουμε
απ’ όση οι πρωταγαπημένοι νιώθουνε για τους αγαπητούς.
Πάμε στη Μόσχα!
Σ’ εμάς
στη Μόσχα
υπάρχει ευρυχωρία μεγάλη.
Εσύ
— το κάθε πόδι σου —
κι απόναν δρόμο θάχει.
Εμείς, κει πέρα,
θα σέ χαϊδεύουμε:
κάθε στιγμή εκατό φορές
τη μέρα
ώσπου σαν ήλιους να λαμποκοπήσουμε το μπρούντζο σου όλον και
τ’ ατσάλι.

Ας
τελειώνει η πόλη σας,
των κουτοθηλυκών και των δανδήδων το Παρίσι,
ετούτο το Παρίσι των βουλεβαρδιάτικων χασκοσεργιανητών,
μονάχο του ας τελειώσει, μια νεκραποθήκη Λούβρο ας καταντήσει
μες στις παλιατσαρίες των μουσείων και των Βουλωνικών δασών.
Εμπρός !
Με την τετράδα βάδισε των δυνατών ποδιών σου
που του Άιφελ τα σχέδια τάχουν καρφώσει εδώ
για να ραδιωθεί το μέτωπό σου στο δικό μας ουρανό,
να φοβηθούν τ’ αστέρια μας εμπρός σου.
Παρ την απόφασή σου, Πύργε
όλοι ας εξεγερθούν σήμερα κιόλας,
ακέραιο το Παρίσι, απ’ την κορφή ως τα νύχια του, χαλώντας
Σ’ εμάς, στην ΕΣΣΔ !
Έλα σ’ εμάς το δίχως άλλο —
όσο για τη θεώρηση
εγώ θα σου τη βγάλω !

1928


ΞΕΛΑΣΠΩΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Το μέλλον δε θάρθει
από μονάχο του, έτσι νέτο – σκέτο,
αν δεν πάρουμε μέτρα
ν’ εμείς.
Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξε το!
Απ’ την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.
Η κομμούνα
δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λες,
για να την ονειρεύεσαι
τις νυχτιές.
Μέτρησε,
καλοσκέψου,
σημάδεψε —
και τράβα, βήματα τα βήματα,
έστω και πάνω σε μικροζητήματα.
Λεν είναι μόνον
ο κομμουνισμός
στη γη,
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι και μες στο σπίτι,
στο τραπεζάκι μπρος,
στις σχέσεις,
στη φαμίλια,
στην καθημερινή ρουτίνα.
’Εκείνος κει,
που ολημερίς
τριζοβολάει βλαστήμιες
σαν κάρο κακογρασωμένο,
εκείνος που,
σαν ολολύζει η μπαλαλάικα.
χλομιάζει ευθύς,
αυτός
το μπόι του μέλλοντος
δεν τόχει φτασμένο.
δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,
να λες ναι, ναι,
στα μέτωπα
με βολέ; πολυβόλου.
Της φαμίλιας,
του σπιτικού,
η επίθεση,
για μας μικρότερη απειλή
δεν είναι διόλου.
Εκείνος που υποτάχτηκε
στην πίεση της φαμίλιας,
κοιμάται
μες στη μακαριότητα
ρόδων φτιαγμένων με χαρτί,—
αυτός δεν έφτασε το μπόι
της προσήλιας,
της δυνατής ζωής εκείνης
που θαρτεί.
Σαν τη φλοκάτα
και το χρόνο επίσης,
ο σκόρος της καθημερνότητας
τον κατατρώει στιγμή-στιγμή.
Το μεινεσμένο ρούχο
των ήμερων μας για ν’ αερίσεις,
ε, κομσομόλε, τίναξέ το εσύ.

1925


ΚΑΛΑ ΠΑΜΕ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΟΧΤΩΒΡΗ

(Απόσπασμα) 

Ο χρόνος

είναι κάτι,

απίθανα μακρύ.

Υπήρξαν χρόνοι,

πάει, πέρασαν,

μυθικοί.

Ούτε μπιλίνες

ούτε κ’ έπη

ούτε εποποιίες πια.

Σαν τηλεγράφημα

η στροφή

πετά.

Με φλογισμένα χείλη

πιες

γονατιστός

απ’ το ποτάμι

που το λέμε

«γεγονός».

Είναι ο καιρός

π’ όλος βομβίζει

σε τηλέγραφου χορδή.

Είναι η καρδιά

με την αλήθεια

οι δυο μαζί.

Αυτό συνέβη

με τους μαχητές

ή με τη χώρα

η

στη δική μου

την καρδιά

συνέβη τώρα;

θέλω με το

βιβλίο αυτό

το μικρό κόσμο του σπιτιού ν’ αφήσουμε

για να επιστρέψουμε

πάνω στους ώμους

πολυβολικών πυρών,

το στίχο

σα μια λόγχη

ν’ αστραποβολήσουμε.

θέλω από το

βιβλίο αυτό,

μες απ’ την ευφροσύνη των ματιών

του μάρτυρα

που φέγγει από ευτυχία,

να τρέξει

στα κατάκοπα

μούσκλα ολωνών

μια δύναμη

από δημιουργία

κι ανταρσία.

Τη μέρα αυτή

για να υμνήσουμε,

κανένανε δε θα μισθώσουμε.

Μονάχα το μολύβι, εμείς

επάνω στο χαρτί

θα σταυρώσουμε,

έτσι που των σελίδων η βοή

όπως η βοή των σημαιών

πάνω απ’ τα μέτωπα να θορυβεί

των ετών. 

Για τον Μαγιακόφσκι

Τέσσερις.

Βαριές σα χτυπήματα.

«Τα του Καίσαρος – τα του Θεού».

Κι ένας

σαν κι εμένα.

Που θα πάει;

Πού φωλιάσει βολικά;

Αν ήμουν

μικρούλης

σαν ωκεανός, –

θα στεκόμουν στις μύτες των ποδιών των κυμάτων,

και με την παλίρροια θα χάιδευα το φεγγάρι.

Πού θα βρω την αγαπημένη μου,

που να ‘ναι σαν κι εμένα;

Αυτή δεν θα χωρούσε στον μικροσκοπικό ουρανό!

Ω, αν ήμουν φτωχός!

Σαν εκατομμυριούχος!

Τι να τα κάνει η ψυχή τα λεφτά;

Είναι ένας αχόρταγος κλέφτης γι’ αυτήν.

Της αποχαλινωμένης ορδής των επιθυμιών μου

Δε φτάνει όλο το χρυσάφι της Καλιφόρνιας.

Αχ και να ΄μουν τραυλός

σα το Δάντη

και τον Πετράρχη!

Να φλέγεται για μία η ψυχή μου!

Με στίχους να τη διατάξω να καεί!

Κι οι λέξεις

κι η αγάπη μου –

αψίδα θριάμβου:

από την οποία θα περάσουν

δίχως ν’ αφήσουν ίχνη

με πυκνές γραμμές

οι ερωμένες όλων των αιώνων.

Ω, και να ΄μουν

ήρεμος

σα κεραυνός, –

θα βουτούσα,

τρέμοντας να αγκαλιάσω της γης την γερασμένη σκήτη.

Αν μ’ όλη μου τη δύναμη

ουρλιάξω με φωνή βροντερή, –

οι κομήτες θα δέσουν  τα φλεγόμενα χέρια τους,

πέφτοντας κάτω από τη νοσταλγία.

Αν τα μάτια με της νυχτιάς των τύψεων τις αχτίνες –

ω, αν ήμουν εγώ

θαμπός, σαν ήλιος!

Θέλω τόσο πολύ

με τη λάμψη μου να ξεδιψάσω

της γης τον ξερακιανό κόλπο!

Θα πάω

ανέμελος τον έρωτα να ψάξω.

Ποια νύχτα

παράλογη,

άχρηστη

ποιοι Γολιάθ με γέννησαν –

τόσο μεγάλο

και τόσο άχρηστο;


Ελευθερία έκφρασης

Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε

και κλέβουν ένα λουλούδι

από τον κήπο μας

και δε λέμε τίποτα.

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον

περπατούνε στα λουλούδια,

σκοτώνουν το σκυλί μας

και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα

-την πιο διάφανη απ’ όλες-

μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας

ληστεύουν το φεγγάρι μας

γιατί ξέρουνε το φόβο μας

που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα

πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα


Ο Μαγιακόφσκι στον ουρανό

Στοπ.

επάνω σ ένα σύννεφο ακουμπάω

το φορτίο

των αποσκευών μου

και του κουρασμένου σώματός μου.

 Θαυμάσιος τόπος όπου φτάνω πρώτη μου φορά

Κοιτάζω ολόγυρα.

Λοιπόν

ετούτη η επιφάνεια η καλοσυγυρισμένη

ο πολυύμνητος είναι ουρανός

Θα δούμε.

Η βασική αποθήκη όλων των εφικτών ακτίνων.

Το μέρος όπου ρίχνουν τα καμένα αστέρια.

Ένα παμπάλαιο σχέδιο,

δεν ξέρεις τίνος

το πρώτο, το αποτυχημένο, προσχέδιο της φάλαινας.

Απέραντη γαλήνη.

Μένω πλαγιασμένος

στα ρηχά μιας φεγγοαχτίδας

χαυνώνοντας τη συγκίνησή μου με τ όνειρο

καθώς σε μιαν ακρογιαλιά του νότου.

Νιώθω μονάχα

κάπως περισσότερο αποναρκωμένος.

Επάνω μου κυλούν,

λούζοντάς με με χάδια

οι θάλασσες της αιωνιότητας.



Οι συνεδριάζοντες

Μόλις που η νύχτα γίνεται ξημέρωμα
βλέπω καθημερινά
άλλος στην επιτροπή,
άλλος στην επιτροπή διοίκησης,
άλλος στην πολιτική
κι άλλος στη μορφωτική επιτροπή
τρέχει ο κόσμος στα ιδρύματα.
Με τους χάρτινους φακέλους
βροχή να στάζουν
– διαλέγοντας από μισή εκατοντάδα
τους πιο βασικούς –
μόλις μπουν στο κτίριο
σκορπίζουν οι υπάλληλοι στις συνεδριάσεις.

Δηλώνεσαι:
«Μπορώ να ‘χω ακρόαση;
Έρχομαι εδώ προ αμνημονεύτων χρόνων»
«Ο σύντροφος Ιβάν Βάνιτς έφυγε για συνεδρίαση
στην κοινοπραξία Τέο και Γκουκόν»

Διασχίζεις σκάλες εκατό
Κακιώνει η μέρα
Πάλι
«Σε μια ώρα να ξαναρθείτε παραγγείλαν
Συνεδριάζουν:
για την αγορά φιαλών μελανιού
απ’ το συναιτερισμό Γκουμπ»
Σε μια ώρα
ούτε ο γραμματικός
ούτε η γραμματέας
γύμνια!
Όλοι μέχρι εικοσιδυό χρονών
στη συνεδρίαση της Κομσομόλ

Η νύχτα με προφταίνει, ξανά σκαρφαλώνω
στο στερνό πάτωμα του εφταώροφου κτιρίου
«Επέστρεψε ο σύντροφος Ιβάν Βάνιτς;»
«Είναι στη συνεδρίαση της επιτροπής ΑΒΓΔΕΖΗΘ»

Αναμαλιάρης
στη συνεδρίαση
σαν χείμαρρος μπαίνω
μ’ άγριες κατάρες
του δρόμου ξερνώντας βρισιές.
Και βλέπω:
κάθονται οι άνθρωποι στα δυο κομμένοι – μισοί
Ω, διάβολε!
Που ‘ναι οι υπόλοιποι μισοί;
Τους σφάξανε!
τους σκότωσαν!
Ατενίζω τσιρίζοντας
απ’ το απαίσιο θέαμα
μου στρίβει το μυαλό.
Κι ακούω
τη σιγανή φωνούλα του γραμματέα
«Βρίσκονται σε δυο συνεδριάσεις ταυτόχρονα.
Την ημέρα
συνεδριάσεις είκοσι
και πρέπει να προφτάσουμε
Ακούσια διχοτομούμαστε
Μέχρι τη μέση εδώ
και το υπόλοιπο
εκεί».

Από την ανησυχία δεν κοιμάσαι
Βαθύ πρωινό
Μ’ ένα όνειρο αντικρίζω το χάραμα
«Ω, τουλάχιστο
ακόμα
μια συνεδρίαση
σχετικά με το ξεπάστρεμα όλων των συνεδριάσεων».


Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί

Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.

Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.

Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.

Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά
το πρόσωπο το φτυσμένο.

Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς να αποχωριστούνε;

Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.

Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!

Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.


Τεχνητοί άνθρωποι

Απ’ αυτούς –
και τους καλούς,
και τους από κόμπρες πιο φαρμακερούς –
Η Σοβιετία
Είναι πλημμυρισμένη.
Ποιος κάνει
τους ανθρώπους
τους τεχνητούς;
Ποια Γκουζόν φορτωμένη;
Για συντομία
αυτό το θέμα δε θα πιπιλίσω
(χωρίς κακία,
χωρίς χαρά),
αντικειμενικά
τον άνθρωπο του συστήματος –
το «γραφειοκράτη»
θα ζωγραφίσω.
Οι φτέρνες – κάτω,
πάνω – φαλακρός,
οργανισμός, σαν οργανισμός.
Αλλά μέσα
Αντί για φωνή –
Συσκευή για παραγωγή
τυποποιημένων εκφράσεων.
Ακαταστασία στην επιχείρηση –
σαν άδης βροντάει,
φασαρία και φωνή.
Κι εκείνος, σαν κούκος,
Δυο λέξεις ξερνά:Όσον αφοράει
να συμφωνηθεί!
Τα ιδρύματα βυθισμένα στην τεμπελιά.
Προωθούν με μακρόχρονες αναβολές τη δουλειά.
Κι αυτός
σε κάθε αίτηση
απαντάει

Δε βαριέσαι,
θα ευθυγραμμιστούμε όσον αφοράει. –
Χρειάζεται ικανότητα,
χρειάζεται αυτοθυσία,
για να επιπλεύσεις
στο βούρκο του γραφείου,
κι εκείνος
ανασηκώνει τους ώμους με απορία:

Μπερδεμένα! –
Από τη διεύθυνση
κατευθείαν σαν κλέφτης
τρυπώνει
ο τυχοδιώκτης κι εγκληματίας,
κι αυτός
δηλώνει
με των ψαριών…


Ο δειλός

Προσεκτικά μαύροι και ξανθοί

κρύβοντας τη ματιά τους,

κρύβοντας τα γούστα τους,

όλο στο πλάι, στον ίσκιο, παράμερα,-

κυκλοφορούν οι δειλοί

στη δοξασμένη από ήρωες χώρα.

Κάθε διευθυντής για το δειλό είναι κανόνι.

Ακόμα κι εμπρός σε πρόσωπα συγγενικά του

τα ματάκια ο δειλός χαμηλώνει

και τρυπώνει στο γιακά του.

Κολλάει στα χαρτάκια το μάτι,

με των ποδιών σφιγμένους τους διαβήτες:

«Να μπορούσα να καταχωνιαστώ πίσω από τη διαταγή…

να μπορούσα να κρυφτώ πίσω από την εντολή…»

Δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι άντρας ή ψάρι-

λέξη τσάμπα κανείς δεν μπορεί να του πάρει.

Που να βάλει σφραγίδα και υπογραφή!

«Μόνο να μη μ’ εκλέξουν,

μόνο να μην έχω την ευθύνη…»

Αυτί ένα μέτρο –καθόλου πιο λίγο-

στους διευθυντές ξοπίσω τρέχει,

τη γνώμη τη δική τους ν’ ακούσει,

και αύριο πρώτος να την έχει.

Αν όμως ο ανώτερος γνώμη αλλάξει,

εκείνος θ’ αφομοιώσει τη γνώμη του ανωτέρου:

-Γνώμη είναι δεν είναι γνώμη,

και δεν είναι φοβερό να τη χάσεις.-

Κλέψτε, σφάξτε κοντά του,

δεν θ’ ακούσει μήτε κλάμα μήτε θρήνο.

«Η δική μας δουλειά είναι μικρή-

εγώ αυτός καθεαυτός δεν είμαι και μεγάλος βουβός,

μα το στόμα μου είναι γεμάτο νερό,

σαν νεροχύτης ειμ’ εγώ».

Ο δειλός τυλίγεται με χαρτόνια και χαρτιά.

«Πώς να το λύσω;! Ας το κάνουν άλλοι.

Κι αν ξάφνου δεν βγει; Κι αν με καλύψουν ξαφνικά;

Κι αν ξάφνου κάνω γκάφα μεγάλη;»

Μέρα τη μέρα δένει λεπτά

τα δεσμά των πιο παράξενων γάμων-

δένει το λιοντάρι με τα’ αρνί

με τη γάτα το ποντίκι συμφιλιώνει.

Όλη μέρα την καρδούλα ο τρόμος σκεπάζει,

αφορμές για πετάρισμα-άπειρες.

Των λεωφορείων ο τροχός τον τρομάζει

και οι ανώτεροι, και η γυναίκα του, και η γρίπη.

Το συνδικάτο, ο δήμος, όσοι ζητούν δανεικά,

το νεκροταφείο, η αστυνομία, τα δάση,

τα σκυλιά, ο καιρός, το κουτσομπολιό, ο χειμώνας

και οι πρότυπες δίκες.

Τρέμει και ξαπλώνει ο πολίτης,

το τρέμουλο τη νύχτα τον τσακίζει…

Σύντροφε τι τρέμεις;

Τι συμβαίνει λοιπόν;

Στο ενυδρείο θέλεις να σε βάλω;

Η επανάσταση απαιτεί, να υπάρχει

θάρρος, θάρρος, και άλλη μια φορά-

θ-ά-ρ-ρ-ο-ς.       



Υπαλληλάρα 

Εμφανίστηκαν
νέοι
Καλοαναθρεμμένοι άνθρωποι –
σήματα χρυσά
Του στολίζουν το στήθος.
Κομματικό κουνούπι
από το ΜΚΚ
δεν θ’ αγγίξει
Του παλικαριού
τη μύτη:
Έγκαιρα
είναι γραμμένη
άλλη γραμμή
συνδικαλιστική
και κομματική
και άλλη συνδρομή.

Τίμιος είναι,
σαν τίμιο βόδι.
Στη θέση
τη δική του
ρίζωσε
και τίποτα
δε βλέπει
πέρα
Απ’ τη δική του μύτη.
Τον κομμουνισμό
τον έμαθε απ’ το βιβλίο.
παπαγαλίζοντας κάθε «ισμό»,
αυτός
τέλειωσε για πάντα
με τις σκέψεις
για τον κομμουνισμό!

Γιατί να κοιτάξει παραπέρα;!
Την εγκύκλιο
θα καθίσει
να περιμένει.
– Εμείς, λοιπόν,
δε χρειάζεται
να σκεφτούμε,
‘όταν
σκέφτονται οι ηγέτες.
Των μικροεργασιών
τις παρωπίδες
τις φόρεσε
στα δυό του
μάτια,
για να δουλεύει
πιο καλά,
ήσυχα
και στενοκέφαλα.

Ημέρα–σταθμός
σπατάλης και κολακείας,
ημέρα,
με πεδίο για τους γλείφτες, –
αυτό
είναι γι’ αυτόν
ο πιο καλός
σοσιαλισμός.
Της κομμούνας
το δρόμο
δεν θα περάσεις
μ’ αυτό το ψωράλογο,
λες κι έχει γίνει
ειδικά
για υπαλληλικές δουλίτσες.

Λάμπουν
τα σήματα τα χρυσά,
περήφανα,
φουσκώνουν
τα στήθη,
κυκλοφορούν
σιωπηλά
οι νέοι
προσαρμοσμένοι άνθρωποι.
Στα κούτσουρα
Ρίχνουν άγκυρα
εκεί
που τα νερά είναι ήρεμα…
Και τον τοίχο
διακοσμούν
ο Καρλ κι ο Μαρλ και τα γενάκια.
Κι εμείς παιδευόμαστε μην ξέροντας,
τι να την κάνουμε
την τιμιότητά τους:
Κομσομόλε,
που ζεις
σ’ αυτή την ηλικία,
το οχτωβριάτικο
όζο
ανασαίνοντας,
να θυμάσαι,
πώς κάθε μέρα –
είναι σταθμός,
για του στόχου
το δρόμο καθώς προχωράς.

Δεν είναι δικοί μας –
αυτοί
που στα πισινά του χρόνου
κόλλησαν
τα κεφάλια τους
σαν σε μέλι,
να είσαι κομμουνιστής –
σημαίνει ν’ αποτολμάς,
να σκέφτεσαι,
να θέλεις,
να μπορείς.
Σε μας
ακόμα
Εδέμ και Παράδεισος δεν είναι –
η μικροαστική
αράχνη η μουχλιασμένη.
Δουλεύοντας,
τα μικροπράγματα να συγκρίνεις,
με τον τεράστιο
στόχο που έχουμε βάλει.


Μ' όλη μου τη φωνή

Αξιοσέβαστοι

Απόγονοι συντρόφοι!

Καθώς θα σκάβετε

την απολιθωμένη

σημερινή κοπριά,

των ημερών μας μελετώντας τα σκότη,

μπορεί

και να ρωτήσετε

για με καμμιά φορά.

Και τότες ο σοφός σας

ίσως και να πει,

καλύπτοντας με την πολυμάθειά του

πλήθος ερωτηματικά μεγάλα,

για κάποιον, λέει, που ζούσε κάποτε

του βραστού νερού τραγουδιστή,

που τ’ άβραστο νερό εχτρευότανε τα μάλα.

Ένας βοθροκαθαριστής

και νερουλάς μαζί ‘ναι η αφεντιά μου,

που εκλήθηκα

κι επιστρατεύτηκα από την επανάσταση.

Από των αφεντάδων τους ανθώνες έφυγα

και στο μέτωπο τράβηξα.

Σύντροφοι απόγονοι,

ακούστε με καλά,

εμέ τον αγκιτάτορα

τον αρχιφωνακλά.

Εγώ, βουβαίνοντας

της ποίησης τους κελαριστούς κρουνούς,

τα λυρικά τομίδια

θα δρασκελήσω

κι ως ζωντανός προς ζωντανούς

θα σας μιλήσω.

Ο στίχος μου

τον όγκο των ετών

θα σκίσει

και θα προβάλει

βαρύς,

τραχύς,

μα κι ορατός ακόμη,

ως έφτασε μέχρι τις μέρες μας

το υδραγωγείο πουχαν χτίσει

οι δούλοι κάποτε

στη Ρώμη

Στους τύμβους των βιβλίων, όπου το στίχο

ενταφίασαν,

όταν τυχαία θα βρίσκετε γραμμών ελάσματα,

να,

τα ψαύετε με σέβας, σαν

παλιά μα τρομερά

άρματα,

Συνήθεια εγώ δεν τόχω

τ’ αυτί να κανακεύω

με λόγια κ’ ήχους,

με σαχλογαργαλίσματα

δε θα το κοκκινίσω

τ’ αυτάκι το παρθενικό

κάτω από τους βοστρύχους.

Εγώ, όλες τις σελίδες μου για επιθεώρηση

θα παρατάξω

και μπρος στ’ αλφαδιασμένο μέτωπό τους

θα περάσω.

Οι στίχοι μου στέκουν βαρείς

σαν το μολύβι καμωμένοι,

για θάνατο έτοιμοι και για

την αθάνατη δόξα των ετών.

Μεις με τη δόξα θα λογαριαστούμε αλλιώς, –

δικιά μας δα κι αυτή έχει λάχει-

ας γίνει για όλους μας ένα μνημείο κοινό

ο σοσιαλισμός

που εδραιώσαμε στη μάχη.

Απόγονοι,

ελέγξετε καλά τα λεξικά σας:

μες απ’ τη Λήθη

θ’ αναδυθούν

φάσματα λέξεις σαν αυτές:

“πορνεία”

“φυματίωση

“αποκλεισμός” όχι άλλες.

Για σας

τους σβέλτους

και γερούς για δες

ο ποιητής

έγλειψε με τη γλώσσα των πλακάτ

τις φθισικές ροχάλες.

Όσο μακραίνει

των χρόνων η ουρά

τόσο θα μοιάζω

με τ’ απολιθωμένα εκείνα τέρατα.

Άντε λοιπόν συντρόφι,

να τη διαβούμε πιο γοργά

όση ζωή μας μένει

με πεντάχρονα.

Τα γραφτά μου

κέρδος δε μούφεραν

ούτε ένα ρούβλι για μισό.

Ούτε, βεβαίως, από μαόνι

έπιπλα λεία.

Κι εξόν από φρεσκοπλυμένο

ένα πουκάμισο,

λόγο τιμής

δεν έχω τίποτ΄ άλλο χρεία..

Όταν θα παρουσιαστώ

στου φωτεινού σας

μέλλοντος

την Κ.Ε.

θάρθω πάνω απ τη συμμορία της ποίησης

των πλεονεχτών και σαλταδόρων

σείων

σα μπολσεβίκικη ταυτότητα

κομματική,

τους εκατό τόμους μαζί

όλων μου των

κομματικών βιβλίων.