1897- 1904

Φωνές

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες

εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι

για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·

5

κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν

ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —

σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει.

[1904*]


Επιθυμίες


Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν

και τα ’κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,

με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —

έτσ’ οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν

5

χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά

της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

[1904, 1904*]


Κεριά

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας

σα μια σειρά κεράκια αναμμένα —

χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,

5

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·

τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,

κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,

και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.

10

Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω

τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,

τί γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

[1893, 1899*]


Ένας γέρος


Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος

σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·

με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια

5

σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια

που είχε και δύναμι, και λόγο, κι εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νιώθει, το κοιτάζει.

Κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει

σαν χθες. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό.

10

Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·

και πώς την εμπιστεύονταν πάντα — τί τρέλα! —

την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση

χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι

15

κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται

ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται

στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

[1894, 1897*]


Δέησις

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—

Η μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί

για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί —

5

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αφτί.

Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,

ξεύροντας πως δεν θά ’λθει πια ο υιός που περιμένει.

[1896, 1898*]


Οι ψυχές των γερόντων


Μες στα παλιά τα σώματά των τα φθαρμένα

κάθονται των γερόντων οι ψυχές.

Τί θλιβερές που είναι οι πτωχές

και πώς βαριούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.

5

Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε

οι σαστισμένες κι αντιφατικές

ψυχές, που κάθονται — κωμικοτραγικές —

μες στα παλιά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.

[1898, 1901*]


Το πρώτο σκαλί


Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν

μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·

«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω

κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.

5

Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.

Αλίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,

πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·

κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι

ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»

10

Είπ’ ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια

ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.

Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει

να ’σαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.

Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·

15

τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο

πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο

πρέπει με το δικαίωμά σου να ’σαι

20

πολίτης εις των ιδεών την πόλι.

Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι

και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.

Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας

που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.

25

Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·

τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

[1899*]


Διακοπή


Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,

τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.

Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια

η Δήμητρα κι η Θέτις αρχινούν έργα καλά

5

μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Αλλά

πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια

του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,

και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κι επεμβαίνει.

[1900, 1901*]


Θερμοπύλες


Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των

όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.

Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·

δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,

5

αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία·

γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν

είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,

πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·

πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,

10

πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει

όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)

πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,

κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.

[1901, 1903*]


Che fece . . . . il gran rifiuto


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

5

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.

[1899, 1901*]


Τα παράθυρα

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ

μέρες βαριές, επάνω κάτω τριγυρνώ

για νά βρω τα παράθυρα. — Όταν ανοίξει

ένα παράθυρο θα ’ναι παρηγορία.—

5

Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ

να τά βρω. Και καλύτερα ίσως να μην τα βρω.

Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία.

Ποιός ξέρει τί καινούρια πράγματα θα δείξει.

[1897, 1903*]


Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

5

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

[1896, 1897*]


Περιμένοντας τους βαρβάρους

—Τί περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

—Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;

Τί κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

5

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Τί νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;

Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,

και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη

10

στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορόνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί

τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε

για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί

15

τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

—Γιατί οι δυο μας ύπατοι κι οι πραίτορες εβγήκαν

σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·

γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,

και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·

20

γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια

μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

—Γιατί κι οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα

25

να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

—Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία

κι η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τί σοβαρά που εγίναν).

30

Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες,

κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν.

Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,

και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.





35

Και τώρα τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.

Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

[1898, 1904*]


Απιστία


Πολλά ἄρα Ὁμήρου ἐπαινοῦντες, ἀλλά τοῦτο οὐκ ἐπαινεσόμεθα…

οὐδὲ Αἰσχύλου, ὅταν φῇ ἡ Θέτις τὸν Ἀπόλλω ἐν τοῖς αὑτῆς γάμοις ἄδοντα



ἐνδατεῖσθαι τὰς ἑὰς εὐπαιδίας,

νόσων τ’ ἀπείρους καὶ μακραίωνας βίους.

Ξύμπαντά τ’ εἰπὼν θεοφιλεῖς ἐμὰς τύχας

παιῶν’ ἐπευφήμησεν, εὐθυμῶν ἐμέ.

Κἀγὼ τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα

ἢλπιζον εἶναι, μαντικῇ βρύον τέχνῃ:

Ὁ δ’, αὐτὸς ὑμνῶν, ............................

......................... αὐτὸς ἐστιν ὁ κτανὼν

τὸν παῖδα τὸν ἐμόν».

Πλάτων, Πολιτείας Β΄


Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα

σηκώθηκε ο Απόλλων στο λαμπρό τραπέζι

του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους

για τον βλαστό που θα ’βγαινε απ’ την ένωσί των.

5

Είπε· Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θ’ αγγίξει

και θα ’χει μακρινή ζωή.— Αυτά σαν είπε,

η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια

του Απόλλωνος που γνώριζε από προφητείες

την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.

10

Κι όταν μεγάλωνεν ο Αχιλλεύς, και ήταν

της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,

η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.

Αλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις,

κι είπαν τον σκοτωμό του Αχιλλέως στην Τροία.

15

Κι η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα,

κι έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε

στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.

Και μες στον οδυρμό της τα παλιά θυμήθη·

και ρώτησε τί έκαμνε ο σοφός Απόλλων,

20

πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια

έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης

όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νιάτα.

Κι οι γέροι την απήντησαν πως ο Απόλλων

αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,

25

και με τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα.

[1903, 1904*]


Η κηδεία του Σαρπηδόνος


Βαριάν οδύνην έχει ο Ζευς. Τον Σαρπηδόνα

εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν

ο Μενοιτιάδης κι οι Αχαιοί το σώμα

ν’ αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.

5

Αλλά ο Ζευς διόλου δεν στέργει αυτά.

Το αγαπημένο του παιδί — που το άφησε

και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι —

τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.

Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα

10

ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.

Του ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη

σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.

Τον πλένει από τες σκόνες κι απ’ τ’ αίματα·

κλείει την πληγή του, μη αφήνοντας

15

κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας

τ’ αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά

Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.

Το δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο

χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.

20

Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.

Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης —

στα είκοσι πέντε χρόνια του, στα είκοσι έξι —

αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,

μ’ άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,

25

σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.

Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος

την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς

τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους

να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.

30

Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία

τούτοι οδοιπόρησαν οι δυο αδελφοί

Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν

στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού

παρέδωσαν το δοξασμένο σώμα,

35

και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.

Κι ως το ’λαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε

με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,

και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,

και μ’ όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·

40

κι έπειτα έμπειροι, της πολιτείας εργάται,

και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας

ήλθανε κι έκαμαν το μνήμα και την στήλη.

[1908*]


Τα άλογα του Αχιλλέως


Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,

που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,

άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·

η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε

5

για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.

Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν,

την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν

τον Πάτροκλο που ενιώθανε άψυχο — αφανισμένο —

μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —

10

ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —

εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων

αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»

είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·

15

καλύτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου

δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ’ εκεί χάμου

στην άθλια ανθρωπότητα που είναι το παίγνιον της μοίρας.

Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας

πρόσκαιρες συμφορές σάς τυραννούν. Στα βάσανά των

20

σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των

για του θανάτου την παντοτινή

την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.

[1896, 1897*]