1916-1918

Απ’ τες εννιά


Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω

5

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

ήλθε και με ηύρε και με θύμισε

κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,

10

και περασμένην ηδονή — τί τολμηρή ηδονή!

Κι επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,

δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,

κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,

και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

15

Το είδωλον του νέου σώματός μου

ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·

πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,

αισθήματα δικών μου, αισθήματα

των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

20

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

[1917, 1918*]


Νόησις


Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος —

πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.

Τί μεταμέλειες περιττές, τί μάταιες…

Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.

5

Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο

μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,

σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.

Γι’ αυτό κι οι μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.

Κι οι αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν’ αλλάξω

10

διαρκούσαν δυο εβδομάδες το πολύ.

[1915, 1918;*]


Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος


Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι

πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ’ αργυρά,

φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά

τελών — θυσίας και σπονδάς — τω Ενδυμίωνι,

5

από την Αλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά.—

Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν

του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.

Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κι ευοίωνοι

επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν.

[1895, 1916*]


Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια

Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα στους Δελφούς

σαν τούτα που εστάλθηκαν από τους δυο τους αδελφούς,

τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Αφού τα πήραν

όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν

5

όλην των θα χρειασθούν το πώς με οξύνοιαν να συνταχθεί,

ποιός απ’ τους δυο, ποιός από τέτοιους δυο να δυσαρεστηθεί.

Και συνεδριάζουνε την νύχτα μυστικά

και συζητούν των Λαγιδών τα οικογενειακά.

Αλλά ιδού οι πρέσβεις επανήλθαν. Χαιρετούν.

10

Στην Αλεξάνδρεια επιστρέφουν, λεν. Και δεν ζητούν

χρησμό κανένα. Κι οι ιερείς τ’ ακούνε με χαρά

(εννοείται, που κρατούν τα δώρα τα λαμπρά),

αλλ’ είναι και στο έπακρον απορημένοι,

μη νιώθοντας τί η εξαφνική αδιαφορία αυτή σημαίνει.

15

Γιατί αγνοούν που χθες στους πρέσβεις ήλθαν νέα βαριά.

Στην Ρώμη δόθηκε ο χρησμός· έγιν’ εκεί η μοιρασιά.

[1915, 1918*]


Αριστόβουλος


Κλαίει το παλάτι, κλαίει ο βασιλεύς,

απαρηγόρητος θρηνεί ο βασιλεύς Ηρώδης,

η πολιτεία ολόκληρη κλαίει για τον Αριστόβουλο

που έτσι άδικα, τυχαίως πνίχθηκε

5

παίζοντας με τους φίλους του μες στο νερό.

Κι όταν το μάθουνε και στ’ άλλα μέρη,

όταν επάνω στην Συρία διαδοθεί,

κι από τους Έλληνας πολλοί θα λυπηθούν·

όσοι ποιηταί και γλύπται θα πενθήσουν,

10

γιατ’ είχεν ακουσθεί σ’ αυτούς ο Αριστόβουλος,

και ποιά τους φαντασία για έφηβο ποτέ

έφθασε τέτοιαν εμορφιά σαν του παιδιού αυτού·

ποιό άγαλμα θεού αξιώθηκεν η Αντιόχεια

σαν το παιδί αυτό του Ισραήλ.

15

Οδύρεται και κλαίει η Πρώτη Πριγκιπέσα·

η μάνα του η πιο μεγάλη Εβρέσσα.

Οδύρεται και κλαίει η Αλεξάνδρα για την συμφορά.—

Μα σαν βρεθεί μονάχη της αλλάζει ο καημός της.

Βογκά· φρενιάζει· βρίζει· καταριέται.

20

Πώς την εγέλασαν! Πώς την φενάκισαν!

Πώς επιτέλους έγινε ο σκοπός των!

Το ρήμαξαν το σπίτι των Ασαμωναίων.

Πώς το κατόρθωσε ο κακούργος βασιλεύς·

ο δόλιος, ο φαύλος, ο αλιτήριος.

25

Πώς το κατόρθωσε. Τί καταχθόνιο σχέδιο

που να μη νιώσει κι η Μαριάμμη τίποτε.

Αν ένιωθε η Μαριάμμη, αν υποπτεύονταν,

θα ’βρισκε τρόπο το αδέρφι της να σώσει·

βασίλισσα είναι τέλος, θα μπορούσε κάτι.

30

Πώς θα θριαμβεύουν τώρα και θα χαίρονται κρυφά

οι μοχθηρές εκείνες, Κύπρος και Σαλώμη·

οι πρόστυχες γυναίκες Κύπρος και Σαλώμη.—

Και να ’ναι ανίσχυρη, κι αναγκασμένη

να κάνει που πιστεύει τες ψευτιές των·

35

να μη μπορεί προς τον λαό να πάγει,

να βγει και να φωνάξει στους Εβραίους,

να πει, να πει πώς έγινε το φονικό.

[1916, 1918*]


Καισαρίων


Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,

εν μέρει και την ώρα να περάσω,

την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή

επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.

5

Οι άφθονοι έπαινοι κι οι κολακείες

εις όλους μοιάζουν. Όλοι είναι λαμπροί,

ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί·

κάθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη.

Αν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,

10

όλες οι Βερενίκες κι οι Κλεοπάτρες θαυμαστές.

Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω

θ’ άφηνα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,

κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος

δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως......

15

Α, νά, ήρθες συ με την αόριστη

γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες

γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,

κι έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου.

Σ’ έπλασα ωραίο κι αισθηματικό.

20

Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει

μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.

Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,

που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβηνεν

η λάμπα μου — άφησα επίτηδες να σβήνει —

25

εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,

με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν

μες στην κατακτημένην Αλεξάνδρεια,

χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,

ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν

30

οι φαύλοι — που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη».

[1918*]


Εις το επίνειον


Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον τήνιον

έφθασε εις τούτο το συριακόν επίνειον

ο Έμης, με την πρόθεσι να μάθει μυροπώλης.

Όμως αρρώστησε εις τον πλουν. Και μόλις

5

απεβιβάσθη, πέθανε. Η ταφή του, πτωχοτάτη,

έγιν’ εδώ. Ολίγες ώρες πριν πεθάνει, κάτι

ψιθύρισε για «οικίαν», για «πολύ γέροντας γονείς».

Μα ποιοί ήσαν τούτοι δεν εγνώριζε κανείς,

μήτε ποιά η πατρίς του μες στο μέγα πανελλήνιον.

10

Καλύτερα. Γιατί έτσι ενώ

κείται νεκρός σ’ αυτό το επίνειον,

θα τον ελπίζουν πάντα οι γονείς του ζωντανό.

[1917, 1918*]


Ένας Θεός των


Όταν κανένας των περνούσεν απ’ της Σελευκείας

την αγορά, περί την ώρα που βραδιάζει,

σαν υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος,

με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια,

5

με τ’ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά,

οι διαβάται τον εκοίταζαν

κι ο ένας τον άλλονα ρωτούσεν αν τον γνώριζε,

κι αν ήταν Έλλην της Συρίας, ή ξένος. Αλλά μερικοί,

που με περισσοτέρα προσοχή παρατηρούσαν,

10

εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν·

κι ενώ εχάνετο κάτω απ’ τες στοές,

μες στες σκιές και μες στα φώτα της βραδιάς,

πηαίνοντας προς την συνοικία που την νύχτα

μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη,

15

και κάθε είδους μέθη και λαγνεία,

ερέμβαζαν ποιός τάχα ήταν εξ Αυτών,

και για ποιάν ύποπτην απόλαυσί του

στης Σελευκείας τους δρόμους εκατέβηκεν

απ’ τα Προσκυνητά, Πάνσεπτα Δώματα.

[1917*]


Λάνη τάφος

Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,

στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες κι ώρες.

Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου

στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα,

5

που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που ν’ αξίζει,

που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει.

Θυμάσαι, Μάρκε, που έφερες από του ανθυπάτου

το μέγαρον τον Κυρηναίο περίφημο ζωγράφο,

και με τί καλλιτεχνικήν εκείνος πανουργία

10

μόλις είδε τον φίλο σου κι ήθελε να σας πείσει

που ως Υάκινθον εξάπαντος έπρεπε να τον κάμει

(μ’ αυτόν τον τρόπο πιο πολύ θ’ ακούονταν η εικών του).

Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την εμορφιά του έτσι·

και σταθερά εναντιωθείς είπε να παρουσιάσει

15

όχι διόλου τον Υάκινθον, όχι κανέναν άλλον,

αλλά τον Λάνη, υιό του Ραμετίχου, Αλεξανδρέα.

[1916, 1918*]


Ιασή τάφος


Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως

ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.

Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κι επίσης ο επιπόλαιος,

ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και για

5

τα δυο. Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κι Ερμή,

οι καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν. Διαβάτη,

αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή

του βίου μας· τί θέρμην έχει· τί ηδονή υπερτάτη.

[1917, 1917*]


Εν πόλει της Οσροηνής

Απ’ της ταβέρνας τον καβγά μάς φέραν πληγωμένο

τον φίλον Ρέμωνα χθες περί τα μεσάνυχτα.

Απ’ τα παράθυρα που αφήσαμεν ολάνοιχτα,

τ’ ωραίο του σώμα στο κρεβάτι φώτιζε η σελήνη.

5

Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι.

Τέτοιος κι ο Ρέμων είναι. Όμως χθες σαν φώτιζε

το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη,

ο νους μας πήγε στον πλατωνικό Χαρμίδη.

[1916, 1917*]


Εν τω μηνί Αθύρ


Με δυσκολία διαβάζω   στην πέτρα την αρχαία.

«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».   Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.

«Εν τω μη[νί] Aθύρ»        «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».

Στη μνεία της ηλικίας   «Εβί[ωσ]εν ετών»,

το Κάππα Ζήτα δείχνει   που νέος εκοιμήθη.

Μες στα φθαρμένα βλέπω   «Aυτό[ν]... Aλεξανδρέα».

Μετά έχει τρεις γραμμές   πολύ ακρωτηριασμένες·

μα κάτι λέξεις βγάζω —   σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,

κατόπιν πάλι «δάκρυα»,   και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».

Με φαίνεται που ο Λεύκιος   μεγάλως θ’ αγαπήθη.

Εν τω μηνί Aθύρ   ο Λεύκιος εκοιμήθη.  

Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610


Ραφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν

για επιτύμβιον του ποιητού Αμμόνη να συνθέσεις.

Κάτι πολύ καλαίσθητον και λείον. Συ θα μπορέσεις,

είσαι ο κατάλληλος, να γράψεις ως αρμόζει

5

για τον ποιητήν Αμμόνη, τον δικό μας.

Βέβαια θα πεις για τα ποιήματά του —

αλλά να πεις και για την εμορφιά του,

για την λεπτή εμορφιά του που αγαπήσαμε.

Πάντοτε ωραία και μουσικά τα ελληνικά σου είναι.

10

Όμως την μαστοριά σου όληνα τη θέμε τώρα.

Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κι η αγάπη μας περνούν.

Το αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα.

Ραφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν

που να ’χουν, ξέρεις, από την ζωή μας μέσα των,

15

που κι ο ρυθμός κι η κάθε φράσις να δηλούν

που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός.

[1915, 1917*]



Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628 – 655 μ.Χ.

Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους

μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·

και θ’ αντικρίζω έτσι τους κακούς ανθρώπους

χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.

5

Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει

κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν

πού κείνται οι πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,

κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.—



Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.

10

Άραγε να ’καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;

Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.

Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.

[1918*]


Όταν διεγείρονται

Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,

όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.

Του ερωτισμού σου τα οράματα.

Βάλ’ τα, μισοκρυμμένα, μες στες φράσεις σου.

5

Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,

όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου,

την νύχτα ή μες στην λάμψι του μεσημεριού.

[1913, 1916*]


Ηδονή


Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών

που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.

Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα

την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.

[1913, 1917*]


Έτσι πολύ ατένισα

Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,

που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.

Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.

Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα·

5

πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,

και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.

Πρόσωπα της αγάπης, όπως τα ’θελεν

η ποίησίς μου…… μες στες νύχτες της νεότητός μου,

μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα……

[1917*]


Εν τη οδώ


Το συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι ωχρό·

τα καστανά του μάτια, σαν κομμένα·

είκοσι πέντ’ ετών, πλην μοιάζει μάλλον είκοσι·

με κάτι καλλιτεχνικό στο ντύσιμό του

5

— τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολάρου —

ασκόπως περπατεί μες στην οδό,

ακόμη σαν υπνωτισμένος απ’ την άνομη ηδονή,

από την πολύ άνομη ηδονή που απέκτησε.

[1913, 1916*]


Η προθήκη του καπνοπωλείου

Κοντά σε μια κατάφωτη προθήκη

καπνοπωλείου εστέκονταν, ανάμεσα σ’ άλλους πολλούς.

Τυχαίως τα βλέμματά των συναντήθηκαν,

και την παράνομην επιθυμία της σαρκός των

5

εξέφρασαν δειλά, διστακτικά.

Έπειτα, ολίγα βήματα στο πεζοδρόμιο ανήσυχα —

ώς που εμειδίασαν, κι ένευσαν ελαφρώς.

Και τότε πια το αμάξι το κλεισμένο....

το αισθητικό πλησίασμα των σωμάτων·

10

τα ενωμένα χέρια, τα ενωμένα χείλη.

[1917*]


Πέρασμα


Εκείνα που δειλά φαντάσθη μαθητής, είν’ ανοιχτά,

φανερωμένα εμπρός του. Και γυρνά, και ξενυχτά,

και παρασύρεται. Κι ως είναι (για την τέχνη μας) σωστό,

το αίμα του, καινούριο και ζεστό,

5

η ηδονή το χαίρεται. Το σώμα του νικά

έκνομη ερωτική μέθη· και τα νεανικά

μέλη ενδίδουνε σ’ αυτήν.

Κι έτσι ένα παιδί απλό

γένεται άξιο να το δούμε, κι απ’ τον Υψηλό

της Ποιήσεως Κόσμο μια στιγμή περνά κι αυτό —

10

το αισθητικό παιδί με το αίμα του καινούριο και ζεστό.

[1914, 1917*]


Εν εσπέρα


Πάντως δεν θα διαρκούσανε πολύ. Η πείρα

των χρόνων με το δείχνει. Αλλ’ όμως κάπως βιαστικά

ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.

Ήτανε σύντομος ο ωραίος βίος.

5

Αλλά τί δυνατά που ήσαν τα μύρα,

σε τί εξαίσια κλίνην επλαγιάσαμε,

σε τί ηδονή τα σώματά μας δώσαμε.

Μια απήχησις των ημερών της ηδονής,

μια απήχησις των ημερών κοντά μου ήλθε,

10

κάτι απ’ της νεότητός μας των δυονώ την πύρα·

στα χέρια μου ένα γράμμα ξαναπήρα,

και διάβαζα πάλι και πάλι ώς που έλειψε το φως.

Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά —

βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον

15

ολίγη αγαπημένη πολιτεία,

ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών.

[1917*]


Γκρίζα


Κοιτάζοντας ένα οπάλιο μισό γκρίζο

θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια

που είδα· θα ’ναι είκοσι χρόνια πριν....


. . . . . . . . . . . . . .


Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε.

5

Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη,

για να εργασθεί εκεί, και πια δεν ειδωθήκαμε.

Θ’ ασχήμισαν — αν ζει — τα γκρίζα μάτια·

θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.

Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.

10

Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,

ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι.

[1917, 1917*]


Κάτω απ’ το σπίτι

Χθες περπατώντας σε μια συνοικία

απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι

που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ.

Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως

με την εξαίσια του ισχύν.




5

Και χθες

σαν πέρασ’ απ’ τον δρόμο τον παλιό,

αμέσως ωραΐσθηκαν απ’ την γοητεία του έρωτος

τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, οι πέτρες,

και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα·

10

τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί.

Και καθώς στέκομουν, κι εκοίταζα την πόρτα,

και στέκομουν, κι εβράδυνα κάτω απ’ το σπίτι,

η υπόστασίς μου όλη απέδιδε

την φυλαχθείσα ηδονική συγκίνησι.

[1917, 1918*]


Το διπλανό τραπέζι

Θα ’ναι μόλις είκοσι δυο ετών.

Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα

χρόνια πρωτύτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.

Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.

5

Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·

δεν είχα ούτε ώρα για να πιω πολύ.

Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.

Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.

Α τώρα, νά, που κάθισε στο διπλανό τραπέζι

10

γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω

γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.

[1918, 1918*]


Θυμήσου, σώμα…

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες,

αλλά κι εκείνες τες επιθυμίες που για σένα

γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,

5

κι ετρέμανε μες στην φωνή — και κάποιο

τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.

Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,

μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες

εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,

10

θυμήσου, μες στα μάτια που σε κοίταζαν·

πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

[1916, 1918*]


Μέρες του 1903


Δεν τα ηύρα πια ξανά — τα τόσο γρήγορα χαμένα…

τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό

το πρόσωπο.... στο νύχτωμα του δρόμου....

Δεν τα ηύρα πια — τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,

5

που έτσι εύκολα παραίτησα·

και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.

Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,

τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια.

[1917*]