Γ. Ρίτσος

ΠΗΓΗ : www.greek-language.gr

Αγαμέμνων

(Ακόμη μια φορά, απ’ την κορφή της μαρμάρινης σκάλας, που ’ναι στρωμένη ολόκληρη με πορφυρούς τάπητες, ο πολέμαρχος χαιρετάει τ’ αλαλάζοντα πλήθη, με μια κίνηση σχεδόν αδημονίας. Μες στην κρυστάλλινη χειμωνιάτικη λιακάδα ακούγονται τα τύμπανα στην πιο κάτω πλατεία, οι κρότοι απ’ τις οπλές των αλόγων, το πλατάγισμα των σημαιών και οι φωνές των δούλων που ξεφορτώνουν τα λάφυρα απ’ τ’ αμάξια. Μόνο οι φρουροί μένουν ασάλευτοι στα προπύλαια σα ν’ ανήκουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Ένα άρωμα στυφό κυματίζει στον αέρα απ’ τις πολλές πατημένες δάφνες. Ανάμεσα στις επευφημίες και στην γενική οχλαλοή, ξεχωρίζουν κάθε τόσο οι μεγάλες μαντικές φωνές μιας παραλοϊσμένης γυναίκας που κείτεται σωριασμένη στη βάση της σκάλας — φωνές ανεξήγητες, σε ξένη γλώσσα. Ο πολέμαρχος κι η γυναίκα του αποσύρθηκαν. Πέρασαν το μακρύ διάδρομο. Μπαίνουν στην αίθουσα όπου είναι στρωμένο το τραπέζι με το πρόγευμα. Εκείνος γδύνεται την πολεμική του στολή. Το μεγάλο του κράνος με την αλογοουρά το ακουμπάει στην κονσόλα, μπροστά στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης αντανακλά το κράνος, έτσι σα να συντρόφεψαν δυο άδεια, παραμορφωμένα, μετάλλινα κρανία. Γέρνει σ’ ένα ανάκλιντρο. Κλείνει τα μάτια. Έξω ακούγονται πάντα οι επευφημίες του πλήθους κι οι κραυγές της ξένης γυναίκας. Φράζει με τις παλάμες του τ’ αυτιά του. Η γυναίκα του, ωραία, αυστηρή, επιβλητική, σκύβει, με μιαν αταίριαστη στο ύφος της ταπεινοφροσύνη, να του λύσει τα σανδάλια. Αυτός αποθέτει τ’ αριστερό του χέρι στα μαλλιά της, προσεχτικά μην της χαλάσει την ωραία χτενισιά. Εκείνη αποτραβιέται. Στέκεται όρθια, λίγο πιο πέρα. Αυτός χαμογελάει μακρινά, κουρασμένα. Της μιλάει. Δεν ξέρεις, αν τον ακούει).


Δώσε την προσταγή σου, σε ικετεύω, να σωπάσουν. Τί φωνάζουν ακόμη;

Για ποιόν χειροκροτούν; Τί επευφημούν; Τους δημίους τους τάχα; τους νεκρούς τους;

ή μήπως για να βεβαιωθούν πως έχουν χέρια και μπορούν να τα χτυπάνε,

πως έχουν φωνή και μπορούν να φωνάζουν και ν’ ακούν τη φωνή τους;


Κάνε τους να σωπάσουν. Κοίτα, ένα μερμήγκι κατεβαίνει τον τοίχο —

τί σίγουρα και απλά που περπατάει σ’ αυτή την κάθετο,

χωρίς καθόλου αλαζονεία πως τάχα επιτελεί έναν άθλο — ίσως γιατί ’ναι μόνο,

ίσως γιατί ’ναι ασήμαντο, αβαρές, σχεδόν ανύπαρκτο· — το ζηλεύω.


Άσε το· μην το διώχνεις· ανεβαίνει στο τραπέζι· πήρε ένα ψίχουλο·

το φορτίο του πιο μεγάλο απ’ το ίδιο· —κοίταξέ το,— έτσι πάντα

το βάρος που σηκώνουμε όλοι μας πιο μεγάλο απ’ το μπόι μας.


Δε λένε να σωπάσουν. Κι οι φωτιές στους βωμούς — τούτη η κάπνα

κι η κνίσσα των ψητών· —ναυτία,— όχι, καθόλου απ’ τη φουρτούνα —

κάτι στυφό στο στόμα, ένας φόβος

στα δάχτυλα, στο δέρμα· — όπως τότε, μια νύχτα, καλοκαίρι,

τινάχτηκα απ’ τον ύπνο — ένα σύρσιμο γλοιώδες σ’ όλο μου το σώμα·

δεν έβρισκα τα σπίρτα· σκόνταψα· άναψα το κλεφτοφάναρο:

στ’ αντίσκηνο, στο χώμα, στα σεντόνια, στην ασπίδα, στο κράνος,

χιλιάδες γυμνοσάλιαγκοι· τους πατούσα ξυπόλυτος· βγήκα έξω — είχε λίγο φεγγάρι,

γυμνοί στρατιώτες είχαν στήσει μάχη, γελώντας, χωρατεύοντας

με κείνα τα ειδεχθή ερπετά — ειδεχθείς και κείνοι· οι φαλλοί τους

σαλεύανε σα γυμνοσάλιαγκοι. Έπεσα στη θάλασσα· το νερό δε με ξέπλυνε·

στ’ αριστερό μου μάγουλο σερνόταν το φεγγάρι, γλοιώδες και κείνο,

κίτρινο, κίτρινο, παχύρευστο. Κι αυτές οι επευφημίες τώρα —


Ετοίμασέ μου ένα ζεστό λουτρό, πολύ ζεστό· — το ετοίμασες κιόλας;

με φύλλα σκίνου και μυρτιάς; Θυμάμαι τ’ άρωμά τους,

αψύ, τονωτικό — μια εγκατάλειψη· σα να οσμίζεσαι πάλι

την παιδική ηλικία με δέντρα, με ποτάμια, με τζιτζίκια. Οι κόρες μας

σα χαμένες μου φάνηκαν· —το πρόσεξες;— η μια τους

μου ’πιανε σαν τυφλή μέσ’ απ’ τα γένια το σαγόνι. Καλά έκανες

και τις ξαπόστειλες στα δωμάτιά τους, — δεν μπορούσα να τις βλέπω.


Τα λάφυρα όλα κρατήστε τα ή μοιράστε τα — τίποτα δε θέλω.

Και τη γυναίκα αυτή που ουρλιάζει στα σκαλιά, πάρ’ την για δούλα σου

ή για τροφό του γιου μας (— πού ’ναι, αλήθεια; — δεν τον είδα) — όχι στην κλίνη μου, όχι,

μια κλίνη ολότελα άδεια μού χρειάζεται τώρα, να βουλιάζω, να χάνομαι, να είμαι,

να ’χω τουλάχιστον τον ύπνο ανεπιτήρητον, να μη νοιάζομαι

αν μου είναι το πρόσωπο όσο πρέπει αυστηρό ή αν χαλάρωσαν

οι μυώνες στην κοιλιά μου και στα μπράτσα μου. Τώρα

μονάχα η μνήμη του έρωτα λειτουργεί ερωτικά, διαγράφοντας

εκείνη τη μεγάλη δυσαναλογία, την ανάρμοστη, ανάμεσα

στο μαρασμό του σώματος και στο αμετάπειστο της επιθυμίας.


Και, βέβαια, τη δική μας κλίνη σ’ την παραχωρώ. Δε θα το ’θελα διόλου

να γίνω μάρτυρας των αλλαγών του χρόνου πάνω στην ωραία μορφή σου,

στους μηρούς και στα στήθη σου. Κανένα μίσος δεν έχω να θρέψω

με μια τέτοια παράσταση. Αντίθετα, μάλιστα, θα ’θελα

να διατηρήσω ανέπαφο (για χάρη δική μου — όχι δική σου)

το ερωτικό παράστημά σου έξω απ’ το χρόνο, σαν άγαλμα υπέροχο

που κάπως συντηρεί και της δικής μου νεότητας το θάμβος και τη δόξα.


Μόνον εκείνο το σταχτοδοχείο με τον λαξευμένο τρίποδα (αν σώζεται)

που άφηνα κάποτε τις νύχτες το τσιγάρο μου να καπνίζει μονάχο του

σαν μακρινός καπνοδόχος σε μιαν ελάχιστη Ιθάκη ή σαν ένα

προσωπικό μου αστέρι, όταν εσύ κοιμόσουν πλάι μου, θα το ’θελα.


Τ’ άλλα κρατήστε τα· και το βαρύ, αδαμαντοποίκιλτο σκήπτρο —

προπάντων αυτό —δε μου χρειάζεται·— ασήκωτο. Σήμερα νιώθω

το θυμό του Αχιλλέα· — όχι καθόλου αντιδικία μαζί μου — κούραση ήταν,

μια κούραση προδρομική που εξίσωνε τη νίκη με την ήττα,

τη ζωή με το θάνατο. Μονάχος του κάτω στ’ ακρογιάλι,

με συντροφιά το μαύρο σκυλί που προσκολλήθηκε σ’ αυτόν ανεξήγητα

μια νύχτα φθινοπωρινή με μεγάλο φεγγάρι (έτσι λέγαν).


Μπορεί και να ’χε ανάγκη απ’ αυτή τη βουβή παρουσία

που δε ρωτάει, δεν αρνιέται, αλλά πιστεύει κι επιδοκιμάζει πάντα

με μια κίνηση της ουράς, μ’ ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων

ή κάποτε ακουμπώντας τη μουσούδα του μ’ ευγνωμοσύνη

στα σαντάλια του αφέντη του, περιμένοντας με την ίδια ευτυχία

το χάδι ή το λάχτισμα· κι άλλοτε πάλι λαχανιάζοντας, όχι απ’ το τρέξιμο,

αλλά απ’ την αφοσίωσή του, κρεμώντας έξω την κόκκινη γλώσσα του

σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του ένα κομμάτι ματωμένο απ’ την ψυχή του

κι ήθελε να το δώσει. Μια τέτοια απέραντη αφοσίωση, φαντάζομαι,

μπορεί να σώσει έναν άνθρωπο ή κι έναν θεό. Ο Πάτροκλος ζήλευε·


κι ίσως γι’ αυτό να τον παρακινούσε να ξαναπάρει μέρος στη μάχη

κι ίσως γι’ αυτό και να σκοτώθηκε. Πόσο αίμα χύθηκε —

δεν έμαθα γιατί —δεν ξέρω·— στιγμές στιγμές δεν τολμούσα

ν’ αγγίξω το ψωμί — το ψωμί ήταν κόκκινο. Κι εκείνο το σκυλί,

όταν σκοτώθη ο Αχιλλέας, γυρνούσε μόνο στο ακρογιάλι,

κοιτούσε τα καράβια, τα σύννεφα, οσμιζόταν τις πέτρες

όπου πατήσαν τα πόδια του κυρίου του, οσμιζόταν τα ρούχα του μέσα στο αντίσκηνο,

νηστικό, θεονήστικο —ποιός να το νοιαστεί;— γινόταν εμπόδιο,

μπλεκόταν στα πόδια μας· πολλοί το κλωτσούσαν· καθόταν

και κοίταζε τους στρατιώτες την ώρα που τρώγαν· δε γρύλιζε.


Μια μέρα, κάποιος του πέταξε ένα κόκαλο· δεν το ’φαγε·

το πήρε ανάμεσα στα δόντια του και χάθηκε. Σε λίγο το βρήκαν

στον τάφο του Αχιλλέα, — και το κόκαλο αφημένο κει πάνω

σα μια μικρή σπονδή· κι έκλαιγε με μεγάλα δάκρυα

μπορεί για το χαμό του αφέντη του, μπορεί και να ντρεπόταν που πεινούσε.

Ύστερα πήρε πάλι το κόκαλο, κρύφτηκε πίσω απ’ τις πέτρες

κι άρχισε να το ροκανίζει. Μαζί με το ροκάνισμα ακουγότανε

και τ’ αναφιλητό του, — ίσως και να ’τανε το βογγητό της αιώνιας πείνας.


Παράξενα που ’ναι τα μάτια σου· κι η φωνή σου παράξενη, όταν είπες:

«Δούλες, τί μου στεκόσαστε έτσι; Την ξεχάσατε, λοιπόν, την προσταγή μου;

Είπα να στρώστε τα χαλιά απ’ την άμαξα ώς το σπίτι για να γίνει ο δρόμος

κόκκινος όλος, να περάσει ο αφέντης μου». Μες στη φωνή σου

ήταν ένα βαθύ ποτάμι, κι ήταν σα να πλέω εντός του. Όταν πάτησα

πάνω στα πορφυρά χαλιά μού λύγισαν τα γόνατα. Πισώστρεψα

κι είδα τα σκονισμένα χνάρια απ’ τα σαντάλια μου πάνω στο μέγα κόκκινο

σαν τους ψαράδικους φελλούς εκείνους που επιπλέουν

επάνω απ’ το κρυμμένο, βυθισμένο δίχτυ. Κι είδα μπρος μου τις δούλες

να ξεδιπλώνουν κι άλλα κόκκινα χαλιά σα να ’σπρωχναν

τους κόκκινους τροχούς της μοίρας. Ένα ρίγος

μου πέρασε τη ραχοκοκαλιά. Γι’ αυτό σου ζήτησα να μου ετοιμάσεις

ένα ζεστό λουτρό. Κείνο το ρίγος —γυάλινο, γυάλινο,— ξέρεις,

κανείς δε θέλει να πεθάνει, όσο και κουρασμένος.


Ετούτη η κούρασή μου είναι ο χώρος μου τώρα, είμαι εγώ· σα ν’ ανεβαίνω

χωρίς προσπάθεια, χωρίς πόδια σχεδόν, το γαλανότατο όρος

απ’ όπου θ’ αγναντέψω (κι αγναντεύω κιόλας) προς τα κάτω

λόφους, πεδιάδες, πολιτείες —λίγος καπνός χρυσίζει στον ήλιο— λιμάνια

και τα καράβια της πικρής επιστροφής μας στο ημικύκλιο

του ερημικού γιαλού, — λευκά καράβια, μακρινά, σμικρυμένα

σαν κομμένα παιδιάστικα νύχια —όπως της άλλης κόρης μας— θυμάσαι; —

που της τα ’κοβες στην πόρτα του λουτήρα· — δεν ήθελε· φώναζε· — πριν πόσα χρόνια.


Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα

να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα

δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε

τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα — μια μικρή τριήρης

σε μια πάγχρυση θάλασσα· — μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε

για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε.


Ώρες ώρες, μου φαίνεται πως είμαι ένας ήσυχος νεκρός που κοιτάζει

εμένα τον ίδιο να υπάρχω· παρακολουθεί με τ’ άδεια του μάτια

την κίνησή μου, τις χειρονομίες μου· — όπως τότε, μια νύχτα του χειμώνα,

κει κάτω, έξω απ’ τα τείχη, μ’ ένα απερίγραπτο, ψυχρό φεγγαρόφωτο

κι έμοιαζαν όλα σα μαρμαρωμένα, καμωμένα από ασβέστη και φεγγάρι.


Παρατηρούσα ολόγυρα με την απάθεια του αθάνατου, που πια

δε φοβάται το θάνατο κι ούτε τον νοιάζει η αθανασία του. Ναι, σαν ένας

ωραίος νεκρός που σεργιανεύει μες στη νυχτερινή λευκότητα, κοιτάζοντας

τα γύψινα στολίδια των σπιτιών, τα κάγκελα των κήπων,

τις σκιές των καταρτιών στ’ ακροθαλάσσι. Και τότε, ένα βέλος

σφύριζε πλάι στ’ αυτί μου, μπήχτηκε στα τείχη πάλλοντας

σαν μια μονή χορδή σ’ ένα άγνωστο όργανο, σαν ένα νεύρο

μέσα στο σώμα του κενού, σημαίνοντας με ακατανόητη ευφροσύνη.


Έτσι, καμιά φορά, μας σταματούσε κάτι κι εκεί πέρα —δεν ήξερες τί τρέχει—

μια ανταύγεια στο σπαθί σου απ’ την αυγή, το μικρογραφημένο

καθρέφτισμα ενός ήσυχου σύννεφου πάνω σ’ ένα κράνος

ή εκείνη η συνήθεια του Πάτροκλου ν’ αγγίζει με τα δυο του δάχτυλα

την άκρη του αυτιού του, ενώ σιωπούσε, βυθισμένος σε ρέμβη

μονήρη, ερωτική. Μια μέρα ο Αχιλλέας του ’πιασε το χέρι, κοίταξε

τα δάχτυλά του σα μάντης, ύστερα κοίταξε τ’ αυτί του. «Πλησιάζει το φθινόπωρο» είπε·

«θα πρέπει ν’ ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας». Κι είχε μια σχέση παράξενη

αυτό το «ανασυντάξουμε» με την όμορφη κίνηση του Πάτροκλου.


Και τότε ο Πάτροκλος βγήκε απ’ τ’ αντίσκηνο, πλησίασε τ’ άλογα του φίλου του,

τον Βάλιο και τον Ξάνθο, στάθηκε ανάμεσά του, πέρασε τα δυο του χέρια

τριγύρω στους λεπτούς λαιμούς τους, κι έτσι οι τρεις τους, πρόσωπο με πρόσωπο,

μείναν ασάλευτοι κοιτάζοντας το λιόγερμα. Αυτήν την παράσταση

την έχω δει θαρρώ σε κάποιο ανάγλυφο αετώματος, κι άξαφνα εννόησα

πώς γίνεται να θυσιάσεις έναν άνθρωπο για λίγον ούριο άνεμο.


Λίγο λίγο, γυμνώθηκαν όλα, γαλήνεψαν, έγιναν γυάλινα,

οι τοίχοι, οι πόρτες, τα μαλλιά σου, τα χέρια σου —

μια εξαίσια γυάλινη διαφάνεια — μήτε το χνότο του θανάτου τη θολώνει· διακρίνεις

πίσω απ’ το γυαλί αδιαίρετο το τίποτα —κάτι επιτέλους ακέριο—

η πρώτη εκείνη ακεραιότητα, άτρωτη, σαν την ανυπαρξία.


Πριν βάλω το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας, πριν ανοίξω,

πριν μπω στην αίθουσα, έχω κιόλας δει τον καναπέ, τις καρέκλες,

και τον καθρέφτη που εικονίζει τον απέναντι τοίχο μ’ ένα κάδρο

κάποιας πανάρχαιης ναυμαχίας. Πριν μπω στο λουτρώνα

βλέπω τα φύλλα της μυρτιάς να επιπλέουν στο νερό και τα πρησμένα πρόσωπα

των ατμών ν’ ανεβαίνουν στο ταβάνι, να συνωθούνται στο φεγγίτη. Ακόμη

ώς και την ώρα του θανάτου μου διακρίνω περίπου.


Συχώρεσέ μου αυτήν την όραση, προπάντων την ομολογία —

είναι ένας τρόπος να με δείτε κι εσείς· να γίνουμε ισόπαλοι —όπως και είμαστε—

όλοι μας άοπλοι δηλαδή. Μα, πάλι, αυτήν την ώρα, αναρωτιέμαι

τί τάχατε πάω να καρπωθώ, τί ν’ αποφύγω, τί να κρύψω

μ’ αυτή μου την εξομολόγηση· — ποιό τάχατε νέο προσωπείο

από άθραυστο γυαλί πάνω στο γυάλινο, το εύθραυστο πρόσωπό μου —

ένα μεγάλο κούφιο προσωπείο, συνέχεια της μορφής μου, έκφρασή μου,

κρεμασμένο ψηλά, μπροστά στ’ ανάκτορα, στη μετόπη της πύλης,

μόνος προσωπικός μου θυρεός, όχι της δυναστείας. Κάποτε, θαρρώ

πως τα πάντα δεν έγιναν παρά για να τα θυμηθώ μια μέρα

ή πιότερο ίσως για ν’ ανακαλύψω την αθάνατη ματαιότητά τους.


Ώρα καλοσυνάτη — και τη χαίρομαι. Κοιτάζω το χέρι μου —

μήτε για το σπαθί μήτε και για το χάδι· — μόνο του, δοσμένο,

—δοσμένο πού;— σε κάτι αόρατες χορδές, σαν το χέρι

του ραψωδού σε μια μεγάλη λύρα· — αν μια στιγμή του το κρατήσεις,

θα σταματήσει απορημένη η μουσική· κι ο μισοτελειωμένος ήχος

δε συγχωρεί κανέναν απ’ τους δυο· σαν ένας κρίκος ασημένιος,

κρεμάμενος στον αέρα μ’ ένα σπάγγο, σου χτυπάει ανεξήγητα τον ώμο.


Οι άλλοι πέσαν — σωστά παλικάρια, (όμως, ποιός ξέρει,

με πόση πίκρα, πόσο φόβο κι αυτοί). Δεν τους τον ζήλεψα το θάνατό τους.

αν εγκωμίασα τον ηρωισμό τους, ήταν για να κρύψω

τη μυστική μου ευγνωμοσύνη πως εγώ ακόμη ζούσα — διόλου ήρωας.


Νά με, λοιπόν, που μήτε τούτη τη χαρά δε σου ’φερα — την πολυώνυμη, όπως λένε, δόξα

που ίσως και θα μπορούσε, αλίμονο, να εξαγοράσει

με βροντερά και κίβδηλα νομίσματα, τα σιωπηλά μας γνήσια δέκα χρόνια,

χιλιάδες φόνους, κρυφούς και φανερούς, χιλιάδες σφάλματα και τάφους.


Μακριά από μένα τέτοιοι ηρωισμοί· — ένας άλλος, τώρα,

αθόρυβος και αόρατος μού νεύει. Κάποιο σούρουπο,

είδα ένα τελευταίο μαλαματένιο φύλλο σ’ ένα κατάμαυρο δέντρο

κι ήταν ο γυμνός ώμος ενός ήρεμου, ωραίου αθλητή που, γέρνοντας,

εσήκωσε το βάρος όλων μας, να τ’ αποθέσει μαλακά στο χώμα. Τότε

μια νέα πείνα, μια άλλη όρεξη μού γέμισε σάλιο το στόμα

κι ένιωσα να κυλάει από τις άκρες των χειλιών μου

γλυκύ και πραϋντικό το γάλα της ευγνωμοσύνης. Άθελά μου

ανέβασα το χέρι μου ώς εκεί να το σκουπίσω

μην προδοθώ, μήπως και δουν τη νέα παιδικότητά μου,

το νέο μου θηλασμό απ’ την πρώτη ρώγα της δημιουργίας.


Έτσι θα καταλάβαιναν πόσο ισχυρός, πόσο ανήμπορος είμαι —

προκλητικά και τα δυο. Κάποιο δείλι σεργιανούσα μονάχος στ’ ακρογιάλι·

χρυσή ησυχία· ρόδινη θάλασσα· κάποιο κουπί λαμπάδιασε. Στο βράχο

είχαν απλώσει ένα μεγάλο καραβόπανο κόκκινο. Απ’ το στρατόπεδο, πάνω,

μ’ έφτανε ένα τραγούδι ερημικό, λυπημένο,

ζεστό κι αχνό, σα ρούχο που μόλις το γδύθηκε ένα όμορφο σώμα —

ζεστό τραγούδι, το κρατούσα στις φούχτες μου καθώς σεργιανούσα

στη βραδινή δροσιά, πλάι στα καράβια. Ολόγυρα

μοσκοβολούσε κάτι σαν ψημένο καλαμπόκι και φύκια.

Λίγο νερό, κοχλάζοντας, θα ’πεσε σ’ ένα κούτσουρο αναμμένο. Έξω απ’ τ’ αντίσκηνα

μεγάλες φωτιές είχαν ανάψει για το βραδινό συσσίτιο.


Ο θάνατος φαινόταν τόσο εύκολος. Θυμήθηκα τον σιωπηλό Φιλήμονα: Μια νύχτα,

που όλοι πιωμένοι, μέσα στη σκηνή, φλυαρούσαν ατέλειωτα

για άθλους, γυναίκες, άλογα, ο Αντίλοχος προκάλεσε με σκώμματα

την ηρεμία κι εγκράτειά του. Κι ο Φιλήμων: «προετοιμάζομαι», είπε· τίποτ’ άλλο·

κι έμεινε έτσι σκυφτός, χωρίς να πίνει, με τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι,

με το πρόσωπο μες στις παλάμες του. Πίσω απ’ τα δάχτυλά του

φεγγοβολούσε ένα παράξενο χαμόγελο. «Προετοιμάζομαι». Το χάραμα

ο Αντίλοχος βγήκε απ’ την τέντα, στράφηκε στην ανατολή κι απάγγειλε

με χάρη ηθοποιού και νεανικήν ασέβεια την προσευχή του στον ήλιο.


Δεν ξέρω πώς συγκράτησα τα τελευταία του λόγια. «Ω ήλιε —έλεγε—

εσύ που με το δάχτυλό σου ανοίγεις μια τρύπα χρυσή στο μαύρο τοίχο

και βγαίνουν δυο πουλιά από κει μέσα, το ’να κόκκινο, τ’ άλλο γαλάζιο —

το κόκκινο κάθεται στο γόνατό μου, το γαλάζιο στον ώμο μου —». Κι αλήθεια,

εκείνη τη στιγμή, δυο μεγάλα πουλιά πέταξαν πάνω του· —

ήτανε δυο κοράκια. Μήτε αυτός μήτε ο Φιλήμων γύρισαν πίσω.

Σε μια άσπρη λήκυθο χαράξαμε δυο ωραία πουλιά — το κόκκινο και το γαλάζιο.


Ω, βέβαια, η συμβίωσή μας θα ’ναι δύσκολη. Αύριο κιόλας

εγώ θ’ αποσυρθώ στα χτήματα. Μη νοιάζεσαι. Ξέρω:

όλα μπορεί να μας τα συγχωρήσουν κάποτε, όμως

να ξέρουν πως τους βλέπεις και πως βλέπεις τον εαυτό σου,

αυτό κανένας —ούτε εχθρός ούτε και φίλος— δεν το συγχωρεί. Κι ούτε

μπορείς και να κρυφτείς: Καταμεσής στο μέτωπό σου είναι το τρίτο εκείνο μάτι

που όσο κρυφό κι όσο κλειστό σε σημαδεύει με τη λάμψη

της μοναξιάς και της μοναδικότητας — ύστατη υπεροψία και ταπεινοφροσύνη.


Περνάν τα χρόνια. Φεύγουμε. Γερνάμε· — όχι εσύ. Ξέρεις, η Ελένη,

σαν έπεσε η πόλη, ώρες ολόκληρες, καθόταν μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη

που έβαλε και της κουβαλήσαν μες στο πλοίο· — παράξενος καθρέφτης:

δυο χρυσοί, παμπόνηροι έρωτες, λαξευμένοι στα πλάγια του κάδρου,

γυμνοί, χωρίς φαρέτρα, χωρίς τόξο, κοιτούν με δυσπιστία

αυτόν που κοιτάζεται στο κρύσταλλο. Λοιπόν, η Ελένη


φτιάχνει το πρόσωπό της τώρα στο πρότυπο της μνήμης της — κι ίσως πιο ωραίο

με την ανάμνηση, τη γνώση και τη θέληση (και με το πείσμα ακόμη)

με μυστικές βαφές —ολόκληρη αλχημεία— με ώχρα, ρόδινο, μαβί, ασημένιο,

με ισχυρό μαύρο τριγύρω στο γλαυκό των ματιών της,

με βαθύ βυσσινί στα μαλακά, σαρκώδη χείλη.


Βάφει τώρα το στόμα της μεγάλο, σα να ’ναι να εκφωνήσει απ’ τον εξώστη

ένα ανεξήγητο «όχι», ή να φιλήσει ένα Θεό. Μα, τί τα θες, το πρόσωπό της

δεν είναι κείνο πια που γι’ αυτό ξεκινήσαμε, γι’ αυτό πολεμήσαμε

σπέρνοντας με σπασμένα κουπιά, με τροχούς και κρανία πελάγη και κάμπους.

Ένα άλλο πρόσωπο πια —μπορεί το πιο δικό της— άλλο ωστόσο.

Κάτω απ’ τα εξαίσια χρώματα της θηλυκής της τέχνης

είναι σα να καλύπτει ή να κοιμίζει πικρά το θάνατό της. Και το ξέρει.


Μια μέρα, στο τραπέζι, κάτω στην ακρογιαλιά, για τα επινίκια,

αφού είχαμε θάψει τους νεκρούς, κι η πολιτεία απ’ άκρη σ’ άκρη

κάπνιζε ακόμα στο ήσυχο φθινοπωριάτικο λυκόφως, η Ελένη

κρατώντας το ποτήρι μπρος στα χείλη της, φώναξε:

«ακούστε πώς ηχούν τα βραχιόλια μου· εγώ είμαι πεθαμένη» —

κι απ’ τα δόντια της χύθηκε ένα κάτασπρο φέγγος, που αιφνίδια

όλα έγιναν μάρμαρο και κόκαλο. Τα χέρια κι οι φωνές καρφώθηκαν στον αέρα.


Όλα άσπρα, κάτασπρα — και τα κατάρτια κι η θάλασσα· ένας γλάρος,

σαν χτυπημένος από αόρατο βέλος, έπεσε άηχα

καταμεσής στο τραπέζι, πλάι στους αμφορείς. Η Ελένη

τον πήρε στα χέρια της, τον κοίταζε αμίλητη,

έβρεξε το μικρό της δάχτυλο στο αίμα του κι έγραψε στο τραπεζομάντιλο

έναν άψογο κύκλο — ίσως μηδέν, ίσως ολόκληρο. Ύστερα,

μαδώντας, με μια κίνηση απίστευτης χάρης, μια τούφα πούπουλα

απ’ την κοιλιά του πουλιού, τα σκόρπισε γελώντας στα μαλλιά μας. Ξεχάσαμε.

Έμεινε μόνο μια γεύση λευκότητας κι εκείνος ο ανεξήγητος κύκλος.


Στο γυρισμό, στο Αιγαίο πέλαγος, μια νύχτα με μεγάλη φουρτούνα,

έσπασε το τιμόνι. Τότε αισθάνθηκα μια τρομαγμένη ελευθερία

μέσα σ’ αυτό το ακυβέρνητο ακριβώς. Παρατηρούσα

με μιαν απίστευτη όραση μες στο σκοτάδι. Ξεχώρισα

μια ναυτική κουλούρα να τινάζεται στα κύματα. Κατόρθωσα, μάλιστα,

στο λίγο φέγγος των πυρσών, να διακρίνω πάνω της τη λέξη «Λάχεσις».


Κι αυτή η κουλούρα, εκείνο το όνομα, και το ότι τα είδα,

μου ’δωσαν μια περίεργη ισχύ και γαλήνη· κι είπα μέσα μου:

«και μόνο αυτή η κουλούρα να σωθεί, δε χάθηκε τίποτα».


Την άλλη μέρα, γαλήνεψε το Αιγαίο· την είδα να επιπλέει

ανάμεσα στους ναυαγούς και στα σπασμένα ξύλα. Τη μάζεψα.

Την έχω ακόμη μες στον μπόγο μου σα μυστικό σωσίβιο. Αν θέλεις

μπορείς να την κρεμάσεις σα θυμητικό σ’ όποια κάμαρα

ή και να την πετάξεις —δε μου χρειάζεται πια— «Λάχεσις» λέει.


Ακατανόητα όλα, απατηλά· — κείνος ο Δούρειος Ίππος μπρος στα τείχη,

αμείλικτος· με τα τεράστια γυάλινα μάτια του αντανακλώντας τη θάλασσα —

ένα άλογο ξύλινο, με μάτια γαλάζια, ολοζώντανα. Θα νόμιζες

πως η ίδια η θάλασσα κοιτούσε τον εαυτό της με τα μάτια του αλόγου,

κοιτούσε ταυτόχρονα και τα σπλάχνα του αλόγου, θεοσκότεινα, κούφια,

με τους κλεισμένους, πάνοπλους πολεμιστές. Ωστόσο διατήρησα

εκείνη την γαλάζιαν όραση της θάλασσας, απέραντη,

ευσπλαχνική, κατάκοπη. Καμιά μνησικακία για τη μοίρα·

μονάχα η αίσθηση ενός ξένου αναπότρεπτου νόμου που έχει καταργήσει

τα λάθη και τις αμαρτίες καθενός χωριστά και την ευθύνη ολωνών μας.

Καμιά φορά κι η κούραση σού αφήνει ένα προαίσθημα αφθαρσίας, — έτσι δεν είναι;


Σ’ ένα συμπόσιο, εκεί κάτω, σε μια τρίμερη ανάπαυλα της μάχης,

όταν οι πάντες μεθυσμένοι (όχι τόσο από κρασί, όσο από θάνατο),

έσπαζαν τα ποτήρια τους στα βράχια, μου φάνηκε σα να ’δα τα σπασμένα ποτήρια

ακέρια πάλι κι αράγιστα να λάμπουν σε μιαν έξοχη σειρά ώς την άκρη του ορίζοντα,

σπιθίζοντας στις φλόγες των πυρσών· τελευταίο τελευταίο

έλαμπε το μισό φεγγάρι — μια ασημένια κούπα, αχνίζοντας γαλήνια

γεμάτη γάλα χλιαρό.

Και τότε ο Ίων, ο εικοσάχρονος,

πέταξε το χιτώνα του, κι ολόγυμνος σα θεός, πήδησε πάνω στο τραπέζι,

κλώτσησε πιάτα κι αμφορείς, έχυσε μιαν υδρία κρασί στη σγουρή κόμη του,

μούσκεψε ακέριος, έσταζε, έλαμπε. «Υπάρχει το ασύντριφτο»,

«υπάρχει το ασύντριφτο», φώναζε. Πέταξε το ποτήρι του — δεν έσπασε·

του το ’δωσαν ξανά· σημάδεψε μιαν άγκυρα· το ξαναπέταξε·

τέταρτη, πέμπτη, δέκατη φορά, — δεν έσπασε· (ίσως να ’ταν φτιαγμένο

από άλλη ουσία — ψεύτικο, — ποιός ξέρει; — ίσως πάλι

η ίδια η μέθη μας να μας επέβαλε την πειθώ του ακατόρθωτου).

Την άλλη μέρα

ο Ίων σκοτώθηκε στη μάχη. Ζήτησα το ποτήρι του μες στη σκηνή του, στο γυλιό του·

ερεύνησα παντού. Δεν το βρήκα. Όμως τα λόγια του εκείνα τα θυμάμαι.


Θαρρώ πως δε μ’ ακούς· — σα να βιάζεσαι. Μα, ναι, όλοι βιαζόμαστε

να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας

μονάχα τα δικά του λόγια ακούει. Τί σημασία έχουν τα λόγια; Μόνο η πράξη

μετριέται και μετράει, — όπως τόνιζες πάντα.

Λες να ’χει κρυώσει

το νερό που μου ετοίμασες; Δε χρειάζεται νά ’ρθεις μαζί μου·

τα καταφέρνω μόνος μου — συνήθισα κει κάτω· κι ίσως καλύτερα έτσι.

Και, να σου πω, σα να ντρέπομαι κιόλας μπροστά σου.


Πέρασαν τόσα χρόνια — ξεμάθαμε· ξεχάσαμε. Το σώμα

(όχι μονάχα η ψυχή) σα να ’χει χάσει την παλιά του εκείνη βεβαιότητα:

κρουστό κι ολόρθο μες στην ίδια του χαρά να υπάρχει και να βλέπεται. Τώρα

μονάχα βλέπει (δύσπιστο αυτό και γερασμένο) με μιαν άλλην όραση

την έμπιστη κι αγέραστη ομορφιά του κόσμου, που πια δεν του ανήκει.

Τούτη την όραση, κανένας δεν τη συγχωρεί. Κι αλήθεια, έτσι ανεξάρτητη,

έτσι βαθιά κι αυτάρκης κι απεριόριστη, θαρρώ πως εμποδίζει

κι εμάς και τους άλλους — ανώφελη.

Τούτο το ρίγος — όχι γυάλινο τώρα,

εδώ στη ραχοκοκαλιά μου, — αλλιώτικο. Πριν λίγο ακόμη,

όλα ήταν γυάλινα —πρόσωπα, σώματα, αντικείμενα, τοπία, εσύ, εγώ, τα παιδιά μας—

γυάλινα, ακάλυπτα, στιλπνά — από σκληρό, διαυγές γυαλί. Παρατηρούσα μέσα τους μ’ ενδιαφέρον,

σχεδόν με αγαλλίαση — σαν σ’ ενυδρείο την κίνηση όμορφων, μικρών παράξενων ψαριών

ή και μεγάλων, άσκημων, σκυθρωπών κι αιμοβόρων — παράξενων πάντα. Κι έτσι, αιφνίδια,

σα να ’χει μαλακώσει το γυαλί — δεν παίρνει σχήμα, δεν έχει διαφάνεια,

σα να μην είχε σχήμα και διαφάνεια ποτέ· — σωριάστηκε χάμου

μαζί μ’ εκείνα που περιείχε — μια μάζα θολή, σα λερωμένο τσουβάλι

όπου μαζέψαν όπως όπως βρώμικα εσώρουχα για να τα πλύνουν μια μέρα

και δεν τα πλένουν· — βαρέθηκαν· τα ξεχάσαν εκεί (θέλουν να τα ξεχάσουν), πεταμένα

στο πάτωμα, σιμά στην πόρτα· — πέφτουν πάνω του, το κλωτσούν καθώς βγαίνουν

και πιο πολύ καθώς μπαίνουν στο σπίτι. Κι αλήθεια, τα ξεχάσαν,

και τί θα κάνουν να τα θυμηθούν; — έχουν σαπίσει κιόλας κλεισμένα

μέσα στην ίδια τους τη μυρωδιά από πανάρχαιους ιδρώτες, ούρα και αίμα.

Στο λουτρό, στο λουτρό,


Θα κρυώσει το νερό, θα ’χει κρυώσει. Πηγαίνω. Εσύ μείνε· — δε χρειάζεται. Επιμένεις; — Έλα.


(Ο άντρας σηκώθηκε. Προχωρεί — προφανώς για το λουτρώνα. Αμίλητη η γυναίκα τον ακολουθεί. Έφυγαν. Η αίθουσα, άδεια τώρα, φαίνεται πιο μεγάλη. Ανέγγιχτο στο τραπέζι το πρόγευμα. Τα ποτήρια έχουν θαμπώσει κάπως. Το κράνος πάντα εκεί, μπροστά στον καθρέφτη. Βαριά ησυχία μέσα κι έξω απ’ το σπίτι. Ένα μερμήγκι σεργιανάει πάλι στ’ άσπρο τραπεζομάντιλο. Παρακολουθώντας το μερμήγκι, προσέχεις στο κέντρο του τραπεζιού ένα κυκλικό κέντημα — ένα στεφάνι κόκκινα λουλούδια. Άξαφνα, ακούγεται έξω, απ’ τη μαρμάρινη σκάλα, η φωνή της ξένης γυναίκας, σε καθάρια ελληνικά: «Πολίτες του Άργους, πολίτες του Άργους, το μεγάλο χρυσόψαρο μέσα στο μαύρο δίχτυ, και το σπαθί υψωμένο. Πολίτες τους Άργους, το σπαθί υψωμένο, δίγλωσσο, πολίτες του Άργους, πολίτες—». Δυνατά τύμπανα, σάλπιγγες, θόρυβος, πνίγουν τη φωνή τους. Ένας άντρας, ωραίος, ασκεπής, με πολεμική στολή, μ’ ένα μεγάλο, ματωμένο σπαθί στο χέρι, μπαίνει στην άδεια αίθουσα. Με τ’ αριστερό του χέρι παίρνει το κράνος απ’ την κονσόλα. Το φοράει ανάποδα. Η αλογοουρά στο πρόσωπό του. Σαν προσωπείο. Βγαίνει. Η φωνή της παραλοϊσμένης γυναίκας: «Πολίτες του Άργους, αργά πια, αργά, πολίτες του Άργους—». Σταματάει. Τα τύμπανα δυναμώνουν. Η πρώτη γυναίκα μπαίνει στην αίθουσα. Ωχρή, υψηλή, πανέμορφη. Ανεβαίνει σε μια καρέκλα. Κρεμάει στο καρφί του τοίχου μια ναυτική κουλούρα. "Λάχεσις", λέει. Ύστερα πλησιάζει τον καθρέφτη και διορθώνει τα μαλλιά της).


ΑΘΗΝΑ, ΣΙΚΥΩΝ, ΗΡΑΙΟΝ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1966–Οχτώβρης 1970


Αίας

(Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κότες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη —κάτι σαν αρχαίος χιτώνας— που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει κουρασμένος, σαν μόλις να συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις κνήμες. Μια γυναίκα, με ξαφνικά χαρακτηριστικά, χλωμή, ξαγρυπνισμένη, τρομαγμένη, κι ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά στην πόρτα. Η στάση της κάπως παράξενη — σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί. Έχει ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει να ’χει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη ανταύγεια σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’ ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας ασάλευτος καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τί βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα και πότε πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα):


Γυναίκα, τί κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα,

βούλωσε τις χαραματιές, μπαίνουν κακά μαμούδια, σαύρες,

μπαίνουν μεγάλες μύγες και γέλια κρυφά. Κοίτα, στον τοίχο,

μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα,

μαύρον αγέρα ρουθουνίζει, — σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την,

δεν μπορώ ναν τη βλέπω. Τί πέτρωσες έτσι; Ε, λοιπόν, κοίταξέ με —


Εγώ ειμαι ο δυνατός, ο αδάμαστος, — πολύ με φορτώσατε μ’ εγκώμια,

πολύ με βαρύνατε, με πνίξατε, —ένας ένας σας κι όλοι μαζί κρεμασμένοι

απ’ το λαιμό μου— με πνίξατε. Νά το έργο σας. Χαρείτε το. Κανένας

δε μου το συχωρνάει να ’μαι μιαν ώρα κι εγώ κουρασμένος· κανένας

δε μου το συχωρνάει να ’μαι άρρωστος. Εσείς, τα δικά σας

τα πιο μικρά σας βάσανα, μεγαλωμένα, μου τα ρίχνατε στη ράχη —

όλο παράπονα και κλάψες: — ξελογιάστηκε η δούλα μ’ ένα ναύτη,

η άλλη φοράει μεταξωτό πουκάμισο, η άλλη βάφει τα μάτια της μεγάλα,

η άλλη βάφει κυκλαμινιά τα νύχια της, η τρίτη, η μικρότερη,

σήκωσε κότσο τα μαλλιά της, ξέχασε μες στη σκάφη το σαπούνι·

τα μαρούλια μαράγκιασαν· λιγόστεψε το κάρβουνο· τα βάσανά σας

ναν τ’ αραδιάζετε την ώρα του δείπνου, κείνη τη γαλήνιαν ώρα

που σταματάνε οι μάχες κι οι καυγάδες, κι ο καθένας γυρεύει

μια στάλα λησμοσύνη, απογέρνοντας στις πρώτες ανάγκες του κορμιού του,

ανάμεσα στα πιάτα, στα ποτήρια που αχνοφέγγουν ήμερα κάτω απ’ τους λύχνους —

κι εσείς συνέχεια να μορφάζετε, να λαχανιάζετε, να κουνάτε τα χέρια,

ανοίγοντας ένα πελώριο στόμα, καταπίνοντας τον αέρα, τ’ αστέρια

κι ένα μικρό αστρουλάκι πονηρό, σαν ασημένιο ρεβίθι, και να λέω

τώρα θα της σταθεί στο φάρυγγα, θα φτερνιστεί, θα πνιγεί, θα σωπάσει.


Ακόμα και την ώρα του έρωτα, τη νύχτα, στο κρεβάτι, ξάφνου

ν’ αναθυμόσαστε που ξεχαστήκαν στην αυλή τα μανταλάκια της πλύσης

και θα σαπίσουν απ’ την υγρασία. Αχ, ανόητες, έτσι

μας διώχνετε έξω απ’ το κρεβάτι, έξω απ’ το σπίτι, έξω απ’ τον κόσμο,

έξω απ’ το πραχτικό, σοφό μυαλό σας, το δοκιμασμένο

με συνταγές μαγειρικής, γλυκών, ποτών, φαρμάκων· έξω

από την ίδια τη ζωή με τα μικρά, ιερά, καθημερινά συμβάντα,

με τα μικρά, χεροπιαστά αντικείμενα που ξεκουράζουν απ’ τ’ άπιαστα μεγάλα.


Εμένα δε με ρώτησε ποτέ κανένας σας πού στρέφει το μυαλό μου και το μάτι, ποιούς τρόμους,

ποιές αδικίες, ποιούς φθόνους αντικρίζω (ο ατρόμητος, βλέπετε) ή έστω

αν με πονάει το δόντι ή το κεφάλι, σάμπως να μην έχω

δόντια κι εγώ ή κεφάλι, παρά πέτρα ή σκέτο αγέρα. Τί κοιτάζεις, έτσι;

Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Κι η μαύρη μύγα, νά τη, στου βοδιού το κέρατο τα νύχια της τροχίζει.


Ε, νά, λοιπόν, ο δυνατός εγώ, ο αδάμαστος· — κοιτάχτε με. Κανένας

μερίδιο απ’ τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,

οι πονηροί, οι απελπισμένοι κι υστερόβουλοι, για μένα

άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,

μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω

για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,

μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Νά με, σωριασμένος εδώ χάμου· κι οι εχθροί μου

να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,

παραμονεύαν, κυκλοφέρναν το σπίτι· με βλέπαν. Κοιτούσαν

απ’ τα παντζούρια, απ’ τις κουρτίνες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τα ντουλάπια —

άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γραντζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα

κρυφτήκανε πίσω απ’ τα δέντρα. Με παραμονεύαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,


άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ’ την Ίδη· μια άσπρη πάχνη

μου σκέπασε τα μάτια· ξεχάστηκα, —τί ήταν;— ένα άσπρο μαντίλι

όπως παιδιά που παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις

ποιός κι από πού να σε φωνάζει μ’ αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ’σαι

μέσα σε μια μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κι οι εικόνες

χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —

ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα,

ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,

ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα που στάζει

απ’ την άκρη της λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια. Είπα να κάνω πίσω —


Ποιό ’ναι το μπρος; ποιό το πίσω; Το φεγγάρι είχε ασβεστώσει το δρόμο·

έλαμπε ολάκερος ο δρόμος, κι εγώ φαινόμουν πελώριος· με βλέπαν

από παντού. Πώς να γυρίσω; Ακόμα κι η σκιά μου

μ’ είχε παρατημένον —είχε λιώσει στη λάμψη του ασβέστη—

εκτός αν ήταν αλάτι. Μεγάλα χταπόδια, ξερά, σταυρωμένα

επάνω σε καλάμια, κρεμόνταν στους τοίχους. Το σπαθί μου

πότε μεγάλωνε λαμποκοπώντας ασήκωτο, φωτίζοντάς με ακέριον

κι άλλοτε μίκραινε πολύ σα βγαλμένο, παιδιάστικο νύχι.

Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.


Όλα τα σπίτια κλειδωμένα, — εμένα μ’ είχαν κλείσει απ’ όξω. Χάλκινοι χαλκάδες

γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια

κυλούσαν απ’ τους λόφους· — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι κύκλους κύκλους

άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω μέσα. Δεν μπορούσα

μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματά μου

στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι

ακούστηκε να σέρνουν μια αλυσίδα, και σωπάσαν τα πάντα.


Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα· — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι·

επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οι φωτιές· τριγύρω οι μάντρες

σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες

κρεμόντανε στον αέρα, — κι ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,

αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας

τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ’ άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να μου ξεφύγουν·

περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκανίζαν·

μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν

επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,

άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ’ όνομά μου,

πάλι και πάλι τ’ όνομά μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ’ άδεια πιθάρια,

μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους· τ’ όνομά μου

άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη

μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ο Αίας, ο Αίας, ο Αίας»,

με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ο Αίας, ο Αίας», τόσο

που μίσησα για πάντα τ’ όνομά μου, — ω, πια, να μην τ’ ακούω,

κανένας να μην το προφέρει πια· να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,

δεμένος κάτω απ’ την κοιλιά του αλόγου μου. Δεν άντεξα τότε,

σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τους μάντρωσα όλους,

τους έσυρα εδώ μέσα —κοίταξέ τους— κι ήτανε τα ζώα ετούτα.

Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.


Γυναίκα, τί κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα; Η μύγα — σκότωσέ τη.

Δεν είμαι τάχατε άνθρωπος κι εγώ; Γιατί, λοιπόν; Όλη τη νύχτα

με παραμόνευες κι εσύ πίσω απ’ την πόρτα, ναι, μαζί με το παιδί μου, —

μ’ έδειχνες στο παιδί, να δει το σώριασμά μου· — όχι, όχι,

του ’κλεινες με τις δυο παλάμες σου τα μάτια, μη με δει. Όλη νύχτα,

χάλκινα βέλη σφηνωμένα στους τοίχους, τρέμαν αντηχώντας

κάθε ήχο πολλαπλάσιο — βήμα, την ανάσα, το σφυγμό μου,

το τρίψιμο των ρούχων μου στα γόνατά μου, στο στέρνο, — πώς να ξεφύγεις;

από τί πρώτα να προφυλαχτείς; Οι εχτροί μου είχαν καρφώσει τα βέλη,

κρυφές κεραίες, να παρακολουθούν την κίνησή μου. Τους έπιασα. Τον έναν

τον άρπαξα απ’ τ’ αυτί. Τον τραβούσαν για να δω. Λαστιχένιο τ’ αυτί του

μάκραινε, μάκραινε, καθώς τον τραβούσα, κι εκείνος έμενε πάντα εκεί πέρα.


Άλλος μου κάρφωσε τα δόντια στο μηρό —λυσσασμένο σκυλί·— παμπόνηροι Ατρείδες, —

κι ο Τεύκρος να λείπει στα βουνά. Φώναξα: Τεύκρο, Τεύκρο·

φωνή δε βγήκε. Ξαναφώναξα. Κάτω απ’ τα πόδια μου έχανα τη γης. Δεν είχα

να κρατηθώ από πουθενά, μήτε απ’ την ίδια μου τη ζώνη —

καθώς την έψαχνα τυφλά, το ’νιωσα ξάφνου πως ήταν κομμένη

κι αντί να με κρατήσει, την κρατούσα στο χέρι

σάμπως γδαρμένη ουρά ενός άγνωστου, απίθανου ζώου.

Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.


Έφυγε τούτη η νύχτα. Αλάφρωσα. Μη φοβάσαι γυναίκα.

Βγήκα ξανά το χάραμα. Σ’ είδα που στέκοσουν άγρυπνη στην πόρτα.

Κατέβηκα κάτου στ’ ακρογιάλι, πριν ξυπνήσουν οι ναύτες,

πήρα στη φούχτα μου νερό κι έβρεξα τα μελίγγια μου. Τί μικροί, θε μου,

τί μικροί που ’μαστε μπροστά στον απέραντο κόσμο που ξυπνάει,

μπρος στο γαλήνιο, αθάνατο φως. Κι ένιωσα ξάφνου να μικραίνει

όλη η κατάρα κι ο τρόμος της νύχτας· — έτσι μικρός, μαζεμένος

ανάμεσα στα βράχια, με μιαν όμορφη, αθόρυβη θλίψη,

μια λύπηση για τον εαυτό μου, — να κοιτάζω τ’ ασάλευτα καράβια,

να βλέπω πάλι, και να ξέρω πως βλέπω, —χαιρόμουν,— και ν’ ακούω.


Μια βάρκα είχε ένα κόκκινο ζωνάρι γύρω γύρω· τ’ αντιφέγγισμά της

μες στο νερό πιο κόκκινο και δροσερό σαν μια φωτιά σβησμένη·

κι είπα ξανά: «σαν μια φωτιά σβησμένη» · — μια γλυκιά αναγάλλια

μου ξέσφιξε τα δόντια και τα γόνατα γι’ αυτό το «σαν», — που μπορούσα

να βάζω πάλι το ’να πράγμα δίπλα στ’ άλλο, να μιλώ, να μεταλλάζω, —

«σαν μια φωτιά σβησμένη», και δε μ’ έκαψε. Τί ήμερα που ακουγόταν

μοναχικό το τρίξιμο των σανιδιών και των σκοινιών με την ανάσα του νερού, — γαλήνιο

τρίξιμο αόρατων κουπιών και σκαρμών, μια μυστική κωπηλασία

παίρνοντας με μακριά, λησμονημένον, χωρίς όπλα καθόλου.


Τότε σηκώθηκε κοντά μου ένα κοπάδι γλάροι — με στέγασε μια άσπρη

τρεμάμενη αψίδα, — πράες, ανάλαφρες, ευγενικές φτερούγες

σαλεύοντας στον αέρα καταφατικά — μεγάλες φιλικές παλάμες

χειροκροτώντας άηχα τη σιωπή, χτυπώντας με στον ώμο

μ’ εμπιστοσύνη πάλι, — ναι, μια νέα εμπιστοσύνη. Λοιπόν, μη λυπάσαι.


Σε βεβαιώνω είμαι ήσυχος τώρα· — ούτε το θάνατο των άλλων

ούτε και το δικό μου αποζητώ. Δε με νοιάζει καθόλου

η απάτη των θεών κι η αυταπάτη μου, μήτε κι η χλεύη

των συμπολεμιστών μου, — είμαι μακριά, δε με φτάνει. Τί να τα κάνω

τ’ άσκοπα λάφυρα και τη μεγάλη ασπίδα και το δόρυ;

Να φυλαχτείς από τί; Και με τί τρόπο; Δε με λυγίσανε οι Τρώες —

τίποτα ο φόβος δεν είναι του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου

που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει. Κειτόμουν στ’ ακρογιάλι

κοιτάζοντας το χάραμα χλωμό, σκιερό, χωρίς το βάρος

καμιάς αναμονής κι ελπίδας. Η καρδιά του ανθρώπου

είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη

τόσο βαθιά, —πλησιάζει η άνοιξη— μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια.


Είδα τις τέντες να γυαλίζουν απ’ την αυγινή υγρασία· — ένα φέγγος

σταχτί και ρόδινο σερνόταν σαν ανάρρωση στις πέτρες. Θυμόμουν

άλλα πρωινά, μακρινά, ανυποψίαστα, γεμάτα βιασύνη και κρότους

από άγκυρες, κουπιά, καζάνια, τροχαλίες, όταν οι ναύτες

αγουροξυπνημένοι κατουρούσαν στ’ ακρογιάλι, αράδα αράδα,

κι εκείνο το τριανταφυλλένιο φέγγος, στον ορίζοντα, στα περιγιάλια,

στα χέρια τους, στο πρόσωπό τους, στο φαλλό τους, έτρεμε σα μαγεμένο

τόσο που σκύβαμε άθελά μας στο νερό να δούμε το είδωλό μας

κι ερωτευόμασταν ξανά το σώμα μας μες στην αδέσμευτη παλικαριά του

ώσπου ξεπρόβαινε απ’ τη θάλασσα θεόρατο το φάσμα του ήλιου

κι αποξεχνιόμαστε ξανά μέσα στις μάταιες ξιπασιές και τις μάχες.


Δε θέλω τίποτε απ’ αυτά —ποιό τ’ όφελος τάχα;— να μου λείπουν.

Σαν ψέματα μου φαίνονται οι παλιοί μου οι άθλοι. Τα έπαθλα όλα

που ήταν για μένα, τα σφετεριστήκαν οι άλλοι

με δόλιους κλήρους και δωροδοκίες· όταν εγώ, την ώρα που κρινόταν η ζωή των Ελλήνων

έριξα μες στην περικεφαλαία όχι νωπούς σβόλους χώμα

μα το μεγάλο, ευδιάκριτο, γαμήλιο δαχτυλίδι μου και βγήκα πρώτος

άντικρυ στον εχθρό σώμα με σώμα. Κι όταν πάλι

καιγόνταν τα καράβια κι ο καπνός κι οι φλόγες ανεβαίναν στα ουράνια

τόσο που νόμιζες πως καιγόταν η θάλασσα, τότε που ο Έκτορας

χιμούσε ακράτητος πάνω απ’ τους τάφρους, πάλι εγώ

του στάθηκα πρώτος μπροστά. Δεν τα θυμούνται τάχα οι Ατρείδες·

αυτοί μονάχα για τα λάφυρα και τα έπαθλα νοιάζονται. Λοιπόν, ας τα νέμονται

με πονηριές, μ’ απάτες και με φόβους — ώς πότε; Μια μέρα

κι εκείνοι θα σταθούν γυμνοί μπροστά στη νύχτα και στο μακρύ της δρόμο·

σε τίποτα δε θα τους χρησιμέψει πια η κλεμμένη ασπίδα, όσο ωραία και μεγάλη.


Λίγο πιο πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι, λόφοι ολόκληροι, σαπίζουν

τα ρούχα των νεκρών πολεμιστών· σκεβρώνουν τα παπούτσια, σκουριάζουν οι πόρπες

απ’ τις μεγάλες υγρασίες και τις βροχές· λίγο λίγο έχει γίνει

ένα στρώμα παχύ, μαλακό· με την άνοιξη ξεπροβαίνουν κει πέρα

χιλιάδες πολύχρωμα αγριολούλουδα — μπορεί να παίρνουνε τα χρώματά τους

από κείνα τα ρούχα των νεκρών. Αν περπατήσεις πάνω τους θα νιώσεις

κάποια βαθιά, γαλήνια μαλακότητα — όχι αυτή της φθοράς και της αραίωσης, όχι,

μιαν άλλη μαλακότητα, του τελειωμένου και του ανύπαρκτου. Δαγκώνεις ένα φύλλο

κι αυτό δεν έχει γεύση. Κόβεις ένα λουλούδι· το κοιτάζεις·

βλέπεις μέσ’ απ’ τα πέταλά του ένα διάφανο τοπίο στο χρώμα και στο σχήμα

του λουλουδιού· — όλα είναι κοίλα, σε βαθιά κοιλότητα· μπορεί μ’ ένα βήμα

να περάσεις αντίπερα με τις ήσυχες λεύκες και τ’ άσπρο ποτάμι.


Αυτοί που φύγαν γυρίζουν αθόρυβα κοντά μας, απ’ τους δρόμους

τους πιο κοντινούς, πάνω απ’ τους λόφους με τα λιόδεντρα, μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια, —

τους είδα όπως γυρνούσα σπίτι. Μου έγνεφαν. Οι καπνοδόχοι

ήταν σα μαύρα αγάλματα πάνω στις στέγες. Περνούσαν

σκοτεινοί, σκοτεινοί και μουγγοί, σαν τα δέντρα της όχθης γραμμένα

στο φωτεινό κομμάτι των νερών. Ένα άσπρο φεγγάρι

στέκεται πάνω τους ολημερίς — δεν τους φωτίζει. Διασχίζουν το δρόμο,

κοιτούν μες στα ψιλικατζίδικα τις καραμέλες σκεπασμένες με τουλπάνι,

κοιτούν τις χαρτονένιες κούκλες με τους σπάγγους, τα τσιγάρα, τα σπίρτα,

τα τσιμπιδάκια, τις εφημερίδες — δε διαβάζουν μήτε τους τίτλους. Κοιτιούνται

στη σκονισμένη βιτρίνα του ψωμάδικου. Σαν ξερά χόρτα

τους πέφτουν τα μαλλιά στα μάγουλα, στο πηγούνι, στους ώμους.


Τα χέρια τους είναι μακριά και μαραμένα —δεν μπορούν να κρατήσουν

ασπίδες και τόξα— μήτε που το σκέφτονται· μήτε διορθώνουν

την έκφραση των χαλαρών χειλιών τους. Ανεξέλεγκτοι, αόρατοι,

μ’ εκείνη την ευφρόσυνη αυστηρότητα χυτή στη στάση τους, αρμονισμένη

με την ωραία κίνησή τους, με την έλλειψη κάθε αδημονίας,

με τον αργό, διαρκή χρόνο τους. Απρόσβλητοι. Τους ζήλεψα.


Στη γέφυρα διασταυρωθήκαν μ’ ένα μπουλούκι τσιγγάνων. Κανένας

δεν τους διέκρινε. Μονάχα που το θρόισμα απ’ τα κίτρινα φουστάνια

σταμάτησε μεμιάς, κι οι μύλοι του καφέ σπιθίσαν άξαφνα

με χρυσοκόκκινες σπίθες. Τα εφτά κατάμαυρα άλογα

έσκυψαν το κεφάλι τους στο χώμα· τέντωσαν το αυτί. Μονάχα

η θεόρατη αρκούδα με τους κρίκους στάθηκε στα πισινά της πόδια

καταμεσής στη γέφυρα, εμποδίζοντας την κίνηση του κόσμου.


Δεν έλεγε να το σαλέψει από κει, —κοίταζε πίσω, οσμιζόταν τον αέρα—

μια μυρωδιά από θειάφι και λιβάνι και σταφύλι. Τα μάτια της

μεγάλα, μαύρα, αδιαπέραστα. Χρειάστηκε να της τραβήξουν

πολλές φορές το λουρί· σηκώσανε και τα μαστίγια. Έφυγε

στρέφοντας κάθε τόσο το κεφάλι πίσω, βλέποντας μαζί μου.


Ο ίσκιος ενός πουλιού πέρασε τότε μπρος στα πόδια μου —δε σήκωσα τα μάτια·—

συμπάθεια μακρινή και συχώρεση. Κι ευχήθηκα μέσα μου

λίγη γαλήνη — όχι δόξα, όχι δόξα. Πάρτε τα τούτα τα σφαγμένα αρνιά και τα βόδια —

αρνιά και βόδια, ναι· — κι εχθροί μου αλώβητοι να με χλευάζουν.

Πάρτε τα από δω πέρα — δεν μπορώ να τα βλέπω. Αχ, έτσι πάντα,

όλη τη δύναμή μου ξόδεψα πολεμώντας φαντάσματα, κερδίζοντας νίκες

ολότελα φανταστικές, κυριεύοντας χρυσές πολιτείες

ανύπαρκτες, ανύπαρκτες, ανύπαρκτες. Λοιπόν, αρνιά και βόδια. Τίποτ’ άλλο.


Χτες, όλη νύχτα, τ’ άκουγες κι εσύ τα θλιβερά μουγκανητά τους.

Κοίταξε τούτο τ’ άσπρο κριάρι, — τί ήσυχα, τί λυπημένα

τα μάτια του, θε μου, —ένας μικρός Αϊ-Γιάννης— αυτά με διδάξαν

την ήμερη ταπεινοσύνη. Ας γελούν όσο θέλουν οι Ατρείδες

με τις τυφλές «ανδραγαθίες» μου, και με τις άλλες τις πραγματικές εκείνες

που κάποτε έπραξα για την Ελλάδα και τους Έλληνες, — μια μέρα θα με θυμηθούνε.


Ας μη με θυμηθούνε. Τί πειράζει τάχα; Εμένανε μου φτάνει

αυτό που βρήκα, χάνοντας τα πάντα. Σε λίγο

θα βγω να πλυθώ στο ποτάμι, να πλύνω το σπαθί μου. Θα ’ταν όμορφο

να βαλσαμώναμε τούτα τα ζώα, —προπάντων τούτο το άσπρο κριάρι—

μα πώς να διατηρήσουμε την έκφρασή του; Μες στα μάτια του φέγγει

η πόρτα σμικρυμένη, το πρωινό, δυο φύλλα

και μια μικρή κουκκίδα λάμψη — ίσως και να ’ναι η κρήνη

όπου ποτίζονταν τ’ άλογα του Αχιλλέα. Πέταξέ τα από δω· — τί τα κρατάς ακόμα;

Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.


Άκου, — γελάνε πάλι στην αυλή. Δεν είναι; Σώπα. Σώπα.

Γυναίκα, κρυώνω. Φέρε μια κουβέρτα. Σκέπασέ με.

Δεν κάνει κρύο αλήθεια; Σου χτυπάνε και σένα τα δόντια;

Τί καλά θα ’ταν να μικραίνεις, να μικραίνεις, να μικραίνεις,

ασάλευτος, κουλουριασμένος όλος, σκεπασμένος, κρυμμένος

κάτω απ’ την πεσμένη ασπίδα σου, σκουριασμένη κι αυτή απ’ τις βροχές και τ’ αλάτι,

με τις παλιές ηρωικές παραστάσεις της όλες σβησμένες, κι έτσι από μέσα

να σφίγγεις το λουρί της προς τη γης ώσπου να γίνεις ένα με το χώμα —


Αχ, και να στήνεις όλην ώρα τ’ αυτί μη και περάσει κάποιος

μη και κλωτσήσει κατά λάθος την ασπίδα, κι ο ήχος του μετάλλου, πλάι στ’ αυτί σου,

γκλαν γκλαν, κλαγγή μεγάλη· το αίμα σου μεμιάς θ’ αδειάσει· μες στις φλέβες

θα τρέχει μόνο η τρομερή κλαγγή, σημαίνοντας ατέλειωτα βαθιά σου

γκλαν, γκλαν, κάνοντας έτσι απ’ όλους ακουστή τη συστροφή σου, κάνοντας περίβλεπτο

το σχήμα της ταπείνωσής σου· — αυτόν τον ήχο τον ακούω, με κυριεύει

σαν προδοσία του ίδιου του εαυτού μου από τον ίδιο τον εαυτό μου,

τον ίδιο αυτόν που ’χα γυμνάσει και στεριώσει

με την απάτη και την περηφάνια του αήττητου θάρρους — ποιό θάρρος,

όταν μας κυβερνάει πιο μέσα η ξένη μας ζωή κι ο ξένος θάνατός μας;

Όχι, καμιά ταπείνωση δεν είναι. Αν νικήθηκα, νικήθηκα

όχι απ’ ανθρώπους, μόνο απ’ τους θεούς. Καμιά νίκη ούτε ήττα δεν είναι δική μας.

Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.


Αχ, τίποτε δικό μας· — ό,τι φτιάχνουμε κι ό,τι είμαστε, άλλος

μας το ’δωσε και μας το παίρνει πίσω· — ξένος, άγνωστος, χωρίς τη θέλησή μας.

Και τούτη η μύγα βουίζει, βουίζει — σκότωσέ τη. Ένα ξένο ποδάρι

χτύπησε πάλι την πεσμένη ασπίδα. Ακούς; Γκλαν, γκλαν, —η ασπίδα·—

γκλαν, γκλαν· — πάει, πέρασε. Δεν ήταν τίποτα. Πάρε και την κουβέρτα. Δεν κρυώνω.

Μονάχα αυτή η βουή στα μελίγγια μου εδώ, κι η σκιά στον τοίχο —

γυρνάει, γυρνάει γρανάζι το γρανάζι γύρω ολόγυρα, ξαναγυρνάει.


Θέλω να θυμηθώ κάτι καλό — μια μέρα λιόλουστη στη Σαλαμίνα

τότε που καλαφάτιζαν τα νέα σκαριά στο ακροθαλάσσι, και στον αέρα

κυμάτιζε η μοσκοβολιά του πλανισμένου ξύλου, και πιο πάνω στον μικρό πευκώνα

φρενιάζαν τα τζιτζίκια. Θέλω. Δεν μπορώ. Κόβεται η θύμηση στη μέση·

όλα βουλιάζουνε σ’ αυτό το χάσμα· μόνο τ’ άσκημα μένουν απ’ όξω —

το κλεφτοφάναρο του εχτρού στα μάτια σου την ώρα που κοιμάσαι,

το σίδερο στα πόδια, το καμάκι στο μελίγγι, οι κραυγές των πληγωμένων

τη νύχτα μες στη λαγκαδιά, μαζί με τα τσακάλια, κι η κραυγή η δική μου

φτασμένη από μακριά στο ίδιο τ’ αυτί μου. Δεν μπορώ. Κοιτάζω ολόγυρα. Δε βλέπω.


Θέλω να δω πάνω απ’ τις ράχες τούτων των σφαγμένων ζώων. «Ένα δέντρο», λέω·

«ένα δέντρο», αποκρίνομαι. Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Χάνεται το δέντρο. Δεν ήταν.

Ακόμη και το σώμα μου, απαράδεχτο, να μην το αγγίξω —

μια σιχασιά — ξένο, άγνωστο· μια οσμή τραγίσια· — τί ’ναι τ’ ανθρώπινο σώμα;

Οι πόροι, τρύπες τρύπες, κοιτώντας κατά μέσα σ’ ένα γλιτζερό σκοτάδι·

το τρίχωμα τραχύ, σάμπως καμένα σκοίνα· πίσω απ’ τα σκοίνα

σαπίζει ένα μεγάλο αγνώριστο ψοφίμι με γερά σαγόνια,

γυμνά σαγόνια, ξασπρισμένα κιόλας, δυνατά σφιγμένα

σε μορφασμό γενικής δυσφορίας κι αστείας απειλής. Κι αυτό το σφίξιμο

των άσπρων σαγονιών με τα πελώρια δόντια, είναι το μόνο

σημάδι περηφάνιας και τιμής, σε τούτον τον ακόκαλο χαλαρό κόσμο.


Τί να τις κάνεις πια τις δόξες, τα έπαθλα, τα εγκώμια. Τίποτα δεν είναι.

Τίποτα κι η αποτυχία κι η χλεύη. Χάνονται κι αυτά μαζί μας.

Δε ζήτησα ποτέ μου σκλάβους, θαυμαστές, υποτελείς. Μόνο έναν άντρα θέλω

σαν ίσος με ίσο να τα πούμε· — πού ’ναι τος; Μονάχα ο θάνατός μας

είναι του καθενός μας ο ίσος. Όλα τ’ άλλα πρόχειρη λάμψη,

συμβιβασμοί, προσχήματα, εθελοτυφλίες.


Γυρίζοντας εδώ, παρατηρούσα τα ίχνη απ’ τις παλιές φωτιές στα γρασίδια —

κλαδιά καμένα, στάχτες, κάρβουνα, καπνιές· δίπλα πεσμένες οι μεγάλες σούβλες

απ’ τις θυσίες και τα υπαίθρια συμπόσια. Οι σωροί των μεγάλων κοκάλων

λευκάζανε στο χάραμα μ’ ένα λευκό ασημένιο

της μνήμης ή του αγέννητου — απέραντα πράο και με κάποια περηφάνια

απτόητη, ενός μακρινού μνημείου για τους απόντες — δηλαδή για μας τους ίδιους,

και τα χορτάρια ήταν κίτρινα ώς πέρα, παρότι πιο κάτω

η θάλασσα λαμποκοπούσε ανόητα ρόδινη, επιβάλλοντας πάλι

απ’ την αρχή μια κίνηση — την κίνησή της και την κίνησή μας.


Τότε θυμήθηκα τη Σαλαμίνα — κάτι ωχρά πρωινά με ομίχλη και ψιχάλα

που έσβηναν όλα μες στο χρόνο — βάρκες, άγκυρες, κρασοπουλειά, ψαροπωλεία

κι έφεγγε μόνο ο δρόμος ασημένιος, ολομόναχος, προχωρώντας αόριστα κάπου,

στρίβοντας κάθε τόσο, ξαναστρίβοντας για ν’ αποφύγει αόρατα εμπόδια

ή για την ίδια του ευχαρίστηση, μ’ εκείνο το άσπρο ασημένιο.


Στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα καθισμένη στην τραπεζαρία,

σκυφτή, στοχαστική, περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια

λευκά, γαλαζωπά, ασημένια. «Τί θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα.

Κι εκείνη: «Θα τα ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε

γιατί τ’ αρμαθιάζεις;». Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη που θα τα φορέσει

έτσι τα θέλει», αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα

πως μέσα σε κάθε πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη,

μια πνιγμένη γυναίκα που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω τί σημαίνει,

καρτερική, καρτερική, κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα, τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.


Άνοιξε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα, ξεμαντάλωσε τη μάντρα.

Δεν είναι τίποτα. Θα βγω για λίγο να πλυθώ στο ποτάμι. Πες στον Τεύκρο —

Αλήθεια, πού ’ναι ο Τεύκρος; Τεύκρο, Τεύκρο. Πάρτε τα κι αυτά τα ζώα.


Πάω να πλυθώ, να πλύνω το σπαθί μου· — ίσως και βρω έναν άντρα να τα πούμε.

Τί όμορφη μέρα, —ω φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό— Γεια σου, γυναίκα.


(Φεύγει. Η γυναίκα μένει ασάλευτη πλάι στην πόρτα. Ακούγεται βουερό καμπάνισμα, σαν κάποιο σφυρί να χτύπησε έναν μετάλλινο δίσκο κρεμάμενον σε μια άλλη κάμαρα. Ίσως ένα αόρατο πόδι να χτύπησε την πεσμένη ασπίδα με τις εφτά αδιαπέραστες δίπλες. Ο ήχος συνεχίζεται. Μπαίνουν οι υπηρέτες. Μαζεύουν τα σφαγμένα ζώα. Και τ’ άσπρο κριάρι με τα λυπημένα μάτια. Έρχεται αμίλητη μια ψηλή, χοντροκόκαλη δούλα με μια μεγάλη σκούπα. Σαρώνει τα σπασμένα πιατικά, τ’ αποτσίγαρα, τα πατημένα μπρίκια. Το μαύρο της λυτό μαντίλι τής κρύβει το πρόσωπο. Φεύγει. Το δωμάτιο άδειασε. Φάνηκε μονομιάς πολύ μεγάλο. Ο ήχος του μετάλλινου δίσκου σώπασε. Τώρα ακούγονται πολύ καθαρά έξω οι φωνές του δρόμου, η κίνηση του λιμανιού — γερανοί, τροχαλίες, αλυσίδες. Κι άξαφνα μπαίνει τρέχοντας ένας ναύτης. «Ο αφέντης», λέει· "πάει ο αφέντης· — το σπαθί μπηγμένο στα πλευρά του". Η γυναίκα ασάλευτη στην πόρτα· κι η ψηλή δούλα, στο βάθος του διαδρόμου, ορθή, πετρωμένη, με τα δυο της χέρια ακουμπισμένα στο ξύλο της μεγάλης σκούπας).


ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Αύγουστος 1967–Ιανουάριος 1969


ΔΕΛΦΟΙ

(Ο ήλιος έγειρε. Η σκιά, σιωπηλή, χριστιανική, απλώνεται στο φλεγόμενο χώρο των αρχαίων ναών, ώς κάτω, βαθιά, στην κοιλάδα με τον απέραντο ελαιώνα. Οι δύο οδηγοί αρχαιοτήτων, ο Γέρος και ο Νέος, συναντήθηκαν στα προπύλαια, μετά το μόχθο μιας κατάφωτης θερινής ημέρας. Καλησπερίστηκαν νεύοντας κουρασμένοι με το κεφάλι. Κάθισαν στα σπασμένα μάρμαρα, ζεστά ακόμη απ’ το λιοπύρι. Δροσίζει λίγο λίγο. Οι εκδρομείς κι οι περιηγητές κατηφορίζουν προς τη δημοσιά, κρατώντας αγριολούλουδα, σπάρτα, έντυπους οδηγούς σε διάφορες γλώσσες, κάρτες γυμνών αγαλμάτων ή ταγάρια αγορασμένα λίγο πριν απ’ τα μαγαζάκια λαϊκής χειροτεχνίας. Κάτω, στο μεγάλο δρόμο, ακούγεται ο θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα, τα ραδιόφωνα, τους λεμονατζήδες, τα εκδρομικά λεωφορεία — γέλια νεανικά, φωνές και τραγούδια, ενώ εδώ δεσπόζει κιόλας η ιερή, σχεδόν κυκλική, σιωπή. Οι κραυγές των τελευταίων τζιτζικιών και των πρώτων γρύλων παίρνει μιαν άλλη τονικότητα στην περιοχή των ερειπίων. Αρχίζει ν’ ακούγεται κι η κρήνη. Οι δύο οδηγοί αισθάνονται το κύλισμα του νερού, ίσως απ’ την ανάγκη τους να σκεφτούν, ακίνητοι τώρα αυτοί, μια κίνηση απ’ τα μέσα, που δεν τους υποχρεώνει να κινηθούν ή να μιλήσουν, μα τους δροσίζει με την έννοια της υγρότητας και της ροής. Με ταυτόχρονη κίνηση σκούπισαν κι οι δύο τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό τους. Παρόλη τη διαφορά της ηλικίας τους, σμίγουν ετούτη τη στιγμή στην ίδια σωματική κούραση και στην ίδια διάθεση να πουν — όχι πια τα τυπικά επαγγελματικά, αποστηθισμένα —χρονολογίες, πρόχειρους ορισμούς κι εύκολες εκτιμήσεις— μα δυο δικά τους λόγια, έτσι που να ξοδέψουν —ή να κερδίσουν— κάτι απ’ το δικό τους χρόνο για τον ίδιο τον εαυτό τους. Ωστόσο ο Νέος σωπαίνει σαν από κάποια απόφαση ή από κάποια πανάρχαιη ανεξήγητη οργή. Μιλάει ο Γέρος):


Κουράστηκα σήμερα πολύ· — βλέπεις κι ετούτη η ζέστη· —όλα τα χρόνια κουράστηκα

ανεβοκατεβαίνοντας απ’ το Γυμνάσιο στο Μουσείο, απ’ το Μουσείο στο Θέατρο,

απ’ το Θέατρο στο Στάδιο κι ανάστροφα. Κουράστηκα να δείχνω

δίχως να βλέπουν· να μιλώ δίχως ν’ ακούν. Ίσως γιατί ’μαι γέρος. Μα, το ξέρω,

τίποτα κι από σένα δεν άκουσαν κι ας κοιτούσαν τα χείλη σου. Ίσως μάλιστα

εσένα να σ’ άκουσαν λιγότερο, επειδή σε προσέχανε.


Κουράστηκα να περπατώ πέρα δώθε στην Ιερά Οδό στη Στοά των Αθηναίων,

στην Κρήνη, στο Ναό του Απόλλωνα, στο χώρο των Κιόνων, — κουράστηκα

σάμπως να περπατάω αιώνες. Θαρρώ πως ανήκω

στην οικογένεια κι εγώ των αγαλμάτων, πως έχω τα χρόνια τους

και πιότερο ακόμη.

Τούτη η κούραση μόνο

μού απομένει δική μου, —και μ’ αρέσει· — τί άλλο να πούμε;


Τί λίγο που κρατάνε — όχι μονάχα οι ανθρώποι, μα και τ’ αγάλματα, οι πέτρες.

Ερείπια. Ερείπια. Πόλεμος πάνω στον πόλεμο.

Φωτιά, σεισμός, λεηλασία. Κι ύστερα η γαλήνη

των ερειπίων, καθησυχαστική, παρηγορητική, ατελεύτητη. Ανεβαίνεις

τον έρημο ανήφορο ώς το Στάδιο· μια πέτρα

κατρακυλάει σ’ ένα βάθος απίθανο, αφήνοντας

μιαν οπή στον αέρα δίχως αντήχηση· — μπορείς να χώσεις

εκεί μέσα το χέρι σου σαν κάτω απ’ το προσκέφαλό σου. Τίποτα.

Πηγμένη σιγαλιά σ’ όλο το μάκρος των κερκίδων.

Μόνο ο δυνάστης ήλιος, παντεπόπτης αδιάφορος, μπορεί και χαιρέκακος,

δείχνει απερίφραστα τ’ ακρωτηριασμένα μάρμαρα κάθε μέρα πιο μέσα.


Καλά που φτάνει η νύχτα, — σβήνει ο θόρυβος, σβήνει το τοπίο·

άτρεμη σιγαλιά· κι ακούγεται ευδιάκριτα η ανυπαρξία —

ήσυχη ευδαιμονία της άκοπης αφαίρεσης κι επανασύνδεσης,

σα να δανείζεσαι τα μάτια των σπασμένων αγαλμάτων

που όλα τα βλέπουν μακρινά, είτε μέσα τους,

χωρίς να νοιάζονται ν’ αποκριθούν. Ελευθερία,

μεγάλη ελευθερία της αναγνωρισμένης ξενιτιάς μας.


Όλα είναι πια ό,τι δεν είναι — χωρίς ιστορία,

έξω απ’ την ιστορία, — αδιάφορα, μοναχικά, περήφανα, άντικρυ

στην επερχόμενη νύχτα. Τέτοιες ώρες

θαρρώ πως εννοώ τ’ αγάλματα, τα ζω, τα γνωρίζω.


Ο Ηνίοχος με τα σπασμένα ηνία στο ατάραχο χέρι του,

με τα μεγάλα, σκοτεινά, γυάλινα μάτια του μειλίχια

μπροστά στο φως ή το σκοτάδι, ενώ στον κούφιο χαλκό του

φωλιάζουν οι μικρές αράχνες που ’ρχονται απ’ τα σκονισμένα πεύκα

του απέναντι λοφίσκου. Κάποτε

μια τέτοια αράχνη ξεπροβαίνει πλάγια απ’ τις πτυχές του χιτώνα του,

στέκεται λίγο δίχως να κοιτάζει τίποτα, κι ύστερα

σέρνεται αργά στο άψογο πόδι πλάι στο λουρί του σανδάλου

ή ανηφορίζει στο δεξί του κρόταφο και μένει ασάλευτη σημαδεύοντας

απλά και οικεία το βουερό, απεριόριστο ανεξήγητο.


Τότε όλα παίρνουν κάποιο νόημα μέσα στην έλλειψη κάθε νοήματος —

αυτή η ερημική κολόνα, εγκαταλελειμμένη στο ύψος της,

ο Κλέοβις και ο Βίτων κάτω απ’ τις παράφορες φωνές των τζιτζικιών,

εκείνα τα χωριάτικα κιλίμια, απλωμένα στο κριπίδωμα του δρόμου,

οι πέντε νέοι που συναντήσαμε το μεσημέρι

με τ’ ανοιχτά πουκάμισα, τις ροδοδάφνες και τα σπάρτα· —ωραίοι,

ανόητοι, αναιδείς— εκείνοι που φωτογραφίζονταν δίπλα στ’ αγάλματα.


Και πια, δεν έχω αντίρρηση καμιά, μες στην ωραία κούρασή μου. Κοίτα:

τούτα τα κάθετα βουνά, πέτρινα κι όμως ανυπόστατα,

ανασαίνουν γαλήνια τη δική τους διαυγή μοναξιά, ξεκουράζονται

ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω απ’ τη σκόνη που αφήνουν τα οχήματα. Εκεί

πολύ συχνά, τα μεσημέρια ή και το δείλι, πετάνε

τρεις πανίσχυροι αϊτοί· κάποτε ακινητούνε

μες στη μεγάλη, σκοτεινή τους στιλπνότητα — τόσο απλησίαστοι κι αμέτοχοι,

και μονομιάς οι περιηγητές τεντώνουν προς αυτούς το λαιμό τους

σα να διακρίνουν στη θέση των αϊτών τα σημάδια

του αρχαίου αετώματος που λείπει απ’ το ναό του Απόλλωνα. Οι σκιές των αϊτών

γκρεμίζονται στα πλάγια του βουνού σε μια θριαμβευτική κατάρρευση,

άλλοτε μένουν ασάλευτες πάνω στον ελαιώνα

ή πάνω στα σπασμένα μάρμαρα ή στην άσφαλτο ακόμη

απλώνοντας κάποιες κρυφές νησίδες, σκοτεινές, σχεδόν υπόγειες,

πάνω στ’ ολόφωτο μεσημέρι, — νησίδες διφορούμενες

σαν τους χρησμούς του Μαντείου ή σαν τα λόγια που δεν είπαμε.


Τότε, φαντάζομαι πως άξαφνα μέσα στις φωτογραφικές μηχανές των εκδρομέων

όλες οι πλάκες με τα γεωμετρικά τοπία σκοτεινιάζουν —

δε μένει πια παρά ένα ασάλευτο μαύρο

αντίθετο απ’ την κουρασμένη θέληση των αγαλμάτων·

γιατί τ’ αγάλματα, με τη λευκότητά τους, είναι

το αρνητικό όλου του μαύρου. Αυτά, με τα κομμένα τους χέρια

πολλά μας προσφέρουν, — ή μήπως μας παίρνουν; Τί να δώσουν τ’ αγάλματα;

Μα ίσως η ευτυχία να ’ναι η άρνηση κι η στέρηση όλων.


Αμφίβολη ευτυχία, θα πεις· μα πιθανόν η μόνη

χωρίς το φόβο πια της δυσαναλογίας ή της φθοράς. Κι εδώ μονάχα

συναντιούνται οι πικραμένοι, οι δίκαιοι, οι διωγμένοι —

μια κοινωνία μυστική και σιωπηλή που την εσπέρα ή τον όρθρο

πλημμυρίζει απ’ τ’ ανήκουστο καμπάνισμα του απείρου, — όπως εκείνο

το μικρό σπίτι του καντηλανάφτη στον περίβολο της εκκλησίας

που κάθε αυγή, όταν τινάζουν απ’ τα δυο παράθυρα τα λιωμένα σεντόνια,

πλημμυρίζουν οι κάμαρες απ’ τον εύρωστον ήχο της δεσποτικής καμπάνας,

πλημμυρίζουν τα κρεβάτια, τα ντουλάπια, οι καρέκλες,

το σανιδένιο τραπέζι στρωμένο με μια εφημερίδα,

ακόμη και τα φλιτζανάκια του πρωινού καφέ που έμειναν άπλυτα μες στην κουζίνα,

τόσο που οι άνθρωποι δεν έχουν θέση πια να καθίσουν

ούτε φωνή να μιλήσουν ούτε αυτιά ν’ ακούσουν,

αποσπασμένοι, ελεύθεροι, χαμένοι.


Έτσι μετέωροι, υψωμένοι, βασταγμένοι απ’ το χάλκινον ήχο της καμπάνας,

νιώθουν σα να ’ναι περασμένα κάτω απ’ τις μασκάλες τους τα δυο μεγάλα χέρια της αθανασίας,

σαν κρατημένοι από δυο χάλκινες, πανίσχυρες φτερούγες

πάνω, ψηλά, μην ξέροντας πού βρίσκονται ή αν βρίσκονται και πού θα πέσουν.


Σ’ αυτό το αδιαχώρητο και το ύψος, μπορεί να συντελείται

αυτή η συνάντηση κι αυτή η λαθραία ελευθερία — βουβή αμφικτυονία—

πώς να τη δει, πώς να την εκπορθήσει ο ξένος; Άκου, η κρήνη,

μια μικρή φλέβα που ανεβαίνει απ’ τα έγκατα, χωρίς να χάνει

τίποτε από τη μυστικότητά της — μια κομμένη φλέβα

τόσο ενσυνείδητα ήρεμη που να προδίδεται το βάθος της. Κι αυτό,

μαζί με τ’ άλλα, ανώφελο, ανώφελο. Κουράστηκα.


Κουράστηκα να λέω χρονολογίες— 590, 447, 356· —

αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι —

τρεις πόλεμοι ιεροί (και πόσοι ανίεροι). Και πάλι οι Αμφικτυονίες.

Πάλι τα Πύθια. Οι νεκροί πεσμένοι μπρούμυτα στο χώμα·

ασπίδες, κράνη, λάμποντας στον ήλιο, τυφλώνοντας τα μάτια·

έτρεχαν τ’ άλογα μες στη φωτιά, τα χελιδόνια φώναζαν πάνω απ’ τις φλόγες·

τ’ αγάλματα έκρυβαν τα μάτια τους στα χέρια τους. Οι ιερομνήμονες

να μένουν στους Δελφούς, κι οι Κιρραίοι στα βουνά σαν αγρίμια·

οι Φώκιοι Δελφοί ενάντια στους Φωκιείς· λιποταξίες, συμμαχίες, αθετήσεις,

χρηματικές διαφορές, ζητήματα φόρων των επίνειων· η Πυθία

άλλοτε να μηδίζει κι άλλοτε να φιλιππίζει

μες στην αιώνια επανάληψη του αμετάβλητου — πόλεμος.


Γύρω τους έκαιγε ο ήλιος· ψήνονταν οι πέτρες· ο αγέρας

βάραινε απ’ το πλατάγισμα των κορακιών. Η οσμή του θανάτου

πότιζε ώς μέσα τις ρίζες των δέντρων. Στους ναούς

υψώνονταν καινούρια αφιερώματα — πότε

ο ξακουσμένος τριπλός όφις των Ελλήνων,

πότε ο χρυσός κρατήρας των Ρωμαίων, στη μνήμη

της νίκης τους κατά των Ουηίων, πότε

τα 1500 τάλαντα της διαθήκης του Αλεξάνδρου. Κι οι Φωκιείς

να γδύνουν το ναό των Αλκμεωνιδών απ’ τα χρυσά κι αργυρά τάματά του

να κόβουν απ’ τα ολόχρυσα Δέλφια αγάλματα νομίσματα για να πληρώσουν

τους στρατιώτες που μάχονταν ενάντια στους Δελφούς.

Τί είδαν τα μάτια των ανθρώπων και των αγαλμάτων.


Τότε ήτανε που ένας νεκρός στρατιώτης έβγαλε τις αρβύλες του,

ήπιε νερό απ’ το ζεσταμένο παγούρι του, κοίταξε κάτου τη θάλασσα,

και πέφτοντας επάνω στο ίδιο του το ακόντιο σκοτώθηκε. Το παγούρι του

κανένας δεν το μνημονεύει· μα ίσως να ’ναι εκείνο

στο υπόγειο του Μουσείου, στα άχρηστα, στο δεξί τοίχο· —

έχει μια μαύρη δυσδιάκριτη παράσταση: ένα παλικάρι

που τρίβει τα πόδια του χαμογελώντας, — το χαμόγελο διακρίνεται

σαν απροστάτευτο, σαν πονηρό — ένα τίποτα. Βαρέθηκα.


Βαρέθηκαν ακόμη και τ’ αγάλματα· κουράστηκαν κι αυτά τα αθώα,

τα ωραία, τα ανεύθυνα, αυτά που πλαστήκαν

με τόση τρυφερότητα απ’ ανθρώπινα χέρια ερωτευμένα

δείχνοντας σ’ όλο του το κάλλος το ανθρώπινο σώμα·

αυτά που υποκριθήκαν τους θεούς για να καλύψουν τη θεϊκότητά τους,

για να καλύψουν τη μεγάλη τους, αβάσταχτη ειλικρίνεια

και να περάσουν τάχα στην αθανασία ολόγυμνα· —ποιά;— αυτά

που ήταν κιόλας αθάνατα μες στη βραχύχρονη ομορφιά τους,

αυτά που, μέσ’ απ’ τη θνητότητά τους ακριβώς, ονειρεύτηκαν τέλεια

κι έπλασαν τέλεια την αθανασία με τον εύτρωτο έρωτά τους.


Βέβαια, αργότερα, κι αυτά κι οι τεχνίτες τους υπόκυψαν στην τυραννία. Η τέχνη

έγινε δόλωμα για εξαγορές, δωροδοκίες, διπλωματίες, κολακείες·

μια τέχνη τέχνασμα πια. Και τα αγάλματα

κατάντησαν ογκώδη κι υπερφυσικά κολακεύοντας

τα πρότυπά τους, αποκρύβοντας εμφατικά την υστεροβουλία

δωρητών, πωλητών, αγοραστών, παραγγελιοδόχων, εργολάβων.


Έτσι τ’ αγάλματα ντυθήκαν. Την απλή, τη στέρεη γύμνια τους, την τόσο δύσκολη,

αντικατάστησε η περίτεχνη, πολύπλοκη πτυχολογία

η κάπως πιο ελεύθερη, ας πούμε, χάρη στις ευκολίες

διαφυγής και μεταμφίεσης κάτω από πέπλα και μακριούς χιτώνες· — πότε πότε

μπορείς και κάτω απ’ αυτούς να διακρίνεις

τρεμάμενο σαν προσευχή ένα ανθρώπινο μέλος

κι αγγίζοντας το πέτρινο γόνατο μιας συντριμμένης θεότητας

να νιώσεις όλα τα κρυμμένα. Μα κι αυτά τί χρειάζονται;


Κάποτε, τούτες οι κολόνες, μέσα στο θειαφένιο φεγγαρόφωτο, μοιάζουν

με τα σπασμένα δόντια ενός θεόρατου θεού, κι οι κερκίδες του θεάτρου

είναι σαν τα γυμνά σαγόνια πεθαμένων γιγάντων

γυμνά σαγόνια, γαλήνια κι αδιάφορα

χωρίς καθόλου πια την ταπεινωτικήν ανάγκη

της τροφής, του φιλιού, της ιαχής, χωρίς καθόλου

τον εξευτελισμό της ήττας, την υπεροψία της νίκης, μόνο

με την ασάλευτη κι απρόσωπη νίκη της γυμνότητας.


Λοιπόν, τί χρειάζονται όλα αυτά; — σχόλια, επαναλήψεις,

ερμηνείες, μεταφράσεις, αναβιώσεις, μιμήσεις; Το απόγευμα, πρόσεξα

πάνω στα μάρμαρα του αρχαίου θεάτρου στηριγμένα

τα σύγχρονά μας σκηνικά, φτηνά, μπογιαντισμένα, από χαρτί και λινάτσα,

μέσα στο φως της μέρας που έφευγε· — χαρτονένιες κολόνες,

χαρτονένιοι πυρσοί για μια παράσταση του Αισχύλου ή του Ευριπίδη, — δεν καλοπρόσεξα·

τέλειωνε το έργο· οι θεατές χειροκροτούσαν, θορυβούσαν,

στριμώχνονταν κιόλας στην έξοδο, αγόραζαν στραγάλια

ενώ το λιόγερμα έπεφτε τριγύρω ροδίζοντας τις σκιές και τα μάρμαρα.


Κι όμως, επάνω απ’ όλο αυτό το θόρυβο, τη σύγχυση, τις μεταφράσεις

θαρρείς κι απομένει αναλλοίωτη κι ακέρια η σιωπηλή ιαχή του Αμετάφραστου

ανήκουστη, βαθιά, επιβλητική, μακρινή, ξένη,

ωστόσο δική μας· — σου γεννάει και πάλι

τη νέα επιθυμία να τη μεταφράσεις· κι ανακαλύπτεις κιόλας

κάποια γλυκιά συγγένεια ανάμεσα στο φως της εσπέρας και στα μάρμαρα,

ανάμεσα στις φτωχές χαρτονένιες κολόνες και στο ναό του Απόλλωνα,

ανάμεσα στις αρχαίες προσωπίδες, τους κοθόρνους, τα σκήπτρα

και σε τούτα τα ραβδιά των χωρικών και στα μαύρα μαντίλια των μανάδων.


Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω απ’ τις συγκινήσεις μας,

όταν αδειάζει ο χώρος απ’ τους ξένους κι η μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της,

όταν σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουνε δυο άδεια μπουκάλια λεμονάδας

αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των άστρων.


Τί ήσυχη που κατεβαίνει η νύχτα. Σώπασε κι η κρήνη.

Αδελφική σιωπή, ξεκούραστη κούραση, απέραντη·

Ύστατη ευπείθεια· ολιγαρκής απελπισία — ίσως κι ολιγωρία. Και πάντα

αυτή η ευγένεια και η γενναιότητα να κοιτάμε κατάματα τη Μοίρα.


Άκου, στο δρόμο κάτω, φωνές, αυτοκίνητα· οι προβολείς στα δέντρα·

κι αυτό το τραγούδι, — σε τί τάχα αποκρίνονται;

σε τί τάχα αντιστέκονται; Το φεγγάρι ανεβαίνει.

Μια μυρωδιά από ψάρι και ρετσίνι —τη νιώθεις;—

πλανιέται πάνω στα μάρμαρα. Σα να ’χω πεινάσει.

Ώρα να κατεβούμε. Τί λες; Πέφτει λίγη υγρασία.


(Σώπασε. Ο Νέος χαμογέλασε με κάποια συγκατάβαση που την έκρυβε η γλυκιά σκιά της βραδιάς. Όσο μιλούσε ο Γέρος, αυτός στοχάζονταν μ’ επιμονή και πείσμα, ίσως και κάποια περηφάνια: «Εγώ αισθάνομαι και σκέφτομαι ιστορικά, ποσοτικά». Κι ίσως αναλογιζόταν ότι εδώ υπήρχαν κάποτε 73.000 αγάλματα μαζί μ’ εκείνο του περίφημου δύτη της Σκύλιδος απ’ τη Σκιώνη της Μακεδονίας και το άλλο της Ύδνης. Αυτά τα δύο κυρίως, αν και άγνωστά του, ήθελε ν’ αντιπαραθέσει σαν μυστική εκδίκηση στο Γέρο. Ζεσταινόταν ακόμα. Ήθελε να πετάξει τα ρούχα του, να κάνει ένα λουτρό. Το φεγγάρι τού φαινόταν σαν άσπρη γούρνα με διάφεγγο, καθάριο, δροσερό νερό. Βέβαια, δεν τ’ ομολόγησε στο Γέρο, ούτε γδύθηκε. Το ’νιωθε ανάρμοστο και μάλιστα ειδεχθές να γυμνωθεί μπροστά του. Πώς να ’ταν ο δύτης της Σκύλιδος; Κι η σκιά του στο μάρμαρο με το φεγγάρι; Δε μίλησαν άλλο. Στα μάτια τους σπίθιζε κρυφά μια αμοιβαία επιείκεια. Κατηφορίσανε μαζί για να δειπνήσουν στο μικρό εστιατόριο "Πυθία", που ’χε αραδιασμένα τα τραπέζια του κατά μήκος του πεζοδρομίου).


ΔΕΛΦΟΙ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, Μάης 1961 – Απρίλης 1962


Η Ελένη

(Από μακριά κιόλας φαινόταν η φθορά — ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι· ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα· τα κάγκελα του μπαλκονιού σκουριασμένα. Μια κουρτίνα σάλευε έξω απ’ το παράθυρο του πάνω πατώματος, κιτρινισμένη, κουρελιασμένη στο κάτω μέρος. Όταν πλησίασε, —δισταχτικός πάντα,— η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο: θρασεμένα φυτά, σαρκώδη φύλλα, ακλάδευτα δέντρα· τα σπάνια λουλούδια πνιγμένα στις τσουκνίδες· τα σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα· στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Πόσα χρόνια πριν. Ήταν πολύ νέος τότε· — είκοσι δύο; εικοσιτριώ; Κι εκείνη; Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις, — ήταν τόσο το φέγγος που ανάδινε, —σε τύφλωνε· σε διαπερνούσε·— δεν ήξερες πια τί ήταν, αν ήταν, αν ήσουν. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άκουσε απέξω το κουδούνισμα, πολύ μοναχικό, μέσα σ’ ένα γνωστό του χώρο, άγνωστα τώρα διαρρυθμισμένο, με άγνωστες διακλαδώσεις, σε σκοτεινά χρώματα. Αργούσαν ν’ ανοίξουν. Κάποιος έσκυψε απ’ το πάνω παράθυρο. Δεν ήταν αυτή. Μια υπηρέτρια, — πολύ νέα. Σα να γέλασε. Έφυγε απ’ το παράθυρο. Αργούσαν πάλι. Ύστερα βήματα στη μέσα σκάλα. Ξεκλείδωσαν την πόρτα. Ανέβηκε. Μια μυρωδιά από σκόνη, σάπιους καρπούς, στεγνή σαπουνάδα, ούρα. Από δω. Κρεβατοκάμαρα. Ντουλάπα. Μετάλλινος καθρέφτης. Δυο σαραβαλιασμένες σκαλιστές πολυθρόνες. Τσίγκινο τραπεζάκι με φλιτζάνια του καφέ κι αποτσίγαρα. Κι εκείνη; Όχι, όχι, — δεν είναι δυνατόν. Γριά — γριά — εκατό, διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε ακόμη χρόνια — Όχι, όχι. Το σεντόνι τρύπιο. Εκεί, ασάλευτη· καθιστή στο κρεβάτι· καμπουριασμένη. Μόνο τα μάτια της — ακόμη πιο μεγάλα, αυταρχικά, διεισδυτικά, άδεια).


Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω

να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·

σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες —κάτι θέλουν να πουν,— ανοησίες. Η μια τους

έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,

να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, —ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει

ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού— μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του

και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη

απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,

ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου

με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι

ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.


Αυτή την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —

μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει

μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν· βουλιάζω,

όχι στον κάτω βυθό, σ’ έναν επάνω βυθό· από κει πάνω

διακρίνω χαμηλά την κάμαρά μου, εμένα, τη ντουλάπα, τις δούλες

να διαπληκτίζονται άφωνες· βλέπω τη μια ανεβασμένη

σ’ ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ’ τη φωτογραφία της Λήδας

με ύφος τραχύ, εκδικητικό· βλέπω το ξεσκονόπανο ν’ αφήνει

μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν και σπάζουν

με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατά μου.


Βλέπω κι εσένα μ’ ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο, τεθλασμένο

απ’ τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, — πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται το πρόσωπό σου

με κίτρινες ραβδώσεις. Τα μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω

σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω: «είναι μονάχα μια πέτρα,

μια μικρή, πολύτιμη πέτρα». Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,

στεγνώνει κι εντοπίζεται σ’ έναν ελάχιστο κόμπο, — τον νιώθω

εδώ, λίγο πιο κάτω απ’ το λαρύγγι μου. Και νά με πάλι

στην κάμαρά μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια

που με κοιτούν ένα ένα κατανεύοντας· — είναι οι μόνοι βοηθοί μου

στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.


Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο

για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τί να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα

κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος

με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,

τόσο συνεσταλμένος, σα να ’χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου

στα πισινά πόδια ενός αλόγου κι η ουρά του κρεμόταν ώς κάτω

στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.


Πέρασε πια ο καιρός των ανταγωνισμών· στερέψανε οι επιθυμίες·

ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας

όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις —έστω αδιάφορες,

μα πάντα πραϋντικές— η νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,

χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,

φτιάχνοντας πότε πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,

ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.


Λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν· άλλωστε

μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια·

εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,

να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,

τα κρεβάτια που πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια· — πάντοτε κούφια

σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων· —

απόξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα που περιέχουν

πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.


Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μια πρόκα στη σκάλα

ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μια τρύπα,

ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.

Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν

τίποτα πίτες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος

το σηκώνει απ’ τις δυο κάτω γωνιές του· το τινάζει στον αέρα·

ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει· ασπρίζουν τα μαλλιά του·

ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.

Τίποτα δεν καταλαβαίνουν· περιμένουν ν’ ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.

Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα· φεύγει

έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος

σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι,

ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανά του.


Καμιά, λοιπόν, σημασία στα γεγονότα ή στα πράγματα· — το ίδιο κι οι λέξεις, παρότι

Μμ’ αυτές ονοματίζουμε όπως όπως κείνα που μας λείπουν ή εκείνα

που ποτέ μας δεν τα ’δαμε —τα αέρινα, που λέμε, τα αιώνια·—

λέξεις αθώες, παραπλανητικές, παρηγορητικές, διφορούμενες πάντα

μες στην εκζητημένη τους ακρίβεια· — τί θλιβερή ιστορία,

δίνοντας όνομα σε μια σκιά, λέγοντάς το τη νύχτα στην κλίνη

με το σεντόνι ανεβασμένο στο λαιμό, κι ακούγοντάς το οι ανόητοι να θαρρούμε

ότι κρατάμε το σώμα, μας κρατάει, ότι κρατιόμαστε στον κόσμο.


Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους —

Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,

Κάστωρ και Πολυδεύκης— οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,

έγιναν άστρα — έτσι λένε, — οδηγοί καραβιών· — Θησέας, Πειρίθους,

Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, — ήχοι, μόνον ήχοι

χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,

σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε

μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη

είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες

κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον

μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι — κι έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει, να τρέμει

χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,

τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.


Ένα άλλο βούλιαγμα τώρα, πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, — από κει μέσα

ανεβαίνουν κάτι ήχοι πότε πότε, — όταν χτυπούσαν τα σφυριά στο ξύλο

καρφώνοντας μια νέα τριήρη στο μικρό ναυπηγείο· όταν περνούσε

ένα μεγάλο τέθριππο στον πέτρινο δρόμο, συνεχίζοντας τους χτύπους

απ’ το ρολόι της Μητρόπολης σε άλλη διάρκεια, σάμπως οι ώρες

να ’ταν πολύ πιο πολλές από δώδεκα και σάμπως τα άλογα

να γύριζαν μες στο ρολόι ώσπου κουράζονταν· ή, κάποια νύχτα,

που τραγουδούσαν κάτω απ’ τα παράθυρά μου δυο όμορφοι νέοι

ένα τραγούδι για μένα, χωρίς λόγια· — ο ένας ήταν μονόφθαλμος· ο άλλος

φορούσε μια μεγάλη πόρπη στη ζώνη του — γυάλιζε στο φεγγάρι.


Οι λέξεις τώρα δε μου ’ρχονται από μόνες τους· — τις ψάχνω, σα να μεταφράζω

από μια γλώσσα που δεν ξέρω, — ωστόσο μεταφράζω. Ανάμεσα στις λέξεις,

ή και μέσα στις λέξεις, μένουν τρύπες βαθιές· κοιτάω μέσ’ απ’ αυτές τις τρύπες

σα να κοιτάω μες απ’ τους ρόζους που έχουν πέσει απ’ τα σανίδια μιας πόρτας

κατάκλειστης, καρφωμένης εδώ και αιώνες. Τίποτα δε βλέπω.


Όχι πια λέξεις και ονόματα· κάτι ήχους μονάχα ξεχωρίζω· — ένα ασημένιο κηροπήγιο

ή ένα κρυστάλλινο ανθογυάλι ηχεί από μόνο του και ξαφνικά σωπαίνει

κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτα, πως δεν κουδούνισε αυτό, πως κανένας

δεν το ’χε αγγίξει, πως κανένας δεν πέρασε πλάι του. Ένα φόρεμα

σωριάζεται μαλακά απ’ την καρέκλα στο πάτωμα, μεταθέτοντας

την προσοχή απ’ τον προηγούμενο ήχο στην απλότητα του τίποτα. Ωστόσο

η ιδέα μιας σιωπηλής συνωμοσίας, παρότι διαλυμένη στον αέρα,

επιπλέει πυκνωμένη σ’ ένα επίπεδο πιο πάνω, σχεδόν σταθμητή,

τόσο που αισθάνεται το χάραγμα των ρυτίδων να βαθαίνει πλάι στα χείλη σου

απ’ αυτήν ακριβώς την παρουσία ενός παρείσακτου που παίρνει τη θέση σου

μεταβάλλοντας εσένα σε παρείσακτο, εδώ στο κρεβάτι σου, στην κάμαρά σου.


Ω, αυτή η ξενιτιά μας μέσα στα ίδια μας τα ρούχα που παλιώνουν,

μες στο ίδιο μας το δέρμα που ζαρώνει· ενώ τα δάχτυλά μας

δεν μπορούν πια να σφίξουν, να κρατήσουν τριγύρω στο κορμί μας

ούτε καν την κουβέρτα, που ανυψώνεται μόνη, διαλύεται, φεύγει, αφήνοντάς μας

ακάλυπτους μπροστά στο κενό. Και τότε η κιθάρα, κρεμασμένη στον τοίχο,

ξεχασμένη από χρόνια, με χορδές σκουριασμένες, αρχίζει να τρέμει

έτσι που τρέμει το σαγόνι μιας γριάς απ’ το κρύο ή απ’ το φόβο, και πρέπει

να βάλεις πάνω στις χορδές την παλάμη σου, να σταματήσεις

το μεταδοτικό τους ρίγος. Μα δε βρίσκεις το χέρι σου, δεν έχεις χέρι,

κι ακούς μες στο στομάχι σου πως είναι το δικό σου σαγόνι που τρέμει.


Σε τούτο το σπίτι ο αγέρας έχει γίνει βαρύς κι ανεξήγητος, ίσως

από τη φυσικότητα της παρουσίας των νεκρών. Μια κασέλα

ανοίγει μόνη της, βγαίνουν παλιά φορέματα, θροΐζουν, στήνονται όρθια,

σεργιανούν σιγανά· δυο χρυσά κρόσσια μένουν στο χαλί·· ένα παραπέτασμα

παραμερίζει· —δε φαίνεται κανείς— κι όμως είναι· ένα τσιγάρο

καίγεται μόνο του μες στο σταχτοδοχείο με μικρές διακοπές· — εκείνος

που το ’χει αφήσει εκεί, βρίσκεται στ’ άλλο δωμάτιο, σαν κάπως αδέξιος,

με την πλάτη γυρισμένη, κοιτώντας στον τοίχο, πιθανόν μιαν αράχνη

ή μια κηλίδα υγρασίας, — έτσι προς τον τοίχο, για να μην ξεχωρίζει

το σκοτεινό βαθούλωμα κάτω από τα προτεταμένα ζυγωματικά του.


Οι νεκροί πια δε μας πονούν, — κι είναι παράξενο — δεν είναι;—

όχι για κείνους τόσο, όσο για μας, — αυτή η ουδέτερη οικειότητά τους

μ’ έναν χώρο που τους έχει αρνηθεί και που αυτοί δε συνεισφέρουν

στα έξοδα της συντήρησής του είτε στην έγνοια της φθοράς του,

αυτοί, συντελεσμένοι κι αμετάβλητοι, μόνον σαν κάπως πιο μεγάλοι.


Αυτό ’ναι κάποτε που μας ξενίζει — η υπερτροφία του αμετάβλητου

κι η σιωπηλή τους αυτάρκεια — όχι αγέρωχη, διόλου· δεν πασχίζουν

να σου επιβάλλουν την ανάμνησή τους, να σου είναι αρεστοί. Οι γυναίκες

αφήνουν χαλαρή την κοιλιά τους, πεσμένες τις κάλτσες τους· παίρνουν

απ’ τ’ ασημένιο κουτί τις καρφίτσες· τις καρφώνουν μία μία

σε δυο κανονικές παρατάξεις στο βελούδο του καναπέ· μετά, τις μαζεύουν

και ξαναρχίζουν πάλι με την ίδια ευγενική προσοχή. Κάποιος πανύψηλος

έρχεται απ’ το διάδρομο· — το μέτωπό του χτυπάει πάνω στην πόρτα·

αυτός δεν κάνει κανένα μορφασμό — κι ούτε ακούστηκε χτύπος, καθόλου.


Ναι, τόσο ανόητοι κι αυτοί σαν κι εμάς· μονάχα πιο ήσυχοι. Ένας άλλος

σηκώνει το χέρι του επίσημα, σα να ’ναι να ευλογήσει κάποιον,

κόβει ένα κρύσταλλο απ’ τον πολυέλαιο, το φέρνει στο στόμα του

απλά, σα γυάλινο καρπό, — θαρρείς θα το μασήσει, θα βάλει σε κίνηση πάλι

μια λειτουργία ανθρώπινη· — όχι· το κρατάει ανάμεσα στα δόντια

έτσι να λάμπει το κρύσταλλο με μάταιες λάμψεις. Μια γυναίκα

παίρνει απ’ το στρογγυλό λευκό βαζάκι την κρέμα του προσώπου

με έμπειρη κίνηση των δύο δακτύλων της, και γράφει

στο τζάμι του παράθυρου δυο παχιά κεφαλαία —κάτι σαν Ε και Θ·—

ο ήλιος ζεσταίνει το τζάμι, η κρέμα λιώνει, στάζει στον τοίχο —

κι αυτό δε θέλει να σημαίνει τίποτα — δυο λιπαρά, σύντομα αυλάκια.


Δεν ξέρω γιατί μένουν δω μέσα οι νεκροί, χωρίς τη συμπάθεια κανενός· δεν ξέρω τί θέλουν

και τριγυρνούν στις κάμαρες με τα καλά τους ρούχα, τα καλά τους παπούτσια

βερνικωμένα, αρυτίδωτα, κι αθόρυβα ωστόσο σα να μην πατάνε κάτω.

Πιάνουν τον τόπο, ξαπλώνουν όπου τύχει, στις δυο κουνιστές πολυθρόνες,

χάμου στο πάτωμα ή μέσα στο λουτρό· ξεχνούν τη βρύση να στάζει·

ξεχνούν τα μοσκοσάπουνα να λιώνουν στο νερό. Οι υπηρέτριες,

καθώς περνούν ανάμεσά τους, σκουπίζοντας με τη μεγάλη σκούπα,

δεν τους αντιλαμβάνονται. Μονάχα, κάποτε, το γέλιο μιας δούλας

μοιάζει σαν κάπως στενεμένο — δεν πετάει ψηλά, δεν φεύγει απ’ το παράθυρο,

όμοιο πουλί δεμένο απ’ το πόδι με σπάγγο, που κάποιος το τραβάει προς τα κάτω.


Και, τότε, οι δούλες οργίζονται ανεξήγητα μαζί μου, πετάνε τη σκούπα

εδώ, καταμεσής στην κάμαρά μου, μπαίνουν στην κουζίνα· — τις ακούω

να ψήνουν σε μεγάλα μπρίκια καφέ, να χύνουν τη ζάχαρη χάμου —

η ζάχαρη τρίζει κάτω απ’ τα παπούτσια τους· η μυρωδιά του καφέ

περνάει απ’ το διάδρομο, πλημμυρίζει το σπίτι, κοιτιέται στον καθρέφτη

σαν ένα πρόσωπο κουτό, μελαχρινό, αναιδές, με αχτένιστα τσουλούφια,

με δυο ψεύτικα γαλάζια σκουλαρίκια· φυσάει στον καθρέφτη το χνότο της,

θαμπώνει το γυαλί. Νιώθω τη γλώσσα μου να ψάχνει μες στο στόμα μου·

νιώθω πως έχω ακόμη σάλιο. «Έναν καφέ κι εμένα», φωνάζω στις δούλες·

«έναν καφέ», (μόνο καφέ ζητώ· δε θέλω τίποτ’ άλλο). Εκείνες

κάνουν πως δεν ακούν. Ξαναφωνάζω πάλι και πάλι

χωρίς πίκρα ή οργή. Δεν απαντούν. Τις ακούω να ρουφούν τον καφέ τους

απ’ τα δικά μου πορσελάνινα φλιτζάνια με το χρυσό περιστόμιο

και τα λεπτά, μενεξεδένια ανθάκια. Σωπαίνω και κοιτάζω

κείνη τη σκούπα ριγμένη στο πάτωμα σαν το άκαμπτο πτώμα

εκείνου του ψηλού, λιγνού μαναβόπουλου, που, εδώ και χρόνια,

μου ’δειχνε ανάμεσα στα κάγκελα του κήπου το μεγάλο φαλλό του.


Ω, ναι, γελάω καμιά φορά, κι ακούω το γέλιο μου βραχνό ν’ ανεβαίνει

όχι απ’ το στήθος πια, πολύ πιο κάτω, απ’ τα πόδια· πιο κάτω,

μέσ’ απ’ τη γης. Και γελάω. Πώς ήταν δίχως νόημα όλα,

δίχως σκοπό και διάρκεια και ουσία — πλούτη, πόλεμοι, δόξες και φθόνοι,

κοσμήματα και η ίδια η ομορφιά μου.

Τί ανόητοι θρύλοι,

κύκνοι και Τροίες και έρωτες κι ανδραγαθίες.

Συνάντησα πάλι

σε πένθιμα, νυχτερινά συμπόσια τους παλιούς εραστές μου, με άσπρα γένια,

με άσπρα μαλλιά, με κοιλιές ογκωμένες, σα να ’ταν

έγκυοι κιόλας απ’ το θάνατό τους, να καταβροχθίζουν με μια ξένη βουλιμία

τα ψημένα τραγιά, χωρίς να κοιτάζουν τη σπάλα —τί να κοιτάξουν;—

μια επίπεδη σκιά τη γέμιζε όλη με ελάχιστες άσπρες κηλίδες.


Εγώ, όπως ξέρεις, διατηρούσα ακόμη την παλιά ομορφιά μου

σαν από θαύμα (αλλά και με βαφές, με βότανα και με πομάδες,

χυμούς λεμονιών κι αγγουρόνερο). Τρόμαζα μόνο να βλέπω στη μορφή τους

το πέρασμα και των δικών μου χρόνων. Έσφιγγα τότε τους μυώνες της κοιλιάς μου,

έσφιγγα μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο τα μάγουλά μου, σάμπως

να στέριωνα μ’ ένα φτενό δοκάρι δυο ετοιμόρροπους τοίχους.


Έτσι περίκλειστη, σφιγμένη, τεντωμένη —τί κούραση, θε μου,—

κάθε στιγμή σφιγμένη (και στον ύπνο ακόμη) σαν μέσα

σε μια παγερή πανοπλία ή σ’ έναν ξύλινο ολόσωμο κορσέ, σαν μέσα

σ’ έναν δικό μου Δούρειο Ίππο, απατηλό, στενό, ξέροντας κιόλας

το άσκοπο της απάτης και της αυταπάτης, το άσκοπο της φήμης,

το άσκοπο και το πρόσκαιρο της κάθε νίκης.

Πριν από λίγους μήνες,

με το χαμό του αντρός μου, (μήνες τάχα ή χρόνια;) παράτησα για πάντα

τον Δούρειο Ίππο μου, κάτω στο στάβλο, μαζί με τα γέρικα άλογά του,

να σεργιανάνε μέσα του οι αράχνες κι οι σκορπιοί. Δε βάφω πια τα μαλλιά μου.


Μεγάλες κρεατοελιές φυτρώσανε στο πρόσωπό μου. Χοντρές τρίχες

μου ζώσανε το στόμα — τις πιάνω· δεν κοιτιέμαι στον καθρέφτη —

άγριες τρίχες, μακριές, — σαν κάποιος άλλος να θρονιάστηκε εντός μου,

ένας αδιάντροπος, κακόβουλος άντρας, και τα δικά του γένια

βγαίνουν απ’ το δικό μου δέρμα. Τον αφήνω· —τί να κάνω;—

φοβάμαι μήπως αν τον έδιωχνα, θα ’σερνε πίσω του και μένα.


Μη φύγεις. Μείνε λίγο ακόμα. Έχω τόσον καιρό να μιλήσω.

Κανείς δεν έρχεται πια να με δει. Βιαστήκαν όλοι να φύγουν.

Το ’δα στα μάτια τους — βιαζόνταν όλοι να πεθάνω. Δεν κυλάει ο χρόνος.

Οι δούλες με μισούν. Ακούω τις νύχτες να μου ανοίγουν τα συρτάρια,

να παίρνουν τις δαντέλες, τα κοσμήματα, τα χρυσά τάλαντα· — ποιός ξέρει

αν θα μ’ αφήσαν κάνα φόρεμα της προκοπής για μια ώρα ανάγκης

και κάνα ζευγάρι παπούτσια. Τα κλειδιά μού τα πήραν κι εκείνα

κάτω απ’ το μαξιλάρι μου· — δε σάλεψα διόλου· έκανα πως κοιμόμουν —

έτσι κι αλλιώς μια μέρα θα τα παίρναν· — ας μην ξέρουν τουλάχιστο πως ξέρω.


Τί θα γινόμουν αν δεν είχα κι αυτές; «Υπομονή, υπομονή», λέω·

«υπομονή», — κι είναι κι αυτό σαν μια ελάχιστη νίκη, την ώρα

που αυτές διαβάζουν τις παλιές επιστολές των θαυμαστών μου

ή τα ποιήματα που μου ’χαν αφιερώσει μεγάλοι ποιητές· — τα διαβάζουν

με ηλίθιο στόμφο και με λάθη πολλά στην προφορά, στους τονισμούς, στο μέτρο

και στο συλλαβισμό· — δεν τις διορθώνω. Κάνω πως δεν ακούω. Άλλοτε πάλι

σχεδιάζουν με το μαύρο κραγιόν των φρυδιών μου μεγάλα μουστάκια

στα αγάλματά μου, ή τους φορούν στο κεφάλι ένα παμπάλαιο κράνος

ή το δοχείο της νυκτός. Τις κοιτάζω γαλήνια. Αυτές θυμώνουν.


Μια μέρα, που ένιωσα κάπως καλύτερα, τις παρακάλεσα πάλι

να μου βάψουν το πρόσωπο. Μου το ’βαψαν. Ζήτησα έναν καθρέφτη.

Το ’χαν βαμμένο πράσινο, με μαύρο στόμα. «Ευχαριστώ», τους είπα,

σα να μην είδα τίποτα παράδοξο. Εκείνες γελούσαν. Η μια τους

γδύθηκε ολότελα μπροστά μου, ντύθηκε τα χρυσά μου πέπλα, κι έτσι

γυμνόποδη με τα χοντρά της πόδια, άρχισε να χορεύει,

πήδησε πάνω στο τραπέζι — ξέφρενη· χόρευε, υποκλίνονταν

μιμούμενη τάχα τις παλιές μου κινήσεις. Ψηλά, στο μηρό της

είχε μια δαγκωνιά από δυνατά, κανονικά, αντρίκεια δόντια.


Εγώ τις κοίταζα σα να ’μουν στο θέατρο· — καθόλου ταπείνωση ή θλίψη

ούτε αγανάκτηση — πρός τί; Μονάχα επαναλάβαινα βαθιά μου:

«μια μέρα θα πεθάνουμε», ή μάλλον: «μια μέρα θα πεθάνετε» · κι αυτό

ήταν μια βέβαιη εκδίκηση και φόβος και παρηγοριά. Κοιτούσα

κατάματα το καθετί, με μια απερίγραπτη, απαθή καθαρότητα, σάμπως

να ’ταν τα μάτια μου ανεξάρτητα από μένα· κοιτούσα τα μάτια μου τα ίδια

να στέκουν ένα μέτρο μακριά απ’ το πρόσωπό μου, σαν τα τζάμια

ενός απόμακρου παράθυρου, που πίσωθέ τους κάποιος άλλος

κάθεται και παρατηρεί ό,τι γίνεται σ’ έναν άγνωστο δρόμο

με κλειστά καφενεία, φωτογραφεία, αρωματοπωλεία,

κι είχα την αίσθηση πως ένα ωραίο κρυστάλλινο φιαλίδιο

έσπασε, και το μύρο χύθηκε στη σκονισμένη προθήκη. Όσοι περνούσαν

κοντοστεκόνταν αόριστα, οσμίζονταν τον αέρα, κάτι αγαθό θυμούνταν

κι ύστερα χάνονταν πίσω απ’ τις πιπεριές ή στο βάθος του δρόμου.


Στιγμές στιγμές, το άρωμα αυτό το νιώθω ακόμη — δηλαδή το θυμάμαι·

παράξενο δεν είναι; — αυτά που λέμε συνήθως μεγάλα, διαλύονται, σβήνουν —

ο φόνος του Αγαμέμνονα, η σφαγή της Κλυταιμνήστρας (μου ’χαν στείλει

απ’ τις Μυκήνες ένα ωραίο της περιδέραιο, φτιαγμένο

από μικρές, χρυσές προσωπίδες, ενωμένες με κρίκους

στο πάνω μέρος των αυτιών τους — δεν το φόρεσα διόλου). Ξεχνιούνται·

κάτι άλλα μένουν, επουσιώδη, ασήμαντα· — θυμάμαι που είδα μια μέρα

ένα πουλί καθισμένο στη ράχη ενός αλόγου· κι αυτό το ανεξήγητο

σα να εξηγούσε (ιδιαίτερα σε μένα) κάποιο μυστήριο.


Θυμάμαι ακόμα, παιδί, στις όχθες του Ευρώτα, πλάι στις ζεστές πικροδάφνες,

τον ήχο από ’να δέντρο που ξεφλουδιζόταν μόνο του· οι φλούδες

πέφτανε μαλακά μες στο νερό, πλέαν σαν τριήρεις, ξεμακραίναν,

κι εγώ περίμενα, σώνει και καλά, μια μαύρη πεταλούδα με πορτοκαλιές ραβδώσεις

να κάτσει σε μια φλούδα, απορημένη που, ενώ μένει ακίνητη, κινείται,

κι αυτό με διασκέδαζε που οι πεταλούδες, αν και έμπειρες του αέρα,

δεν έχουν ιδέα από ταξίδια στο νερό κι από κωπηλασίες. Και ήρθε.


Είναι κάτι παράξενες στιγμές, μοναχικές, σχεδόν αστείες. Ένας άνθρωπος

περπατάει μεσημεριάτικα φορώντας στο κεφάλι του μια καλαθούνα· το καλάθι

του κρύβει ολάκερο το πρόσωπο σα να ’ναι ακέφαλος ή μεταμφιεσμένος

μ’ ένα τεράστιο αόμματο, πολυόμματο κεφάλι. Ένας άλλος,

καθώς σεργιανάει ρεμβαστικά στο σούρουπο, σκοντάφτει κάπου, βλαστημάει,

γυρίζει πίσω, ψάχνει· — μια ελάχιστη πέτρα· τη σηκώνει· την ασπάζεται· τότε

θυμάται να κοιτάξει ολόγυρά του· απομακρύνεται ένοχα. Μια γυναίκα

χώνει το χέρι της στην τσέπη της· δε βρίσκει τίποτα· βγάζει το χέρι της,

το υψώνει, το παρατηρεί προσεχτικά, σα χνοτισμένο από την πούδρα του άδειου.


Ένα γκαρσόνι έχει σφαλίσει μες στη φούχτα του μια μύγα — δεν την πιέζει·

ένας πελάτης τον φωνάζει· ξεχάστηκε· ξεσφίγγει τη φούχτα του· η μύγα

πετάει ψηλά, κάθεται στο ποτήρι. Ένα χαρτί κυλάει στο δρόμο

δισταχτικά, με πολλές παύσεις, χωρίς να επισύρει

την προσοχή κανενός, — κι αυτό του αρέσει. Μα πάλι, κάθε τόσο,

αφήνει ένα τρίξιμο ιδιαίτερο, που το διαψεύδει· σα να γυρεύει τώρα

κάποιον αδέκαστο μάρτυρα για τη σεμνή, μυστική του πορεία. Κι όλα τούτα

έχουν μια έρημη, ανεξήγητη ομορφιά κι ένα βαθύτατο πόνο

από δικές μας, ξένες κι άγνωστες, χειρονομίες — δεν έχουν;


Τα άλλα, σα να μην ήταν τίποτα — χάθηκαν. Άργος, Αθήνα, Σπάρτη,

Κόρινθος, Θήβα, Σικυών, — σκιές ονομάτων· τα μιλάω· ηχούν σαν βουλιαγμένα

μες στο ασυντέλεστο. Κάποιο χαμένο ευγενικό σκυλί στέκει

μπροστά στην προθήκη ενός φτηνού γαλατάδικου. Μια νέα περαστική το κοιτάζει·

αυτό δεν αποκρίνεται· η σκιά του απλώνεται στο πεζοδρόμιο μεγάλη.

Δεν έμαθα ποτέ μου το γιατί. Κι ούτε υπάρχει θαρρώ. Μένει μονάχα

αυτή η εξευτελιστική, εξαναγκασμένη (από ποιόν;) επιδοκιμασία

καθώς γνέφουμε «ναι» με το κεφάλι, σα να χαιρετούμε κάποιον

με απίστευτη δουλοφροσύνη, ενώ κανείς δεν περνάει, κανείς δεν είναι.


Θαρρώ πως κάποιος άλλος μού αφηγήθηκε, με ολότελα άχρωμη φωνή, ένα βράδυ,

τα περιστατικά της ζωής μου· κι εγώ νύσταζα· μέσα μου ευχόμουν

να σταματήσει επιτέλους· να μπορέσω να κλείσω τα μάτια,

να κοιμηθώ. Κι όσο μιλούσε, για να κάνω κάτι, ν’ αντιστέκομαι στον ύπνο,

μετρούσα ένα ένα τα κρόσσια απ’ το σάλι μου, ρυθμίζοντας το μέτρημα

πάνω σ’ ένα κουτό, παιδιάστικο τραγούδι της τυφλόμυγας, ωσότου

να χάσει κάθε νόημα απ’ την επανάληψη. Μα ο ήχος διατηρείται —

θόρυβοι, γδούποι, συρσίματα, — το βουητό της σιωπής, ένα παράταιρο κλάμα,

κάποιος ξύνει τον τοίχο με τα νύχια του, κάποιο ψαλίδι πέφτει στα σανίδια,

κάποιος βήχει· — η παλάμη στο στόμα του, μη και ξυπνήσει έναν άλλον

που κοιμάται μαζί του —ίσως το θάνατό του·— σταματάει· ύστερα πάλι

εκείνο το σπειροειδές βουητό από ’να άδειο πηγάδι, κλεισμένο.


Τις νύχτες ακούω που μεταφέρουν οι δούλες τα μεγάλα έπιπλά μου·

τα κατεβάζουν απ’ τη σκάλα, — ένας καθρέφτης, κρατημένος σα φορείο,

δείχνει τα φαγωμένα γύψινα στολίδια απ’ το ταβάνι· ένα τζάμι

χτυπάει στα κάγκελα — δεν έσπασε· το παλιό πανωφόρι στην κρεμάστρα

σηκώνει μια στιγμή τα αδειανά χέρια του, τα ξαναχώνει στις τσέπες·

οι μικρές ρόδες απ’ τα πόδια των καναπέδων τρίζουν στο πάτωμα. Νιώθω

εδώ στον αγκώνα μου το γδάρσιμο του τοίχου απ’ τη γωνιά της ντουλάπας

ή απ’ τη γωνιά του μεγάλου σκαλιστού τραπεζιού. Τί θα τα κάνουν; «Γεια σας», λέω

σχεδόν μηχανικά, σα ν’ αποχαιρετώ έναν επισκέπτη, ξένο πάντα. Μονάχα

εκείνη η αόριστη βοή που αργοπορεί στο διάδρομο σαν απ’ το κέρας

ξεπεσμένων αρχόντων κυνηγών, μες στο απόβροχο, σ’ ένα καμένο δάσος.


Αλήθεια, πόσα πράγματα άχρηστα, με πόση απληστία συναγμένα· —

φράζαν το χώρο — δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε· τα γόνατά μας

χτυπούσαν σε ξύλινα, πέτρινα, μετάλλινα γόνατα. Ω, βέβαια, θα πρέπει

πολύ να γεράσουμε, πολύ, ώσπου να γίνουμε δίκαιοι, να φτάσουμε εκείνη

την ήμερη αμεροληψία, τη γλυκιά ανιδιοτέλεια στις συγκρίσεις, στις κρίσεις,

όταν δικό μας πια μερτικό δεν υπάρχει σε τίποτα πάρεξ σ’ αυτή την ησυχία.


Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,

θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας

ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι άνθρωποι, αθώοι,

να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να χτυπούν το κεφάλι

στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει

ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μες από μια χαραμάδα

λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ’ το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο —ποιός ξέρει—

ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει

η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου

ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκαλα ταύρων και αλόγων,

ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη

κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγερμα σα χρυσόμαλλο δέρας.


Μείνε λιγάκι ακόμη. Βράδιασε. Το χρυσόμαλλο δέρας που λέγαμε — Ω, η σκέψη

έρχεται αργά σ’ εμάς τις γυναίκες — ξεκουράζει κάπως. Αντίθετα, οι άντρες

δε σταματούν ποτέ τους να σκεφτούν, — ίσως φοβούνται· ίσως δε θέλουν

να δουν κατάματα το φόβο τους, να δουν την κούρασή τους, να ξεκουραστούνε —

δειλοί, ματαιόδοξοι, πολυάσχολοι, προχωρούν στο σκοτάδι. Τα ρούχα τους

μυρίζουν πάντα καπνό από μια πυρκαγιά που πλάι της ή μέσα της

είχαν περάσει χωρίς να το ξέρουν. Γδύνονται γρήγορα· ρίχνουν

τα ρούχα τους στο πάτωμα· πέφτουν στην κλίνη. Όμως και το ίδιο τους το σώμα

μυρίζει καπνό, — τους ναρκώνει. Μες στο τρίχωμα του στήθους τους

έβρισκα, σαν κοιμόνταν πια, κάτι λεπτά, καμένα φύλλα

ή κάτι πούπουλα σταχτόμαυρα από πουλιά σκοτωμένα. Τότε

εγώ τα μάζευα και τα φυλούσα σε μια κασετίνα — τα μόνα σημάδια

μιας μυστικής επαφής· — ποτέ δεν τους τα ’δειξα · — δε θα τ’ αναγνώριζαν.


Κάποιες στιγμές, ω, ναι, ήταν ωραίοι — έτσι γυμνοί, παραδομένοι στον ύπνο,

εντελώς απροσποίητοι, αφημένοι, με τα μεγάλα, δυνατά σώματά τους

υγρά, μαλακωμένα, σαν θορυβώδη ποτάμια που κυλήσαν

από ψηλά βουνά σε γαλήνια πεδιάδα, ή σαν παιδιά εγκαταλειμμένα. Τότε

τους αγαπούσα πράγματι, σα να τους γέννησα εγώ. Παρατηρούσα τα μακριά ματόκλαδά τους

κι ήθελα να τους πάρω μέσα μου για να τους προφυλάξω, ή έτσι

να ζευγαρώσω μ’ ολόκληρο το σώμα τους. Κοιμόταν. Κι ο ύπνος σού επιβάλλει

το σεβασμό, γιατί ’ναι τόσο σπάνιος. Πάνε κι αυτά. Ξεχαστήκαν.


Όχι πως δε θυμάμαι πια, — θυμάμαι ακόμα· μονάχα που οι αναμνήσεις

δεν είναι πια συγκινημένες, —δε μας συγκινούν— απρόσωπες, γαλήνιες,

καθαρές ώς τις πιο ματωμένες γωνιές τους. Μόνον μία

κρατάει ακόμη έναν αγέρα γύρω της, ανασαίνει.

Κείνο το δείλι,

τριγυρισμένη απ’ τις ατελείωτες κραυγές των πληγωμένων,

απ’ τις ψιθυριστές κατάρες των γερόντων και το θαυμασμό τους, μέσα

στη μυρωδιά ενός γενικού θανάτου που, στιγμές στιγμές, λαμπύριζε

πάνω σε μιαν ασπίδα ή στην αιχμή ενός δόρατος ή στη μετόπη

ενός αμελημένου ναού η στον τροχό ενός άρματος, — ανέβηκα μόνη

στα ψηλά τείχη και σεργιάνισα,

μόνη, ολομόναχη, ανάμεσα

σε Τρώες και Αχαιούς, νιώθοντας τον αγέρα να κολλάει επάνω μου

τα λεπτά πέπλα μου, να ψαύει τις θηλές μου, να κρατάει το σώμα μου ακέριο

ντυμένο κι ολόγυμνο, μόνο με μια φαρδιά, ασημένια ζώνη

που ανέβαζε τα στήθη μου ψηλά —

έτσι ωραία, ανέγγιχτη, δοκιμασμένη,

την ώρα που μονομαχούσαν οι δυο αντεραστές μου και κρινόταν η τύχη

του πολυχρόνιου πολέμου· —

μήτε που είδα να κόβεται ο ιμάντας

από την περικεφαλαία του Πάρη, — μάλλον μια λάμψη απ’ το χαλκό της είδα,

μια λάμψη κυκλική, καθώς ο άλλος την περιέστρεφε οργισμένος

επάνω απ το κεφάλι του — ένα ολόφωτο μηδέν.

Δεν άξιζε διόλου να κοιτάξεις· —

την έκβαση την είχαν απ’ τα πριν ρυθμίσει οι θεϊκές βουλές· κι ο Πάρης,

δίχως τα σκονισμένα του σαντάλια, θα βρισκόταν σε λίγο στην κλίνη,

λουσμένος απ’ τα χέρια της θεάς, να με προσμένει μειδιώντας,

κρύβοντας τάχα μ’ ένα ρόδινο τσιρότο μια ψεύτικη ουλή στο πλευρό του.


Δεν κοίταξα άλλο· ούτε άκουγα σχεδόν τις πολεμόχαρες κραυγές τους —

εγώ, ψηλά, στα τείχη, πάνω απ’ τα κεφάλια των θνητών, αέρινη, σάρκινη,

χωρίς ν’ ανήκω σε κανένα, χωρίς να ’χω κανενός την ανάγκη,

σα να ’μουν (ανεξάρτητη εγώ) ολόκληρος ο έρωτας, — ελεύθερη

από το φόβο του θανάτου και του χρόνου, μ’ ένα άσπρο λουλούδι στα μαλλιά μου,

μ’ ένα λουλούδι ανάμεσα στα στήθη μου, κι ένα άλλο στα χείλη να μου κρύβει

το χαμόγελο της ελευθερίας.

Μπορούσαν

κι από τις δυο πλευρές να με τοξεύσουν.

Έδινα στόχο

βαδίζοντας αργά πάνω στα τείχη, σχεδιασμένη ακέρια

στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας.

Κρατούσα τα μάτια κλεισμένα

για να ευκολύνω μια εχθρική χειρονομία τους — γνωρίζοντας στο βάθος

ότι κανείς δεν θα τολμούσε. Τα χέρια τους τρέμαν απ’ το θάμβος

της ομορφιάς και της αθανασίας μου —

(ίσως τώρα μπορώ να προσθέσω:

δεν τον φοβόμουν το θάνατο, γιατί τον ένιωθα πολύ μακριά μου).

Τότε

πέταξα απ’ τα μαλλιά μου κι απ’ τα στήθη μου τα δυο λουλούδια· — το τρίτο

το κρατούσα στο στόμα μου — τα πέταξα απ’ τις δυο πλευρές του τείχους

με μια κίνηση ολότελα ανεξίθρησκη.

Και τότε οι άντρες, μέσα κι έξω,

ριχτήκαν ο ένας του άλλου, αντίπαλοι και φίλοι, για ν’ αρπάξουν

εκείνα τα λουλούδια, να μου τα προσφέρουν — τα δικά μου λουλούδια. Δεν είδα

τίποτ’ άλλο μετά, — μονάχα πλάτες σκυμμένες, σάμπως όλοι

να ’ταν γονατιστοί στη γης, όπου στέγνωνε το αίμα απ’ τον ήλιο· — ίσως κιόλας

να ποδοπάτησαν εκείνα τα λουλούδια.

Δεν είδα.

Είχα κινήσει τα χέρια,

είχα υψωθεί στα νύχια των ποδιών, κι αναλήφθηκα

αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου και το τρίτο λουλούδι.


Αυτό μου μένει ακόμη — κάτι σαν ανταμοιβή, σαν απόμακρη δικαίωση, κι ίσως

αυτό να μείνει, λέω, κάπου, στον κόσμο — μια στιγμιαία ελευθερία,

φανταστική, βέβαια, κι αυτή — παιχνίδι της τύχης και της άγνοιάς μας. Οι γλύπτες,

σ’ αυτή τη στάση ακριβώς (όσο θυμόμουν), δοκίμασαν να φτιάξουν

τα τελευταία αγάλματά μου· — και βρίσκονται ακόμη στον κήπο·

θα τα ’δες μπαίνοντας. Καμιά φορά, κι εγώ (σαν είναι οι δούλες στις καλές τους

και με κρατούν απ’ τις μασκάλες να με πάνε ώς εκείνη την καρέκλα

μπροστά στο παράθυρο), τα βλέπω. Λάμπουν στον ήλιο. Μια άσπρη ζέστα

ανεβαίνει απ’ τα μάρμαρα ώς εδώ. Δε συλλογιέμαι πιο πέρα. Σε λίγο

με κουράζει κι αυτό. Προτιμώ να κοιτάζω ένα κομμάτι δρόμο

όπου δυο τρία παιδιά παίζουν με μια πανένια μπάλα, ή κάποιο κορίτσι

που κατεβάζει ένα καλάθι, δεμένο με σκοινί, απ’ τ’ αντικρινό μπαλκόνι.


Κάποτε οι δούλες με ξεχνούν εκεί. Δεν έρχονται να με βάλουν ξανά στο κρεβάτι.

Και μένω όλη νύχτα να κοιτάζω ένα παλιό ποδήλατο, σταθμευμένο

μπροστά στη φωτισμένη τζαμαρία ενός καινούργιου ζαχαροπλαστείου,

ώσπου σβήνουν τα φώτα, ή εγώ αποκοιμιέμαι στο περβάζι. Κάθε τόσο

θαρρώ πως με ξυπνάει ένα άστρο που γλιστράει στο διάστημα

όπως στο σάλιο απ’ το ανοιχτό, ξεδοντιασμένο στόμα ενός γέρου.

Τώρα

έχουν καιρό να με φέρουν στο παράθυρο. Μένω εδώ στο κρεβάτι

καθιστή ή πλαγιασμένη, — αυτό το μπορώ. Για να περνάει η ώρα

πιάνω το πρόσωπό μου —ένα πρόσωπο ξένο·— το αγγίζω, το ψαύω, μετράω

τις τρίχες, τις ρυτίδες, τις κρεατοελιές· — ποιός είναι μέσα

σε τούτο το πρόσωπο;

Κάτι στυφό ανεβαίνει στο λαιμό μου — η ναυτία κι ο φόβος,

ο ηλίθιος φόβος, θε μου, μήπως χάσουμε κι αυτή τη ναυτία. Μείνε ακόμη —

μπαίνει λιγάκι φως απ’ το παράθυρο — θ’ ανάψανε τους φανοστάτες έξω στο δρόμο.


Δε θα ’θελες να σημάνω το κουδούνι, να σου φέρουν κάτι; — λίγο βύσσινο

ή λίγο νεραντζάκι, — ίσως να μένει κάτι στα μεγάλα βάζα

ζαχαρωμένο πια, πηγμένο — αν, βέβαια, κάτι έχουν αφήσει

οι λαίμαργες δούλες. Τα τελευταία χρόνια, καταπιανόμουν μονάχη

με τα γλυκίσματα — τί άλλο να κάνεις;

Ύστερα απ’ την Τροία, —η ζωή μας στη Σπάρτη

πολύ πληχτική— σωστή επαρχία: Όλη μέρα κλεισμένοι μες στα σπίτια,

ανάμεσα στα στριμωγμένα λάφυρα τόσων πολέμων· κι οι μνήμες,

ξέθωρες κι ενοχλητικές, να σέρνονται ξοπίσω σου, μες στον καθρέφτη

όταν χτενίζεις τα μαλλιά σου, ή μέσα στην κουζίνα, να προβαίνουν

μέσ’ απ’ τους λιπαρούς ατμούς της χύτρας· και ν’ ακούς με το νερό που κοχλάζει

κάτι δαχτυλικούς εξάμετρους από κείνη την Τρίτη Ραψωδία

ενώ ένας πετεινός φωνάζει παράταιρα, κάπου σιμά, απ’ το κοτέτσι του γειτόνου.


Την ξέρεις δα τη μονότονη ζωή μας. Ώς κι οι εφημερίδες

ίδιες στο σχήμα, στο μέγεθος, στους τίτλους, — δεν τις διαβάζω πια. Κάθε τόσο

σημαίες στα μπαλκόνια, εθνικές τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις

σαν κουρντισμένες· — μόνο το ιππικό διατηρούσε κάτι το αυτοσχέδιο,

κάτι προσωπικό — εξαιτίας των αλόγων ίσως. Σηκωνότανε σύννεφο η σκόνη·

κλείναμε τα παράθυρα· — να κάθεσαι ύστερα να ξεσκονίζεις ένα ένα

βάζα, κουτάκια, κορνίζες, πορσελάνινα αγαλμάτια, καθρέφτες, μπουφέδες.


Δεν πήγαινα πια στις τελετές. Γυρνούσε ο άντρας μου καταϊδρωμένος,

ριχνόταν στο φαΐ, χτυπώντας τα χείλια του, και μαζί αναμασώντας

παλιές, βαρετές δόξες και μνησικακίες ξεθυμασμένες. Εγώ παρατηρούσα

τα κουμπιά του γιλέκου του που πήγαιναν να σπάσουν — είχε πολύ παχύνει.

Κάτω από το πηγούνι του αναβόσβηνε μια φαρδιά, μελανόχρωμη κηλίδα.


Έπιανα τότε το δικό μου πηγούνι, συνεχίζοντας το φαΐ μου αφηρημένα,

νιώθοντας μες στη φούχτα μου τις κινήσεις της κάτω μου μασέλας

σα να ’ταν ξεκομμένη απ’ το κεφάλι μου και την κρατούσα γυμνή στην παλάμη.

Ίσως γι’ αυτό να πάχυνα κι εγώ. Δεν ξέρω. Όλοι φαινόνταν φοβισμένοι —

τους έβλεπα καμιά φορά πίσω απ’ τα τζάμια· — περπατούσαν με το πλάι

σα να κούτσαιναν κάπως, σα να κρύβαν κάτι κάτω απ’ τη μασκάλη. Το απόγευμα

οι καμπάνες σημαίνανε πένθιμα. Οι ζητιάνοι χτυπούσαν τις πόρτες. Στο βάθος,

η ασβεστωμένη πρόσοψη του Μαιευτηρίου, καθώς σουρούπωνε, φαινόταν πιο άσπρη,

πιο μακρινή κι ακατανόητη. Ανάβαμε γρήγορα τις λάμπες. Μεταποιούσα

κάνα παλιό φόρεμά μου. Ύστερα χάλασε κι η ραπτομηχανή· τη μεταφέραν

κάτω στα υπόγεια μαζί με κείνες τις παλιές, ρομαντικές ελαιογραφίες

όλο κοινότοπες μυθικές παραστάσεις — Αναδυόμενες, Αετούς και Γανυμήδες.


Έφυγαν ένας ένας οι παλιοί μας γνώριμοι. Λιγόστεψε και η αλληλογραφία.

μόνο σε τίποτα γιορτές, σε τίποτα γενέθλια, μια σύντομη κάρτα —

ένα στερεότυπο τοπίο του Ταϋγέτου με δαντελωτές κορφές, πολύ γαλάζιες,

ένα κομμάτι απ’ τον Ευρώτα με άσπρα βότσαλα και ροδοδάφνες,

ή τα ερείπια του Μυστρά με τις αγριοσυκιές. Μα το συχνότερο απ’ όλα

τηλεγραφήματα συλλυπητήρια. Κι απαντήσεις δεν έρχονταν. Ίσως

στο μεταξύ να ’χε πεθάνει ο παραλήπτης — δε μαθαίναμε πιο πέρα.


Ο σύζυγός μου δεν ταξίδευε πια. Δεν άνοιγε βιβλίο. Τα τελευταία του χρόνια

είχε γίνει πολύ νευρικός. Κάπνιζε ατέλειωτα. Τις νύχτες σεργιανούσε

στο μεγάλο σαλόνι, με κείνες τις ξέφτιες καφετιές του παντόφλες

και τη μακριά νυχτικιά του. Κάθε μεσημέρι, στο τραπέζι, επανερχόταν

στην απιστία της Κλυταιμνήστρας ή στη δίκαιη πράξη του Ορέστη

σα να απειλούσε κάποιον. Ποιός νοιαζόταν; Δεν τον άκουγα καν. Ωστόσο

σαν πέθανε, μου ’λειψε πολύ, — μου λείψαν προπαντός εκείνες οι κουτές απειλές του,

σάμπως αυτές ακριβώς να μου ορίζαν μια θέση αμετάθετη στο χρόνο,

σάμπως αυτές να μ’ εμπόδιζαν να γεράσω.

Ονειρευόμουν τότε

τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του,

ν’ αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, — με τί προφάσεις ευφάνταστων κινδύνων,

ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε στα χέρια

μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ’ το στήθος, να τον λούζουν

με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του, να τον αλείβουν λάδι.


Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη· — θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της

η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του —

μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, — τί χρειάζονται πια; Οι Συμπληγάδες

μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ’ ένα χώρο πιο μέσα — τις νιώθεις

ασάλευτες, μαλακωμένες — πιο τρομερές από πριν, — δε συνθλίβουν,

πνίγουν σ’ ένα πηχτό, μαύρο ρευστό — δε γλιτώνει κανένας.


Μπορείς να φύγεις τώρα. Νύχτωσε. Νυστάζω, — να κλείσω τα μάτια,

να κοιμηθώ, να μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα, να ξεχάσω

το φόβο του ύπνου και το φόβο του ξύπνου. Δεν μπορώ. Πετάγομαι πάνω —

φοβάμαι μήπως δεν ξαναξυπνήσω. Μένω άγρυπνη, ν’ ακούω

απ’ το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους,

τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν

με βαθιές εισπνοές, σα να κοιμούνται τάχα, σα να ’χουν ησυχάσει.

Χάνω και τους νεκρούς μου τώρα. Τους έχασα. Πάνε.


Καμιά φορά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται κάτω στο δρόμο

οι ρυθμικές οπλές απ’ τ’ άλογα μιας καθυστερημένης άμαξας, σα να επιστρέφει

από μια πένθιμη παράσταση κάποιου ετοιμόρροπου, συνοικιακού θεάτρου

με πεσμένους τους γύψους της οροφής, με ξεγδαρμένους τοίχους,

με μια τεράστια κόκκινη, ξεθωριασμένη αυλαία, κλεισμένη,

που ’χει μαζέψει απ’ τα πολλά πλυσίματα, και στο κενό που αφήνει κάτω

διακρίνονται ξυπόλυτα τα πόδια του μεγάλου φροντιστή ή του ηλεκτρολόγου

που ίσως τυλίγει σε ρολό ένα χάρτινο δάσος για να σβήσει τα φώτα.


Εκείνη η χαραμάδα μένει ακόμη φωτισμένη, ενώ στην πλατεία

έχουν απ’ ώρα σβήσει οι πολυέλαιοι και τα χειροκροτήματα. Στον αέρα

μένει βαριά η ανάσα της σιωπής, κι ο βόμβος της σιωπής κάτω

απ’ τ’ άδεια καθίσματα, μαζί με φλούδες από ηλιόσπορους και στριμμένα εισιτήρια,

με κάτι κουμπιά, ένα μαντίλι δαντελένιο, ένα κομμάτι κόκκινο σπάγγο.


… Κι εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, — να αναλήφθηκα τάχα στ’ αλήθεια

αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου — ; Καμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,

εδώ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, ν’ ανοίξω τα χέρια, να πατήσω

στις μύτες των ποδιών — να πατήσω στον αέρα, — το τρίτο λουλούδι —


(Σώπασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω. Ίσως κοιμήθηκε. Ο άλλος σηκώθηκε. Δεν είπε καληνύχτα. Είχε πια σκοτεινιάσει. Καθώς βγήκε στο διάδρομο, ένιωσε τις δούλες, κολλημένες στον τοίχο, να κρυφακούν. Δε σάλεψαν διόλου. Κατέβηκε τη μέσα σκάλα σα να κατέβαινε σ’ ένα βαθύ πηγάδι, έχοντας την αίσθηση πως δε θα ’βρισκε την πόρτα της εξόδου — καμιά πόρτα. Τα δάχτυλά του, συσπασμένα, έψαχναν κιόλας για το πόμολο. Φαντάστηκε μάλιστα πως τα χέρια του ήταν δυο πουλιά που ασθμαίναν από έλλειψη αέρα, ενώ ταυτόχρονα ήξερε πως τούτη η εικόνα δεν ήταν παρά η έκφραση αυτοσυμπάθειας που αντιπαραθέτουμε συνήθως σ’ έναν αόριστο φόβο. Άξαφνα ακούστηκαν φωνές επάνω. Ανάψανε τα ηλεκτρικά στη σκάλα, στο διάδρομο, στα δωμάτια. Ανέβηκε πάλι. Ήταν βέβαιος τώρα. Η γυναίκα καθιστή στο κρεβάτι, με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο τσίγκινο τραπεζάκι, με το μάγουλο στην παλάμη. Οι υπηρέτριες έμπαιναν, έβγαιναν, θορυβούσαν. Κάποιος τηλεφωνούσε στο διάδρομο. Κατάφτασαν κι οι γειτόνισσες. «Αχ, αχ», κάναν, και κάτι κρύβαν κάτω απ’ τα φουστάνια τους. Και πάλι το τηλέφωνο. Ανέβαιναν κιόλας οι αστυφύλακες. Διώξαν τις δούλες και τις γειτόνισσες. Εκείνες πρόφτασαν κι αρπάξαν τα κλουβιά με το καναρίνια, κάτι γλάστρες μ’ εξωτικά φυτά, ένα τρανζίστορ, κάποια ηλεκτρική θερμάστρα. Η μια κρατούσε ένα μεγάλο χρυσό κάδρο. Βάλαν τη νεκρή σ’ ένα φορείο. Ο επικεφαλής σφράγισε το σπίτι —«ώς να βρεθούν οι κληρονόμοι», είπε,— αν και ήξερε πως κληρονόμοι δεν υπάρχουν. Θα ’μενε έτσι σφραγισμένο το σπίτι σαράντα μέρες, κι ύστερα τα υπάρχοντά του —όσα γλιτώσαν— θα βγαίνανε στον πλειστηριασμό προς όφελος του δημοσίου. "Για το Νεκροτομείο", είπε στον οδηγό. Το σκεπασμένο αυτοκίνητο ξεμάκρυνε. Μεμιάς εξαφανίστηκαν όλα. Απόλυτη σιωπή. Αυτός μόνος. Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματα του κήπου — τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω απ’ το σφραγισμένο σπίτι. Κι ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι. Πού θα πήγαινε τώρα;)


ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, ΣΑΜΟΣ, Μάιος – Αύγουστος 1970


Η επιστροφή της Ιφιγένειας

(Περασμένα μεσάνυχτα. Άνοιξη. Μεγάλο δωμάτιο, στριμωγμένο απ’ τα πολλά, παλιά έπιπλα. Μια μεγάλη λάμπα πετρελαίου, κρεμαστή, επίχρυση, φωτίζει σκιερά τοα μεσιανό στρογγυλό τραπέζι, στρωμένο με ξεθωριασμένο πορφυρό βελούδο, όπου βρίσκεται ένα χάλκινο σκαλιστό ανθοδοχείο χωρίς λουλούδια, όχι στη μέση, παραμερισμένο κάπως προς το πλάι, κοντά σ’ ένα ποτήρι νερό. Ο αδελφός κι η αδελφή κάθονται σχεδόν αντικριστά, σε άβαθες πολυθρόνες, έχοντας ανάμεσά τους το τραπέζι. Δε μιλάνε — σα να βρίσκονται σε αγρυπνία ή σε παραμονή αποχωρισμού. Μέσα κι έξω απ’ το σπίτι δεν ακούγεται τίποτα — ούτε οι ψιθυρισμοί της νύχτας, παρότι το ’να παράθυρο μένει ανοιχτό. Οι υπηρέτες, όσοι απόμειναν στη ζωή, γερασμένοι, περισσότερο σκιώδεις και μυστηριώδεις, θα κοιμούνται βέβαια. Πάνω σε μια καρέκλα, ένα καψαλισμένο κούτσουρο, μοιάζοντας κάπως με γυναικείο κορμό χωρίς χέρια και πόδια. Στην ατμόσφαιρα βαραίνει σαν τιμωρία η αίσθηση του άσκοπα αποδιωγμένου ύπνου, μαζί και κάποια αόριστη αίσθηση σα να ’χει τελειώσει κάτι υποχρεωτικό. Φαίνεται πως οι δυο αδελφές τους θα λείπουν στα κτήματα, στους μεγάλους αμπελώνες. Οι υπόλοιποι λείπουν στους θολωτούς τάφους. Τα δυο αδέλφια εξακολουθούν να σωπαίνουν ύστερ’ απ’ τα πολλά που ’χαν ανταλλάξει στη διάρκεια του μακρόχρονου ταξιδιού της επιστροφής, μέσα στην ένταση του κινδύνου που ξέφυγαν και των άγνωστων κινδύνων που παραμόνευαν. Μοιάζουν σα να ’χουν αδειάσει από λόγια, αισθήματα, αναμνήσεις· σα μετανιωμένοι για την προηγούμενη έξαρσή τους και προπάντων για την αναπότρεπτη κείνες τις ώρες υπερβολή στις χειρονομίες, στις εκφράσεις, στον τόνο της φωνής, που παραδίδει τον άνθρωπο ανεπιφύλακτο κι απροφύλακτο, σα να υπόσχεται με απόλυτη ειλικρίνεια κάτι πολύ μεγάλο που ποτέ δε θα μπορέσει να εκπληρώσει, να συνεχίσει, να επαναλάβει. Ίσως γι’ αυτό να βιάστηκε να φύγει κι ο πιστός σύντροφος του αδελφού της —λιγότερο δοκιμασμένος αυτός και περισσότερο συναισθηματικός— προμαντεύοντας την αλλαγή του τόνου στις σχέσεις τους, στην προσπάθειά τους να συντηρήσουν την πρώτη τους ένταση, διπλασιάζοντας μάλιστα τη διαχυτικότητά τους. Δεν την άντεχε αυτή τη μοναχική ενοχή, παρότι γνώριζαν κι οι τρεις τους τη βαθύτερη γενική συνενοχή. Ντρέπονταν πια. Θα εύχονταν να είχαν συγκρατηθεί ή να ’χαν χωρίσει νωρίτερα ή να μην είχαν διόλου συναντηθεί. Ωστόσο η κόρη κάνει μια τελευταία προσπάθεια μες στην κοινότητα τουλάχιστον της μοναξιάς τους, να μιλήσει, κι ακόμη να ρωτήσει εκεί που είναι βεβαία πως δε χρειάζεται και πως απάντηση δεν υπάρχει. Ίσως να θέλει ακόμη μια φορά να δείξει κάποια αφέλεια, κάποια αθωότητα κι ανυποψία — να δοκιμαστεί χωρίς καμιά σκοπιμότητα ή και να καλύψει κατά κάποιο τρόπο τη δυσαναλογία του πριν, του τώρα, του ύστερα, μέσα σε μια θλιμμένη πια κι εκβιασμένη ειλικρίνεια):


Πάνε τρεις μέρες κιόλας που βρισκόμαστε στον τόπο μας. Έληξε το ταξίδι·

έληξε η περιπέτεια. Λοιπόν; — αυτό ήταν; αυτά ήταν;

Καθόλου δε χαμογελάς. Ούτε κι εγώ. Δεν είναι, βέβαια,

αυτά που λείπουν, αυτά που δε βρήκαμε, — και που, άλλωστε,

δεν περιμέναμε διόλου να τα βρούμε. Είναι ίσως

που λείπουμε εμείς. Επιστρέψαμε λέμε

κι ούτε γνωρίζουμε σχεδόν από πού και πού επιστρέψαμε. Ανάμεσα

σε δυο άγνωστα σημεία μετακινούμαστε. Μη σκύβεις το κεφάλι.

Θα φύγουμε κι εσύ κι εγώ. Δε θα κρατήσει ο ένας τον άλλον. Κάθεσαι κιόλας

στην άκρη της καρέκλας. Πάει κι ο φίλος μας. Μόλις συναντηθήκαμε

χωρίζουμε πάλι. Ω, βέβαια, κάποια μέρα

οι προορισμοί τελειώνουν. Αποδεσμευόμαστε

μέσα στη νέα σκλαβιά, — δε μας εγκαταλείπει αυτή, καραδοκεί, περιμένει

στην πύλη της εξόδου, πλάι στα ξερά χορτάρια, τις τσουκνίδες, τ’ αγκάθια

και τα ριγμένα κλειδιά.

Τα πράγματα

φαίνονται κάποτε τόσο άλλα και ταυτόχρονα τόσο ίδια. Το πιάνο,

στην αίθουσα των κιόνων, — τί μικρό που μου φάνηκε την πρώτη μέρα. Τώρα

μεγαλώνει τη νύχτα, τρίζουν οι αρθρώσεις του, σωπαίνει, γίνεται

ένας ολόκληρος κόσμος σκεπασμένος μ’ ένα τεράστιο αδιάβροχο

σκληρό, μαυρισμένο, — δεν εφαρμόζει στα πράγματα που σκεπάζει,

όμοιο μ’ αυτό που κουκουλώνουν κάτω στο λιμάνι τα τσουβάλια το αλεύρι

μόλις κάνει ν’ αρχίσει η βροχή. Τα τσουβάλια

έτσι κρυμμένα πληθαίνουν, πληθαίνουν, αφαιρώντας

κάτι από μας, κάνοντάς μας να νιώθουμε

ολότελα απροφύλακτοι· να νιώθουμε ακόμη

το γενικό απροφύλακτο· — γιατί κι αυτό τ’ αδιάβροχο

είναι γεμάτες τρύπες· τρέχουν τα νερά· μουσκεύει τ’ αλεύρι, γρομπιάζει,

δε γίνεται ψωμί ούτε πίτες.

Έτσι το πιάνο

ανώφελο, βαρύ, επιβλητικό μέσα στη μουγγαμάρα του,

θυμίζοντάς μας εκδικητικά πως σωπαίνει,

έτσι με τις βαθιές του σκεπασμένες φωνές, είναι ένα μαύρο κασόνι

γεμάτος κόκαλα, κουμπιά, σκεβρωμένα παπούτσια

και πλήθος παράταιρα σκουλαρίκια.

Οι πεθαμένοι

παντού και πάντοτε είναι περισσότεροι απ’ τους ζωντανούς. Δε μιλάνε —

γι’ αυτό πυκνώνει η σιωπή. Ωστόσο ακούνε·

ακούνε πριν απ’ τον ήχο· ακούν τα βήματά μας

πριν σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι να πάρουμε απ’ τη βρύση

ένα ποτήρι νερό. Και το νερό

έχει μια παγωμένη χλιαρότητα σα να το ’χουν εκείνοι κρατήσει

μέσα στις φούχτες τους, μέσα στον τοίχο, μέσα στο σκοτάδι. Το νερό δε δροσίζει —

κι ούτε άλλωστε ζητάς να δροσιστείς· φοβάσαι μάλιστα

μήπως και κάτι το έντονα ψυχρό δείξει βαθύτερα

τη διαφορά με τη δική μας χαλαρή θερμότητα που κάπως αναπαύει.


Εκείνοι φύγαν στη θορυβώδη δόξα τους, μες στο αίμα,

ντυμένοι τις μεγάλες στολές τους, με τα μεγάλα κράνη τους

επάνω σε λόφους λουλουδιών, τα σπαθιά τους στο μάρμαρο,

ένα γάντι στη σκάλα, μπροστά στο περιστύλιο, εκεί,

δεν το μετακινεί ο αέρας· — είναι ορισμένα πράγματα

που μέρα τη μέρα αποκτούν ένα ανεξήγητο βάρος,

μένουν ασάλευτα, κι ούτε μπορείς να τα σηκώσεις, να τα κρύψεις στο μπαούλο.


Μπορεί και ν’ αδυνάτισαν τα χέρια μας. Μια αντήχηση κούφια και ξένη

κυκλοφορεί στις χρυσές προσωπίδες. Τα πιάτα στην κουζίνα

παρόλα τα σπασίματα, μοιάζουν πολύ περισσότερα,

πολύ πιο άσπρα και μεγάλα, ιδίως οι πιατέλες

για τα τεράστια ψάρια που τα φέρναν στο τραπέζι ολόκληρα

όταν φιλοξενούσαμε μακρινούς ταξιδιώτες. Οι πιότεροι υπηρέτες

πεθάνανε κι αυτοί μες στην ωραία τους ανωνυμία. Κι όσοι απομένουν

βιάζονται αόριστα, βραδύνουν αόριστα, υποκλίνονται αόριστα

μπροστά σε αόρατους μεγαλόσωμους ίσκιους,

μπροστά σε κάτι που δεν είμαστε εμείς, που δεν είναι

μήτε το παρελθόν μας καν.

Οι κινήσεις τους

μένουν ακίνητες σχεδόν, τελειωτικές μες στη ρευστότητά τους,

ενώ μέσ’ απ’ την τσέπη του ριγέ γιλέκου τους προβαίνει

η μια γωνιά κάποιου ανεπίδοτου επισκεπτηρίου ή το πέταλο

στεγνό, καστανό, δαντελωτό κάποιου γαρίφαλου ταριχευμένου, ποιός ξέρει από πότε.


Σαν ανεβαίνει μια υπηρέτρια τη σκάλα, μ’ όση προφύλαξη, όσο αθόρυβα,

ακούγεται ευδιάκριτα το σκίσιμο στη φόδρα της κουρτίνας, και τότε

δεν ξέρεις πια αν θα μπει στην κάμαρα κρατώντας ένα δίσκο

ή μια κότα σφαγμένη ή τη μεγάλη ξύλινη σκάλα

να ξαραχνιάσει τον πολυέλαιο. Κι έχουν ξεχάσει

να χτυπάνε την πόρτα πριν μπουν, τόσο που πια κινδυνεύει

κάθε στιγμή το αόρατο να ’ναι ορατό, και το κάθε «θυμάμαι»

στην ήσυχη διακοπή του να σημαίνει «δεν είμαι».


«Δεν είμαι», λέμε, «δεν είμαστε»·— δεν το πολυπιστεύουμε. Μέσ’ απ’ αυτή την απουσία

εξακριβώνουμε πιθανόν την ύπαρξή μας μες στο βουβό συνωστισμό εκείνων που λείπουν,

εκείνων που μας λείπουν, που λείπουμε· γιατί άξαφνα βλέπουμε

πως το ύφασμα στους αγκώνες μας έχει τριφτεί. Πάνω απ’ το τραπέζι,

εκεί στο βάθος, στη δεύτερη στοά, φαίνονται κρεμασμένα

ανάποδα σ’ έναν κίτρινο σπάγγο δυο πολύχρωμα

σκοτωμένα πουλιά, — μπορεί και να ’ναι

οι δυο απ’ τους τρεις παπαγάλους της μητέρας

που τίποτ’ άλλο (θυμάσαι;) δεν τους είχε μάθει να λένε

πάρεξ τη λέξη «φως» · και πάλι «φως», κάθε εποχή, κάθε ώρα,

κι όταν ξυπνούσαν κάποτε τη νύχτα «φως» και «φως» και «φως»

κι ας ήταν σβησμένες οι λυχνίες κι ας μην είχε φεγγάρι,

ιδίως τότε που δεν είχε φεγγάρι.

Αυτό μ’ ενοχλούσε

σαν πείσμα προσωπικό της μητέρας που διόλου δεν ταίριαζε

στα μεγάλα, λυπημένα της μάτια, στη μεγάλη ομορφιά της

ή στη δική μας ευπιστία εκείνων των χρόνων.

Ύστερα

δε μου ήταν πια δυνατόν να κοιμηθώ. Αφουγκραζόμουν εντός μου

πιο δυνατή τη σιωπή, πιο ταχύ το ρυθμό

μιας ανεύθυνης, ακατανόητης αύξησης (ίσως ν’ αρχίζουμε κιόλας να γερνάμε

απ’ την πρώτη στιγμή της γέννησής μας) ενώ ταυτόχρονα

άκουγα κι έξω, πάνω στα τείχη, τους φρουρούς να παίζουν ζάρια —

κάτι κοκάλινους ήχους σα να ’παιζαν τη δική μας την τύχη.


Πόσο έχουν ξεμακρύνει τα πράγματα (ή μήπως εμείς;). Γεγονότα, αποστάσεις

παρεμβαίνουν ανάμεσα στο χέρι και στο άγγιγμα, ανάμεσα

στο μάτι και σε κείνο που βλέπει το μάτι — ένα σκοινί δεμένο ακόμη στο δέντρο,

και το άλογο φευγάτο, και το σκυλί και το πρόβατο φευγάτο,

ένα καρφί στον τοίχο, λόφοι, νησιά, καπναποθήκες, μια στάμνα,

η γωνία απ’ τη μετόπη ενός ναού, ένα φανάρι στο ακρωτήριο. Τις νύχτες,

πολλές φορές, πλαγιασμένη, δοκιμάζω

ν’ αγγίξω με το πόδι μου τον τοίχο· κι ο τοίχος

μακραίνει απεριόριστα, και το πόδι μακραίνει,

και τ’ άγγιγμα πάει πολύ πιο πέρα· εγγίζω π.χ.

τα βότσαλα ενός άλλου γιαλού ή το γόνατο του ήσυχου αέρα

που δεν ήταν από πάντα του έτσι ήσυχος· κι αυτό

δεν είναι διόλου δυσάρεστο· γιατί μαζί με την αίσθηση

της απομάκρυνσης ή και της διάλυσης, σου μένει

κάτι από την ελευθερία του απέραντου κι ανύπαρκτου,

κάτι απ’ την ησυχία της μαλακότητας που πάνω της

δε στεριώνει πια το μαχαίρι κι η πληγή του

ούτε το δόκανο του πουλιού κι η καρέκλα κι η πέτρα, ούτε καν

ένα στεγνό αβαρές λουλούδι από κείνα που φυλάγαμε κάποτε

ανάμεσα στα φύλλα ενός βιβλίου που ποτέ δεν το διαβάσαμε ώς το τέλος.


Μέσα σ’ αυτήν ακριβώς τη διάλυση αισθανόμαστε την ώρα που βραδιάζει

κείνη τη μυστική ευφροσύνη του αμοιβαίου σεβασμού

ανάμεσα σ’ εμάς (ποιούς εμάς;) και (σε ποιόν;). Ήρεμη γνώση

ακέριας της άγνοιας· — μια σιωπηλή ευγνωμοσύνη,

μια γενική ανημπόρια, αποδεγμένη τέλος.

Ωστόσο

γιατί και πάλι αυτή η οργή με τον εαυτό μας

που αρνείται να παραδεχτεί το ακατανόητο; Γιατί κι η οργή μας

που και πάλι οργιστήκαμε;

Ίσως τα δέντρα να νιώθουν καλύτερα·

αυτά δε ρωτούν για τα φύλλα τους, για τ’ άνθη τους,

γι’ αυτό καρποφορούν. Την Κυριακή που ανέβηκα στο λόφο

είχα μια ιδέα για το σκοινί της καμπάνας — τόσο πρόθυμο πάντα στο χέρι

να κινηθεί, να σημάνει γεννήσεις, θανάτους, πανηγύρια,

γάμους, συναγερμούς, μνημόσυνα, πολέμους,

με μια κίνηση πάντα προς την ίδια κατεύθυνση,

μια κίνηση σχεδόν ασυγκίνητη.

Τί αργά, τί ωραία που μαθαίνεται

ο νόμος της απώλειας (της μόνιμης και νόμιμης απώλειας)

κι ο άλλος της επιστροφής, πιο βαθύς (της μη απώλειας). Τα σπίτια

δεν έχουν τοίχους· στέκονται στον αέρα, — σκέτος αέρας·

δεν είναι γυάλινα καν (έτσι που το ’λεγε κάποτε ο πατέρας

μες στην αρρώστια του). Χωρίς να μπεις στα σπίτια, βλέπεις τους ανθρώπους

να μεταφέρουν αβαρή αντικείμενα απ’ το ένα δωμάτιο στ’ άλλο,

ένα κιβώτιο, μιαν ανθοδέσμη, ένα μεγάλο κάδρο,

μια μάλλινη διπλωμένη κουβέρτα ή τις μπότες του νυχτοφύλακα,

μια βούρτσα, τη σκούπα, μια σφραγισμένη φιάλη, — όλα αβαρή,

όλα διάφανα από μέσα κι απέξω, στο περίβλημα και στο περιεχόμενό τους·

βλέπεις τις φυσαλίδες μέσα στο ποτήρι· βλέπεις μια λεπτότατη τρίχα

κάτω απ’ τη γλώσσα της ενοχλημένης γυναίκας· βλέπεις τους νεκρούς

πλαγιασμένους στο ίδιο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι με τους νεονύμφους

κι αυτοί δεν τους βλέπουν. Λίγος χλιαρός αέρας

μένει καθηλωμένος μέσα στο άδειο πανωφόρι κρεμασμένο στην κρεμάστρα της εισόδου·

η γερόντισσα πλέκει μια τεράστια ναυτική φανέλα· οι βελόνες της αφήνουν

κάτι αμυδρά, εχθρικά χτυπήματα

πάνω απ’ τα γόνατά της.

Στ’ άλλο δωμάτιο

τρεις άντρες συζητούν, χειρονομούν, βηματίζουν

παραδομένοι στο αόριστο που κάποτε με πείσμα

ζητήσαμε να ορίσουμε σε πράξεις και λέξεις. Και παρόλο που μάθαμε

πολλά για το ακατόρθωτο, επιμένουμε ακόμη, επιμένουμε· — η επιμονή δεν αλλάζει.


Αχνός τα πέτρινα λιοντάρια της πύλης· αν τα φυσήξεις

μετατοπίζονται, φεύγουν· κι η πύλη δεν πέφτει

γιατί καθόλου πύλη δεν υπάρχει να μπεις και να βγεις,

μονάχα τα βρεγμένα ρούχα τ’ απλωμένα στο σύρμα

σαλεύουν με μια νόηση καταχτημένης αδιαφορίας.


Πες μου, λοιπόν, γιατί όλ’ αυτά; —τί ήταν; τί είναι;— Φόνοι, εκστρατείες,

αντεκδικήσεις, βουλιαγμένα καράβια, ερειπωμένες πολιτείες

και πάνω απ’ τα ερείπια μια πανύψηλη μαρμάρινη κολόνα

(πρόσεξες κείνη τη φωτογραφία στο δωμάτιο του πατέρα;), πάνω στην κολόνα

ορθός ένας μαρμάρινος τυφλός με μια λύρα

υπογραμμίζοντας θαρρείς με την τυφλή του ορθοστασία

την απουσία κάθε νοήματος.


Κι εμείς, —

νά μας εδώ, φτασμένοι στο Άργος, στο κόκκινο χώμα

όπου πρωτοπατήσαμε το πόδι για να ξεκινήσουμε, μη βρίσκοντας τώρα

ούτε το χνάρι του ποδιού μας ούτε το χνάρι

απ’ τα βρεγμένα σαντάλια της μητέρας στο ψηλό κεφαλόσκαλο, όπως λένε,

σαν βγήκε απ’ το λουτρό. Νά μας, εδώ,

νικητές τάχα (νικημένοι) έχοντας φέρει σε πέρας

ένα «μεγάλο σκοπό» που δεν το θέσαμε εμείς στον εαυτό μας. Και, κοίτα,

το ξόανο της θεάς που κουβαλήσαμε· —κοίτα το πάνω στην καρέκλα—

ένα κούτσουρο, σκέτο, γδυτό, χοντροκομμένο. Απ’ τα πρώτα μου χρόνια,

πολύ πιο πριν απ’ την Αυλίδα, ένιωθα πάντα

πως μου ’χαν δέσει τα μάτια μ’ ένα ξένο μαντίλι,

πως μ’ είχαν μεταμφιέσει —δεν ήξερα σε τί— πιθανόν σε άγγελο

ή ελάφι ή πεταλούδα — δεν ήξερα· μόνον

που ’νιωθα πλάι στους ώμους μου να ’χουν κολλήσει (όχι κρεμάσει)

ίσως ένα πανέρι με χάρτινα, ολόλευκα λουλούδια

ή κάποιο πρόγραμμα θεάτρου, και θα ’πρεπε

να προχωρώ πισώπλατα για να το βλέπουν,

ή τίποτα τεράστιες χαρτονένιες φτερούγες

που κάθε τόσο ξεκολλούσαν απ’ το βάρος τους, παίρνοντας

κι ένα κομμάτι απ’ το δέρμα μου· — τις κολλούσαν και πάλι

επάνω στις πληγές μου, — κι ούτε, βέβαια, να πετάξω

ούτε και να πλαγιάσω. Κι αν περνούσε μια αράχνη στο πόδι μου

δεν μπορούσα να σκύψω, να τη διώξω. Μόνον όρθια και μόνον με το χέρι

σαν τους τυφλούς, μπορούσα πια ν’ αναγνωρίζω τον αέρα, τα πράγματα, τους τοίχους.


Το ξέρω, — το ίδιο και με σένα, καλέ μου· και χειρότερα ίσως. Εσένα

σου ’χαν κολλήσει στις παλάμες δυο μαχαίρια. Δε σε είχαν

για να πετάς, όπως εμένα, μα να τρέχεις. Από κείνα τα χρόνια

ήμαστε οι άρρωστοι στην επίβλεψη τρίτων. Μες στην κάμαρά μας

έμπαιναν, σ’ όποιαν ώρα, κάτι αυταρχικοί, κάτι άγνωστοι άντρες,

έβγαζαν τα μεγάλα καπέλα τους (όχι από σεβασμό, μα για δικούς τους λόγους)

θρονιάζονταν στον καναπέ, ακουμπούσαν τα καπέλα τους στα γόνατά τους—

ίσως να κρύβαν κάτι εκεί μέσα — ίσως το συρματένιο τρίχωμα των χεριών τους

ή τον χλιαρόν ατμό απ’ τα μαλλιά τους. Κάθονταν εκεί περιμένοντας

το βέβαιο θάνατό μας· περιμένοντας να πάρουν

τη δόξα μας που, αυτοί, μ’ όλα τα έξοδα δικά μας, είχαν κανονίσει.


Κι εμείς, για ν’ αποφύγουμε το βλέμμα τους, στυλώναμε το βλέμμα

κάτω στα χέρια μας που αδυνατίζαν ώρα με την ώρα, κι αμέσως

τα κρύβαμε σταυρωτά στις μασκάλες μας, σφαλώντας τα μάτια,

κάνοντας τους ακόμη πιο άρρωστους για να τους ησυχάσουμε

(και, βέβαια, να κρυφτούμε)· τα σφαλούσαμε

σφιχτά, σφιχτά, με μιαν επίφαση ωστόσο χαλάρωσης· — τα μάτια μας, θε μου,

που μας τα είχαν κιόλας σφαλιγμένα. Και πια δε μας έμενε

παρά να κοιτάμε προς τα μέσα, όλο και πιο προς τα μέσα· να βλέπουμε

πιο κάτω απ’ το αναπάντητο, πιο κάτω απ’ το φόβο και τον πόνο

εκείνη τη γλυκιά, ενθαρρυντική ταπεινοσύνη,

εκείνη την απεριόριστη, ήμερη ένδειά μας. Οι τρεις υπηρέτριες

είχαν απ’ ώρα βγει για ψώνια· αργοπορούσαν·

η μυρωδιά των φαγητών απ’ την κουζίνα ανέβαινε τη σκάλα

πιο δυνατή κι ειδεχθής απ’ την αδημονία των πεινασμένων·

και το εκκρεμές μες στην τραπεζαρία δεν είχε σταματήσει.


Κείνο το καλοκαίρι είχα αρρωστήσει στ’ αλήθεια. Θυμάμαι, μάλιστα, τότε,

μετά την αρρώστια, είχα γεμίσει σπυριά. Και το ’ξερα: μέσα μου

είχε φουντώσει το άγνωστο σα δέντρο. Ασκήμισα πολύ. Όση συμπάθεια

μου ’χανε δείξει στην αρρώστια μου οι δυο αδελφές μας

μετάλλαξε σε αποστροφή. Αποφεύγανε να με κοιτάξουν

σα να τους έφταιξα σε κάτι που δεν ήθελαν να ομολογήσουν,

σα να ’χα εγώ προδώσει κάποιο μυστικό τους. Έτσι

απόμεινα επιτέλους μόνη, απαραίτητα μόνη

για να εξοικειωθώ με το καινούργιο μου πρόσωπο. Μ’ άφηναν ήσυχη

σ’ όποιο δωμάτιο κι αν βρισκόμουν. Μπορούσα

να δοκιμάζω τα κοσμήματα της μητέρας μπροστά στον καθρέφτη —

μακριά σκουλαρίκια σαν ουρές διαττόντων· βραχιόλια

από παράλληλες χρυσές οχιές ώς πάνω στον αγκώνα· εκείνο

το περιδέραιο με τις προσωπίδες τη μια πλάι στην άλλη

μια τραγική, μια κωμική, σμιγμένες με κρίκους

στο πάνω μέρος των αυτιών τους· —αυτό, πολύ σπάνια,

το φορούσε η μητέρα,— θαρρείς το σεβόταν ή το φοβόταν. Μου άρεσε

εκείνη η ψυχρή ξενιτιά τους, η σοφή τους κρυψίνοια

κάτω από τη λεπτουργημένη επίπλαστη επιφάνειά τους. Μέσα στον καθρέφτη

διαλύονταν σκοτεινό το πρόσωπό μου καθώς βράδιαζε

διαλύονταν και το περίγραμμα των κοσμημάτων· απόμενε μόνον

κάτι σα σπίθισμα από παλιές πυρκαϊές πάνω σε λόφους

ή κάποια αόριστη λάμψη που πιθανόν απ’ αυτήν να γεννήθηκαν.


Θυμάμαι πως πλησίαζαν τότε οι απόκριες. Η μητέρα

σκέφτηκε να με ντύσει ελάφι. Είχε ετοιμάσει κιόλας

μια ωραία προσωπίδα μικρής ελαφίνας

ίσως για να μου κρύψει εκείνα τα σπυριά. Σαν τη φόρεσα

ένιωσα βουλιαγμένη σ’ ένα σκοτεινό βυθό, απ’ όπου ωστόσο

μπορούσα να βλέπω φωτεινότερα. Μύριζε

λαδομπογιά, χαρτόνι και ψαρόκολλα· κι ακόμη

μια μυρωδιά διατηρημένου κι αναγκαίου κενού. Με ξένισε κάπως

τις πρώτες στιγμές κάποιο άγγιγμα τραχύ στα μάγουλά μου — σα να μη χωρούσα. Σε λίγο

επιτελέστηκε η εφαρμογή χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Αισθανόμουν

μια μακρινή σοβαρή προστασία και κάποια ελευθερία.


Αυτή η καλή προσωπίδα μού αφαιρούσε σχεδόν την ευθύνη

της όποιας κίνησής μου. Δεν ήμουν πια εγώ·

ήμουνα ο άλλος· και κάτω απ’ τον άλλον, ή μέσα απ’ τον άλλον,

ήμουν ακέρια εγώ, μόνον εγώ. Μπορούσα να κάνω

πηδήματα που πριν ποτέ δε θ’ αποφάσιζα. Χαιρόμουν

μια ευκινησία, μια χάρη, μια αυστηρή επιδεξιότητα. Οι δικές μου οι λέξεις,

περνώντας μέσ’ απ’ τη στοά του ξένου στόματος, παίρναν

μιαν άλλη τόλμη κι άλλη αντήχηση. Μιλώντας τη γλώσσα

των ελαφιών (μια και τα ελάφια δε μιλούν) ανακάλυπτα απρόσμενα και πρόφερα

κατάπληκτες αλήθειες κι ήχους βαθύτερους που δεν τους ήξερα, δεν τους φανταζόμουν. Κι είχα

μιαν αίσθηση ιδιαίτερη της λέξης «πηγή», κι ίσως ακόμη

μια κρυφή φιλαρέσκεια που πριν θα την έβρισκα ολότελα ανάρμοστη σε μένα.


Αυτή την προσωπίδα, χτες το απόγευμα, τη βρήκα

σ’ ένα συρτάρι της μητέρας, τυλιγμένη με μπαμπάκι

μέσα σε ωραίο μεταξωτό χαρτί, δεμένη με γαλάζιες ταινίες. Τόπους τόπους

έχει ξεφτίσει η μπογιά, έχει μαδήσει το τρίχωμα. Θέλησα

για μια στιγμή να τη φορέσω πάλι· — δεν τόλμησα. Βλέπεις

μπήκαν στη μέση από τότε άλλα εδάφια, άλλες πράξεις, πόλεμοι, μύθοι

και θα ’ταν δύσκολη η εφαρμογή δέρμα με δέρμα.


Κείνα τα χρόνια, στην ξενιτιά, μ’ ανακούφιζε κάπως να ξέρω

πως μ’ έχουν εδώ για πεθαμένη· να ’χω απομείνει

μικρό αμετάβλητο κορίτσι, όπως την ώρα του θανάτου μου, ενώ μέσα μου

μεγάλωνα αλλιώτικα, ελεύθερα, σε μιαν άχρονη σχεδόν ηλικία.

Ίσως η ωραία φήμη του θανάτου μου να με βοηθούσε ν’ αντέξω

τη ζωή μου και τον αναπότρεπτό μας θάνατο. Εκείνη

η μυθική στιγμή μου ήταν μαζί κι η ελευθερία μου κι η σκλαβιά μου· ήταν το μέτρο

για κάθε μου κίνηση, πράξη και λέξη. Θα ’πρεπε πάντα

να μιμούμαι με πολλή προσοχή τον εαυτό μου μιας ώρας,

σταματημένη εκεί, μ’ ένα ξερό στεφάνι στα μαλλιά μου,

κοιτώντας στον καθρέφτη της παλιάς ντουλάπας, ενώ

μες στη ντουλάπα τα φορέματα αλλάζαν, κι έξω απ’ τη ντουλάπα

περνούσαν οι υπηρέτες με τους δίσκους των γενεθλίων

ή με κουτιά χαρτονένια που ασφαλώς θα περιείχαν

κάθε λογής παιχνίδια κουρντιστά, που ακόμα κι οι μεγάλοι

τα εξετάζουν με πολύ θαυμασμό.

Έξω στον κήπο

τα νέα πουλιά τραγουδούσαν αλλιώτικα από πέρσι, παρόλο

τον αμετάβλητο μηχανισμό της φωνής τους. Και μόνον εγώ

θα ’πρεπε να μη νοιάζομαι γι’ αυτά, να μη μετακινούμαι,

αντιγράφοντας πάντα το είδωλό μου που όσο πάει και σβήνει

για τα ίδια μου τα μάτια και για τα μάτια των άλλων

ή που ’χε τροποποιηθεί απ’ τα επιθέματα εκείνων που πάνω σ’ αυτό

θαυμάζαν το άγαλμα της ίδιας της δικής τους ανεκπλήρωτης φιλοδοξίας

αγνοώντας ολότελα εμένα μέσα στη σιωπή μου.

Και τότε

λαχταρούσα να κάνω έναν τεράστιο θόρυβο — να ρίξω κάτω

εκείνο το άγαλμά μου στη μέση της πλατείας (και ποιός τάχα το βλέπει;)

το απόγευμα μιας Κυριακής που κάνουν τον περίπατό τους

αμέριμνοι άντρες και γυναίκες με ηλίθια μωρά μες στα καρότσια

μ’ ένα χωνάκι παγωτό στο χέρι ή με τη μια παλάμη

κάτω από τη μασχάλη του άλλου ή σπάνια μ’ ένα βιβλίο ή μ’ ένα λουλούδι,

ταΐζοντας τους κύκνους της λίμνης, — τόσο αμέριμνοι, θε μου,

ξεχνώντας ολότελα πως πίσω τους έχουν αφήσει

άρρωστους συγγενείς μέσα σε κάμαρες κακά αερισμένες,

με μύγες που κολλούν στο κύπελλο της λεμονάδας. Ναι,


έναν τεράστιο θόρυβο που να τους κάνει ξαφνικά να στρέψουν το κεφάλι

να δουν, να θυμηθούνε πως εκεί ήταν το άγαλμα μιας ζωντανής που τη σκότωσαν νέα,

ένα άγαλμα ωραίο που έχει γίνει κομμάτια, και στη θέση του

στέκεται τώρα πανομοιότυπος αέρας. Τίποτα. Τίποτα.


Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πορεύονται έτσι

ανύποπτοι για κείνους που έφυγαν, γι’ αυτούς που φεύγουν, για τους ίδιους

που φεύγουν κι αυτοί· — κυκλοφορούν με φυσικότητα

ανάμεσα στο θάνατό τους.

Το πιρούνι ή το κουτάλι

βρίσκει το στόμα τους αλάθευτα, χωρίς δισταγμό, χωρίς παύση,

ενώ σιμά τους, πλευρό με πλευρό, οι πεθαμένοι

κοιτάζουν τις μηχανικές κινήσεις των χειλιών τους, χωρίς να τρώνε εκείνοι. Και το μήλο

που ’χε κυλήσει κάτω απ’ το τραπέζι κι ύστερα

κάτω απ’ τον καναπέ κι εξαφανίστηκε — πιθανόν σε μια τρύπα στο πάτωμα

ή μέσα στον τοίχο, — το ’χε κλωτσήσει με το πόδι του ο μικρός πεθαμένος

κι ίσως το βρήκαν στο δρόμο τα παιδιά, μες στη λιακάδα,

και το μοιράστηκαν δαγκώνοντας με τη σειρά τους ένα ένα —

λογής λογής αποτυπώματα δοντιών, — κι ήταν εκείνο το ίδιο

που βρήκαμε προχτές στον κήπο μέσα στις ξερές πευκοβελόνες.


Τί περιμένουμε, λοιπόν, μέσα σ’ αυτή την ερήμωση; Τί περιμένουμε ακόμη; —

γιατί (δεν ωφελεί να το κρύψουμε): περιμένουμε ακόμη

πίσω απ’ την πόρτα, πίσω απ’ τα ρούχα μας, πίσω απ’ το θάνατό μας,

πίσω απ’ τα μάτια μας, μέσα στο κυμαινόμενο σκοτάδι,

μέσα στις γερασμένες κάμαρες με τις μακριές, ετοιμόρροπες κουρτίνες

κατεβασμένες μ’ έμφαση ώς κάτω, για να δείχνουν

ότι τάχα δεν περιμένουμε.


Κάποτε,

που ανοίγω τα παράθυρα, έχω την εντύπωση πως πηδούν μες στην κάμαρα τα δέντρα

σαν άντρες λιοκαμένοι, ρωμαλέοι, αδέξιοι μες στη ρώμη τους,

αμήχανοι μπρος στην ωχρότητα μου, από έλλειψη ήλιου,

απ’ την κλεισούρα μέσα μου. Κι εγώ τα χάνω. Αισθάνομαι

πολύ μελετημένη, πολύ διεισδυτική, σαν μόλις πριν λίγο

να ’χα τελειώσει τις πιο δύσκολες ασκήσεις μου στην άρπα. Στους τοίχους

κρέμονται ακόμη τα σκοτεινά κομμάτια μουσικής σα δέρματα ζώων· και τότε

βιάζομαι για ένα χαμόγελο, για μια δικαιολογία,

για μια στοιχειώδη πρόφαση· πηγαίνω στην κουζίνα,

φέρνω το δίσκο, τα ποτήρια, τη μεγάλη κρυστάλλινη κανάτα,

τ’ αφήνω στο τραπέζι· κι η κανάτα είναι άδεια· ξαναβγαίνω

κι ακούω απέξω που οι άντρες κουβεντιάζουν μόνοι τους

με μιαν εξαίσια, ανυποψίαστη απλότητα, χωρίς να ’χουν προσέξει

την άδεια κανάτα, το ’να ποτήρι ραγισμένο. Και ξαφνικά νυχτώνει.


Έξω περνούν τα πλήθη με φανάρια, επίτηδες, όχι για να βλέπουν,

μόνο για τις μεγάλες σκιές που ανηφορίζουν τις μάντρες, τις σκάλες,

πηδούν απ’ τους φεγγίτες σε παραπετάσματα και καναπέδες,

ετοιμάζουν αψίδες εκεί που δεν υπάρχει τίποτα

ή μόνο μια καρέκλα ξεχασμένη στην υγρασία του κήπου

ή το καρούλι απ’ το σωσμένο νήμα στο πάτωμα

κι οι μονόφθαλμες κούκλες στα κρεβάτια των πεθαμένων.


Ω, ναι· — κανείς δεν είναι που να μην περιμένει·· ιδίως το πρωί,

την ώρα που ξυπνάς κι αργοπορείς να περάσεις το πόδι στην παντόφλα,

αργοπορείς γιατί αφουγκράζεσαι κάθε ήχο μέσα κι έξω,

τρίξιμο, βήμα, ράγισμα, βήξιμο, γιατί πολύ θα το ’θελες

να διατηρήσεις τη στάση της απάθειας, να συγκρατήσεις

εκείνη την κίνηση, στα χέρια, στα μάτια, στα χείλη,

μιας ανεξάντλητης μυστικής αδημονίας. Τί βαθιά τα πρωινά,

μ’ όλο το βάθος τους κλεισμένο απ’ το φως, την ώρα που πλένεσαι, την ώρα

που πίνεις τον καφέ σου προσέχοντας τα τζάμια, και πίσω απ’ τα τζάμια,

κι είναι άπλυτα τα τζάμια, και το φως επάνω τους επίπεδο,

και μήτε ακούς την υπηρέτρια που κάτι ρωτάει. Τ’ αυτί σου

έχει κολλήσει αλλού, σε μιαν ανήκουστη φράση

σαν το νερό μες στο ποτήρι: «σήμερα οπωσδήποτε».

Στον αέρα

μένει σταματημένη η επίβουλη μυρωδιά, τάχα αφηρημένη,

από παλιό πετσί μιας τσάντας της μητέρας

ή της τσάντας του ταχυδρόμου.


Δυο βήματα μέσ’ απ’ το κατώφλι

στέκεται κιόλας ένας όμορφος μαντατοφόρος, διόλου σκονισμένος

αν κι έχει φτάσει απ’ το μακρύτερο μάκρος. Τα μαλλιά του

προσεχτικά χτενισμένα, νοτισμένα ακόμη. Στα χείλη του

η ανταύγεια του καθρέφτη.

«Είσαι αθάνατος», λέει

με σέβας νεανικό. «Είσαι αθάνατος». Και φεύγει.


Κοιτάς το χαλί, — κανένα χνάρι απ’ τα πόδια του. Λοιπόν

θα πρέπει να ’ρθε και να ’φυγε πετώντας, παρότι θυμάσαι

δε φαίνονταν φτερά στους ώμους του μήτε στους αστραγάλους. Σηκώνεσαι τότε

βάζεις τον ίδιο δίσκο στο γραμμόφωνο· κάθεσαι πάλι·

ρυθμίζεις όπως όπως το σώμα σου παράλληλα στους ήχους, — γιατί η μουσική

πάντα ευκολύνει την αναμονή, γεμίζει κάπως την απόσταση

ανάμεσα σε δυο ανεπαίσθητα στίγματα, σμίγει

σε μια πρόσκαιρη ενότητα εκείνα κι εκείνο, διαλύει το χρόνο

αφήνοντας ορατή τη συνέχεια μέσα σε μια διαύγεια που σου επιτρέπει

να βλέπεις πάλι σ’ έναν ήσυχο βυθό, αμετακίνητα χρώματα

από πέτρες, υδάτινα δάση και το χαμένο κλειδί της κασετίνας.


Δε μου ’πες, αλήθεια, δε θα γυρίσει και πάλι ο Πυλάδης;

Πολύ θα μας λείψει. Προπάντων εσένα. Η πόρπη του —το πρόσεξες;—

πάντα ήταν στραβοκουμπωμένη· κι ούτε το ’βλεπε · — αυτό μαρτυρούσε

πως δεν νοιαζόταν διόλου για τον εαυτό του, ή πως άλλοι

νοιάζονταν άλλοτε γι’ αυτά. Κι αυτή του η αδιαφορία

έδειχνε μιαν αντρίκεια ορφάνια που σου ’φερνε τη διάθεση

να τον περιποιηθείς.

Η μητέρα του, λέω, θα αισθανόταν

μια ξέχωρη χαρά να του διορθώνει κάθε τόσο την πόρπη

κάνοντας τάχατε τη θυμωμένη, να νιώθει

πάνω απ’ τα χέρια της, κοντά στο σώμα του, το αδέξιό του χαμόγελο

που δε θα ’ξερε πού να σταθεί, τί σχήμα να πάρει

μέσα στη σαρκική του ευχαρίστηση και στενοχώρια. Λέω, μάλιστα,

πως ίσως η μητέρα του να ευχόταν μέσα της

ν’ αρρωστήσει μια μέρα ο Πυλάδης· να του βάλει στα πόδια

ένα μπουκάλι με ζεστό νερό, καλά σφραγισμένο. Μα εκείνος

είναι τόσο υγιής κι ανυποψίαστα όμορφος, που λέω

ποτέ δε θα κατάφερνε η μητέρα του να ρίξει το νερό στο μπουκάλι·

θα χυνόταν στα χέρια της, θα της ζεμάτιζε τα χέρια, κι εκείνη

δε θα ’θελε ο γιος της να δει τα καμένα της χέρια. Ευτυχώς δεν αρρώστησε.

Πάντως, θαρρώ, τα χέρια της θα τα ’κρυβε στις τσέπες της

όταν βρισκόταν μπροστά του, γιατί πάντα τα χέρια είναι προδοτικά και λυπημένα.


Όλα, λοιπόν, γι’ αυτή την ερήμωση; Γι’ αυτή την ελάχιστη

επιτρεπτή μας διάρκεια; Ποιά σημασία, λοιπόν, η επιτυχία, η αποτυχία;

Στο κομοδίνο της μητέρας βρήκα ξέθωρες πια, κιτρινισμένες

τις παιδικές φωτογραφίες μας. Πόσο θλιμμένα, πόσο ανέτοιμα

τα πρόσωπά μας, τα χέρια μας, σαν σφραγισμένα κιόλας απ’ τη μοίρα.

Στη μια απ’ αυτές βυζαίνεις το ’να δάχτυλό σου σα να θέλεις

να τραφείς μόνος απ’ τον ίδιο τον εαυτό σου και μαζί σα να ντρέπεσαι

που θέλεις να τραφείς· γι’ αυτό και το δείχνεις

με μια τραχιά πρόωρη αυθάδεια στα παιδικά σου μάτια.


Τί μόνοι, θε μου, και ξένοι παρόλη την κοινότητα της μοίρας μας. Τόσην ώρα

μιλώ μόνο για μένα, μόλο που το ξέρω

πως εσύ λείπεις πιο πέρα από ’να τέλος, εντελώς αποκομμένο

από κάθε συνέχεια, εκεί που εξαφανίζονται οι λέξεις, κι η σιωπή

δε μοιάζει ταιριαστή με τίποτα, κι ούτε αναπαύεται στον εαυτό της.

Αυτό κανένας δεν το αντέχει· — ίσως γι’ αυτό επιμένω ακόμη

σε λόγια, σε συσχετισμούς, σε αναμονές κι αναμνήσεις,

σε μια προκαταδικασμένη απόπειρα μεταλλαγής ή μεταμφίεσης έστω

όπως τότε μπροστά στο Βωμό — τόσο μονάχη, τόσο ανυπεράσπιστη και τρομαγμένη

κλαίγοντας με μικρόπρεπα αναφιλητά που τ’ άκουγα η ίδια

πιο δυνατά απ’ όσο τ’ άκουγαν οι άλλοι.

Κι άξαφνα

είδα ένα αγκάθι άκρη άκρη στο χιτώνα της μητέρας και μεμιάς κατάλαβα

το αναπότρεπτο πια του θανάτου μου. «Τελειώνετε», είπα

προφέροντας καθαρά συλλαβή συλλαβή. «Δεν πειράζει

μια κι είναι για τη χώρα μου· μια κι είναι

να ξεκινήσουν τα καράβια μας, δεν πειράζει για μένα». Κι είδα στη ματιά τους

το θαυμασμό και τη θλίψη· (έτσι τουλάχιστον

ζήτησα να εκμεταλλευτώ το θάνατό μου — αν γίνεται). Τούτα τα λόγια

χιλιάδες φορές τα ’δα γραμμένα στο μάρμαρο. Μου ανάβανε τα μάγουλα. Ευχήθηκα

να ’χα πεθάνει τότε στ’ αλήθεια, για να μην τα ξανακούσω. Ωστόσο

και μέσα στη ντροπή μου ήταν και κάποια μυστική ευφροσύνη

ίσως σαν την επιτυχία του ηθοποιού.

Τώρα

το δράμα τέλειωσε· — δεν έχουμε πια θεατές κι ακροατές. Η αλλαγή

ακατόρθωτη πια· κι η μεταμφίεση

άδεια από κάθε σημασία, — ούτε κι εμάς τους ίδιους δεν ελευθερώνει

απέναντι σε ποιούς; απέναντι σε ποιόν καθρέφτη;


Γι’ αυτό δε φόρεσα ξανά την προσωπίδα του ελαφιού που ’χε φυλάξει η μητέρα

για τις δικές της μόνον συγκινήσεις, γιατί, βέβαια, το γνώριζε εκείνη

ότι σ’ εμένα πια δε θα χρειαζόταν. Όλα

τα γνώριζε από πριν εκείνη — δεν τα απόφευγε, δεν πισωδρομούσε.

Κι εσένα, καλέ μου, είμαι βέβαιη, παρά το διώξιμό σου,

εσένα σ’ αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους μας — γιατί ’σουν άντρας. Στο δικό σου πρόσωπο

ίσως τιμώρησε τη δέσμευσή της. Πολύ αγαπούσε η μητέρα,

κι αυτό δε συγχωρούσε στον εαυτό της αυτή η περήφανη

η ωραία, η αυταρχική, η ανεξάρτητη· δε συγχωρούσε

το να μην είναι αυτάρκης.

Και τώρα συλλογιέμαι

πως τα πολλά της κοσμήματα δεν τα φορούσε διόλου

για στολισμό, παρά για ν’ αποτρέπει ή να μετατοπίζει τα βλέμματα των άλλων

ή μάλλον για να κρύβει κομμάτια απ’ τη σάρκα της

την τόσο ευαίσθητη στο κρύο, στη ζέστη, στο φως ή στον ίσκιο,

σε μια περαστική πνοή εντόμου, στο άγγιγμα της υγρασίας. Θυμάσαι

πόσο εύκολα ανατρίχιαζε; — το δέρμα της θαρρείς κι αναβόσβηνε

με χίλια χρώματα, απ’ την ώχρα ώς τ’ ολοπόρφυρο, ενώ

κρατούσε ασάλευτα τα μάτια της σ’ ένα σημείο

όπως οι σκοινοβάτες που παρ’ όλο το πολύχρωμο κοστούμι τους

έχουν πάντοτε μάτια σκοτεινά. Πιθανόν με τα μάτια

να κρατιούνται στον αέρα· πιθανόν μ’ αυτά

να ισορροπούν τα μέλη τους, να πειθαρχούν, να καθηλώνονται

μες στην ακριβοζυγισμένη κίνησή τους.


Ω, ναι,

πολύ σ’ αγαπούσε η μητέρα, τόσο που εμείς ζηλεύαμε. Τα βράδια

μες στην τραπεζαρία, στο μεγάλο καναπέ, μετά το δείπνο,

σου χάιδευε συχνά τα μαλλιά (πάντα με ασάλευτα μάτια). Τότε θαρρούσα

ότι τα δάχτυλά της θ’ απομείνουν κολλημένα στον αυχένα σου ή ότι

οι βόστρυχοί σου θα ζωντάνευαν και θα της κράταγαν τα δάχτυλα, ενώ

εσύ κοιμόσουν κιόλας ή έκανες πως κοιμόσουν.


Κάποια Πρωτοχρονιά, λίγο πιο πριν απ’ τη μεγάλη εκστρατεία,

σου ’χε χαρίσει ένα όμορφο γαλάζιο βελουδένιο κοστούμι,

με χρυσή ζώνη κι ένα χρυσό σπαθάκι. Εσύ, χωρίς λόγο,

είχες θυμώσει· δεν ήθελες να σε ντύσει η μητέρα· ντύθηκες μόνος.

Στεκόσουν μπροστά στον καθρέφτη, ωραίος, ωραίος,

σαν άξαφνα μεγαλωμένος, — ένας άγγελος κάπως οργισμένος. Πρόσεξα τότε

πως ήσουν δύο — ένας εσύ κι ένας μες στον καθρέφτη, όχι ο ίδιος. Η μητέρα

γονάτισε απρόσμενα μπροστά σου με υπερτονισμένη απλότητα

να διορθώσει μια πτυχή του βελούδου στα σκέλη σου. Εμείς

οι τρεις αδελφές σου στην πόρτα, στρέψαμε αμέσως τη ράχη,

κατεβήκαμε γρήγορα τη σκάλα — δεν ξέρω

αν από ζήλεια ή αν είχαμε κιόλας μαντέψει

πως κάτι πια θα συνέβαινε.

Το ξύλινο αλογάκι σου

το βρήκα χτες, όχι στην αποθήκη με τα παλιά μας έπιπλα,

το βρήκα κάτω απ’ το κρεβάτι της μητέρας· και, παράξενο,

ο νους μου πήγε σ’ εκείνο της Τροίας.

Λοιπόν

δεν πρέπει να ’χεις παράπονο, αδελφέ μου. Ώρες ώρες

όσα έγιναν μου φαίνονται σα να μην έγιναν. Δεν το νομίζεις κι εσύ; Χτες τη νύχτα

άκουσα πάλι πίσω απ’ τους τοίχους εκείνη τη λέξη:

«φως», «φως», «φως», τυπικά μιλημένη πάλι και πάλι

σαν ενθαρρυντικά κι ειρωνικά ταυτόχρονα — ίσως να ’ταν

ο τρίτος παπαγάλος της μητέρας· — λες, στ’ αλήθεια, να ’χει επιζήσει

απ’ τις κρυφές φροντίδες κάποιας υπηρέτριας; Τ’ άκουσα ολοκάθαρα.


Σηκώθηκα. Στάθηκα ν’ ακούσω καλύτερα. Δεν μπορούσα να ξέρω

από ποιό μέρος ερχόταν — πιο δω, πιο κει, μέσα στο σπίτι, έξω απ’ το σπίτι·

κοίταξα απ’ το παράθυρο· τίποτα. Κάτω στον κάμπο

η πολιτεία κοιμόταν. Ελάχιστα φωτισμένα παράθυρα. Δεν είχε φεγγάρι.

Και πάλι «φως» · — μια παύση· — «φως» · — άλλη παύση. Το ’νιωσα:

σε κάτι αποκρινόταν μέσα μου, πιο μέσα απ’ τη μνήμη. Τα μάτια μου

έψαχναν άθελά μου το σκοτάδι για ένα δέντρο, για ένα καπνοδόχο,

για ένα έντομο, για ένα αλλιώτικο άστρο ή για τα κάγκελα του κήπου,

για μαύρη φωτιά από λόφο σε λόφο, για κάτι

που θα μπορούσα να του πω «ευχαριστώ».

Κι είδα

κάτω ακριβώς απ’ το δωμάτιο του πατέρα τα δυο άσπρα άλογά του

με υψωμένους λαιμούς να κοιτούν προς τα πάνω, σα να βλέπαν

ορθόν τον πατέρα μπροστά στο περβάζι (δεν μπορούσα

να δω προς τα κει, παρότι είχα σκύψει ώς τη μέση)

ορθόν με τη στολή του και το φέγγος απ’ το κράνος του ν’ αντιφεγγίζει

επάνω στα ρουθούνια τους, στα μάτια τους, στη χαίτη —

άστραφτε ακέριο το άσπρο των αλόγων

σαν δυο άγγελοι επί γης με τα φτερά σφιγμένα στα πλευρά τους,

μια δίδυμη λάμψη μονάχα, ζυγισμένη απ’ τη φωνή του παπαγάλου

«φως», «φως», πιο δυνατή και πιο διάχυτη τώρα.

Μπορεί και να κοιμόμουν, — δεν ξέρω. Το πρωί, τα ’δα στ’ αλήθεια

τ’ άλογα του πατέρα, λιγνά, γερασμένα, πληγιασμένα,

να μπαίνουν απ’ την πύλη, φορτωμένα μεγάλα καλάθια,

ίσως γυρνώντας απ’ τα κτήματα. Τα κοίταξα στα μάτια. Δε με γνώρισαν.

Ήταν τυφλά. Ο αγωγιάτης με χαιρέτησε. Κι άκουσα πάλι

εκείνη τη φωνή: «φως», «φως», πιο μαλακή τώρα, πιο ελεητική, πιο θλιμμένη.


Δεν την ακούς κι εσύ πότε πότε, καλέ μου; Μην πεις όχι.

Προσπάθησε ακόμη. Όπως εσύ, το ίδιο καλά κι εγώ το γνωρίζω:

είναι που θέλουμε, παρόλα αυτά, να την ακούσουμε,

είναι που δεν ακούγεται, που δεν την ακούμε.

Κοίτα, ξημερώνει.

Αυτό δεν είναι φως; (κι ας μην ακούγεται). Κοίτα, πώς φέγγει

γαλήνιο το νερό μες στο ποτήρι. Φέγγει το ίδιο

στο πρόσωπό σου μια γλυκιά συγκατάνευση — τί όμορφο φέγγος.


Ίσως εμείς οι δυο που γνωρίσαμε ότι καμιά παρηγοριά δεν υπάρχει στον κόσμο,

ίσως, γι’ αυτό ακριβώς, εμείς οι δύο (έστω και χώρια ο καθένας)

να κατορθώσουμε και πάλι να παρηγορήσουμε κι ίσως να παρηγορηθούμε.


(Σηκώνεται. Μοιάζει πολύ χλωμή στο πρωινό φως, πολύ κουρασμένη. Πλησιάζει πίσω απ’ το κάθισμα του αδελφού της. Σκύβει και τον φιλάει στα μαλλιά. Εκείνος πασχίζει για ένα χαμόγελο μέσα στην αποξένωσή του που την αισθάνεται ψυχρή και σκληρή όχι τόσο στα μαλλιά και στους ώμους όσο στα νύχια των ποδιών και κάτω στην κοιλότητα του πέλματος. Εκείνη τη στιγμή ακούγονται έξω στο προαύλιο οπλές αλόγων και τροχοί άμαξας. Μπαίνει μια πολύ γριά υπηρέτρια, με το πετσί κολλημένο στα ζυγωματικά, στο πηγούνι, στη μύτη, σαν μπαλσαμωμένη. «Κυρά», είπε· "τ’ αμάξι καρτεράει κάτου". Φεύγει. Η γυναίκα δε λέει τίποτα. Τυλίγει σ’ ένα μικρό, λευκό τραπεζομάντιλο το ξόανο της θεάς. Το σηκώνει στο αριστερό της μπράτσο σα βρέφος. Ρίχνει το σταχτί πέπλο της στο πρόσωπό της. Άλλες αποσκευές δεν είχε φέρει μαζί της· ούτε παίρνει. Βγαίνει. Ο αδελφός της την ακολουθεί αμίλητος. Μένει ακίνητος στον πάνω κεφαλόσκαλο. Εκείνη κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα, μηχανικά, σαν απ’ τα πριν αποφασισμένα, σαν χωρίς μνήμη. Ακουμπάει στο αμάξι το τυλιγμένο δέμα. Στέκει σαν κάτι να ξέχασε. Ξαναμπαίνει στο σπίτι. Καθυστερεί λίγο. Εμφανίζεται στην πόρτα κρατώντας τρία ξεθωριασμένα άδεια κλουβιά κι ένα δέμα τυλιγμένο σε χαρτί κάτω απ’ τη μασχάλη — ίσως εκείνη την προσωπίδα του ελαφιού. Στο κεφαλόσκαλο κοντοστέκεται και, χωρίς να σηκώσει το πέπλο της, ακουμπάει το μάγουλό της στο στόμα του αδελφού της. Κανείς απ’ τους υπηρέτες δε φαίνεται, σα να λείπουν όλοι σε κάποια πρωινή κυριακάτικη λειτουργία ή σα να κρύβονται πίσω απ’ τα παντζούρια. Ο αμαξάς κρατάει ακόμη το σκούφο του στα χέρια. Μπαίνει στ’ αμάξι κάπως άβολα με τα κλουβιά. Το αμάξι φεύγει. Φαίνεται πως η τελετή θα γίνει στη Βραυρώνα με το φτάσιμο του ξόανου στα χέρια της ταμένης ιέρειας. Και πράγματι είναι Κυριακή. Το φως λάμπει περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Ακούγονται πολλά πουλιά. Λίγη σκόνη χρυσίζει στο βάθος. Και τα άλογα της άμαξας που χάνεται, είναι επίσης άσπρα).


ΣΑΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, Νοέμβριος 1971–Αύγουστος 1972


Ισμήνη

(Ένας νεαρός αξιωματικός της φρουράς είχε ζητήσει να γίνει δεκτός απ’ τη Δέσποινα του αρχοντικού. Ο πατέρας του δούλευε από παιδί στα κτήματά τους κι είχε γίνει κάτι σαν άνθρωπος του σπιτιού. Τώρα, γέροντας πια κι άρρωστος, στέλνει το γιο του μ’ ένα καλάθι φρούτα και μια γλάστρα βασιλικό, να φέρει τα σεβάσματά του και τον αποχαιρετισμό του στην τελευταία απόγονο της μεγάλης ξεκληρισμένης φαμίλιας. Η άδεια δόθηκε. Ο νεαρός αξιωματικός, με την εφαρμοστή στολή του, εύρωστος, όμορφος, με την καθάρια ελληνική εγκαρδιότητα της αγροτικής καταγωγής του, αλλά και μ’ έναν εμφανή γενικό αισθησιασμό —ασφαλώς καλλιεργημένον απ’ την επαφή του με τους ανθρώπους της πόλης κι απ’ την αργία των στρατώνων— μοιάζει ιδιαίτερα συγκινημένος, κολακευμένος και ερωτικά σχεδόν ταραγμένος μπροστά στην ευγενική αρχόντισσα την έντονα βαμμένη και σφιγμένη στον κορσέ της, που διατηρεί ωστόσο την αόριστη χάρη μιας μακρινής, σβησμένης ομορφιάς. Εκείνος αφήνει αδέξια στο πάτωμα το καλάθι και τη γλάστρα σα να ’κανε κάτι ανάρμοστο και μεταβιβάζει το μήνυμα του πατέρα του. Του προσφέρει κάθισμα απέναντι στο παράθυρο. Τον ρωτάει για την υγεία του πατέρα του, για τα κτήματα. Εκείνος μιλάει ατελείωτα για τη ζωή στους αγρούς, για τις σοδειές, τα δέντρα, τα ποτάμια, τ’ άλογα, τις αγελάδες. Εκείνη, παρότι αφηρημένη, επιδεικνύει υπερβολικό ενδιαφέρον για όλα, παρατηρώντας τα δυνατά, άβολα χέρια του πάνω στα γόνατά του. Όμορφο ανοιξιάτικο δειλινό. Το φως μπαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο αχνορόδινο. Αργότερα γυρίζει στο πορτοκαλί, στο βιολετί, στο μενεξελί, ώς το βαθυγάλαζο. Απ’ τον κήπο ακούγονται τα πουλιά. Στιγμές στιγμές, κάποια ανταύγεια απ’ τα βαριά κοσμήματά της περνάει στα έπιπλα, στο μεγάλο καθρέφτη, στα τζάμια ή στο πρόσωπο του νέου, Άξαφνα, εκείνος σωπαίνει. Βραδιάζει. Μια ανεξήγητη σιγαλιά κι αναμονή, Κι ίσως γι’ ατό αρχίζει να μιλάει τώρα εκείνη σαν για να γεμίσει το κενό ή ν’ αποτρέψει την προσέγγιση κάτι άπρεπου κι αναπότρεπτου ωστόσο):


Να ’ρχεστε πότε πότε· — αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εδώ πέρα

ο χρόνος είναι αργός· τίποτα πια δεν έρχεται ή δεν φεύγει,

εκτός απ’ τη συνηθισμένη αυτή φθορά στο ξύλο των επίπλων,

στα καδρόνια της στέγης, στα πατώματα, στις σκάλες,

στους σοβάδες, στα σκεύη, στις κουρτίνες, στους ρεζέδες —

αργή φθορά, μια σιωπηλή σκουριά, προπάντων στα χέρια και στα πρόσωπα.


Τα μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν — κανείς δεν τα κουρντίζει·

κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους, δεν είναι για να δω την ώρα,

μα το ίδιο μου το πρόσωπο, καθρεφτισμένο στο γυαλί τους,

περίεργα άσπρο, γύψινο, απαθές, σαν έξω απ’ το χρόνο,

ενώ στο σκοτεινό τους βάθος οι σταματημένοι δείχτες,

πίσω ακριβώς απ’ το είδωλό μου, είναι ένα ασάλευτο νυστέρι

που πια δεν έχει ν’ ανοίξει ένα τραύμα, δεν έχει

να μου αφαιρέσει τίποτα — φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι αδημονία.


Αυτή η αργή αυστηρότητα πολλαπλασιάζει την απόσταση

από μένα σε μένα, απ’ τη μια κίνηση στην άλλη,

απ’ τη μια θύμηση στην άλλη. Ένας ολόκληρος μήνας θα χρειαστεί

να περάσεις απ’ το ’να δωμάτιο στ’ άλλο. Μια αόριστη ομίχλη

στέκεται ανάμεσα στα πάντα. Πολλές φορές, τα χειμωνιάτικα πρωινά,

κάθομαι εδώ, πίσω απ’ τα τζάμια και κοιτάω φιλικά την απόσταση· στο βάθος

τυχαίνει κάποιος να περνάει καμιά φορά, ατμισμένος,

μια απρόσωπη, άσαρκη κηλίδα — κι ούτε επιχειρείς να την προσδιορίσεις

ούτε σε νοιάζει πού θα πάει —εδώ ή εκεί— το ίδιο κάνει…

Τα δέντρα

άυλα κι αυτά. Κείνες τις ώρες, αν κάποιος ξυλοκόπος

δοκίμαζε με το πελέκι του να κόψει μιαν ιτιά, ένα κυπαρίσσι,

ούτε ήχος ούτε ξύλο ούτε πελέκι.

Αυτή η ωραία αοριστία

είναι η μοναδική πραγματικότητα — φτιάχνει από μένανε μια ξένη

μακρινή κι άτρωτη σχεδόν, όπως εκείνη η κηλίδα στην ομίχλη,

και χαίρομαι αυτή την ελαφρότητα, μόλο που τη φοβούμαι κάπως.


Αν βγάλω τούτα τα βραχιόλια, αν λύσω τη νύχτα τα μαλλιά μου,

αν λύσω τα κορδόνια απ’ τα σαντάλια μου, προπάντων αν βγάλω

ετούτα τα βαριά περιδέραια, που μου κρατούν το λαιμό σα χαλκάδες,

θαρρώ πως θα φύγω προς τα πάνω, θα εξαερωθώ. Δε θα το ’θελα.

Ίσως γι’ αυτό τα φορώ. Με στερεώνουν κατά κάποιο τρόπο,

παρότι μ’ ενοχλούν συχνά· — τα φορώ και στον ύπνο μου, σα να ’μαι

ένα σκυλί που εγώ η ίδια το ’χω δέσει μπρος σε μια πεσμένη πόρτα.


Μια τάφρος σιωπής —όπως είπατε— το τριγυρίζει αυτό το σπίτι,

σεβάσμια ή όχι — ας έλειπε. Εδώ κάπου, ίσως κι εντός μου,

υπάρχει ένας στενόμακρος διάδρομος χωρίς φεγγίτες

χωρίς φανάρια, χωρίς πόρτες, — δε βγάζει πουθενά· μυρίζει

σάπιο σανίδι, σκόνη, μούχλα, κατσαρίδες, παλιωμένο χρόνο·

άνθρωποι αμίλητοι περνάνε κουβαλώντας σπασμένες καρέκλες,

μεγάλα ξύλινα κιβώτια, κάδρα, πανάρχαιους καθρέφτες —


Κάποτε πέφτει ένα κρύσταλλο, μια πρόκα ή το κατάχλωμο χέρι

μιας ελαιογραφίας στρατάρχου, ή μια ανθοδέσμη μενεξέδες

απ’ τα διάφανα, λεπταίσθητα χέρια μιας ζωγραφισμένης δέσποινας, —

κανείς δε σκύβει να τα πάρει· μήτε φαίνονται άλλωστε

μέσα σ’ αυτή την κατευναστική μονιμότητα της σκιάς, όπου όλα

έχουν περάσει στην αρμοδιότητα του ανεκμετάλλευτου, του ανέκφραστου

ή της σιωπής ή και των ποντικών.

Το μόνο που ακούγεται

είναι το βήμα των ποντικών (καθόλου το ροκάνισμά τους —

αυτά τα πράγματα δεν έχουν πια πυκνότητα, δε ροκανίζονται), μονάχα

το συρτό βήμα τους στους τοίχους και στο σώμα μας

ή μάλλον μες στο σώμα μας.

Κι είναι μια ωραία ασχολία

να παρακολουθείς αυτή την αθόρυβη κατάρρευση

σ’ ένα κενό τόσο βαθύ (χωρίς βάση και τέλος)

που σου γεννάει μιαν αίσθηση απεραντοσύνης,

κάτι σαν τις μεγάλες έννοιες που ονοματίζουμε περήφανα:

ελευθερία, αθανασία, αιωνιότητα και διάφορες άλλες.


Όχι, λοιπόν, κατάρρευση —μια κι όλα αυτά δεν έχουν από πού και πού να πέσουν·—

ένας αδέσμευτος μετεωρισμός, περίπου κάτι φτερωτό, σαν τα πουλιά, π.χ.,

που ανεβοκατεβαίνουν ή και ακινητούν μες στα φτερά τους· θα ’λεγα

μια ακίνητη πτήση μέσα στην απόλυτη, ευγενική ματαιότητα,

μια ύστατη ισορροπία — η ύστατη ελαφρότητα

όλης της ύλης — άρα και του θανάτου.

Γι’ αυτό με βλέπετε τόσο χαρούμενη —

αν λέγεται τούτο χαρά: η έλλειψη κάθε σκοπιμότητας,

κάθε φιλοδοξίας — μια εξαίσια νάρκη χειμερία

μ’ ακέρια τη συνείδηση του ψύχους, και μάλιστα μ’ ένα αίσθημα οίκτου

για κείνους που υποφέρουν απ’ το κρύο, που συζητούν για το κρύο,

που κουκουλώνονται μ’ ένα σωρό φανέλες, πανωφόρια, κουβέρτες

για να προφυλαχτούν. Ω, αυτή η αστεία φροντίδα της προφύλαξής μας —

όλο προφύλαξη, προφύλαξη απ’ το κρύο, απ’ τη ζέστη, απ’ την πείνα, τη δίψα,

απ’ την αρρώστια, απ’ το λάθος, απ’ το θάνατο· και μήτε που το βάζει ο νους μας

ότι το κρύο ανεβαίνει από μέσα μας, κι ούτε μπορείς τελικά να το αποφύγεις.


Βεβαίως, λίγη φωτιά στο τζάκι, το χειμώνα, κάτι αξίζει· —

πάντοτε μ’ ενδιέφεραν οι φλόγες με τις εύκαμπτες χορευτικές κινήσεις,

με τους πολύχρωμους, ασώματους αγγέλους, με τις σκιές τους

στο ταβάνι, στους τοίχους· — η σκιά του μεγάλου αργαλειού ή της ανέμης,

η σκιά μιας κιθάρας που κρέμεται στο στύλο· και περισσότερο απ’ όλα,

αν είναι σώματα γυμνά — μεγεθυσμένες οι σκιές των μελών τους

επάνω στο ίδιο τους το σώμα, σαν ένα άλλο σώμα

μελανό κι ερυθρό· — η σκιά του στήθους κάτω απ’ το στήθος

με τη θηλή υπογραμμισμένη· η σκιά του στόματος μέσα στο στόμα·

εκείνη η τρομερή σωματική βεβαιότητα, η εξαίσια εχθρότητα,

όπως ορθώνονται τα μέλη, και μετά το ευγενικό τους λύγισμα

μέσα σε μια βαθιά κατάνυξη, κι όχι ταπείνωση. Το λύγισμα

είναι θαρρώ το μέτρο του ύψους. Οι πάντα φοβισμένοι

δεν έχουν τη δύναμη (καθώς, λόγου χάρη, η αδελφή μου) να σκύψουν,

και το ύψος τους είναι μονάχα μια παγωμένη ακαμψία.

Ποιά η περηφάνια τους, λοιπόν; Ποιά η άνεσή τους;


Ω, η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα πρέπει ή δεν πρέπει,

λες κι ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείας

που χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισε

το ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ τη μέση και κάτω.


Πολύ τη λυπόμουν. Παρά λίγο να βλάψει και μένα. Αν την δοξάσανε τόσο

ήταν γιατί τους γλίτωσε απ’ το να πράξουν το ίδιο. Στο πρόσωπό της

τιμήσαν τη δική τους αντίθεση νεκρή· — αυτοσυχωρέθηκαν,

αθωώθηκαν και ησύχασαν.

Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,

θα την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψη

ήταν ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κι ήξερε

ότι δεν ήταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένει

αργά, βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησε

να τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομα

μιας πονηρής κι ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβο

όλης της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωισμό, αντιστρέφοντας

τον ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία,

ναι, ναι, ευτελή, παρόλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το άντεξε, θε μου,

αυτή η αιώνια φοβισμένη ώς το θυμό, η αιώνια τρομαγμένη

μπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα,

μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό;

Ποτέ της

δεν άφησε τον Αίμονα να της αγγίξει το χέρι. Πάντα μαζεμένη

σάμπως για να μη χάσει τίποτε, αναδιπλωμένη στον εαυτό της,

με το ’να χέρι της χωμένο στο μανίκι του άλλου,

με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα φρύδια σμιγμένα,

πρόθυμη μόνο να παρασταθεί σ’ όλες τις δυστυχίες,

νιώθοντας ίσως περηφάνια για την δυστυχία της — ποιά δυστυχία;


Ποτέ της δε φόρεσε ένα κόσμημα· ώς και τον αρραβώνα της

τον καταχώνιασε σ’ ένα σεντούκι, περιφέροντας

τη σκοτεινή αλαζονεία της μες στις νεανικές παρέες μας,

επισείοντας πάνω απ’ τα γέλια μας το σκυθρωπό της βλέμμα

σα γυμνό ξίφος ματαιότητας.

Κι αν, κάποτε,

έκανε να βοηθήσει στο τραπέζι, να φέρει ένα πιάτο, μιαν υδρία,

θαρρείς πως κουβαλούσε στις παλάμες της ένα γυμνό κρανίο

και τ’ ακουμπούσε ανάμεσα στους αμφορείς. Κανείς πια δε μεθούσε.


Μια νύχτα, παίζοντας, αγόρια και κορίτσια, πάνω στο χορό, κάποιος

είχε την έμπνευση ν’ αλλάξουμε ρούχα — να φορέσουν τ’ αγόρια γυναικεία

κι εμείς αντρικά. Κι ήτανε μια παράξενη πληρότητα, μια αδέξια ελευθερία

μέσα σ’ αυτή την αλλαγή, — σαν ξένοι στον εαυτό μας και ταυτόχρονα

σωστοί και ειλικρινείς. Μονάχα η αδελφή μου

έμεινε με τα μαύρα ρούχα της, στη γωνιά, πετρωμένη,

επιτιμητική κι αντιπαθητική. Κατεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες,

βγήκαμε έξω στον κήπο, σκορπίσαμε. Τα κορίτσια,

ντυμένα αντρικά, ήταν πιο θαρρετά απ’ τα αγόρια. Κι είχε φεγγάρι —

ένα μεγάλο φεγγάρι σαν ταψί. Απ’ τα παράθυρα ερχόταν

η μουσική διυλισμένη απ’ τα φυλλώματα.

Ο Αίμων

φορούσε το δικό μου φόρεμα κι ήταν τόσο δικός μου

που χόρεψα μέσα στο σιντριβάνι και τα νερά κρουνελίζαν

στα μαλλιά μου, στους ώμους μου, στα μάγουλά μου,

σα να ’κλαιγα — λέει· ώσπου πάγωσα ολόκληρη κι ένιωσα να ’χω γίνει

ένα άγαλμα επίχρυσο του ίδιου του εαυτού μου, φωτισμένο απ’ το φεγγάρι,

άντικρυ στα τυφλά μάτια του πατέρα. Αυτό το ρίγος μού επανέρχεται ακόμη.


Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες η αδελφή μου.

Θαρρώ πως είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερε

πάνω σ’ ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδα

δυο λευκές κότες κι ένας κόκορας πολύχρωμος· — μου ’κανε εντύπωση

η άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κούραση;

μήπως υποταγή; γλυκιά σοφία του αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.


Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα. Ίσως αυτό

να ’ταν η δυστυχία της. Κι ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσως

θα ’θελε να ’ναι κάτι άλλο απ’ ό,τι είναι. Άλλος τ’ αντέχει περισσότερο ή λιγότερο,

άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο του ακατόρθωτου

να τριγυρνάμε γύρω γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει

κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας. Η αδελφή μου

αρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη η απελπισμένη.


Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόνταν,

την ώρα που κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδα

μπρος στο κελάρι της τραπεζαρίας, με μια γαβάθα πετιμέζι στην ποδιά της,

να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κι έφυγα.

Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια που φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.


Ποτέ δεν της το ’πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.

Πεινούσε κι εκείνη (και το ’ξερε). Μπορεί και ν’ αγαπούσε. Δεν το ανεχόταν

να σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία, που δεν ήταν, βέβαια,

δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατό της, — όχι·

μόνο την ώρα και τον τρόπο τού θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.

Κι αλήθεια, διάλεξε. Κι εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,

ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν η μόνη της ομολογία,

η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, η μόνη θηλυκή της γενναιότητα,

η τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπως

την πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.


Κι εκείνο τ’ άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζι

και το ’βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)

μια κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλά της. Εγώ κοίταζα αλλού. Στα παράθυρα

η μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο που ευχήθηκα μέσα μου

την τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαν

από τον κήπο ώς το περβάζι. Κι ένιωσα, πρώτη μου φορά, πως ο θάνατος

δεν είναι μαύρος, αλλά άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέτριες

τιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότε

είχε αποφασισμένο πια το θάνατό της, — παραμόνευε, περίμενε.


Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία —ποιά αμαρτία;—

γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ της

δεν ήταν η αδελφή μου τόσο ωραία, όσο νεκρή· εγώ μόνη μου

της έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκα

εκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),

της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστια

με καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσα

πενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι του λαιμού της,

τα σκουλαρίκια εκείνα με τους δυο γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βραχιόλια,

και μια φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. Έτσι, βαμμένη, στολισμένη,

είχε αποχτήσει μια παράξενη ομοιότητα μ’ εμένα.

«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώρα

είχε παραιτηθεί απ’ τις τρομερές της αποφάσεις, απ’ τους ηθικούς κανόνες,

απ’ όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,

είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.

Και πλάι της ο μνηστήρας της

γυμνός — (πώς γίνεται, με τόση ακρίβεια, μέσ’ απ’ το θάνατο

να διακρίνουμε το κάλλος του σώματος; — ίσως

γιατί ευωδιάζαν τα πορτοκαλάνθια που τους είχαν ραντίσει)

κι αυτή η γαμήλια νεότητα, ολοκληρωμένη κι απροστάτευτη —απόρθητη—


Κανείς σχεδόν δεν πρόσεχε το λείψανο της Ευρυδίκης. Οι γυναίκες

αργούσανε πολύ να σαβανώσουν τον Αίμονα, επιμέναν

να του πλένουν προσεχτικά πάλι και πάλι ένα ένα τα δάχτυλα

στα πόδια και στα χέρια, τις μασκάλες, τα στήθη, τα σκέλη,

κι η κίνησή του μαλακή (καθώς τον γύριζαν) της εγκατάλειψης,

ή μάλλον της παράδοσης, μου θύμισε κείνη τη νύχτα στον κήπο,

το μεγάλο φεγγάρι, το νερό που μ’ έβρεχε· — θα ’θελα πάλι

να του φορέσω τα ρούχα μου, — δεν τόλμησα. Μια πεταλούδα

πορτοκαλιά με μαύρες βούλες μπήκε απ’ το παράθυρο

και στάθηκε στο φύλο του. Τότε οι γυναίκες βάλαν μονομιάς τούς θρήνους

και τον έντυσαν γρήγορα. Τότε έγινε στ’ αλήθεια νεκρός.


Έξω, στο περιστύλιο, ακούστηκε ο άγριος βόγκος τού Κρέοντα

κι η κλαγγή του σπαθιού του υπογραμμίζοντας τη σιωπή των φρουρών του.


Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο

για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα

αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας.

Ο Αίμονας

είχε μακρύνει απ’ όλους· δεν ανήκε πια στην αδελφή μου

μήτε στους φίλους του. Μια μεγάλη ησυχία, σχεδόν μια ικανοποίηση —

αυτή η ανεπανόρθωτη φυσική στέρηση· — μια γαλήνια βεβαιότητα:

κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν υπάρχει·

η μνήμη το κρατάει ακέριο σε βαθιά αποκλειστικότητα

και μάλιστα εφαρμόζοντάς το κάποτε στους άλλους. Έχετε κάτι απ’ τον Αίμονα —

αυτή τη συστολή που φέρνει η δύναμη κι η ακεραιότητα· ιδίως το πηγούνι

μ’ αυτή την αυλακιά στη μέση.

Τα βράδια που κάθομαι δω μέσα,

δεν ξέρω γιατί κελαηδάνε ακόμη τα πουλιά στον κήπο· — ίσως γι’ αυτό —

για την καινούργια αυλακιά του αλετριού —

Οι νεκροί, ξέρετε,

πιάνουνε πάντα πολύ τόπο· — όσο μικροί κι ασήμαντοι,

μεγαλώνουν μεμιάς· γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι· δε βρίσκεις

μια γωνιά να σταθείς. Ακόμη κι η μητέρα,

τόσο σεμνή, συγκρατημένη πάντα της, αθόρυβη,

έχει αποχτήσει τώρα μια εξουσία απαραβίαστη

στ’ ανθοδοχεία, στα σκεύη της μαγειρικής, στ’ ασπρόρουχα,

στα πιο κλειστά παραπετάσματα, στις ώρες του απόβραδου,

όταν αρχίζει να βρέχει, και το μακρύ βελονάκι της

θαμποφέγγει προβαίνοντας απ’ το παλιό κανίσκι της των εργοχείρων —

αυτή ’ναι η θέση της μητέρας, το ύφος της μητέρας,

η στάση της, η σκέψη της — όλα είναι τώρα των νεκρών.


Κάποτε στέκομαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτη

για να χτενίσω τα μαλλιά μου. Το κρύσταλλο ολόκληρο

είναι γεμάτο απ’ το σώμα τους. Μονάχα κάτω απ’ τη μασχάλη τους,

καθώς ανοίγουν τα τεράστια χέρια τους σε μια χειρονομία απαγόρευσης,

πιάνω στιγμιαία ένα μικρό, στριμωγμένο κομμάτι του προσώπου μου

ή το ’να μάτι μου σα να ’μαι μονόφθαλμη. Πάνω στα σκαλοπάτια

έμεναν κάθε πρωί τα σκονισμένα χνάρια

απ’ τα γυμνά, μεγεθυσμένα πέλματά τους. Ήταν δύσκολο

ν’ ανέβω ή να κατέβω, μην πατήσω πάνω τους.

Ώσπου, μια μέρα,

άκουσα ν’ ανεβαίνει ο νέος μας κηπουρός δυο δυο τα σκαλοπάτια —

«Κυρία, Κυρία, ανθίσαν τα γαρίφαλα», φώναζε, λαχάνιαζε

κι ήταν έτοιμος να κλάψει σχεδόν. Στάζανε τα μαλλιά του

φρεσκοβρεγμένα. Ήταν Μάης. Κατέβηκα γρήγορα τη σκάλα.


Τα γαρίφαλα τὄντι είχαν ανθίσει. Ήταν εκεί το σιντριβάνι.

Βγάλαμε τα κλουβιά τα καναρίνια στο πεζούλι του κήπου,

τους πλύναμε τα φλιτζανάκια, αλλάξαμε νερό, βάλαμε καναβούρι·

προγευματίσαμε κάτω απ’ τα δέντρα. Είχε ζεστάνει η μέρα.

Πέρασα στα μαλλιά μου ένα γαρίφαλο. Το ψωμί ήταν νόστιμο.


Ίσως κι εκείνα τα γαρίφαλα να τα ’χε στείλει ο πατέρας σας. Ήξερε

πως αγαπούσα τα λουλούδια. Πάντα του, σαν ερχόταν στην πόλη,

μου ’φερνε στο μαντίλι του, μαζί με νοτισμένο χώμα

πατάτες από άγρια κυκλάμινα. Με βοηθούσε στο φύτεμα.

Θαρρώ πως θ’ ανθίζουν ακόμη στο πάνω μέρος του κήπου. Αν θα θέλατε

μπορούμε κάποτε να πάμε να δούμε.

Να του πείτε

πως πάντα τον θυμούμαι· τίποτα δεν έχει αλλάξει εντός μου,

τίποτα, ναι, — κι αυτό ’ναι το πικρό, την ώρα που όλα αλλάζουν

έξω και γύρω μας — σπίτια κι αμάξια, πρόσωπα και χέρια και όπλα,

χτενισιές και φορέματα και τα καπέλα που φορούσαμε —


Θυμάμαι τότε τους απογευματινούς μας περιπάτους με τ’ αμάξι —

εκείνα τα καπέλα μας όλο λουλούδια, κέρινα κεράσια, στάχυα,

κι εκείνες οι μακριές κορδέλες που ανεμίζανε πίσω μας, πέρα,

αγγίζοντας πότε πότε τ’ αυτιά μας σα φιλικά χαλινάρια

που τα τραβούσε ανάλαφρα ο αέρας, αναγκάζοντάς μας

να κρατάμε το πρόσωπο ψηλά, τραβώντας και το δέρμα μας στα μάγουλά μας

προς τα πίσω, βαθιά, σ’ ένα μεγάλο χαμόγελο (μπορεί και ν’ αντιγράφαμε

αθέλητά μας τ’ άλογα της άμαξας), — γαλάζιες, ρόδινες και κίτρινες κορδέλες,

πολύχρωμες ρίζες — σα να ’μαστε τάχα ουράνια δέντρα,

ελεύθερα δέντρα κινούμενα.

Κι η εσάρπα της μητέρας

φτεροκοπούσε ακόμη πιο μακριά σαν ένα διάφανο μαβί πουλί πελώριο.


Σαν έβγαινε ο αποσπερίτης, δεν ξέρω πώς, μου φαινότανε

πως άλλαζε μεμιάς ο θόρυβος απ’ την εσάρπα της·

γινόταν έτσι κάπως δυσοίωνος. Μ’ έπιανε φόβος

μην τυλιχτεί στο λαιμό της και την πνίξει, μη την τυλίξει ολόκληρη

όπως σπαργάνωναν παλιά τους νεκρούς.

Γυρίζαμε σπίτι,

βιαζόμαστε ν’ ανάψουμε τις λάμπες, να κάνουμε κάτι.

Οι δυο φανοστάτες της εισόδου φρουρούσαν τον πυλώνα. Αργότερα,

που ’βγαινε το φεγγάρι, ήταν όμοιο με πόρπη μιας αόρατης ζώνης

και πάνω του έτρεμε η σκιά ενός κύκνου ή πιθανόν η εσάρπα της μητέρας.


Ο μικρός αδελφός μου είχε μανία με τις πόρπες· είχε μαζέψει

μια ολόκληρη συλλογή απ’ αυτές, διαφόρων εποχών, αντρικές, γυναικείες,

από φαρδιούς πολεμικούς ζωστήρες ή από παλιές λεπτεπίλεπτες ζώνες —

περίεργα σχήματα, περίεργα σχέδια, περίεργες παραστάσεις

ανθρώπων, θεών, πουλιών, τεράτων.

Μια φορά μου τις έδειξε.

Έλαμπαν με ποικίλες λάμψεις το φθινοπωριάτικο εκείνο ηλιοβασίλεμα.

Δεν κατάλαβα τίποτα. Εκείνος μου εξηγούσε, μου εξηγούσε

σαν κάτι να ’θελε να κρύψει· κάτι μου έμενε ανεξήγητο,

κι αυτό ακριβώς μου ’χε αρέσει. Ίσως κι εκείνος αυτό να επιδίωκε,

δηλαδή ν’ αναδείξει το ανεξήγητο. Η κυρίαρχη λάμψη

ήταν ένα βαθύ βυσσινί καθώς το αίμα, ή χαλκοπράσινο

καθώς τα σπλάχνα του ανθρώπου. Μα εκείνο που μου ’μεινε πιότερο απ’ όλα

ήταν μια αίσθηση από ακμαία σώματα, γυμνά, μετά την κίνησή τους

ν’ αφαιρέσουν ανυπόμονα τη ζώνη τους. Όταν του το ’πα, θύμωσε. (Μα μήπως

υπάρχει τίποτα στον κόσμο πιο ανεξήγητο, πιο ασύλληπτο

από το τόσο απτό —κι ίσως γι’ αυτό,— το τόσο ευμετάβολο ανθρώπινο σώμα;)


Αυτός ήταν που πήγε στους Αργείους. Η αδελφή μου του ’χε αδυναμία.

Αυτός κι εκείνη ήταν απόλυτοι, εύθικτοι, άδικοι. Θέλω να πω

είχαν μιαν αντίληψη πολύ προσωπική της δικαιοσύνης. Δεν έβλεπαν

και το δίκιο των άλλων ή τη γενική αδικία. Έτσι χαθήκανε

κι αυτοί και οι άλλοι. Όμως τις πόρπες τις κρατώ· κι είναι το μόνο

που απομένει απ’ αυτόν. Κι όπως έμαθα αργότερα,

τις είχε συγκεντρώσει από ζώνες νεκρών. Αυτή η πληροφορία

δεν άλλαξε την πρώτη μου αίσθηση καθόλου, απεναντίας την υπογράμμισε.


Παράξενο, — μέσα σ’ όλες αυτές τις αλλαγές, τις ταραχές, τις ανακατατάξεις, όπως λένε,

να μένει μόνον, ξεχωρίζοντας καθάρια πάνω απ’ όλους τους θανάτους,

το ανθρώπινο σώμα, ανυπεράσπιστο, ανίδεο, αμετάπειστο, εξαίσιο. Θαρρώ

πως μόνο κάλλος είναι η άγνοια· μόνη αρετή η νεότητα· —

πόσο κρατάει κι αυτή; πόσο κρατάμε; Ανανεώνεται, θα πείτε,

με τις ερχόμενες γενεές· —όχι για μας, όχι για μας— ποιά, λοιπόν, η ανανέωση;


Θυμάμαι όταν σηκώναν τ’ αποφάγια απ’ το τραπέζι — κόκαλα, ψωμιά, κουκούτσια,

το μάτι μου έπαιρνε κρυφά, ξέρετε, εκείνες τις μαλαματένιες σπείρες

ελαστικές, μαγνητικές —τις φλούδες των πορτοκαλιών— σα να ’θελαν

να ξαναπάρουν το σχήμα τους. Μια αρχαία κραυγή μού ανέβαινε στο στόμα

«μη· μη·», — δεν έλεγα τίποτα· κοιτούσα. Πετούσαν τις φλούδες

πίσω απ’ τη μάντρα του προαύλιου. Δε σας συμβαίνει και σας πότε πότε;

Μια κρατημένη κραυγή. Κι οι νύχτες μύριζαν πορτοκαλόφλουδα.


Ευχαριστήστε τον πατέρα σας εκ μέρους μου για τα όμορφα δώρα του.

Περαστικά του. Καλές ώρες περάσαμε στα κτήματα —

τα μόνα ωραία μας καλοκαίρια. Εκεί γνωριστήκαμε

με τ’ άλογα, τα πλατάνια, τα νερά, — μπορώ να πω και με τ’ αστέρια. Εκεί μάθαμε

τα ονόματα των φυτών και των πουλιών —μελισσουργούς, καρδερίνες, κοτσύφια·—

μου φέρανε κάποτε μια πέρδικα σ’ ένα καλάθι· σε λίγες μέρες πέθανε

έτσι ανεξήγητα όπως πεθαίνει ένας άνθρωπος. Την έθαψα

κάτω απ’ τις δυο μηλιές. Δεν μπόρεσα να κλάψω. Φωνάζαν πιο πέρα

τ’ αγόρια που λουζόνταν στο ποτάμι. Σε λίγο, έτσι γυμνά, μουσκεμένα,

καβάλησαν τ’ άλογα ξεσέλωτα και χάθηκαν στο δάσος.


Ίσως ανάμεσά τους να ’σαστε κι εσείς. Εμένα δε μ’ άφηναν.

Εμένα με μαθαίναν χωριστά ιππασία, σ’ έναν περιφραγμένο χώρο

με τσουκνίδες, ξερόχορτα, μολόχες. Ήταν όμορφα τότε.

Μ’ άρεσε ξέχωρα ο τρύγος. Τα πάντα ευωδιάζανε μούστο,

το σπίτι, ο αέρας, το νερό, τα ρούχα, τα παράθυρα. Κοιτούσα

τα πόδια εκείνων που πατούσαν τα σταφύλια, κόκκινα, ολοκόκκινα,

σάμπως βαμμένα με αίμα σε μια ψεύτικη μάχη

που δεν της έλειπε ωστόσο μια ωραία αγριότητα. Κι έλεγα στη μητέρα:

«θα πρέπει οι γυναίκες τους να τους γλείψουν τα πόδια

μην πάει χαμένος τόσος μούστος». Κι η μητέρα γελούσε.


Κείνα τα βράδια ήταν πολύ μεγάλα. Ολάκερη η πλάση

μοσκοβολούσε σαν παχύρρευστη μουσταλευριά. Μυριάδες αστέρια

πασπάλιζαν τις στέρνες με λεπτή κανελόσκονη. Ένα άλογο

χλιμίντριζε μέσα στον ύπνο μας.

Το άλογο του Αίμονα, ξέρετε,

όταν χάθηκε εκείνος, δεν το κούνησε διόλου απ’ τον τάφο του.


Εγώ του πήγαινα τροφή, νερό, του ’δινα ζάχαρη μες στην παλάμη μου· —

δεν τα δοκίμασε. Σε μια βδομάδα πέθανε κι αυτό. Μετά ησυχάσανε τα πάντα.

Μοιράσαμε τα ρούχα τους. Κλειδώσαμε τις κάμαρές τους. Κανένας

δεν έλεγε πια τ’ όνομά τους. Σκεπάσαμε και τους καθρέφτες.


Μπορεί να σας είπε ο πατέρας σας τί δύσκολα χρόνια περάσαμε.

Τί κατάλαβαν, θε μου, τί κέρδισαν; — Σκοτούρες, σκοτούρες, καθήκοντα,

άσκοποι ηρωισμοί· — μεγάλες πόρτες άνοιγαν, έκλειναν στο ίδιο σκοτάδι·

γύψινα, χάλκινα, μαλαματένια, βελούδινα προσωπεία,

πονηρίες, κολακείες, μεταμφιέσεις, — να κρυφτούν από ποιόν;

από τον εαυτό τους; απ’ τους άλλους; απ’ τη μοίρα; Κι η αδηφαγία της δόξας —

θαρρώ πως κάθε δόξα στηρίζεται σε πάμπολλες παρεξηγήσεις

κι οπωσδήποτε στην άρνηση της ζωής — τί να την κάνεις;


Ένας άνθρωπος φώναζε κάτω απ’ τις πέτρες —ίσως και μέσα μας—

φώναζε, φώναζε· κανένας δεν άκουγε· βιάζονταν

να πάνε — πού; — να κάνουν — τί; Δεν είχαν μιαν ώρα δική τους

να γδυθούν, να πλαγιάσουν, να ονειρευτούν μες στο ίδιο τους το σώμα,

να κοιταχτούν σ’ έναν καθρέφτη, να κοιτάξουν έναν άλλον·

κοιτάζονταν μόνο στα μάτια των άλλων — τί να δουν εκεί μέσα;

ίσως εκείνο που ήθελαν, καθόλου εκείνο που ήσαν.

Μια μέρα,

μπήκε μες στην τραπεζαρία ένα πουλί. Σάστισαν όλοι·

δεν ήξεραν τί ν’ απαντήσουν, μόλο που κανείς δεν τους ρωτούσε· θύμωσαν·

«διώχτε το, διώχτε το», φώναζαν· σηκώνονταν απ’ τις καρέκλες τους, κουνούσαν τα χέρια τους·

έσπασαν δυο ποτήρια· το πουλί βγήκε απ’ το παράθυρο·

σκυμμένοι οι υπηρέτες μαζεύαν τα γυαλιά· — τους πρόσεξα:

μονάχα αυτοί χαμογελούσαν — ξέραν το πουλί· τους έκλεισα το μάτι

και χαμογέλασα μαζί τους. Πάντοτε οι αθώοι (δε νομίζετε;)

έχουν ύφος ενόχου. Το ξέρετε κι εσείς — είμαι βεβαία.


Ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο θρόνο.

Μόνον αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,

αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ’ άρεσε διόλου

να ’μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση

σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα σανδάλια μου,

να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο

έξω από το κρεβάτι μου.

Ο καημένος ο πατέρας —πάντα τον θυμάμαι—

είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι, γαντζωμένο

σ’ ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να το ρίξει· τόσο που κάποτε λέω

ίσως και να ’ταν καλό που τυφλώθηκε — ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσε

να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο λίγο

εκείνα που δεν είχε δει· κι ίσως έτσι, στ’ αλήθεια, να τα είδε· γιατί ώς τότε

έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά, κολακευμένη) μες στα βλέμματα

των φοβισμένων υπηκόων του· — κι εκείνους κι εκείνον

από παιδί πολύ τους λυπόμουν.

Ασήκωτο βάρος, νομίζω,

να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας

κυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά· — χώρια η απέραντη κείνη υποψία

προς όλους και προς όλα, — ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα

τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι

καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι

γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμος

έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρει τί σου ετοιμάζει.


Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι (πώς να γίνει;) —

φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’ τη γέννησή μας· φτάνει

ο θάνατος που μας παραμονεύει· — μ’ αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·

τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά τους. Χαλαρώνει το σώμα,

ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα μάτια,

ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσει

ένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μας

ήταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το νόμισμα, ένας φόβος

μη και μας πέσει, μην το χάσουμε· αχρηστευόταν το ’να μας χέρι,

αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.


Τώρα ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι, παραδόθηκε·

το νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που μέσα στην παλάμη

μένει βαθύ το χάραγμα από κείνο το ατέλειωτο σφίξιμο. Η σάρκα

μαλάκωσε, γαλήνεψε. Μπορείς πια να σαλεύεις

ελεύθερα και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς να βαδίζεις

κινώντας άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα στο άδειο —

μια αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο υπέροχο άσκοπο, ώσπου

ένα άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν ανάμεσα στα δόντια.


Κακά ’ν’ τα ψέματα — που ’λεγε κι ο πατέρας σας. Μες στο μαλακωμένο ετούτο σώμα,

μένει παντοτινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία· κι η αίσθηση εκείνη

μιας αδικαιολόγητης αργοπορίας. Συχνά οι γυναίκες, τέτοιες ώρες,

αγκαλιάζουν τ’ αγάλματα, φιλούν το πέτρινο στόμα τους, ονειρεύονται

πως πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ σας να δείτε τα χείλη

των αγαλμάτων βρεγμένα, είναι απ’ το σάλιο ερημωμένων γυναικών. Η μνήμη

είναι, βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως κι αυτή εξαντλείται,

της χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω τυχαίες, έστω ξένες.


Έχω διαλέξει τούτο το παράθυρο. Σκυμμένη δω πέρα, μισή μέσα, μισή έξω,

κοιτάζω, θυμάμαι. Δε μου ανήκει τίποτα. Μια μεγάλη ησυχία.

Αρχίζω πάλι να παρατηρώ τα δέντρα, τα πουλιά, τα χρώματα,

τα πόδια των κυνηγών που γυρνούν με το σούρπωμα· — τόσο ελεύθερη αισθάνομαι·

κάτι έχουν να μου πουν, να μου εκμυστηρευτούν. Κάποτε, ντρέπομαι

γι’ αυτή μου την καινούργια τρυφερότητα —παιδικότητα μάλλον—

που εγκαθίσταται άθελά μου στα χείλη μου, έτσι κάπως

σαν ένα χελιδόνι σε μια πεσμένη στέγη.

Παράξενο, αλήθεια —

πώς καταλάγιασε κείνος ο θόρυβος, —δε σ’ άφηνε τίποτε ν’ ακούσεις—

πώς έσβησε απόμακρα. Είμαι τάχατε εγώ; Ήμουν εγώ; Κόσμος ανέβαινε, κατέβαινε, τότε,

κάτι έλεγε ο ένας στ’ αυτί τ’ αλλουνού, — σπασμωδικές κινήσεις,

πολιτικοί, στρατιωτικοί, διπλωμάτες, — ω, τί άνθρωποι αποτρόπαιοι, θε μου,

σαν αποστηθισμένοι, αριθμημένοι, επαναλαμβανόμενοι. Δεν ήξερες τί μήνας, τί ώρα, τί χρόνος.


Πόλεμοι, επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις (πόσες φορές ξανάγιναν τα ίδια), —

σωρός οι στάχτες στις πλατείες απ’ τις φωτιές που ανάβαν

για τις μεγάλες γιορτές ή τους νεκρούς — ίδια στάχτη·

κάποτε καίγανε κι αυτούς που λίγο πριν τους ονομάζαν ήρωες.

Τα φύλλα της δάφνης είχαν χάσει εντελώς το νόημά τους.


Έκλεινες τα μάτια σα να ’κλεινες μια πόρτα σ’ ένα ξένο σπίτι,

να μη δεις, να μη σκέφτεσαι. Δολοπλοκίες, δωροδοκίες, προδοσίες·

οι πιο εύκαμπτοι στη ραχοκοκαλιά στέκονταν πάντα ψηλότερα·

Θηβαίοι, Αργείοι, Κορίνθιοι, Σπαρτιάτες, Αθηναίοι —ποιοί διοικούσαν, στ’ αλήθεια;—

μια μυστική εξουσία σα να κινούσε από μακριά τα νήματα·

έβγαιναν προσωπιδοφόροι τα μεσάνυχτα με δυνατά κλεφτοφάναρα·

ένα πρόσωπο, που το ’ξερες, γινόταν άξαφνα μια άσπρη αστραπή ή ένας γδούπος·

οι άνθρωποι μες στο φόβο σα να ’σμιγαν πάλι.

Ένα απόγευμα,

ψηλά, από τη σοφίτα ενός φτωχού σπουδαστή, ακούστηκε φλάουτο. Οι γυναίκες

μαζεύτηκαν κάτω στο δρόμο, γονάτιζαν, κλαίγανε. Ο τρελός, ξεκούμπωτος,

χτυπούσε με μια πέτρα το στήθος του· «μάνα μου, μάνα μου», φώναζε·

«μάνα μου, να πεθάνω, να πεθάνω», φώναζε·

πέρασε ένα καμιόνι σκεπασμένο· όλοι σκορπίσανε· το φλάουτο σώπασε·

ο τρελός ούρησε καταμεσής του δρόμου. Οι άνθρωποι χωρίσανε πάλι

αγνώριστοι, σφιγμένοι, ξένοι.

Μα ήμουν νέα τότε,

τόσο νέα που δεν το ’ξερα καν. Ξεχνούσα εύκολα. Στο παράθυρο εκείνο

απόμεινε κρεμάμενο, αλαφροσαλεύοντας, δεμένο με σπάγγο,

ένα μικρό τριαντάφυλλο. Τόσο μόνο. Ξεράθηκε κι εκείνο.


Χτυπούσαν οι καμπάνες· σώπαιναν. Άνθρωποι εφτάναν, φεύγανε, τρέχαν.

Κάποτε πιάνανε καταρρακτώδεις βροχές· πλημμύριζαν οι στέρνες μες στα σπίτια·

έλεγες όλα θα τα πάρει το νερό, θα τα τραβήξει στη θάλασσα, θα τα ξεπλύνει.

Έβγαινε πάλι ο ήλιος· στέγνωναν· δεν άλλαζε τίποτα. Ο κήπος

έκανε τον αθώο· λάμπαν τα γαρίφαλα. Πάνω απ’ τον κήπο

κροτούσαν τα τυπογραφεία, οι γραφομηχανές. Ίδιοι άνθρωποι μ’ άλλα προσωπεία,

κουρντισμένοι, ξεκούρντιστοι, μπαίναν στις αίθουσες, καθόνταν

μπρος σε μεγάλα, μαύρα, αστραφτερά, δικαστικά τραπέζια,

τα χέρια τους ήταν μεγάλες, άπληστες, λυμφατικές αράχνες,

ξετύλιγαν ρουλά χαρτιά· διάβαζαν· έγραφαν· σφράγιζαν·

έστελναν άλλα χαρτιά· χειρονομούσαν· άνοιγαν διάπλατα το στόμα,

φωνή, κραυγή δεν έβγαινε — μια μαύρη τρύπα στον αέρα·

μπορεί και να φωνάζαν «ζήτω» ή «κάτω» — δεν ξεχώριζα τίποτα·


μόνο ένας φόβος ξεχώριζε· δεν ήξερα τότε γιατί· απορούσα

πώς μπορεί να φοβούνται οι μηχανές, τα τραπέζια, οι καρέκλες,

το στόμα του καπνοδόχου, το μισοτελειωμένο κρασί στο ποτήρι,

η ψημένη κότα στην πιατέλα, ένα πιρούνι υψωμένο πάνω απ’ το πιάτο —

κι έμενε εκεί παγωμένο.

Κάτι όμορφοι αγγελιαφόροι καταφτάναν·

ανοίγαν κι εκείνοι το στόμα τους· ήχος δεν έβγαινε·

μα ήταν αλλιώς αυτοί· λαχανιάζαν· μας άρεσε

εκείνο το λαχάνιασμά τους· φαινόταν κι η γλώσσα τους

κόκκινη, κατακόκκινη, σα να ’ταν πολύ καλοκαίρι με ποτάμια και δέντρα.


Έστελναν τότε και φωνάζαν τον τυφλό γερο-μάντη. Ένα γλυκό παιδόπουλο

τον κρατούσε απ’ το χέρι. Μεγαλόπρεπος, παμπόνηρος, ωραίος,

με τη μακριά γενειάδα του ώς τα γόνατα, με τα άδεια μεγάλα του μάτια

(θαρρούσα πως υποκρινόταν τον τυφλό και πως τα γένια του ήταν ψεύτικα)

με τη δεσποτική του ράβδο, — απόπνεε νηνεμία, μακαριότητα, πληρότητα·

γνώριζε —λέγανε— τη γλώσσα των πουλιών, της φωτιάς, της σιωπής, των ανέμων·

ένα περιστέρι καθόταν στον ώμο του.

Η αδελφή μου τον φοβόταν,

κρυβόταν πίσω απ’ τη ράχη του ή πήγαινε στ’ άλλο δωμάτιο

κι ήμουν βεβαία πως από κει θα κρυφάκουγε. Εγώ τον αγαπούσα. Μια μέρα

μου ’πιασε το πηγούνι, μου σήκωσε το πρόσωπο. «Θα ’σουνα πιο όμορφη —μου είπε—

αν ήσουν αγόρι». «Είμαι», του είπα. Γελάσαμε

κι οι δυο σαν συνένοχοι. Οι άλλοι οργίζονταν μαζί του

σα να ’φταιγε αυτός για όσα τους μέλλονταν. Χτυπούσε το ραβδί του κι έφευγε.

Πίσω του μέναν κάτι πούπουλα μαύρα, λευκά ή χρυσορόδινα.


Για λίγο γινόταν μια μεγάλη σιωπή, σαν όλα να ’χαν χάσει

τη σημασία τους και το βάρος τους. Μια γαλήνια χαλάρωση

σερνόταν πίσω απ’ τα γόνατα. Κανένας δεν έδιωχνε

τη γάτα που ’χε ανέβει στο τραπέζι και μασούσε ένα ψάρι. Στα τζάμια του παράθυρου

το φως χυνόταν υπόλευκο, πεπλατυσμένο. Κι αμέσως μετά

χτυπούσαν ξέφρενα τα τύμπανα. Μια σάλπιγγα πάνω στο φρούριο

και μια άλλη απέναντι, μέσ’ απ’ τα λιόδεντρα. Τις νύχτες

ανάβανε φωτιές από λόφο σε λόφο. Πυρσοφόροι περνούσαν,

μια οπή τεράστια ανοιγόταν στο σκοτάδι· διακρινόταν το χάος. Και πάλι

η νύχτα κρυβόταν μες στη νύχτα. Όλοι κρυβόνταν. Δεν καταλάβαινα τίποτα.


Πότε μας βάζαν ν’ απαγγείλουμε κάτι ποιήματα μπροστά σε ξένους.

Εμείς, παιδιά, δε θέλαμε. Κλαίγαμε. Πότε να προσφέρουμε

μιαν ανθοδέσμη σ’ έναν άσκημο, αδύνατο γέρο με ψεύτικες μασέλες. Πότε

μας βγάζαν κι εμάς στον εξώστη να χαιρετίσουμε τα πλήθη. Πότε μας κρύβαν

κάτω στα υπόγεια με τα μεγάλα κιούπια. Κοιτούσαμε τις αράχνες·

έσταζε το κερί· παίρναμε τις ζεστές σταγόνες· φτιάχναμε

λαγούς, αλέτρια, βάρκες ή γυμνά ανθρωπάκια. Πότε μας στέλναν,

νύχτα, με συνοδεία, στα χτήματα, κοντά στον πατέρα σας.


Δεν προφταίναμε να βγάλουμε τα σαντάλια μας, να σεργιανίσουμε στη χλόη,

να κόψουμε μόνες ένα μήλο. Μας έπαιρναν πάλι.

Άλλαζαν οι σημαίες στα φρούρια, στα δημόσια κτίρια. Ποιός νίκησε τάχα; Ποιός νικήθηκε;


Οι καβαλάρηδες πηδούσαν απ’ τ’ άλογα, βγάζαν τις σέλες,

τις κουβαλούσαν στο διάδρομο· κάθονταν στα σκαμνιά· βγάζαν τις ζώνες τους·

βγάζαν τις μπότες τους. Τα πόδια τους ήταν μεγάλα.

Μύριζαν πεύκο και τραγίλα. Οι γυναίκες προφασίζονταν τις συναχωμένες·

έσφιγγαν το μύλο του καφέ μπροστά στο παράθυρο, ώσπου να βγει το φεγγάρι.


Τότε, νομίζω, κατέβαιναν οι αλεπούδες κι οι λύκοι απ’ το δάσος.

Έλαμπε ολόκληρη η νύχτα σαν ασβεστωμένη.

Το ποτάμι στεκόταν· δεν έτρεχε. Οι πέτρες ήταν άσπρες.

Μπρος στα κρεβάτια χάσκαν οι μεγάλες μπότες των ιππέων.

Ο πιο μικρός ζεσταινόταν· γδύθηκε ολόκληρος·

πέρασε πίσω απ’ την κουρτίνα· η κουρτίνα φωτιζόταν.

Μαλαματένια φύλλα πέφταν στις ταράτσες. Οι πετεινοί φωνάζαν.


Τότε περίπου τυφλώθηκε ο πατέρας. Μονομιάς όλα γίνηκαν

κόκκινα, κατακόκκινα με πράσινες βούλες,

κόκκινα και τα πιάτα με μια τρύπα στη μέση. Λίγο αργότερα,

ακούστηκαν και πάλι σάλπιγγες. Οι άντρες τιναχτήκαν απ’ τον ύπνο τους,

ζώνονταν τα σπαθιά τους, πηδούσανε στ’ άλογα. Ένας ίσκιος πελώριος

απόμενε στο προαύλιο — ίσως να ’ταν απ’ τ’ ορθρινό φεγγάρι,

ίσως από το φτερωτό μαρμάρινο λιοντάρι του πανάρχαιου πύργου.


Οι θέσεις τους επάνω στα κρεβάτια μέναν για λίγο ζεστές. Μετά κρυώνανε.

Εκεί κουλουριαζόνταν οι γυναίκες και κλαίγαν. Η αδελφή μου

μέρα τη μέρα αδυνάτιζε· γινόταν πιο σκληρή· χλώμιαζε·

απόφευγε τον Αίμονα και μένα. Έβγαινε μόνη τ’ απογεύματα.

Ίσως να πήγαινε ώς τις πύλες των Θηβών, ίσως και να κουβέντιαζε

με κείνη τη λεοντόκορμη γυναίκα. Τα μάτια της σε κάρφωναν

με δυο παγωμένα ερωτήματα, κι ας μη σε κοιτούσε.

Φανερό πως περίμενε κάτι έκτακτο. Τις νύχτες δεν κοιμόμασταν.


Τα σεντόνια πέφταν στο πάτωμα. Πολλές φορές έκανα πως κοιμάμαι·

την παρακολουθούσα — πλαγιασμένην πιο κει σε ασάλευτη ένταση. Μια νύχτα

το φεγγαρόφωτο είχε εισδύσει στο δωμάτιο, την έλουζε ώς τη μέση·

την είδα να κινεί τα φωτισμένα δάχτυλά της σα χορεύτρια, σαν ιέρεια,

σα να ’πλεκε ένα αόρατο σκοινί, σα να ’γραφε αριθμούς στον αέρα·

κάτι μετρούσε — ίσως τα χρόνια της (ή μήπως την ανυπαρξία;)

ύστερα τα ’φερε γύρω στο λαιμό της, τ’ άφησε εκεί ασημένια,

και μονομιάς τινάχτηκε σα να τρόμαξε. Σηκώθηκε,

πήρε την άσπρη δαντελένια ομπρέλα της μητέρας, την άνοιξε

και κάθισε κάτω της, συμμαζεμένη στο κρεβάτι, σαν για να προφυλαχτεί

απ’ το φεγγάρι ή απ’ τους ίσκιους της νύχτας. Έμοιαζε έτσι

σα να ’ταν όλη τρυπημένη από μικρούς ασημογάλανους μαιάνδρους.


Μα ίσως στο μεταξύ να με είχε πάρει ο ύπνος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου

είδα τα μαντεμένια πόδια των κρεβατιών πανίσχυρα, τριχωτά, κτηνώδη.

Άκουσα που περνούσε ο σταμνάς για τη δουλειά του. Κοίταξα απ’ το παράθυρο.

Στο δρόμο ήταν άδεια πακέτα από τσιγάρα, σημαιούλες, χαρτοπετσέτες, φυσίγγια.

Πίσω απ’ τα κυπαρίσσια φαινόταν η μάντρα του μαρμαράδικου

μ’ έναν τεράστιο χάλκινο ιππέα. Μια μέρα

ακούστηκε ένας τρομερός, άγνωστος θόρυβος. Μες στην τραπεζαρία,

καταμεσής στο τραπέζι με το πρόγευμα, είχε πέσει

ο μεγάλος πολυέλαιος. Μπορούσες πια να περιμένεις τα πάντα.


Δεν έμειναν παρά κομμάτια κρύσταλλο και λάμψεις. Στην πόρτα

στέκονταν δυο πανύψηλοι κουτσοί με δεκανίκια.

Οι υπηρέτριες τους έδιωξαν. Οι άντρες είχαν φύγει.

Όλος ο κόσμος άδειασε μεμιάς. Οι γυναίκες δε βάφονταν.

Σέρναν αργά τις παντόφλες τους. Ξεχνούσαν ν’ ανάψουν τις λάμπες.

Κάνανε το σταυρό τους πίσω απ’ τα μαλλιά τους. Οι τσουκνίδες μεγάλωναν στους κήπους.

Μες στον κισσό είχαν κρύψει τα κλειδιά. Τ’ άλογο του πατέρα, γερασμένο,

εξαφανίστηκε ένα βράδυ. Δεν ξαναγύρισε. Κάποιο παλιό του πέταλο

το κρέμασαν στην πόρτα της αποθήκης. Το σκοινί του

το δέσαν σε δυο δέντρα για τα ρούχα της μπουγάδας.


Στιγμές στιγμές, μέσα στη γενική αναστάτωση, γινόταν

μια τεράστια σιωπή, τρομερά διάφανη. Τα πάντα αποκτούσαν

μιαν άλλη οπτική και ηχητική, ένα άλλο ενδιαφέρον,

εκείνο το γεμάτο αδιαφορία. Τα κοιτούσες κατάματα· τ’ άκουγες.

Οι κότες μπαίναν στο νεκροταφείο, σκαλίζαν όλη μέρα·

έκαναν κάτι θεόρατα αυγά, όπου τύχει, μες στις μαργαρίτες,

κάτω απ’ το δεντρολίβανο, στο δρόμο ή στις καρέκλες. Ένα αόρατο χέρι

αφαιρούσε ένα ένα τα μεγάλα σκουριασμένα καρφιά από τις πόρτες.

Οι μύγες ξύπναγαν νωρίς, χτυπούσαν δυνατά τα τζάμια.


Έξω απ’ τα τείχη πληθαίναν οι νεκροί. Ήμουνα πάντα περίεργη

για τους νεκρούς· — όχι προσπάθεια εξοικείωσης με το θάνατο

ούτε και συμφιλίωσης. Κάποτε ξέφευγα την επιτήρηση

της μητέρας και των παιδαγωγών· σκαρφάλωνα στο φρούριο· κοίταζα

μέσ’ απ’ τις πολεμίστρες· — κουβαλούσαν τους νεκρούς σε χειραμάξια, σε φορεία, σε σκάλες·

άλλοι απομέναν πλαγιασμένοι κάτω στην πεδιάδα, σε όμορφες στάσεις,

ήσυχοι, νέοι, ωραίοι, πλάι στα σκοτωμένα άλογά τους. Τους έβλεπα

χωρίς καθόλου θλίψη, — ωραίοι, σαν ταγμένοι στον έρωτα.

Ώσπου ήρθαν οι δικοί μας νεκροί· και μεμιάς μεγαλώσαμε.


Είδα την αδελφή μου στην αυλή τα χαράματα —σημαδεμένη απ’ τη μοίρα—

κατάχλωμη. Τα χέρια της, το φόρεμά της, τα μαλλιά της όλο χώματα.

Τ’ αγιάζι το πρωινό μάς περόνιαζε. Τρέμαμε. Η μέρα κατέβαινε

απέραντα άσπρη, διάτρητη με μαύρα κοράκια.


Τί κατάλαβαν, θε μου, τί κέρδισαν; Τα άλλα τα ξέρετε.

Δεν απόμεινε τίποτα. Μόνο η πέτρινη Σφίγγα πάνω στο βράχο

έξω απ’ τις πύλες των Θηβών, αδιάφορη, απερίσπαστη —

δε θέτει πια ερωτήματα. Κόπασε ο μάταιος θόρυβος. Άδειασε ο χρόνος.

Μια ατέλειωτη Κυριακή με κλεισμένα παράθυρα. Απίστευτο

τα βράδια του καλοκαιριού να ποτίζουν ακόμη τους κήπους.


Μια τάφρος σιωπής — όπως είπατε. Κοιτάχτε, βγήκε το φεγγάρι.

Ακούγεται έξω και το σιντριβάνι. Δεν το ακούτε; Τα χέρια σας

διατηρούν ακόμη τους ωραίους ρόζους της αγροτικής δουλειάς. Ελπίζω

να μη μείνετε μονίμως στο στρατό. Σαν λήξει η θητεία σας

επιστρέψτε στα κτήματα, κοντά στον πατέρα σας. Η πόρτα ετούτη

οδηγεί κατευθείαν στο διαμέρισμά μου. Ο διάδρομος που βγάζει στο νότο

δε φρουρείται ποτέ. Χτυπήστε εφτά φορές. Μεσάνυχτα. Θα σας ανοίξω.

Θα ’θελα να σας δώσω κάτι μικροπράματα για τον πατέρα σας.


Κάτι κοστούμια του Αίμονα —τα ’χω κρατήσει στη ντουλάπα—

θα σας πηγαίνουν μια χαρά φαντάζομαι. Και το καινούργιο του ξίφος,

από χρυσάφι, ελεφαντόδοντο, ρουμπίνια, — δεν πρόφτασε

να το ζώσει στη μέση του. Είναι όμορφη η νύχτα. Προσέχτε τη σκάλα.


(Έχει σκοτεινιάσει. Μπαίνει στο διαμέρισμά της ενώ ακούγονται ακόμη τα βήματα του νεαρού αξιωματικού στη σκάλα. Ζητάει ψηλαφητά τα σπίρτα στο μικρό τραπέζι. Ανάβει και τα τρία κεριά στο κηροπήγιο. Χτυπάει τον κρεμασμένο, μετάλλινο δίσκο. Έρχεται η Τροφός. «Δε θα δειπνήσω απόψε», λέει. "Δε θα σε χρειαστώ. Μπορείς να πλαγιάσεις. Α, ναι, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και να κουρντίσεις κείνο το εκκρεμές στην αίθουσα. Το ξεχάσαμε. Πάρε και κείνο το καλάθι με τα φρούτα. Τη γλάστρα βάλ’ την στο παράθυρο". Σε λίγο της έφερε το νερό. Έφυγε. Ησυχία. Κλειδώνει και τις δυο πόρτες. Ακούγεται τώρα και το ρολόι από δίπλα. 9. 9 και τέταρτο. 10. 10 και μισή. Μπροστά στον καθρέφτη. Ξεβάφεται. Γδύνεται. Πεσμένα στήθη. Σημάδια απ’ το σφίξιμο του κορσέ στην κοιλιά. Οι δαχτυλιές του χρόνου στους μηρούς. 11. Βγάζει τα περιδέραια. Το δέρμα, κάτω απ’ το σαγόνι, χαλαρό, κρεμασμένο. 11 και τέταρτο. Παίρνει το κηροπήγιο στ’ αριστερό της χέρι. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Με τον παράμεσο του δεξιού χεριού τραβάει το δέρμα κάτω απ’ τα μάτια. Ο βολβός θολός μ’ ένα λεπτό δίχτυ κόκκινες φλέβες. Φέρνει τώρα τα δάχτυλά της στα βαμμένα μαλλιά. Οι ρίζες άσπρες. Έκφραση ναυτίας στο ακίνητο πρόσωπο. Τραβηγμένες οι άκρες των χειλιών. 11 και μισή. Αρχίζει να βάφεται. Ντύνεται μ’ ένα κόκκινο φόρεμα. Φοράει πάλι τα κοσμήματα. Ξαπλώνει στην κόκκινη, βελουδένια πολυθρόνα, αντίκρυ στον καθρέφτη. Κλείνει τα μάτια. 12. Εφτά χτυπήματα σιγανά στην πόρτα. Σιωπή. Και πάλι εφτά χτυπήματα, πιο δυνατά. Σιωπή. Και πάλι τα χτυπήματα. Ύστερα, τίποτα. Μεγάλη σιωπή. Το ποτήρι γυαλίζει. Σηκώνεται. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Βάφεται πάλι. Άσπρη σα γύψος. Τα μάτια πελώρια, κατάμαυρα. Ένα γύψινο προσωπείο. Αλλάζει. Φοράει ένα φόρεμα της αδελφής της, κλειστό, ριχτό, πτυχωτό, καστανόχρωμο. Βάζει μια ζώνη με φαρδιά πόρπη. Ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Κάτι παίρνει. Με τη ράχη γυρισμένη στο κηροπήγιο και στον καθρέφτη, πίνει με μικρές διακεκομμένες γουλιές το νερό, σα να παίρνει ασπιρίνες. Ξαπλώνει στο κρεβάτι ντυμένη και με τα σαντάλια της. Ακίνητη. Ήσυχη. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Κοιμήθηκε; Απ’ την πλαϊνή αίθουσα ακούγεται το ρολόι).


ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης–Δεκέμβρης 1966, ΣΑΜΟΣ, Δεκέβρης 1971


Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού

(Στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού, ένα παλιό μισοερειπωμένο αρχοντικό. Φθινοπωριάτικο βράδυ. Σ’ ένα υπνοδωμάτιο του σπιτιού, η μεγάλη ανύπαντρη κόρη, κάπου 70 χρονώ, μιλάει στην παλιά τροφό της. Η Τροφός θα ’ναι περισσότερο από 100 χρονώ, ίσως και 200. Μοιάζει με μια ταριχευμένη αιωνιότητα, απόλυτα σιωπηλή, υπομονετική, αινιγματική, σαν ζυμωμένη με χώμα που, απ’ τον παλιό καιρό, έχει σκάσει ο πηλός τόπους τόπους. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν η σιωπή της είναι κούραση, σοφία, άγνοια, ανοχή, κατανόηση, γενική καταδίκη, γενική παραδοχή, στοργή, κατάφαση, άρνηση, εχθρότητα, ηλιθιότητα ή ένα δικό της ξεχωριστό όνειρο. Το υπόλοιπο σπίτι φαίνεται ακατοίκητο. Μια νυχτερίδα χτύπησε στο τζάμι. Πότε πότε, η φωνή μιας κουκουβάγιας ακούγεται απ’ το βουνό, ανάμεσα στα λόγια της αιώνιας παρθένου):


Νένα, μη σβήσεις ακόμη το φως. Κάθισε λίγο μαζί μου.

Σαν σβήνει το φως, δεν έχω πια πού να μείνω,

χάνω τον ορισμένο χώρο, τον σχεδόν δικό μου. Νιώθω τότε

την κυριαρχία του πελώριου βουνού πάνω στη μοίρα μας· — αυτό το βουνό


όρθιο μπροστά στο παράθυρο, κλείνοντας το παράθυρο,

κολλημένο στο σπίτι — δεν αφήνει το σπίτι ν’ ανασάνει,

ιδίως απ’ το μέρος του γυναικωνίτη. Μ’ ένα κομμάτι βράχο,

φραγμένο το παράθυρο. Από παιδί το φοβόμουν. Τ’ απογεύματα

έπεφτε ο ίσκιος του νωρίς, βούλιαζε ολόκληρο στο σπίτι·


μόνο το υδραγωγείο, σκαμμένο μέσα στο βουνό,

είχε μια κάποιαν ανεξαρτησία, μια φωνή δική του,

σαν έντερο τεράστιο, μαλακό, που τρυπούσε την πέτρα

και λειτουργούσε μόνο του με το νερό, με σκοπό και με θέληση

κάπου να πάει, κάτι να κάνει, αψηφώντας

το βουνό και τον ίσκιο του βουνού.

Στα παιδικά μου χρόνια,

τις νύχτες, στο κρεβάτι, όταν σβήναν οι λυχνίες

κι η κάπνα γαλάνιζε μες στο σκοτάδι, πριν απ’ τον ύπνο,

άκουγα το πελώριο πέλμα του βουνού να σηκώνεται

για να πατήσει μες στην κάμαρα, και τότε

αυτό το υδραγωγείο σκεφτόμουνα για να πάρω κουράγιο,

αυτό μονάχα με υπεράσπιζε·

και μια μικρή αντιφεγγιά στο ασημένιο καντηλέρι

ήταν σαν ένα χέρι λιγνό που ’χε επιζήσει απ’ τον ίσκιο του βουνού,

ένα χέρι που κρατούσε κι εμένα στην επιφάνεια

κι έτσι μπορούσα κάπως να κοιμηθώ, ξέροντας

πως πάνω μου υπάρχει ένα άνοιγμα ή ένας μικρός γάντζος

απ’ όπου, το πρωί, θα μπορούσα να πιαστώ, να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.


Απ’ την άλλη μεριά του σπιτιού

ήταν ο μέγας κάμπος ανοιχτός (λέω: ήταν,

σα να μην είναι πια το σπίτι μας, σαν να μην είμαστε)·

όμως κι εκεί σκοτείνιαζε μεμιάς μέσα στο δείλι

κι ήταν αόριστη η έκταση, επίβουλη η θέα, —

μόνο ένα σύννεφο, κάποτε, τρυφερό, βιολετί,

αρμένιζε μοναχικό μες στο θολό ουρανό, πάνω απ’ την κατασκότεινη πεδιάδα,

σαν ένας μικρός, ξεριζωμένος κήπος

ή σα μια διάφανη τριήρης μετέωρη

από κάποιον αντικατοπτρισμό μακρινής, αόρατης θάλασσας

φωτισμένης από μέσα έτσι που να προβάλλονται

οι ρόδινες σκιές των πλεούμενων στον αέρα του λυκόφωτος.


Με τρόμαζε κι αυτό, ίσως πιότερο

κι απ’ το βουνό, σα να ’ταν κάτι να μας πάρουν

ή κάτι να μας φέρουν κι είμαστε απροετοίμαστοι —

γι’ αυτό σου ’λεγα τότε ν’ ανάψεις τις λάμπες

να λήξει αυτή η αναμονή κι η αβεβαιότητα

να μείνει ολόκληρη η απόφαση της νύχτας

και το επικυρωμένο, το παραδεγμένο βάρος της

μαζί με την αιώνια προαίσθηση πως μετά τα μεσάνυχτα

δώδεκα προσωπιδοφόροι θ’ αποκεφαλίζανε

τα δυο πέτρινα λιοντάρια της πύλης, — όπως κι έγινε.


Αν έμενα κάποιες φορές ώς αργά στο προαύλιο,

δεν ήταν για να υποδεχτώ τη φίλη μου τη νύχτα (γιατί φίλη μου;)

να μου δανείσει το σκοτεινό της ένδυμα, να μ’ εξοικειώσει

μ’ αυτό το μόνιμο φόρεμα του πένθους, άβγαλτο από πάνω μου

απ’ τα δέκα μου χρόνια, σα να ’ταν το πετσί μου, — όχι,

ήταν να δω τις τελευταίες ανταύγειες του ηλιογέρματος

στα τζάμια των σπιτιών, κάτω στον κάμπο,

σαν σινιάλα φωτιάς άγρυπνων, μυστικών φυλάκων

από λόφο σε λόφο, από προάστιο σε προάστιο,

για κάτι άλλο επιτέλους· ώσπου ν’ ανάψουν τ’ άστρα και τα φώτα

πίσω απ’ τα παράθυρα, κι όλη η ρευστότητα του απόβραδου

να γίνει ένα μπράτσο ορισμένο, ένα μπράτσο κατάστικτο, — το μπράτσο

ενός φυλακισμένου που δεν είναι παρά φυλακισμένος.


Δεν ξέρω, απόψε νιώθω την ανάγκη να μιλήσω, — τώρα

που τίποτα πια δε σημαίνει να μιλήσω ή όχι. Τούτο το απόγευμα

ήτανε τόσο μακρινό κι αδιάφορο που σου άφηνε κάποια ελευθερία.

Θυμάσαι κείνα τ’ απογεύματα; — είχαν μια γκρίζα εχθρότητα

μες στην ευγενική τάχα χλωμάδα τους· άκουγα τους ίσκιους

να πέφτουν από τις γερμένες στέγες στάλα στάλα,

μια αόρατη, άηχη βροχή — προπάντων τα λούκια

σαν κουρασμένα λαρύγγια μπουκωμένα σιωπή,

κι η σκιά στρογγύλευε μέσα τους και κόβονταν

σε σκοτεινά, ανεξαργύρωτα νομίσματα που πέφταν απ’ το στόμιο

στο χώμα χαμηλά κι αφομοιώνονταν απ’ το χώμα. Τί να μιλήσω

μια κι ο χρόνος έχει περάσει πια για μένα, και σε τίποτα

δε με ωφελεί η εξομολόγηση κι ούτε κανέναν άλλον

κι ούτε έχω διάθεση να σκέφτομαι ωφέλειες και χρέη —


Κάτι τέτοια ποτέ δε μ’ απασχόλησαν —πολύ λιγότερο τώρα—

μα ίσως και να τα σκέφτηκα —δε θυμάμαι, δεν ξέρω—

κι ίσως και τώρα ακόμη κάτι να ζητώ να καρπωθώ

κι ίσως μάλιστα και κάποιον να ωφελήσω —ποιόν;— δε θέλω να ρωτιέμαι,

δε θέλω πια να παρακολουθούμαι. Αρκεί. Μονάχοι μας φθειρόμαστε

πιότερο απ’ όσο μας φθείρουν τα γεγονότα κι ο χρόνος.


Νένα, πώς απομείναμε έτσι οι δυο μας; — εσύ η πιο γριούλα

κι εγώ η πιο κουρασμένη, — εσύ μονάχα να θυμάσαι

κι εγώ να σκέφτομαι και να ξεχνάω — οι δυο μας

σ’ ένα σημείο απόλυτο καθένας μιας δικής του ματαιότητας —

εσύ ίσως όχι· βλέπω πάντα τα χέρια σου να τρέμουν

όταν ανάβουν κάθε βράδυ το σπίρτο — μήπως τάχα

απ’ τη συγκίνηση που εργάζονται ακόμη

ή μήπως απ’ το φόβο γι’ αυτά που εξαφανίζονται απ’ το φως

ή για κείνα που δείχνονται στο φως; Πώς έχουμε ζήσει;

Και τούτο το βουνό πώς τ’ αντέξαμε; — μια πέτρινη παλάμη

μαύρη, βαριά, πάνω στο στήθος μας, απ’ το χάραμα κιόλας

όταν ελάχιστα αστέρια μουδιασμένα, σα στάλες

από άσπρο κερί σ’ ένα στιλπνό σανίδι, αυτοδιαλύονταν

σαν αποσιωπήσεις του δικού μας ύπνου, αποφεύγοντας

να πουν για τις τέσσερις λαμπάδες που έλιωσαν

στις τέσσερις γωνιές ενός μεγάλου φερέτρου.


Τις νύχτες του χειμώνα, σαν έβρεχε,

κατέβαιναν ορμητικά ποτάμια απ’ το βουνό· συλλογιζόμουνα

πως θα σαρώσουν το σπίτι, τις κολόνες, τους τάφους

κι ακόμη το ίδιο το βουνό — κι ήταν μια παρηγόρια

πάντοτε το νερό —μια ιδέα κίνησης— μια ιδέα

πως μες στη γενική καταστροφή θα καταστρέφονταν

κι ό,τι μας είχε καταστρέψει.

Το καλοκαίρι πάλι,

έκαιγε ακέριο το βουνό σαν καμίνι,

άχνιζε με τα πέτρινα ρουθούνια του, σαν παράξενο τέρας,

το καυτερό του χνότο καταπρόσωπο στο σπίτι μας· διατηρούσε τη ζέστα

πιο πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, ώς τις 2 ή τις 3. Και τα τζιτζίκια

ανόητα, ματαιόσχολα, όλη μέρα (και τη νύχτα ακόμη)

χτυπούσαν στα μικρά ταμπούρλα τους το σύνθημα

ενός φωτεινού συναγερμού, χωρίς αιτία ή κίνδυνο

ή τουλάχιστον κίνδυνο ορατό — τα συνηθίσαμε κι αυτά· σχεδόν πια δεν ακούγαμε

αυτούς τους φλύαρους νάνους στρατιώτες των ζεστών μεσημεριών

μέσα σε καλοκαίρια τόσο απέραντα και φωτεινά σαν πεθαμένα

όταν η λιγοστή δροσιά κατέφευγε στις σκεπασμένες στέρνες

ή στις στοές των νεκρών όπου λιώναν τα ρούχα τους

και σκούριαζαν απ’ την υγρασία οι χρυσές υδρίες που αποθέσαμε πλάι τους.


Τότε το μόνο που σου θύμιζε πως είσαι ζωντανός

ήταν ο ιδρώς στο μέτωπό σου που μούσκευε το μαξιλάρι

και προπάντων ο ιδρώς στο λαιμό σου

μ’ αυτήν την ταπεινωτικήν ενόχληση και την επίγνωση

για τη μικρότητα αυτής της ενόχλησης που επεκτεινόταν

σε μιαν απέραντη, διεισδυτική δυσφορία ώς τις ρίζες του κόσμου

που πάνω της επέπλεαν μονάχα οι μύγες,

κάτι μεγάλες, μαύρες μύγες, βουερές κι αναίσχυντες.


Ίσως γι’ αυτό οι δικοί μας ξενιτεύτηκαν,

κατέβηκαν στα παράλια, ετοίμασαν καράβια,

έκαναν εκστρατείες και ναυμαχίες, λέει,

μόχθησαν κι ίδρωσαν αλλιώς, ίσως μονάχα

για να ξεπλύνουν τον ιδρώτα του βουνού μέσα στη θάλασσα,

να ξεπλυθούν, να πνιγούν μες στο νερό, να γλιτώσουν

από τούτον τον κάθετο βράχο· — δεν ξέρω

να ορίσω το τί και το πώς — όλα μπλέκονται:

εκείνες οι ζεστές, στυφές μυρουδιές της φτέρης, του σκίνου,

της πέτρας, της μούχλας, του ασβέστη, στα φλογερά μεσημέρια,

ο ιδρώτας, τα τζιτζίκια, το βουνό, τα καράβια,

οι σκοτωμένοι στη στεριά κι οι πνιγμένοι

όταν τους ξέβραζε η θάλασσα σ’ ένα στρωτό ακρογιάλι

μια νύχτα, μ’ ένα κίτρινο φεγγάρι καρφωμένο σ’ ένα ακόντιο,

κι ούτε είχαν μια λαβωματιά οι πνιγμένοι στο σώμα τους —

πώς πέθαναν λοιπόν; — ποτέ μου δεν είδα πνιγμένους.

και τ’ ασημένιο φάσμα μιας σφαγμένης κόρης

να κυματίζει ανάερο πάνω απ’ τους πνιγμένους

μ’ ένα μακρύ κρίνο στα χέρια, — άχραντη, απείραχτη

απ’ τον ιδρώτα κι απ’ τους άσημους, τους τρωκτικούς δικούς μας πόνους.


Μπορεί και να μην ενοχλούνται οι άντρες απ’ αυτά

τα εξευτελιστικά ρυάκια του ιδρώτα

που σε χρησιμοποιούν αυθαίρετα για κοίτη τους

σα να ’σουν πέτρα ή χώμα ή καμένο χορτάρι. Δεν ξέρω.

Αυτοί, τα μεσημέρια, κατέφευγαν στα δημόσια λουτρά

παίζοντας ίσως και γελώντας γυμνοί, κυνηγώντας

ο ένας τον άλλον, καταβρέχοντας

ο ένας τον άλλον, με μεγάλα λαγήνια, — πώς μπορεί

να τρέχει ή να γελάει κανένας

όταν είναι γυμνός; — ποτέ δεν το κατάλαβα. Όταν έβγαιναν

απ’ τα λουτρά (τους συνάντησα κάποτε) ήταν πιο όμορφοι,

πιο ευγενικοί, σαν αόριστα ένοχοι· — τα πρόσωπά τους,

δροσερά τότε και ρόδινα, υπογράμμιζαν

μια παράξενη, παρθενική συστολή, και τότε μόνο αισθάνθηκα

πως και οι άντρες μπορεί να ’ναι μονάχοι και μπορεί να πεθάνουν.


Εκείνοι, βέβαια, το ξεχνούσαν ή ποτέ δεν το σκέφτονταν. Τ’ απογεύματα

ακούγονταν απ’ το στίβο οι ιαχές των θεατών. Τότε οργιζόμουν·

σκέφτηκα μάλιστα κάποτε να δωροδοκήσω

το γερο-φύλακα των αποδυτηρίων για να τους θυμίσει,

την ώρα ακριβώς που θα ’ταν μεθυσμένοι απ’ τη νίκη τους,

την ώρα ακριβώς που θα ’ταν αφημένοι στην εξαίσια κούρασή τους,

την ώρα ακριβώς που θα ’ταν υπερήφανα γυμνοί κι απροστάτευτοι,

να τους θυμίσει πως κι αυτοί θα γεράσουν,

να τους θυμίσει προπάντων πως κι αυτοί θα πεθάνουν. Ποτέ δεν το τόλμησα.


Εγώ είχα δει γυμνά τ’ αγάλματα των θεών, κι ήξερα

πόσο τρωτοί ήταν όλοι τους, — τ’ αγάλματα

στιλπνά και φρίσσοντα μες στο καταμεσήμερο

με τις μεγάλες σκιές του σώματός τους σα μαχαίρια

μπηγμένα στο ίδιο τους το σώμα, ή, τα βράδια,

να λευκάζουν αχνά μες στο σκοτάδι, απρόσιτα κι άυλα

αν κι από πέτρα και κάλλος. Πεθαίνουν κι εκείνοι κι εκείνα

ίσως νωρίτερα από μας κι ίσως ακόμη βαθύτερα

γιατί δεν το γνωρίζουν.

Ώρες ώρες

παρατηρούσα τον πατέρα που γερνούσε — πάντα ωραίος,

όμως λιγότερο ευκίνητος και δυνατός —μια άλλη ωραιότητα—

κι έβλεπα κάτω απ’ το δέρμα του τη μορφή του θανάτου

να εισπνέει με τα λεπτά ρουθούνια του, σαν με τα βράγχια

ενός μακριού, αόρατου ψαριού που έπλεε στο αίμα του

απομυζώντας το, ή άλλοτε έβλεπα

εφαρμοσμένη κιόλας πάνω στη μορφή του

χρυσή, τραγική, απαρασάλευτη, εξαίσια,

την απαστράπτουσα προσωπίδα του θανάτου.


Ο θάνατος πλέει μέσα μας ή πλέουμε εμείς

απ’ το λίκνο μας κιόλας στα μυστικά νερά του. Ωστόσο

κρατούσα μόνο για λογαριασμό μου αυτή τη σκέψη περήφανα,

τη συγκέντρωνα, την έσφιγγα επάνω μου

για να τους απαλλάξω αυτούς κι ίσως και να τους προστατεύσω

σαν βρέφη που χαμογελούν αθώα μπροστά στη μοίρα

ή σαν αφύσικα, άγρια ζώα τρομαγμένα

μπρος στην αμείλικτη εμπειρία μας.

Αντίθετα η μητέρα

μετά τον τελευταίο της τοκετό είχε ασκημίσει·

το μέτωπό της γεμάτο φακίδες· τα στήθη της

είχαν χάσει το σχήμα τους — το ’ξερε και το ’κρυβε

κι ήταν ενοχλημένη, δύστροπη,

σχεδόν αντιπαθητική· — αυτό που κρύβουμε είναι

αυτό που πιότερο μας φανερώνει, —έτσι δεν είναι, νένα;—

κι ίσως αυτό μας κάνει ενόχους κι άσκημους — μια απόσπαση,

μια μεταποίηση και παραμόρφωση της ζωής

απ’ τη δική μας μάταιη ανυπακοή και σκληρότητα,

απ’ τη δική μας περηφάνια —καλύπτρα της δειλίας μας—

ανάρμοστη στο φως· ενώ τα έπιπλα

γερνούν χωρίς αντίσταση κι έχουν πάντα τη θέση τους μέσα στο σπίτι,

έχουν μιαν έκφραση γλυκιάς ταπεινοσύνης —

και το μπράτσο της πολυθρόνας, όταν τύχει

καμιά φορά να το αγγίξει απ’ τ’ ανατολικά παράθυρα

μια λουρίδα ήλιος, είναι σα χέρι αληθινό, κουρασμένο,

καμπυλωμένο μ’ ευγνωμοσύνη στο γοφό του κόσμου,

κάτι επιδοκιμάζοντας, θαρρώ, κάτι λέγοντας:

«υπήρξα· υπάρχω ακόμη· ευχαριστώ· μου φτάνει».


Έτσι, θαρρώ, και τα δικά σου χέρια, όταν τελειώνει η μέρα,

ακουμπισμένα στη μέση σου, σα να ξεκουράζονται

σ’ έναν κλεισμένον, τέλειο κύκλο, σα στεφάνι δόξας

γύρω στο μέτωπο ενός άγνωστου κι αόρατου

— ή μήπως γύρω στο κεφάλι του ήλιου;

Σ’ είδα σ’ αυτή τη στάση κάποτε, στυλωμένη στο προαύλιο,

μαύρη μέσα στα μαύρα σου, κόντρα στη δύση,

με τα χέρια στη μέση σου — ολόγυρα στον ήλιο που βασίλευε,

ενώ απ’ τ’ ανοίγματα των δυο χεριών σου

οι τελευταίες ακτίνες μού λόγχιζαν τα μάτια. Δεν κατάλαβα τότε.

Αλήθεια, νένα, δεν τσούζαν τα μάτια σου απ’ τον ήλιο; Τί αγνάντευες πέρα;

τον κάμπο ή το διάστημα; τη ζωή ή την ανάμνηση;

ή τα πάντα μαζί; Τόσο αφημένη και δοσμένη. Πού να ξέρεις.


Ενώ η μητέρα, ώρες ολόκληρες, κοιταζόταν ασάλευτη,

στην ίδια στάση κι εκείνη, όμως ανένδοτη,

μες στο πλατύ, μετάλλινο καθρέφτη· χρησιμοποιούσε

καμένο δαφνόκλωνο να βάφει τα μάτια της — το ’νιωθα

από τη μυρωδιά σαν έμπαινα στην κάμαρά της —

αυτό με πείραζε γιατί η δάφνη προορίζονταν πάντα

για τα μέτωπα των αθλητών και των ποιητών· — χρησιμοποιούσε ακόμη

διάφορα παράξενα βότανα, κρυφά συναγμένα στη χάση της σελήνης,

βότανα που ερεθίζουν το δέρμα και δίνουν στο πρόσωπο ένα χρώμα

κόκκινο κι άγριο σαν μάσκα θεάτρου. Ένα βράδυ

μ’ είδε που την παρατηρούσα μέσ’ απ’ τον καθρέφτη,

ίσως κιόλας να αισθάνθηκε το βλέμμα μου στη ράχη της,

κι ανασκίρτησε ολόκληρη· έκανε μια κίνηση

σα να πήδησε μονομιάς μια σκάλα

που θα ’πρεπε, οπωσδήποτε, γρήγορα ή αργά, να την κατέβει,

ή σα να ’δε τα μάτια μου μέσα σ’ ένα βαθύ, μαύρο πηγάδι

όμοια με δυο άσπρους κύκλους που άπλωναν λίγο λίγο

κι έμπαινε ο ένας κύκλος μες στον άλλον ώσπου σμίγαν

κι έπιαναν όλο τον κύκλο του νερού, στο νεκρό βάθος.

Θ’ άσπρισε τότε το νερό, πλατύ κι ουδέτερο σαν την αλήθεια,

και θα ’δε η μητέρα μες στ’ άσπρο νερό, αδιάψευστο

το σκοτεινό πρόσωπό της, κι είπε τότε

με μια φρικτή φωνή σαν μέσα από πηγάδι:

«το ’δες λοιπόν κι εσύ πως γέρασα;»

και μονομιάς έγινε πάλι απλή κι ωραία κι αγαπημένη

όπως πριν από χρόνια, πριν απ’ το δικό της φόνο

και πριν απ’ τους μικρούς, ανεξιχνίαστους φόνους του χρόνου.


Από τότε, δε βάφονταν πια — εγκαταλείφθηκε. Εμείς οι γυναίκες

γερνάμε πιο γρήγορα, μαθαίνουμε πιο γρήγορα. Τί να την κάνουμε

τούτη τη γνώση; Πού να την αφήσουμε; Και τί χρειάζεται;

Μαλάκωσε πολύ η μητέρα, (κι ήταν σκληρή, — θυμάσαι;)

και λέω που πια δε χρειάζονταν του αδελφού μου η εκδίκηση

σε τέτοιαν ώρα απόλυτης κούρασης, εξάντλησής της,

όταν είχε περάσει πια η οργή, κι ακόμη η τύψη της κι η μετάνοιά της

κι όλο το πάθος που ίσως να δικαίωνε τα πριν εγκλήματα. Σχεδόν δεν αμύνθηκε

κι ίσως να το ’δε αυτό σα μιαν ωραία πρόφαση ενός τραγικού θανάτου,

αν όχι ηρωικού, γιατί όλο κι όλο

άφησε μόνο μια κραυγή, τόσο ακριβή στον ήχο της, σαν προμελετημένη,

σαν μίμηση του πόνου όλης της ζωής και στύλωσε τα μάτια της

μ’ αυτοκυριαρχία και με αόριστη έκφραση στοργής, στο δαχτυλίδι της

που ’χε φαρδύνει πολύ στο μεσοδάχτυλο. Δε θ’ ανεχόταν η μητέρα

να πεθάνει, όπως πεθαίνουμε εμείς, σ’ ένα κρεβάτι,

μπλεγμένη στ’ άσπρα, μαραμένα μαλλιά της,

σαν πιασμένη στα πόδια μιας άσπρης αράχνης.


Ίσως να φταίει και τούτο το βουνό. Ήταν σκληρή η μητέρα. Κάποιο μεσημέρι

περνούσε μπρος στο σπίτι ένας βοσκός με τις χήνες του, (τους είχε κόψει

τις άκρες των φτερών να μη μπορούν να πετάξουν). Η μητέρα

έσκυψε απ’ το παράθυρο και παζάρευε χήνες

αν και ποτέ δεν το συνήθιζε αυτό — κάτι έλεγε

για δείπνο του Σαββάτου — δεν άκουγα καλά, μόνο απ’ τον ήχο της φωνής της

κατάλαβα πως ο βοσκός ήταν 19 χρονώ, μελαχρινός κι ωραίος·

άνοιξα το παράθυρο, και τότε

είδα τις χήνες να υψώνονται μεμιάς στον ουρανό

και πρόλαβα να συλλάβω τα μάτια της μητέρας, διεσταλμένα, τρομαγμένα,

μέσα στον ίσκιο που ρίξανε ακριβώς στο πρόσωπό της

οι χήνες που αναλήφθηκαν, πυκνό σκοτάδι,

τόσο που μια στιγμή κρύψαν τον ήλιο. Κι ο βοσκός

ζητούσε απ’ τη μητέρα να πλερωθεί το κοπάδι του

γιατί —έλεγε— αυτή το ’χε τρομάξει. Όμως εκείνη

πρόσταξε τους φρουρούς να μαστιγώσουν το βοσκό· — ποτέ μου

τόσο οργισμένη δεν την είχα ξαναδεί. Κι αλήθεια, τον μαστίγωσαν. Εγώ η ίδια

περιποιήθηκα τις πληγές του και τον πρόπεμψα για ασφάλεια

δυο δρόμους πιο κάτω, αυτόν και τις χήνες του, που σήκωναν

σκόνη πολλή και τον έκρυβαν μέσα στο απομεσήμερο

ολόσωμο σχεδόν σ’ ένα γαλάζιο νέφος· — γιατί, ξέχασα να πω,

οι χήνες του επιστρέψανε σε λίγο — ή μήπως

δεν έφυγαν καθόλου; — δε θυμάμαι. Μήπως θυμάσαι εσύ;

Πολύ κουβεντιάστηκε τότε το επεισόδιο —λόγια και λόγια—

οι χήνες, είπαν, πολυσήμαντοι οιωνοί —άλλος έτσι, άλλος αλλιώς—

κι όλες εκείνες οι διαδόσεις μπλέχτηκαν αλλοιώνοντας τις παραστάσεις μου.


Ποιός τα ’ζησε όλ’ αυτά; Πώς έγιναν; Πώς έληξαν;

Είμαστε τάχα εμείς που τα ζήσαμε; Πριν πόσους αιώνες;

Κι η αγωνία: ένα τίποτα. Κι ο πόνος:

ένα ελάχιστο στίγμα σκοτεινό, μια κουτή μύγα

ασπαίροντας ασήμαντα σ’ ένα πάμφωτο θέρος, και γύρω

επίσημη, αδιάλλακτη, γαλήνια, ανεπηρέαστη

η υπέροχη ακινησία του θανάτου.


Πόσοι βασιλιάδες αλλάξαν από τότε; Πόσες επαναστάσεις έγιναν;

Είχαμε, λέει, και σύντομες περιόδους μιας απίθανης οχλοκρατίας.

Και μια στιγμή γνήσιας δημοκρατίας. Δεν ξέρω.

Θαρρώ πως κάποιον που τον εκτελέσαν, τον ξεθάψαν με τιμές

και τον στήσαν, σκελετό, πάνω στο θρόνο — είχαν στεριώσει

με σύρματα τα οστά του και τον είχαν ντύσει

μ’ ένα μανδύα ολοπόρφυρο — είχαν ραντίσει μ’ ανθόνερο την αίθουσα,

μιλούσαν απ’ τους εξώστες, κανείς δεν καταλάβαινε. Έναν άλλον

τον κηδέψαν μ’ αφάνταστες τιμές — ολόκληρο δάσος μεσίστιες σημαίες,

δεν έμεινε πλατεία ή πάρκο χωρίς το άγαλμά του. Σε λίγο

κάποια μανία τούς κυρίευσε όλους —μήτε καλοθυμάμαι—

χειρονομούσαν, τρέχαν, φώναζαν, σπάζαν τους ανδριάντες του

κι ήταν παράξενο να βλέπεις τους ανθρώπους να πολεμούν με τ’ αγάλματα.

Άλλοι μετέφεραν τη νύχτα κομμάτια απ’ τα μάρμαρα,

τα ’φτιαχναν σκαμνιά ή χτίζαν το τζάκι τους. Βρήκαν

κι έναν στρατιώτη που ’χε κρύψει κάτω απ’ το μαξιλάρι του

το μαρμάρινο χέρι του εκπτώτου με σφιγμένα δάχτυλα

σαν κάτι να ’κρυβε, σαν κάτι να κρατούσε ακόμη απ’ την παλιά εξουσία του

ή από μιαν άλλη — την αιώνια εξουσία του θανάτου. Τί μπορείς να πιστέψεις

μέσα σε τόσες διηγήσεις; Μια άλλη αντίρροπη ανταρσία ξέσπασε,

τα τύμπανα χτυπούσαν όλη νύχτα, τα χαράματα οι σάλπιγγες,

άλλαζαν χρώματα οι σημαίες στα δημόσια μέγαρα,

δεν ήξερες ποιοί έρχονταν, ποιοί έφευγαν,

άλλαζαν οι φρουροί στην πύλη των στρατώνων,

νέοι πάντα, με αδέξιες στολές, κτηνώδεις και ανόητοι,

ωστόσο συμπαθητικοί μες στην ανεύθυνη νεότητά τους,

κι όταν τους φώτιζαν άξαφνα, τη νύχτα,

οι προβολείς των μεγάλων, σκεπασμένων αυτοκινήτων

έβλεπες, στη λεπτή χλωμάδα τους, πως ήταν αθώοι,

πως το μόνο που θέλαν ήταν να κοιμηθούν κι αυτοί με τα ρούχα τους έστω και με τις αρβύλες τους —

κι όταν νυστάζουν οι άνθρωποι είναι τόσο καλοί κι αξιαγάπητοι —

έτσι δεν είναι, νένα; Τους νεκρούς και τους κοιμισμένους

μπορούμε να τους αγαπούμε ελεύθερα — δεν είναι αντίπαλοι πια,

είναι απ’ τα πριν παραδομένοι. Έτσι κι εμείς μπορούμε

χωρίς ταπείνωση να τους παραδοθούμε. Νύσταξες, νένα.


Κάποτε επιστρατέψαν και τους γέρους. Ήταν αστείοι, (θυμάσαι;)

μες στις φαρδιές στολές τους. Τα δυστυχισμένα μάτια τους

κάτω απ’ τα κράνη τους σαν κατσαρίδες

ή σα μικρά, γκρίζα ποντίκια φοβισμένα. Την ίδια νύχτα

παρέδωσαν ομαδικά τον οπλισμό τους στον αντίπαλο

κι αυτός τους χτύπησε στη ράχη φιλικά. Αυτοί χαμογέλασαν

και δέχτηκαν τιμητικές συντάξεις. Από τότε

δεν εμφανίστηκαν πια στην αγορά. Αποτραβήχτηκαν

σε σπίτια εξοχικά με κήπους κι ανάτρεφαν

σκυλιά ή γάτες, κότες, κουνέλια ή καναρίνια·

κάποιος εφρόντιζε έναν πληγωμένο αετό,

κάποιος άλλος αγαθός γεροντάκος τρία γεράκια. Τί τα θέλαν;


Τίποτα δε θυμάμαι πια, δικά μου ή ξένα.

Σα να ’χουν γίνει σ’ έναν άλλο χώρο, έξω απ’ το χρόνο. Σα να μην έγιναν — δεν έγιναν.

Τίποτα πια δεν είναι ξένο ή δικό μου. Απ’ το πολύ που τα σκέφτηκα,

τα ξέχασα όλα, τα διέλυσα ή τα αφομοίωσα — δεν ξέρω.

Ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνα έμπαινε η πρόβλεψη και η πρόγευση

προκαταβολικό γεφύρι —ένα γεφύρι εμπόδιο·—

μια και μπορούσες να περάσεις από πριν, δεν περνούσες,

δεν μπορούσες πια να περάσεις, κι έτσι ποτέ δεν ήξερες στα σίγουρα

αν ήταν στεριωμένο απ’ την άλλη μεριά το γεφύρι,

κι η ιδέα του γεφυριού έμενε πάντα

μια μεταμφίεση δεσμού ή απόστασης,

μια απόδειξη αδοκίμαστη. Ποιός μπορεί να περάσει

πάνω απ’ αυτό; Να πάει πού; Απ’ τη γη στον ουρανό ή αντίστροφα;

Λείπουν ακόμη και τα λόγια. Όλα τ’ αφήσαμε στη μέση,

όλα τ’ αφήσαμε στην τύχη. Κι έγιναν

χωρίς εμάς. Εμείς μείναμε πίσω

μετανιωμένοι ή αμετάνιωτοι — τί σημαίνει;

ταπεινωμένοι ή αλαζόνες — το ίδιο κάνει.


Κάτι μεγάλες, ακατανόητες λέξεις

μπαίναν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Ποτέ

δεν τις αντίκρισα κατάματα μήτε δοκίμασα να τις αρθρώσω —

σα να ’χαν έρθει ξένοι καταχτητές κι εγώ είχα προφτάσει

να κρυφτώ σε μια κρύπτη μυστική

ανάμεσα στο ταβάνι και στα δοκάρια της στέγης,

με λιγοστές προμήθειες τροφή και νερό. Κι ούτε γνώριζα

τί ν’ απογίναν οι δικοί μου — θα κρύφτηκαν τάχα κάπου κι εκείνοι

ή θα σκοτώθηκαν μέσα στα υπνοδωμάτιά τους ή στις επάλξεις; Φανταζόμουν

τον τελετάρχη πνιγμένον απ’ το κορδόνι της κουρτίνας,

τα δυο χοντρά, μεταξωτά κρόσσια να κρέμονται πάνω στην κοιλιά του

αδέξια κι ανυπόφορα· ή τον αρχιστράτηγο

να τον σέρνουν με τη στολή του ματωμένη στη σκόνη του δρόμου

ενώ τα τζιτζίκια θα φώναζαν δαιμονισμένα, και μια μύγα

θα ’χε κολλήσει επίμονα στ’ αυτί του

σαν παράξενο, χρυσοπράσινο σκουλαρίκι — αυτό το ’βλεπα·

και ποιός τάχα θα πότιζε τα νέα δεντράκια της πλατείας

ή τα λουλούδια του κήπου; — Καλοκαιριάτικα εγκλήματα

μέσα σε μια τρομερή φωτεινότητα, που μου φαινόταν

ακόμη πιο τρομερή καθώς την συλλογιζόμουν μέσ’ απ’ τη σκοτεινή μου κρύπτη —

μια φωτεινότητα που όλα θα τα ’δειχνε

ανελέητα, ασήμαντα, ανύπαρκτα.


Αυτά, όχι τόσο στην αρχή μήτε αργότερα — κάτι ενδιάμεσο·

όλη η φροντίδα μου ήτανε να επιτηρώ τις κινήσεις μου

μη γίνω αντιληπτή, να λογαριάζω κάθε μέρα τις προμήθειές μου

σε μικρότερες δόσεις για μακρύτερο χρόνο. Κι ο χρόνος,

μέσα σ’ αυτή την προσοχή και προφύλαξη, προεκτεινόταν απέραντος,

διέσχιζε το χρόνο, καταργούσε το χρόνο. Μια αόριστη γνώση

ταυτιζόταν σιωπηλά με την αίσθηση, βάθαινε ατέλειωτα, χανόταν·

οι αναμνήσεις διαλύονταν κι έμενε

μονάχα η μνήμη κενή κι ανεμπόδιστη,

λησμονημένη κι αυτή απ’ τις πολλές αναγνωρίσεις,

όπως ο χτύπος δεν ακούγεται πια απ’ τις συχνές επαναλήψεις,

ο σφυγμός, η αναπνοή, το ρολόι —

μια σιωπηλή ομοιομορφία, πλούσια και αδιάφορη

μέσα σε μια ενιαία, κουρασμένη ευτυχία ή δυστυχία.


Ένα μικρό ερπετό στον τοίχο σάλευε αργά με χίλια πόδια

σ’ ένα πρώτο, μοναχικό τοπίο της δημιουργίας

χωρίς σκοπό κι ανάγκη, — μήτε καν για να το δω,

και τ’ ότι το ’βλεπα ήταν κιόλας μια υπόδειξη

πως υπάρχω — μια πρωθύστερη περηφάνια

κι ένας πόνος αλλού, μακρινός· οι φλέβες του ξύλου

είχαν το βάρος μιας άγνωστης αφής, πιότερο βάρος

απ’ όλα τ’ ανόητα γεγονότα. Μια μέρα πέρασα το δάχτυλό μου

μες στον βγαλμένο ρόζο ενός ξύλου· σφηνώθηκε εκεί· δεν προσπάθησα

ν’ αποσπασθώ — είχα ενωθεί με το ξύλο, με το δέντρο, με το δάσος·

στα γόνατά μου φυτρώνανε κιόλας μικρά φύλλα και μίσχοι

κι ήτανε μια γαλήνη μέσα μου. Ώσπου τρόμαξα

μήπως αφανιστώ μες στην απρόσωπη εκείνην ενότητα,

μήπως μου λείψει προπάντων η φωνή (καθώς συμβαίνει μες στους εφιάλτες

ή, καθώς λένε, σαν εκείνες τις γυναίκες που οι θεοί από εύνοια

τις μετέβαλαν σε δέντρα ή τις μαρμάρωσαν σ’ έξοχα αγάλματα

στο χείλος του γκρεμού, να τις γλυτώσουν απ’ την πτώση,

κι η φωνή που δε φώναξαν μένει αιώνια χαραγμένη

απ’ τα νύχια των ποδιών τους ώς τις ρίζες των μαλλιών τους,

μια τεντωμένη, ασώματη «βοήθεια» · — ας μας λείπει τέτοια εύνοια).


Τράβηξα τότε δυνατά το δάχτυλό μου κι ήταν ματωμένο,

κι είχα μια λύπη για το δάχτυλό μου, πέρ’ απ’ τον πόνο —

σαν τελευταίος διαλυμένος αρραβώνας· βγαλμένο

το ξύλινο δαχτυλίδι του δάσους απ’ το χέρι μου —

ακόμη με πονάει· — το ’χες προσέξει, νένα;

Εσύ δεν ξέρεις τί είναι αυτός ο πόνος, κι ας είναι

γδαρμένα όλα τα δάχτυλά σου απ’ την πλύση, απ’ τη σούπα, απ’ τη σκάφη.


Ούτε έμαθες πάλι τη χαρά του ανυπάκοου στη ζωή και στο χρόνο,

εκείνη τη γυμνή χαρά της θελημένης στέρησης,

κείνο το εξαίσιο ψύχος της άρνησης, όταν

αυτά που αρνηθήκαμε κι αυτά που θα δίναμε

μας προσφέρονται ακέρια κι ενωμένα

σ’ έναν ασύλληπτο, ουδέτερο χώρο

κενό και πλήρη, ανεξερεύνητο, ανεξέλεγκτο

ωστόσο υπαρκτό κι απέραντα διάφανο.


Μα πάλι ο ίσκιος του βουνού ήταν παρών μέσα σ’ αυτή τη διαφάνεια

σαν ένας κώνος ανάστροφος, κούφιος, σκαμμένος προς τα μέσα

κι εγώ ημουν μέσα σ’ αυτόν, ενώ από πάνω μου

έστεκε πάντα ο πέτρινος κώνος του βουνού, και δεν μπορούσα

να τον σκάψω κι αυτόν για να κινούμαι προς τα πάνω

κι ούτε πάλι να βγω να τον ανέβω απέξω

για ν’ ακουμπήσει ο ουρανός στο μάγουλό μου.


Κι αν πεις πια για χρονολογίες — τίποτα· είχα ξεχάσει

ώς και το νούμερο του σπιτιού και του τηλεφώνου,

χώρια που κι αν το θυμόμουνα θα ’χαν αλλάξει με τα χρόνια

η αρίθμηση, η ρυμοτομία, το σχήμα, η φυσιογνωμία του τοπίου, ο τηλεφωνικός κατάλογος,

κι αναρωτιόμουν κάποτε πώς θα ’μουν κι η ίδια έξω απ’ το σπίτι

γι’ αυτούς που θα μ’ έβλεπαν μέσ’ απ’ το σπίτι — εγώ

που δε βγήκα απ’ το σπίτι κι ούτε είδα κανέναν — δεν κοίταξα

έξω απ’ το σπίτι. Και κοιτάχτηκα

μες σ’ ένα κύπελλο νερό να δω το πρόσωπό μου,

προπάντων το στόμα μου, γιατί είχα την εντύπωση

πως είχαν φαγωθεί τα χείλη μου κι απόμεναν

ολόγυμνες οι δυο μου σιαγόνες. Δεν διέκρινα τίποτα.

Κι αυτό το λίγο νερό μέσα στο κύπελλο

ήταν μια μαύρη οπή πάνω στο πρόσωπό μου.


Μα λέω πως κι έτσι πάλι αν ερχόμουν από την κύρια είσοδο

κάτω απ’ τα δυο αποκεφαλισμένα λιοντάρια, μπορεί να μ’ αναγνώριζε

το γέρικο σκυλί απ’ αυτή μου την κίνηση της απόσπασης

ή κι απ’ τη μυρωδιά του σκισμένου μου φορέματος —

γιατί πάντοτε το ύφασμα κρατάει το χνότο του σπιτιού

και τις ανταύγειες απ’ τις στάσεις όλων των θανάτων, (λένε

πως τα σκυλιά έχουν λεπτότατη όσφρηση). Τότε θα του ’δινα το τελευταίο νερό μου

και θα ’μουν έτοιμη, μ’ ένα ύστατο χαμόγελο στο στόμα,

σαν το χρυσό και δίκαιο οβολό στα δόντια του νεκρού για τα πορθμεία.


Ίσως κι εσύ να μ’ αναγνώριζες —έτσι δεν είναι;—

απ’ τη σπασμένη σκιά μου στις πλάκες της αυλής,

απ’ το κύρτωμα της ράχης μου που βάσταξε

τόσα χρόνια περήφανα τον όγκο του βουνού, ή ακόμη

κι απ’ τις μικρές ρυτίδες της συμπάθειας προς το ίδιο μου το βάσανο

γύρω απ’ τα μάτια μου, σαν ένας λεπτεπίλεπτος στρατός,

ελάχιστοι πιστοί φρουροί τριγύρω

απ’ τον καταλυμένο πύργο· — ναι, θα μ’ αναγνώριζες,

απ’ το ύφος της γενιάς μου, απ’ το βλέμμα

που δε σκύβει ποτέ, που δεν καρφώνεται

στα πρόσωπα και στ’ αντικείμενα, μα βηματίζει

κατευθείαν μπροστά, μοναχικό, πέντε μέτρα πιο πάνω απ’ τα κράνη

του παρατεταγμένου εκτελεστικού αποσπάσματος· θα μ’ αναγνώριζες,

καλή μου νένα, βασανισμένη μου, που τίποτα

ποτέ σου δεν κατάλαβες και που όλα τα νιώθεις

με τα γδαρμένα, νεκρά δάχτυλά σου, και με τα νύχια σου ακόμα.


Θυμάσαι, αλήθεια, τον παλιό κιθαρωδό; Τα δάχτυλά του

διάφανα, φωτεινά, μακριά, (μοιάζαν με τα δικά μου)

άγγιζαν τις χορδές, έφευγαν με τους ήχους,

όλα τα εγγίζαν κι έμεναν εκείνα ανέγγιχτα,

προσβλητικά, φρικιαστικά, σα να ’γδυναν εύκολα

μιαν υπεροπτική γυναίκα και την παρατούσαν έτσι

γυμνή, γονατισμένη, με τα μαλλιά της

χυμένα μαύρο ποτάμι στο χώμα. Ολότελα αντίθετα

τα δάχτυλα των κτιστών, όταν έχτιζαν

τη δεξιά πτέρυγα του σπιτιού ή αργότερα

όταν έχτιζαν τον τάφο του πατέρα ή της μητέρας — είχαν μια δύναμη

τα δάχτυλά τους· ό,τι έπιαναν γινόταν δικό τους,

χτίζονταν οι ίδιοι με την πέτρα, ή μάλλον

ό,τι έχτιζαν χτιζόταν πάνω τους και μεγάλωνε ο όγκος τους —

καθένας τους μια ολόκληρη πολιτεία οχυρωμένη

με τα κάστρα της — ελεύθερη κι απόρθητη, λέω. Όταν σκολούσαν

και πλένονταν λιοκαμένοι, ανεπιτήδευτοι, άγριοι,

στο σιντριβάνι του κήπου, αφουγκραζόμουν τα μαύρα μαλλιά τους

να στάζουν στο μάρμαρο, σα να κατάβρεχαν κάπου,

με το γέρμα μιας θερινής ημέρας, τους ζεστούς δρόμους

ενός απέραντου χώρου μια εμποροπανήγυρης

με χιλιάδες άλογα, βόδια, σταμνιά, βιολιά, καλάθια,

χάρτινες σημαιούλες, λατέρνες, σταφύλια, λεμονάδες και ατσίγγανους.


Τα δάχτυλα πάλι του νέου ιπποκόμου —τον θυμάσαι;—

δάχτυλα επιδέξια και τραχιά. Ένα καλοκαίρι

έβαλε την παλάμη του και πάτησα ν’ ανέβω στ’ άλογο

όπως έκανε κι ο προηγούμενος που γέρασε· — μια ζέστη

φαρδιά και στέρεη σαν πυρωμένο σίδερο

διαπέρασε το σάνδαλό μου, μου ’καψε το πέλμα. Όλη μέρα

κάλπαζα κάτω στον κάμπο. Ήρθα αργά. Με κυνηγούσε

εκείνη η μολυσμένη, ζωώδης ζέστη και τα μάτια του ιπποκόμου

μεγάλα, πράα, υπάκουα και τόσο δυνατά

όσο ακριβώς κι υπάκουα — μια δύναμη εχθρική (το διέκρινα),

γεμάτη αυτοπεποίθηση κι ίσως με κάποια περιφρόνηση

για τη δική μου περήφανη ελαφρότητα. Κάλπαζα·

ένα κλαδί με βίτσισε στο πρόσωπο· λίγο πιο κάτω

πέταξα τα σανδάλια μου.

Κείνο το καλοκαίρι

ήταν βαρύ —το πιο ανυπόφορο της ζωής μου—

τρομερές ζέστες, άστραφτε ο κάμπος εκτυφλωτικός, στρωμένος

με σπασμένα γυαλιά· μια οργή και μια κουφόβραση,

ελονοσία, εφιάλτες, αϋπνίες —

όλη νύχτα ακουγόντανε οι οπλές των αλόγων στις πέτρες,

τα μεσάνυχτα οι φρουροί κυνηγούσαν τις γάτες, τις σκότωναν

με ραβδιά, με κλωτσιές ή με τα ακόντια·

όλη τη μέρα οι μύγες, το βράδυ τα κουνούπια

κρύβοντας μ’ ένα δίχτυ μαύρο και πυκνό το βυσσινί ηλιοβασίλεμα

κι οι ακρίδες στ’ αμπέλια· διώξανε και τον ιπποκόμο·

όλοι ονειρεύονταν σα διέξοδο έναν πόλεμο — σε λίγο ξέσπασε,

ερήμωσε η χώρα απ’ τους άντρες· το σιντριβάνι του κήπου

φάνηκε τότε μονομιάς σαν ένας γυάλινος πύργος ακατοίκητος

αστράφτοντας από μια δροσερή, ανεξήγητη κι άσκοπη ελευθερία.


Κείνο το καλοκαίρι πύρωναν τα κοσμήματα

στο λαιμό και στα χέρια· —εσύ δεν ξέρεις— ποτέ σου δε φόρεσες·

— δε σ’ αρέσανε, νένα; ή μήπως τάχα δεν είχες; —

δε μου το ‘πες ποτέ — μπορούσα να σου δώσω· — η βέρα σου μονάχα

σιδερένια, κατάμαυρη — τί τη φυλάς ακόμη;

— μήπως το σίδερο άραγες είναι πιο δροσερό; — ένα κυκλικό ρυάκι

τριγύρω στο ξερό δάχτυλό σου; Εγώ τα πέταξα όλ’ αυτά σε μια κασέλα —

ετούτο το βραχιόλι της προμάμμης μου κράτησα μόνο·

το ’μαθα πια, δε με βαραίνει. Απ’ τ’ άλλα αποδεσμεύτηκα.


Ούτε ένα δαχτυλίδι δε στέριωσε στο δάχτυλό μου —

ήταν ο φόβος τάχα της σκλαβιάς; Ήταν ο φόβος

μη δω πιο πολύ τη μοναξιά μου, δίπλα

σε μιαν άλλη, παράλληλη, κλειστή μοναξιά; Διατήρησα βέβαια

την παρθενιά της ψυχής και του σώματος, μια παρθενιά μαραμένη,

στεγνή και στυφή να γκρινιάζει σαν παλιά σαρακοφαγωμένη πόρτα

στους σκουριασμένους ρεζέδες της, στο πάνω κάστρο, τις νύχτες με τον άνεμο —

μια κακιά βεβαιότητα αχρείαστης ασφάλειας

όταν πια δεν υπάρχει φίλος ή εχθρός να κάνει έφοδο,

κι οι φύλακες έχουν πεθάνει από καιρό στα καραούλια

με τις στολές τους, τα όπλα τους, τα κράνη τους· και κάποιοι μάλιστα

ορθοί, ακουμπισμένοι στα κυκλώπεια τείχη με δυο τρύπες για μάτια

όπου σφυρίζει το χειμώνα ο αέρας, και την άνοιξη

ξεπετιούνται από κει μέσα τσουκνίδες ή κάτι χαμομήλια.


Ένα ανοιξιάτικο σούρουπο, συνάντησα στο πάνω κάστρο

έναν νεκρό πολέμαρχο, λιωμένον,

με δυο παπαρούνες για μάτια.

Μη σηκώνεσαι, νένα.

Κάτσε πιο μέσα στο σκαμνί· περιττή πια κάθε προφύλαξη·

κι οι διακρίσεις των τάξεων γελοίες. Είμαι βέβαιη

πως κι εσύ τους αντίκρισες έτσι. Κάθε φορά που γυρνούν τα χελιδόνια,

σα μαύρα τόξα, τυφλά, ακοντισμένα στο φως και στον αέρα

από αόρατους, νεκρούς στρατιώτες, εκεί δεν πηγαίνει το μυαλό σου κι εσένα;


Εσύ, βέβαια, θα κέρδισες μιαν αλλιώτικη πείρα.

Εσύ έχεις ζήσει, έχεις δουλέψει —μπερδεύτηκες στα πράματα και στα εργαλεία—

δεν είχες καιρό να σκεφτείς — γλίτωσες απ’ τη γνώση·

φύτευες άλλοτε δέντρα, γευόσουν τους καρπούς, δεν έμαθες

τί είναι το δέντρο, πώς είναι ένα δέντρο

γυμνό, σ’ ένα πρωινό χειμωνιάτικο, με τα κλαδιά του

απλωμένα στο γκρίζο σαν τις στεγνές, γδαρμένες φλέβες του κόσμου,

έρημες, απροκάλυπτες και γραφικές μαζί, — δεν είδες.

Εσύ έζησες, εγέννησες παιδιά· σου σκοτώθηκαν,

άλλα στα μεταλλεία ή στα νταμάρια ή στους πολέμους — κάτι άκουσα.

Μα τί ’ναι ο πόνος ο δικός σου μπρος στη δική μου στέρηση,

μπρος στη δική μου προφύλαξη απ’ τον πόνο και την αμαρτία,

μπρος στη δική μου τάξη κι ακαμψία, μπρος στην τυραννία

που εμπόδιζε τη χαρά και τον πόνο; Εσύ δεν ξέρεις.

Όμως το θάνατο τον ξέρεις. Είδες κι εσύ τους νεκρούς μου.

Ίσως και να ’δες ολόκληρο το θάνατο στρωμένον σα σεντόνι στο κρεβάτι σου.


Όχι, δε θέλω να το ομολογήσεις — μήτε σε ρωτώ. Κι εσύ παράτησες το ασβέστωμα

της αυλής και των δέντρων. Το άκουσες απ’ τα μέσα του σοβά το τρίξιμο,

το τρίξιμο του ξύλου και της πέτρας. Μόνο, σε παρακαλώ,

κρατήσου λίγο ακόμα, κρατήσου, μη φύγεις,

κρατήσου καλά απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού σου,

κρατήσου απ’ τα μαχαιροπίρουνα, απ’ τα χερούλια του μπουφέ, των συρταριών, της ντουλάπας,

κρατήσου απ’ τα λουκέτα της αποθήκης — μη φύγεις νωρίτερα από μένα,

γιατί όσο κι αν αλλιώς μοιραστήκαμε τους ίσκιους και τους ήχους των πραγμάτων,

το ύφος της αντηλιάς και του παράθυρου στα τζάμια της βιβλιοθήκης

ή τα βιβλία που εσύ τα ξεσκόνιζες κι εγώ τα διάβαζα

ή το τρίχωμα απ’ τον ίσκιο του βουνού που σκέπαζε

τις γωνιές των δωματίων και τις πιο λείες ακόμη και πλατιές επιφάνειες της μέρας,

ωστόσο ζήσαμε κι οι δυο μας ανάμεσα

στα ίδια πράγματα —στα ίδια, ναι,— με το ίδιο όνομα.


Μια φορά βρήκα ένα φτερό απ’ το ξεσκονιστήρι σου

μέσα σ’ ένα βιβλίο μου, και μια στιγμή φαντάστηκα

πως ήταν από κάποιο μυστηριακό πουλί που πέρασε ψηλά στη νύχτα

και μου ’ριξε ένα πούπουλο σαν μήνυμα· όμως σε λίγο κατάλαβα

πως ήταν απ’ το ξεσκονιστήρι σου —γνώρισα τα χρώματα—

κι ας μην το ’χα ποτέ μου προσέξει.

Μήπως κι αυτό δεν είναι ένα καλό, σπιτίσιο πουλί,

πιστό στα χέρια σου; — τίποτα δε ζητάει, δεν κελαηδάει

(η σιωπή είναι πάντοτε πιο εκφραστική), όλα τα δίνει,

ωστόσο γερνάει κι αυτό και μαδάει. Εσύ, το ξέρω,

προτιμούσες τα καναρίνια (πάνε κι αυτά)· — είχα προσέξει τη στοργή σου

στην έγνοια σου για το νερό τους, για το κανναβούρι τους,

όταν τους έπλενες το φλιτζανάκι τους,

όταν τους έξαινες το μαλλί στις ώρες του έρωτά τους·

όταν μια μέρα κύλησε ένα αυγό τους κι έσπασε στα πλακάκια

είδα μέσα στα μάτια σου σα να γκρεμίστηκε μια λευκή θόλος

αρχαίας ελληνικής λατρείας. Είχες κι εσύ τους θανάτους σου,

κι όλοι οι θάνατοι (κι οι πιο διαφορετικοί) μοιάζουν μεταξύ τους,

κι εκεί έχουμε ασφαλώς συναντηθεί. Γι’ αυτό σου λέω

μη φύγεις πριν από μένα. Ποιός θα με κοιτάξει;

Ποιός θα μου βάλει τη μασέλα μου, μη και με δούνε

στην τελευταία μου ώρα μ’ άδειο στόμα σαν μια μάταιη τρύπα

προδοτική, που χάσκει λαίμαργη στην πάγχρυση μέρα;

(έτσι θα φανταστούνε: λαίμαργη) — δε θέλω. Ποιός θα μου βάλει

το επίσημο, άσπρο φόρεμά μου που προορίζονταν για ταπεινούς υμέναιους

κι εγώ το φύλαξα άσπιλο, μόνη μου, για το θάνατο. Μη φύγεις,

κάνε μου αυτή την τελευταία χάρη, νένα.


Πέρασαν πια τα τρομερά καλοκαίρια. Όπου να ’ναι

θα μας αφήσει και το φθινόπωρο. Φτάνει ο χειμώνας. Μη φοβάσαι.

Η πιο καλή εποχή του χρόνου είναι ο χειμώνας —τί καλά—

μια γενική συστολή, μια επιστροφή στο κέντρο του εαυτού μας,

συγκέντρωση, πύκνωση και σμίκρυνση

ώς την πλήρη εξαφάνιση του σπόρου μες στη μοίρα του ψύχους,

ένας ήρεμος θάνατος αυτεπίγνωστος —

οι παγωμένες ρίζες των δέντρων αδιάφορα μπλεγμένες

με τα μαλλιά των νεκρών. Τα ωραία λαγήνια

ψύχραιμα, διακοσμητικά, σε μια ψυχρή παράταξη —

τα βλέπεις άχρηστα, επειδή δε διψάς,

γι’ αυτό ακριβώς τα βλέπεις, ανεξάρτητα από σένα

αν και φτιαγμένα από σένα, μες στο δικό τους σχήμα,

πιο πέρα απ’ την ανάγκη μας. Κι εμείς ανεξάρτητοι.


Όμως και πάλι το φαΐ κι η φωτιά; Δε θέλω να ξέρω.

Χύσε το λάδι και το αλεύρι. Μην ανάψεις πια φωτιά.

Μην ανάψεις τους λύχνους. Άσε το κρύο

να μας πολιορκήσει, να κυριεύσει επιτέλους ελεύθερο το σπίτι,

να καθίσει σταυροπόδι στις καρέκλες. Βλέπω κιόλας το κρύο

να κάθεται σαν αφέντης στο δικό μου τραπέζι,

να δένει στο λαιμό του μια λευκή, κολλαρισμένη πετσέτα

και να μασάει με βουλιμία την τροφή μας, ακόμη και την πείνα μας.

Κι η γάτα, που νομίζαμε πως είχε χαθεί, έχει πεθάνει

κάτω απ’ τον καναπέ· — κοίτα την ψόφια ουρά της

σαν ένα μαύρο, παγωμένο αγκίστρι που τραβάει

όλο το σπίτι στο θάνατο. Μην τρομάζεις, νένα.


Ετοίμασε τώρα τις κάσες μας, το τελευταίο νοικοκυριό μας —

από αύριο μπορεί να κοιμόμαστε μέσα στα φέρετρά μας

σαν μέσα στο καλύτερο αμάξι μου — πρέπει να ’μαστε έτοιμες·

κάποιος μπορεί να βρεθεί να ειδοποιήσει —

ίσως αντιληφθούν κάποιοι διαβάτες

από τη μυρουδιά. Θα καταλάβουν ποιά είμαι

απ’ το φαρδύ βραχιόλι μου με τους εννιά σαπφείρους

κι απ’ τη βασιλική κοψιά του σαγονιού μου — όχι, βέβαια,

απ’ το καμπύλο του μετώπου μου· — τέτοια δεν τα καταλαβαίνουν.

Κι αν όχι τίποτ’ άλλο, πάνω μου

θα στέκει το υψηλό βουνό, ενδεικτικό κι αγέρωχο,

άξιο μνημείο της αθάνατης γενιάς μου. Δε χρειάζομαι άλλο.


Νένα, πού πας; Κι εσύ μ’ αφήνεις; Τί άκαμπτη που έγινες.

Θυμήθηκες λοιπόν την ταπεινή καταγωγή σου; Πηγαίνεις με κείνους;

Τα μάτια σου είναι στρογγυλά και τρομερά. Τί βλέπουν

που εγώ δεν μπορώ να δω; Μη μου κρατάς ακόμη κάκια

που κάποτε σε χτύπησα με τη σκούπα σου; Το ξέρεις

ήμουνα μια δυστυχισμένη. Στάσου, νένα. Στάσου. Στάσου.


(Η Τροφός βγήκε απ’ την πόρτα αλύγιστη σαν αρχαία μοίρα, ή σαν ένας πήλινος, τρομερός υπνοβάτης, σα να μην δούλευαν πια οι κλειδώσεις της για κανένα σκύψιμο. Τα βήματά της, καθώς κατέβαινε τη σκάλα, αντήχησαν στέρεα κα βαρύγδουπα στ’ αδειανό σπίτι, στα πιθάρια των υπογείων και του προαύλιου, κι ύστερα ακούστηκαν έξω στο δρόμο, μέσα σ’ όλη τη νύχτα, σα να ξεκινούσε μέσ’ απ’ τους αιώνες ένας απέραντος, ακαταδάμαστος στρατός. Η Άλλη φώναξε ακόμη μια φορά "στάσου", — μια κραυγή σαν μίμηση μιας άμετρης αγωνίας, έτρεξε, σκόνταψε πάνω στο φέρετρό της, που ήταν τοποθετημένο αριστερά στην πόρτα, έπεσε κι έμεινε εκεί. Ο λύχνος έσβησε μόνος του κι ακούστηκε απ’ το βουνό πιο ευδιάκριτα η φωνή της κουκουβάγιας. Σε μια βδομάδα, κάποιος διαβάτης, γυρίζοντας σ’ αυτή την ερειπωμένη πολιτεία, όλο τεράστιες πελασγικές πέτρες, γυμνά θεμέλια, συντριμμένες κολόνες, γυμναστήρια, λουτρά, θέατρα, τάφους, —όπως π.χ. στην Επίδαυρο, στους Δελφούς ή στις Μυκήνες— όπου ο μεσημεριάτικος αέρας σφύριζε ανάμεσα στα μάρμαρα και στα ψηλά, ξερά αγκάθια, κατάλαβε, όντως, απ’ τη μυρουδιά. Μαζεύτηκαν και μερικοί άλλοι που ’χαν κατέβει από ’να καινούριο εκδρομικό λεωφορείο, την τύλιξαν μ’ έναν πορφυρό, λιωμένον τάπητα και την έριξαν σ’ έναν πρόχειρο τάφο. Έκλειναν τα ρουθούνια τους. Χιλιάδες μύγες είχαν συναχτεί. Το χρυσό βραχιόλι της με τους εννιά σαπφείρους το κατέθεσαν στο Μουσείο. Άξαφνα πύκνωσαν τα σύννεφα κι άρχισε ν’ αστράφτει στην κορυφή του Τρητού. Σε λίγο ξέσπασε μια κατακλυσμιαία βροχή. Χώθηκαν βιαστικά στο λεωφορείο κι έφυγαν νιώθοντας ευχάριστα τη φαρδιά μυρωδιά της μουσκεμένης γης, της πέτρας και των δέντρων, σα να ξεπλένονταν ο κόσμος από κάποιο πανάρχαιο μίασμα).


ΜΥΚΗΝΕΣ, Μάης 1960


Ο αφανισμός της Μήλος


Στον Κώστα ΒΑΡΝΑΛΗ


(Τρεις γριές ξερακιανές, έρημες, δούλες σε ξένο τόπο, αρπαγμένες απ’ τον τόπο τους, κάθουνται όξω στο χαγιάτι, κοντά μεσάνυχτα, άνοιξη, στριμωγμένες στον τοίχο, στριμωγμένες η μια δίπλα στην άλλη, με τα μαύρα τους ρούχα, τα μαύρα τους τσεμπέρια, πες γεννήματα της νύχτας, φαντάσματα. Δεν κοιτάνε τη θάλασσα. Μήτε τ’ αστέρια. Λίγο λίγο αρχινάνε να μιλάνε, αργά, σα να ξεχάσαν και τα λόγια, σαν μόλις τώρα να τα ξαναθυμήθηκαν, και τα κρατάν κάτου απ’ τη γλώσσα τους, τα γεύουνται μαζί με το σάλιο τους και δεν ξέρουν αν είναι αυτά ή άλλα. Πότε πότε κομπιάζουν, σταματούν, σαν όταν μασάς κατιτίς που το ξέρεις μαλακό, μια μπουκιά ψίχα ψωμί, και ξάφνου το δόντι σου σκοντάφτει σε κάτι απρόσμενα σκληρό-χαλικάκι, ένα σφελίδι σκουπόξυλο, αγκίθα· φτύνεις τη μπουκιά στην παλάμη σου, την πασπατεύεις με το δάχτυλο του άλλου χεριού· —δεν είναι τίποτα— ψωμί είναι, ξαναφέρνεις τη μπουκιά στο στόμα, την καταπίνεις· — νόστιμη ήταν. Μπορεί να κάνουν κι έτσι. Δε φαίνεται. Νύχτα είναι. Την παλάμη τους τη φέρνουν κάθε τόσο στο στόμα. Ίσως για να σκεπάσουνε μια τρύπα σ’ άλλο μέρος, αφανέρωτο —της ψυχής που λένε— ίσως μην τις ακούσουνε τ’ αφεντικά που κοιμούνται μες στο σπίτι. Σίγουρα γριές της Μήλος θα ’ναι κείνες που μας έλεγε ψες προψές ο γερο-Θουκυδίδης, σαν ήρθε, λέει, την τρίτη χρονιά απ’ την Αθήνα με πολλά καράβια ο Φιλοκράτης του Δημέα και ξεθεμέλιωσε το νησί, κι έκαψε σπίτια κι εκκλησιές κι έβαλε στο μαχαίρι όλους τους άντρες — γέροντες, νιους και βρέφη, και κουβάλησε σκλάβες τις γυναίκες — γριές και νιόπαντρες, μανάδες, κοριτσόπουλα. Ναι, Μηλιώτισσες είναι, σ’ άλλο νησί τώρα, δούλες, έρημες. Σιγοκουβεντιάζουν στο ξένο χαγιάτι —λίγο λίγο πιο γοργά, πιο ξάστερα— σιγανά πάντα):


Α΄ ΓΡΙΑ

Σα να ’βαλε ψύχρα. Το καλοκαίρι αργεί. Χτυπάει το ρολόι της εκκλησίας.

Β΄ ΓΡΙΑ

Δώδεκα χτύπησε. Μεσάνυχτα. Σιγά — θα μας ακούσουν μέσα.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Να κάτσουμε δω νάς, στριμωγμένες, να μας χτυπήσει η δρόσο.

Γ΄ ΓΡΙΑ

Παράξενο δεν είναι

να χτυπάει το ρολόι και να μετράμε αποξαρχής — δύο, τρία, πέντε, εννέα,


Α΄ ΓΡΙΑ

να χτυπάει και ν’ ακούμε — παράξενο. Κι είμαστε τάχα εμείς που μιλάμε;

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

είμαστε μεις που σαλεύουμε τα χείλια, πεθαμένες από χρόνια, Μηλιώτισσες;

Β΄ ΓΡΙΑ

ανοίγουμε το στόμα — κι ήχος βγαίνει; — και τον ακούμε;


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Ύπαρξε τάχα η Μήλο, υπάρξαμε και μεις, κι έχουμε χέρια

και κουνάμε τα χέρια, και θυμούμαστε; — θυμούνται τάχα οι ποθαμένοι;

Α΄ ΓΡΙΑ

και κουβεντιάζουνε κι ανοιγοκλείνουνε τα γλέφαρα;

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Μπας και μας πήρε ο ύπνος

χρόνια και χρόνια, μη και τά ειδαμε στον ύπνο μας, κι ο ύπνος τα παίρνει πίσω;


Μικρό ήταν το νησί μας (τόπος ήταν — όχι θύμησες κι ονείρατα), νησί ήταν

μικρό σα δαχτυλίδι· — πολλά πράματα δεν είχαμε, πολλά δεν ξέραμε·


Β΄ ΓΡΙΑ

ήρθαν και δίσεχτες χρονιές — πότε βροχές κι αγέρηδες,

Α΄ ΓΡΙΑ

πότε λιοπύρια και μεγάλες ξηρασίες — μήτε σπυρί σταριού, μήτε πουλί πετούμενο,

Β΄ ΓΡΙΑ

καμίνι ο τόπος, πυρωμένο σίδερο ο αγέρας — σε στράβωνε απ’ τη λάμψη η θάλασσα,

Γ΄ ΓΡΙΑ

μαχαίρι τ’ άσπρο της ασβεστωμένης μάντρας — σου ’κοβε τα μαλλιά· μια καμπάνα

έλιωσε μονομιάς κι ένα ποτάμι σιδερένιο χύθηκε στα σκαλοπάτια.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Οι ελιές μαράγκιαζαν, πέφταν στεγνές στο χώμα σαν τα μάτια του ανήμπορου,

Β΄ ΓΡΙΑ

σαν τα μάτια του νυσταγμένου, σαν τα μάτια του τυφλού — τις μαζώναμε από χάμου,

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

σκύβοντας, ξανασκύβοντας — κάναμε τις μετάνοιες μας

μπροστά σ’ ένα άδειο κόνισμα· τις χώναμε μες στη λινάτσα

σα ναν τις κλέβαμε απ’ του χάρου τα δόντια· κι από πάνου οι φορατζήδες

Γ΄ ΓΡΙΑ

κι από πάνου οι αστένειες, κι η στάμνα σπασμένη, κι η σκούπα μαδημένη

σαν το λιγνό λελέκι που ’φυγε τη νύχτα κι άφηκε τις κουτσουλιές στον καπνοδόχο.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Δεν είπαμε τίποτες —δύσκολα ήταν τα λόγια— ο τόπος στένευε·

μεγάλωνε η σιωπή. Μες στη σιωπή σαν πιο σίγουρες μοιάζαμε·

Α΄ ΓΡΙΑ

πιο σίγουρη κι η πέτρα στο ντουβάρι στου σπιτιού, κι η καρέκλα σιμά στο παραθύρι.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Πότες κακοί οι αρχόντοι, πότες χειρότεροι — πάντοτες χειρότεροι·

μα πάλε το ψωμί δε μας έλειψε ολότελα — μετρήσαμε τις μπουκιές μας,

μετρήσαμε τον αγέρα ανασαίνοντας κρυφά πάνου απ’ το στρώμα του παιδιού —


Α΄ ΓΡΙΑ

Μετρώντας ξεχνιόμασταν· — μπαλώνοντας τα μεγάλα τσουράπια

βελονιά βελονιά, 5, 7, 23, 26, 32, 45 — νανουριζόμασταν 35 μονάχες·

Β΄ ΓΡΙΑ

μας έπαιρνε ο ύπνος στο σκαμνί, κουτουλούσαμε, τιναζόμασταν πάλε,

ανοίγαμε τα μάτια, σταματάγαμε το μέτρημα — ήταν πολύ μεγάλο το τσουράπι,

Γ΄ ΓΡΙΑ

μεγάλο σαν άδειο λιμάνι — κι όσο έραβες η τρύπα μεγάλωνε

όπως το μάτι του κρυμμένου μονόφθαλμου που δεν ήθελες να σε βλέπει

και φοβόσουνα πάλε μην του αγγίξεις το βολβό με τη βελόνα.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Δουλέψαμε σκληρά,

κάναμε και νυχτέρια — κι ούτε ξέραμε αν είχε φεγγάρι κι ούτε αναρωτηθήκαμε —

τώρα μονάχα το συλλογιστήκαμε· αν φύσαγε το ξέραμε — τον άνεμο τον ακούγαμε,

η πατατούκα του ώρες ώρες πιανόταν όξω στο καρφί του τοίχου

κει που κρεμάγαμε τις πλεξούδες τα σκόρδα· πιανόταν στο κλειδί.

Γ΄ ΓΡΙΑ

Σα σταματούσε

μας κράταγε για λίγο το δεξί μας χέρι στον αγέρα, και το χνούδι της κουβέρτας

έπεφτε μαλακά σαν τη χαίτη του αλόγου που γύρισε στ’ αχούρι.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Τα λιανοπορέψαμε

με τούτο και με κείνο, με κριθάρι, με μπομπότα, με πίτουρο — δώσαμε και στις κότες·

Α΄ ΓΡΙΑ

καιρό να τραβήξουμε τη χτένα στα μαλλιά μας δεν είχαμε — δε μας ένοιαζε —

Γ΄ ΓΡΙΑ

μηδά τα περιστέρια μηδά οι κότες τηράνε στον κατρέφτη; Μας ξάφνιασε μόνο

που ’δαμε τα μανίκια στην πουκαμίσα του άντρα μας άκρη άκρη βρεγμένα

όπως πλενόταν στην αυλή· — το νιώσαμε·— αν μας άγγιζε τότες

θα ’χε δυο δροσερά βραχιόλια στα χέρια του, — νιώσαμε τη δροσιά στεκούμενη στην πλάτη μας.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Παράξενο, θε μου —ένα θάμα είναι ο κόσμος— δυο βρεγμένα μανίκια.

Γ΄ ΓΡΙΑ

Μια μέρα πάλι, παστρεύοντας ένα μεγάλο καλαμπόκι, φύλλο το φύλλο —

μεγάλα φύλλα, σφιχτά — μείναμε με το στόμα ανοιχτό — το καλαμπόκι γελούσε

με χίλια δόντια απανωτά, χρυσωμένα απ’ τον ήλιο. Πάνου στο λόφο, στα καμίνια,

«Γιωργή, Γιωργή», φωνάζαν. Χώσαμε το καλαμπόκι στον κόρφο μας. Δεν το δαγκώσαμε.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Σκάψιμο, τρύγος, κλάδεμα, το πότισμα στο χωραφάκι, η μπουγάδα,

η λάτρα του σπιτιού, το σιδέρωμα — κι έξω απ’ το σπίτι να βραδιάζει

ένα ήσυχο βράδι ανοιξιάτικο, και ξάφνου ν’ αντηχάει πάνου απ’ τη θάλασσα

πάνου απ’ το κρυφομίλητο νερό, μια μόνη φωνή πεντακάθαρη,


Γ΄ ΓΡΙΑ

κρουστή φωνή, του νιούτσικου βαρκάρη — να πετρώνει μια στιγμή στον αγέρα

κι απέ ν’ απλώνεται, ναν τη ρουφάει η γαλήνη σα στουπόχαρτο, κι εμείς

εκεί, στα σκοτεινά, πάνου απ’ το σίδερο, με μια γελούμενη πίκρα, να πασκίζουμε

να ξεδιαλύνουμε πάνου στο στουπόχαρτο τ’ ανάποδα γράμματα — εμείς

που μήτες τα σόψια δεν ξεκρίναμε· — δεν καλοβλέπαμε κιόλας,

ό,τι που φώταε το λιανό φεγγαράκι πάνου απ’ του γιαλού το πέταλο —


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

λιανό λιανό το φεγγαράκι, φαίνονταν πίσω απ’ το τζάμι, τόσο απόμακρο

σα να μας κράτησαν εμάς μακριά απ’ τον κόσμο. Ανάβαμε το λύχνο.


Α΄ ΓΡΙΑ

Και τότες, με τον τρύγο, σα γυρνάγαν απ’ τα πατητήρια οι άντροι μας,

Β΄ ΓΡΙΑ

βαμμένοι ολοσούμπιτοι στο μούστο — πόδια, χέρια, μούτρο, σώβρακα, πουκάμισα,

Α΄ ΓΡΙΑ

κόκκινοι της οργής και της χαράς, κόκκινοι σαν εκείνους τους παλιούς θεούς, που λένε,

Γ΄ ΓΡΙΑ

σταγόνες αίμα πήζανε στις σγουρές τρίχες των ποδιώ τους

σάμπως να γύρναγαν από μεγάλο κρυφό φονικό και βιαζόμασταν ναν τους κρύψουμε,

Α΄ ΓΡΙΑ

να ζεστάνουμε στο καζάνι νερό, ναν τους πλύνουμε τα ποδάρια ώς απάνου,

Β΄ ΓΡΙΑ

ναν τους πλύνουμε τα βρακιά, τα πουκάμισα, να φύγουν τα σημάδια,

Γ΄ ΓΡΙΑ

να φάνε το δείπνο τους γλήγορα, ναν τους κρύψουμε κάτου απ’ τα σεντόνια.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Κρυφογελάγαν τότες κάτου απ’ τα μουστάκια τους σα να μας είχαν μπάσει

κι εμάς στο μεγάλο μυστικό τους — και μυστικό δεν ήταν, — μόνο ο ύπνος ύστερις αναπαμένος.


Γ΄ ΓΡΙΑ

Άι, ο τρύγος, με τις ψάθες, τα κοφίνια, τα μαχαίρια· — μοσκοβόλαγε η ρούγα·

Β΄ ΓΡΙΑ

ροδίτη μοσκοβόλαγε ο γιαλός· γλιστράγαν τ’ άλογα στο καλντερίμι·

Α΄ ΓΡΙΑ

μεγάλα, γκαστρωμένα βαρέλια ρουχαλίζαν στο υπόγειο —

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

το κρασί

άλλοι το πίναν· — μόχτος και μόχτος — τρύγος, κλάδεμα, πότισμα, σφουγγάρισμα —

κοκάλωσαν τα γόνατά μας· — καιρό δεν είχαμε να μείνουμε μέσα μας, δεν το θέλαμε

να μείνουμε μέσα μας· — τί δα, μαθές, ξανά μανά, καθούμενες ανακούρκουδα,

με το κεφάλι στα γόνατα, σαν το μωρό μες στην κοιλιά διπλωμένο,

μέσα στ’ ογρό σκοτάδι; — πού καιρός. Κλάδεμα, σκάψιμο, συγύρισμα,


Α΄ ΓΡΙΑ

ν’ ανάψεις τη φωτιά, να ξελεπιάσεις το ψάρι, να γιομίσεις τις στάμνες,

Β΄ ΓΡΙΑ

να καθαρίσεις το γυαλί της λάμπας και τα τζάμια απ’ το χνότο του πελάου,

Γ΄ ΓΡΙΑ

να παστρέψεις μια μια τις φακές — φάναμε και στον αργαλειό δυο τρία προσόψια,

Α΄ ΓΡΙΑ

φάναμε κάνα δυο σκουτιά, μια μεγάλη βελέντζα —

Γ΄ ΓΡΙΑ

κι ουδέ τα πλουμίδια ξεχάσαμε — δυο μαργαρίτες, ένα κόκκινο πουλί,

ένα τρανό γαλαζοπράσινο δελφίνι·

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

δουλεύοντας μεγαλώσαμε,

δουλεύοντας μάθαμε να δουλεύουμε, δουλεύοντας μάθαμε

να ξεχνάμε τα βάσανα, να ξεχνιόμαστε, να ξαναρχίζουμε.

Α΄ ΓΡΙΑ

Τα καλοκαίρια, πέρα στο νησί μας, πώς στραφτάλιζαν τα μεσημέρια,

Β΄ ΓΡΙΑ

τότες που σφύραγαν τα μεγάλα μελτέμια κι έτρεμε σύγκορμο το πέλαο σπασμένο,

κι ήταν ο κόσμος λάμψη, απαντοχή και κόκκινες-πράσινες σπίθες.


Γ΄ ΓΡΙΑ

Μέσα στα σπίτια κούρνιαζε η δροσιά σάμπως πουλί πολύ μεγάλο,

πολύ αλαφρύ, γιόμιζε την κουζίνα — δε σου ’μενε τόπος καθόλου

να κουνηθείς, να συγυρίσεις, να σταθείς στον αργαλειό, μη και πατήσεις

εκείνο το χρυσό πουλί με τα μενεξεδένια μάτια,

Α΄ ΓΡΙΑ

μηδέ να κάνεις έτσι με το χέρι σου να διώξεις μια χαζόμυγα

που εστάθη στο πλυμένο νεροπόπηρο και με τα δυο ποδάρια της ξύνει το σβέρκο της —


Γ΄ ΓΡΙΑ

τίποτες, τίποτες, μη και μαδήσεις κάνα πουπουλάκι του χρυσού πουλιού κι ευτύς ραγίσει ο κόσμος,

αχ, ένα πούπουλο, — κι έμενες έτσι βουλιαγμένη στην καρέκλα

ασάλευτη, με τα χέρια στα γόνατα, σ’ ένα βαθύ αποκάρωμα,

χρυσή κι εσύ, σαν κόνισμα ζουγραφισμένο σε σανίδι από κυπαρισσόξυλο,

σαν κάποιος τάχα να σε πίστευε, να σου ’βαλε τάμα, να σε χρύσωσε —


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Και τότες μέσα μας κι εμείς σα να πιστεύαμε σ’ εμάς τις ίδιες.

Β΄ ΓΡΙΑ

Ήτανε το μεγάλο φως του θέρου — εκείνο σκέπαζε τη σκλαβιά και το χάροντα·

Α΄ ΓΡΙΑ

ήτανε το μεγάλο φως και τα φύλλα και τ’ αξούριστα μελτέμια

με τις τρανές κοχύλες τους φωνάζοντας όξω μαζί με τα τζιτζίκια,

Γ΄ ΓΡΙΑ

και μες στο σπίτι η κοιμισμένη γάτα πάνου στο κρεβάτι.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Αχ, πώς πιστέψαμε στο φως οι σκότεινες, και πώς στη ζήση οι αφανισμένες.


Γ΄ ΓΡΙΑ

Κι ένα άλλο μεσημέρι —πώς εγίνηκε— σκύβοντας πάνου απ’ το πηγάδι,

βιαστικά βιαστικά, κάτι να δούμε — όχι να βγάλουμε νερό — μην ξέροντας, έτσι

κρυφά σαν αμαρτία, — μας ξάφνιασε το τσίριγμα της πίκρας

μαζί μ’ ένα πουλί τσιρίζοντας ψηλά ψηλά, στον ουρανό, σ’ ένα μέρος

που δεν το καρτερούσαμε —ίσα πάνου στη ράχη,— μας σημάδευε πισώπλατα.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Πιάσαμε τότες μες στην τσέπη της ποδιάς μας τα κλειδιά της αποθήκης,

κοιτάξαμε τη συκιά — τα φύλλα της πλατιά σα δουλευτάδικες παλάμες·—

δεν ήταν τίποτες· μπήκαμε μέσα· ησυχία. Μονάχα

μι’ ακρίδα στέκουνταν στα πισινά της πόδια, εκεί, στο νεροχύτη

και μας τηρούσε με μεγάλα, ολοστρόγγυλα, πράσινα μάτια.


Α΄ ΓΡΙΑ

Γινόταν πότε πότε μια μικρή σιωπή ανάμεσα στις ώρες,

σα να λείπαμε μεις και το σπίτι να συγυρίστηκε μόνο του,

Β΄ ΓΡΙΑ

σα να σταμάτησε ξάφνου το ρολόι απάνου στο τραπέζι και μαζί του

σα να σταμάτησε ο χρόνος,

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

και πια δεν ήταν τίποτες να γένει,

δεν ήταν τίποτες που να ’γινε, — σαν ψέματα το λοιπό τα γεννητούρια, τα ξόδια —


Β΄ ΓΡΙΑ

και το τσουκάλι π’ ακουγόταν να κοχλάζει στην πυροστιά σώπασε·

Α΄ ΓΡΙΑ

κι ο σίγλος που τραβούσαν όξω νερό απ’ το πηγάδι, σώπασε και κείνος·

Β΄ ΓΡΙΑ

κόπηκε το σκοινί, βούλιαξε ο σίγλος, βουλιάξαμε —


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Ήσυχο βούλιαγμα, ξαπόσταμα, — και να το ξέρεις που ’σαι βουλιαγμένος,

κι αν κάποιος πάνου απ’ το νερό φωνάξει τ’ όνομά σου, να το ξέρεις που δε βολεί να σ’ έβρει,

Γ΄ ΓΡΙΑ

μόνο η φωνή του να βουλιάζει αργά μες στο νερό

σαν το κομμένο σκουλαρίκι της σκυμμένης πάνου απ’ το πηγάδι συννυφάδας.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Και τότες, μες στο λαγοκοίμισμα, το βελόνι που κράταγες στο χέρι σου,

σου τσιμπούσε από μόνο του το δάχτυλο — «ξύπνα», σου ’λεγε,

«ξύπνα· δεν κάνει», σου ’λεγε, σαν που δεν κάνει μες στην εκκλησία

να βλέπεις έξω απ’ το παράθυρο· κι αρπαζόσουν μεμιάς απ’ το βελόνι,

κουνούσες το δεξί σου χέρι πάνου κάτου, όπως κάνεις το σταυρό σου,

για να ξορκίσεις το κακό, να κυνηγήσεις τον ίσκιο —


Β΄ ΓΡΙΑ

τραβούσες μάνι μάνι την κλωνιά σα να ’δενες το σκοινί του σίγλου,

πιανόσουνα κι ανέβαινες πάνου·

Α΄ ΓΡΙΑ

κοίταζες γύρω σα φταίχτης,

μη και σε πήρε κάνα μάτι εκεί στο βυθό, μη και σ’ είδε ο κατρέφτης στον τοίχο,

Γ΄ ΓΡΙΑ

μη κι είπαν τίποτες συναμετάξυ τους τα μπρίκια αντιφεγγίζοντας το δείλι,

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

κι έτοιμο πάντοτες το μάτι μας απ’ ολουνούς να ζητήσει συμπάθιο,

απ’ το παιδί, απ’ το σκυλί, απ’ το καναρίνι. Ψυχή κατά μάς δεν κοιτούσε.

Σε τούτη την κλωστή που κρατάγαμε, κρατιόμασταν κι ανεβαίναμε πάνου.


Α΄ ΓΡΙΑ

Μονάχα ο φόβος ξώμενε πάντοτες — κείνος ο φόβος

κάθε που βγαίναν όξω τα παιδιά μας, μη και χάσουν τη στράτα και δε ματαγυρίσουν,

Β΄ ΓΡΙΑ

μη και σκοντάψει πάνου τους ίσκιος τρανός με το μαχαίρι στα δόντια,

Α΄ ΓΡΙΑ

μην πέσει στο καυκί τους ως διαβαίνουν η χοντρή πινακίδα της ταβέρνας,

Β΄ ΓΡΙΑ

πολύ χοντρή κι αναγερτή, με ξεβγαλμένες πρόκες σαν τα δόντια του λιόντα,

Γ΄ ΓΡΙΑ

εκείνη λες; — ζουγραφιστή με δυο κοτόπουλα στη σούγλα, στις δυο πάνου γωνίες; —

Α΄ ΓΡΙΑ

μη τους χτυπήσει αστροπελέκι όπως ανοίγουνε το στόμα τους να πουν το δίκιο.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Φόβος και τρόμος — ο χειμώνας ερχούντανε — τρέμαμε σύγκορμες·

σηκωνόταν η πέτσα μας· τα χέρια μας τα χώναμε μες στα τσουράπια των παιδιώ μας που λείπανε

σάμπως να πιάναμε τα πόδια τους για ναν τους τα ζεστάνουμε, — ζεσταινόμασταν.

Β΄ ΓΡΙΑ

Μόνε τηράγαμε κατά την πόρτα, μη και μπουν ξαφνικά και μας εύρουν

έτσι ξεχαζεμένες με τα χέρια μας μες στα τσουράπια τους.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Φτάνει να ’ρχόνταν

κι ας ήταν να μας βρίσκαν και να κόβουμε τα νύχια των ποδιώ μας δίπλα στο τσουκάλι.


Α΄ ΓΡΙΑ

Ήταν και μια κρυφή τρύπα στον τοίχο, — εκεί φυλάγαμε χρόνια και χρόνια

τίποτες πενταροδεκάρες που περσεύαν πότε πότε απ’ τα ψώνια,

εκεί τους μπουναμάδες της Πρωτοχρονιάς — για τις δύσκολες ώρες —

τίποτες ψευτοπράματα· σφαλάγαμε την τρύπα με χαρτί —· δε φαινότανε.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Καμιά Κεριακή, που λείπαν όλοι στην πλατέα γιά κάτου στ’ ακρογιάλι,

τα βγάζαμε, τα μετράγαμε, — κάνα προικιό της κόρης, λέγαμε,

κάνα βρακί του μεγάλου, — δε φτάνανε· — έχει ο θεός λέγαμε· χαιρόμασταν

ετούτο το μικρό κομπόδεμα.

Β΄ ΓΡΙΑ

Πώς θα ’παιζαν της θυγατέρας τα ματόφυλλα

να ξετυλάς μπροστά στα μάτια της δυο κεντητά σεντόνια, δυο μαξιλαροθήκες,

Γ΄ ΓΡΙΑ

μια κόκκινη κουβέρτα με δυο δυο τ’ άσπρα πουλιά, να φιλιούνται μύτη με μύτη.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Δε φτάνανε. Τα κρύβαμε πάλε στον τοίχο. Μια μέρα,

ανοίξαμε την τρύπα. Λείπανε. Δεν είπαμε λέξη.

Ήρθανε τ’ άλλα, πιο βαριά, — τ’ αποσκεπάσαν. Μόνο, πότε πότε,

που το θυμούμαστε την ώρα της λάτρας για το βράδι στο στρώμα,

δω νά στο στομάχι, πιο κάτου, κοντά στον αφαλό, ένας κόμπος,

ένα μπαλάκι κούφιο και βαρύ, σάμπως η τρύπα εκείνη στον τοίχο

να ’γινε μέσα στο κορμί μας. Σουβαντίσαμε αργότερα τον τοίχο.

Τίποτα δε φαινόταν. Μήτε που γυρνάγαμε κατά κείνο το μέρος το μάτι.


Α΄ ΓΡΙΑ

Ήρθανε κι ώρες ήσυχες — δε λέμε — σαν όταν Σάββατο βράδυ

ξεμπλέκαμε απ’ τα χρέητα του μπακάλη, και το λάδι στο κιούπι

θα ’φτανε ακόμα κάνα δυο βδομάδες, μπορεί και μήνα —

Β΄ ΓΡΙΑ

σαν όταν

ξεμπλέκαμε μπλιο απ’ τη μπουγάδα, και το μπουγαδοκόφινο

στέγνωνε στην αυλή καλόκαρδο, και στο σκοινί στεγνώνανε τα ρούχα,


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

κι απέ τα μαζώναμε, τα ρίχναμε στον ώμο μας, μας άγγιζαν το μάγουλο

ζεστά, αχνιστά, κρουστά, ευωδιασμένα από ήλιο και σαπούνι

κι από την άλλη ευωδιά της τελειωμένης δουλειάς και κάτι σαν τριαντάφυλλο,


Γ΄ ΓΡΙΑ

κι ένα χνουδάκι απ’ αγκάθι είχε σταθεί στου παιδιού το πουκάμισο

και μας γαργάλαγε κάτου απ’ τ’ αυτί — κι ήθελε να μας κάνει να γελάσουμε,

κι ήθελε να μας κάνει πάλι νιες· — τα κατάφερνε·— γελούσαμε μέσα μας,


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

έτσι, τρυφερεμένες οι ίδιες για το μόχτο μας, και μυστικά περήφανες,

με τόσα ρούχα παστρικά στον ώμο μας, σάμπως ελόου μας να σηκώναμε

ακέριο το ντουνιά — και βάρος δεν είχε· — εμείς τον αλαφρώναμε· μας αλάφρωνε.

Β΄ ΓΡΙΑ

Ήσυχες ώρες — δε λέμε·— και το σιδέρωμα δεν έβιαζε.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Μια νύχτα, καθισμένες στο κατώφλι, τότες που κρυφά βαλνόμασταν

να στοχαστούμε σαν τί να ’ναι το φεγγάρι —

ένα γυάλινο βάζο

Α΄ ΓΡΙΑ

γιομάτο αλάτι, λιγουλάκι νοτισμένο —

Β΄ ΓΡΙΑ

κάλλιο μια χρυσή καντήλα

μπροστά στο κόνισμα μιας γαλάζιας Παναγιάς —

Γ΄ ΓΡΙΑ

για μια φωλιά

απ’ άχερο φουφουλιαστό, και μέσα της χρυσό τ’ αηδόνι στρογγυλοκαθόταν

και δεν τραγούδαγε, μα εμείς τ’ ακούγαμε —τριιιι-τρι— γλυκοκέλαδος ήχος.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Συλλογιζόμασταν καμιά βολά κι εμείς, και μας άρεσε.


Α΄ ΓΡΙΑ

Γιά κάποτες, μια σκόλη, το βραδάκι, κουβεντιάζοντας από πόρτα σε πόρτα

με τις καλές γειτόνισσες — ποιός παντρευόταν, ποιός βαφτίζονταν, ποιός μας άφηνε χρόνους,

Β΄ ΓΡΙΑ

κι είχες στην τσέπη της ποδιάς σου λίγα μύγδαλα, και κάθε τόσο

τ’ άγγιζες με τα δάχτυλά σου, τα ’σφιγγες, έτσι να νιώθεις

το στέριο σκήμα τους, την κόψη τους, σα μικρά σφαλιχτά καραβάκια

που μες στ’ αμπάρι τους σφιχτοκρατάν την άσπρη ψίχα —


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Τα σκληρά μύγδαλα τ’ αγγίζαμε μέσα στην τσέπη μας γιατί το βράδυ

ήτανε διάφεγγο πολύ, διάφεγγη κι η ψυχή σου, διάφεγγη κι η ζήση

και δίχως ναν το καταλάβεις σου ’φευγε μέσ’ απ’ τα χέρια.


Β΄ ΓΡΙΑ

Γι’ αυτό, μαθές, πιο μέσα, κάτου από τα λόγια που μιλάγαμε, σωπαίναμε

κι αφουγκραζόμασταν εκείνη τη μεγάλη σιγαλιά που μερμηγκιάζει από άγνωστα πράματα,

Α΄ ΓΡΙΑ

σαν που σαλεύει μόνο του το κουρτινάκι δίχως να φυσήξει αγέρας,

Β΄ ΓΡΙΑ

σαν που από μόνη χαμηλώνει η λάμπα, που μιαν ώρα πριν την είχαμε γιομίσει,

Α΄ ΓΡΙΑ

σαν που σωριάζεται η σκόνη στο σιδερένιο κουτί με τα κερένια στεφάνια,

Γ΄ ΓΡΙΑ

σαν που βρίσκεις απάνου στο τραπέζι, που πριν λίγο το ’χες παστρεμένο,

ένα κομμάτι τριμμένο σουβά· — στρέφεις ευτύς το κεφάλι σου απάνου

και το ταβάνι είναι στη θέση του, και μια μεγάλη αράχνη

πασκίζει να κρυφτεί απ’ τα μάτια σου — δεν κρύβεται.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Τα βράδια του καλοκαιριού, δε σου ’κανε καρδιά να μπεις στο σπίτι, να πλαγιάσεις—

λιγάκι ακόμα στην αυλή, λιγάκι ακόμα να τηράξεις τον κόσμο —

ερχόταν πάλι ο κόσμος κατά τη μεριά μας σαν καλό γαϊδουράκι

με δυο μεγάλα βαρύκουα αυτιά —

Γ΄ ΓΡΙΑ

τίναζε το ζερβί του κάθε τόσο

να διώξει ένα κουνούπι γιά ένα αστέρι.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Εμείς δαγκώναμε τα χείλια

μη μας ξεφύγει γέλιο, μη γρικήσουν μέσα τα παιδιά που κοιμόντανε,

Α΄ ΓΡΙΑ

μη μας γρικήσει ο άντρας και θαρρέψει πως ξεμωραθήκαμε.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Καλά ήταν τότες, κι ούτε που το ξέραμε — κει δα στην αυλή με το πηγάδι.

Οι πέτρες ξώμεναν ζεστές ακόμα απ’ τον ήλιο της μέρας μέσα στο δροσό της νύχτας.

Δίπλα ακουγόντανε ζεστό φουρφούρισμα απ’ τις κότες μέσα στο κοτέτσι,

Α΄ ΓΡΙΑ

και το τραγούδι, κάτου στα ρηχά, του ψαρά μέσ’ απ’ τη βάρκα

Γ΄ ΓΡΙΑ

και το μεγάλο ξερό φύλλο της μουσμουλιάς που γκρεμιζόταν με δυνατό κρότο μες στο χρόνο

κι ύστερα η σιγαλιά γινότανε πιο σιγανή σαν τον κατρέφτη που ξεχάστηκε κάτου απ’ τα δέντρα.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Γνωρίζαμε τους ήχους — γνωριζόμασταν ξανά με κατιτίς αγαθό, λησμονημένο —


Α΄ ΓΡΙΑ

Αθώρητη η χελώνα, νυχοπερπατούσε αργά μες στον κήπο·

Β΄ ΓΡΙΑ

άναβαν δυο κωλοφωτιές τα φαναράκια τους ναν της φωτίσουν·

Α΄ ΓΡΙΑ

η μέλισσα κοιμόταν στο λουλούδι — ακουγόταν που ρουφούσε το σάλιο της·

Γ΄ ΓΡΙΑ

και το τρίξιμο απ’ το φτερό της πεταλούδας — δε χωρούσε μες στο γαρούφαλο,

όλο αναδεύονταν, όλο άλλαζε πλευρό στον ύπνο της.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Τα ρουθούνια μας

γνωρίζανε μια μια τις μυρουδιές απ’ τα μικρά ποτισμένα περβόλια —


Α΄ ΓΡΙΑ

αυτό ’ναι μαντζουράνα — λέγαν τα ρουθούνια μας — αυτό ’ναι δυόσμος,

Β΄ ΓΡΙΑ

αυτό βασιλικός γιά χαμομήλι γιά τριαντάφυλλο

Γ΄ ΓΡΙΑ

αυτό ’ναι μαϊντανός, — κι ένα χαμόγελο χαρχάλευε μέσα μας

σαν που τινάζεις ένα ρούχο παλιό και πέφτει χάμου ντιντινίζοντας

ένα μικρό παιδικό δαχτυλίδι που το λόγιαζες χαμένο.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Καλά ήταν — και πρεπό δεν είναι να ’μαστε αχάριστες στη ζήση —

κείνα τα βράδια που όλα σμίγαν και φιλιώνονταν όλα,

η σκούπα, το φεγγάρι, το σκυλί, το καναρίνι — όλα ένα,

Α΄ ΓΡΙΑ

και το φεγγάρι, ναι, δεν ήταν ξένο, δικό μας ήταν,

άσπρο, γαλαζωπό, ζεστό, σα δίκορκο αβγό, μόλις βγαλμένο απ’ τον κώλο της κότας.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Αχ, ναι, μαθές — πότε πότε μας έμενε μια στάλα καιρός να σηκώσουμε το χέρι μας

και να σφουγγίσουμε τον ίδρωτα απ’ το κούτελό μας· πότε πότε

να βγάλουμε κι ένα «αχ» ανάμεσα σε δυο νιούτσικα πράσινα φύλλα.


Γονατισμένες μπρος στη σκάφη, ζυμώνοντας το ψωμί για τα κουτσούβελα,

αθέλητά μας μια στιγμή σηκώσαμε τα μάτια· — στο παραθύρι

στέκουνταν κείνο το μικρό πουλί και μας θωρούσε· — ξεχαστήκαμε·


Γ΄ ΓΡΙΑ

θαρρώ πως τα πουλιά μάς αποσώσανε το ζύμωμα κι εμείς τηρούσαμε —

Β΄ ΓΡΙΑ

μπορεί ναν τ’ αποσώσαμε κι εμείς — ποιός θα το πει; — ψωμιά δε σιάξαμε·

Γ΄ ΓΡΙΑ

σιάξαμε μοναχά πουλιά με το ζυμάρι, τα πιτίσαμε ζάχαρη,

κόκκινο και γαλάζιο κάντιο τα φτερά τους τ’ αλείψαμε,

δυο βυσσινόκουκα για μάτια τούς βάλαμε· — τα παιδιά μας πολύ τα χαρήκανε

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

κι ουδέ που ξέρανε τί θα ’πρεπε: ναν τα φάνε γιά ναν τα παίξουνε. Μονάχα οι άντροι

μας

κατέβασαν τη μούρη τους, κατσούφιασαν, σμίξαν τα φρύδια τους — άσ’ τους,

Γ΄ ΓΡΙΑ

εμείς, μια βολά, το δικό μας το κάναμε, σαν που μας το ’πε το πουλί κι η καρδιά μας.


Α΄ ΓΡΙΑ

Για θυμηθείτε κείνα τ’ ανοιξιάτικα λιογέρματα, συντρόφισσες,

ήσυχα, αμίλητα, θεόπεμπτα — κρούσταλλο η θάλασσα·

Β΄ ΓΡΙΑ

κατάρτια και σκοινιά βρεγμένα και κουπιά, βυσσινιά λαμποκόπαγαν,

Α΄ ΓΡΙΑ

μι’ άγκυρα ανέβαινε — στις άκρες της κρεμόντανε

στραφταλιστά γιορντάνια — τί κοράλλια, τί ρουμπίνια και μαλάματα —

Γ΄ ΓΡΙΑ

μια κόρη σεργιανούσε μόνη στ’ ακρογιάλι κάτου ως να σεργιάναγε

σ’ ένα άλλο κόσμο αλαφροΐσκιωτη — το κούτελό της δεν έγερνε.


Β΄ ΓΡΙΑ

Νησάκια ξάφνου φανερώνονταν πέρα, βαθιά στο πέλαγο —

δεν τα ’χαμε ποτές μας ξαναδεί, δεν ήταν άλλοτες —

Γ΄ ΓΡΙΑ

γαλάζια, διάφεγγα νησάκια, ανάβαν μονομιάς στο λιόγερμα,

τρέμανε σαν πετράδια, καίγονταν και σβήνανε· ύστερα

γίνονταν στάχτη, λιώνανε στη νύχτα.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Μα ελόου μας

τα ’χαμε δει και ξέραμε πως ήταν, και ξέραμε που ο κόσμος

ήταν τρανός, πιο τρανός απ’ όσο βλέπαμε, και δεν ήμασταν μόνες.


Α΄ ΓΡΙΑ

Κι άξαφνα φτάσαν ένα σούρουπο μαντατοφόροι, λέει από μια χώρα,

μεγάλη χώρα, απόμακρη, με μιλιούνια καράβια, με μεγάλα άσπρα σπίτια,

Β΄ ΓΡΙΑ

πέτρινοι αθρώποι, λέει, καθούνται ολόρθοι σε αψηλές κολόνες,

κι έχουν πολλά σκολειά από άσπρη πέτρα.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Μας ζώσανε τα φίδια —

πολύ καινούργια ήταν τα ρούχα τους, πολύ γυαλίζανε τα ομορφοπλούμιστα ραβδιά τους,

δεν κοίταζαν ίσα στα μάτια· από ψηλά κοιτάζαν, κάτι βλέπαν

που δεν το βλέπαμε μεις. Τρανά καράβια πενηντάκουπα ήντουσαν

αραδιασμένα μπροστά στο νησάκι μας. Οι ναύτες τους

δεν πάτησαν στη στεριά μας το πόδι τους, δε μπήκαν στις ταβέρνες μας· εκεί

λουφάζαν μέσα στα καράβια καρτερώντας το σινιάλο. Μονάχα

ετούτοι δω οι μαντατοφόροι από την ξένη χώρα, κι ήταν, λέει,

Ρωμιοί κι ελόου τους. Και μαζέψανε τους άντρες και τους γιούς μας

Α΄ ΓΡΙΑ

απάνου στην απάνου τάπια, κει που ’ναι στημένο το παλιό σκουριασμένο κανόνι

Β΄ ΓΡΙΑ

μονόφθαλμο, καλόβολο, απ’ τα χρόνια των παππούδω μας, ναν το καβαλικεύουνε

Γ΄ ΓΡΙΑ

τα περιστέρια, τα σπουργίτια, τα παιδιά, να παίζουν τους τρανούς καβαλαρέους

τα θερινά βραδάκια πριν το δείπνο· να τρυπώνουνε τα χέρια τους μέσα στην άδεια μπούκα

να πιάσουν τάχα μου το πόδι της νεράϊδας και ν’ αντρειέψουν.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Τους μαζέψαν κει πάνου,

κι εμείς γύρω τριγύρω κολλημένες στις πόρτες. Ήσυχα μιλήσαν,

(αχ, κείνη η ησυχία που την οσμίζεσαι πριν απ’ τη μπόρα) — τα λόγια τους

δεν τα καταλαβαίναμε — μόνο τον ήχο τους κρατήσαμε. «Παραδοθείτε — λέει, είπανε —

αλλιώς θα σας χαλάσουμε». Πολλά είπαν, μ’ άλλα λόγια τα ’παν —

εμείς αυτό καταλάβαμε: «Παραδοθείτε». —


Α΄ ΓΡΙΑ

Αμ έτσι, στα καλά καθούμενα;

Β΄ ΓΡΙΑ

έτσι με σταυρωμένα χέρια;

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Ανατηράγαμε τους άντρες μας —

Β΄ ΓΡΙΑ

σφιγμένα τα σαγόνια τους — μουγγοί — σα να κρατάγαν μες στο στόμα τους

ένα τρανό μπουμπουνητό.

Α΄ ΓΡΙΑ

Κι οι άλλοι να λένε και να λένε —

όλο και πιο μικρά τα μάτια τους, όλο και πιο γοργά τα λόγια τους·

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

τα στόματά τους όλο και πιο μεγάλα — καταπίναν όλο τον αγέρα μας

και πια δεν είχαμε μεις ν’ ανασάνουμε.

Μαρμαρωμένοι οι εδικοί μας

κάτι είπαν μέσ’ από την πέτρα, κάτι αποκριθήκανε,

Α΄ ΓΡΙΑ

κάτι «τιμή» είπαν, κατιτίς «πατρίδα» (κι έτριξε τούτος ο λόγος

Β΄ ΓΡΙΑ

έτσι που τρίζουν τα θεμέλια του σπιτιού με το σεισμό και λες θα σπάσουν

ούλα τα τζάμια και μαζί τα καλά ρακοπότηρα στο ράφι του τοίχου

Α΄ ΓΡΙΑ

που τα ’χαμε για τους μουσαφιρέους).

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Καλά τα ’παν — γεια στο στόμα τους —

«τιμή», «πατρίδα», και τηρούσαν χάμου τα παπούτσια τους. Κι απέ ένας λόγος

πιο δύσκολος ακόμα, πιο τρανός —«λευτεριά» το ’παν—


Β΄ ΓΡΙΑ

Ναι, «λευτεριά», κι άστραψε ένα μεγάλο μαύρο φως ώς πάνου στα μεσούρανα·

Α΄ ΓΡΙΑ

ναι, «λευτεριά» και τί θα πει δεν ξέραμε — βουρκώσανε τα μάτια μας,

Γ΄ ΓΡΙΑ

βούρκωσε κάτου η θάλασσα, μελάνιασε το περιγιάλι.

Α΄ ΓΡΙΑ

Ένα παιδί

έβαλε μονομιάς τα κλάματα, σάμπως ναν του ’χαν σφάξει κιόλας τον πατέρα του.

Γ΄ ΓΡΙΑ

Η θεια-Κώσταινα

προχώρεσε ένα βήμα μπρος, έφερε πίσω της τα χέρια της κι έλυσε την ποδιά της

σα να ’ταν πια να μην ξαναδουλέψει· κι ύστερις

πάσκισε πάλε ναν τη δέσει πιο σφιχτά, — δεν τα κατάφερνε.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Τηρούσαμε τα χέρια της να τρέμουνε — μεγαλωμένα χέρια

όπως τα χέρια ακέριου του νησιού μας· — τα λουριά δεν τα βρίσκανε·

πες που χαθήκαν τα λουριά, πες που μαλάκωσαν τα δάχτυλά της.


Τριγύρω φάρδαινε η σιωπή· — το τρίξιμό της γρικιότανε μονάχα. Οι κίνησες

αργοξετύλιχτες· καν δυο, καν τρεις χρονιές θαρρείς διαβήκανε

ώς να χωθεί το χέρι σου στην τσέπη σου, να βρει ένα μοσκοκάρφι, ναν το σπάσει.


Γ΄ ΓΡΙΑ

Τότες η βάβω, η γριά, η εκατοντάχρονη, η κυρα-Κατίνα, η θεραπεύτρα,

π’ ούλο το σπιτικό της μέσα κι όξω, ήταν γιομάτο με μικρά σακούλια όλο βοτάνια

κρεμάμενα στους τοίχους, σε σκουριασμένα καρφιά, — η κυρα-Κατίνα

μπρόβαλε πάνου στην ταράτσα θεοτική, κουβαλώντας

τ’ αχυρένιο της στρώμα· το ’ριξε στο πεζούλι κι αρχίνησε

ναν το βαράει μ’ ένα χοντρό ραβδί σαν κάποιον να ’δερνε στα μαλακά του.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Κι άξαφνα

τί ’τανε κείνη η λάμψη, κείνη η αντάρα, ο κουρνιαχτός; — πήρε φωτιά το στρώμα της;

πήραν φωτιά τα σακουλάκια της στον τοίχο; Απ’ τα καράβια

βαρούσαν μπάλες; — πότε κιόλας πάτησαν οι ξένοι τη στεριά μας;

Πού βρήκανε τις σπάθες οι εδικοί μας; Πέφταν τα τειχιά, λιθάρια σφεντονιούνταν,

Α΄ ΓΡΙΑ

λάδι καυτό κοχλάκιζε στα λούκια, αίμα κυλούσε,

Β΄ ΓΡΙΑ

διπλός εκειός ο λόγος βρόντηξε στον αέρα «Λευτεριά γιά Θάνατος»,

Γ΄ ΓΡΙΑ

στην πόρτα της ταβέρνας τυπωμένη μια παλάμη μ’ αίμα — έγειρε η πόρτα τρέχαν όλοι —

Β΄ ΓΡΙΑ

κραυγές πάνου απ’ το κάστρο, κάτου απ’ τ’ ακρογιάλι «Λευτεριά γιά Θάνατος» —


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Μην ήμασταν μεις που φωνάζαμε; — φωνές μεγάλες — πόνος και φόβος —

Β΄ ΓΡΙΑ

(ανάμεσα στον πόνο και στον φόβο, πιο δυνατός είναι ο φόβος) —

Α΄ ΓΡΙΑ

πόνος και φόβος μήτε — τα καδρόνια καιγόντανε, πέφταν·

Γ΄ ΓΡΙΑ

πήρε φωτιά η σημαία της Δημαρχίας, λαμπάδιασε,

έπεσε μες στο δείλι σα μεγάλο κίτρινο φύλλο —

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

στρέψαμε μια στιγμή και τηράξαμε —

το κοντάρι

καιγόταν ακόμα σαν έρημο δάχτυλο, που πια

δεν είχε τίποτες να δείξει. «Λευτεριά γιά Θάνατος» — τρέχαμε πάλε —


Α΄ ΓΡΙΑ

Τί λευτεριά; — τί θάνατος; — πού πήγαν τα παιδιά μας; — τρέχαμε

έτσι στα κουτουρού, πάνου κάτου, — ο τόπος άλλαζε, δε φαινότανε

πού βρισκόνταν τα σπίτια μας —

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

σπίτια δεν ήταν, μόνο κόκκινες γλώσσες μεγάλες,

Γ΄ ΓΡΙΑ

με μια χαψιά καταπίναν ένα μπαλκόνι, μια στέγη,

Β΄ ΓΡΙΑ

μια σκάφη, μια κληματαριά, μια πόρτα, δυο παράθυρα,

Α΄ ΓΡΙΑ

την εκκλησιά με τα καμπαναριά —φόβος και πόνος·— μήτε φόβος, μήτε πόνος —


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Αχ, πώς το ξεστομίσατε το «Λευτεριά», πώς ξεστομίσατε το «Θάνατος»;

Το διάλεγμα απ’ τα πριν το κάματε — Θάνατος μόνο.


Α΄ ΓΡΙΑ

Αρσενικιά ψυχή δεν έμεινε· — τα μάτια μας δεν ξέρανε να κλάψουν·

Β΄ ΓΡΙΑ

τα πόδια τρέχαν από μόνα τους — δεν ξέραμε πού τρέχαν·

Γ΄ ΓΡΙΑ

το στόμα φώναζε από μόνο του — δεν ξέραμε τί φώναζε·

Β΄ ΓΡΙΑ

τα μάτια βλέπαν από μόνα τους — δεν ξέραμε τί βλέπαν.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Ούλα ένα μαύρο κι ένα κόκκινο· — ένα άλογο έτρεχε.

Γ΄ ΓΡΙΑ

μια γελάδα κουνούσε την ουρά της — έδιωχνε μια μύγα — αυτό τό ειδαμε·

Α΄ ΓΡΙΑ

ένα σπασμένο τζάμι ανάμεσα στα χόρτα·

Β΄ ΓΡΙΑ

μια γάτα σκοτωμένη στα πλακάκια —σπίτι δεν ήταν—

Γ΄ ΓΡΙΑ

μονάχα τα πλακάκια της κουζίνας· — το ’να μάτι της γάτας μισάνοιχτο·

Α΄ ΓΡΙΑ

ένα τζάκι βγαλμένο στο δρόμο· — κακάριζε μια κότα·

Γ΄ ΓΡΙΑ

μια γριά αγριεμένη βούτηξε τ’ αβγό — τ’ αβγό ήταν άσπρο, καταστρόγγυλο —

το ’σπασε και το ρούφηξε — τ’ ασπράδια τρέχαν απ’ τα χείλια της.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Κάποιος εφώναζε «παιδί μου», «παιδί μου», — μέσ’ απ’ τα πηγάδια φώναζε·

Α΄ ΓΡΙΑ

ο τυφλός διακονιάρης στα σκαλιά τ’ Αϊ-Νικόλα άπλωνε ακόμα το χέρι του·

Β΄ ΓΡΙΑ

ένας στρατιώτης με μια σπαθιά του το ’κοψε, το σήκωσε απ’ το χώμα·

Α΄ ΓΡΙΑ

έτρεχε το αίμα ποτάμι — «παρ’ το», του ’πε, του το ’ριξε στα γόνατα· — «θε μου»

φώναξε μια φωνή —ποιός φώναξε;— «θε μου», ξαναφώναξε.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Και κείνη η φωνή «παιδί μου», «παιδί μου», «παιδί μου»,

Γ΄ ΓΡΙΑ

από το νύχι του ποδιού, ώς τη ρίζα της τρίχας στο κεφάλι — δε σταμάταγε.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Κι ύστερα τίποτες, — μια βουβαμάρα με ξένα πατήματα· — νύχτωσε.

Εμάς μας δέσανε τα χέρια, μας πετάξαν στα καράβια, απανωτά τη μια στην άλλη,

κλειστά τσουβάλια, μαλακά τσουβάλια — τίποτες δεν ήτανε μες στα τσουβάλια,

Α΄ ΓΡΙΑ

μήτ’ ένα τζοβαϊρικό, μήτε περούνι, μήτε θύμηση — άδειο·

Γ΄ ΓΡΙΑ

ένα άδειο που πονάει, και φωνή δεν έχει, κι «αχ» δε βγάζει,

Β΄ ΓΡΙΑ

άδειο τσουβάλι — όχι άδειο· — κόκαλα είχε μέσα· σαν χτύπαγε

κλεισμένος άγκωνας κάτου στου καραβιού το ξύλο, «γκαπ» έκανε,

ΟΙ ΤΡΕΙΣ

μικρός κρότος ακούγονταν, — τα κόκαλά μας ήταν

μέσα σ’ εκείνα τα τσουβάλια. Εδώ μας κουβάλησαν —δούλες στα ξένα—


Α΄ ΓΡΙΑ

Δεν ξέρουμε τον τόπο· δεν ξέρει το χέρι μας το χέρι της σκούπας,

Β΄ ΓΡΙΑ

το πόμολο της πόρτας, τη γωνιά του τραπεζιού, το χερούλι της στάμνας — ξένα, ξένα —

Γ΄ ΓΡΙΑ

δεν τον ξέρουν τον αέρα τα ρουθούνια μας· τις μυρουδιές δεν τις γνωρίζουνε.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Το στρώμα γιομάτο καρφιά — δεξά ζερβά γυρίσεις — ο ύπνος σε διώχνει·

κι η θύμηση γιομάτη καρφιά — ν’ ακουμπήσεις τη ράχη δεν έχεις·

τοίχος μονός, αψηλός, γωνιά δεν κάνει ν’ απαγκιάσεις μιαν ώρα,

τοίχος γιομάτος καρφιά, σαν της κυρα-Κατίνας — και πού πια τα σακουλάκια

με τα παλιά τα βότανα ναν τα κρεμάσεις, και πού ένα ψαλίδι,

ένα καλάθι κούμαρα, μια κόκκινη σκουφίτσα, ένα μικρό κατρεφτάκι;


Α΄ ΓΡΙΑ

Τί ναν τον κάνεις τον κατρέφτη, τί να διεις; — τη μούρη του χάροντα με την κομμένη μύτη;

Β΄ ΓΡΙΑ

τα γυμνά δόντια στο μαύρο της νύχτας; — σκοτείνιασαν τα μάτια μας — δε βλέπουν·

Γ΄ ΓΡΙΑ

τα μάτια μας δε γνωρίζουν τα δέντρα, δε γνωρίζουν τη θάλασσα·

Α΄ ΓΡΙΑ

δεν έχει αλμύρα η θάλασσα, δεν έχει φύκι και ψάρι — δε μυρίζει.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Εδώ κρυφά κρυφά, τις νύχτες, στριμωγμένες, έρημες,

με τη μαύρη μαντίλα ριγμένη στα μάτια, να ρωτιόμαστε ακόμα, να ρωτιόμαστε αμίλητες

ύπαρξε τάχα η Μήλο, υπάρξαμε τάχα κι εμείς οι Μηλιώτισσες,

ύπαρξε τάχα το νησί μας, κι ελόου μας μεγαλώσαμε εκεί, και δουλέψαμε,

και παντρευτήκαμε, και κάναμε παιδιά, και πλια δεν τα ’χουμε; Πώς έγινε;

πώς γίνεται, μαθές, να συλλογιούμαστε ακόμα, να θυμούμαστε; θα πει, το λοιπό,

πως ύπαρξε η Μήλο κι υπάρξαμε κι ελόου μας, κι είμαστε ακόμα —

Α΄ ΓΡΙΑ

και κείνος ο λόγος, ένα δείλι, «πατρίδα», είναι μέσα μας,

Β΄ ΓΡΙΑ

και κείνος ο λόγος, ένα βράδυ, «λευτεριά», μέσα μας, μέσα μας,

Γ΄ ΓΡΙΑ

και κείνος ο άλλος, της λευτεριάς το ταίρι, «θάνατος», βοσκολογάει το σπλάχνο μας,


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

σαν το σπόρο του αντρού μας, και φουσκώνει, φουσκώνει, μας γιομίζει —

εχ, γκαστρωμένες πάλε στα βδομήντα μας, στα γδόντα μας, να γεννήσουμε πάλε

πολλά παιδιά, χίλια παιδιά, νησιωτόπουλα, να γεννήσουμε πάλε

τη Μήλο ροδομάγουλη.

Μή, Κύριε, και παραλοΐσαμε;

μή, Κύριε, και ποθάναμε, κι απ’ τ’ άλλο μέρος του κόσμου ξεπροβαίνουμε νυχτοπερπάτητες;


Κύριε, ελέησον, Κύρι’, ελέησον, Κύριε, ελέησον —

κάνουμε το σταυρό μας· —νά, το χέρι μας,— το βλέπουμε,

νά το που κάνει το σταυρό του, νά κι η σκιά του στο πεζούλι — άξιο χέρι

αχ, Κύριε, να κρατήσει πάλε το ψωμί, το βρέφος, το μαχαίρι, τη σημαία.


(Χαράζει πέρα, κατά τη θάλασσα, — καλό φέγγος, τριανταφυλλί. Ένα σωρό νησάκια σκόρπια δω και κει ξεπροβαίνουν — γαλάζια, διάφεγγα, του μάκρου, όπως τότες κείνα τα δειλινά, στη Μήλο. Οι γριές κοιτάνε πέρα. Τα πρόσωπά τους σάμπως να ροδίζουν — λες και ξανανιώνουν. Κι οι κοιλιές τους, μα την αλήθεια, σα ν’ αυγαταίνουν. Νά κι η Μήλος, εκεί, εκεί πιο ζερβά λίγο, μ’ όλα της τα σπίτια —όχι θύμηση κι όνειρο— ζωντανή. Τα τζάμια αστράφτουνε στα παραθύρια. Τέσσερα παλικάρια, κάτω στο λιμανάκι, στο δρόμο της ακρογιαλιάς — δυο μπροστά, δυο πίσω. Στους ώμους τους δυο μεγάλα καδρόνια. Πάνου στα καδρόνια κουβαλάνε μιαν άσπρη εκκλησιά. Περνάει κι ο πρώτος κανατάς με το μικρό γαϊδούρι του φορτωμένο ομορφοπλούμιστες στάμνες και σταμνάκια. «Καλό πρωινό, γερόντισσες» λέει. «Τάχα σ’ εμάς ναν το ’πε;», αναρωτιούνται οι γριές. «Καλό πρωινό, παλικαράκι μας», αποκρίνονται. Πέρασε. «Δεν είναι σαν της Μήλος;», είπε η μια. «Το παλικάρι; Τα σταμνιά; — Ναι, σαν της Μήλος», είπε η δεύτερη δίχως να περιμένει απόκριση. "Της Μήλος είναι", είπαν κι οι τρεις κι ανοίξανε κατά τη θάλασσα τα χέρια τους σάμπως ν’ ανακλαδίζονταν, σάμπως να ξύπναγαν από κακό βραχνά).


ΣΑΜΟΣ, Σεπτέμβρης–Νοέμβρης 1969


Ορέστης

(Δυο νέοι, ώς 20 χρονώ, σταμάτησαν στα προπύλαια με μιαν έκφραση σα να προσπαθούσαν κάτι να θυμηθούν, κάτι ν’ αναγνωρίσουν, ενώ τους ήταν όλα αφάνταστα γνωστά και συγκινητικά, μόνο που κάπως μικρότερα —πολύ μικρότερα— απ’ όσο τα σκέφτονταν στην ξενιτιά, από άλλο χώρο κι από άλλο χρόνο, — πολύ μικρότερα και τα τείχη κι οι τεράστιες πέτρες κι η πύλη των λεόντων και το παλάτι κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού. Καλοκαίρι πια. Νυχτώνει. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και τα μεγάλα εκδρομικά λεωφορεία έχουν φύγει. Ο χώρος ανασαίνει μες στην ησυχία, — μια βαθιά αναπνοή απ’ τα στόματα των αρχαίων τάφων και των αναμνήσεων. Ένα κομμάτι εφημερίδα σάλεψε στα καμένα χόρτα, φυσημένο από αόριστη πνοή. Ακούγεται το βήμα του νυχτοφύλακα και το μεγάλο κλειδί πού κλειδώνει τη μέσα πόρτα του πύργου. Τότε, σα ν’ απελευθερώθηκαν μες στη ζεστή δροσιά της νύχτας, οι γρύλλοι χτυπήσαν τα μικρά ταμπούρλα τους. Κάπου, πίσω απ’ το βουνό, έρπει μια αμφίβολη λάμψη — ίσως είναι το φεγγάρι. Και την ίδια ακριβώς στιγμή ακούστηκε απ’ την πέτρινη σκάλα, οξύς, σκληρός, παράτονος, ο θρήνος μιας γυναίκας. Οι δυο νέοι δεν κοιτάχτηκαν. Δέθηκαν με το κάτω τείχος σα δυο μεγάλες σκιές. Σε λίγο ο ένας σκούπισε τον ιδρώτα του απ’ το μέτωπό του με το μαντίλι του, έδειξε προς τα εκεί με χαλαρωμένο δάχτυλο και μίλησε στον άλλον, πού έμενε πάντα στοργικά βουβός και αφοσιωμένος σαν Πυλάδης.)


Άκου, — δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,

μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την ελληνική — τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,

τόσο ανεξάρτητη από μας κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας

μιαν άνεση — να ’μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ’ τα μέσα

κι από μακριά ταυτόχρονα· να βλέπουμε τη νύχτα

γυμνή ώς τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,

ώς τις ελάχιστες φρικιάσεις του μαύρου δέρματος της.


Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κι εμείς, με την ωραία

χαρά της αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ’ τα πάντα,

μέσα στα πάντα, μέσα μας — μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,

δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως

να μας μετράει η οποία αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο

να βλέπω το λουρί του σκανδάλου σου, που μου χωρίζει

το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεπτο, προς μια δική μου θέση,

προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,

και τ’ ασημένια φύλλα της νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου

κι ο ήχος της κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ’ τα νύχια μας.


Άκου την, — η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος

κι είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της

σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,

ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο ή άσπιλη ερημιά των βράχων

και κάτω η ταπεινή ησυχία του κάμπου, υπογραμμίζοντας

αυτή την αδικαίωτη παραφορά, πού γύρω της

σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ’ αναρίθμητα αστέρια

με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.


Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει ή φωνή της γυναίκας·

ας σταθούμε πιο κάτου· — όχι στους τάφους των προγόνων·

όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου

δε θέλω να τα κόψω, — εδώ πάνω

συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τί όμορφη νύχτα —

κάτι δικό μας, πού μακραίνει, αποσπασμένο από μας, και το ακούμε

σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,

φέγγοντας πότε πότε κάτω απ’ τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,

μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,

με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος

να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) — αυτή ή μικρή αναπήδηση

κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,


μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κι ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό. Και τώρα,

μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος· —

τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια —τάδες;— τιθασεύτηκαν,

αυτά, που ξεκινήσαν απ’ τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,

άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,

κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες της εξώθυρας

με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, —δεν τρομάζουν κανένα,— με μιαν έκφραση

σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,

πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,

γλείφοντας πότε πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα της νύχτας.


Ανέτοιμος, ναι· — δεν το μπορώ· μου λείπει η αναλογία

εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα

και με τα γεγονότα· —όχι λιγοψυχία,— ανέτοιμος

μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένος

μπροστά στον προορισμό πού οι άλλοι μου έταξαν. Πώς γίνεται

οι άλλοι να ορίζουν λίγο λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν

κι εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ’ ελάχιστα νήματα

κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν

ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον

σαν καλύπτρα απ’ το κεφάλι ώς τα πόδια μας, σκεπάζοντας

ολόκληρο το πρόσωπο μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε

ένα άγνωστο μαχαίρι —ολότελα άγνωστο— και να φωτίζει

με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας,—

αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται


να το αποδέχεται ή δική μας μοίρα, ν’ αποσύρεται

και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,

μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,

ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,

χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,

να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,

άλλα μιας μόνον — όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Νά την, που μένει

εκεί, σαν νυσταγμένη· — το ’να της μάτι κλειστό και τ’ άλλο διεσταλμένο,

αφήνοντας μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει

το αιώνιο μας ταλάντευμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.


Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν’ αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,

κι η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ’ την άλλη

φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ώς τον διαμελισμό· και το κεφάλι

είναι ένας κόμπος πού κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,

ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται

ένα ένα μόνο του, σ’ ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,

στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ώς τον ορίζοντα πέρα που ροδίζει,

μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας· — ή μήπως

γι’ αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε

πάνω απ’ τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ’ τους τάφους και τον τάφο μας; Δεν ξέρω.


Όμως, πίσω απ’ τα τόσα στρώματα της ταραχής και του φόβου, μαντεύω

ν’ απλώνεται η απέραντη σιγή, — μια δικαιοσύνη,

μια ισορροπία αυθύπαρκτη που μας περιλαμβάνει

στην τάξη των σπόρων και των άστρων. Πρόσεξες; — το μεσημέρι,

καθώς ερχόμασταν εδώ, η σκιά ενός σύννεφου σερνότανε στον κάμπο,

σκεπάζοντας τα σταροχώραφα, τ’ αμπέλια, τους ελαιώνες,

τ’ άλογα, τα πουλιά, τα φύλλα, — ένα διάφανο ιχνογράφημα

από ’να μακρινό τοπίο του απείρου, πάνω εδώ στο χώμα·

κι ο αγρότης που πορεύονταν στην άκρη της πεδιάδας

ήταν σα να κρατούσε περασμένην κάτω απ’ την αριστερή μασκάλη του

όλη τη σκιά του σύννεφου σαν πελώριο μανδύα

μεγαλόπρεπον κι όμως απλόν σαν την προβιά του.


Έτσι οικειώνεται η γης με το άπειρο, παίρνοντας κάτι

από γαλάζιο κι από αόριστο· και το άπειρο πάλι

κάτι απ’ τη γη, καστανό και ζεστό, κάτι από φύλλα,

κάτι από στάμνες και ρίζες, κάτι απ’ τα μάτια

εκείνης της καρτερικής γελάδας (τη θυμάσαι;)

κι απ’ τα στέρεα πόδια του γεωργού που χάνονταν στο βάθος.


Ωστόσο αυτή ή γυναίκα δε λέει να σωπάσει. Άκουσε την.

Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της; Πώς μπορεί να μένει

κλεισμένη ασφυχτικά σε μια στιγμή παρωχημένου χρόνου,

παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και με τί,

ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της εκδίκησης και τη φωνή του πάθους

όταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν, τη χλευάζουν μάλιστα· οι αντίλαλοι

απ’ τις στοές, απ’ τις κολόνες, απ’ τις σκάλες, απ’ τα έπιπλα,

απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγωγείο,

απ’ τους στάβλους των αλόγων χαμηλά, απ’ τις σκοπιές των φρουρών πάνω στους λόφους,

απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων στο προαύλιο

κι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;


Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες κι αντιτάσσουν στους ολολυγμούς της

μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων τριαντάφυλλων

με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της μητέρας

εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο μεγάλο, πατρογονικό καθρέφτη,

σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια σ’ ανταύγεια, υδάτινο, — το αναθυμάμαι

από τα παιδικά μου χρόνια —αυτό μου μένει ασκίαστο—

υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο —μια αοριστία—

το άχρονο, το αναμάρτητο, — κάτι απαλό κι εξαίσιο

όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών είτε στα χείλη των έφηβων,

όπως η μυρωδιά ενός σώματος φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια

τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνότο μιας νύχτας θερινής, γεμάτης άστρα.


Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει· μήτε τους αντίλαλους

που μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της. Φοβούμαι· δε δύναμαι

ν’ αποκριθώ στο κάλεσμα της —τόσο υπέρογκο και τόσο αστείο συνάμα—

σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια, παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένα

από σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι πού λένε οι γέροντες),

σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που μέσα στις ραφές τους

έχει εισδύσει ή ναφθαλίνη, ή διάψευση, ή σιωπή, — τόσο πιο γερασμένες

όσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα γηρατειά τους, κι επιμένουν

να πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες χειρονομίες πάνω από ανύποπτους διαβάτες

πολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από ασφαλτοστρωμένους δρόμους

σεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το μέγεθος, με τις κομψές βιτρίνες τους

όλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιό, καπέλα, τσάντες, βούρτσες,

που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες της ώρας μας

άρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που μας προστάζει.


Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι και τροφές για πεθαμένους

που πια δε διψούν και δεν πεινούν κι ούτε έχουν στόμα

κι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή εκδικήσεις. Όλο επικαλείται

το αλάθητό τους (— ποιό αλάθητο τάχα;) ίσως για να γλιτώσει

απ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής κι απόφασης —

όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα, σκόρπια στο χώμα,

είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη μαύρη κοιλάδα

βλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα, πάλλευκα δέντρα

που φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ώς το τέλος του χρόνου.


Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα λόγια ετούτα,

ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά (όπως εκείνα

τα στολισμένα με μεγάλα καρφιά), ανασυρμένα

ανάμεσα από τα παλιά καπέλα της μητέρας, περασμένης μόδας,

που πια δεν τα φορεί η μητέρα — δεν τα καταδέχεται. Την είδες

το απόγευμα στον κήπο; — τί όμορφη που ’ναι ακόμη — δε γέρασε διόλου,

ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον πράττει

κάθε στιγμή, — θέλω να πω ανανεώνεται

γνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει· — ίσως γι’ αυτό την παίρνει πίσω.


Κι η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, —

μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια

ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:

«μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο»,

ή: «ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος»,

ή: «θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες»,

ή: «μου διαφεύγει μια νότα από αυτήν την ευωδιά της νύχτας», και γελάει,

ίσως για να προλάβει κάποιον πού μπορούσε να γελάσει —


Αυτή η βαθιά της κατανόηση κι η τρυφερή επιείκεια

για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση)· — τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα

με την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,

αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,

με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου, καθώς άναβε

την κρεμαστή λάμπα της τραπεζαρίας, κι ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,

μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό στο εύγραμμο πηγούνι της

και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο

σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν

σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει

μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,

μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει

τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο —


Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση

ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, — πάντα φοβόμουνα

μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, — όταν έσκυβε

να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα,

βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε

τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη

με μια κίνηση της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη

σα να μετακινούσε τρία τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,

σα να ’βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη

ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιά

να κάνουν έρωτα καταμεσής του σκονισμένου δρόμου

σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι. Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα

και δυνατή μαζί, επιβλητική κι ανεξερεύνητη.


Ίσως αυτό δεν της συγχώρεσε ποτέ ή αδελφή μου — την αιώνια της νεότητα —

αυτή η γριά παιδίσκη, συνετή από αντίθεση, δοσμένη στην άρνηση

της ομορφιάς και της χαράς· — ασκητική, αποκρουστική στη σωφροσύνη της,

μόνη κι ασύνδετη. Ακόμη και τα ρούχα της

πεισματικά γεροντικά, ριχτά, ξεπεσμένα, γερασμένα,

και το κορδόνι της μέσης της άτονο, φθαρμένο,

σα φλέβα χωρίς αίμα γύρω στην κοιλιά της (και το σφίγγει ωστόσο)

σαν το κορδόνι μιας πεσμένης κουρτίνας που πια μήτε ανοίγει μήτε κλείνει

δείχνοντας έτσι λοξά ένα τοπίο μιας αιώνια στρυφνής αυστηρότητας

με κοφτά βράχια και δέντρα πελώρια, γυμνά, διακλαδωμένα

πάνω σε στερεότυπα, πομπώδη σύννεφα· κι εκεί, στο βάθος

η αδιόρατη παρουσία ενός χαμένου προβάτου,

ένα έμψυχο στίγμα λευκό, ένας κόκκος τρυφερότητας —δε φαίνεται—

κι η ίδια ή αδελφή μου ένας κάθετος βράχος

περικλεισμένος στη σκληρότητα του· — ανυπόφορη. Άκου την,—

σχεδόν μικρόλογη· — παρατηρεί τη μητέρα και διαρκώς εξεγείρεται

όταν βάζει ένα λουλούδι στα μαλλιά της ή στον κόρφο της,

όταν περνάει το διάδρομο μ’ εκείνα τα επιτυχημένα μουσικά βήματα της,

όταν γέρνει, με μιαν άνεση περίλυπη, κάπως λοξά το κεφάλι της

στάζοντας έναν ήχο πολυσήμαντο απ’ το μακρύ σκουλαρίκι της στον ώμο της

που τον ακούει μόνο αυτή, — το γλυκύ της προνόμιο. Κι η άλλη εξοργίζεται.


Συντηρεί την οργή της με την ένταση της ίδιας της φωνής της —

(αν θα την έχανε κι αυτήν τί θα της έμενε;) — θαρρώ πώς φοβάται την εκπλήρωση

της τιμωρίας, μη και δεν της μείνει τίποτα. Ποτέ της

δεν άκουσε κι αυτή το νύχτιο χόρτο να θροΐζει μυστικά απ’ το πέρασμα

ενός ευλύγιστου, αόρατου ζώου μπροστά στα παράθυρα, την ώρα του δείπνου·

δεν είδε ποτέ την ανεμόσκαλα, τη δίχως λόγο ακουμπισμένη

σ’ έναν τοίχο ψηλό και γυμνό, μια μέρα αργίας· δεν πρόσεξε

αυτό το «δίχως λόγο»· δε διέκρινε

τη φούντα ενός καλαμποκιού να ξύνει το πέλμα ενός μικρότατου σύννεφου,

ή το σχήμα της στάμνας μπρος στον έναστρο ουρανό, ή ένα δρεπάνι

παρατημένο μόνο του, πλάι στην πηγή, ένα μεσημέρι,

ή τον ίσκιο του αργαλειού στην κλειστή κάμαρα, όταν θειαφίζουν τ’ αμπέλια

κι ακούγονται οι φωνές των αγροτών κάτω στον κάμπο,

ενώ κάποιο σπουργίτι, καταμόναχο σ’ όλο τον κόσμο,

τσιμπολογώντας στην αυλή μυγάκια, σπόρους, λίγα ψίχουλα,

επιχειρεί να συλλαβίσει την ελευθερία του. Τίποτα δεν είδε.


Θεότυφλη, φυλακισμένη στην τυφλότητά της. Μα πώς γίνεται

να ζει μια ζωή μονάχα απ’ την αντίθεση της σε μιαν άλλη,

μονάχα απ’ το μίσος για μιαν άλλη, κι όχι απ’ την αγάπη

της δικής της ζωής, χωρίς μια θέση δική της; Και τί θέλουν;

Τί θέλουν από μένα; «Εκδίκηση. Εκδίκηση», φωνάζουν.

Ας την πράξουν λοιπόν μοναχοί τους, μια κι η εκδίκηση τους τρέφει.


Δε θέλω πια να την ακούω. Δεν το ανέχομαι. Κανένας

δεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου, τα χέρια μου,

τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης. Δώσ’ μου το χέρι σου. Πάμε.


Μεγάλες νύχτες, θερινές, απόλυτες, δικές μας,

ανάμεικτες αστέρια, ιδρωμένες μασκάλες, σπασμένα ποτήρια, —

ένα έντομο βομβίζει ευγενικά στ’ αυτί της ησυχίας,

οι ζεσταμένες σαύρες μπρος στα πόδια νεανικών αγαλμάτων,

οι γυμνοσάλιαγκοι στα παγκάκια, των κήπων ή και μέσα στο κλειστό σιδηρουργείο

σεργιανώντας επάνω στο πελώριο αμόνι, αφήνοντας

στο μαύρο σίδερο λευκές γραμμές από σπέρμα και σάλιο.


Να εγκαταλείπαμε ξανά τη γη των Μυκηνών· —πώς μυρίζει το χώμα δω πέρα

σκουριά χαλκού και μαύρο αίμα. Η Αττική πιο ανάλαφρη. Δεν είναι; Νιώθω

πως τώρα, αυτή την ορισμένην ώρα, είναι η ώρα

της τελικής μου παραίτησης. Δε θέλω

να ’μαι το θέμα τους, ο υπάλληλός τους, τ’ όργανό τους, μήτε ο αρχηγός τους.


Έχω κι εγώ μια δική μου ζωή και πρέπει να τη ζήσω. Όχι εκδίκηση· —

τί θα μπορούσε ν’ αφαιρέσει απ’ το θάνατο, ένας θάνατος ακόμη

και μάλιστα βίαιος; — στη ζωή τί να προσθέσει; Πέρασαν τα χρόνια.

Δε νιώθω μίσος πια· — ξέχασα μήπως; κουράστηκα; Δεν ξέρω.

Κάποια συμπάθεια μάλιστα μ’ αγγίζει για τη φόνισσα· — μεγάλους γκρεμούς αναμέτρησε,

μεγάλη γνώση μεγάλωσε τα μάτια της μες στο σκοτάδι

και βλέπει, — βλέπει το ανεξάντλητο, το ανέφικτο και το αμετάβλητο. Με βλέπει.


Θέλω κι εγώ να δω του πατέρα το φόνο μες στην κατευναστική του θανάτου γενικότητα,

να τον ξεχάσω μες σ’ ολόκληρο το θάνατο

πού περιμένει κι εμάς. Τούτη η νύχτα με δίδαξε

την αθωότητα όλων των σφετεριστών. Κι όλοι μας

σφετεριστές σε κάτι, — αυτοί των λαών, αυτοί των θρόνων,

εκείνοι του έρωτα ή και του θανάτου· η αδελφή μου

σφετερίστρια της μόνης μου ζωής· κι εγώ της δικής σου.


Καλέ μου, εσύ, με πόση υπομονή μοιράζεσαι

ξένες, ανόητες υποθέσεις. Ωστόσο το χέρι μου

είναι δικό σου παρ’ το· σφετερίσου το κι εσύ· — δικό σου,

γι’ αυτό και δικό μου· παρ’ το· σφίξε το· το περιμένεις

ελεύθερο από τιμωρίες, αντεκδικήσεις, αναμνήσεις,

ελεύθερο· — το ίδιο κι εγώ το θέλω,

για να μου ανήκει ολότελα, κι έτσι μονάχα

να σου το δώσω ολότελα. Συχώρεσέ μου

τούτη τη μυστική μοναξιά και μοιρασιά —την ξέρεις—

που με χωρίζει στα δυο. Τί όμορφη νύχτα —


Μια νοτισμένη μυρωδιά από ρίγανη, θυμάρι, κάπαρη, —

ή μήπως αρμπαρόριζα; — συγχέω τα αρώματα· κάποτε,

το αίμα μυρίζει αρμύρα πόντου, και το σπέρμα δάσος· —

μια εκούσια μετατόπιση ίσως, — τη γυρεύω απόψε,

όπως εκείνος ο στρατιώτης που μας έλεγε μια νύχτα στην Αθήνα:

αντιλαλούσε τ’ ακρογιάλι απ’ τις κλαγγές κι απ’ τους βόγγους,

κι αυτός κρυμμένος στα καμένα θάμνα, πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι,

κοιτούσε στο φεγγάρι την ταλαντευόμενη σκιά της ήβης του πάνω στο μηρό του

σε μιαν αβέβαιη στύση, πασκίζοντας να υπάρξει, δοκιμάζοντας

τη θέληση του επάνω στο ίδιο του το σώμα, για μια μετατόπιση

απ’ το πεδίο του θανάτου, στην ελπίδα ενός αμφίβολου αυτεξούσιου.


Πάμε πιο κάτω· δεν μπορώ να την ακούω· οι γόοι της

χτυπούν τα νεύρα μου και τα όνειρα μου, όπως χτυπούσαν

εκείνα τα κουπιά τους επιπλέοντες σκοτωμένους —

που τους φωτίζαν πότε πότε οι πυρσοί των καραβιών, οι διάττοντες του Αυγούστου

κι άστραφταν όλοι, νέοι κι ερωτικοί, απίστευτα αθάνατοι,

σ έναν υδάτινο θάνατο πού δρόσιζε την πλάτη τους, τα σφυρά τους, τα σκέλη τους.


Τί σιωπηλά που αλλάζουν οι εποχές. Νυχτώνει απέραντα.

Μια ψάθινη καρέκλα μένει μόνη, ξεχασμένη κάτω απ’ τα δέντρα,

μες στη λεπτή υγρασία και στους αχνούς που αναδίνει το χώμα.

Δεν είναι θλίψη· μήτε αναμονή σχεδόν· τίποτα.

Μια κίνηση ακίνητη απλώνεται στο χτες και στο αύριο

Η χελώνα είναι μια πέτρα στα χόρτα· σε λίγο σαλεύει —

ήρεμο απρόοπτο, κρυφή συνενοχή, ευτυχία.


Ένα μικρό στίγμα κενού μένει μες στο χαμόγελο σου· —μήπως

γι’ αυτά που σου λέω ή που πρόκειται να πω κι ακόμη δεν τα ξέρω,

ακόμη δεν τα βρήκα στο ρυθμό του λόγου πού βαδίζει

πριν απ’ τη σκέψη μου —πολύ πιο πριν,— μου αποκαλύπτει

τον ίδιο μου ρυθμό και τον εαυτό μου. Όπως τότε στο στίβο,

που φτάναν κάθιδροι οι δρομείς, και πρόσεξα κάποιον

που ’χε δεμένο γύρω στον αστράγαλό του ένα κομμάτι σπάγγο,

εντελώς αναίτια και τυχαία. Κι ήταν αυτό ακριβώς. Τίποτ’ άλλο.


Θυσίες, λέει, και ηρωισμοί, — ποιά η αλλαγή; Χρόνια και χρόνια. Ίσως να ’ρθαμε

για τούτες τις μικρές ανακαλύψεις του μεγάλου θαύματος

που πια δεν έχει μικρό και μεγάλο μήτε φόνο κι αμάρτημα.


Όλα ένας έρωτας — μαγεία και θάμβος, (όπως έλεγε κάποτε η μητέρα),

όταν πλατιά, σαρκώδη, δροσερά, τα φύλλα της νύχτας

εγγίζουνε τα μέτωπα μας κι ο καρπός που πέφτει

είναι ένα μήνυμα ορισμένο κι αμετάδοτο

όπως ο κύκλος, το τρίγωνο ή ο ρόμβος. Συλλογιέμαι

ένα πριόνι που σκουριάζει σ’ ένα εγκαταλελειμμένο ξυλουργείο,

κι οι αριθμοί των σπιτιών μετακινούνται πέρα στον ορίζοντα —

3, 7, 9, — ο αριθμός ο αναρίθμητος. Άκου· σταμάτησε.


Μεγάλη ηρεμία, ακατόρθωτη· — θαρρώ χιλιάδες άλογα κατάμαυρα

ανηφορίζουν σκοτεινά προς τον Τρητό, ενώ απ’ τ’ άλλο μέρος

κατηφορίζει ένα χρυσό ποτάμι προς τον κάμπο

με τις νεκρές πηγές, τους ακατοίκητους στρατώνες και τους στάβλους

που αχνίζουν τ’ άχυρα τους από μιαν αρχαία θερμότητα χαμένων ζώων,

και τα σκυλιά, με τις ουρές χαμηλωμένες, χάνονται

σα μελανά σημάδια στ’ άργυρο βάθος της νύχτας.


Επιτέλους, σταμάτησε· —ησυχία·— μια απολύτρωση. Είναι όμορφα.

Κοίτα οι σκιές των φευγαλέων εντόμων πάνω στον τοίχο

αφήνουν ένα σταγονίδιο υγρασίας ή ένα μικρό κουδουνάκι

που ηχεί λίγο αργότερα. Πέρα, μια λάμψη —

μια παρατεταμένη υπόνοια, πορφυρή — η σελήνη,

μικρή, μονήρης πυρκαϊά πίσω απ’ τα δέντρα, τα φουγάρα των σπιτιών και τους ανεμοδείχτες,

καίγοντας τα μεγάλα αγκάθια και τις χτεσινές εφημερίδες,

αφήνοντας αυτή τη συγκατάνευση —δοξαστική σχεδόν—

της μη αναμονής, της μη ελπίδας, της αποδεγμένης ματαιότητας,

ώς πέρα στην απτόητη ερημιά, ώς την άκρη του δρόμου

με το φασματικό, μενεξεδένιο πέρασμα μιας γάτας.


Όταν βγαίνει η σελήνη, χαμηλώνουν τα σπίτια στην πεδιάδα κάτω,

τα καλαμπόκια τρίζουν απ’ τ’ αγιάζι ή απ’ το νόμο της αύξησης,

τ’ ασβεστωμένα δέντρα φέγγουνε στη βάση τους σα θερισμένες κολόνες

σ’ έναν πόλεμο αθόρυβο, ενώ οι ταμπέλες των μικρομάγαζων

κρέμονται σαν χρησμοί επαληθευμένοι πάνω απ’ τις κλεισμένες πόρτες.

Οι αγρότες θα κοιμήθηκαν με τα μεγάλα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τους

και τα πουλιά με τα μικρά τους χέρια ελαφρά γαντζωμένα απ’ τα κλαδιά μες στον ύπνο τους

σα να μην προσπαθούν να κρατηθούν, σα να μην είναι τίποτα η προσπάθεια,

σα να μην έγινε τίποτα, σα να μην πρόκειται τίποτα να γίνει —

ανάλαφρα ανάλαφρα, σα να ’χει εισδύσει ο ουρανός στα φτερά τους,

σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ’ ένα λύχνο στο χέρι

κι είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω στο ύπαιθρο ακούγονται

τα ζώα ν’ αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα.


Μ’ αρέσει αυτή ή νωπή ησυχία. Κάπου εδώ κοντά, σ’ ένα χαγιάτι,

μια νέα γυναίκα θα χτενίζει τα μακριά μαλλιά της

και πλάι της θ’ ανασαίνουν τ’ απλωμένα εσώρουχα στο φεγγαρόφωτο.

Όλα ρευστά, γλιστερά, ευτυχισμένα. Μεγάλες υδρίες μες στους λουτήρες

θαρρώ πως χύνουνε νερό στων κοριτσιών τους αυχένες και τα στήθη,

γλιστράνε τα μικρά, αρωματικά σαπούνια στα πλακάκια,

οι φυσαλίδες διασχίζουν τους θορύβους των νερών και των γέλιων,

μια γυναίκα γλίστρησε κι έπεσε,

γλίστρησε το φεγγάρι απ’ το φεγγίτη,

όλα γλιστρούν απ’ το σαπούνι — δεν μπορείς να τα κρατήσεις

ούτε μπορείς να κρατηθείς· — αυτό το γλίστρημα

είναι ο επανερχόμενος ρυθμός της ζωής· οι γυναίκες γελάνε

τραντάζοντας λευκούς, πανάλαφρους πυργίσκους σαπουνάδας

επάνω στο δασάκι του εφηβαίου τους. Έτσι να ’ναι η ευτυχία;


Η νύχτα ετούτη της παραμονής, μου αφήνει ένα άνοιγμα προς τα έξω

και προς τα μέσα. Δε διακρίνω ξάστερα. Ίσως να ’ναι

μεγάλα προσωπεία βαραθρωμένα, μετάλλινες πόρπες·

και τα σανδάλια των νεκρών σκεβρώνουν απ’ την υγρασία,

κινούνται μόνα τους, σα να βαδίζουν δίχως πόδια — δε βαδίζουν·

και το μεγάλο εκείνο δίχτυ του λουτρού —ποιός το ύφανε;—

κόμπο, τον κόμπο, — δε λύνεται — μαύρο, — δεν το ύφανε η μητέρα.


Απέραντος ίσκιος απλώνεται πάνω απ’ τις αψίδες·

μια πέτρα ξεκολλάει και πέφτει στη χαράδρα —όμως κανένας δεν περπάτησε—

ύστερα τίποτε· και πάλι ένα κλαδί που σπάει

απ’ τ’ ανάλαφρο βάρος τ’ ουρανού. Μικρά βατράχια

πηδάνε μαλακά κι αμίλητα στα νωπά χόρτα. Ησυχία.


Μες στα πηγάδια πέφτουνε και πνίγονται σταχτιά ποντίκια,

αργοσαλεύουν πηχτοί αστερισμοί· εκεί μέσα

πετούν απ’ τα συμπόσια στάμνες, κύπελλα, καθρέφτες και καρέκλες,

κόκαλα ζώων, λύρες και σοφούς διάλογους. Τα πηγάδια ποτέ δε γεμίζουν.


Κάτι σα δάχτυλα φωτιάς και δροσιάς περνούν διαδοχικά στο στήθος μας,

γράφοντας κύκλους ανιχνευτικούς γύρω στις ρώγες,

κι ανεμιζόμαστε κι εμείς, κύκλο τον κύκλο, γύρω σ’ ένα κέντρο

άγνωστο, αόριστο, κι ωστόσο ορισμένο· — κύκλοι ατέλειωτοι

γύρω από μια βουβή κραυγή, γύρω από μια μαχαιριά· και το μαχαίρι

είναι θαρρώ μπηγμένο στην καρδιά μας, κάνοντας κέντρο την καρδιά μας

όπως ο πάσσαλος στη μέση τ’ αλωνιού πάνω, στο λόφο,


και γύρω τ’ άλογα, τα στάχυα, οι λιχνιστές, οι αγωγιάτες

κι οι θερίστριες πλάι στις θημωνιές, με το κεφάλι του φεγγαριού στον ώμο τους,

ακούγοντας το χρεμέτισμα των αλόγων ώς τα πέρατα του ύπνου τους,

ακούγοντας το κατούρημα τον ταύρων στις λυγαριές και τα βάτα,

τα χίλια πόδια της σαρανταποδαρούσας πάνω στο λαγήνι,

το σύρσιμο του ήμερου φιδιού στον ελαιώνα

και το τρίξιμο της ζεσταμένης πέτρας που δροσίζεται και σφίγγει.


Μια λέξη ερωτική μένει πάντα κλεισμένη στο στόμα μας, ανείπωτη,

σαν ένα χαλίκι στο σανδάλι μας ή και καρφί· βαριέσαι

να σταθείς, να το βγάλεις, να λύνεις τα κορδόνια σου,

ν’ αργοπορείς· — σ’ έχει κυριεύσει ο μυστικός ρυθμός της πορείας

πιότερο απ’ την ενόχληση του χαλικιού, πιότερο

απ’ την επίμονη υπενθύμιση της κούρασής σου,

της αναβλητικότητάς σου· κι είναι ακόμη

κάποια μικρή, αγκαθωτή αναγάλλια κι αναπόληση

που τούτο το χαλίκι το κρατάς από ακρογιάλι αγαπημένο,

από σεργιάνι ευχάριστο με ωραίους διαλογισμούς, με υδάτινες εικόνες,

όταν ακούγονταν απ’ το παραθαλάσσιο καπηλειό οι κουβέντες των καπνέμπορων

μαζί με το τραγούδι των θαλασσινών και το τραγούδι της θάλασσας

μακριά, μακριά, χαμένο, κοντινό, ξένο, δικό μας.


Σώπασε πια η δυστυχισμένη. Μέσα στη σιωπή της σα ν’ ακούω το δίκιο της, —

τόσο απροστάτευτη μες στην οργή της, τόσο αδικημένη,

με τα πικρά μαλλιά της πεσμένα στους ώμους της σαν εντάφια χορτάρια,

εντειχισμένη στη στενή δικαιοσύνη της. Μπορεί να κοιμήθηκε,

μπορεί και να ονειρεύεται μια αθώα περιοχή μ’ αγαθά ζώα,

με ασβεστωμένα σπίτια, μ’ ευωδιές ζεστού ψωμιού και με τριαντάφυλλα.


Και τώρα θυμήθηκα —δεν ξέρω γιατί— την αγελάδα εκείνη

που ’χαμε δει, βραδάκι, σ’ έναν κάμπο της Αττικής — θυμάσαι;

Στεκόταν, ξεζεμένη μόλις απ’ τ’ αλέτρι, και κοιτούσε πέρα,

αχνίζοντας, με δυο μικρούς αχνούς απ’ τα ρουθούνια της,

το πορφυρό, μενεξελί, χρυσό ηλιοβασίλεμα, βουβή, λαβωμένη

στα πλευρά και στη ράχη, ραβδισμένη στο μέτωπο,

ίσως γνωρίζοντας την άρνηση και την υποταγή,

την αδιαλλαξία και την εχθρότητα μέσα στη συμφωνία.


Ανάμεσα στα δυο της κέρατα κρατούσε

το πιο βαρύ κομμάτι τ’ ουρανού σαν ένα στέμμα. Σε λίγο

χαμήλωσε το μέτωπο κι ήπιε νερό απ’ το ρυάκι

γλείφοντας με τη ματωμένη γλώσσα της, την άλλη εκείνη

δροσερή γλώσσα του νερένιου ειδώλου της, σα να ’γλειφε

φαρδιά, γαλήνια, μητρικά, αναπότρεπτα,

απ’ τα έξω, τη μέσα της πληγή, σα να ’γλειφε

τη σιωπηλή, μεγάλη, στρογγυλή πληγή του κόσμου· —ίσως και να ξεδίψασε—

ίσως μονάχα το δικό μας αίμα να μας ξεδιψάει — ποιός ξέρει;


Ύστερα σήκωσε απ’ το νερό το κεφάλι της, μην αγγίζοντας τίποτα,

ανέγγιχτη η ίδια και ήρεμη σαν ένας άγιος,

και μόνο ανάμεσα στα πόδια της, σα ριζωμένα στο ποτάμι,

έμενε και μετασχηματιζόταν μια μικρή λίμνη απ’ το αίμα των χειλιών της,

μια λίμνη κόκκινη, στο σχήμα ενός χάρτη,

που λίγο λίγο πλάταινε και διαλυόταν· έσβηνε

σα να περνούσε το αίμα της μακριά, ελευθερωμένο, ανώδυνο,

σε μιαν αόρατη φλέβα του κόσμου· κι ήταν γαλήνια

γι’ αυτό ακριβώς· σα να ’χε μάθει

πως το αίμα μας δε χάνεται, πως τίποτα δε χάνεται,

τίποτα, τίποτα δε χάνεται μέσα σ’ αυτό το μέγα τίποτα

το απαρηγόρητο και το άσπλαχνο, το ασύγκριτο,

τόσο γλυκύ, τόσο παρηγορητικό, τόσο τίποτα.


Αυτό το τίποτα είναι η οικεία απεραντοσύνη μας. Μάταιο λοιπόν

ετούτο το λαχάνιασμα, η αδημονία, ή δόξα. Μια τέτοια αγελάδα

σέρνω μαζί μου, μες στον ίσκιο μου — όχι δεμένη·

μονάχη της με ακολουθεί· — είναι ο ίσκιος μου πάνω στο δρόμο

όταν έχει φεγγάρι· είναι ο ίσκιος μου

πάνω σε μια κλεισμένη πόρτα· και, πάντα, το ξέρεις:

ο ίσκιος είναι μαλακός, ασώματος· κι οι σκιές των δυο κεράτων

μπορεί και να ’ναι δυο αιχμηρές φτερούγες και μπορεί να πετάξεις

κι ίσως μπορείς να περάσεις αλλιώς την κατάκλειστη πόρτα.


Και τώρα θυμήθηκα (αν κι αυτό δεν έχει σημασία) τα μάτια

της αγελάδας, — σκοτεινά, τυφλά, παμμέγιστα, καμπύλα,

σα δυο λοφίσκοι από σκοτάδι ή από μαύρο γυαλί· πάνω τους

καθρεφτιζόταν ανεπαίσθητα κάποιο καμπαναριό κι οι κάργες

που κάθονταν πάνω στο σταυρό· και τότε κάποιος φώναξε

και φύγαν τα πουλιά απ’ τα μάτια της γελάδας. Θαρρώ πως η αγελάδα

ήταν το σύμβολο κάποιας αρχαίας θρησκείας. Μακριά από μένα

τέτοιες ιδέες και τέτοιες αφαιρέσεις. Μια κοινή αγελάδα

για το γάλα των χωρικών και για το αλέτρι, μ’ όλη τη σοφία

της εργασίας, της καρτερίας, της χρησιμότητας. Κι όμως,


την τελευταία στιγμή, λίγο προτού γυρίσουν στο χωριό τα ζώα —θυμάσαι;—

άφησε ένα σπαραχτικό μουγκανητό προς τον ορίζοντα,

τόσο που σκόρπισαν τριγύρω τα κλαδιά, τα χελιδόνια, τα σπουργίτια,

τ’ άλογα κι οι κατσίκες και οι αγρότες,

αφήνοντας την μόνη μέσα σ’ έναν κύκλο ολόγυμνο,

απ’ όπου ανέβαινε όλο πιο ψηλά στο διάστημα

η σπείρα των αστερισμών, ώσπου η γελάδα αναλήφθηκε· όχι, όχι,

θαρρώ πως την ξεχώρισε το μάτι μου μες στο κοπάδι

ν’ ανηφορίζει το θαμνώδες μονοπάτι, σιωπηλή, πειθήνια,

προς το χωριό, την ώρα που άναβαν οι λύχνοι στις αυλές, πίσω απ’ τα δέντρα.


Κοίτα που ξημερώνει. Νά, κι ο πρώτος πετεινός λαλεί στο φράχτη.

Ξύπνησε ο κηπουρός· κάποιο δεντράκι θα στεριώνει στον κήπο. Οικείος θόρυβος

απ’ τα εργαλεία της δουλείας —πριόνια, αξίνες—

και το βρυσάκι της αυλής· κάποιος πλένεται· μυρίζει το χώμα·

κοχλάζει το νερό στα μπρίκια· οι πράες κολόνες του καπνού πάνω απ’ τις στέγες·

μια ζεστή μυρωδιά από φασκόμηλο. Επιβιώσαμε λοιπόν κι αυτής της νύχτας.


Ας σηκώσουμε τώρα αυτή τη λήκυθο με την υποτιθέμενη τέφρα μου· —

η σκηνή της αναγνώρισης θ’ αρχίσει σε λίγο.

Όλοι θα βρουν σ’ εμένα εκείνον που περίμεναν,

θα βρουν τον δίκαιον, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους,

και μόνο εσύ κι εγώ θα ξέρουμε πως μες σ’ αυτή τη λήκυθο

κρατάω, στ’ αλήθεια, την αληθινή μου τέφρα· — μόνο οι δυο μας.


Κι όταν οι άλλοι θα θριαμβεύουν με την πράξη μου, οι δυο μας

θα κλαίμε πάνω απ’ το λαμπρό, ματωμένο σπαθί, τ’ άξιο της δόξας,

θα κλαίμε αυτή την τέφρα, τον νεκρόν αυτόν, που ένας άλλος

πήρε τη θέση του, καλύπτοντας ακέριο το γδαρμένο πρόσωπό του

μ’ ένα χρυσό, χρηστό, σεβάσμιο προσωπείο,

ίσως και χρήσιμο με το χοντροκομμένο σχήμα του

για συμβουλή, παράδειγμα, μέθη του λαού, φόβο του τύραννου, άσκηση

που συνεχίζει, αργά, βαριά, την ιστορία με αλλεπάλληλους θανάτους και θριάμβους,

όχι με γνώση τρομερή (ακατόρθωτη απ’ το πλήθος)

αλλά με πράξη δύσκολη, κι εύκολη πίστη,

την άκαμπτη, την αναγκαία, δυστυχισμένη πίστη,

χίλιες φορές διαψευσμένη κι άλλες τόσες κρατημένη

με νύχια και με δόντια απ’ την ψυχή του άνθρωπου· — ανίδεη πίστη

που μυστικά μεγαλουργεί, μερμήγκι το μερμήγκι, μέσα στο σκοτάδι.


Κι αυτήν διαλέγω ο άπιστος εγώ (δε με διαλέγουν οι άλλοι),

γνωρίζοντας όμως εγώ. Διαλέγω

τη γνώση και την πράξη του θανάτου πού τη ζωή ανεβάζει. Πάμε τώρα —

όχι για τον πατέρα μου, όχι για την αδελφή μου (θα ’πρεπε ίσως

κι αυτός κι αυτή να λείψουν κάποτε), όχι

για την εκδίκηση, όχι για το μίσος —διόλου μίσος—

μήτε και για την τιμωρία (ποιός και ποιόν να τιμωρήσει;)

μα ίσως για τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου, για να μείνει ελεύθερος ο χρόνος,

ίσως για κάποια νίκη ανώφελη πάνω στον πρώτο μας και τελευταίο μας φόβο,

ίσως για κάποιο «ναι», που φέγγει αόριστο κι αδιάβλητο πέρα από σένα κι από μένα,

για ν’ ανασάνει (αν γίνεται) τούτος ó τόπος. Κοίτα τί όμορφα πού ξημερώνει.


Έχει λίγη υγρασία τα πρωινά στην Αργολίδα. Η λήκυθος

παγωμένη σχεδόν, με κάτι δροσοστάλες

σα να την έρανε, όπως λένε, η ροδοδάκτυλος αυγή με τα δάκρυα της,

κρατώντας την ανάμεσα στα γόνατα της. Πάμε. Η ώρα η ορισμένη

έφτασε πια. Γιατί χαμογελάς; Συγκατανεύεις;

Ήταν αυτό που γνώριζες ακόμη και δεν το ’πες;

Αυτό το δίκαιο τέλος —ναι;— μετά από την πιο δίκαιη μάχη;


Άσε, μια τελευταία φορά, να σου φιλήσω το χαμόγελό σου,

όσο έχω ακόμη χείλη. Πάμε τώρα. Αναγνωρίζω τη μοίρα μου. Πάμε.


(Προχώρησαν προς την πύλη. Οι φρουροί παραμέρισαν σα να τους περίμεναν. Ο γερο-θυρωρός άνοιξε τη μεγάλη πόρτα, κρατώντας πάντα ταπεινά σκυμμένο το κεφάλι του σα να τους καλωσόριζε. Σε λίγο ακούστηκε το πηχτό βογγητό ενός άντρα, κι ύστερα μια ξαφνιασμένη, οδυνηρή γυναικεία κραυγή. Μεγάλη ησυχία και πάλι. Μόνο, στον κάμπο κάτω, οι αραιές ντουφεκιές των κυνηγών και τ’ αναρίθμητα τιτιβίσματα από αόρατα σπουργίτια, σπίνους, κορυδαλλούς, μελισσουργούς, κοτσύφια. Τα χελιδόνια στριφογυρίζουν επίμονα στη βορεινή γωνιά του ανακτόρου. Οι φρουροί έβγαλαν ατάραχοι τα πηλήκια τους και σκούπισαν τον από μέσα πέτσινο γύρο με το μανίκι τους. Τότε, καταμεσής στην πύλη των λεόντων, στάθηκε μια μεγάλη αγελάδα, κοιτώντας κατάματα τον πρωινό ουρανό, με τα πελώρια, κατάμαυρα, ασάλευτα μάτια της).


ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, ΜΥΚΗΝΕΣ, Ιούνιος 1962–Ιούλιος 1966


Περσεφόνη

(Έχει γυρίσει, όπως κάθε καλοκαίρι, απ’ την ξένη σκοτεινή χώρα, στο μεγάλο, εξοχικό, πατρικό της σπίτι, — πολύ ωχρή, σαν κουρασμένη απ’ το ταξίδι, σαν άρρωστη απ’ τη μεγάλη διαφορά κλίματος, φωτός, θερμότητας. Σαν ένα στρώμα προφυλακτικής σκιάς σκεπάζει ακόμα το πρόσωπό της και τα χέρια της. Μένει ξαπλωμένη στον παλιό καναπέ, σ’ ένα ευρύχωρο, φρεσκοασβεστωμένο δωμάτιο, στο πάνω πάτωμα, με κλεισμένα τα παντζούρια στα τρία παράθυρα και στην μπαλκονόπορτα. Ωστόσο η αντηλιά φωτίζει έντονα τους τοίχους με τρεμάμενα ραβδωτά φέγγη. Στο πάτωμα, ένα σωρό πανέρια, γεμάτα αγριολούλουδα, όμοια μ’ εκείνα που δεν είχε προφτάσει να πάρει μαζί της, τότε, στο πρώτο ξαφνικό ταξίδι της. Φαίνεται πως, πριν από λίγο, της τα ’χαν φέρει οι φιλενάδες της για τα καλωσορίσματα. Τώρα, μένει κοντά της μονάχα μια νέα με ανάλαφρο κυανό φόρεμα, με κυανή ταινία στα μαλλιά, σα να ’ναι η πιο πιστή, η θυσιασμένη της φίλη, η υδάτινη Κυάνη. Πλάι στον καναπέ, πάνω σε μια καρέκλα, ένα πιάτο με δροσερό νερό. Η φίλη της, κάθε τόσο, βρέχει εκεί ένα βατιστένιο, κεντητό μαντιλάκι, το στύβει και το αποθέτει χαμηλά στο μέτωπο της ταξιδιώτισσας, κρύβοντάς της τα φρύδια. Πότε πότε, καμιά σταγόνα κυλάει λοξά στο μάγουλό της, νοτίζει το φαρδύ πολύχρωμο μαξιλάρι, — έτσι κάπως σα να κλαίει με ξένα δάκρυα. Και τα μαλλιά της είναι λίγο βρεγμένα. Έξω, μόλις ακούγεται η θάλασσα —γαλήνια, λάδι— και κάποτε η φωνή κάποιου κολυμβητή. Η αντηλιά τότε δυναμώνει στο δωμάτιο. Μιλάει η ταξιδιώτισσα):


Αλήθεια σού λέω, — ήμουν καλά εκεί πέρα. Συνήθισα. Εδώ δεν αντέχω·

είναι πολύ το φως —μ’ αρρωσταίνει— απογυμνωτικό, απροσπέλαστο·

όλα τα δείχνει και τα κρύβει· αλλάζει κάθε τόσο — δεν προφταίνεις· αλλάζεις·

αισθάνεσαι το χρόνο που φεύγει — μια ατέλειωτη, κουραστική μετακίνηση·

σπάζουν τα γυαλικά στη μετακόμιση, μένουν στο δρόμο, αστράφτουν·

άλλοι πηδούν στη στεριά, άλλοι ανεβαίνουν στα πλοία· — όπως τότε,

έρχονταν, φεύγαν οι επισκέπτες μας, έρχονταν άλλοι·

μέναν για λίγο στους διαδρόμους οι μεγάλες βαλίτσες τους —

μια ξένη μυρωδιά, ξένες χώρες, ξένα ονόματα, — το σπίτι

δε μας ανήκε· — ήταν κι αυτό μια βαλίτσα μ’ εσώρουχα καινούρια, άγνωστά μας —

μπορούσε κάποιος να την πάρει απ’ το πέτσινο χερούλι και να φύγει.


Εκείνο τον καιρό, χαιρόμασταν βέβαια. Μια κίνηση τότε

έμοιαζε κάπως σαν ανέβασμα· — κάτι έρχονταν πάντα·

και μόλο που και τότε φοβόμασταν πως θα ’φευγε, δεν ξέραμε ακόμη

το κρυφό πήδημα του πλοίου απ’ τ’ άλλο μέρος του ορίζοντα

ή του χελιδονιού και της αγριόχηνας απ’ τ’ άλλο μέρος του λόφου.


Επάνω στο τραπέζι αστράφταν τα ποτήρια, τα πιάτα, τα πιρούνια

χρυσά και γαλάζια απ’ την ανταύγεια της θάλασσας. Το τραπεζομάντιλο

άσπρο, καλοσιδερωμένο, ήταν μια λάμψη επίπεδη· δεν είχε

διόλου εσοχές να καταφεύγουν άλλα νοήματα, άλλες εικασίες. Τώρα

τούτο το φως αβάσταχτο, — παραμορφώνει τα πάντα, τα δείχνει

μέσα στην παραμόρφωσή τους· κι η φωνή της θάλασσας

κουραστική, μ’ εκείνο το ασταθές της απέραντο, τα φευγαλέα χρώματά της,

με τις εναλλασσόμενες διαθέσεις της. Κι αυτοί οι ανόητοι βαρκάρηδες

με τα βρακιά τους ανασκουμπωμένα, μουσκεμένα, σ’ εξοργίζουν·

χώρια οι κολυμβητές, σαν καρβουνιάρηδες, πασαλειμμένοι με άμμο,

γελώντας, φωνασκώντας (χαρούμενοι τάχα) μόνο για να τους ακούσουν

σα να μην επαρκούν στον εαυτό τους.


Κει πέρα,

κανείς δεν πέφτει στο νερό· κανείς δε φωνάζει. Τα τρία ποτάμια,

σταχτιά, ακατάδεχτα, καθώς συρρέουν τριγύρω στο μεγάλο βράχο,

έχουν ολότελα άλλο θόρυβο —ισχυρό, ομοιόμορφο—

εκείνον τον ακίνητο θόρυβο της αιώνιας ροής· — τον συνηθίζεις·

σχεδόν δεν τον ακούς.


Όταν πρωτόρθε στο σπίτι ο αδελφός της μητέρας

είχε κάτι σταχτί, σαν αυτά τα ποτάμια. Ξαφνικά είχε αρρωστήσει.

Τον βάλαν στο μεγάλο κρεβάτι· του πήραν βεντούζες (θαρρώ είχε κρυώσει

απ’ το μεγάλο φως κι απ’ τη ζέστη) · — θυμάμαι τις πλάτες του

μελαχρινές, φαρδιές, δυνατές, σα χλοϊσμένο λιβάδι. Φοβόμουν

μην πάρει φωτιά το τρίχωμά του, — τόσο σιμά το σπαρματσέτο,

άσπρο το σπαρματσέτο στο ασημένιο κηροπήγιο. Μετά το ακουμπήσαν

στο μάρμαρο του νιπτήρα. Το δωμάτιο μύριζε καμένο μπαμπάκι.

Τα ρούχα του, ακόμη ζεστά, ριγμένα στην καρέκλα. Κοιτούσα

το σπαρματσέτο να στάζει μεγάλες σταγόνες στο μάρμαρο.


Ο θείος

έπιασε τη ματιά μου. Ντράπηκα. Ήθελα να φύγω. Δεν μπορούσα.

Είχε γυρίσει ανάσκελα· είχε κατεβάσει τη φανέλα του·

και μόλο που το στήθος του ήταν σκοτεινό, κι η φανέλα του κάτασπρη,

είχες ωστόσο την εντύπωση πως μια κατάμαυρη κουρτίνα

είχε σκεπάσει κάτι πολύ φωτεινό κι επικίνδυνο. Έτσι, τότε,

ο θείος, με το σεντόνι ανεβασμένο ώς πάνω στο πηγούνι,

χαμογελούσε ωραία μέσ’ απ’ τον πυρετό του. Κάτω απ’ το σεντόνι

ξεχώριζαν τα δυνατά του πόδια ώς τη ρίζα. Βγήκα απ’ το δωμάτιο.

Δεν τον ξανάδα όσο έμεινε· γυρνούσα στους αγρούς.


Τρεις μήνες αργότερα

έστειλε στη μητέρα, από μια ξένη χώρα, ένα σωρό παλιά του ρούχα

για τους φτωχούς. Αμέσως αναγνώρισα το σώμα του. Ένα παντελόνι

το αφήσαν αρκετές ημέρες στην κρεμάστρα του διαδρόμου. Το κοιτούσα

ώρες ολόκληρες, τ’ άγγιζα με τα χέρια μου· σκεφτόμουν να το κλέψω,

να το κρύψω κάτω απ’ το στρώμα μου, να το φορέσω. Φοβόμουν. Μια μέρα,

έβαλα μια καρέκλα· ανέβηκα· έχωσα το πρόσωπό μου και το οσμιζόμουν.

Έπεσα απ’ την καρέκλα. Τρόμαξα. Δε χτύπησα. Με το θόρυβο τρέξαν.

Δεν είπα τίποτα. Καθόλου πόνος. Μια γεύση μονάχα βαθιάς αμαρτίας.


Το παντελόνι εκείνο το ’δωσαν σ’ ένα δικό μας υπηρέτη.

Ίσα ίσα του ερχόταν. Οι υπηρέτες (θα το ’χεις προσέξει)

έχουν έναν παράξενο δικό τους τρόπο, μια δική τους ζωή, ολότελα ξέχωρη,

κλειστή κι επίβουλη, παρόλη τη βουβή αφοσίωση, που δείχνουν,

παρόλο μάλιστα το σεβασμό τους· κάποια εχθρότητα κι αδηφαγία

στα μάτια τους, στα χείλια τους και, προπάντων, στα χέρια,

τα ρωμαλέα, τα αυστηρά, τα επιδέξια, τα αυτοέμπιστα,

βαριά, χοντροκομμένα σαν αρκούδες,

αργόπρεπα, παρότι τόσο σβέλτα, όταν ξύστριζαν τ’ άλογα,

όταν ζεύαν το αμάξι ή τεμαχίζαν ένα βόδι

ή κάρφωναν ένα τραπέζι ή σκάβανε τον κήπο —


Θε μου, πόσο κουτοί και πόσο ανίδεοι, — μήτε που ξέρουν τί όμορφοι που ’ναι

μες στο κρουστό, ιδρωμένο δέρμα τους, δοσμένοι στη δουλειά τους

ανάμεσα σε σφυριά, σε καρφιά, σε πριόνια, — ένα σωρό εργαλεία

με άγνωστα ονόματα, — τρομαχτικά στη χρησιμότητά τους,

τρομαχτικά στη μυστικότητά τους, ή τη συνωμοτικότητά τους μάλλον,

ξύλα και σίδερα πολύπλοκα, λάμες ακονισμένες, λάμψεις —


Κι όλοι τους έχουν μια βαριά μυρωδιά από ασάλευτο νερό και από πεύκο

ή γάλα συκιάς. Ποτέ δεν ξεκουμπώνουν μπροστά μας

ούτε ένα κουμπί της πουκαμίσας τους. Ποτέ δε γελάνε. Όμως, το ξέρεις

πως μεταξύ τους μένουνε γυμνοί, χωρατεύουν, παλεύουν

τα μεσημέρια του καλοκαιριού, στα κάτω δωμάτια.

Μια μέρα τους είδα

μέσ’ απ’ την κλειδαρότρυπα. Ο ένας κοιμόταν, κατάχαμα στο στρώμα·

οι άλλοι τον γύμνωσαν αθόρυβα, του βάψαν με καπνιά τη φύση

λουρίδες λουρίδες, σαν όρθιο φίδι. Εκείνος ξύπνησε· τους πήρε στο κυνήγι·

τρέχανε κάτω απ’ τις αψίδες, γύρω στις κολόνες, γελούσαν

ένα μεγάλο γέλιο ιστορικό.

Τρόμαξα. Το ’βαλα στα πόδια. Θε μου,

λουρίδες λουρίδες, μια φως, μια σκιά, σε μιαν απέραντη κάθετη σήραγγα,

κάτι κλειστό, προδοτικό. Πνιγόμουνα. Κι ήθελα να φωνάξω. Δε φώναξα.

Ανέβηκα δυο δυο τα σκαλοπάτια· — βούιζε το κλιμακοστάσιο δροσερό, ισκιωμένο,

κι έξω ακουγόταν το χρυσό λιοπύρι κι οι φωνές των βαρκάρηδων

μακρινά μακρινά, σκοτεινά, σαν τρίχωμα αντρικής μασκάλης. Πνιγόμουν.

Έτρεξα επάνω, στο μεγάλο δωμάτιο, άνοιξα την μπαλκονόπορτα·

μπήκε μια μυρωδιά από κατράμι και χαρούπι, μια μυρωδιά από κόκκινο·

το σκυλί της μητέρας κοιμόταν στον ίσκιο της μεγάλης μουσμουλιάς

με τη μουσούδα του πάνω στα δυο πόδια του. Σφάλισα πάλι την πόρτα.


Ίσως γι’ αυτό διαλέγουμε στο τέλος τη σκιά. Το σκοτάδι είναι μαύρο —

μαύρο, στιλπνό, αναλλοίωτο, χωρίς αποχρώσεις. Γλιτώνεις

απ’ την προσπάθεια να διακρίνεις, — προς τί;

Ο υπηρέτης εκείνος

ήταν φτιαγμένος σαν από σκοτάδι. Θυμάσαι; — Όταν μ’ άρπαξε

μαζεύαμε λουλούδια στο μεγάλο λιβάδι. Τα κανίσκια γεμάτα

κρόκους, βιολέτες, κρίνους, ρόδα, αμάραντα, υακίνθους· — εγώ είχα σκύψει

πάνω σ’ ένα παράξενο λουλούδι —σα νάρκισσος έμοιαζε,— ένας νάρκισσος

πρωτόφαντος, μ’ εκατό χρώματα, μ’ εκατό μίσχους·

σπίθιζαν πάνω του οι σταγόνες της δροσιάς. Κι εγώ εκεί, θαμπωμένη,

γερτή, σαν αναδιπλωμένη εντός μου, σα σκυμμένη σ’ ένα πηγάδι,

να βλέπω τη μορφή μου (αυτάρκης σχεδόν), ερωτευμένη

με την τριανταφυλλένια σκιά στις άκρες των χειλιών μου,

με την κρουστή, φιλντισένια κοιλότητα ανάμεσα στα στήθη.


Πάνω απ’ την πλάτη μου πλατάγιζε σαν σημαία το λιοπύρι·

μου ’καιγε τα μαλλιά· χιλιάδες άστρα λεπτότατα αναβόσβηναν,

ένα σε κάθε τρίχα μου, με πεντάχτινα χρώματα. Τα ’βλεπα

μέσα στο δροσερό νερό (ή μέσα σ’ εκείνον τον νάρκισσο; — δεν ξέρω), αμέτρητα

σπιθίζανε γύρω στο πρόσωπό μου, σα να ’χα πιάσει φωτιά, και σα να ’θελα

να πέσω μέσα στο νερένιο είδωλό μου να τη σβήσω.


Κι άξαφνα

είδα ορθωμένα μπρος στα μάτια μου τα δυο κατάμαυρα άλογά του

σαν τυφλωμένα απ’ το φως, (τα ’δα μες στο νερό κι εκείνα). Φώναξα,

όχι από φόβο αλλά από θάμπος, σαν να με κατάπιε το λουλούδι εκείνο,

σα να ’πεσα μες στο πηγάδι, σα να πήδησα μεμιάς όλη τη σκάλα

ώς τα δωμάτια των υπηρετών· κι ένιωσα στο γυμνό μου πέλμα

το εξαίσιο γλίστρημα του κάτω ημικύκλιου. Μόλις που πρόφτασα

να δω που πέφτανε σ’ αυτό το ρήγμα τα κανίσκια σας με τα λουλούδια,

η κρήνη του κήπου, το πέτρινο λιοντάρι, η χάλκινη χελώνα.


Θυμάμαι αυτή την αυστηρή, εσωτερική πυκνότητα, και πάνω της

σας άκουσα να με φωνάζετε με τ’ όνομά μου·

και τ’ όνομά μου ήταν ξένο· κι οι φίλες μου ξένες·

ξένο το επάνω φως με τα τετράγωνα, κάτασπρα σπίτια,

με τους σαρκώδεις, πολύχρωμους καρπούς, προσποιητούς κι αυθάδεις,

μ’ εκείνο το εύθραυστο, αδηφάγο στόμα των δημητριακών. Δε φοβήθηκα διόλου.


Την απώλεια μόλις την ένιωσα στην άκρη των χειλιών μου

που ξαφνικά στεγνώσαν· — δε σχημάτιζαν φθόγγο ή διάθεση φθόγγου,

μονάχα η μακρινή, σκοτεινή ελευθερία, ανταμωμένη

σώμα με σώμα — εγώ κι εκείνη — η μια μέσα στην άλλη — ένα απίστευτο σώμα.

Κι ένιωσα τότε το χέρι του τυλιγμένο στη μέση μου

τραχύ, δασύτριχο, μυώδες, να δαμάζει την αντίστασή μου· —ποιάν αντίσταση;—

εγώ δεν ήμουν εγώ· — κανένας φόβος λοιπόν για μια ταπείνωση· τα πάντα

είχαν ακινητήσει σε μια απέραντη διαύγεια

ενός συντελεσμένου ακατόρθωτου.

«Φοβάσαι;», μου είπε

(τί ανίσχυροι που ’ναι οι πολύ δυνατοί· — φοβούνται πάντα

μήπως δεν τους φοβόμαστε όσο πρέπει, — οι ωραίοι, οι ανύποπτοι

μέσα στην παιδική αλαζονεία τους). «Ναι, του είπα, — φοβάμαι»,

κι εκείνος μ’ έσφιξε πάνω του πιότερο, τόσο που αισθάνθηκα του χεριού του το τρίχωμα

να εισδύει μέσ’ απ’ τους πόρους μου σα να ’μουν δεμένη στο σώμα του

με χιλιάδες λεπτότατες ρίζες — καθόλου δεσμευμένη, μια κι ήμουν αφημένη.


Εκεί, τα σπίτια είναι υπόγεια, τα ποτάμια υπόγεια, ο ουρανός υπόγειος·

λίγες λεύκες μονάχα τεφρές στο υπόγειο περιβόλι,

τα μαύρα κυπαρίσσια, οι άγονες ιτιές, η άγρια μέντα

και μερικές ροδιές.

Μου καθάριζε ρόδια με τα ίδια του τα χέρια.

Τα δάχτυλά του μαύριζαν ακόμη πιο πολύ. Τα κουκιά του ροδιού θαμποφέγγαν

σα γυάλινα φιαλίδια γεμάτα μ’ αίμα. Με τάιζε στην παλάμη του

ανάμεσα στα μεγάλα πιθάρια και στα πέτρινα σκαμνιά, μη και ξεχάσω

και δε γυρίσω πάλι κοντά του. — Πώς να μη γυρίσω; Τούτη η θάλασσα

σου τινάζει το φέγγος της, τριμμένο γυαλί, στα μάτια, στο στόμα,

μες στο πουκάμισο μες στα σαντάλια.

«Κράτησέ με, —του έλεγα·— άφησέ με

να ’‘μαι μονάχα το ένα —έστω μισό·— τ’ ολόκληρο μισό (όποιο να ’ναι),

όχι τα δυο, τα χωριστά και τα άσμιχτα, γιατί δε μου μένει

παρά να ’μαι η τομή —δηλαδή να μην είμαι—

μια κάθετη μονάχα μαχαιριά κι ο συθέμελος πόνος —»·

και το μαχαίρι, ούτε κι αυτό να μην είναι δικό σου. «Δεν αντέχω, —του έλεγα·— κράτησέ με».


Εκείνος είναι η μεγάλη, σκοτεινή βεβαιότητα — η μόνη. Κατηφής πάντα

με τα χοντρά του φρύδια να του κρύβουν τα μάτια,

τόσον όρθιος, κι ωστόσο σα σκυμμένος,

κλεισμένος στον εαυτό του, μες στο τρίχωμά του, αόρατος σχεδόν,

δαγκώνοντας ένα φύλλο ή καπνίζοντας την πήλινη πίπα του

κι η μικρή φλόγα να φωτίζει απ’ τα κάτω τα ρουθούνια του

σα ν’ αστράφτει μακριά σ’ ένα έρημο, σάρκινο τοπίο,

ένα τοπίο απορροφητικό· — μ’ απορροφούσε.

Στον τυφλό τοίχο του υπογείου

ήταν δυο χάλκινοι κρίκοι κρεμασμένοι. Γυαλίζαν

μ’ ένα φως μυστικό, μαυροπράσινο· — ίσως εκεί να γυμναζόταν κάποιος

ή να κρεμάστηκε ένας όμορφος νέος. Μ’ άρεσε να τους βλέπω —

δυο τρύπες ανοιχτές στο πουθενά — της γέμιζα μ’ ό,τι ήθελα.


Θυμάσαι

εκείνο το άγαλμα που το χαζεύαμε ένα μεσημέρι στο Γυμνάσιο,

φτιαγμένο με χρυσάφι, ασήμι, μόλυβδο, χαλκό, κασσίτερο

βαμμένο σε χρώμα σκοτεινό (τώρα το νιώθω πόσο του έμοιαζε) —

θαρρώ πως ήταν του Σεράπιδος —έργο του Βρύαξη του Αθηναίου—

ω, κάτι θα ’ξερε κι αυτός. Πολύ μας άρεσε με τη δάφνη στο μέτωπο,

ωραίος, με την εξαίσια κούραση διαχυμένη στο σώμα του

σαν νικητής του πεντάθλου που εμφανίζεται μετά τους αγώνες,

γυμνός, λίγο πριν μπει στο λουτρώνα, στο στενό κύκλο των φίλων του

(πάντοτε οι νικητές έχουν ελάχιστους φίλους ή κανέναν).

Στεκόταν

κάπως αμήχανος μέσα στη νίκη του, μην ξέροντας πώς ν’ απαντήσει,

ενδοτικός κι απρόσιτος. Τότε ένα σύννεφο θαρρώ τριανταφυλλένιο

σκίασε ακέριο το αμφιθέατρο. Το μεγάλο του νύχι του αντίχειρα

πλάταινε λίγο λίγο (αυτό το πρόσεξα ιδιαίτερα· δε σου το ’πα)

σαν ακρογιάλι ακατοίκητο, περιχυμένο

εκείνη την απέραντη μελαγχολία των ηρώων. Κι εκεί, σε μια κερκίδα,

έμενε ένα άδειο μπουκάλι λεμονάδας, αντιφέγγοντας

μ’ επίπλαστη οικειότητα κάτι αυστηρό και τελειωμένο.

Παράξενο, τώρα, να μιλώ και ν’ ακούω τη φωνή μου. Άλλοτε τρόμαζα

μην προδοθώ. Μονάχα μέσα μου έλεγα, ξανάλεγα

αργά, βαθιά τ’ όνομά του. Τον φώναζα βουβά τις νύχτες,

«Νυχτερινέ, Νυχτερινέ», στραμμένη προς τον τοίχο.

Πώς έγινε

κι έσμιξαν όλα, κει κάτω, στο χαμηλό ουρανό, που, κάποτε,

η φωνή ενός πουλιού τον τρυπάει; — ο υπηρέτης, το άγαλμα, ο θείος —

όλα άηχα, από σάρκα και σκιά.

Εδώ σε καταδιώκει

μια μυρωδιά από ρετσίνι ζεστό και καμένο κριθάρι. Τα νησιά, σκόρπια

μέσα στη λάμψη της θάλασσας, πάντοτε κάτι σου αξιώνουν,

κάτι σου παίρνουν ή σου απαγορεύουν. Εδώ, τα μεσημέρια,

πηγμένα μες στο φως, μοιάζουνε με νεκρή λουτρόπολη. Μια αλλόφρονη γυναίκα

τρέχει γυμνή, φωνάζοντας ανάμεσα σε ασβεστωμένα θεόκλειστα σπίτια,

μες στον κίτρινο αέρα· κι η θάλασσα λαμποκοπάει μαρμαρωμένη

με κατάρτια κι ασάλευτες σημαίες. Κι εκείνη η γυναίκα να τρέχει

τρελή· — στιγμές στιγμές ακούγεται η κινούμενη κραυγή της πάνω στο λόφο

κι άλλοτε το λαχάνιασμά της εδώ, κάτω απ’ τις γρίλιες.


Κει πέρα

τίποτα δεν ταράζει τη σιωπή. Μονάχα ένας σκύλος (κι αυτός δε γαβγίζει),

άσκημος σκύλος, ο δικός του, σκοτεινός με στραβά δόντια,

με δυο μεγάλα μάτια αόριστα, πιστά και ξένα,

σκοτεινά σαν πηγάδια, — κι ούτε ξεχωρίζεις μέσα τους

το πρόσωπό σου, τα χέρια σου ή το πρόσωπό του.

Ωστόσο

διακρίνεις το σκοτάδι ακέριο, συμπαγές και διάφανο,

πλήρες, παρηγορητικό, αναμάρτητο. Κάνει πως δε σε βλέπει

κι όμως οσμίζεται διαρκώς τα πάντα.

Την ώρα που ονειρεύομαι,

νιώθω άξαφνα η ανάσα του ν’ αχνίζει κάτω απ’ το πηγούνι μου

ή να περνάει απ’ τους κροτάφους μου σα να μου παρακολουθεί τη σκέψη,

το ρίγος, την επιθυμία, (και τα βλέπω κι εγώ). Οι κινήσεις μου όλες

κι οι πιο ήσυχες κι απλές, όταν χτενίζομαι, όταν πλένομαι,

νιώθω ν’ αντιχτυπούν μέσα στη λίμνη της αναπνοής του,

να γράφουν κύκλους ατελείωτους ώς το μεγάλο εκείνο βάθος

το αδιαπέραστο σαν την ανυπαρξία. Κάθε λέξη αποσιωπημένη,

κάθε χειρονομία αναβλημένη, μπαίνουν στο δικό του χώρο,

στη δική του εξουσία, — τις εισπνέει.

Κάποτε,

καθώς περπατώ ξεχασμένη στον κήπο, κάτω απ’ τις λεύκες,

ή πλένω ένα πουκάμισο στην πέτρινη γούρνα,

ή αφήνω το χέρι μου στο στήθος μου,

ή κρατώ ένα λουλούδι, με μια δική μου μοναχική τρυφερότητα,


αισθάνομαι άξαφνα γυμνή, καρφωμένη στον τοίχο,

ή στον κορμό ενός δέντρου, ή στο μετάλλινο καθρέφτη της εισόδου,

προπάντων εκεί, στον καθρέφτη, διπλά καρφωμένη,

δίπλα ορατή, χωρίς κρησφύγετο, χωρίς ένα φύλλο,

σε μια συμπυκνωμένη διαφάνεια, από μέσα κι απέξω φωτισμένη

απ’ τους δυο προβολείς της ανάσας του που τινάζονται

απ’ τα στενά του υπονοητικά ρουθούνια

τα μαντικά, αισθησιακά, θρησκευτικά ρουθούνια.

«Διώχτον· διώχτον»,

του φώναζα καμιά φορά, καθηλωμένη εκεί, οργισμένη,

σε μια ακαθόριστη ενοχή κι αθωότητα, μην έχοντας

τίποτα πια να κρύψω — ελεύθερη στην ανημπόρια μου. Μονάχα τα μαλλιά μου

να τρέχουν πέρα δώθε, να μπαίνουν, να βγαίνουν

μες στα ρουθούνια του, σαν αεικίνητες ρίζες, να φεγγοβολάνε

ολόγυρά μου σα φτερά και σαν κύματα. Τα ’βλεπα. Αυτά μου ξανάδιναν

μιαν άλλη περηφάνια —τη δική μου— μιαν ανεξαρτησία

απέναντι στο σκυλί και στον αφέντη του.

Κι άλλωστε

από ποιόν και για ποιόν με φυλάει; Για τον αφέντη του τάχα; Για μένα; Ένα βράδυ, στον κήπο

πήδησε και μου αγκάλιασε τη μέση με τα μπροστινά του πόδια. Στο δεξί μηρό μου

έμεινε κάτι υγρό, χλιαρό. Φοβήθηκα τότε. Κι αλήθεια,

αντίκρυ μου ορθωνόταν το μεγάλο φίδι, με τη γλώσσα του έξω. Μήπως

απ’ αυτό με προφύλαξε; Από ποιόν και για ποιόν με φυλάει;


Το στίγμα μένει ακόμη στο μηρό μου, στιλπνό, γαλατώδες,

σαν το καινούργιο δέρμα μιας κλεισμένης πληγής. Εκσπερμάτωση τάχα

ή μήπως δάκρυ; Κλαίνε κι οι σκύλοι· —το ξέρω — τόσο που κάποτε

μου γίνεται και συμπαθής, — όταν κοιτάζει στο ποτάμι την ασκήμια του

το βράδυ, με φεγγάρι· όταν αφήνεται πειθήνια να του περνώ στο τραχύ τρίχωμά του

ανθούς από ασφοδήλια, μαργαρίτες, μέντα· — τόσο αστείος

μες στη χοντροκομμένη υποταγή του, — παίρνει κάτι

απ’ την αδυναμία των ανθρώπων.

Αλλά μήπως κι αυτός

δε νικήθηκε κάποτε από άνθρωπο; Τον σύραν έξω στο φως, τον χλευάσαν·

πλήθος παιδιά και κακοί γέροντες περιεργάστηκαν, μες στο καταμεσήμερο,

καταμεσής του δρόμου, το σκοτεινό του ρύγχος, τα στραβά του δόντια,

το μαύρο σκονισμένο τρίχωμά του, όπου έμενε ακόμη

μια μαργαρίτα δική μου.

Δε θέλω να τον διώξει.

Είναι μια συντροφιά κι αυτός· — διαρκώς παραμονεύει,

υποχρεώνοντάς με να παραμονεύω τον εαυτό μου, να τον βρίσκω.


Δω πέρα, ένα σωρό φωνές κι ανταύγειες, απ’ αντίθετες μεριές, σε καλούν, σε μοιράζουν,

σαν όταν μπαίναμε στο Στάδιο —θυμάσαι;— καυτερά απογεύματα,

το μάρμαρο ζεστό — μας έκαιγε τα πόδια· οι κερκίδες αχνίζαν· δεν ξέραμε

ποιό απ’ όλα εκείνα τα γυμνά κορμιά ν’ απομονώσουμε· — ένα ατέλειωτο τέντωμα·

πληθαίνανε τα μάτια μας, μας κύκλωναν το πρόσωπο

πασκίζοντας να δουν κυκλικά, γύρω γύρω τα σώματα. Τ’ ακόντια ζυγιάζονταν·

ένα πόδι τινάζονταν στον αέρα· ο δίσκος άστραφτε·

χιλιάδες πέλματα έλαμπαν πετώντας· ένα κάθιδρο στήθος

άγγιζε λαχανιάζοντας το νήμα· — δεν πρόφταινες.


Ποτέ δεν επαρκούμε στις επιθυμίες μας. Η επιθυμία δεν επαρκεί. Απομένει

η κούραση, η παραίτηση, — μια ευτυχισμένη σχεδόν αβουλία,

ο ιδρώτας, η διάσπαση, η ζέστη. Ώσπου φτάνει, επιτέλους, η νύχτα

να σβήσει τα πάντα, να τα σμίξει σ’ ένα στέρεο και άυλο σώμα, δικό σου,

να φυσήξει μια στάλα απ’ το πευκοδάσος ή κάτω απ’ τη θάλασσα,

να βουλιάξουν τα φώτα, να βουλιάξουμε.

Έξω απ’ τα παράθυρα

ακούς να περνάει ο πλανόδιος βιολιστής, ο κουτσός φανοκόρος,

εκείνοι οι αμίλητοι, αργοπορημένοι οδοιπόροι κρατώντας στα χέρια τους

δρύινα κιβώτια δεμένα με κόκκινες ταινίες, και οι άλλοι

πεσμένοι μπρούμυτα, χτυπώντας με τις δυο παλάμες τους το χώμα.


Ακούς και τ’ άλογα στο στάβλο, και το νερό που πέφτει

καθώς υψώνουν οι προσκυνητές δυο πήλινα δοχεία,

το ’να προς την ανατολή και τ’ άλλο προς τη δύση, χύνοντας υδρομέλι

ή κριθαρόνερο ανακατεμένο με άγρια μέντα

πάνω στο λάκκο με τις δάφνες, ενώ μουρμουρίζουν

διφορούμενα λόγια, παρακλήσεις και ξόρκια. Κι η φωνή της μητέρας

κάτι να λέει για τ’ «ολόχρυσο στάχυ, το θερισμένο στη σιωπή». Μήτε η νύχτα

δεν ξεκουράζει· — ένας απέραντος διάδρομος, κρυψίνοος,

με αγάλματα τεράστια, με ζωγραφιστά παραπετάσματα, προσωπίδες, καθρέφτες,

απάτες οπτικές, μεταλλικά αντικείμενα, κρύσταλλα, πόρτες, πέτρες,

μια στο σκοτάδι, μια στο φως, — η ίδια εκείνη σκάλα,

το ’να σκαλί χρυσό και τ’ άλλο μαύρο.

«Σπάσ’ την», του ’λεγα.

Κι οι τρεις γυναίκες πάντα εκεί, με γυρισμένες πλάτες,

με σκεπασμένα πρόσωπα, σκυμμένες πάνω απ’ το άδειο πηγάδι,

φωνάζοντας λόγια ακατανόητα· κι οι αντίλαλοι πολλαπλασιάζοντας

την ανεξήγητη φωνή τους μες απ’ το πηγάδι. Δεν αντέχω εδώ πέρα.


Τούτο το φως το αναστάσιμο, θάνατος. Τράβηξε τις κουρτίνες.

Μεγάλο, αμείλικτο, εχθρικό καλοκαίρι. Ο ήλιος

σε αρπάζει απ’ τα μαλλιά, σε κρεμάει στο γκρεμό. Ποιός με ορίζει;

Εκείνος; Το σκυλί του; Η μητέρα; Καθένας

για κάποιο δικό του σκοπό που με αφορά και που εγώ δεν τον ξέρω.


Ατέλειωτες μέρες. Αργεί να νυχτώσει. Κι η νύχτα σα μέρα — δε σε κρύβει.

Η θάλασσα φεγγοβολάει και τα μεσάνυχτα, ρόδινη ή χρυσοπράσινη.

Τρίζει το αλάτι, πήζοντας στους βράχους. Κάποιος βαρκάρης

κατουράει απ’ το καΐκι στη θάλασσα. Ακούγεται ο ήχος

ανάμεσα σε μουγγά βογκητά· — είναι τα καραβόσκοινα

δεμένα σε μετάλλινους γάντζους — μια διελκυστίνδα

ανάμεσα στο νερό και στο χώμα, — η ίδια σκάλα. Πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι

ο δρόμος πάει ανάμεσα σε δυο σειρές σκονισμένες πικροδάφνες. Ένα αγκάθι

τρέμει βαθιά, στον αγρό, σαν κιονόκρανο έτοιμο να πέσει.

Το σφύριγμα ενός κουνουπιού μετατοπίζεται μέσα στην κάμαρα

δίνοντας σήματα παραπλανητικά, γράφοντας γρήγορους ρόμβους,

κουράζοντας την προσοχή σου με οξείες και αμβλείες γωνίες. Ο αέρας

μυρίζει δυνατά ρετσίνι και σπέρμα. Δεν μπορείς ν’ ανασάνεις.


Μετά τα μεσάνυχτα ακούγονται βήματα, — μπορεί και να ’ναι οι υπηρέτες·

ρίχνουνε τα παλιά σιδερικά στο πίσω μέρος του κήπου. Λίγο λίγο,

τα πνίγουν οι τσουκνίδες, — ένα πιάτο αλουμινένιο, ένα κουτάλι,

ένα σπασμένο αγαλμάτιο, ένα τσίγκινο τραπέζι. Με το έμπα του φθινόπωρου

ξεφανερώνονται πάλι, — ο τροχός, ένα κουπί, το τιμόνι,

εκείνος ο άξονας απ’ το παμπάλαιο αμάξι — πράματα της μνήμης,

δικά μας πράματα, άχρηστα, τυραγνισμένα, σκουριασμένα

κι ωστόσο σχεδόν στρογγυλά, σαν τα πιθάρια στο υπόγειο ή σαν τ’ αστέρια.


Γίνεται τότε μια μεγάλη ησυχία, μαλακή, ευγενική, νοτισμένη,

ώς πέρα απ’ τον κήπο, ώς την άκρη της θύμησης, σα να ’χει μεμιάς φθινοπωριάσει.

Κάπου, στο βάθος, ακούγονται κρότοι νωποί, σε μακρινά ξυλουργεία

σα να καρφώνουν μακριά πλανισμένα σανίδια. Τα εσώρουχα

τ’ απλωμένα στο σκοινί της αυλής αργούν πολύ να στεγνώσουν.


Την ώρα εκείνη κατεβαίνουν οι λαγοί στο δρόμο. Αστράφτουν τα μάτια τους

στους προβολείς των τελευταίων αμαξιών. Μεγάλη ησυχία,

επίπεδη, απλωμένη, — δεν μπορείς να τη διπλώσεις·

η μια γωνιά της βρέχεται μες στο ποτάμι,

η δεύτερη ανυψώνεται προς το νοτιά, πέρα, στη θάλασσα,

η τρίτη χάνεται στο απέναντι νησί, στο δάσος,

η τέταρτη μες στο φεγγάρι με τα κίτρινα χόρτα.


Είναι όμορφα με το φθινόπωρο. Ανασαίνω. Ο ήλιος χάνει

τη δεσποτεία του, την τρομερή έπαρσή του. Τα πάντα ημερεύουν·

τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους, τόσο που λέω

μην είναι ο θάνατος ο πιο αληθινός εαυτός μας. Το άστρο της εσπέρας

ανατέλλει πολύ πιο ψηλά, κρυστάλλινο, διάφανο· μαρμαίρει

ευοίωνο πάνω απ’ το μαύρο δάσος, σαν μια ελάχιστη

σταγόνα πεντακάθαρο νερό, αχτινοβολώντας

πολύ κοντά, σαν κολλημένο στο τζάμι του παράθυρου και ταυτόχρονα

απέραντα μακριά, — μια λευκή λάμψη, ένα δάκρυ

διυλισμένο, όλο διαύγεια, ανεξαρτησία κι ευφροσύνη ματαιότητα —

μια σιωπηλή, βαθιά βεβαιότητα του τέλους και του πάντα.


Τότε είναι η ώρα να επιστρέψω κοντά του, σχεδόν λυτρωμένη,

ή μάλλον για να λυτρωθώ μες στον ίσκιο του. Τράβηξε τις κουρτίνες. Κοίτα

μια μέλισσα στάθηκε ασάλευτη στο δαχτυλίδι μου,

βομβίζει κιόλας —την ακούς;— μια ηχητική δαχτυλιδόπετρα.


Κλείσε, λοιπόν, τις κουρτίνες. Δεν αντέχω εδώ πέρα.

Τούτο το φως με τρυπάει με χιλιάδες βελόνες,

μου τυφλώνει τα μάτια. Δεν το αντέχω. Τράβηξέ τες, σου λέω, τις κουρτίνες.


(Η φίλη της σηκώθηκε να τραβήξει τις κουρτίνες. Μα εκείνη τινάχτηκε απ’ τον καναπέ. Το βρεγμένο μαντίλι έπεσε στο πάτωμα. Έφτασε με δυο βήματα στο παράθυρο. Έπιασε το κορδόνι. Σταμάτησε εκεί, με το χέρι υψωμένο. Και, μεμιάς, άνοιξε διάπλατα τις γρίλιες. Έμεινε έτσι, μες στο εκτυφλωτικό φως, σαν άγαλμα που λίγο λίγο ζωντανεύει. Κινεί το χέρι της. Νεύει προς τα έξω. Μια βάρκα γεμάτη νεαρές κολυμβήτριες περνάει. Φωνάζουν. Χαιρετούν. Στο δρόμο της ακρογιαλιάς, που αχνίζει απ’ τη ζέστη, περνάει ένα μεγάλο μαύρο σκυλί (μήπως εκείνο;) κρατώντας ανάμεσα στα δόντια του ένα καλάθι με πολύχρωμους καρπούς. Κοιτάζει αόριστα, σαν τυφλό, προς το παράθυρο. Ένας ωραίος, ηλιοκαμένος κολυμβητής, περνώντας πλάι του, του δίνει μια κλωτσιά στην κοιλιά με το γυμνό του πόδι. Η κόρη, στο παράθυρο, γέλασε. Το σκυλί συνέχισε το δρόμο του. Η νέα γύρισε μέσα. Χτύπησε το κουδούνι. Ένας υπηρέτης, με ριγωτό γκριζόμαυρο παντελόνι, πολύ εφαρμοστό (ίσως εκείνο του θείου της), παρουσιάστηκε στην πόρτα. "Να ετοιμαστεί το τραπέζι", του είπε. Εκείνος έφυγε. Οι δυο φίλες άνοιξαν την μπαλκονόπορτα και τ’ άλλα δυο παράθυρα. Το δωμάτιο πλημμύρισε φως. Μοσκοβολάνε τα λουλούδια στα καλάθια. Ακούγονται πιο δυνατές οι φωνές απ’ τη θάλασσα, ανάμειχτες με τους χτύπους απ’ τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα κάτω στην τραπεζαρία. Το νοτισμένο μαντίλι μένει στο πάτωμα σαν ένα μικρό, πονηρό, άσπρο πουλί, ήμερο τάχα και υπάκουο. Λίγο λίγο στεγνώνει κι αχνίζει).


ΑΘΗΝΑ, ΕΛΕΥΣΙΝΑ, ΔΙΜΗΝΙΟ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1965–Δεκέμβρης 1970


Τειρεσίας

1964–1971


Στη Χρύσα ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ

και

στον Νικηφόρο ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ


ΟΙ ΕΦΤΑ

Όμορφα που βραδιάζει. Καλοσυνάτος ίσκιος,

ανάμεσα σε μας και στα συμβάντα και στα πράματα —

γλυκά γεράματα της μέρας, σιωπηλή μακρυνότητα·

άχνα τριανταφυλλένια από πανάρχαιο αίμα

βάφει τα σπίτια και τους δρόμους.

Νά και το καλό φεγγάρι

μεγάλο και ήσυχο που βγαίνει απ’ τ’ άλλο μέρος

ασημοβάφοντας τους πίσω τοίχους των σπιτιών.

Και μεις το ίδιο

απ’ το ’να πλάι κόκκινοι κι απ’ τ’ άλλο ασημένιοι,

μισοί μισοί, κι όχι κομμένοι στα δυο, μα σμιγμένοι

να νιώθουμε τη διαφορά στο κάθετο σημείο της ένωσης

να νιώθουμε την ένωση —και μήτε διαφορά μήτε ένωση—

χρόνος αργός, ανύπαρχτος, μαλακός χρόνος, τελειωμένος.


ΠΡΩΤΟΣ

Πάει, μακραίνει ο ήλιος· η στρογγυλή του γυάλα

γέμισε κόκκινο, βαθύ κρασί, παραβάρυνε,

κατάκατσε πίσω απ’ το δάσος —


ΠΕΜΠΤΟΣ

Αίμα είναι, όχι κρασί, — δικό μας αίμα

από γέννες και φόνους, φυλαγμένο για μας, φωτισμένο, —

παλιό κρασί, γλυκό κρασί για τα γεράματά μας.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Εμείς δεν ήπιαμε άλλο απ’ το δικό μας αίμα·

γλυκό κρασί, πικρό κρασί, μεθύσαμε,

ξεμέθυστοι πάντοτε σπουδάζοντας τη μέθη μας —


ΕΒΔΟΜΟΣ

Χιλιάδες σκαλοπάτια η μέθη — τα μετρήσαμε ένα ένα.


ΕΚΤΟΣ

Δεν είχε κάγκελα η σκάλα να πιαστούμε· ανεβαίναμε

πιασμένοι μονάχα απ’ το μέτρημα, —πάνου και κάτου—

ξεχνάγαμε τον αριθμό, σταματάγαμε, ξαναρχίζαμε.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Δε φτάναν τα νούμερα, — το μέτρημα αμέτρητο.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Η μέθη μας ήταν το μέτρημα.

ΟΓΔΟΟΣ

Η μέθη μας ήταν το αμέτρητο. Ανεβαίναμε, κατεβαίναμε,

σκαλί σκαλί, μαύρο, άσπρο, μαύρο, άσπρο —

το μαύρο της τυφλότητας, το άσπρο της τυφλότητας· —

χρόνια και χρόνια περπατήσαμε μέσα μας

χτυπώντας το μακρύ ραβδί μας παντού στα πλευρά μας,

ώσπου να φτάσουμε δω πέρα που φτάσαμε.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Πού φτάσαμε αλήθεια; Πού βρισκόμαστε;

Γεροντικός καιρός. Ησυχία. Ούτε μαύρο ούτε άσπρο.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Ότι που ακούγεται ο απόηχος απ’ τα ταμπούρλα.

ΤΡΙΤΟΣ

Ταμπούρλα μακρινά, — ποιός γιορτάζει; ποιός πέθανε;

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Ποιός νίκησε τάχα; ποιός νικήθηκε;

ΕΒΔΟΜΟΣ

Μακρινά, μακρινά, — μήτε νίκη μήτε ήττα. Ησυχία.

ΟΓΔΟΟΣ

Καλοδεχούμενη ησυχία, μονάχη της φερμένη, χιλιοζητημένη.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Πού ναν τη βρεις την ησυχία; Μόνο θάνατος είναι.

Δεν ξέρω αν είναι πέσιμο για νίκη — θάνατος είναι.


ΠΡΩΤΟΣ

Είδα τ’ απόγιομα στο δρόμο έναν αυλό πατημένο.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Είδα το σκοτωμένο παλικάρι έξω απ’ την πύλη.

έτσι γυμνό, ορφανό, — ήταν όμορφο· η ήβη του μαραμένη

κείτονταν πάνου στ’ αχαμνά του σαν πουλί σκοτωμένο στα βάτα.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ήταν αγκάθια στα μαλλιά του. Μια μύγα

καθόταν στο πηγούνι του — ασάλευτη μύγα, μεγάλη.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Κι είχε έναν ήλιο, θε μου, — αβάσταγη κάψα·

φωνάζαν τα τζιτζίκια, κι ήτανε μια ανάκουστη ησυχία

σαν ύστερ’ από τη στερνή κραυγή της γέννας,

ΠΡΩΤΟΣ

σαν ύστερα απ’ τον έρωτα,

ΕΒΔΟΜΟΣ

σαν ύστερα απ’ το θάνατο.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Και τα τζιτζίκια σκούζαν πιότερο, κι άστραφτε κάτου το ποτάμι

και τράνευε η κουφή σιγαλιά. Ετσί ’ναι μες στο θάνατο;

ΤΡΙΤΟΣ

Ετσί ’ναι έξω απ’ το θάνατο;

ΕΒΔΟΜΟΣ

Ετσί ’ναι

πριν και μετά και μέσα στο θάνατο.

Μια θεόρατη κάμαρα

ασβεστωμένη, κλειδωμένη, μισοσκότεινη

καταμεσής στο μεγάλο λιοπύρι.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Άδεια κάμαρα

με μια αρμαθιά κλειδιά στην πρόκα του τοίχου

ΠΕΜΠΤΟΣ

κι η παλιά κούνια η ξύλινη στη γωνιά ξεχασμένη

span style=«aspeaker»>ΤΡΙΤΟΣ


κι ο λυχνοστάτης στην άλλη γωνιά κι οι τρεις καρέκλες

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Κι άξαφνα

ένας ήχος στενός, σουβλερός, αναπάντεχος.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Μια χορδή

κόβεται απ’ την κιθάρα την κρεμάμενη στο μεσιανό ορθοστάτη,

ΕΒΔΟΜΟΣ

κι αυτό που κόβεται ακούγεται —

ΕΚΤΟΣ

μα η σιγαλιά ’ναι το ακομμάτιαστο, το ανέσωστο — δεν ακούγεται.


ΤΡΙΤΟΣ

Γρήγορες, κρυφομίλητες αντήχησες μπερδουκλώνονται μέσα στην κάμαρα

ξέχωρες πια απ’ την κομμένη χορδή,

χωρίς να μπορούνε να μπουν σε μια τάξη,

χωρίς να μπορούνε να σμίξουν.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Κι ούτε που ξέρεις

το πώς και το γιατί. Γιατί απόκριση, βέβαια, δεν είναι

το πολύ τέντωμα της χόρδας απ’ την υγρασία

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

μήτε κι η συναγμένη σιγαλιά μες στο κούφωμα της κιθάρας

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

μήτε η χιλιοβασανισμένη σταθερότη, χτισμένη

πάνου στου κάθε δάχτυλου το δείλιασμα και την τρεμούλα

ΕΒΔΟΜΟΣ

μήτε κι η απέθαντη αμάχη του πεθαμένου κιθαριστή

ΕΚΤΟΣ

μήτε του νέου κιθαριστή η αθώα εμπιστοσύνη.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Δεν είναι απόκριση· όχι.


ΤΡΙΤΟΣ

Κι ούτε που βρίσκονταν κανένας μες στην κάμαρα την ώρα κείνη,

να μαρτυρήσει ένα κάτι, να ξηγήσει· — κόπηκε. Πάει.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Το μόνο που μάθαμε σίγουρα στο πάει κι έλα του ίσκιου και του ήλιου

είναι που θα πεθάνουμε· — τούτο είναι η γνώση μας — ήμερη γνώση —

στομώνει τον καημό, στομώνει το κακό μαχαίρι,

δεν κόβει πια, ξύνει μονάχα την παχιά μπογιά απ’ τ’ αγάλματα

κι άλλο δε μένει πάρεξ τ’ άσπρο τ’ ολόγυμνο,

τ’ αστραφτερό, το τυφλό, που σου τυφλώνει τα μάτια.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Και πια δε βλέπεις τα σημάδια στην κοιλιά, στο μερί και στα χέρια.

ΕΚΤΟΣ

Και πια δε βλέπεις τις στρογγυλές οπές των ομματιώ σου.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Μονάχα τ’ άσπρο της άμετρης ασβεστωμένης μάντρας που χάνεται πέρα στ’ ακρούρανα

και τη χτυπάει κατάκορφα ο ήλιος, ντάλα μεσημέρι —

ΠΕΜΠΤΟΣ

Μονάχα τ’ άσπρο του λευκασμένου κάμποτου που σκίζεται άξαφνα μ’ άσπρο ήχο

για να τυλίξεις κατάσαρκα τον πεθαμένο για το βρέφος —

ΟΓΔΟΟΣ

Μονάχα τ’ άσπρο του κόκαλου που βγαίνει απ’ τη γης, ναν το κάνεις σουραύλι

να ξαναπεί το σώμα τάχατες, μια νύχτα με πανσέληνο και κυπαρίσσια,

μ’ άσπρα ποτάμια ασάλευτα — η άσπρη μας γνώση.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Το μόνο που μάθαμε σίγουρα είναι που θα πεθάνουμε.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Όμως δε μάθαμε ακόμη να πεθαίνουμε

μήτε γιατί πεθαίνουμε. Και ξέρουμε:

δε θα το μάθουμε ποτές, — τούτο είναι η γνώση μας·

ΕΚΤΟΣ

και τούτο είναι που λένε της μαντικής μας η τέχνη·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

— τούτη η τέχνη

να κρύβεις τη μονάκριβη αλήθεια που ξέρεις,

ΕΚΤΟΣ

να κρύβεις και την άλλη αλήθεια που δεν ξέρεις —


ΟΙ ΕΦΤΑ

Μεγάλη τέχνη, ναι, να κρύβεις κείνο που δε θέλουνε (για δεν μπορούν) να μάθουν,

και πάνου απ’ όλα να κρύβεις το που ξέρεις

ό,τι δε θέλουνε για δεν μπορούν να μάθουν. Κι εσύ, καταμόναχος, κρυμμένος

εχ, σώνει και καλά, να θέλεις το ακατόρθωτο. — Ποιά τέχνη;

Ποιό τέχνασμα; Ποιά μαντική; Ποιά σημασία;


ΟΓΔΟΟΣ

Μονάχα το άσπρο, το πανύψηλο, τ’ άδειο,

τ’ αστραφτερό, το τυφλό, — αυτό μονάχα.


ΠΡΩΤΟΣ

Α, μην το λες. Και τότες κείνο το τραγούδι τα μεσάνυχτα κάτου απ’ τα παραθύρια

τότες που βλεφαρίζανε τ’ αστέρια κι άνοιγαν λιανότρεμα τα νυχτολούλουδα

δίπλα στο πέτρινο το μονοπάτι που ’βγαζε στο σπίτι

κι ήταν μια ζαχαρένια μυρουδιά στον αέρα που δε σ’ άφηνε

μήτε να κοιμηθείς μήτε και να πεθάνεις; — Λοιπόν, το τραγούδι;


ΤΡΙΤΟΣ

Και τα λιανά τα νυχτολούλουδα που κλείναν πάλε με το χάραμα

σφαλώντας στο μεταξωτό κελί τους μια δροσοσταλίδα,

ΠΡΩΤΟΣ

ένα ζουζούνι, μια μικρή πεταλούδα, ένα πούπουλο,

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

μια τρίχα σγουρή απ’ τα μαλλιά της αμίλητης γυναίκας,

ΤΡΙΤΟΣ

μια τρίχα απ’ τη μασκάλη του άντρα που τίναξε μακριά το κοντάρι;


ΠΡΩΤΟΣ

Και το τραγούδι λιώνει στο νερό, μενεξελί, βιολετί, τριανταφυλλένιο,

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

κι αν πιεις τ’ αθάνατο νερό μαζί με το τραγούδι, — ποιό τραγούδι, αλήθεια;


ΤΡΙΤΟΣ

Μη και δεν είναι τέχνη το τραγούδι; Πες, δεν είναι;


ΟΙ ΕΦΤΑ

Τέχνη πικρή, τέχνη τρανή: να δίνεις την ελπίδα που δεν έχεις.


ΠΡΩΤΟΣ

Σωπαίνετε, σωπαίνετε. Και τα λιανά τα νυχτολούλουδα

δίπλα στο πέτρινο το μονοπάτι που ’βγαζε στο σπίτι;


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Πίνουνε το μαργαριτάρι της δροσοσταλίδας,

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

τρώνε συγκόκαλη τη μικρή πεταλούδα μαζί με το πούπουλο,

ΕΚΤΟΣ

και με την τρίχα απ’ τα μαλλιά της γυναίκας κι απ’ τη μασκάλη του άντρα,

δένουν πιστάγκωνα το δύστυχο ζουζούνι. Τί να πούμε πιο πέρα;


ΠΕΜΠΤΟΣ

Σωπαίνετε, σωπαίνετε. Αχ, κι η ομορφιά και το τραγούδι

άσκημα τρέφουνται, πανούργα δίχτυα πλέκουν.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Κάποιος ρωτάει απ’ το παράθυρο, στ’ άλλο παράθυρο αντίκρυ —

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

μια γνώριμη φωνή κρεμάμενη μες στ’ άγνωρο,

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

κι η ερώτηση το ξέρει από τα πριν πως θα μείνει αναπάντητη

ΕΚΤΟΣ

και στέκεται μονάχη μες στο σύθαμπο ν’ ακούει τον ίδιο της τον ήχο

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

κι είναι έτσι αξήγητη τούτη η φωνή, κομμένη

απ’ το πλευρό της σιωπής, αποσπασμένη

απ’ αυτό που κρατάει και δεν τελεύει —


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει μυστικός, βυσσινής, αναμμένος

και ξεφωνίζουνε τα χελιδόνια στις αυλές και στις στέγες

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

για να μην ακουστεί η ερώτηση που ειπώθηκε κιόλας

ΕΚΤΟΣ

και πιότερο για να μην ακουστεί η απάντηση που δεν ειπώθη.


ΤΡΙΤΟΣ

Με τόση κάψα ολημερίς, οι τοίχοι ζεματάνε.

ΠΡΩΤΟΣ

Βγαίνει η γριά στο κατώφλι με μια σπασμένη στάμνα.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Οι λυγαριές κι οι μυρτιές μοσκοβολούν τσουρουφλισμένες.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Το ίδιο κι οι δάφνες, δίπλα στο δρόμο, και οι άλλες, οι ξερές, τα στεφάνια

τα κρεμασμένα μες στο σπίτι, στο καρφί του τοίχου.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Κι οι νέοι, βασανισμένοι απ’ το μεσημεριάτικο ύπνο τους, βγαίνουν στο δρόμο

με μια χλωμάδα νοητική στο λιοκαμένο, χρυσοκόκκινο δέρμα τους,

μόλο που τα μαλλιά τους είναι ρωμαλέα, φρεσκοβρεγμένα

και στάζει πότε πότε μια σταγόνα στο λαιμό τους και στεγνώνει κι αχνίζει —


ΠΡΩΤΟΣ

Είναι η μετάνοια της ερημικής απόλαψης.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Είναι η γέψη της πρώτης μονάξιας.

ΤΡΙΤΟΣ

Είναι κι η γνώρα για το που η μονάξια μόνη της δε φτάνει.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Το μάτι τους αποκρεμιέται αφαιρεμένο μες στο δείλι·

δεν έχει πού να κρατηθεί και βουλιάζει.


ΤΡΙΤΟΣ

Τσιρίζουνε τα χελιδόνια στις σκεπές, σκουντουφλιούνται στον αέρα.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Όλα τα χρώματα δοξάζουνται πριν απ’ το θάνατό τους

ώς πέρα πάνου απ’ τα πλατάνια και τις λεύκες, πίσω απ’ τους ελαιώνες.


ΕΚΤΟΣ

Αλλάζει θέση με το χάροντα ο έρωτας, κι αντίστροφα πάλε.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Κι ύστερις πάλε η ανάσταση και πάλε ο θάνατος, γύρο το γύρο,

ΕΒΔΟΜΟΣ

Ώς την καινούργια αθωότη της γέννησης.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κύκλο τον κύκλο, ο ίδιος κύκλος στην ίδια αλυσίδα —

ΠΕΜΠΤΟΣ

Και τα παιδιά δαγκάνουν τα μήλα και τα πετάν στο ποτάμι

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Κι οι γυναίκες πετάν τα σκουλαρίκια τους

ΤΡΙΤΟΣ

Και οι άντρες τα σπαθιά και τις ζώνες τους

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Κι οι γέροι τα μεγάλα, προφητικά ραβδιά τους.


ΠΡΩΤΟΣ

Και τα λιοτρόπια, στ’ αντικρινό περβόλι, απαυδίσανε·

ΕΚΤΟΣ

δε στρέφουν πια κατά τον ήλιο· το κεφάλι τους βάρυνε

ΕΒΔΟΜΟΣ

κι απόμεινε λοξά γερμένο, ασήκωτο, πάνου απ’ το χώμα.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ποιός είναι κείνος που ήταν; Τί ν’ απόγινε; Τί ν’ απογίναμε;


ΟΙ ΕΦΤΑ

Πολλά πρόσωπα αλλάξαμε, πολλά, — όχι προσωπεία.

Πίσω από χίλια πρόσωπα κρυφτήκαμε. Μπλεχτήκαμε

με θεούς και μύθους, μ’ άλλους φωτισμούς, μ’ άλλους χρόνους

για να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας το βαθύ, το πικρό, το αμετάβλητο,

το άφταιγο, το τιμωρημένο, το μόνο δικό μας.


ΕΚΤΟΣ

Πότε κορίτσι, πότε αγόρι, πότε γυναίκα ή άντρας — γεννημένοι, γεννώντας.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Μανάδες γίναμε, βρέφη θηλάσαμε, παιδιά μεγαλώσαμε.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Τον ίδιο μας το σπόρο τονε σπείραμε εντός μας, γεννήσαμε εντός μας

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

αόρατα παιδιά, σμάρια και σμάρια, — δεν τα καλόϊδαμε —


ΕΚΤΟΣ

Μπορεί και να ’ταν όμορφα, —δεν ξέρουμε τίποτες—

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

τα κρύψαμε κι αυτά μέσα στα λόγια, τα πνίξαμε,

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

κρυφτήκαμε μέσα στο πνίξιμο, — κει μέσα ζήσαμε, πεθάναμε,

ΕΚΤΟΣ

πνίξαμε και το πνίξιμο, — κει μέσα ξαναγεννηθήκαμε

σ’ ένα άλλο βάθος ήσυχο, θαμπωτικό, αλογάριαστο —

ΕΒΔΟΜΟΣ

Και το κουμπί που ’πεσε από την πουκαμίσα μας, πέντε ολάκερους χρόνους

κύλαγε κι αντιλάλαγε ώς να φτάσει στον πάτο.

ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, ψέματα σκεφτήκαμε, ψέματα πράξαμε, ψέματα ζήσαμε· δε μολογήσαμε

ό,τι δεν ξέρουμε, δε μάθαμε, ό,τι δε μαθαίνεται·

τ’ άγνωρό μας ποτέ δε μολογήσαμε — ολάκερο το άγνωρο. Τί να μάθουμε οι έρημοι;


ΕΒΔΟΜΟΣ

Όλα μουγγά, αναπάντητα, ξεγελασμένα, και να ξεγελάνε χιλιοπρόσωπα·


ΟΓΔΟΟΣ

(Μονάχα ο θάνατος όχι διφορούμενος).


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Κι η κάθε λέξη απάτη της σιωπής, κι η σιωπή θάνατος —

ΕΚΤΟΣ

αχ, η καλόβολη σιωπή· — τί να μιλήσουμε;


ΠΕΜΠΤΟΣ

Μα, νά σου το, ξανά, το βαθύ καλοκαίρι με τα τρανά του μεσημέρια·

ΠΡΩΤΟΣ

παράξενα πουλιά φωνάζουνε στο πλατανόρεμα κάτου,

ΠΕΜΠΤΟΣ

σα να ’ναι να σκεπάσουνε το φονικό που ’γινε στον αντίπερα όχτο,

ΕΒΔΟΜΟΣ

για να μη δεις, μη θυμηθείς και μην προσέξεις.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Φωνάζουνε σα συνεννοημένα με μια ξένη, απόμακρη εξουσία·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

και το μαχαίρι είναι κρυμμένο στα φαρδιά, πράσινα φύλλα,

ΠΕΜΠΤΟΣ

για μέσα στο καλάθι με τα πορφυρά σταφύλια

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

για πίσω απ’ τα σταμνιά με το κρασί και το μέλι

ΠΡΩΤΟΣ

και το ρετσίνι στάζει απ’ τα πευκόκλωνα στους παχιούς ίσκιους —


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Μια μυρωδιά από λιβάνι και σπέρμα και μασκάλη γυναίκας·

ΕΒΔΟΜΟΣ

κι οι σκόρπιες φωνές των τρυγητάδων πέρα στ’ αμπέλια

λιωμένες στο λιοπύρι, ανύπαρχτες.

ΤΡΙΤΟΣ

Τρία παλικάρια

έρχουνται από τον κάμπο κάτου με λαγήνια και κανίσκια·

ΠΡΩΤΟΣ

όμορφα παλικάρια, λιοκαμένα, ιδρωμένα·

λάμπει ο κρίκος της ζώνης τους στον ήλιο.


ΤΡΙΤΟΣ

Έρχουνται, βάφουνε με μούστο των θεών τ’ αγάλματα από πάνου ώς κάτου·

στάζουν και τα βαμμένα χέρια τους·

ΠΕΜΠΤΟΣ

αφήνουν στο χώμα

τα κανίσκια τους με βαλανίδια και σύκα· φεύγουν για το ποτάμι.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Μένουν μονάχα τ’ αγάλματα, κόκκινα τώρα, κατακόκκινα

κατάντικρυ στον άδειο ορίζοντα

τον κουρσεμένο απ’ τη σκληρή φωταψία,

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

την ώρα που οι γυναίκες φεύγουνε κρυφά απ’ τα σπίτια τους

σκύβουνε πάνου απ’ τα πηγάδια,

σκεπάζουνε με τα φαρδιά τους πέπλα τα κεφάλια τους, μαζί και τα πηγάδια.


ΠΡΩΤΟΣ

Και το νερό είναι μαύρο κι αλλιώτικα λαμπερό·

ΕΒΔΟΜΟΣ

Είναι το αμίλητο νερό· ξέρει τη μοίρα· δεν τη λέει·

ΠΕΜΠΤΟΣ

Αν πέσει το σάλιο τους, καθώς κοιτάνε, θα κάνει μια τρύπα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Η μόνη δροσιά, το καλοκαίρι, ανεβαίνει απ’ τις βαθιές τρύπες της γης.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Έτσι σκυμμένες, δροσίζουνται τα στήθια τους, κρουσταίνουν οι ρώγες τους·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Κι οι πλάτες τους ζεματάνε απ’ το λιοπύρι·

ΠΡΩΤΟΣ

Και το νερό, γύρω γύρω, είναι φραγμένο με πέτρα·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Το νερό φεύγει ανάμεσα στην πέτρα — δεν κρατιέται·

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Πάνου στο μαύρο νερό λάμπουν άσπρα τα στήθια τους·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Λιώνουν μες στο νερό τα στήθια τους, φεύγουν ανάμεσα στην πέτρα —

δεν πιάνουνται τα στήθια τους· μονάχα το βρέφος που θηλάζει,

αυτό τα πιάνει, μα δε νογάει αυτό, μονάχα που θηλάζει.


ΠΡΩΤΟΣ

Κι αν πέσει σκιά πουλιού στη ράχη τους;

ΤΡΙΤΟΣ

Κι αν ακουστεί ένα όνομα στον κάτου δρόμο με τα κλειστά ψιλικατζίδικα;

ΠΡΩΤΟΣ

Κι αν χυθούν τα μαλλιά στο πρόσωπό τους;

ΤΡΙΤΟΣ

Κι αν το μερμήγκι σταθεί στο πηγούνι τους;


ΠΕΜΠΤΟΣ

Τίποτα δε θα μαρτυρήσουν. Θα ’χουν το στόμα τους

μπουκωμένο με αμίλητο νερό. Πώς να μιλήσουν;


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Μουγγές, με μοσχοκάρφια θα κεντήσουνε στο μήλο και στ’ αχλάδι

κρυφά πρωτογράμματα, καλέσματα, ξόρκια·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

την καρφίτσα τους θα την μπήξουν στη σάρκα του ροδάκινου.

ΕΚΤΟΣ

Ύστερ’ αμίλητες θα καρτεράνε ώς το βράδυ, ώς τ’ άλλο βράδυ,

ΠΡΩΤΟΣ

ώς τη στιγμή που τρίζει η καγκελόπορτα του παλιού κήπου

κι απ’ το μισάνοιχτο πάνου παράθυρο

ρίχνουν λίγα λουλούδια δεμένα σ’ ένα σπάγγο.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Και το νερό, μες στο τσουκάλι, ξεχασμένο στη φωτιά, βράζει μονάχο του·

ΕΚΤΟΣ

Κι εκείνες καρτεράνε ακόμα, καρτεράνε·

ΠΕΜΠΤΟΣ

Στο πάνου καλντερίμι ακούγεται η κραυγή από μαχαίρωμα

ΤΡΙΤΟΣ

και τα γρήγορα βήματα κάτου απ’ τους φανοστάτες

ΠΡΩΤΟΣ

κι η κρατημένη ανάσα πίσω απ’ την πόρτα,

ΕΒΔΟΜΟΣ:

(ήταν σημαδεμένη η πόρτα με κάρβουνο)

ΕΚΤΟΣ

κι ήταν αυτός ακριβώς που καρτεράγανε.


ΤΡΙΤΟΣ

Ύστερα γίνεται η μεγάλη σιγαλιά κι ύστερα η λησμοσύνη —

ΕΒΔΟΜΟΣ

η στερνή παρηγόρια και συχώρεση

ΠΕΜΠΤΟΣ

διάφεγγο μαύρο με τ’ αμέτρητα σπιθοβολήματα.


ΤΡΙΤΟΣ

Απ’ το χώμα ανεβαίνει ζεσταμένη μυρουδιά χόρτου και πέτρας.

ΟΓΔΟΟΣ

Το πουλί κάθεται στο στρίποδο· δεν κελαηδάει· κοιμάται μ’ ολάνοιχτα μάτια.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Τρίζει μια κούνια, ένα κρεβάτι, ένα άστρο·

ΟΓΔΟΟΣ

Ο καπνός ανεβαίνει χωρίς να λοξεύει·

ΠΕΜΠΤΟΣ

Το φεγγάρι μπαίνει απ’ τα παράθυρα, πλημμυρίζει το σπίτι.


ΠΡΩΤΟΣ

Όλα αλαφρώνουν. Τίποτα σκληρό δε μένει.

ΤΡΙΤΟΣ

Μένει η σκληρή πεθύμια να πιαστείς απ’ το σκληρό και να μείνεις·

ΠΕΜΠΤΟΣ

απ’ την κρουστή τη σάρκα να πιαστείς, απ’ το λιθάρι κι απ’ το σίδερο,

απ’ το κάγκελο του κρεβατιού, του μπαλκονιού κι απ’ το χεράκι της στάμνας.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Τ’ αντίφεγγο του φεγγαριού απ’ τα τζάμια χύνεται στα στήθια της γυναίκας

κι η γυναίκα σφίγγει τις ρώγες της.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Ο έρημος άντρας δοκιμάζει να δαγκάσει το μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού του·

κοιτιέται στον καθρέφτη ολόγδυμνος — του αρέσει· αγαπάει τον καθρέφτη,

τρομάζει τον καθρέφτη.

ΠΡΩΤΟΣ

Λάμπει ο καθρέφτης μες στη νύχτα μ’ ένα θαλασσί σημένιο —

ένα μεγάλο ρηχοπόταμο, κρεμάμενο στον αέρα είναι ο καθρέφτης.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Μπορείς κει μέσα χρόνια ν’ αρμενίζεις δίχως κύματα, δίχως καράβι.

ΕΚΤΟΣ

Μπορείς και να πνιγείς σ’ αυτό το αζάρωτο ποτάμι.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Γιατί ο καθρέφτης είσαι συ, και μόνο αυτός μπορεί να σ’ αγκαλιάσει·

και μπορεί να σε πνίξει στο δικό σου το βάθος. Ωστόσο

δε σου φτάνει ο καθρέφτης· γιατί ’ναι, βλέπεις, κι η νύχτα —

ΕΒΔΟΜΟΣ

κι η νύχτα έχει πολλά κλαδιά, πολλά καρφιά, πολλές τρύπες,

πολλές πράξες κρυφές, πολλές ανάγκες δικές της και δικές σου.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Ο γέροντας κοιμάται μες στο ανθοπωλείο μ’ ανοιχτές τις πόρτες.

Το παραπαίδι μαλάζει κρυφά τ’ αχαμνά του.

Ο γέροντας κάνει πως κοιμάται.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ύστερ’ ακούγονται οι κόκκοι μαλακοί να πέφτουν στα πλακάκια

και το κομμένο σκοινί ν’ ανεμίζει μπροστά στο περβάζι

ΠΡΩΤΟΣ

και το στρίψιμο του τσιγαρόχαρτου με τα καπνόφυλλα

ανάμεσα στα δυο σαλιωμένα δάχτυλα ενός άστρου.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, έτσι, κάθε δρόμος δύσκολος, μοναχικός, ακατοίκητος·

κι οι πολυσύχναστοι πιο δύσκολοι ακόμα, πιο ακατοίκητοι.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Τα πέτρινα λιοντάρια κάθουνται πάνου απ’ τις πύλες.

ΤΡΙΤΟΣ

Οι πέτρινες σφίγγες, η μια δίπλα στην άλλη, στο λόφο.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Ρωτάει η μια· αποκρίνεσαι· περνάς. Ρωτάει η άλλη.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Ρωτάς εσύ δεν αποκρίνεται κανένας.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Οι κυκλικοί τάφοι είναι γαλήνιοι κάτου απ’ το παλάτι.

ΕΚΤΟΣ

Οι ολόχρυσες λαγήνες με τις πλούσιες τροφές μένουν ανέγγιχτες.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Γι’ αυτό και φέγγουν έτσι ωραία στο φεγγαρόφωτο.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Οι νεκροί δεν πεινάνε, δε διψάνε, δεν ονειρεύουνται·

δεν αντιστέκονται πια, δεν ξεγελιούνται. Παραδόθηκαν. Ησύχασαν.

ΠΡΩΤΟΣ

Λάμπουν με λάμψη μαλακιά τα σπαθιά τους, αφημένα στο χώμα.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Λάμπουν και τα μαλαματένια προσωπεία τους — λες και χαμογελάνε.


ΟΓΔΟΟΣ

Κανένα μήνυμα δε φέρνουν τα πουλιά γι’ αυτούς πάνου απ’ το πέτρινο θρονί του ορνιθοσκόπου.

ΟΙ ΕΦΤΑ

Ούτε πίκρα ούτε θύμηση ούτε έλπιση ούτε φόβος.


ΟΓΔΟΟΣ

Τ’ άδειο το σιωπηλό, το ερωτικό, το ανύπαρχτο.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Δε γνοιάζουνται πια. Δε ρωτάνε.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Τίποτες πια δε θέλουν να κουρσέψουνε· τίποτες να ξηγήσουν.

ΤΡΙΤΟΣ

Και τ’ αγάλματα κάτου απ’ τα δέντρα, τίποτες δε σημαίνουν —

ΕΚΤΟΣ

παράστασες δεν είναι μήτε αναπαράστασες

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

μήτε στεριώματα του διαβατάρικου πάνου στην πέτρα

ΕΚΤΟΣ

μήτε και πάλεμα να κάνεις τράμπα με το θάνατο.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Θαμποχάραγο απέραντο, ασταμάτητο,

φεγγερή ξαστεριά, σκιερή, — μεγαλόχαρη πάστρα.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Οι στρατιώτες ρουχαλίζουν σε μεγάλους άσπρους θαλάμους,

ΠΕΜΠΤΟΣ

ξεσκέπαστοι, γυμνοί, ιδρωμένοι·

ΕΒΔΟΜΟΣ

οι κόκκινοι λεκέδες σβήνουνε στα χέρια τους·

ΤΡΙΤΟΣ

άλλοι λεκέδες, μαβιοί κι ασημένιοι,

σαλεύουν στην κοιλιά τους και στα σκέλια τους.


ΠΡΩΤΟΣ

Είναι σκιές από γυαλί, νερό και φεγγάρι.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Είναι οι βούλες της μοίρας, — ψάχνει με το φανάρι της,

τους έχει κιόλας σημαδέψει κι αυτούς και τους άλλους.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Όμως, στον κήπο, οι δυο κοπέλες αργοπορημένες

κρατάνε από τις τέσσερις γωνιές ένα πολύχρωμο κιλίμι,

τινάζουν τις πευκοβελόνες. Ο άξαφνος θόρυβος

πλαταγίζει βαθιά σαν καραβόπανο· κάτι διαψεύδει· σβήνει.


ΠΡΩΤΟΣ

Η νύχτα είναι γυάλινη.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Κι η σιγαλιά είναι γυάλινη.

ΟΙ ΕΦΤΑ

Μόλο που ακούγεται ο κούκος, το βατράχι, η κουκουβάγια, τ’ αηδόνι,

σύμφωνα μέσα στην ξέχωρη μονάξια τους,

ΟΓΔΟΟΣ

σύμφωνα για το που δε γνοιάζουνται να συμφωνήσουν.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κι η δύναμη της γης, ανοιχτοχέρα, αξεδιάλυτη,

τρέφοντας τα πανύψηλα, μεγαλοδύναμα πεύκα,

τρέφοντας τις βαριές καλαμποκιές που σφίγγουν τα βρέφη τους,

τρέφοντας και τους πεθαμένους με ύμνους και με λησμοσύνη.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Άκου πώς σιγαλεύει η πίκρα μες στη σιγαλιά του κόσμου.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, σιγαλιά από γυαλί κι από γαλάζιο αράγιστο.

Αχ, ομορφιά βουβή κι αθώρητη, ασπρογάλακτη,

απίκραντη κι αγέλαστη, η αγεροσάνταλη· έρχεται —


ΕΒΔΟΜΟΣ

Όχι σαν κάτι που ζητάς για παρηγόρια, με δικιά σου βούληση,

ΠΕΜΠΤΟΣ

Όχι σαν κάτι που το σταματάς, το κρατάς, το μοιράζεσαι,

ΕΒΔΟΜΟΣ

όχι σαν κάτι που το ορίζεις και ξεφεύγεις και ψευτογλιτώνεις,

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Όχι αρνησιά να πολεμήσεις απ’ το φόβο της ήττας

ΤΡΙΤΟΣ

ή απ’ το φόβο για της νίκης τη ματαιότη,

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Όχι η δικιά σου λευτεριά μες στη συχώρεση όλουνώνε.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, η ομορφιά, — κείνο το ασκλάβωτο, πες το κι ανύπαρχτο,

πιο κείθες απ’ την έγνοια να σωθείς για να σώσεις τον άλλο —

ξάγρυπνος ύπνος, ήμερος, ατέλειωτος,

τα δάχτυλά του δε μετράει, ονόματα δε δίνει.


ΠΡΩΤΟΣ

Ο ρυθμός δε μετριέται. Τ’ όνομα βγαίνει μόνο του —

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

κρυμμένο —πού;— κι έτοιμο —πότε;— όπως το αχ δίχως στόμα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, κείνο το απροσκύνητο και συχωρετικό, το πέρφανο και πολυπίκραντο·

καθάρια ισότη, ακέρια μοιρασιά — η αμοίραστη· κι ακέρια μένει·

αχ ήμερη σπουδαχτική, καλόγνωμη ησυχία.


ΟΓΔΟΟΣ

Πολύ κοιτάξαμε κατάματα τη νύχτα, και τα μάτια μας άσπρισαν·

η κόρη του ματιού μας έλιωσε μέσα σ’ όλο το μάτι,

γέμισε το βολβό, και πίσω απ’ το βολβό, να βλέπουμε στρόγγυλα τα πάντα

να βλέπουμε το μέσα κι όξω, και το μάτι μας που βλέπει,


ΕΒΔΟΜΟΣ

να βλέπουμε τα πάντα ολάκερα, να μη βλέπουμε τίποτα,

ΟΓΔΟΟΣ

να βλέπουμε ολάκερο το τίποτα,

ΠΕΜΠΤΟΣ

το άδειο, τυφλό, το διάφεγγο, το θεόρατο,

ΕΚΤΟΣ

το ξέχειλο τίποτα, το τρομερό, το ανέλπιδο,

ΟΓΔΟΟΣ

το θαμαστό, που μας αδειάζει, μας γεμίζει, μας τελειώνει.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Και τα κλειδιά που τα χιλιοσκαλίσαμε, παιδεύοντας τα δάχτυλά μας

χρόνια και χρόνια, — τα κλειδιά, ν’ ανοίγουμε, να κλείνουμε —

που τα δουλεύαμε σκυφτοί σε μυστικά σιδεράδικα

με τη φωτιά, με το σφυρί, με το καλέμι,

με το μεγάλο φυσερό που ξεφύσαγε σαν την ανάσα του κόσμου,

(σαν τα δουλεύαμε ξεχνάγαμε τί ’ταν ν’ ανοίξουμε, τί ’ταν να κλείσουμε —

μας άρεσε η δουλειά, — ξεχνιόμασταν·) καλά κλειδιά, σκήματα σκήματα,

χίλιω λογιών, ωραία και δυνατά κι ανώφελα, — τα κλειδιά

πέσαν μεμιάς μες στο άδειο.

Αφουγκραστήκαμε

ν’ ακούσουμε κάτου τον κρότο τους, να δούμε τον κρότο τους,

να λογαριάσουμε το βάθος· — δεν ακούστηκε τίποτα.


ΟΓΔΟΟΣ

Τα μάτια μας μείνανε διάπλατα, κάτασπρα,

σε μιαν βαθιάν αναμονή, δίχως αναμενόμενο, σαν που ’ναι

οι τυφλοί και τ’ αγάλματα. Τυφλούς μάς είπαν.

Είπαμε: ναι, τυφλοί. Κι ήταν αυτό το μυστικό μας

να βλέπουμε ανεμπόδιστα. Κανείς δε φυλάγεται

μπροστά στους τυφλούς. Είδαμε κι είδαμε. Ποιό τ’ όφελος; Αυτό

ήταν η πονηριά μας, η μεγαλοσύνη μας,

ήταν η μαντική μας τέχνη, μεγάλη κι ασυχώρετη,

ανώφελη και τούτη.

ΕΚΤΟΣ

Ό,τι είδαμε κι ό,τι μαντέψαμε

δεν μπόρεσε το στόμα να το πει ώς το τέλος. Πού φωνή και κουράγιο;


ΕΒΔΟΜΟΣ

Κι ουδέ που ξέραμε σε ποιόνα και σε τί χρειάζεται η αλήθεια.

Τί θ’ άλλαζε; Ποιόν θ’ άλλαζε;

ΕΚΤΟΣ

Η αλήθεια είναι ανήμπορη.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Η αλήθεια είναι ασήκωτη — πελέκι πέφτει, σπάει τα κόκαλα.

ΟΙ ΕΦΤΑ

Κανείς δεν την αντέχει· μήτε εμείς. Η αλήθεια είναι ανώφελη.

Η αλήθεια είναι ακατόρθωτη.

ΟΓΔΟΟΣ

Η αλήθεια είναι μόνη, κατάμονη. Οι αληθινοί είναι μόνοι, κατάμονοι.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κατάμονοι, ναι· τρομαγμένοι, μαζί και περήφανοι.

Φοβούνται μη μαρτυρηθούν, μη μαρτυρήσουν.

Φοβούνται τη μεγάλη ξενιτιά τ’ αθρώπου ναν τη φέρουνε στα λόγια.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Μαντέματα, λέει, αγγελοκρούσματα, καλέσματα, αγγέλματα·

ΠΡΩΤΟΣ

ίσκιος καπνού, φτερό πουλιού στ’ αγκάθια, λέει·

ΤΡΙΤΟΣ

σκούξιμο με τη μαύρη ουρά στο βάλτο κάτω, με το λιόγερμα·

ΠΡΩΤΟΣ

πράσινο φύλλο δαγκωμένο, και τα χνάρια του δοντιού μεινεσμένα στο φύλλο·

ΠΕΜΠΤΟΣ

σπασμένο ποτήρι, κρυμμένο πίσω απ’ τη σκάλα·

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

η πόρπη απ’ τη ζώνη της γυναίκας στα στάχυα·

ΕΒΔΟΜΟΣ

κβόου κβό, η κουκουβάγια, κβόου κβό, στη σπασμένη κολόνα·

ΕΚΤΟΣ

και τα πατήματα, άκου, του λαγού, της χελώνας, του απολησμένου.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Δίπλα μας, κάποιοι ανεβαίνουν κατεβαίνουν μια σκάλα στο σκοτάδι,

και πάντα, μ’ όλη τη διαφορά στο ρυθμό και στον ήχο,

ο ίδιος άνθρωπος, την ίδια σκάλα ανεβοκατεβαίνει

μέσα στο ίδιο σκοτάδι· — ανέγνωρος πάντοτες,

γνώριμος μόνο απ’ το που συνηθίσαμε το ανέγνωρο

κι ήρεμος πότε πότε απ’ τη δικιά μας αδιαφορία να γνωρίσουμε,

μια και γνωρίζουμε την επανάληψη και το ξανάρχισμα του ανέγνωρου.


ΟΓΔΟΟΣ

Όλες οι προφητείες, τ’ αγγέλματα και τα μαντέματα, όλα ψεύτικα,

αθέλητα κι αθώα ψεύτικα. Δεν έχει ο άθρωπος

μια πέτρα ν’ ακουμπήσει και να κλάψει. Κρύβεται

ακέριος κι ολοφάνερος πίσω απ’ τις σάλπιγγες· — φωνάζει, προστάζει,

δοξάζει, δοξάζεται. Δεν κρύβεται απ’ το χρόνο και το θάνατο. Η δόξα του

είναι η τρανότερη μονάξια του — αυτή τον σκεπάζει

απ’ την κορφή ώς τα νύχια· και τότες δεν πρέπει

(κανένας δεν του το σχωρνάει) να μολογήσει

την ίδια του μονάξια — τη μονάξια του κόσμου.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Καθένας βλέπει κείνο που μπορεί και που θέλει — για τ’ άλλα τί φταίει;


ΟΙ ΕΦΤΑ

Η αλήθεια είναι μόνη, κατάμονη.

Οι αληθινοί είναι μόνοι, κατάμονοι. Σωπαίνουνε.

Σωπαίνουμε — σιωπή του πάγου στο ψηλότερο όρος.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Δεν την αντέχεις μήτε τη σιωπή· χαράζεις δρόμο

ανάμεσα στη σιγαλιά και στη λαλιά· μασάς τα λόγια σου

σάμπως να κάνεις τρύπες μέσα στ’ άδειο και τηράς απ’ τις τρύπες.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Α, τί ’δαν τα τυφλά μας μάτια, τα μεγάλα, τ’ ασκέπαστα —

χαλάλι και το βούλιαγμα, χαλάλι και το πνίξιμο —

θάμα και θάμασμα — εκατό βολές χαλάλι.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Χαλάλι το καινούργιο ανέβασμα για το καινούριο βούλιαγμα.

ΕΚΤΟΣ

Χαλάλι το καινούργιο βούλιαγμα για το καινούριο ανέβασμα.


ΤΡΙΤΟΣ

Τούτη τη μοίρα με καμιά δεν την αλλάζω, — φτάνει που ’δαμε.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Τούτη τη μοίρα δε βολεί να την αλλάξεις, — φτάνει που μιλήσαμε,

ας είναι κι έτσι που μιλήσαμε — μισόλογα.

ΟΙ ΕΦΤΑ

Πολύ κι αυτό — πώς αλλιώς να μιλήσεις;

Κάθε βολά που ξανοιχτήκαμε, εμείς την πλερώσαμε.


ΟΓΔΟΟΣ

Χτυπήσαμε τ’ αγκαλιασμένα φίδια με τη ράβδο μας· — δεν το μπορέσαμε

να βλέπουμε την άγια πράξη του έρωτα καταμεσής του δρόμου

να σούρνεται με τα ερπετά μέσα στη σκόνη

και να γεννοβολά ερπετά. Νά η αμοιβή μας:


ΟΙ ΕΦΤΑ

Οι θεοί μάς χτύπησαν τα μάτια· η όρασή μας στράφη κατά μέσα,

στράφη στην ίδια μας τη ρίζα και το σπλάχνο μας — μποδάει τα χέρια μας —


ΕΚΤΟΣ

Κακή τιμώρια και καλό ξεπλέρωμα —


ΕΒΔΟΜΟΣ

Διπλή κι αφίλιωτη φάνηκε η πλάση —

το πάνου και το κάτου, το μέσα και τ’ όξω, το ’να πλάι και τ’ άλλο, —

ΟΙ ΕΦΤΑ

Διπλή, τετράδιπλη, απέραντη.


ΤΡΙΤΟΣ

Και τα μικρά, και τα μισά, και τα κομμένα,

ακέρια πάλι και σμιγμένα, σάμπως κολλημένα

με το κρουστό ρετσίνι της μεγάλης σιγαλιάς

ΕΒΔΟΜΟΣ

με τη βαθιά ελατομαστίχα του απέραντου.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κι εμείς φιλιωμένοι μες στο απέραντο, σμιγμένοι πάλι, απέραντοι,

φιλιωμένοι και με την έχτρα ακόμα, φιλιωμένοι με το θάνατο,

(πώς αλλιώς να γινόταν) φιλιωμένοι, μ’ όλα αναπαμένοι.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Είναι που ’δαμε το διπλό, το χιλιαπλό, το αμέτρητο.

ΠΡΩΤΟΣ

Είναι που ’δαμε κι απ’ την άλλη μεριά το φεγγάρι,

ΠΕΜΠΤΟΣ

κι απ’ την άλλη μεριά, το άσπρο, της νύχτας.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Είναι που ’δαμε το απέραντο γδυμένο απ’ τις λαβωματιές μας και τις έγνοιες μας.

ΟΓΔΟΟΣ

Είδαμε τη μεγαλοδύναμη γυναίκα να βγαίνει απ’ το λουτήρα

στάζοντας όλη στάλες φως μαργαριτάρι

και τα μακριά της τα μαλλιά να στάζουν στα μεριά της και στα στήθια,

να στάζουν στην κοιλιά της, ν’ αυλακίζουνε στα σκέλια της·


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Χιλιάδες μαλακά διαμάντια στο σγουρό τριφύλλι της σπιθίζανε·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

και μια σταγόνα μέγα αγώνα αγωνιζότανε, δεν έπεφτε, ζυγιάζονταν

άκρη άκρη στην τριανταφυλλένια ρώγα της και λάμπιζε.

ΠΡΩΤΟΣ

Μια πεταλούδα γαλανή και γαλανοπερπάτητη

στάθηκε κει και τρέμιζε και ποτιζότανε.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Α, η λιανοσάλευτη ψυχή του κόσμου η βαθιανάσαστη,

καρφιτσωμένη στην τριανταφυλλένια ρώγα της —


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Και τα ποδάρια της, με νύχια ροδοπέταλα,

στην άσπρη γούρνα πάταγαν, δεν πάταγαν·


ΟΓΔΟΟΣ

Βαριά από σάρκα στέκονταν, κι ανάλαφρη από άνεμο —


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

άσπρο άνεμο και δυνατό, που χίλια καραβόπανα χαστούκιζε·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

κι η οργή τής πήγαινε· κι αντίς να βάλει μπρος τα χέρια της,

τίναξε τα μαλλιά της πίσω, γύμνωσε και τα λαγόνια της —


ΟΙ ΕΦΤΑ

Η ολόγδυμνη κι η πέρφανη· — ποιά τύφλωση και ποιά τιμώρια

θα σβήσει την εικόνα της; Καλόδεχτο και το σκοτάδι

μια και φεγγοβολάει από τη γδύμνια της. Την είδαμε.


ΟΓΔΟΟΣ:

υτή ’ναι η βγνωμοσύνη μας, — τα πριν και τα ύστερα το νόημά τους βρήκανε,

ζυμωθήκαν και σμίξαν κι απολησμονηθήκανε.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Είναι η σπλαχνιά μας για όσους δεν την είδανε.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Τί παράπονο να ’χουμε λοιπόν; Εμείς τα πάντα τά ειδαμε

στην πιο καλή, στην πιο γυμνή, στη μυστική τους ώρα, κι έτσι τα κρατήσαμε

ωραία κι αστέρευτα, την ώρα που οι άλλοι οι δύστυχοι

γνώριζαν μόνο τη στιγμή, το μπούχτισμα και το κομμάτιασμα.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Αχ, οι φτωχοί μέσα στα πλούτια τους που τίποτες δεν τους εφτούραγε—

ΟΙ ΕΦΤΑ

Κι εμείς, με μάτια αχόρταγα, τους κλέβαμε το ανέσωστο,

μ’ όλο το σκήμα του καθάριο ώς άκρη άκρη, δίχως άκρη—

σπασμός που δεν πεθαίνει στο σπασμό, τραβάει του μάκρου, ποταμίζει.


ΤΡΙΤΟΣ

Αχ, όσο αξίζει η μια στιγμή της πλέριας πράξης

αχ, δεν αξίζει μήτε η θύμηση και τ’ όνειρο μήτε η αιωνιότη.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Τί ναν το κάνεις το βερέμικο τ’ ανέσωστο;

ΤΡΙΤΟΣ

Τί ναν την κάνεις την ανέσωστη, άπραχτη πεθύμια;

ΠΡΩΤΟΣ

Τί ναν το κάνεις τ’ αδειανό, τ’ άνεργο απέραντο;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Το στέρφο απέραντο τί ναν το κάνεις;


ΟΙ ΕΦΤΑ

Θά ’ρθει η μεγάλη η νύχτα και θα νιώσουμε φταίχτες.

Και τί θ’ αποκριθούμε στο δίκοπο ρώτημα της μαύρης σφίγγας:

τί φάγαμε και τί ήπιαμε και τί δαγκώσαμε,

τί σφίξαμε στα σκέλια μας, τί τρύπες ανοίξαμε, τί αποπατήσαμε;


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Το λίγο, το διαβατικό και το ευκολόσβηστο, σαν πιότερο είναι

απ’ τ’ όλο κι απ’ τ’ ανέφθαρτο· — κείνο ζυγιάζει,

κείνο βαραίνει σάμπως τ’ όργανο του αντρός στη φούχτα της γυναίκας —


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Κείνο φουσκώνει την κοιλιά κι απέ τα στήθια·

ΤΡΙΤΟΣ

Κείνο μεθάει τις σταφυλόρωγες, τις μύγες και τα καλαμπόκια·

ΠΡΩΤΟΣ

Κείνο μακραίνει το χλιμίντρισμα του αλόγου μες στο δάσος.


ΤΡΙΤΟΣ

Αχ, πώς και τί θ’ αποκριθούμε στη μεγάλη νύχτα;


ΠΕΜΠΤΟΣ

Θ’ αφουγκραστούμε των σκυλιώνε τ’ αλυχτήματα στον κάμπο κάτω

και τα πατήματα του τυφλού μουλαριού γύρω τριγύρω στο πηγάδι

και τα τριξίματα του ξύλου και του σίδερου στο μάγκανο.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Γύρο το γύρο —τυφλός κύκλος— κάνει κι αυτό τη δουλειά του

καρτερικά, ταπεινά, με τα δεμένα του μάτια στη βαθιά αστροφεγγιά,

βγάζει νερό, ποτίζει τα περβόλια, τα μποστάνια, — βοηθάει.

ΕΚΤΟΣ

Όλα βοηθάνε — τί να πούμε; Μπήκαμε μέσα μας. Μείναμε.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Γύρο το γύρο μέσα μας. Κάθε κλεισμένος γύρος μέγα μάτι

και βλέπει ό,τι δεν έχει, και τ’ άπιαστο πιάνει,

και τίποτες δεν του ’ναι βολετό να μεταλλάξει.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Εμείς κρατάμε ολάκερο το μυστικό του κόσμου αμοίραστο,

αυτό που πέφτει στον καθένα χώρια ολάκερο —

ολάκερο και μόνο κι ακομμάτιαστο κι απρόσφερτο.


ΟΓΔΟΟΣ

Μπροστά στης μερμηγκοφωλιάς την πόρτα κάθεται τ’ άνεργο αστέρι,

μετράει αμήχανα τα δάχτυλά του, δε μετράει·

θέλει να πει: «δεν είναι που φωτίζω, μα είναι που ’μαι φως». Δε λέει τίποτα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Σώπαινε· σώπαινε. Η αλήθεια είναι μόνη, είναι αμίλητη.

Η αλήθεια είναι αθώρητη, ανωφέλευτη. Σωπαίνετε.

Άσε να σε κουρσεύουν. Δε γίνεται αλλιώτικα. Κράτα

τούτη την ησυχία του αναπόφευγου, την ύστατη γνώρα,

την ύστατη γέψη γλυκιά, — γέψη του σάλιου σου του ίδιου

απάνου στα πικρά σου χείλη, απάνου στην πληγή σου,

γλείφοντας με τη γλώσσα σου πάλι και πάλι

την πρώτη, την κατάπρωτη πληγή του κόσμου απ’ όπου γεννηθήκαμε,

δίχως αναπαμό, πάλι και πάλι, δίχως θεράπεψη —


ΠΕΜΠΤΟΣ

Μια γέψη από καινούργιο αρχίνισμα — ασταμάτητη γέννα —

ΕΒΔΟΜΟΣ

άσκοπη γέννα· κι ο καρπός γλυκύς, μελωμένος

μόνο και μόνο γιατί πέφτει ριζώνοντας πάλε

μέσα σ’ ολάκερο τ’ άσκοπο, το άπατο,

τ’ άγριο, τ’ ανήλεο, το τρικέρατο, τ’ αυτόβουλο.


ΟΓΔΟΟΣ

Σκοπός βαθύς, μυστικός —και ν’ αφουγκράζεσαι τα ποτάμια να τρέχουν—

και χάρη σου: ν’ ακούς και να ρυθμίζεσαι και να ρυθμίζεις.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Μην είναι αυτό που λένε γέψη αθανασίας

μέσα στο στόμα του θανάτου; — γιατί ο θάνατος

ασταμάτητος είναι — μεγάλο ποτάμι και τρέχει —


ΟΙ ΕΦΤΑ

Α, γέψη αθανασίας — γιατί ο θάνατος αθάνατος είναι,

γιατί μόνος ο θάνατος αθάνατος είναι.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Ας ακουστεί τουλάιστο η αλήθεια κι ύστερ’ απ’ το θάνατό μας.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Τότες μονάχα μπορεί ν’ ακουστεί· — τους νεκρούς πια δεν τους φοβούνται·

ούτε οι νεκροί φοβούνται.

ΤΡΙΤΟΣ

Οι νεκροί

δεν είναι αντίπαλοι, — τους δέχονται, τους παραδέχονται.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κι ούτε έχει σημασία αν είναι αργά, γιατί δεν είναι

να χαρείς τη δικιά σου αναγνώριση, μα η αναγνώριση να μείνει

θάμπος, καημός και γνώρα της μεγάλης μοίρας,

παρηγοριά του καθενού, καθάρια δικαιοσύνη, ελευθερία,

παρηγοριά του κάθε μακρινού, μελλούμενου αδερφού μας.


ΠΡΩΤΟΣ

Γιατί να μείνει; Πώς να μείνει; Ποιό τ’ όφελος;


ΟΙ ΕΦΤΑ

Γιατί να μείνει; Τί να μείνει; Βοήθεια ποιά; Και σε ποιόνα;


ΕΒΔΟΜΟΣ

Αχ, όλα στου γκρεμνού τα χείλια πρέπει ναν τα παίξεις

ώσπου να βρεις τ’ ακέριο πρόσωπό σου, ώσπου να πράξεις

εκείνο που ’σαι συ κι άλλος κανένας, — πλούτισμα του κόσμου.


ΠΡΩΤΟΣ

Το λόγο «πλούτισμα» ξεστόμισες ξανά δίχως ναν τον πιστεύεις·

δίχως ναν τον πιστεύουμε κουνάμε πάλε το κεφάλι.


ΟΓΔΟΟΣ

Ας σβήσουμε πια τη φωτιά· δε χρειάζεται· — δε φωτάει, δε ζεσταίνει·

μηδέ κι οι γλώσσες της φλόγας μιλάνε — τίποτα· ασάλευτες·

κανένα μήνυμα δε δίνουνε· οι θεοί δε δέχουνται

θυσίες από τα χέρια μας, μηδέ την τσίκνα απ’ τα μεριά· μηδέ κανένα

πουλί καλοσήμαδες βγάζει κραυγές· τα πουλιά χορτασμένα

από αίμα και σάρκες αδελφών αλληλοσκοτωμένων.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Σώπα και μη σ’ ακούσουν πάλι· — τα δεινά του δικαίου δεν τελεύουν.

ΤΡΙΤΟΣ

Αχ, μόλις κάναμε ν’ ανοίξουμε το στόμα μας

να πούμε κατιτίς για το σκοινί που τρίζει στο δοκάρι,

ΕΒΔΟΜΟΣ

για το μαχαίρι που σκουριάζει ασκούπιστο μες στο αίμα,

ΤΡΙΤΟΣ

για το βαρύ φτεροκόπημα των πουλιώνε στο σύθαμπο,

ΠΕΜΠΤΟΣ

για τα φύλλα που μαύρισαν μεμιάς σα ναν τ’ άρπαξε της πυρκαϊάς το χνώτο —

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Και το σκυλί αλυχτούσε κιόλας

στη βορινή πύλη, ακουμπώντας τα δυο του ποδάρια

απάνου στην πεσμένη ασπίδα. Τα δυο τους ακόντια

στέκονταν το ’να στ’ άλλο αντικριστά, μπηγμένα στο χώμα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κανένας απ’ τους δυο δε νίκησε μηδέ νικήθηκε. Μονάχος νικημένος

ήτανε κείνος κει που πρόσταξε να χτυπήσουνε τα ταμπούρλα της νίκης

και βιάστηκε να βάλει τα καλά του.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Μόλις κάναμε

να δείξουμε με το δάχτυλο, όχι το φταίχτη ολόισα

μα τα εφτά κυπαρίσσια και το ίδιο μας το νύχι

που μάκρυνε μονομιάς κακοσήμαδα, οι αρχόντοι

σηκώσαν κατά πάνου στ’ άσπρο μας κεφάλι τη χρυσή τους ράβδο,

στείλανε πίσω μας τα σκυλιά τους, τα σίδερα, τη σιωπή, το πουγκί τους —


ΕΚΤΟΣ

Ατοί τους που ποτές με το χέρι τους δε σιάξανε τίποτες,

όλα θαρρούνε πως μπορεί ναν τ’ αγοράσουνε. Ποιός λόγος

μπορεί να μπει στ’ αυτί τους βουλωμένο με χρυσάφι και κόμπασμα;


ΟΙ ΕΦΤΑ

Μόνο η οργή του λαού, τα κλειστά πρόσωπα φωτισμένα απ’ τα μέσα,

μόνο η μεγάλη βουβαμάρα του λαού κάτου από τα παλατιανά μπαλκόνια,

το στυλό μάτι που ’ναι απόφαση και πράξη κιόλας,


ΠΕΜΠΤΟΣ

το πεσμένο τσουράπι του παιδιού και το λυμένο ζουνάρι του λεβέντη,

ΕΒΔΟΜΟΣ

και το νεκρό παλικάρι μες στα κόκκινα γαρίφαλα και στις σημαίες,

ΠΡΩΤΟΣ

να φέγγει η όψη του σαν το νεράκι στο ισκιωμένο πλατανόρεμα,

ΟΙ ΕΦΤΑκαι το βουητό από τα ξυνάρια, τα δικράνια, τα φτυάρια

που δε σκάβουν τη γης μα το μεσημεριάτο αγέρα

κόβοντας φέτες φέτες το λιόφωτο, — τούτο μονάχα

τρυπάει τ’ αυτί τους και το καύκαλό τους. Τί ναν τα κάνεις τα λόγια;


ΕΒΔΟΜΟΣ

Τα λόγια τα σοφά, στη σιωπή σπουδαγμένα, στρογγυλεμένα

απ’ το δάρσιμο του μέσα νερού, γυαλισμένα

απ’ τα πολλά παράταιρα κύματα, τα ταιριασμένα τέλος

στο αιώνιο κύλισμα, το όμοιο, — δε φελάνε τα λόγια.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Είναι ώρα πια να σωπάσουμε. Τα σύνεργα της μαντικής τα μαζέψαμε.

Και το μεγάλο ραβδί από σουρβιά, το χιλιοόμματο,

το κρύψαμε κι αυτό μες στη μακριά κασέλα μαζί με τις δάφνες,

μαζί με τα ρούχα για τις σκόλες και με τ’ άσπρο σκιάδιο για τις λιτανείες της ανομβρίας

μαζί μ’ ένα σακούλι λεβάντα. Τί πια να προμαντέψεις;


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Το μίσος; το άδικο; το φόνο; την κλεψιά; το φτόνο; την αιώνια εχθρότη;

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Έλληνες μ’ Έλληνες να σφάζουνται πιότερο απ’ όσο με τους βαρβάρους;

ΕΒΔΟΜΟΣ

Θηβαίοι με Αργείους; Σπαρτιάτες μ’ Αθηναίους; Μεγάλες στάλες αίμα

στις μαρμάρινες σκάλες, — με τα χρόνια μαυρίζουν, ξασπρίζουν,

ΕΚΤΟΣ

μοιάζουνε μ’ όμορφα μενεξελιά νερά του μάρμαρου, — σε ξεγελάνε.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Μέσα σ’ ομορφοπλούμιστα κανίσκια μ’ άσπρες ταινίες

κρύβουν νυφιάτικα φορέματα από κόκκινες φλόγες·

ΠΕΜΠΤΟΣ

και τα σφαγμένα παιδιά κάτου απ’ τ’ άσπρα τριαντάφυλλα·

ΤΡΙΤΟΣ

στα χιλιοσκάλιστα ποτήρια, φαρμάκι·

ΠΡΩΤΟΣ

στις χρυσές πόρπες, τα λιανά καρφιά, τ’ αθώρητα.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Μες στους λουτρώνες βράζουν το νερό με φύλλα λυγαριάς και δαφνόκουκα,

κι έχει έναν ήχο τριπλόφωνο το κόχλασμα·

ΤΡΙΤΟΣ

γιομίζει ατμούς η κάμαρα· μεγάλα πρόσωπα, πρησμένα,

άσπρα και κούφια ανηφορίζουν στο ταβάνι, στέκουν

μπροστά στα παραθύρια, σπάζουνε στα καπνισμένα δοκάρια.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Κι η μάντισσα με τα ξεφωνητά της, τί έκανε μαθές, τί πρόλαβε;

ΕΒΔΟΜΟΣ

Κομμένο το κεφάλι της απ’ το κορμί της,

κρεμάμενο στο δέντρο απ’ τα ίδια τα μαλλιά της,

ΠΡΩΤΟΣ

και τα μεταξωτά φουστάνια της, ένα μικρό μπογαλάκι, πεταμένο

πλάι στη μεγάλη ματωμένη ασπίδα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Α, οι μαντικές, βαθύλαλες φωνές της, — ποιό τ’ όφελος

γι’ αυτήνα και τους αλλουνούς; Έτσι να τρέχουν

ξεχτένιστες φωνές μέσα στη νύχτα, ν’ ανεβαίνουν

απ’ τα πηγάδια, απ’ τα πιθάρια κι απ’ τους καπνοδόχους.


ΠΡΩΤΟΣ

Και τ’ άλογα αφηνιάζανε στο κάτου ρέμα. Τί να μιλήσεις;


ΟΙ ΕΦΤΑ

Μη δε θυμούμαστε που κουβαλάγαν στους μακριούς αραμπάδες

τ’ αγάλματα των θεών τα ολόχρυσα; — τα κόψανε κι αυτά χοντρή μονέδα

βάλαν απάνου και του βασιλιά τη βούλα με την περικεφαλαία

για να πλερώσουν τους ξένους στρατιώτες να χτυπήσουν τους ντόπιους.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Τούτα δεν ήντουσαν κραξιές πουλιών, κρυφά μαντέματα·

τα ’δαν τα μάτια μας· πέσαν και στη δικιά μας ράχη· — δεν τα μπόδισε ο λόγος μας.


ΠΡΩΤΟΣ

Απάνου στη χρυσή καρέκλα, ανάμεσα καθρέφτη και κλειστό παράθυρο,

βρήκανε τα σαντάλια του φονιά κι ένα μπουκάλι λάδι.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Το σπαθί του κρεμότανε πίσω απ’ την πόρτα.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Άνοιγες, έκλεινες την πόρτα, το σπαθί κουδούνιζε από μόνο.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Και πια μήτε να μπεις μήτε να βγεις· — και το σπαθί τ’ ονοματίζανε τιμόνι.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Άντε, τώρα, να πεις, να ξηγήσεις, να δείξεις. Κανένας δε θέλει

να δει, ν’ ακούσει, — πολυπαθισμένοι, βουλώνουν τ’ αυτιά τους·

χώρια που σου σφαλάν το στόμα πριν τ’ ανοίξεις. Το σπαθί ναν το λένε τιμόνι.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Κι όποιος κρατήσει μια στιγμή τιμόνι, αποξεχνάει το πλήρωμά του.

Κάνει δικό του το κουπί και το χέρι, το πανί, το κατάρτι,

το φορτίο, το καράβι, το νερό, το ταξίδι —

ΤΡΙΤΟΣ

τρανό τιμόνι για μικρό —το ίδιο κάνει·— όλη η δόξα δικιά του·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

όλη η κυβέρνια δικιά του — η μια πάνου στην άλλη·

ΠΕΜΠΤΟΣ

κι οι αθρώποι σκυμμένοι κάτου από χίλιες κυβέρνιες,

ΕΒΔΟΜΟΣ

ως με την πρώτη του αθώρητου κείνου τρανού τιμονιέρη.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Κι ατός του αποξεχνάει ποιός σιάχνει το καράβι,

ΤΡΙΤΟΣ

ποιός φορτώνει το κρασί και το λάδι,

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

ποιός τραβάει το κουπί, ποιός ιδρώνει —


ΕΒΔΟΜΟΣ

Μα το μεγάλο κύμα δεν ξεχνάει κανέναν

μήτε τον ψηλομύτη τιμονιέρη μήτε το τρανό κατάρτι —


ΠΡΩΤΟΣ

Τσακισμένα σανίδια και κομμένα κουπιά, κι οι νεροκολοκύθες

να φέγγουν κίτρινες, την άλλη μέρα, στη μπουνάτσα,

ΠΕΜΠΤΟΣ

δίπλα σ’ ένα κασόνι σφραγισμένο, μ’ ένα μαύρο νούμερο πάνου,

σκέτο νούμερο, αξήγητο — όχι όνομα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κι ύστερις, νά, ο καινούργιος τιμονιέρης

κι η καινούργια σημαία στο καινούργιο κατάρτι.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Και πάλε οι κουπολάτες ιδρωμένοι, απαυδημένοι, κάτου,

ΠΕΜΠΤΟΣ

να σκύβουν μια και να τεντώνουνται, να ξανασκύβουν,

ΕΒΔΟΜΟΣ

σάμπως να προσκυνάν τον τιμονιέρη, σα να λένε ναι στη μοίρα.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Και λάμπουν πολυδύναμα τα μούσκλα τους κάτου απ’ τη λιοκαμένη πέτσα τους,

ΠΡΩΤΟΣ

Και λάμπουν οι σταγόνες του ίδρωτα στις τρίχες του κόρφου τους,

κι είναι καημός και θάμα ο κόσμος — ένας κόμπος σκληρός στο λαιμό σου —


ΟΙ ΕΦΤΑ

Γουλιά στυφή, γουλιά ξινή, πάει κι έλα η αναγούλα στο λαρύγγι σου,

πάει κι έλα ο κόμπος αναφιλητό, πάει κι έλα,

κόμπος βαθύς το θάμασμα μπροστά στο χρυσοπόρφυρο λιόγερμα,

μπροστά στη δύναμη, το κάλλος, την υπομονή τ’ αθρώπου,


ΕΒΔΟΜΟΣ

Εχ, πονηρά γερόντια, μη κι αλλάζουμε τάχατες

το ξινό σε γλυκό; — ξεγέλασμα των αλλουνών, δικιά μας παρηγόρια —


ΤΡΙΤΟΣ

Αχ, τέχνη λέω το τέχνασμα: να δίνεις την ολπίδα που δεν έχεις — κούφια λόγια·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

κούφια και μασημένα λόγια — να χτυπιέται το ’να στ’ άλλο —

ΠΕΜΠΤΟΣ

άσπρο και μαύρο να χτυπιέται· — λόγια καθάρια

σαν κάτου απ’ το ήσυχο νερό, τα στρογγυλά, πολύχρωμα χαλίκια —


ΕΚΤΟΣ

Κι όλα τα χρώματα να σμίγουν στο ήσυχο γαλάζιο,

ΕΒΔΟΜΟΣ

να σμίγουν στο βαρύ, τ’ αργό, το απέθαντο μαύρο,

ΟΓΔΟΟΣ

και το μαύρο να λιώνει μες στο ολόγδυμνο άσπρο, και να φαίνεται

στο βάθος βάθος ο μέγας αχινιός μενεξεδένιος,

ο κοκαλιάρης ό άγιος αχινιός, ο ασάλευτος, ο πολυσάλευτος,

ΕΚΤΟΣ

άσαρκος, με τα κόκαλά του μόνο αρματωμένος,

ΠΕΜΠΤΟΣ

μ’ εφτά λουρίδες σάρκα κόκκινη κλειστή κι αυτή μες στο καυκί του,

ΠΡΩΤΟΣ

μ’ εφτά ουράνια τόξα κόκκινα αυγουλάκια στη μέσα του αρμύρα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Μόνος ο άγιος αχινιός, μυριόχερος,

μυριόγνεφος, μυριάγκαθος, σαν την καρδιά του κόσμου.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Τί να μιλήσεις το λοιπό; Τί να ευκηθείς; — ανάθεμα, ευλογία;

ΠΕΜΠΤΟΣ

Καράβι δίχως τιμονιέρη, δίχως τιμόνι;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Πώς θα κουνήσει το καράβι; πού θα πάει;


ΠΕΜΠΤΟΣ

Για τον καθένα ένα καράβι; — πού και πότε;

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Θα πήξει η θάλασσα· — το ’να κουπί χτυπώντας τ’ άλλο — αντάρα.

ΟΙ ΕΦΤΑ

Είδαμε τη σφαγή στα γόνατα της δόξας. Δε μάθαμε ποιανού το φταίξιμο.

ΠΡΩΤΟΣ

Να πεις η αχορταγιά, να πεις το χρυσάφι;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Να πεις το νύχι του αητού κι η μέσα ανημπόρια;

ΕΒΔΟΜΟΣ

Ποιός σπέρνει

ετούτη την κακιά πεθύμια; — δεν είδαμε.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Τις προάλλες

στείλανε τους καλύτερους γερόντους στ’ αντίθετο στρατόπεδο·

πήγανε δώρα πολλά, φέρανε πιότερα· βολευτήκαν κι εκείνοι·

τα κανονίσανε συναμετάξυ τους· — κανείς δεν έμαθε πιο πέρα.


ΤΡΙΤΟΣ

Οι νεκροί ξώμειναν στον κάμπο· — είχε φεγγάρι·

αστράφταν οι σπασμένοι τροχοί κι οι πεσμένες ασπίδες.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Την άλλη μέρα κουβαλάγανε τους σκοτωμένους πάνου στα θυρόφυλλα.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Δεν ξέραμε ποιός είχε νικήσει. Άλλοι σκούζανε· άλλοι δερνόνταν· άλλοι ζητωκραυγάζανε.

ΠΡΩΤΟΣ

Περνάγαν τ’ άλογα, σήκωναν σκόνη — δεν έβλεπες τίποτα.

ΤΡΙΤΟΣ

Σ’ ένα μικρό σταμάτημα, γυάλιζε χάμου ένα παγούρι. Νύχτωνε.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Όσοι δεν είχανε δικούς τους νεκρούς, δεν ξέραν τί να κάνουνε —

να κλαίνε; να χειροκροτάνε; —ποιόν;— Ακούστηκε για λίγο κάποιος κόκορας.

Είπανε: πιάσαν τον προδότη, —ποιόν;— τον κρεμάσαν κι εκείνονα.

Είπανε: θ’ άλλαζε ο καιρός· θα κατακάθιζε η σκόνη κι η κάψα.

Μπορεί να φύσαγε μια στάλα απ’ το πευκόφυτο — δε φύσηξε.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Οι ζωντανοί οργιζόνταν με τους ποθαμένους· βλαστημάγαν, ιδρώναν·

ΕΚΤΟΣ

αφήνανε τις τάβλες καταγής, βγάζαν τις πουκαμίσες τους, κατουράγαν·

ΠΡΩΤΟΣ

άχνιζε πάνου το φεγγάρι σα λεκάνη ζεστό γάλα·

ΤΡΙΤΟΣ

πέρασε κι ο τυμπανιστής μ’ ένα μεγάλο κιβώτιο, τοίχο τοίχο·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

βρέθηκε κάποιος σκοτωμένος σε στύση·

ΠΕΜΠΤΟΣ

έγινε σούσουρο· —θυμούσαστε;— μεγαλοδύναμο, ξανθό παλικάρι·

ΠΡΩΤΟΣ

τρέξανε τα κορίτσια να τον κλάψουν· — δεν μπορέσαν·

ΕΒΔΟΜΟΣ

σήκωσε το σπαθί του ένας άντρας, κυνήγησε τον κόσμο·

άφησε χάμου την ασπίδα του, τον σήκωσε στα χέρια,

τράβηξε στο ποτάμι, χάθηκε πίσω απ’ τον καλαμιώνα.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Σαν ξέμπλεξαν με τις ταφές, γυρίσαν σπίτια τους.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Κρεμάσαν τ’ άρματα στον τοίχο, κι ένα μικρό φυλαχτάρι

κρεμάμενο σε μια χοντρή κλωνιά λερωμένη·

ΕΒΔΟΜΟΣ

βάλανε δυο κουκιά λιβάνι κι ένα κάρβουνο στο κεραμίδι.

ΤΡΙΤΟΣ

Και τα πιάτα στην πιατοθήκη ήταν σαν άσπρα πρόσωπα

πατικωμένα στον τοίχο αράδα αράδα·

και σάλιαζε τ’ αλάτι στο κιουπάκι της κουζίνας μ’ όλο που ’χε κάψα.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Κλείσαν τα παραθύρια, κλειδώσαν την πόρτα, βάλαν κι ένα λιθάρι από πίσω.


ΠΡΩΤΟΣ

Κι έμεινε το φεγγάρι καταμόναχο, σπιθοβολώντας στα γυαλιά των τειχιώνε,

αχνίζοντας ολάκερο τον κάμπο. Κι ολονυχτίς ακουγόνταν τα τριζόνια

ξεφρενιασμένα, πιο καυτά, πιο δυνατά κι απ’ το λιοπύρι της μέρας.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Έμεινε μόνο το φεγγάρι, η σιγαλιά, κ’ εμείς να σπουδάζουμε

τις χίλιες σπίθες που ’παιζαν στις στέγες, την πεθύμια, τη δόξα,

το γκρέμισμα, το θάνατο και τ’ άρματα που ξώμειναν στον κάμπο

πιο πεθαμένα απ’ τους νεκρούς, φέγγοντας ήσυχα στο φεγγαρόφωτο.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Αχ, πες ποιός σπέρνει την πεθύμια για κέρδητα, για δόξα;

Ποιός πόνος πες και ποιός φόβος; Ποιό δείλιασμα

σηκώνει τη σπάθα; Ποιό απόκρυφο τρέκλισμα

κρατάει τη ραχοκοκαλιά τ’ αθρώπου ντούρα;


ΕΒΔΟΜΟΣ

Κι η ανήξερη γυναίκα, με το γιο της που πλάγιαζε, — ποιό το φταίξιμό της;

ΤΡΙΤΟΣ

Κι ο γιος της, ο άμοιρος, πήρε των ομματιών του, με βγαλμένα μάτια, κι έφυγε

ΠΡΩΤΟΣ

με το μεγάλο, αόμματο χέρι του μες στη μικρή φούχτα της κόρης.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, τ’ άφταιγο του αδικημένου και του αδικητή, — τ’ άφταιγο πες του κόσμου·

κι ο μέγας φταίχτης πάντοτες κρυμμένος. Τα μεσάνυχτα ακούσαμε

μια πέτρα που ’πεσε από πάνου, ψηλά· κύλησε ώρα στις πέτρες

κι έσβησε πέρα, απόμακρα. Δε μάθαμε από πού

έπεσε η πέτρα, πού κύλησε. Τον ήχο

καλά τον θυμούμαστε· τον κράτησε τ’ αυτί μας απείραχτον —

ήχος βαθύς και στεγνός, στο μαλακό κι ογρό αστροφέγγισμα.


ΟΓΔΟΟΣ

Όμορφος ήχος, μυστικός, φιλικός, σμίγοντας ήσυχα

δυο άγνωστα σημεία — την αρχή και το τέλος. Το ανάμεσα

είναι ο δικός μας χώρος, ανάλλαγος, χιλιόμορφος. Τούτον τον ήχο

εμείς τον είπαμε: ωραίο· εμείς του δώσαμε όνομα —


ΕΚΤΟΣ

Μπορούμε κιόλας να τον παραστήσουμε μες στη σιωπή μας.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Μπορούμε κιόλας να τον πράξουμε στο λόγο,

ίσως αλλάζοντάς τονε, μια και τον αρχινάμε εκεί που τέλεψε.

ΟΙ ΕΦΤΑ

Εμείς του δίνουμε μάκρος — τη δικιά μας συνέχεια,

τον τρόπο που εμείς τον ακούσαμε και που τον παραστήσαμε — δικό μας έργο

κατάγναντα σ’ αυτή τη σκοτεινή, κατάστιλπνη ματαιότη.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Όμως κι ο ήχος τελεύει —


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Και τ’ όνομα που του δώκαμε τελεύει —


ΕΚΤΟΣ

Και το που τον είπαμε: ωραίο, δεν ξεγελάει κανέναν,

μήδε και μας τους ίδιους. Τελεύουμε και μεις.


ΠΡΩΤΟΣ

Η κουκουβάγια μύρεται πάνου απ’ τ’ αμπέλια.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Είναι το μήνυμα· — δεν το προσέχουμε· κάνουμε σα να μην τ’ ακούσαμε.

ΤΡΙΤΟΣ

Ο δραγάτης, που φυλάει τ’ αμπέλι, σωπαίνει.

ΠΡΩΤΟΣ

Το σκυλί, που φυλάει το δραγάτη, αλυχτάει το φεγγάρι.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Κάλλιο ν’ ακούς το σκυλί και τ’ ακρινά φύλλα.


ΠΡΩΤΟΣ

Ύστερα βλέπεις κρυφά απ’ το παράθυρο που περνάει ο δραγάτης.

ΤΡΙΤΟΣ

Το πρόσωπό του και τα ρούχα του βρεγμένα απ’ τ’ αστέρια· το βήμα του

μαλακό πάνου στο χορτάρι·

ΠΡΩΤΟΣ

τ’ ακούει ο λαγός

και χάνεται στο δάσος·

ΤΡΙΤΟΣ

ο τοξότης

ακούει το σιωπηλό λαγό·

ΕΒΔΟΜΟΣ

κι ο θάνατος

ακούει το δραγάτη, το σκυλί, την κουκουβάγια, το λαγό, τον τοξότη.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κι εμείς ν’ ακούμε το θάνατο, παραμονεύοντας ήρεμα

το παραμόνεμά του και το παραμόνεμά μας· έτσι να βλέπουμε

τ’ άμετρα κείνα μάτια πίσω απ’ τα καλάμια και τ’ αραποσίτια,

ήσυχοι εμείς, απαλλαγμένοι. Και κείνα τα μάτια

σμίγοντας τις ξεχωριστές τους λάμψες σε τεράστια φωταψία —


ΕΒΔΟΜΟΣ

Α, η αψηλή φωταψία του απέραντου —

ΕΚΤΟΣ

φωταψία σταθερή κι αποκρεμάμενη στον αέρα

ΤΡΙΤΟΣ

σμίγοντας με τ’ αστέρια, τα ποτάμια, τα φύλλα,

ΠΕΜΠΤΟΣ

σμίγοντας με την κόψη του αλετριού και του τραπεζομάχαιρου,

ΕΒΔΟΜΟΣ

με το γυαλί του ρολογιού και τους καθρέφτες μες στις κάμαρες —


ΠΡΩΤΟΣ

Και το τόξο σπασμένο, πατημένο στο χώμα·

ΕΒΔΟΜΟΣ

Και το σημάδι της πανάρχαιης πληγής μια λακκουβίτσα

με λίγο παστρικό νεράκι που σπιθοβολάει·

ΠΕΜΠΤΟΣ

Και το τομάρι του λαγού στην κούνια του νιογέννητου στρωμένο.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Και με το λάλημα του πετεινού, την άλλη μέρα, στο φράχτη,

ξεχνάμε πάλε —πώς ξεχνιόμαστε και πώς ξεχνάμε—


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Χωρίζει πάλε το ’να χέρι απ’ τ’ άλλο.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Χωρίζει το ’να μάτι απ’ τ’ άλλο.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Η μια πέτρα απ’ την άλλη στον τοίχο.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Η μια σταγόνα απ’ την άλλη στο ποτάμι — χωρίζει.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Στιγμές στιγμές, στη δύναμή μας μπιστευτήκαμε, — ποιά δύναμη;

Θαρρέψαμε πως ήμασταν αλάβωτοι, — δεν ήμασταν.

Ξεχάσαμε αυτή τη φωταψία· — συχνά την ξεχνάγαμε.

Πικραθήκαμε απ’ τ’ άδικο, πληγωθήκαμε πάλε, οργιστήκαμε

για την κλεψιά, για το σφετέρισμα. Καλοί συνεργάτες δε γίναμε·

δεν ξέραμε να σκύψουμε το κούτελο, να βοηθήξουμε

στ’ άρπαγμα, στο ξεγέλασμα, στο κρύψιμο· δεν μπορούσαμε

να μην είμαστε λεύτεροι.

Η αλήθεια είναι μόνη —

μόνη, κατάμονη, μανταλωμένη, λεύτερη.


ΟΓΔΟΟΣ

Ο αληθινός είναι μόνος κι ανήμπορος, χιλιομανταλωμένος

απ’ τα σινάφια των σφετεριστώνε. Δε γλιτώνει κανένας.

Μονάχη λευτεριά μας η μονάξια μας λέω.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Μας την κλέβουν κι αυτή, μας ξεγυμνώνουνε κι απ’ τη σιωπή μας.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Πώς να το κρύψουμε τούτο το φως; Πώς να κρυφτούμε;

ΕΒΔΟΜΟΣ

Τούτο το φως που μας φωτάει, μας ξεχωρίζει, που φωτάει, (αλήθεια, τί φωτάει;)


ΟΙ ΕΦΤΑ

Έρχουνται με τη μάγγαινα, με το χαμόγελο, με το χρυσάφι,

με την κρυφή φοβέρα, με γυμνά σπαθιά, με τα μπλεγμένα νήματα. Προστάζουν:

ΠΕΜΠΤΟΣ

— «Λέγε, τί δίνεις;»

— «Τίποτα δεν έχω».

ΕΒΔΟΜΟΣ

— «Λέγε, τί βλέπεις;»

— «Τίποτα δε βλέπω».


ΟΙ ΕΦΤΑ

Δε συχωρνάν το τίποτα· το ’χουν για κρυφοστόχαστο· το σκιάζουνται

σαν τη σιωπή, σαν το πολύ, σαν το όλα.

— «Λέγε», λένε.

— «Ξέχασα, αλήθεια λέω· δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω τίποτα·

ξέχασα, ξέχασα, ξεχάστηκα».

— «Τί ξέχασες;»

— «Δεν ξέρω τί ξέχασα. Δεν ξέρω».

Κι αλήθεια

ΕΒΔΟΜΟΣ

ξεχάσαμε την αλήθεια, χαμηλώσαμε, πικραθήκαμε·

ΠΕΜΠΤΟΣ

ελπίσαμε πάλε, καρτερέσαμε, γελαστήκαμε·

ΤΡΙΤΟΣ

ξεχάσαμε το τίποτα, μπλεχτήκαμε, φοβηθήκαμε·

ΠΕΜΠΤΟΣ

οργιστήκαμε πάλε, σκλαβωθήκαμε μες στην οργή μας —


ΟΙ ΕΦΤΑ

Τον έρωτα τουλάιστο να ξανάβρουμε, είπαμε·

το θάνατο τουλάιστο να ξανάβρουμε• να τον πιστέψουμε,

όσο μακριά κι όσο αργά να τον προσμένουμε.


ΤΡΙΤΟΣ

Τηράξαμε πάλε στο γύρισμα του δρόμου.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Με το γύρισμα του χρόνου τηράξαμε

τα όμορφα παλικάρια. Περάσανε

τον Τρυγητή το μήνα με κανίσκια και λαγήνια.


ΠΡΩΤΟΣ

Ήρθανε, βάψανε με μούστο τ’ αγάλματα·

ΤΡΙΤΟΣ

κόκκινα αγάλματα· —τ’ αγαπήσαμε·— κόκκινα παλικάρια.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Ζηλέψαμε τα μαύρα, μελωμένα σύκα στα κανίσκια τους.

ΠΡΩΤΟΣ

Ζηλέψαμε τα κρουστά βαλανίδια — κόκκινα και κείνα·


ΤΡΙΤΟΣ

Δε μας είδανε. Φύγανε — κόκκινοι στο λιοπύρι.

ΠΡΩΤΟΣ

Πήγανε στο ποτάμι να πλυθούν. Ρίξαν τα ρούχα τους στ’ άσπρα χαλίκια.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Πίσω απ’ τις λυγαριές ήταν κρυμμένα τα κορίτσια· — τους πήρανε τα ρούχα.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Βγήκαν εκείνοι απ’ το νερό· ψάχναν γδυμνοί· δε βρήκαν τίποτες.


ΠΡΩΤΟΣ

Τότες ακούστηκαν πίσω απ’ τις λυγαριές των κοριτσιών τα γέλια.

ΤΡΙΤΟΣ

Τ’ αγόρια πέσαν πάλε στο ποτάμι. Τα κορίτσια απόμειναν

μόνα τους, με τη μυρουδιά της λυγαριάς, με τις πέτρες.


ΠΡΩΤΟΣ

Μόνα τους με την πικραμένη μυρουδιά απ’ των αγοριών τα ρούχα.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Σκυφτές εκεί, τ’ άπιαστο σώμα τους να σιάχνουν

πάνω στο σκήμα που ’χε μείνει στ’ άδεια παντελόνια τους, στ’ άδεια πουκάμισά τους.


ΠΡΩΤΟΣ

Τ’ αγόρια δε φανήκαν ώς το βράδυ· — μπορεί και να βγήκανε

ΤΡΙΤΟΣ

στο πιο κάτου χωριό· μπορεί και να πνιγήκανε. Οι μανάδες τους

ΠΕΜΠΤΟΣ

μπήξανε το κερί στη μέση του ψωμιού, το ανάψαν,

ΕΒΔΟΜΟΣ

κι αφήκαν τα ψωμιά στο ρέμα ν’ αρμενίζουνε μαζί με το φεγγάρι

ΠΡΩΤΟΣ

να τρεμοφέγγουν τα κεράκια στο νερό, να τραμπαλίζουνται

ΠΕΜΠΤΟΣ

δίπλα στα μαύρα κουκουνάρια που κατηφορίζαν κι αυτά με το ρέμα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Εμείς μείναμε μόνοι, όλη μέρα, κάτου στον κάμπο·

γλείψαμε με τη γλώσσα μας το μούστο απ’ τ’ αγάλματα,

απ’ τα μαλλιά τους, απ’ τα γόνατά τους, απ’ τα χείλια τους· —

γδάραμε τη γλώσσα μας — μάτωσε· πονέσαμε.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Τ’ αγάλματα ξανάγιναν άσπρα· τα σαγόνια μας κόκκινα.

ΠΡΩΤΟΣ

Ήταν ζεστά τ’ αγάλματα απ’ τον ήλιο· ζεστός ο μούστος· — μεθύσαμε.

ΟΙ ΕΦΤΑ

Ύστερα μπήκαμε στο ναό — δεν προσευχηθήκαμε.


ΠΡΩΤΟΣ

Ήταν δροσιά και σκιά μες στο ναό. Γύρα γύρα

ήταν η ζέστα απ’ τις φωνές των τζιτζικιών, απ’ το τρανό μεσημέρι,

απ’ τ’ ακίνητα φύλλα που στεγνώναν.


ΤΡΙΤΟΣ

Καρτεράγαμε

ώς να βραδιάσει· να γυρίσουν στο στάβλο οι αγελάδες,

μη δουν τα κόκκινα σαγόνια μας.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Το απόγιομα

μπαίναν μια μια στο ναό οι μακροπλέξουδες γυναίκες,

πανώριες — κι η χρυσή πεντάλφα ανάμεσα στα στήθια τους·

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

βλέπαν εμάς τους τυφλούς· ησυχάζαν· στεκόντανε·

ΕΚΤΟΣ

άγγιζαν τους μαρμάρινους θεούς στα κρυφά μέλη τους·

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

ύστερα βγαίνανε σαν αγιασμένες κι ένοχες· στο πλατύ μέτωπό τους

είχαν μια φωτεινή, μενεξεδένια σκιά —


ΠΡΩΤΟΣ

Μπορεί και να ’ταν

ο ίσκιος απ’ το λαιμό κείνου του ουράνιου κύκνου

ΠΕΜΠΤΟΣ

ή απ’ τ’ ακροφτέρουγο του αητού που ανάρπασε τ’ όμορφο παλικάρι.

ΕΚΤΟΣ

Βαδίζανε

ανάμεσα στα πλήθη αμίλητες, με τη μοναχική περφάνια τους·

ΠΡΩΤΟΣ

το πρόσωπό τους έφεγγε πάνω απ’ την αγορά σαν ανασαίνοντας

τους μυστικούς τριανταφυλλώνες της εσπέρας.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Τότες γυρίσαμε και μεις — μούστος δεν ήταν πια στα χείλια μας —

με το μικρό, δροσερό χέρι του αποσπερίτη πάνου στα στήθια μας,

με χνούδια απ’ τ’ αγκάθια μες στα γένια μας, — σεβάσμιοι πάλι.


ΕΚΤΟΣ

Μας καλησπέρισαν οι αγρότες· τους καλησπερίσαμε·

ΟΓΔΟΟΣ

πάλι τυφλοί, κοιτάξαμε πάνου απ’ το μέτωπό μας τα πετούμενα,

ΤΡΙΤΟΣ

σπουργίτια, σουσουράδες, χελιδόνια, ψαλιδίζοντας

τον άμετρο ουρανό, βαθύ και διάφεγγο, χρυσορόδινο,

ΕΚΤΟΣ

όλο και πιο βαθύ, γαλαζοπράσινο, ασημόχαλκο.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Γύριζαν οι γυναίκες απ’ τη βρύση με στάμνες στον ώμο τους.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Η μια είχε στα μαλλιά της ένα κίτρινο γαρίφαλο.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Η άλλη στον κόρφο της ένα κλωνάρι ροδοδάφνη.

ΠΡΩΤΟΣ

Τ’ άλογο που πέρασε στο δάσος ήταν άσπρο.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Πίσω απ’ τα μάτια μας ήταν ατέλειωτο φέγγος.


ΤΡΙΤΟΣ

Μη τάχατε του καθενού η πεθύμια είναι κι η μοίρα του;

ΠΕΜΠΤΟΣ

Αυτή που σφραγίζει κρυφά το κούτελό μας απ’ την κούνια μας,

πριν βγάλουμε το πρώτο δόντι, πριν ακόμη κι απ’ τη γέννα μας;


ΕΚΤΟΣ

Αχ, η πεθύμια που προστάζει, που ορίζει την κίνηση

του ποδιού, του χεριού, — αυτή που ορίζει τις πράξες, τα ονείρατα·

ΕΒΔΟΜΟΣ

και πάνω στ’ αλώνι που παλεύουμε κορμί με κορμί, μαζί της παλεύουμε,

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

και μια ναν τη νικάμε, μια να μας νικάει· και πάντοτες

ναν της αντιστεκούμαστε — πάντοτες νικημένοι, πάντοτες πέρφανοι·

ΕΚΤΟΣ

και στην υποταγή μας και στην άρνησή μας, πάντοτες άφταιγοι.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Όμως το πέσιμο, το από τα πριν σημαδεμένο, αυτό δεν το δεχτήκαμε.

Κι ουδέ που μάθαμε τί να ’ναι κείνο που τ’ αθρώπου το πρόσωπο τελειώνει.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Η υποταγή του τάχα στην πεθύμια του;

ΤΡΙΤΟΣ

Η αντίστασή του τάχα στην πεθύμια του;


ΟΙ ΕΦΤΑ

Και στο δυονώ την άκρη, πέρα, απόμερα,

θαρρώ που κάθεται η μετάνοια αδάκρυτη,

μπορεί και δακρυσμένη, —δεν την καλοβλέπεις,— σκεπασμένη

με το μακρύ, σκοτεινό πέπλο, που της κρύβει σώμα και πρόσωπο —

ασάλευτο άγαλμα, από μαύρη πέτρα, στο τέλος κάθε δρόμου.


ΟΓΔΟΟΣ

Άγαλμα της πικρής περφάνιας, με τα ένθετα γυάλινα μάτια

σπιθίζοντας κρυφά και δίβουλα πάνου απ’ τ’ αποκαΐδια.

Κι αυτά ’ναι που τα λένε, και τα λέμε, ανθρώπινα άστρα,

πάνου απ’ τα τόσα μας πεσίματα, πάνου απ’ τις λίγες προκοπές μας.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κι ούτε που φαίνουνται πάντοτες, — κουράζουνται κι αυτά, σφαλάνε.


ΠΡΩΤΟΣ

Βλεφάρισμα νερού πίσω απ’ τα φύλλα, ξεγέλασμα.

ΤΡΙΤΟΣ

Κωλοφωτιές στα χωράφια, σπιθίσματα απ’ των βοσκών τα τσακμάκια.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Κι η νύχτα έχει βάτα πολλά, κι αφάνες και φτέρη και δεντρολίβανο.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Διανέματα πολλά και σπίθες — έτσι κι αλλιώς είναι όλα.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Ο νερουλάς κοιμάται με το σβέρκο δροσισμένο πάνου στο σταμνί του.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Μες στο σεντούκι ανασαλεύουν τα παλιά μας ρούχα απ’ άλλα χρόνια.

ΠΡΩΤΟΣ

Στις αυλές έξω είναι χυμένοι μαύροι σπόροι από καρπούζια.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Δεν ξέρω τί ’ναι τούτο· λίγωμα είναι· μια σουβλιά στο στομάχι.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Είναι η χαρά να οσμίζεσαι, ν’ ακούς, να νιώθεις — αναγάλλια.


ΠΡΩΤΟΣ

Αχ, ναι, και μ’ όλα τούτα, ναι, αναγάλλια. Η μυρουδιά της ντομάτας

είναι στυφή και χνουδάτη. Τ’ αγγουριού η ροδέλα

σαν της βάζεις αλάτι ιδροκοπάει μικρές σταγονίτσες.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ένα μεγάλο φύλλο μουσμουλιάς πέφτει βαρύ βροντολογώντας

πάνου στον κόρφο της γυναίκας που κοιμάται στην ταράτσα

εκεί που λιάζουν τη μαύρη σταφίδα, — η γυναίκα δεν ξυπνάει.


ΤΡΙΤΟΣ

Στα πατητήρια σωπαίνουν οι φωνές· — εκεί ό,τι γίνεται είναι κόκκινο,

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

το σίδερο, τα πόδια, το τραγούδι, οι πέτρες, ο ληνός, το κροντήρι,

ΠΕΜΠΤΟΣ

και το σκοινί που ανεβοκατεβαίνει στο πηγάδι.


ΕΚΤΟΣ

Τα παιδιά που γεννιούνται από τότε σ’ εννιά μήνες, είναι κόκκινα.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Έχουν δυο βούλες μούστο στα μάγουλα, και μια στον αφαλό τους.


ΠΡΩΤΟΣ

Πάνου στις στέγες φτερουγάν τα μυστικά ζούδια της νύχτας μαζί με τ’ αστέρια,

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

σκνίπες, κουνούπια, μικρές και μεγάλες πεταλούδες·

ΠΡΩΤΟΣ

πέφτει στον τοίχο ο ίσκιος τους, διάφεγγο δίχτυ

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

ανεμισμένο ψηλά, ρίχνοντας διαβατάρικα τετράγωνα ασημένια στα λαγήνια.


ΤΡΙΤΟΣ

Τα δαυλιά που ανάψαν από λόφο σε λόφο, σβηστήκανε.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Τ’ άλλα δαυλιά περάσανε στο δάσος· χαθήκανε.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Τα τύμπανα ακουστήκαν πίσω απ’ τα βουνά· ζυγώσανε.

ΕΚΤΟΣ

Περάσανε μπροστά στις πόρτες· τραντάξαν τον τόπο.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Τραβήξαν απ’ την άλλη μεριά· ξεμακρύναν· βουβάθηκαν.


ΤΡΙΤΟΣ

Πίσω απ’ τα παραθύρια στεκόνταν οι γυναίκες.

ΠΡΩΤΟΣ

Ο λύχνος ήταν ένα σπαθί αναμμένο.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Τα παιδιά τρόμαζαν. Η σκιά του σκαμνιού μεγάλωνε στον τοίχο,

γινόταν μαύρος πύργος μ’ εφτά κλεισμένες πόρτες και τρεις κουκουβάγιες.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Τα τύμπανα περάσαν, βουβαθήκαν, χαθήκανε.

Έμεινε μόνο η σιγαλιά σε μισόκυκλα ατέλειωτα γύρω τριγύρω.

Άσπρη, κρουστή, τριζάτη σιγαλιά, έτσι που μένει τ’ αλάτι

μες στου κολυμπητή τ’ αυτί· κι η νύχτα ξασπρίζει.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Λες να ’ναι αυτό που νοστιμίζει ξανά το ψωμί και τον ύπνο;


ΕΒΔΟΜΟΣ

Της σιγαλιάς τ’ άσπρο αλάτι· — το νοστιμίζει, αλήθεια,

και το φιλί και το νερό.

Μη τάχατε η νοστίμια του είναι

το που το βρήκαμε από μόνοι μας, το που το κουβαλήσαμε στις φούχτες

ΠΕΜΠΤΟΣ

από πέρα, μακριά, μες απ’ τα βράχια, απ’ τις ξερές λακκούβες,

ΠΡΩΤΟΣ

σαν ασημένιο κόνισμα του φεγγαριού, σαν τάμα,

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

άσπρο, γυαλιστερό, απ’ τις ζέστες του καλοκαιριού· κομμάτι πάγος

ΠΕΜΠΤΟΣ

για του άρρωστου το κούτελο·

ΤΡΙΤΟΣ

μικρά μικρά καθρεφτάκια

ναν τα κουνάμε μέσα στο περβόλι και να ρίχνουμε τ’ αντίφεγγο

στα μάτια του περαστικού που στέκει και χαμογελάει.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Μικροί μικροί καθρέφτες να κοιτιόμαστε κι ελόου μας

και να χτενίζουμε τα γένια μας. Μια ανάπαψη είναι.


ΕΚΤΟΣ

Μια πάψη μικρή που εμείς τηνε μακραίνουμε· μια λησμοσύνη.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Να πάρουμε μια στάλα ανάσα. Μα είναι και νοστίμια

τούτο τ’ αλάτι τ’ άσπρο σαν πηγμένο δάκρυ· — νόστιμο είναι.


ΠΡΩΤΟΣ

Κι η γυναίκα σκουπίζει τα μάτια της στην άκρη της ποδιάς της.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Έτσι γονατισμένη βγάζει τα παπούτσια, τα τσουράπια του αντρός της.

ΠΡΩΤΟΣ

Με τα δαχτύλια της, ένα ένα του σκουπίζει τα δαχτύλια των ποδιώνε του απ’ τη σκόνη —

ΤΡΙΤΟΣ

κόκκινο χώμα, μαύρο χώμα, αντρειά και ξύγκι.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Εκείνος ξέρει. Κλείνει τα μάτια.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Εκείνη ακουμπάει τις δυο πατούσες του στα δυο βυζιά της

και τον τηράει ανεμπόδιστα. Βουβαίνεται ο κόσμος.


ΠΡΩΤΟΣ

Απ’ όξω ακούγεται ένας ήσυχος θόρυβος

έτσι που το νερό στην ακροποταμιά πηγαινοφέρνει τα χαλίκια.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κι εμείς απ’ όξω, με την άσπρη σιγαλιά, με το φεγγάρι,

εμείς με τον ήσυχο θόρυβο — εμείς μέσα μας.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Κάτι μεγάλο, κάθε τόσο, γίνεται· μεγάλο πράμα

όξω και μέσα.

ΤΡΙΤΟΣ

Είναι ο έρωτας τάχα;

ΠΕΜΠΤΟΣ

Είναι ο θάνατος τάχα;

ΕΚΤΟΣ

Πόλεμος είναι

με τον έρωτα και με το θάνατο.

Κι ο πόλεμος έρωτας.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, η μαγκούφα η ζωή, μεγάλο πράμα, μαθές. Κι ο έρωτας πόλεμος είναι.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Έρωτας είναι — πιο μεγάλος απ’ τον κάμπο.

ΠΡΩΤΟΣ

Πιο μεγάλος

απ’ το ποτάμι, τ’ αμπέλια, τα πλατάνια.

ΤΡΙΤΟΣ

Πιο μεγάλος

απ’ τις συκιές, τις λεύκες και τα κυπαρίσσια.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Τ’ αγόρια

ντάλα καταμεσήμερο το σκάνε απ’ το στρώμα τους,

κουρσεύουν τις κορτσιές, τα πιάνει κοιλόπονος,

αποπατούνε στην αράδα στο γρασίδι.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Μια αγριάδα

είναι τα μάτια τους, μαζί και μια λύπη.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Τηράνε

ο ένας τ’ αχαμνά τ’ αλλουνού. Συλλογιούνται.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Οι μύγες κάθουνται στη γύμνια τους. Κι αυτοί συλλογιούνται.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Άγριοι και λυπημένοι, — συλλογιούνται, συλλογιούνται, μεγαλώνουν.


ΤΡΙΤΟΣ

Μια τραχιά μυρουδιά, κι η μυρουδιά της κάψας και του καμένου χόρτου.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Μια μυρουδιά από λάμψη στεγνή κι από ξένο ταξίδι.

ΠΡΩΤΟΣ

Και τα μεγάλα φύλλα της φραγκοσυκιάς είναι γεμάτα αγκάθια.

ΤΡΙΤΟΣ

Σαρκωμένα φύλλα, χοντρά, στο ’να χωράφι ανάμεσα και στ’ άλλο.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Μεγάλο πράμα, ναι· πήδος πάνου απ’ τ’ αγκάθια· τίναγμα του κορμιού τ’ αψήλου.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Γδαρμένο γόνατο, σκισμένη πατούσα, κι η πετριά στο μελίγγι.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Και τ’ άλογα έχουν ένα μεγάλο, μαύρο σήμαντρο κάτου απ’ την κοιλιά τους.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Μια μαύρη σκόλη, αξήγητη, σημαίνουν ώς πέρα στα λιόφυτα.


ΠΡΩΤΟΣ

Και τα τζιτζίκια ξεφωνίζουν, και τα νερά τρέχουν.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Κι οι χτύποι στο σιδεράδικο είναι πόδια γυμνά που πατάνε στη φωτιά.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Και τα σταφύλια ζεματάνε — δεν τρώγουνται.

ΠΡΩΤΟΣ

Και τα γκόρτσια είναι στυφά, στυφά, στυφά.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Εχ, μια μεγάλη ανορεξιά — μια ξέχωρη όρεξη· — και δεν τελειώνει.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Ο μικροπουλητής κοιμάται κάτου απ’ τη μικρή άσπρη τέντα.

ΠΡΩΤΟΣ

Γύρω του αγαλματάκια πήλινα, λύχνοι και ζώνες,

ΤΡΙΤΟΣ

χτένες, κουμπιά, σταμνιά και κομπολόγια

ΠΡΩΤΟΣ

κι ομοιώματα κερένια από κηπουρικά εργαλεία

ΤΡΙΤΟΣ

και καθρεφτάκια χάλκινα μ’ ερωτικές σκηνές, καρφίτσες, και μαντίλια.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Άξαφνος άνεμος φύσηξε· πήρε ψηλά ένα μαντίλι.

ΠΡΩΤΟΣ

Το μαντίλι ζυγιάστηκε στον αέρα, στάθηκε ασάλευτο.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

«Είναι πουλί», φωνάξαν τα παιδιά. Το πιο μεγάλο αγόρι

σημάδεψε με τη σφεντόνα, το ’ριξε πίσω απ’ τα πεύκα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Πόλεμος είναι ο έρωτας, μεγάλος πόλεμος, δόξα και τύψη.

Από παιδιά το συλλογιόμασταν — τί να ’ναι τάχατες; τί να ’μαστε;

Αργά που νύχτωνε τότες. Και τ’ άστρα ήταν στυφά σαν τα γκόρτσια,

στυφά σαν τα βατόμουρα. Κι οι γυναίκες καρτέραγαν.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Αυτές ανοίγαν τα παράθυρα, ν’ αλλάξει ο αγέρας, να δροσιστούν οι κάμαρες.

ΕΚΤΟΣ

Είχαν τις έγνοιες τους με τα τραπέζια, με τα χρέητα, με το σπίτι·

κρυφό κουβεντολόι με τα ντουλάπια, τα τσουκάλια, τα σφουγγαρόπανα·

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

με το μύλο του καφέ, με το μεγάλο γουδί, με τα χαβάνια.


ΕΚΤΟΣ

Κάνανε πως τους έσβηνε το σπίρτο, πως τίποτα δεν είδαν.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Αφήναν γι’ αργότερα ν’ ανάψουν το λυχνάρι.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Και, ναι, μαθές, που τα βατόμουρα λερώνουν, και το χώμα λερώνει.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Κι ούτε που φταίξαν τα παιδιά σε τίποτες· — κανένας δε φταίει.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Και τα κεράσια λερώνουν, και το σπέρμα και της συκιάς το γάλα,

ΠΕΜΠΤΟΣ

και τα σταφύλια και τα γκόρτσια, και το κάτουρο κι η στόχαση.


ΠΡΩΤΟΣ

Η στόχαση, όχι, — μην το λες. Τα ονείρατα και το τραγούδι, δε λερώνουν.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Ούλα λερώνουν, ούλα. Δε λερώνει τίποτες.


ΤΡΙΤΟΣ

Οι γυναίκες το ξέρουν καλύτερα. Γι’ αυτό σωπαίνουν.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Σωπαίνουν κι ανάβουν στο τέλος το λυχνάρι. Είναι ήσυχες.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Ήσυχες, ναι, κι άπραγες, ναι, κι αξήγητες,

γιατί καλά το ξέρουνε πως τίποτα δε βγαίνει με τίποτα

ΕΒΔΟΜΟΣ

μήτε με την ορμήνια, μήτε με το παρακάλιο, μήτε με το μάλωμα,

ΠΕΜΠΤΟΣ

μήτε με την κατάρα, μήτε με την προσευκή, μήτε με το μαχαίρι,

ΕΒΔΟΜΟΣ

μήτε και με το κλάημα, — το ξέρουν και κλαίνε.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Μονάχα με το σμίξιμο, με την υπομονή και το καρτέρεμα

κάτι μπορεί να βγει.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Βγαίνει το βρέφος· — η ζωή πορεύεται.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κι εκείνες μένουν πίσω· — όχι, καθόλου πίσω·

μπροστά, μπροστά, μέσα στον κουρνιαχτό που οι ίδιες σηκώνουν με τα ξυπόλυτα πόδια τους

ξεπίτηδες, από σεμνότη, για να μη φαίνουνται.


ΟΓΔΟΟΣ

Καλόμοιρη η τυραγνισμένη, — κρύβεται· κρύβει την αναγάλλια της

μην τη βασκάνει κακό μάτι. Αν μοιράσεις στα δέκα

της κλίνης τη χαρά, τα εννιά μερτικά πέφτουν σ’ εκείνηνα

και το ’να στον άντρα.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Γιατί ο έρωτας είναι

ο σφάχτης μαζί και το σφαχτάρι — σφάξιμο και σκούξιμο.

ΤΡΙΤΟΣ

Βάζει ο άντρας το μαχαίρι· η γυναίκα βάζει το αίμα.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Παίρνει η γυναίκα το σφάξιμο, μαζί και το σκούξιμο.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Μασάει το μαχαίρι και χορταίνει και χοντραίνει.


ΕΚΤΟΣ

Λιγνεύει ο άντρας, ασκημαίνει, φέγγουν τα πλευρά του,

πάει να γιομίσει μ’ άνεμο ό,τι χάνει — ψηλομύτης. Τι ο άντρας

σπέρνει κι αδειάζει, βάζει τα παπούτσια του, φεύγει.


ΕΚΤΟΣ

Μα εκείνη μένει και μαζεύει και φυλάει κι αυγαταίνει

ΠΕΜΠΤΟΣ

κι ονειρεύεται στον ίσκιο του σπιτιού, στα μυστικά λαμπυρίσματα

που της ρίχνουνε τα κουταλοπίρουνα και τα τεντζέρια

ΠΡΩΤΟΣ

ή το μοναχικό κλαδί της αγριοπασχαλιάς που της χτυπάει το τζάμι

ΤΡΙΤΟΣ

ή το πουλί που τινάζει τα φτερά του απ’ τις στάλες της βροχής στο περβάζι

ΠΕΜΠΤΟΣ

ή το ποντίκι που ξετρυπώνει απ’ το πάτωμα, σ’ ώρα ήσυχη

και την κοιτάει στα μάτια. Όλα, της έρημης, δικά της μοιάζουν να ’ναι.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Όλα σαν το φαλλό του αντρός της τα θωρεί — και το κλαδί και το πουλί και το ποντίκι

και τα κουταλοπίρουνα και το γυαλί της λάμπας

και κείνες τις γλυμμένες πέτρες, μακρουλές, που τις μάζευε

στην ακροποταμιά, σαν κατέβαινε να πλύνει τα ρούχα

και τα ’λιαζε πάνου στις μυρτιές· — όλα δικά της.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Γιατί η γυναίκα νειρεύεται, και, πάνου απ’ όλα, καρτεράει και γεννάει.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, όλοι καρτεράν· κι όταν κλειδαμπαρώνουνε τις πόρτες, καρτεράνε πάλε,

κι οι γέροντες και τα παιδιά και τα βρέφη. Όλοι κοιτάν πίσω απ’ τα σύγνεφα,

μέσα στις τσέπες τους, πίσω απ’ τον ίσκιο του άχερου,

πίσω απ’ τα ρούχα τα δικά τους που κρέμονται στην πρόκα.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Όχι που κρύβουν τίποτες. Καρτεράνε και ψάχνουν.

ΤΡΙΤΟΣ

Όλα μηνύματα είναι και μαντέματα κι άγνωρα καρτερέματα.

ΠΡΩΤΟΣ

Κι η σκιά του κότσυφα που πέφτει στα τειχιά σα μολύβι

ΠΕΜΠΤΟΣ

Και το ποτήρι που ραγίζει μόνο του στο ράφι

ΠΡΩΤΟΣ

Και το σεντόνι που σαλεύει χωρίς να φυσήξει

ΕΒΔΟΜΟΣ

Και το κυπαρισσόμηλο που πέφτει ξάφνου στο ποτάμι.


ΠΡΩΤΟΣ

Κάθεται η γριά στην ανεμόσκαλα, με τ’ άσπρα της μαλλιά χυμένα ώς τις φτέρνες της.

ΤΡΙΤΟΣ

Ο σκορπιός πετρωμένος στο κατώφλι της αποθήκης.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ο άλλος Σκορπιός ψηλά, πιο πέρα απ’ τη Λύρα.


ΠΡΩΤΟΣ

Περνάει ο φανοκόρος με τη σκάλα του·

ΠΕΜΠΤΟΣ

ανάβει τα σιδερένια λαδοφάναρα με τα σμιγμένα διπλόφιδα·

ΕΒΔΟΜΟΣ

φωτίζονται οι λεύκες· βγαίνει το φεγγάρι.

ΠΡΩΤΟΣ

Ύστερις, ίσκιοι από μικρά, ασημένια σύννεφα

τρέχουν στους λόφους και στον κάμπο. Γυρίζουνε τ’ άλογα.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Ο άντρας ξεφορτώνει το μουλάρι — δεμάτια ξερά καλαμπόκια.

Πλένει τα χέρια του στο βρυσάκι του κήπου.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Στάλα τη στάλα, αργό νερό, ξεχασμένο,

σταλάζει απ’ το πλατύ κληματόφυλλο κι απ’ τον τρύπιο σωλήνα.

ΤΡΙΤΟΣ

Στάλα τη στάλα τ’ άστρο πάνω μας και μέσα μας.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Όλα μαντέματα, μηνύματα — μια ανατριχίλα· τίποτες.

Κι όλα προσμένουν ναν τα πούμε — όχι ναν τα ξηγήσουμε· ναν τα πούμε μονάχα.


ΠΡΩΤΟΣ

Φορές φορές σου φέρνουν πόνο, φορές αναγούλα.

ΤΡΙΤΟΣ

Και πώς να τα πούμε; και γιατί; και τί να πούμε;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Γι’ αυτό και τα ψωμιά είναι σιωπηλά σαν τα πανάρχαια ξόανα·

ΤΡΙΤΟΣ

σαν πρόσωπα σπαργανωμένα με καραβόπανο.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Κείνη η πανάρχαιη πείνα, όχι δική μας, ανέγνωρη, ξένη —

πόνος και φόβος, κι η τρανή ανορεξιά, κι η αναγούλα —


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Ήντουσαν, βλέπεις, από δίπλα τα ταμπάκικα· — έζεχνε το πέτρινο αυλάκι.

ΤΡΙΤΟΣ

Φόραγαν οι ταμπάκηδες μακριές ποδιές από γδαρμένα τομάρια.

ΠΡΩΤΟΣ

Τις νύχτες ζωντανεύαν τα πετσιά, τρώγανε τους ταμπάκηδες, παίρναν τους δρόμους.

ΤΡΙΤΟΣ

Τις νύχτες που δεν είχε φεγγάρι, κάθουνταν μπροστά στις πόρτες.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Μα τότες έπιανε μια δυνατή βροχή· — ξεκαθάριζε ο τόπος.

ΠΡΩΤΟΣ

Μέρες και νύχτες η νεροποντή κρουνέλιζε με το τουλούμι.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Κατέβαιναν απ’ το βουνό μεγάλα νερά· το ποτάμι ξεχείλιζε.

ΤΡΙΤΟΣ

Έσουρνε το ποτάμι στο διάβα του καβαλίνες, τομάρια.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Έπαιρνε τα παλιά καρεκλοπόδαρα, τα στρίποδα, τα κάντρα.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Έπαιρνε τις γελάδες απ’ του βασιλιά τους στάβλους.

ΕΚΤΟΣ

Έπαιρνε το ραβδί του βασιλιά, και του φτωχού τ’ αλέτρι.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Έπαιρνε τα σφαχτά και τη σφαγή — λαμπυκάριζε ο χρόνος.

ΕΚΤΟΣ

Έπαιρνε το χαμό μαζί, σαν άσπρη πάπια ν’ αρμενίζει στο ρέμα του.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Κι ένα άσπρο παιδιακίσο πεδιλάκι — ανέμυαλο, πικρό πλεούμενο

να τραμπαλίζεται ολομόναχο κατακορφής του κυμάτου· — λαμπικάριζε η πλάση.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Μαλάκωνε το χώμα, μοσκοβόλαγε μέλι στυφό από ξυλοκέρατα.

ΠΡΩΤΟΣ

Γιομίζαν οι πατημασιές των βοδιών με λαγαρό νεράκι.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Το υπομονετικό γαϊδούρι κούναγε τ’ αυτιά του.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Κι οι πεθαμένοι μαζευόνταν στις σπηλιές για στα χαλάσματα

για μες στα σπίτια· βρίσκαν τόπο· — οι ζωντανοί κάναν στην μπάντα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Οι πεθαμένοι καταλάβαιναν τα λόγια της βροχής, μουσκεύαν, κρυολογούσανε,

τουρτούριζαν, φτερνίζονταν κάτω απ’ τα υπόστεγα της αγοράς· κάτι καρτέραγαν κι εκείνοι —


ΕΒΔΟΜΟΣ

Καρτέραγαν τη θύμησή μας — μια μνημόνεψη, τα κόλλυβά τους,

ΠΕΜΠΤΟΣ

ένα λόγο καλό και για δαύτους, την ώρα που καθούμαστε γύρω στην τάβλα,

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

ένα κομμάτι απ’ το ψωμί μας, δυο δάχτυλα κρασί, δυο δάχτυλα λάδι.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Μα πού καιρός; Όλοι τηράνε πίσω μπρος, μέσα όξω, πάνου κάτου, — καρτεράνε.


ΕΚΤΟΣ

Δεν έχει πίσω μπρος, μέσα όξω, πάνου κάτου·

όλα ένα, δώθες, κείθες, είναι· τίποτες δεν είναι.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Κείνοι δεν έχουν ρούχα — λιώσαν· μόνο τα κουμπιά τους απομείναν.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Καμιά βολά παίζουν πεντόβολα με τα κουμπιά τους

ΤΡΙΤΟΣ

για ζάρια με τα κότσια τους· — τη μοίρα τους πια δεν τη διαβάζουν στη γυμνή τους ράχη.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Κρυώνουν, αλήθεια· ανάβουν πότε πότε μια φωτιά με τα ίδια τους τα κόκαλα,

ΕΚΤΟΣ

για να λείψουν μια μέρα κι αυτά (τί ένδοξα τάχα και ξένδοξα;) — να λείψουν.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Μια στερνή κίνηση, μια στερνή ζεστασιά με τα ξερά στεφάνια,

με τα ξερά κουκουνάρια, με τα πλατανόφυλλα,

με τα κόκαλα, με τις ξερές τσουκνίδες, για του μεγάλου αγρού το λίπασμα.


ΠΡΩΤΟΣ

Φαίνεται απ’ τα παράθυρα η φωτιά, τη νύχτα, κει κάτου.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

«Σφαλήχτε τα παραθυρόφυλλα», λέει η γυναίκα.

ΤΡΙΤΟΣ

Να μαζευτούμε μια στάλα και μεις, να βάλουμε τα μάλλινα — λέει.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Να στρώσουμε τα κιλίμια, να στρίψουμε τ’ αδράχτι.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Να δέσουμε κόμπο την κομμένη κλωνιά, να γυρίσουμε την ανέμη.


ΠΡΩΤΟΣ

Είναι καλός ο χτύπος του αργαλειού δίπλα στα παραμύθια·

ΕΒΔΟΜΟΣ

ο χτύπος λέει πως γίνεται κάτι άλλο κι ας γίνεται το ίδιο·

ΠΕΜΠΤΟΣ

και το ίδιο, χτύπο με το χτύπο, σάμπως να μακραίνει — να μακραίνει η ζήση κι ο κόσμος.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Φαίνεις ξεφαίνεις· καρτεράς· περνά ο καιρός και μήτε που τον συλλογιέσαι

κι η σκούνα του ταξιδευτή αρμενίζει πέρα·

φιλιώνει ο αγέρας κι η βροχή με το παιδί, κι ο φόβος με την έλπιση·

κι οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς, κι ο ουρανός με το χώμα.

Χιλιάδες νήματα νερένια ανακρατάν τη γης μες στον κόρφο του θόλου.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Ετσί ’ναι και με του ήλιου και του φεγγαριού τ’ αχτιδονήματα.


ΠΡΩΤΟΣ

Και το πουλί με το ψάρι, δίπλα δίπλα, στο ίδιο δέντρο,

ΠΕΜΠΤΟΣ

απάνου στο κρουστό φαντό, που, με τα χρόνια, αραχλεύει και ξεφτάει,

ΕΚΤΟΣ

απάνου στ’ αραχλά τα λόγια, που, με τα χρόνια, σφίγγουν και δένουν

ΕΒΔΟΜΟΣ

σαν τον καρπό — σαν το κυδώνι, σαν το ρόιδι με τις χιλιάδες κουκιά μέσα του,

ΕΚΤΟΣ

τ’ άχρηστα λόγια, τα παράταιρα, τ’ αταίριαστα, τα καλά ταιριασμένα.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Πολλά μιλήσαμε, πολλά κρατήσαμε, — δεν είπαμε τίποτες.

Μύθοι και μύθοι, δικοί μας και ξένοι, μας μπλέξαν, τους μπλέξαμε·

γέροντες πονηροί, να κρύψουμε το πρόσωπό μας, να κρύψουμε

τ’ άσπρα μας μάτια που τίποτες δεν τους εκρύφτηκε —

μαντέματα, προμαντέματα, πράματα και θάματα.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Παιδιά, γυναίκες, άντρες και ποντίκια γίναμε.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Θάμα και θάμασμα ό,τι γίναμε, ό,τι είμαστε —

μεγάλο πράμα, μεγάλο, — χαλάλι κι ο θάνατος.


ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Ένα ασημένιο φύλλο κάθεται στα γένια μας.

ΤΡΙΤΟΣ

Τρεις άνθρωποι στα σκοτεινά μετράνε μ’ έναν κερωμένο σπάγγο το ποτάμι.

ΠΡΩΤΟΣ

Τα κουκούτσια του μούσμουλου είναι υγρά και χρυσοκάστανα.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Αυτό το ξέρουμε καλά, —δεν το ξέρουμε;— κι είναι καλό που το ξέρουμε.

ΤΡΙΤΟΣ

Είναι όμορφο, λέω· — μια αναγάλλια, ένα τίποτα —

ΠΡΩΤΟΣ

σαν τον μικρό το βάβουρα, τον παλαβό, που κυλιέται στη λουλουδόσκονη

και γίνεται ολοσούμπιτος κίτρινος, μάλαμα, μάλαμα.


ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Έρχεται μια γυναίκα ξυπόλυτη, κρυφά, το μεσονύχτι,

κοιτιέται στο λάμπος της πεσμένης ασπίδας και σιάχνει τα μαλλιά της.

ΟΓΔΟΟΣ

Και κείνα τα σμιγμένα φίδια τ’ ανταμώσαμε πάλι, βραδάκι,

γυρίζοντας απ’ τους αγρούς· — ήταν ήσυχα εκεί, πλάι στο δρόμο· δρόσιζε η μέρα

κι είχε μισό χαμόγελο φεγγάρι — πιο λίγο. Δεν τα χτυπήσαμε.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Ιερή φιλία, χωρίς συφέρο και φύλο και μέτρημα και όνομα.

Ήμερη σιγουριά, με μια δροσοσταλίδα λύπη αξήγητη στο στόμα.


ΠΡΩΤΟΣ

Είναι που τ’ άσπρο σύγνεφο άγγιξε του φεγγαριού το μάγουλο

και το φεγγάρι ρόδισε.

ΤΡΙΤΟΣ

Αν ο ίσκιος του σύγνεφου

πέσει στο σπίτι, το σπίτι θα γίνει καράβι·

ΠΡΩΤΟΣ

μεγάλο καράβι φορτωμένο άσπρα αλόγατα, κι ένα ελαφάκι στην πλώρη του.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, εύφορη γης, εύφορη νύχτα, με τ’ άσπρα μαστάρια της

ταγίζοντας γάλα βαθύ τ’ άσπρα μάτια μας. Αχ, μέρεμα

της καρδιάς και του χρόνου. Τί όμορφα που νύχτωσε.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Και το φεγγάρι ανέβηκε πάνω απ’ τους ώμους μας. Όμορφα που νυχτώσαμε.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Αχ, ησυχία τριγύρω μας και μέσα μας — μακάρια ώρα.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Κι η γνώρα αυτής της ησυχίας — πρώτη γνώρα.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Σαν αποκάλυψη, που λέει ο λόγος, μαζί κι ευτυχία.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Κι ούτε το βήμα των φρουρών έξω απ’ τα τείχη· — κοιμηθήκανε τάχα; πεθάναν;


ΟΙ ΕΦΤΑ

Απλό πράμα που ’ναι ο θάνατος κι η αθανασία.


ΠΡΩΤΟΣ

Μα τί ’ναι κείνη η κάμπια που περπατάει στο φύλλο;

ΤΡΙΤΟΣ

Τί ’ναι κάτου απ’ τα δέντρα, κάτου απ’ το χώμα;

ΠΡΩΤΟΣ

Και κείνος ο ίσκιος με τις λίμνες πίσω απ’ το φεγγάρι;

ΠΕΜΠΤΟΣ

Εμείς απομείναμε μόνοι στον κόσμο;

ΕΒΔΟΜΟΣ

Εμείς λείπουμε μόνοι απ’ τον κόσμο;


ΟΓΔΟΟΣ

Κανείς δεν έμεινε, κανείς δεν έφυγε, κανείς δε λείπει.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Απλό πράμα που ’ναι ο θάνατος κι η αθανασία.


ΠΡΩΤΟΣ

Τ’ άλογο πέρασε το στενό σανιδένιο γιοφύρι.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Τραντάχτηκαν τα σανίδια, ντιντίνισαν τα τζάμια.

ΤΡΙΤΟΣ

Μικρό σύγνεφο σκόνη ασπρίζει κάτου απ’ το φεγγάρι.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Πάει, έσβησε, — τίποτα δεν ήταν. Άκου.

ΠΕΜΠΤΟΣ

Είναι το μακρινό ποτάμι, — κυλάει.

ΕΚΤΟΣ

Είναι η φωνή του ποταμιού πάνου απ’ το ποτάμι.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Είναι τ’ ολόγιομο φεγγάρι· τα λιανά, χρυσά του φύλλα

χτυπούν στους τοίχους και στα γόνατά μας. Άκου.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Είναι ο θόρυβος από μέρες παλιές. Τις προάλλες δεν ήταν

που κουβεντιάζαν στο παζάρι; Έσκυβε ο ένας στ’ αυτί τ’ αλλουνού· κρυφογελάγαν.

Εμάς μας είχαν όξω απ’ τον κύκλο τους. Δε μας μιλάγαν.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Πρόπερσι να ’ταν τάχατες; πενήντα χρόνια πριν; χίλια χρόνια;

ΟΙ ΕΦΤΑ

Κάναμε μεις πως δε θωρούσαμε, πως δε νογούσαμε,

πως δε νοιαζόμασταν. Με τα μάτια μας χάμου στο χώμα. Το βράδυ

έφτασε ο λαβωμένος καβαλάρης μπρος στην πόρτα μας,

σωριάστηκε στο δικό μας κατώφλι, μπρος στα πόδια μας — μας είχε διαλέξει.


ΤΡΙΤΟΣ

Όμορφος που ήταν, — πιο όμορφος έτσι λαβωμένος.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Σκύψαμε πάνου του. Προφτάσαμε ν’ ακούσουμε

τα στερνά του τα λόγια. Ξεψύχησε. Και τότες, οι άλλοι:

«τί ’πε;» ρωτάγανε, «τί ανάγγειλε; τί μήνυμα έφερε;».

Και μεις, με την αράδα μας, χαμογελάγαμε, — παμπόνηροι γέροντες,

φιλόδοξοι ακόμα, θυμωμένοι ακόμα, και μ’ όλη τη γνώρα μας,

γέροντες εκδικητικοί, και μ’ όλη μας την ευτυχία,

αλύγιστοι και στη συχώρεσή μας. Βράδιαζε.


ΕΒΔΟΜΟΣ

Ένα βράδυ γαλήνιο. Κουβαλήσαν τον νεκρό σε μια σκάλα.

ΠΡΩΤΟΣ

Σ’ ένα παράθυρο ποτίζαν τις γλάστρες· έσταζε το νερό· βγαίναν τ’ άστρα.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Οι άλλοι, παρέες παρέες, κουβεντιάζαν ακόμα·

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

λόγια και λόγια, εικασίες, ρωτήματα· — δυνατά τώρα κουβεντιάζαν.


ΕΚΤΟΣ

Εμείς δε μιλήσαμε (και τί να λέγαμε;) — μια σχέση, μια συνέχεια ήταν

με τη σιωπή και με τα λόγια του νεκρού, — μήτε που τα ξεκαθαρίσαμε·

ΠΡΩΤΟΣ

μια σχέση και με τ’ άλογο που χτύπαγε την οπλή του στις πλάκες·

ΠΕΜΠΤΟΣ

και με την ερημιά του αλόγου που του πήρανε τον καβαλάρη

ΤΡΙΤΟΣ

και το ξεχάσαν μόνο, να κοιτάζει ολόγυρα, να μη γνωρίζει κανέναν,

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

να μη γνωρίζει την αστροφεγγιά, τα φύλλα, τα παράθυρα, τον τόπο.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Και μεις, οι μόνοι που γνωρίζαμε (τί τάχατες γνωρίζαμε;)

να ξεμακραίνουμε απ’ τους άλλους, να σωπαίνουμε, να φεύγουμε

κάτω απ’ τα δέντρα, μες στο απόβραδο, με την κρυφή μας περφάνια.


ΟΓΔΟΟΣ

Κι είχαμε στα δεξά μας τ’ άστρο των βοσκών

και στο ζερβί μας χέρι, μες στη ζεσταμένη φούχτα μας,

είχαμε το κοντό ραβδί με τ’ αργυρό, σμιχτό διπλόφιδο,

όχι μπροστά μας τεντωμένο σαν εξαφτέρουγο

μα κρυμμένο στον κόρφο μας, κάτου απ’ την πουκαμίσα μας,

να μας αγγίζει ερωτικά τις ρώγες, κρυμμένο

μαζί μ’ αυτή τη δύσκολη, τη μακρινή ευτυχία,

τη βαριά, την αμοίραστη, της πιο μοναχικιάς μας ένωσης.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Αχ, όμορφα που νύχτωσε. Μάντηδες ήμασταν, μαντέματα είπαμε.

Και το ήσυχο φεγγάρι ανέβηκε πιο πάνου απ’ το κεφάλι μας.

Και κείνο το άσπρο μάντεμα το θαμποχάραγο

κρέμεται μέσα στον αγέρα ολάκερο.


ΕΚΤΟΣ

Ολάκερο το βλέπουμε και το γευούμαστε.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Ολάκερο φεγγοβολά στις σκόρπιες κρήνες γύρω ολόγυρα,

ΠΕΜΠΤΟΣ

ανύπαρχτα υπαρχτό, κι αόρατα ορατό, σίγουρο κι άπιαστο.


ΠΡΩΤΟΣ

Και το νερό που κυλά είναι μονάχα ο ήχος απ’ το κύλισμα.

ΕΒΔΟΜΟΣ

Και τ’ αλέτρι δεν έχει δουλειά· μπήγεται μες στο χώμα· ξαναγίνεται δέντρο.


ΟΓΔΟΟΣ

Αυτό ’ναι το δικό μας μάντεμα. Τούτο το λόγο λέμε. Και το ξέρουμε:

τα φύλλα είναι μεγάλα, απομυζητικά, σαρκώδη·

και το δικό μας διπλοπρόφερτο όνομα μένει από αιώνες χαραγμένο

απάνου στο μαλαματένιο κύπελλο του βασιλιά Γουδέα

και μέσα στην παλάμη του όμορφου Θεού, του φτεροπόδαρου μαντατοφόρου.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Η πολιτεία κοιμάται. Κοιμούνται οι πεθαμένοι — συχάσανε.

Μονάχα εμείς νυχτερεύουμε. Και τ’ άσπρο φεγγάρι ν’ ανεβαίνει

πάνου απ’ τ’ άσπρο κεφάλι μας. Αχ, άσπρη σιγαλιά, ασταμάτητη.


ΟΓΔΟΟΣ

Άσπρο απ’ την τέλεια γύμνια στο λουτρό, κι απ’ την άλλη αναρίθμητη γύμνια,

άσπρο βαθύ της τυφλότητας, που σβήνει όλα τα χρώματα,

που κλείνει όλα τα χρώματα. Κι η κουκουβάγια σώπασε.


Απλό πράμα είναι ο θάνατος κι η αθανασία.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Απλό, — ναι; Να μη θωρείς, να μη μιλείς, να μην είσαι.

Αχ, άσπρη σιγαλιά, — δικό μας αλάτι που τ’ αφήνουμε

πίσω απ’ τα βήματά μας, πίσω απ’ τα λόγια μας — άσπρο αλάτι

για το μεγάλο καρβέλι της ζωής, το καρβέλι του κόσμου, —

κι ας μη χορτάσουμε μεις, χορτάτοι φεύγουμε, χορτασμένοι απ’ την πείνα μας.


ΠΡΩΤΟΣ

Ρίξε, φεγγάρι, τ’ αλάτι σου στην πολιτεία και στ’ άλογα,

ΔΕΥΤΕΡΟΣ

όχι το λάδι το καυτό απ’ τα τειχιά, — τ’ άσπρο αλάτι,

ΕΚΤΟΣ

ν’ αστράψει η πολιτεία μαρμάρινη ώς πέρα κι αντίπερα.


ΠΕΜΠΤΟΣ

Η πληγή τσούζει με τ’ αλάτι και κλείνει.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Και μέσαθες δουλεύει η υγεία.

ΕΚΤΟΣ

Και τ’ αγάλματα ανοίγουν τα μάτια τους και θωρούν και θαμάζουν

αυτούς που τα σιάξαν και λείπουνε μέσα στ’ άσπρο το απέραντο.


ΟΙ ΕΦΤΑ

Απλό πράμα, λοιπόν, η αθανασία κι ο θάνατος.

Ώρα μακάρια. Ευλογημένη ας είναι η πλάση.

Παράπονο κανένα δεν έχουμε. Φεύγουμε.


ΟΓΔΟΟΣ

Θα μας καλέσουνε ένα βράδυ σφάζοντας τα μαύρα κριάρια

να βγούμε στη Μεγάλη Μαύρη Πύλη

να δείξουμε μακριά τα δαχτυλίδια του καπνού στον άγριο ταξιδιώτη,

και θα κρατήσουμε για μας το μέγα κύκλο του αιώνιου γυρίσματος

μαλαματένιο δαχτυλίδι με το μαύρο σφραγιδόλιθο στο δάχτυλο που δείχνει.


Θα δούνε κει που δείχνουμε — του καπνού το σημάδι που κρύβει το πιο πέρα.

Το πάνου μέρος του δαχτύλου μας, ψηλά, δε θα το δει κανένας.

Ο μαύρος, ο λαμπρός σφραγιδόλιθος, αδιάβαστος πάντα.


ΟΙ ΟΚΤΩ

Άντε, λοιπόν, καλές αντάμωσες, φεγγάρι. Θα ματάρθουμε

με το μακρύ σπαθί στη ζώνη, με τα μακριά σκουλαρίκια

και με το δαχτυλίδι εκείνο πάντοτες στο δείχτη μας. Έτσι χωρίς ασπίδα.


Τα μυστικά της μαντικής μας όλα τα ’παμε.

Τούτο τ’ αλάτι αφήνουμε πίσω μας

και τούτο το κοντό αργυρό ραβδί με το σμιχτό διπλόφιδο

αστραφτερό κι αυτό κι αδιάβαστο σαν τη μοίρα του κόσμου

ώσπου η φωτιά ναν το λιώσει κι αυτό, κι ώσπου η φωτιά κι αυτή να σβήσει.


(Εδώ και λίγο έχουν σωπάσει τα τύμπανα και τα όργανα, που ήταν σα να συνόδευαν την κουβέντα τους. Οι φωτιές έχουν σβήσει. Ένα ένα σβήνουν και τα παράθυρα. Μεγάλη, παντάνασσα πανσέληνος μεσουρανεί στο στερέωμα. Μήτε και τα βαριά πουλιά φτεροκοπάνε πάνω απ’ το θρονί του ορνιθοσκόπου. Κανένας πια οιωνός. Κανείς δε νοιάζεται να ξεδιαλύνει τίποτε από τ’ Αξεδιάλυτο. Ησυχία. Οι γέροντες βγάζουν τις περούκες τους να δροσιστούν στο νύχτιο αγιάζι. Η κίνησή τους, απλή, σα να κατάλαβαν πως είχαν αργήσει. Οι τέσσερις βγάζουν και τις γενειάδες τους, δεμένες πίσω στην κορφή του κεφαλιού τους με σπάγγο. Τα πρόσωπά τους έλαμψαν, ωραία, δυνατά, αντρικά, στραμμένα και προσηλωμένα στο φεγγάρι. Δεν ξέρεις αν είναι γέροντες που μονομιάς ξανανιώσαν ανεξήγητα, ή νέοι που συνεχίζουν να παίζουν τους γέροντες και μετά το τέλος της παράστασης. Μπορεί πάλι όλα τούτα να μην είναι παρά παιχνίδια του φεγγαρόφωτου. Μια κουκουβάγια φώναξε. Δεν έστρεψαν. Τα μάτια τους μεγάλα, διεσταλμένα, λαμπερά, ασάλευτα και σχεδόν άσπρα σαν των αγαλμάτων. Η κουκουβάγια φώναξε πάλι. Ύστερα ένας κούκος. Και τα τριζόνια και τα βατράχια και κάτι καθυστερημένα τζιτζίκια, κι οι αργές μετακινήσεις των ζώων στις αυλές, και πιο πέρα το ποτάμι.

"Απλό πράμα που ’ναι ο θάνατος κι η αθανασία".

Όχι δε μίλησε κανένας. Ο Όγδοος ανέβασε αργά το δεξί του χέρι και πίεσε με τα δυο του δάχτυλα τα βλέφαρά του. Το δαχτυλίδι του αντιλάμπισε. Το φεγγάρι πασπαλίζει τα μεγάλα τείχη με ψιλό, στιλπνό, τριζάτο αλάτι. Σα να χιονίζει. Η πολιτεία ολάκερη λαμποκοπάει σα μαρμάρινη ή σα μαρμαρωμένη. Οι Οκτώ εξαφανίστηκαν μεμιάς, σάμπως να τους ανάρπασε τ’ άσπρο φέγγος. Το κηρύκειό τους, —με τα κεφάλια τώρα των δύο φιδιών όχι αντικριστά αλλά τεντωμένα αντίθετα— απόμεινε αστράφτοντας, σε σχήμα σταυρού πια, επάνω στη Μητρόπολη, κορφή κορφή στον τρούλο της Αναλήψεως).


ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, 1964–1971


Το εμβατήριο του Ωκεανού

(απόσπασμα)


[...]


ΠΙΣΩ απ’ τους βράχους έρπει ερημική

η ασημένια σκέψη της σελήνης.


Στο παιδικό προσκέφαλο γυαλιστερά κοχύλια

κυανές φωνές του ωκεανού στον ύπνο

οι Σειρήνες με λύρες από κόκαλα ψαριών.


Ω Θεά του μακρινού νησιού

στο πελαγίσιο σου άντρο οι σταλακτίτες

κι αν μελωδούν τον ύπνο της ωχρής γαλήνης

κι αν το λαμπρό σου στήθος αμιλλάται

τον μπλαβό κύκλο του έναστρου πελάγου

κι είναι ένα στέφανο ξανθό από μέλισσες

γύρω στην κρήνη όπου το φως εισδύει αδιόρατο

αρωματίζοντας τη σκιά των τρισμεγάλων δέντρων—

το ξέρεις πως θα φύγει ο πολυμήχανος.


Ο Λαέρτης με το σκύλο του πάνω στο βράχο

θα περιμένει μάταια.


Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνός

χρυσός απ’ τ’ αυγινό νερό

με ορθή την ήβη σχεδιασμένη στην κορνίζα του ήλιου

φεύγαν η Ναυσικά κι οι ωραίες παρθένες έντρομες

πίσω απ’ τα δέντρα

και τα γυμνά τους πέλματα μετέωρα

λαός περιστεριών από άσπρο φως

φτερούγιζαν στην πράσινη αντανάκλαση της χλόης.


…Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσα

το βραδινό τραπέζι μας λιτό.

Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξη

και το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζε

στα ελληνικά χωμάτινα λαγήνια

σκηνές από την Τροία.


Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρα

κι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυ

σκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρα

και στα περβάζια του νησιού στενάζαν τα κορίτσια

που αρραβωνιάστηκαν τον Οδυσσέα.


[...]


Το νεκρό σπίτι

Φανταστική κι αυθεντική ιστορία

μιας πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας


(Απ’ όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυο αδελφές. Κι η μια τρελάθηκε. Φαντάστηκε πως το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον, στο Άργος — σύγχυζε τη μυθολογία, την ιστορία και την ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν και το παρόν, όχι το μέλλον. Αυτό μόνον. Αργότερα συνήλθε. Κι είναι αυτή που μου μίλησε το βράδυ που τους έφερα απ’ την ξενιτιά ένα μήνυμα του θείου τους — αδελφού του πατέρα τους. Η άλλη δεν παρουσιάστηκε καθόλου. Πότε πότε μονάχα ακουγόταν σιγανό περπάτημα με παντόφλες στη διπλανή κάμαρα, όσο μιλούσε η μεγάλη):


Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυο μικρές αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι —

μικρές, που λέει ο λόγος, — από χρόνια γεράσαμε κι εμείς,

είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας κι οι μόνες, άλλωστε, που απομείναμε. Δεν ξέρουμε

πώς να βολέψουμε τούτο το σπίτι, πώς να βολευτούμε·

να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο — μια ζωή περάσαμε δω μέσα —

είναι κι ο χώρος των νεκρών μας εδώ — δεν μπορείς να τους πουλήσεις —

κι άλλωστε ποιός τους παίρνει τους νεκρούς; Μα πάλι να τους κουβαλάμε

απ’ το ’να σπίτι στ’ άλλο, απ’ τη μια συνοικία στην άλλη, —

πολύ κουραστικό κι επικίνδυνο· — βολεύτηκαν εδώ

άλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω απ’ το τραπέζι,

άλλος πίσω απ’ τη ντουλάπα ή πίσω απ’ τα τζάμια της βιβλιοθήκης,

άλλος μες στο γυαλί της λάμπας — τόσο σεμνός κι ολιγαρκής όπως πάντα του,

άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ’ τους δυο λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιους

που γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες της μικρής αδελφής μου.


Τα μεγάλα έπιπλα τα κλείσαμε στο κάτω πάτωμα,

το ίδιο και τα βαριά χαλιά και τα βελούδινα ή μεταξωτά παραπετάσματα,

τραπεζομάντιλα, κεντητά πετσετάκια, κρύσταλλα, σερβίτσια,

μεγάλους δίσκους ασημένιους που καθρέφτιζαν άλλοτε

ολόκληρο το πλατύ πρόσωπο της φιλοξενίας,

κουβέρτες και μεταξωτά παπλώματα κι ασπρόρουχα,

μάλλινα ρούχα, τσάντες, πανωφόρια,

δικά μας και μαζί των πεθαμένων —όλα ανάκατα—

γάντια, δαντέλες και φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της μητέρας,

το πιάνο, τις κιθάρες, τους αυλούς, τα ταμπούρλα,

και ξύλινα άλογα και κούκλες απ’ τα παιδικά μας χρόνια,

επίσημες στολές του πατέρα και το πρώτο μακρύ παντελόνι του μεγάλου αδελφού μας,

η φιλντισένια κασετίνα με τις ξανθές μπούκλες του μικρού, το χρυσοποίκιλτο μαχαίρι,

κοστούμια ιππασίας και σακίδια και μανδύες — όλα ανάκατα,

χωρίς ναφθαλίνη ή κλωνάκια λεβάντας σε τούλινες θήκες.


Καρφώσαμε και τα δωμάτια. Κρατήσαμε μονάχα

αυτές τις δυο δυτικές κάμαρες του πάνω πατώματος,

το διάδρομο και το κλιμακοστάσιο βέβαια,

αν χρειαστεί καμιά φορά να βγούμε το βραδάκι να σεργιανίσουμε στον κήπο

ή να ψωνίσουμε κάτι βιαστικά απ’ τα περίχωρα.


Κι ούτε να πεις πως κι έτσι ησυχάσαμε. Απαλλαχτήκαμε οπωσδήποτε

από κινήσεις περιττές, ανόητα συγυρίσματα, μάταιους κόπους,

για μια τάξη ακατόρθωτη, για μια ανεφάρμοστη οργάνωση. Ωστόσο

το σπίτι, έτσι γυμνό και κλειστό, έχει αποχτήσει

μια τρομερή, λεπτότατη αντήχηση

σε κάθε πέρασμα ποντικού, κατσαρίδας ή νυχτερίδας.


Κάθε σκιά στο βάθος του καθρέφτη, κάθε τρίξιμο

απ’ τα μικρά δόντια του ξυλοφάγου ή του σκόρου,

συνεχίζεται απέραντα ώς τα λεπτότατα, ινοειδή αγγεία της σιωπής, ώς μέσα στις φλέβες

της πιο απίθανης παραίσθησης. Ακούγεται ευδιάκριτα

ο χτύπος απ’ τον αργαλειό της πιο μικρής αράχνης, κάτω στα υπόγεια, ανάμεσα στα κιούπια,

ή το πριόνι της σκουριάς στο χέρι των μαχαιροπίρουνων

κι άξαφνα ο μέγας γδούπος στον κάτω προθάλαμο

όταν ένα κομμάτι από λιωμένη τσόχα ξεκολλάει και πέφτει

σα να γκρεμίζεται ένα αρχαίο, αγαπημένο κτίριο.


Κι όταν, καμιά φορά, το χάραμα, περνάει ο σκουπιδιάρης στο πέρα προάστιο,

το μακρινό κουδούνι του αντηχεί σ’ όλα τα γυάλινα ή μετάλλινα σκεύη,

στους μπρούντζους των κρεβατιών, στα κάδρα των προγόνων,

στα κουδουνάκια απ’ το κοστούμι του πιερότου, που ’χε φορέσει ο μικρός αδελφός μας

μιαν όμορφη νύχτα μασκαράτας — κι όταν γυρίζαμε σπίτι τρομάξαμε,

μας γαύγισαν κάτι σκυλιά, το φόρεμά μου πιάστηκε στο φράχτη,

έτρεξα να προφτάσω τους άλλους· το φεγγάρι κόλλησε το πρόσωπό του

τόσο σφιχτά πάνω στο πρόσωπό μου — δεν μπορούσα πια να περπατήσω

κι οι άλλοι με φώναζαν πίσω απ’ τα δέντρα

κι ακούγονταν σ’ έναν άλλο χώρο οι γυάλινες χάντρες των μεταμφιεσμένων

και τα γυάλινα κρόσσια των άστρων πέρα, μακριά, πάνω απ’ το αόρατο Μυρτώον πέλαγος,

κι όταν έφτασα τέλος με κοίταζαν όλοι σαστισμένοι

γιατί έφεγγε το πρόσωπο μου βαμμένο με χρυσόσκονη

σαν εκείνη που βάφαν τις παλιές, κρεμαστές λάμπες της τραπεζαρίας

ή τους καθρέφτες των σαλονιών με τις κομψές, χιλιοσκάλιστες κονσόλες —


Τις κλείσαμε κι αυτές στα κάτω δωμάτια. Μπορούσαμε, βέβαια,

να κρατήσουμε κάτι απ’ όλα αυτά και για προσωπική μας χρήση,

καμιά πολυθρόνα κουνιστή, ξεκούραστη, κανέναν καθρέφτη

να χτενίζουμε πότε πότε τα μαλλιά μας. Μα ποιός να τα φρόντιζε; Τουλάχιστον έτσι,

μπορεί να τ’ ακούμε να φθείρονται, μα δεν τα βλέπουμε. Όλα μας παράτησαν.


Κι αυτά τα δυο δωμάτια που κρατήσαμε

τα πιο ψυχρά, τα πιο συχνά, τα πιο ψηλά, είναι ίσως

για να κοιτάζουμε τα πράγματα από πάνω

κι από κάπως μακριά, για να ’χουμε την αίσθηση

πως εποπτεύουμε και δεσπόζουμε τη μοίρα μας· προπάντων

την ώρα που βραδιάζει κι όλα σκύβουν χαμηλά στο ζεστό χώμα,

εδώ το ψύχος είναι οξύ σαν ένα ξίφος

να κόψεις την επιθυμία μιας νέας σύμβασης ή την ελπίδα

για μια απραγματοποίητη συνάντηση· κι είναι σχεδόν μια υγεία

μέσα σε τούτο το ακατάδεχτο, καθάριο κρύο.

Κι αυτά τα δυο δωμάτια κρέμονται μες στην απέραντη νύχτα

σα δυο σβηστά φανάρια της πιο έρημης παραλίας,

μονάχα η αστραπή για μια στιγμή τ’ ανάβει και τα σβήνει,

τα διαπερνάει και τα καρφώνει διάφανα μες στο κενό, κενά κι εκείνα.


Μα, αν τύχει κάποτε να σεργιανάει κάποιος στον απέναντι λόφο με τ’ αγκάθια,

αργά την ώρα που βουλιάζει ο ήλιος κι όλα είναι χλωμά, θολά, μενεξεδένια,

την ώρα που όλα μοιάζουν σα χαμένα κι όλα σαν κατορθωτά, τότε

εκείνος ο μοναχικός που σεργιανάει στο λόφο

φαίνεται πράος και συμπαθητικός, σαν κάποιος δηλαδή που θα μπορούσε

να ’χει για μας λίγη συμπάθεια ακόμη· — φαίνεται κι ο λόφος τότε

γαλήνιος, στο ίδιο ύψος του παραθυριού μας, τόσο

που αν στρέψει εκείνος προς τα εδώ να δει τα κυπαρίσσια

θαρρείς πως μ’ ένα βήμα ακόμη θα περάσει το περβάζι μας,

θα μπει στην κάμαρα σα γνώριμος παλιός, και, λέω, μάλιστα

θα μας ζητήσει μια βούρτσα να ξεσκονίσει τα παπούτσια του. Μα εκείνος

σε λίγο χάνεται πίσω απ’ το λόφο

και μένει πάλι αντίκρυ στα παράθυρά μας

η καμπύλη του λόφου σιωπηλή σα μετάνοια

και το πικρό, συμβιβασμένο δειλινό που χαμηλώνει μες στους ίσκιους.


Κι όχι πως συνηθίσαμε και πάλι ολότελα —μα τί να κάνεις;— Όλα μας παράτησαν —

τους παρατήσαμε κι εμείς — έτσι αποκαταστάθηκε

μια ισορροπία δίκαιη σχεδόν, χωρίς αμοιβαία μνησικακία,

χωρίς τύψη και χωρίς θλίψη, μάλιστα, — πώς αλλιώς να γινόταν;


Μείναμε τώρα εδώ, σαν όταν κόβεις μες στο σούρουπο λουλούδια απ’ τον κήπο,

πολλά λουλούδια για τα βάζα της τραπεζαρίας και για τα υπνοδωμάτια των πεθαμένων

και μένουν στα χέρια σου κίτρινοι λεκέδες απ’ τη γύρη

και σκόνη του δρόμου που μπαίνει απ’ το κιγκλίδωμα και πασπαλίζει τους μίσχους

και κάτι ελάχιστα ζωύφια, φτερωτά ή όχι,

και κάτι λίγες χλιαρές δροσοστάλες,

μαζί μ’ αυτές τις αναπότρεπτες, λεπτότατες αράχνες

που διαμένουν πάντα στα λουλούδια, κι όπως σβήνει ρόδινο το δείλι στα τζάμια

έχεις την αίσθηση του κοφτερού μαχαιριού που στομώνει

απ’ το αίμα και το γάλα των λουλουδιών —μια σύνθετη, παράξενη αίσθηση

τρόμου και φόνου— μια τυφλή, ευγενική, μυρωμένη κι απέραντη ωραιότητα,

μια ολόγυμνη απουσία. Έτσι είναι. Όλα μάς παράτησαν.


Κείνη την τελευταία ημέρα, οι δούλες έβαλαν μια κραυγή κι έτρεξαν —

στριγκιά κραυγή που έμεινε καρφωμένη στο σκιερό διάδρομο

σαν ένα μεγάλο ψαροκόκαλο στο λαρύγγι ενός αγνώστου μουσαφίρη

ή σαν ένα σκουριασμένο σπαθί στο μακρύ φέρετρο του σκοτωμένου,

μια κραυγή —τόσο μόνο— και φύγανε τρέχοντας

με τα πρόσωπα κλεισμένα σφιχτά στις παλάμες τους· μόνο σαν έφτασαν

εκεί στην άκρη της μαρμάρινης σκάλας, πίσω απ’ το περιστύλιο,

φάνηκαν μαύρες, μικρές, καμπουριασμένες,

απέραντα προφυλακτικές και συμφεροντολόγες,

υστερόβουλες, μνησίκακες, με σκόπιμη κι υπολογισμένη προθυμία,

— σταμάτησαν μια στιγμή, ολότελα ξένες απ’ την προηγούμενη κραυγή τους,

ξεσκέπασαν το πρόσωπό τους,

εξέτασαν προσεχτικά τη σκάλα για να μην πέσουν

μόλο που τα πόδια τους είχαν αποστηθίσει ένα ένα τα σκαλιά

και την ήξεραν σ’ όλο της το μάκρος, με όλες της τις παύσεις

σαν ένα ποίημα γραμμένο στην πίσω σελίδα του ημερολογίου,

ή σαν τραγούδι απ’ αυτά που τραγουδάνε οι στρατιώτες μετά τη μάχη

και τους το ’μαθαν οι λίγοι στρατιώτες γυρίζοντας κάποτε απ’ το μέτωπο —


κάτι στρατιώτες όμορφοι ακόμη και κάπως λυπημένοι

με μεγάλα πόδια και μεγάλα χέρια, με ψείρες στη φανέλα τους,

με υπόγειες στοές και γκρεμισμένα αστέρια μες στα μάτια τους,

με αγκιστρωτά, σκουρογάλαζα ματόκλαδα σαν τον ίσκιο ενός κάστρου στη βρύση,

με κάτι σκληρό κι ανυπόμονο στο στόμα τους,

κάτι πολύ αρρενωπό κι αδιάφορο ταυτόχρονα, σα να ’χαν ασπαστεί

πολλούς σκοτωμένους στα σταυρωμένα χέρια ή στο κούτελο,

σα να ’χαν εγκαταλείψει τους λαβωμένους φίλους τους τρέχοντας στο φαράγγι κάτω απ’ το χιονόνερο

και πιότερο σα να ’χαν κλέψει το παγούρι του άρρωστου που το ’χε για προσκέφαλο. Ωστόσο


οι στρατιώτες τα βράδια τραγουδούσαν στην κουζίνα, (εμείς, τότε, μικρές,

τους ακούγαμε πίσω απ’ τις πόρτες — δε μας άφηναν

να μπαίνουμε μέσα στις κουζίνες με τα παράξενα, άγνωστα αντικείμενα,

με τις μυστηριακές οσμές από πιπέρια, σκόρδα, σέλινα, ντομάτες,

κι άλλα πολύπλοκα αρώματα που δεν προδίδουν την πηγή τους,

με τις σιβυλλικές φωνές της φωτιάς, της καπνιάς, του νερού που κοχλάζει,

με τους διασταυρούμενους κρότους των γρήγορων μαχαιριών,

με τους επίφοβους πύργους των άπλυτων πιάτων

και τα μεγάλα, γυμνά, αιματωμένα κόκαλα μυθικών ζώων.


Εκεί βασίλευαν οι δούλες με τις υπαινικτικές ποδιές τους

μέσα στην αλχημεία χορταρικών, κρεάτων, φρούτων, ψαροκόκαλων,

κρυφές μάγισσες, με τις πελώριες ξύλινες κουτάλες τους,

χρησμοδοτώντας πάνω απ’ τους αχνούς των καζανιών,

πλάθοντας με τον καπνό μια λεπτή, σφαγμένη γυναίκα με άσπρο χιτώνα

ή τρικάταρτα καράβια με χοντρά σκοινιά, βλαστήμιες και ναύτες

ή πλάθοντας τα μακριά γένια ενός διάφανου τυφλού με μια λύρα στα γόνατα —

ίσως γι’ αυτό δε μας άφηνε η μητέρα να μπούμε·

και κάποτε βρίσκαμε μια φούχτα αλάτι πίσω από μια πόρτα,

ή το κεφάλι ενός πετεινού, με το λειρί του σα μικρό λιόγερμα, σ’ ένα σπασμένο κεραμίδι.


Δε λέγαμε τίποτα στους μεγάλους, γιατί σαν άνοιγε λίγο το θυρόφυλλο μιας κουζίνας,

το φάσμα του καπνού ξέφευγε με το πλευρό και στεκόταν ώρες στο διάδρομο,

ψηλό, απειλητικό, μ’ ένα γυάλινο κράνος απ’ όπου κρέμονταν μια αλογοουρά· το φάσμα

μοναχικό, αρωματικό, κτηνώδες κι ασώματο

χωρίς καθόλου κόκαλα κι όμως πανίσχυρο. Έτσι ακούγαμε

πίσω απ’ τις πόρτες ώς πέρα απ’ τα μεσάνυχτα,

ώσπου μας έπαιρνε ένας κόκκινος ύπνος με σπίθες). Λοιπόν οι στρατιώτες τραγουδούσαν,


χωράτευαν κάποτε με τις υπηρέτριες,

έβγαζαν τις αρβύλες τους και τρίβαν τα χοντρά δάχτυλα των ποδιών τους με τα χέρια τους

κι ύστερα σκούπιζαν το κρασί απ’ τα σαρκώδη χείλια τους

ή έξυναν τον τριχωτό τους κόρφο και τα σκέλια τους,

χουφτώνανε στην τύχη τα βυζιά των γυναικών

και πάλι τραγουδούσαν (τους ανοίγαμε ώς μέσα στον ύπνο μας), τραγουδούσαν


με τα πρόσωπά τους κρυμμένα μέσα στα λιγδιασμένα μαλλιά τους,

κρατώντας αδιόρατα το ρυθμό με τα ξυπόλυτα πόδια τους πάνω στα πλακάκια

ή με τα δάχτυλά τους στο σταμνί ή στο ποτήρι

ή στο ξύλο του τραπεζιού (που ’ναι να κόβουν τον κιμά),

σιγανά, πολύ σιγανά (μήπως ακούσουν τ’ αφεντικά από μέσα)·

και τότε το καρύδι του λαιμού τους ανεβοκατέβαινε

σαν ένας κόμπος σε χοντρό σκοινί που το τραβούν δυο αντίπαλοι,

σαν ένας κόμπος στο σκοινί που ανέβηκε από βαθύ πηγάδι,

σαν ένας κόμπος μέσα στα άντερα. Γι’ αυτό κι οι γυναίκες


ακούγοντάς τους έκλαιγαν υστερικά,

σκίζαν τα ρούχα τους, μέναν ολόγυμνες και τους ικέτευαν

και τους παίρναν στην ποδιά τους σαν άρρωστα παιδιά που θέλαν σώνει και καλά να τα γιατρέψουν

και θέλαν να τους κλείσουν όλους μέσα στην κοιλιά τους

—ίσως για να γεμίσουν το δικό τους άδειο,

τα δικά τους σπλάχνα,— να τους κλείσουν

βαθιά βαθιά και να τους πνίξουν

για να τους προφυλάξουν και να τους κρατήσουν

μονάχα εκείνες — κι ύστερα να τους γεννήσουν


σε μια πιο κατάλληλη στιγμή, σ’ ένα πιο άσπρο σπίτι,

σ’ ένα σπίτι πιο αερικό και πιο προσηλιακό με λιγότερους ίσκιους

από κολόνες, κιούπια, φονικά, σπαθιά, δόξες και φέρετρα,

με λιγότερες αθέατες τρύπες στους τοίχους, — τρύπες

από καρφιά για ατσάλινους καθρέφτες και για βραδινά κοστούμια

από καρφιά για να κρεμάνε τις στολές, τις σάλπιγγες, τα τύμπανα, τα κράνη, τις ασπίδες

ή σπάγγους από αμίλητα παιχνίδια πεθαμένων παιδιών

ή τα εικονίσματα, τα στέφανα των γάμων, τα τεντζέρια· κλεισμένες, βέβαια τρύπες

απ’ τις επιδιορθώσεις, τα καινούργια σοβαντίσματα κι ασβεστώματα,

μα πάντοτε ανοιχτές πιο μέσα, πιο βαθιά, στη μνήμη.


Έτσι θέλαν λοιπόν να τους γεννήσουν σ’ ένα χώρο φαρδύτερο,

φωτεινό και στερεό, που δεν είναι δηλαδή κουφωμένος

από κρύπτες, κατακόμβες και τάφους,

σ’ ένα σπίτι χωρίς πόρτες που κλειδώνουν και πίσω τους

ακούγονται μουρμουρητά, λυγμοί, κι ο μέγας θόρυβος

απ’ τα μαλλιά μιας γυναίκας που χύνονται στα γόνατά της, ή ο θόρυβος

από ’να παπούτσι που χτυπάει μακριά απ’ το κρεβάτι· τέλος


σ’ ένα χώρο αναζήτησης μοναξιάς, ειλικρίνειας κι ασφάλειας,

σ’ ένα ανοιξιάτικο ύπαιθρο, μέσα στο νεαρό κριθάρι,

πλάι σ’ ένα κόκκινο άλογο κι ένα σταχτί, αγαθό γαϊδουράκι,

δίπλα σ’ ένα σκυλί, μια γελάδα, δυο πρόβατα,

μέσα στη μόνη σκιά ενός άροτρου. Μα εκείνοι


ούτε άκουγαν ούτε έβλεπαν ούτε ένιωθαν,

αντρείοι κι αδιάφοροι, μεθυσμένοι από θάνατο,

βουλιαγμένοι μες στο ίδιο το τραγούδι τους —ένα τραγούδι

καθόλου ηρωικό, μήτε να πεις και μελαγχολικό ή σακάτικο—

ένα τραγούδι που, ασφαλώς, το ’χανε μάθει απ’ τις γυναίκες του χωριού τους,

και τώρα, γυρνώντας απ’ το μέτωπο,

το μάθαιναν στις νεότερες γυναίκες. Λοιπόν τούτη τη σκάλα


την ξέραν οι δούλες καλά, όπως αυτό το ξαναμαθημένο τραγούδι,

μ’ όλες τις διακοπές, τα διαστήματα, τα μέτρα,

μ’ όλες τις τονιζόμενες κι άτονες πέτρες,

με την κεντρική τομή του κεφαλόσκαλου· χιλιάδες φορές την ανεβοκατέβηκαν

σ’ άλλους καιρούς, σ’ εύθυμες μέρες,

όταν κουβαλούσαν τα ταψιά απ’ το φούρνο

ή τις μεγάλες στάμνες το κρασί απ’ τα υπόγεια

ή τα φαρδιά ψωμιά και τα σφαχτά και τα φρούτα

ή αγκαλιές τα ρόδα, τα γαρίφαλα, τις μαργαρίτες

ή τα σεμνά ελαιόκλωνα και τις στιλπνές απ’ την πρωινή δροσούλα δάφνες —


σ’ άλλες μέρες, σε γάμους, σε βαφτίσια, σε γιορτές, σε γενέθλια,

σε μέρες θριάμβων και δόξας, όταν ο σκονισμένος αγγελιαφόρος

έπεφτε λαχανιάζοντας σ’ αυτή τη σκάλα

και φιλούσε το μάρμαρο κι έκλαιγε

κι ανάγγελνε με μιαν αντρόπρεπη, κάπως βραχνή φωνή,

παράξενη μέσ’ απ’ το φλοίσβο του στερνού αναφιλητού του·


κι οι δούλοι του σπιτιού και κάποιοι γέροντες περαστικοί

άκουγαν στριμωγμένοι στο περιστύλιο

κι οι δούλες στις πόρτες με τις ποδιές τους σηκωμένες στα μάτια τους

κι η μάνα μας η αφέντισσα καταμεσής στο προαύλιο

κι η τροφός πλάι της σα βελανιδιά κεραυνοβολημένη

και παρακεί ο παιδαγωγός, κίτρινος σαν κερί μες στα αραιά τους γένια,

όλος σαν ένα χέρι ξέσαρκο, γαντζωμένο στις χορδές μιας άρπας

κι οι μικρότερες κόρες ασάλευτες στα παράθυρα

κρυμμένες πίσω απ’ όνειρά τους και τις υποψίες τους,

ακούγοντας και μην καταλαβαίνοντας,

παρατηρώντας την όμορφη κλίση απ’ το γόνατο του αγγελιαφόρου,

τα νεανικά του γένια καστανά, και τα μαύρα μαλλιά του

σγουρά και κρουστά απ’ τον ιδρώτα και τη σκόνη

κι ένα κλωνάκι αφάνα αγκιστρωμένο στο χιτώνα του — Ώστε

τα δάση περπατούν και τα τραπέζια υψώνονται σαν άλογα στα δυο τους πόδια

κι οι τριήρεις περνούν πάνω απ’ τα δέντρα με το ηλιόγερμα

κι οι κωπηλάτες σκύβουν κι ορθώνονται, σκύβουν κι ορθώνονται, σκύβουν κι ορθώνονται,

ασφαλώς στο ρυθμό του έρωτα· και τα κουπιά

είναι γυμνές γυναίκες κρεμασμένες απ’ τα μαλλιά τους

που σπαρταρούν και τινάζονται αστράφτοντας μέσα στη θάλασσα

ώσπου πίσω απ’ τις τριήρεις γράφεται ο αφρός του γαλαξία. Ώστε λοιπόν —


Κι ο αγγελιαφόρος ανάγγελνε την υπέρλαμπρη νίκη

ανάμεσα από χίλιους δυο θανάτους —χώρια πια τους λαβωμένους—

ανάγγελνε στο τέλος και την άφιξη του αφέντη

με λάφυρα πολλά και σημαίες κι αμάξια και σκλάβους

και μια λαβωματιά καταμεσής στο μέτωπο —έλεγε—

σαν ένα νέο, εξαίσιο μάτι, απ’ όπου επέβλεπε ο θάνατος,

κι έβλεπε τώρα ο αφέντης ώς μέσα στα σπλάχνα

των τοπίων, των πραγμάτων, των ανθρώπων,

σα να ’ταν όλα από διάφανο γυαλί, και διάβαζε ελεύθερα

το ρυθμό του αίματός μας, τις διαθέσεις μας, τα πεπρωμένα μας,

τις φλέβες του χρυσού που κυλούν μες στην πέτρα

και τα κλαδιά του κάρβουνου απλωμένα στο υποχθόνιο σκοτάδι

και τ’ ασημένια νεύρα του νερού διακλαδωμένα μες στα βράχια

και τα μικρά ρίγη της ενοχής κάτω απ’ το ρούχο και το δέρμα.


Όλοι άκουγαν (κι εμείς μαζί) σαν πετρωμένοι,

ανήσυχοι όλοι και σκυφτοί κι αδάκρυτοι

σα να ’χαν γίνει κιόλας γυάλινοι

κι όλοι τους έβλεπαν, κι έβλεπαν κι οι ίδιοι τον εαυτό τους

με το γυμνό σκελετό τους μέσα στο γυαλί, κι αυτόν γυάλινο,

εύθραυστον, δίχως καταφύγιο πια κανένα. Κι όμως


μέσα σ’ αυτή την πλήρη έλλειψη προφύλαξης

μέσα σ’ αυτή τη θανάσιμη αδυναμία

μέσα σ’ αυτή την ανίσκιωτη διαφάνεια


ένιωσαν ξάφνου πραϋμένοι, διαλυμένοι

μέσα στην απεραντοσύνη της διαφάνειας, απέραντοι κι εκείνοι,

σαν αναμάρτητοι μέσα στη γενική αμαρτία,

όλοι σαν αδερφοί μέσα στη γενική ερημιά της αμοιβαίας εχθρότητας

σαν οπλισμένοι απ’ το άοπλο του ανθρώπου

ωραία κι ευγενικά ντυμένοι την παγκόσμια γυμνότητα.


«Ας έρθει ο αφέντης — είπε η αφέντισσα η μάνα μας.

Καλώς να ορίσει. Κι αυτός γυάλινος.

Γυάλινος. Γυάλινος. Νά το, —κι εμείς αυτό το μάτι το ξέρουμε—

το ’χουμε, νά, κι εμείς καταμεσής στο κούτελο.

Καλά τον μάθαμε κι εμείς το θάνατο. Ξέρουμε. Βλέπουμε.

Εκείνος πρώτος μάς τον έμαθε. Πρώτοι εμείς αναβλέψαμε.

Καλώς να ορίσει ο γυάλινος αφέντης με το γυάλινο ξίφος του

στη γυάλινη συμβία του, στα γυάλινα τέκνα του,

στους γυάλινους υπηκόους του, σέρνοντας πίσω του

κοπάδια γυάλινους νεκρούς, γυάλινα λάφυρα, γυάλινες σκλάβες,

γυάλινα τρόπαια. Ας χτυπήσουν λοιπόν οι καμπάνες·

από κορφή σε κορφή της φωτιάς τα σινιάλα ας ανάψουν οι βιγλάτορες

για τη γυάλινη νίκη μας — ναι, τη δική μας νίκη,

τη νίκη όλων μας. Γιατί κι εμείς πολεμήσαμε

μες στην υπομονή και πιότερο

μες στην αβάσταχτη χιλιοόμματην αναμονή. Κι αυτοί που πέσανε

είναι κι αυτοί νικητές —είναι οι πρώτοι— και βλέπουνε.


Ας χτυπήσουν λοιπόν οι καμπάνες ώς την άκρη του ορίζοντα.

Κι εσείς, δούλες, τί στέκεστε! Ετοιμάστε

τα γυάλινα φαγιά, τα γυάλινα κρασιά, τα γυάλινα φρούτα·

έρχεται ο γυάλινος αφέντης μας. Έρχεται.»


Έτσι είπε η αφέντισσα και φαίνονταν πάνω στα μελίγγια της

το αίμα της που σφυροκοπούσε, και φαίνονταν

ο ιδρώτας της προτού σχηματιστεί και προτού τρέξει στα γαλάζια μάγουλά της.


Η μεγάλη τροφός που, μια στιγμή, την κράτησε

σαν πήγε να λιποθυμήσει, την παράστεκε τώρα με την έμπειρη σιωπή της,

τη σκέπαζε με το σοφό της ίσκιο κάτω απ’ τους μεγάλους θόλους

των διεσταλμένων ματιών της. Τότε τίναξε

τη μαύρη της ποδιά σα να ’διωχνε

ένα μαύρο πουλί. Κι ο αγγελιαφόρος έφυγε.


Μια κουκουβάγια χαμοπέταξε στο προαύλιο

μόλο που ακόμη ήταν νωρίς το απόγευμα —

δεν είχε βραδιάσει κι η σκιά της κουκουβάγιας τυπώθηκε ανεξίτηλη

πάνω ακριβώς απ’ την πύλη, (υπάρχει ακόμη). Οι δούλες έτρεξαν μέσα.

Η αφέντισσα ξέχασε να στολίσει τα παιδιά της. Μπήκε στο λουτρό.

Το γέμισε ζεστό νερό και δεν πλύθηκε. Σε λίγο

κλειδώθηκε στην κάμαρά της και βάφτηκε μες στον καθρέφτη

κόκκινη, κόκκινη, ολοπόρφυρη, σα μάσκα, σα νεκρή, σαν άγαλμα,

σα φόνισσα ή σα σκοτωμένη κιόλας. Κι ο ήλιος βασίλευε πέρα

κίτρινος κι αναμμένος σα μοιχός εστεμμένος,

σα χρυσοποίκιλτος σφετεριστής μιας ξένης εξουσίας,

άγριος απ’ τη δειλία του κι επίφοβος μέσα στο φόβο του

ενώ οι καμπάνες σήμαιναν αλλόφρονες σ όλη τη χώρα.


Την ήξεραν λοιπόν καλά τούτη τη σκάλα οι δούλες,

τόσα και τόσα χρόνια σε τούτο το σπίτι,

κι όμως ξεσκέπασαν τα πρόσωπά τους και την κοίταξαν,

έστρεψαν μάλιστα για λίγο πίσω μη τις είδαν

κι ύστερα σκέπασαν ξανά τα πρόσωπά τους με τα χέρια τους κι έφυγαν

μαύρες, μικρές, σιχαμερές, καμπουριασμένες,

σα μαύρα στίγματα, σα μύγες σε καιρό ελονοσίας

κάτω απ’ την πέτρινη βροχή του περιστύλιου

κι απόμεινε η μεγάλη σκούπα ανάποδα πίσω απ’ την πόρτα της κουζίνας

σαν εφιάλτης μ’ ορθωμένα μαλλιά που δεν μπορούσε να φωνάζει. Όλοι μας άφησαν.


Φέραμε ξένες παραδουλεύτρες να σφουγγαρίσουν τη σκάλα,

να πλύνουν τα μάρμαρα καλά, να τα τρίψουν. Τα μάρμαρα

ίδρωναν αίμα πάλι σε λίγο. Φύγαν κι εκείνες. Μας άφησαν.

Τα παρατήσαμε όλα κι εμείς — σκουπίσματα, σφουγγαρίσματα, ξαραχνιάσματα.

Κι η πέτρα πάντα τη δουλειά της — να ξερνάει όλο και πιότερο αίμα.


Ένα κόκκινο ποτάμι κυκλόφερνε το σπίτι μας·

ξεκόψαμε απ’ τον έξω κόσμο·

αργότερα μας ξέχασε κι ο κόσμος·

δε μας φοβόνταν πια· δε φοβόμαστε.

Περνούσαν, βέβαια, κάπως μακριά μας ακόμα οι διαβάτες,

όμως δεν κάναν πια το σταυρό τους

μήτε πια φτύναν μες στον κόρφο τους για να ξορκίσουν τα φαντάσματα.

Ο πιο κοντινός στο σπίτι μας δρόμος

γέμισε αγριόχορτα, τσουκνίδες, αγκάθια

και μάλιστα με κάτι γαλάζια αγριολούλουδα — δεν έμοιαζε πια δρόμος.


Τις νύχτες, αν καμιά γυναίκα, αργοπορώντας,

έπλενε ακόμη στο ποτάμι κι ακουγόταν ο χτύπος του κόπανου

πάνω στα μαλακά, μουσκεμένα υφαντά, κανένας δεν έλεγε

πως ένα μαχαίρι χώνεται στη σάρκα

ούτε πως κλείνουν μια μυστική καταπακτή

ούτε πως ρίχνουν απ’ το βορεινό παράθυρο ένα πτώμα στην τάφρο — απλώς έλεγαν

πως ένας κόπανος χτυπάει στο ρούχο,

ξεχώριζαν μάλιστα απ’ τον ήχο

αν ήταν μάλλινο ή μπαμπακερό, μεταξωτό ή λινό το ύφασμα

και ξέρανε πως μια γυναίκα λευκαίνει τα προικιά της κόρης της,

φαντάζονταν μάλιστα και την ημέρα του γάμου,

την ωχρότητα του γαμπρού, το ρόδισμα της νύφης,

το σύμπλεγμα των δυο σωμάτων αϋλωμένων κάπως απ’ την τούλινη κουρτίνα της κλίνης

που την ανέμιζε ο νύχτιος αέρας. Τόσες λεπτομέρειες

και τόση ακρίβεια πάλι (δεν είναι τάχα δείγμα ισορροπίας;)

μαζί με την αίσθηση αυτή του απαραίτητου,

σα να ’ταν αναγκαία εκείνα που έγιναν κι αυτά που επακολούθησαν —

η αίσθηση του αναπότρεπτου κι ανεύθυνου, κι ακόμη

μια φλέβα μουσική που πάλλει στον αέρα

και την ακούς ξανά και την ακούς ξανά, και δεν ξέρεις


πού βρίσκεται — λίγο πιο πάνω απ’ τα δέντρα;

κάτω απ’ τα έρημα παγκάκια του κήπου;

μέσα σ’ εκείνο το λουτρό; Πάνω απ’ το κόκκινο ποτάμι;

ή στο κλειστό οπλοστάσιο του πατέρα με τα τρόπαια τόσων μάταιων πολέμων

ή στ’ άδεια πέδιλα του μεγάλου αδελφού που λείπει χρόνια στα καράβια, ναυτικός,

και που ποιός ξέρει αν ποτέ ξαναγυρίσει,

ή στα τετράδια ιχνογραφίας του μικρού αδελφού που έπαψε να μας γράφει πια απ’ το σανατόριο,

ή στην ιματιοθήκη της δύστυχης μητέρας

με τα μακριά, λευκά, πολύπτυχα φορέματα και τις πλατιές σφυρηλατημένες πόρπες —


(συχνά, απ’ το παράθυρο, τις νύχτες, είδα τα φορέματα

να περπατούν μονάχα τους κάτω απ’ τα δέντρα

ανεμίζοντας ανάλαφρα σαν ίσκιοι φεγγαρόφωτου, και πίσω

απ’ τον λευκόν αχνό τους, πίσω απ’ την ωχρή τους κύμανση,

να διακρίνεται η κρήνη στεγνή με το μπρούντζινο δελφίνι

καμπυλωμένο σε μιαν ύστατη λάμψη απόδρασης — εκείνη η διαφάνεια, γυάλινη,

που δεν άφηνε στίγματα τύψης και μνήμης

γιατί κι η μνήμη είναι άχρηστη σε μια διαρκή απουσία ή παρουσία). Πάντως


εκείνη η φλέβα η μουσική ακουγόταν παντού, κι ούτε ξέρεις

γιατί ’σαι ευτυχισμένος, τί ’ναι η ευτυχία· διακρίνεις μονάχα

εκείνα που ποτέ δεν πρόσεξες κι ούτε είδες

απαλλαγμένα ωστόσο απ’ το βάρος τους. Μήτε τον αγγελιαφόρο ξέραμε,

μήτε το φονικό, μήτε τις έντρομες δούλες που τρέχανε,

κι ήμουνα εγώ η μια απ’ τις δυο κοπέλες που έστεκαν στα δυο παράθυρα

και που κοιτούσε τις δυο κόρες σαν κάτω απ’ τη σκάλα ή απ’ το δρόμο,

περίπου απ’ τη θέση του αγγελιαφόρου ή απ’ τη θέση της μικρότερης δούλας,

εγώ που στεκόμουν πάντα στο παράθυρο· (συχνά τις ζήλευα τις δούλες

για την ωραία τους αθυροστομία, την πονηριά, την ευθυμία και την ελευθερία τους,

εκείνη τη βαθιάν ελευθερία της σκλαβιάς που σε γλιτώνει

από αποφάσεις και πρωτοβουλίες — τις ζήλευα).


Α, τίποτα δεν είδα ούτε θυμάμαι· μόνο εκείνη η εξαίσια αίσθηση,

τόσο λεπταίσθητη, που μας χορήγησε ο θάνατος, να βλέπουμε το θάνατο

ώς το διάφανο βάθος του. Κι η μουσική εξακολουθούσε

όπως καμιά φορά το χάραμα που ξυπνάμε νωρίς χωρίς λόγο

κι η ατμόσφαιρα έξω είναι υπερβολικά πυκνή απ’ τα κελαηδήματα

χιλιάδων αόρατων πουλιών —τόσο πυκνή κι ατμώδης

που δε χωράει στον κόσμο τίποτ’ άλλο —πίκρα, ελπίδα, τύψη, μνήμη—

κι ο χρόνος είναι αδιάφορος και ξένος

σαν κάποιος άγνωστος που πέρασε ήσυχα στο δρόμο απέναντι

χωρίς καθόλου ν’ αναμετρήσει ή να κοιτάξει το σπίτι μας,

κρατώντας κάτω απ’ τη μασχάλη του μια στοίβα αδιαφανή κι άπλυτα ακόμη τζάμια

δίχως να ξέρεις τί τα θέλει, πού τα πάει,

τί νόημα έχουν και για ποιά παράθυρα προορίζονται

και μάλιστα ούτε καν το αναρωτιέσαι κι ούτε κι εσύ τον βλέπεις που χάνεται

διακριτικός κι αμίλητος στην τελευταία στροφή του δρόμου.


Ποιός μας τα φύλαξε όλα αυτά, λοιπόν, με τόση ακρίβεια και τόσες προεκτάσεις,

πλυμένα, ευχάριστα, καθαρισμένα και συγυρισμένα,

γδαρμένα από κάθε πληγή και κάθε θάνατο;

Και το κόκκινο ποτάμι γύρω στο σπίτι —τίποτα—

καθάριο νεράκι απ’ την προχθεσινή, χλιαρή βροχή

αντανακλώντας το κόκκινο λιόγερμα ώς αργά το βράδυ, ώς την ώρα

που απλώνεται εκείνη η διαφάνεια, απέραντη, γυάλινη,

και βλέπεις ώς μέσα το απέραντο, το άφθαρτο, το αόρατο,

απέραντος, άφθαρτος, αόρατος κι εσύ, κυκλωμένος

απ’ τους μικρούς ψιθύρους των επίπλων και των άστρων. Κι η μητέρα μας κάθεται

στη σκαλιστή καρέκλα και κεντάει το αιώνιο της εργόχειρο

κάτω απ’ τον τρίφλογο λύχνο που οι φλόγες του τρέμουν

καθώς σχηματίζεται ρεύμα απ’ τα δυο παράθυρα

κι ο πατέρας λείπει απ’ το πρωί στο κυνήγι

και στ’ αυτιά του περνάει η μελαγχολική σπείρα απ’ το κέρας των κυνηγών

κι απ’ τ’ ανυπόμονα και φιλικά αλυχτήματα των σκύλων.


Η μικρή μας αδελφή, διαφεύγοντας την προσοχή της παραμάνας,

ονειρεύεται μες στη δροσιά του κήπου καβάλα στο πέτρινο λιοντάρι,

κι όλα είναι τόσο ήσυχα —

κανένας δεν έσφαλε, τίποτα δε συνέβη,

μόνο το τρίξιμο μιας πόρτας στο κάτω πάτωμα

κι η σιδερένια καγκελόπορτα του περβολιού —θα ’φερε ο γαλατάς

έναν κεσέ γιαούρτι για τη δίαιτα της μητέρας,— φοβάται μην παχύνει,

κι είναι μια ευτυχία για τα παιδιά να νοιάζεται πάλι η μητέρα για το βάρος της,

να φροντίζει μια στάλα τον εαυτό της, να κοιτάζεται πού και πού στον καθρέφτη,

να περιποιείται τον κότσο της με τ’ άφθονα, ωραία μαλλιά της· — το γιαούρτι

παίρνει μια λάμψη δροσερή, μαρμάρινη, γαλάζια

κάτω απ’ την αστροφεγγιά και τους ίσκιους των δέντρων· ακούγεται

η σιγανή φωνή της πιο μικρής υπηρέτριας

που πληρώνει το γάλα της βδομάδας κι όλο αργοπορεί

ξαναμετρώντας τα ρέστα. Κι ο κήπος

στο πάνω μέρος, στην πιο σκοτεινή του γωνιά, πότε πότε

σπιθίζει και λάμπει καθώς μετατοπίζουν μες στη νύχτα

τους ζεστούς ώμους τους τα μεγάλα ηλιοτρόπια

κι ένας γαλάζιος αχνός τρεμοσαλεύει κάτω απ’ τα ρουθούνια των αγαλμάτων

σα ν’ αναπνέουν μυστικά τ’ αγάλματα τις νοτισμένες ευωδιές των ρόδων.


Ο μικρός αδελφός μας ζωγραφίζει πάντα

μες στο εργαστήρι με τους αργαλειούς, λεπτότατες υδατογραφίες

μ’ ένα γούστο διακοσμητικό της Κνωσού —ποτέ δε μας έδειξε τις ζωγραφιές του—

ή σχεδιάζει στο εργαστήρι της αγγειοπλαστικής, σε μικρά και μεγάλα λαγήνια

με μαύρες ή κεραμιδιές γραμμές προσποιητής αυστηρότητας

πολεμιστές εφήβους ή χορευτές κρυμμένους ολότελα

πίσω από τεράστιες ασπίδες — τόσο που αν δεν προσέξεις

θαρρείς πως είναι μόνο κύκλοι κύκλοι, μια μαύρη αλυσίδα. Ο μεγάλος αδελφός μας

υπέβαλε πια την παραίτησή του στο βασιλικό ναυτικό· τώρα

πάντα του σοβαρός διαβάζει στη διπλανή κάμαρα. Μέσα στην ησυχία του χρόνου

ακούγεται η σελίδα που γυρίζει σα ν’ ανοίγει μια μυστική πόρτα

σ’ ένα άσπρο, διάφανο τοπίο. Κι αλήθεια


κείνη την ώρα ανοίγει μια πόρτα. Έρχεται ο πατέρας.

Στρώνουν το τραπέζι. Μας φωνάζουν.

Κατεβαίνουμε όλοι την εσωτερική σκάλα.

Καθόμαστε στο τραπέζι και τρώμε, ακούγοντας έξω στην αυλή

τα μικρά γαβγίσματα των σκυλιών και τη φωνή του επιστάτη.


Τόσον απλή λοιπόν είναι η ζωή. Τόσο όμορφη.

Η μητέρα σκύβει στο πιάτο της και κλαίει.

Ο πατέρας ακουμπάει το χέρι της στον ώμο της.

«Είναι απ’ την ευτυχία», δικαιολογείται εκείνη.

Κι εμείς κοιτάμε απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα

την απέραντη διάφανη νύχτα με το λεπτό φεγγάρι

σαν ένα δάχτυλο λησμονημένο ανάμεσα

στις γαλάζιες σελίδες ενός ήσυχου, κλεισμένου βιβλίου.


Απόψε έχει λιγάκι ψύχρα. Φθινοπωριάζει, βλέπετε.

Αύριο μεθαύριο θα κλείσουμε πάλι το παράθυρο.

Μια φορά, προμήθεια από ξύλα για το τζάκι —άλλο τίποτα—

όχι μονάχα απ’ τα δάση μα κι απ’ τα παλιά μας έπιπλα,

πόρτες βαριές, καδρόνια, καναπέδες, φέρετρα, πίπες, ντουφέκια,

ακόμη και το ξύλινο καρότσι του παππού που μας άφησε ο καημένος χρόνους.


Αν φύγετε, πείτε, παρακαλώ, στο θείο μας να μην ανησυχεί για μας. Καλά τα περνάμε.

Κι ο θάνατος είναι μαλακός σαν ένα στρώμα που το συνηθίσαμε

από μαλλί, μπαμπάκι, πούπουλο ή άχυρο· —το στρώμα

έχει πάρει το σχήμα του κορμιού μας, βολικό,— ένας ολότελα δικός μας θάνατος —

αυτός τουλάχιστο δε μας απατά κι ούτε μας αποφεύγει — είναι βέβαιος,

βέβαιοι κι εμείς για κείνον — η αυστηρή κι εξαίσια βεβαιότητα.


Αν πάλι δε φύγετε απ’ το Άργος, θα μας έκανε μεγάλη ευχαρίστηση

να σας δούμε ξανά στο σπιτικό μας. Για χατίρι σας μάλιστα θα ξεκαρφώσω μια πόρτα

να σας δείξω το οπλοστάσιο του πατέρα,

να σας δείξω κι εκείνην την ασπίδα που πάνω στο μαύρο της μέταλλο

μένουν ακόμη τυπωμένες οι ανταύγειες από χιλιάδες στάσεις σκοτωμένων,

να σας δείξω τις δαχτυλιές του αίματος και τη βρύση του αίματος

και την υπόγεια σήραγγα απ’ όπου δραπέτευσαν μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες

οι δώδεκα γενειοφόροι πολέμαρχοι με τον χλωμό αρχηγό τους,

που, αν και νεκρός, τους οδήγησε αλάθευτα στην έξοδο.

Απ’ τ’ άλλο μέρος έμεινε ανοιχτό το στόμιο

βουβό, βαθύ και σκοτεινό σαν άγνωστο λάθος.


Κι ο αποσπερίτης —τον προσέξατε μήπως;— μαλακός ο αποσπερίτης,

σα γομολάστιχα — όλο τρίβεται στο ίδιο σημείο

σαν για να σβήσει ένα δικό μας λάθος —ποιό λάθος;—

κι ακούγεται ήχος ανεπαίσθητος καθώς περνοδιαβαίνει η γομολάστιχα

πάνω απ’ το λάθος — και το λάθος δε σβήνει·

μικρά τρίμματα χαρτιού πέφτουν πάνω στα δέντρα και σπιθίζουν·

είναι μια ευχάριστη απασχόληση — κι ούτε έχει σημασία

που το λάθος δε σβήνει· φτάνει η κίνηση του άστρου

ευγενική κι επίμονη κι αέναη

σαν πρώτο και ύστατο νόημα — ρυθμός· ουράνια ενέργεια

και πρακτική μαζί, σαν του αργαλειού και του στίχου —

πάει έλα, πάει έλα το άστρο ανάμεσα στα κυπαρίσσια,

χρυσή σαΐτα ανάμεσα στα μακριά πένθιμα νήματα,

μια κρύβοντας, μια δείχνοντας το λάθος μας — όχι δικό μας,

λάθος του κόσμου, λάθος ριζικό —εμείς τί φταίξαμε;—

λάθος της γέννησης ή του θανάτου — προσέξατε;


Είναι όμορφα τα βράδια του φθινόπωρου —συμφιλιωτικά—

σβήνοντας με μιαν ήμερη, καθολική ενοχή, την ενοχή του καθενός μας

κι εδραιώνοντας μια μυστική φιλία ανάμεσά μας,

μια φιλία ρυθμού —ναι, ναι, ακριβώς, μια ρυθμική φιλία, ρυθμική— αυτό είναι — πάει έλα, πάει έλα,

γέννηση-θάνατος, έρωτας-όνειρο, πράξη-σιωπή — είναι μια έξοδος, σας λέω,

στο πίσω μέρος, το πολύ σκοτεινό, κατευθείαν στον ουρανό, —


φυσάει από κει τ’ αεράκι, στεγνώνει ο ιδρώτας — μια ανάσα, θε μου, μια άνεση τέλος,

κι ακούγονται ολοκάθαρα οι κουβέντες απ’ τις γύρω ταράτσες μες στη νύχτα

κι ο δροσερός κρότος του κουβά που βγάζει νερό απ’ το πηγάδι του κήπου,

κι η φωνή κάτω απ’ τα δέντρα, που λέει: «θα γυρίσω»,

και το λαχάνιασμα του παιδιού που ξεκουμπώνει πρώτη φορά μονάχο του το παπούτσι του

και το φλάουτο απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του φοιτητή —μουσικού ερασιτέχνη—

μια μουσική τέλος πάντων που ανεβαίνει κι ενώνεται

μ’ όλην αυτή την εξαίσια, τη μάταιη, οργανωμένη μουσική των άστρων.


Και, ναι, σας βεβαιώνω, αν και νεκρός τους οδήγησε αλάθευτα στην έξοδο, —

όσο κι αν ξέρουμε πως κι η έξοδος, τις πιο πολλές φορές,

είναι ένας άλλος, αναγκαίος, πονηρός κι αναπότρεπτος θάνατος.


Πέστε λοιπόν στο θείο να μην ανησυχεί για μας

πέρα, στη θαυμαστά πειθαρχημένη Σπάρτη του.

Καλά τα περνάμε κι εμείς εδώ στο Άργος.

Μονάχα που δεν έχει άλλο πιο πέρα — να το ξέρει. Αυτό να το ξέρει.


("Ναι, ναι", έκανα μηχανικά και σηκώθηκα. Δεν κατάλαβα τίποτα. Ένα αίσθημα μαγικού τρόμου με είχε κυριεύσει, σα να βρέθηκα μεμιάς μπροστά σ’ όλη την παρακμή και τη γοητεία ενός πανάρχαιου πολιτισμού. Ήταν νύχτα πια. Με ξέβγαλε ώς τη σκάλα και μου ’φεξε να κατέβω με μια παλιά λάμπα πετρελαίου. Τί εννοούσε; Κι αυτός ο νεκρός που τους οδήγησε στην έξοδο; Μήπως… Όχι, βέβαια, ο Χριστός. Και το σπίτι — όχι του Αγαμέμνονα. Κι ο μικρός αδελφός με τις καλλιτεχνικές τάσεις; Ποιός; Μα δεν υπήρχε δεύτερος αδελφός. Τότε; Τί χρειάζονταν τούτο το σπίτι; Κι εγώ τί προσπαθούσα να ξεδιαλύνω απ’ τα λόγια μιας τρελής; Είχα βγει έξω. Περπατούσα γρήγορα, κι ακούγοντας το βήμα μου σταμάτησα. Κάτι στυφό κι ανικανοποίητο μου ’μενε στο στόμα, διαλυμένο στο σάλιο μου απ’ όλη αυτή τη μελανή αοριστία, σα να ’χα δαγκώσει ένα κυπαρισσόμηλο. Κι όμως, ταυτόχρονα, ένιωθα κάτι στερεό, πλούσιο, καθαρό, που μου ’δινε μιαν ιδιαίτερη ευφορία και μ’ έκανε να σκέφτομαι με μαθηματικήν ακρίβεια πόσο εύκολα θα ξεπερνούσα τις αυριανές δυσκολίες της δουλειάς μου που ώς τώρα μου φαίνονταν ανυπέρβλητες. Ανάμεσα στα κυπαρίσσια είχε βγει ένα πελώριο φεγγάρι. Πίσω απ’ την πλάτη μου ένιωθα το σκοτεινόν όγκο εκείνου του σπιτιού σαν έναν επιβλητικό, αρχαίο τάφο. Κι αν όχι τίποτ’ άλλο, είχα μάθει τουλάχιστο τί πρέπει ν’ αποφύγω και ν’ αποφύγουμε).


ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης 1959


Φαίδρα


Στον Γιάννη ΤΣΑΡΟΥΧΗ


… Είναι φυσικό

άμα οι θεοί το θέλουν οι θνητοί να σφάλλουν.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, "Ιππόλυτος"


(Ανοιξιάτικο απόγευμα, πολύ ήσυχο. Μια συνηθισμένη ησυχία, κι όμως κάπως υπερβολικά φωτισμένη, υπερβολικά τονισμένη πότε απ’ τη φωνή ενός πουλιού, πότε απ’ το χτύπο ενός καρφιού που μπήγεται στο ξύλο ή απ’ το χτύπο μιας σμίλης πάνω στο μάρμαρο — αυτή η αόριστη πυκνή ησυχία σα να πρόκειται σε λίγο να ’ναι ολότελα έτοιμο ένα θαυμάσιο, γυμνό, λυπημένο άγαλμα, σα να κρέμεται άσκοπα κάποιο σκοινί στο κλαδί ενός δέντρου, ενώ στο εξώφυλλο ενός βιβλίου, ξεχασμένου απ’ το μεσημέρι στο παγκάκι του κήπου, καμπουριασμένου απ’ τον ήλιο, σεργιανάει αδιανόητα κάποιο στρογγυλό έντομο με τα φτερά του μαζεμένα κάτω απ’ το στιλπνό, μαύρο, σκληρό κέλυφός του. Στη μεγάλη, ανατολική, ασβεστωμένη κάμαρα, μια γυναίκα, ίσως πάνω από σαράντα χρονώ, σε μια πλεχτή κουνιστή πολυθρόνα, λικνίζεται ελαφρά, πιέζοντας σε κανονικά διαστήματα τις άκρες των ποδιών της στο πάτωμα. Η ακρίβεια του ρυθμού δείχνει μιαν αυστηρή θέληση που κινδυνεύει. Και τα δάχτυλα των ποδιών της, έξω απ’ το σανδάλι, αυστηρά συμμετρικά. Κρατάει τα μάτια της κλεισμένα. Με τα χέρια σταυρωτά στο στήθος της ψαύει τις θηλές της, στην αρχή πάνω απ’ το ύφασμα, ύστερα κατάσαρκα. Ωστόσο ο ρυθμός της κίνησής της δεν αλλάζει. Άσπρες λεπτές κουρτίνες στα παράθυρα. Ανάμεσα στις δυο ανοιχτές μπαλκονόπορτες, κι αυτές με κουρτίνες, ένας μεγάλος καθρέφτης. Ένα μαρμάρινο τραπέζι. Καναπές. Δυο πολυθρόνες. Δυο σκαλιστές καρέκλες. Το φως, παρότι πλησιάζει το λιόγερμα, παραμένει λευκό, διάχυτο — ίσως απ’ τις κουρτίνες. Άξαφνα, έξω στην αυλή, οπλές αλόγων, αλυχτήματα σκυλιών, μια νεανική φωνή, κυριαρχική. Ταυτόχρονα, ο καθρέφτης, το τραπέζι, οι κουρτίνες, οι τοίχοι, πορφυρώνουν. Η γυναίκα σηκώνεται με απότομη κίνηση, εντελώς διαφορετική απ’ τον προηγούμενο ρυθμό της. Βγαίνει στο διάδρομο. Ακούγεται η φωνή της. Ίσως κάτι παραγγέλνει στην Τροφό. Επιστρέφει. Το δωμάτιο κατακόκκινο, κι αυτή κατακόκκινη. Παίρνει την πρώτη θέση της — ακίνητη τώρα. Αμέσως μπαίνει ο νέος που η φωνή του είχε ξεχωρίσει λίγο πριν στην αυλή. Όμορφος, ιδρωμένος, με ανάστατα μακριά χρυσά μαλλιά. Σίγουρα γυρίζει από κυνήγι. Χαιρετάει με σεβασμό, που δεν του λείπει κάποια αμηχανία. Η γυναίκα κοιτάζει τα εύγραμμα πόδια του, ξαναμμένα απ’ τον ήλιο, όχι μαυρισμένα, λευκορόδινα, με σγουρό ξανθό τρίχωμα. Μικρή σιωπή. Του δείχνει την πολυθρόνα αντίκρυ της. Το φως του δωματίου γυρίζει απ’ το κόκκινο προς το χρυσό μενεξελί. Τον κοιτάζει πάντα στα πόδια, όχι στο πρόσωπο, — στην κνήμη, σφιγμένη στα λουριά του σανδάλου, στα στιλπνά κανονικά νύχια μ’ ένα ελαφρό περίγραμμα σκόνης που δείχνει πιο σάρκινες τις ρώγες των δαχτύλων. Η γυναίκα, με μια χειρονομία ανεξήγητα προκλητική, ανάβει τσιγάρο. Ο νέος συγκρατεί ένα μορφασμό. Ίσως να ’ναι η πρώτη φορά που καπνίζει μπροστά του. Φυσάει τον καπνό απ’ τα ρουθούνια και το στόμα. Μιλάει):


Σε κάλεσα. Δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω. Περιμένω να βραδιάσει,

να μεγαλώσουν στον κήπο οι σκιές, να μπουν στο σπίτι

οι σκιές των δέντρων και των αγαλμάτων, να μου κρύψουν το πρόσωπο, τα χέρια,

να μου κρύψουν τα λόγια που, ασχημάτιστα ακόμη, διστάζουν· — αυτά που δεν ξέρω,

που τα φοβάμαι.

Σε κάλεσα, ανέτοιμο κι εσένα, πριν πάρεις ανάσα,

πριν μπεις στο λουτρό, μ’ όλη τη σκόνη κολλημένη

στο ωραίο σου πρόσωπο· (κοκκίνισες· σ’ έπιασε ο ήλιος· — δε μ’ άκουσες,

δε φόρεσες κείνο το μαρτιάτικο δαχτυλίδι που σου ’πλεξα·) και πόσα χνούδια

απ’ τα αγριάγκαθα του δάσους στα μαλλιά σου.

Κοίτα

αυτό σα σβόλος από πούπουλο, — τί ανάλαφρο· κι αυτό

λες κι είναι το μικρό σαγόνι ενός απόκρυφου ζώου, — σου δαγκώνει το βόστρυχο

πάνω ακριβώς απ’ το φρύδι· — στάσου να σ’ το βγάλω. Μεγάλωσε η μέρα·

έπιασαν πρόωρα οι ζέστες· — το νιώθεις στα υφάσματα, στο ξύλο τωνεπίπλων, στο ίδιο σου το δέρμα

σαν μια θλιμμένη αναβολή.

Ο χτύπος του αργαλειού

μοιάζει παράταιρος, δε χωράει μες στην κάμαρα, βγαίνει στο δρόμο —

όλα κοιτούν προς τα έξω, διαχέονται· ακόμη κι εγώ

παρόλο που μένω μες στο σπίτι, παρόλο που κρατώ κλειστά τα μάτια

για να συγκεντρωθώ — το αισθάνομαι: δεν επαρκώ στον εαυτό μου· μέσ’ απ’ τα βλέφαρά μου

σα να ’ναι γυάλινα, βλέπω έξω, σε βλέπω ξεκάθαρα στο δάσος, βλέπω

το γέρσιμο του λαιμού σου όταν πίνεις νερό στην πηγή· λέω, μάλλον,

πως τα έξω εισδύουν εντός μας — μια αποδοχή γενική σαν τη μοίρα —

γεμίζουμε άξαφνα ώς την ασφυξία· καταλαβαίνουμε το προηγούμενο άδειο· το άδειο

δεν είναι πια ανεκτό· (και πού να βρεις την πληρότητα; Ασφυξία). Η αγιότητα της στέρησης —

έτσι έλεγες· — δεν καλοθυμάμαι· (της στέρησης ή της άρνησης έλεγες;). Τί αστόχαστα λόγια —

η νίκη της θέλησης έλεγες — ποιά θέληση; ποιά νίκη; —

σκληρή, ασυγχώρητη — ένα βουνό κατασκότεινο στο λιόγερμα πέρα,

πιο σκοτεινό απ’ το κρεβάτι του τυφλού.


Την αγιότητα πριν απ’ την αμαρτία

δεν την πιστεύω· — ανημπόρια τη λέω, δειλία τη λέω· —

τ’ αφιερώματα στους θεούς, προσχήματα για ν` αποφύγουμε τη δοκιμασία· —

αόρατοι οι θεοί· δε δίνουν αποδείξεις· πιθανόν αυτό να ζητάμε·

όχι την ίδια την αγιότητα, — έναν ίσκιο μονάχα να κρυφτούμε. Το ξέρω:

μονάχος σου αγαπιέσαι όταν βρεθείς μονάχος μπροστά σ’ ένα καθρέφτη·

τα χνάρια τα ’δα στα σεντόνια σου, τα μύρισα, — τους θεούς τότε τους ξεχνάμε.

Αλήθεια

πώς πήγε το κυνήγι σήμερα; Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω

τί κυνηγάς. Ποτέ δεν έφερες κι εσύ σαν τους άλλους

τα ωραία σου τρόπαια — τίποτα σπάνια πουλιά μ’ εξαίσιο φτέρωμα και χρυσό ράμφος,

τίποτα κέρατα ελαφιών να βάλουμε στους τοίχους, όπως τόσοι και τόσοι, —

έχουν μια χάρη ιδιαίτερη — φυτρώνοντας καμπύλα το ’να πάνω στ’ άλλο

σαν σχεδιάγραμμα βυζαντινού ναού, σαν σκάλα που ανεβάζει σ’ έναν ήσυχο, μικρό ουρανό, — έχω ακούσει

πως είναι τάχατε το ημερολόγιο της ηλικίας τους. Αλήθεια; Δεν έφερες. Θαρρώ

πως ποτέ δε σκοτώνεις ελάφια — τα ευνοούμενα ζώα της Θεάς σου. Οι πάντες

μιλούνε για την ευστοχία σου. Δεν είδα τίποτα. Καλά τα πουλιά και τα ελάφια,

αλλά γιατί μήτε το δέρας ενός λύκου ή λιονταριού να στρώνουμε μπροστά στις κλίνες το χειμώνα

τότε με τα μεγάλα κρύα που τα πάντα συστέλλονται, και μας χρειάζεται

η βεβαιότητα μιας κάποιας εξουσίας, ιδίως την ώρα που ξυπνάμε

και με τα πόδια ακόμη χλιαρά, μαλακωμένα απ’ τον ύπνο, δοκιμάζουμε αμφίβολα

να σταθούμε και πάλι στο χρόνο. Θα ’ταν όμορφα τότε αν πατούσαμε

στο στεγνό τρίχωμα ενός άγριου ζώου — σκοτωμένου απ’ το χέρι σου μάλιστα — κι ίσως

να μας ζέσταινε η αίσθηση εκείνη, τόσο σπάνια,

ενός ριψοκίνδυνου ιππέα που πηδάει μια τάφρο — νικητές τάχατε κι εμείς μιας άγνωστης μάχης,

ορθοί μες στην αδάμαστή μας θέληση, όπως σου αρέσει να λες.


Κάποτε σκέφτηκα

να φορέσω τα ρούχα ενός δούλου σου ή ενός ιπποκόμου για νά ’ρθω μαζί σου στο κυνήγι,

να σε γνωρίσω στο χώρο σου, — πώς τρέχεις, πώς σκοπεύεις, πώς σκοτώνεις,

να παρακολουθήσω τις ωραίες, ανεξάρτητες κινήσεις σου ενταγμένες

σ’ ένα σκοπό συγκεκριμένο, σε μια πρόθεση, μ’ εκείνη την ακρίβεια κι ευχέρεια

που φέρνει η άσκηση και η εμπειρία. Πολύ θα το ’θελα

να σε γνωρίσω σε μια ολόκληρη προσήλωση, σε ό,τι

ξεφεύγει πια απ’ την πειθαρχία προς την έκσταση.

Θαρρώ

σαν χορευτής θα πρέπει να ’σαι, όταν τινάζεται και στέκει για λίγο στον αέρα

επιβραδύνοντας την κάθοδό του, καταργώντας

το νόμο της βαρύτητας. Σαν χορευτής, ναι, όταν υψώνει

ψηλά, ψηλά, στο ’να του χέρι μιαν αγέρινη χορεύτρια· τότε

μας κόβεται η ανάσα μη και δώσει φτερά στη χορεύτρια κι αυτή πετάξει

πλάι σ’ ένα πάλλευκο σύννεφο ανεπίστρεφτα, ή μην τη γκρεμίσει

σε μιαν αόρατη άβυσσο, που πάντα βέβαια υπάρχει

μπροστά στα πόδια μας, — κι ίσως γι’ αυτό οι ερωτευμένοι, τα βράδια,

βαδίζουν τόσο αργά, με τόση προφύλαξη, πιασμένοι απ’ τη μέση,

δίπλα στη θάλασσα ή κάτω απ’ τα δέντρα.


Δε σ’ το κρύβω:

πολλές φορές ονειρεύτηκα να κρυφτώ σ’ ένα θάμνο, στο δάσος,

να κινώ σαν αγρίμι τα κλαδιά, να με τοξεύσεις,

να ’μαι το σπάνιο θήραμά σου· — όταν θα μ’ έπαιρνες μετά στα χέρια σου να με φέρεις στο αμάξι

θα ’χα στα μάτια μου λέω δυο πράσινα φύλλα για να μπορείς να σκύψεις

σιμότερα στο πρόσωπό μου.

Τί κυνηγάς, αλήθεια; Μήπως

όλα σου τα θηράματα τα προσφέρεις στην Άρτεμη; Πολύ θα το ’θελα ωστόσο

ένα φτερό σε χρώμα βαθυγάλαζο για το καπέλο μου· — ίσως θα μπορούσες

ν’ αφιερώσεις κάτι και σε μένα. Βαθυγάλαζο, ναι,

όπως τα μάτια μου, και τα δικά σου εξάλλου· — θυμάσαι;

μας το πρωτόπε ο πατέρας σου. Κολακεύτηκα τότε·

ίσως το ίδιο κι εσύ· — είχες κοκκινίσει· κείνη τη νύχτα

έξω στο προαύλιο, με τις λυχνίες κρεμασμένες στην κληματαριά, όταν πρωτὄρθες στην Αθήνα

για τα Ελευσίνια — τί αξέχαστες μέρες.

Λοιπόν,

ένα φτερό βαθυγάλαζο, να το ακούω ν’ ανεμίζει

πάνω απ’ το μέτωπό μου με μυστικούς ψιθύρους, μεταβιβάζοντάς μου

μηνύματα απ’ το δάσος, απ’ τις κρήνες, απ’ τις ρίζες,

απ’ το εκκλησίασμα των πουλιών. Όνειρα κι όνειρα. Συχνά το στοχάστηκα:

κάθε φτερό καλύπτει μια ματωμένη τρύπα· ή μήπως

κάθε φτερό σκάβει στη σάρκα μας μια ματωμένη τρύπα; Άλλοτε πάλι

θαρρώ πως τα φτερά είναι η άνθηση του σώματός μας· και μόνον

σαν τα μαδήσει ο στοχασμός, ανοίγεται

η κόκκινη οπή που πια δεν κλείνει.

Για τούτο

σου ζητάω ένα γαλάζιο φτερό· — μη θαρρείς για τους ώμους μου βέβαια,

απλώς για το καπέλο μου. Μπορεί κι εσύ πότε πότε

να σκέφτεσαι έτσι. Ίσως κι εσύ να το ξέρεις:


τα πιο όμορφα πράγματα τα λέμε συνήθως

για ν’ αποφύγουμε να πούμε μιαν αλήθεια· κι ίσως

αυτή η αποσιωπημένη αλήθεια να ’ναι που δίνει

τη μεγάλη ομορφιά κι αοριστία

σ’ αυτά τα τετριμμένα ξένα λόγια — αιώνιος νόμος

της ομορφιάς που λένε.

Η αοριστία πάντα

μαρτυράει κάτι βαθύ κι ορισμένο —πιθανόν τραγικό ή και κτηνώδες— μια θυσιασμένη επιθυμία,

λερναία επιθυμία· — διασκεδάζει να κρύβει

σε ρόδινα ή σε πάγχρυσα νέφη

τα νέα κεφάλια της· διασκεδάζει να παίζει

στα νύχια της έναν κόκκινο σπάγγο· να τοποθετεί

τα κομμένα κεφάλια της στον ασημένιο δίσκο στολισμένα με πολύχρωμες ταινίες·

να βγάζει τα καρφιά απ’ τον τοίχο, να τα στήνει ορθά στο κρεβάτι, παίζοντας έτσι

με το δικό μας το μοναδικό κεφάλι, η πολυκέφαλη. Και πια, —τί να κάνουμε;—

αυτό το παιχνίδι μάς αρέσει. Κάποτε, μάλιστα,

το παίζουμε και για λογαριασμό μας (με δική μας τάχατε πρωτοβουλία) —

ο ίδιος κόκκινος σπάγγος, τα κεφάλια στο δίσκο με χρωματιστές κορδέλες,

τα καρφιά στο κρεβάτι.

«Μόνη παρηγόρια

(συνηθίζει να λέει η Τροφός μου) είναι να συλλογιόμαστε μέρα και νύχτα

το θάνατό μας». Μα πότε κι αυτός; Η πραϋντική βεβαιότητά του

ανήκει στο μέλλον μας, ενώ

η πλέον ελάχιστη στιγμή του παρόντος μας, στην όποια αξίωσή της

είναι πιο απόλυτη απ’ το θάνατο.


Δε θα ’πρεπε διόλου

να ’ρθούμε στην Τροιζήνα. Εδώ τα πάντα είναι δικά σου. Τα μάτια του Πιτθέα

παραμονεύουν στο σκοτάδι μήπως αποσπάσω ένα κομμάτι απ’ την αγνότητά σου,

ένα γαλάζιο που λέγαμε φτερό. Στην Αθήνα

ήταν αλλιώς· — ήταν ο χώρος ο δικός μου.

Κι ήσουν αδέξιος τότε· τρομερά συνεσταλμένος

κι ευγενικός ταυτόχρονα. Ποτέ δεν άνοιξες μόνος το ψυγείο

να πάρεις δυο κεράσια, ένα ροδάκινο, ένα μικρό κομματάκι σοκολάτα. Κι η προφορά σου ακόμη

είχε μια συστολή, καθώς μασούσες αρκετά φωνήεντα σα να ζητούσες

να πεις τις λέξεις μισές, να τελειώσεις πιο γρήγορα και να σωπάσεις

σαν περιμένοντας απ’ αλλού την απάντηση κι όχι από κει που κοιτούσες. Μου άρεσε πολύ

αυτή σου η άγνοια κι αυτή σου η αναμονή. Θαρρούσα

πως ήταν στραμμένη σ’ εμένα, — ίσως και να ’ταν. Ένα βράδυ

που σε υποδέχτηκα στη σκάλα, πριν ανάψουμε ακόμη τους λύχνους, τα χέρια σου τρέμαν

κι έγειρες μια στιγμή το κεφάλι στον ώμο μου.


Εδώ

είσαι ο αφέντης, με τους δούλους σου, με τα σκυλιά σου, τ’ άλογά σου,

τ’ αγάλματα των θεών σου. Η άνεσή σου με πνίγει.

Ούτε κι εγώ δεν ανοίγω το ψυγείο. Όταν στρώνω το τραπέζι

θαρρώ πως σκεπάζω έναν νεκρό μ’ ένα άσπρο σεντόνι· πως δεν έχω

δικαίωμα μήτε στον νεκρό μου μήτε στο σεντόνι.

Τούτο το σπίτι

είναι γεμάτο απ’ τον ίσκιο σου. Το σπίτι είναι σώμα, — το αγγίζω, με αγγίζει,

κολλάει απάνω μου, τις νύχτες ιδίως. Οι φλόγες των λύχνων

μού γλείφουν τους μηρούς, τη μέση· αργοπορούν με μικρά ρίγη

κάτω απ’ τ’ αριστερό μου αυτί· μου δαγκώνουν τις ρώγες·

το σάλιο τους λάμπει, με καίει, με δροσίζει, με δείχνει.


Δεν έχω πια πού να κρυφτώ. Κλείνω σφιχτά τα μάτια

και φέγγω ολόκληρη και βλέπομαι

στιλπνή, γλιστερή, αμετακίνητη.

Το σπίτι είναι σώμα·

είναι το σώμα σου, μαζί με το δικό μου. Κάνω να περπατήσω

και τα σεντόνια σέρνονται πίσω απ’ τα πόδια μου σαν ύστερα απ’ την πράξη· κάνω να βάλω

ένα ποτήρι, ένα πιάτο στο τραπέζι· — στα δάχτυλά μου

κρέμεται κείνη η γνώριμη αλυσίδα με το σταυρουλάκι σου (αυτή

που λένε ότι σου χάρισε η Θεά), αυτή

που κρεμόταν στο στήθος σου, που άχνιζε από τη σάρκα σου· (ναι, εγώ σ’ την έχω κλέψει).


Θυμάμαι

την παιδική σου απορία όταν την έχασες, την ενοχή σου, την οργή σου —

πώς σπίθιζαν τα μάτια σου, πώς σου έβαφε τα μάγουλα το αίμα, — το ’βλεπα το αίμα

να τρέχει κάτω απ’ το λευκό σου δέρμα, ν’ ανεβαίνει απ’ τα πόδια σου στο στήθος,

να σκοντάφτει στα γόνατα, να τρέχει ανάστροφα προς την κοιλιά και τους μηρούς σου,

στα μπράτσα, στο χαράκι του λαιμού, να ογκώνει και πορφυρώνει

τις θηλές και τα χείλη σου — σα να ’ταν όλο το κορμί σου σε στύση· — μια κόκκινη βούλα

έχει απομείνει ακόμη στο σαγόνι σου.

Μαζί σου

έψαχνε κι η γριά Τροφός, κι εγώ μαζί, να τη βρούμε. Φέραμε άνω κάτω

τις κάμαρες, την αυλή, την κουζίνα, το στάβλο. Σε κοιτούσα

γονατιστόν να ψάχνεις κάτω απ’ τα τραπέζια, κάτω απ’ τα κρεβάτια, εκεί,

μπροστά στα πόδια μου, παραδομένον, να κοιτάω τις γραμμές του σώματός σου,

τις αλλαγές των σχημάτων του σε κάθε μετακίνηση. Γονάτιζα κι εγώ,

έτσι, πλάι πλάι, στα τέσσερα κι οι δυο μας, μπουσουλώντας σα βρέφη

αδέξια, εκστατικά μπροστά σε κάποιον άγνωστον, αναμενόμενο άθλο,

ή σαν πρωτόγονα ζώα που αναζητούν την τροφή τους σε μια ύπουλη λόχμη,

άγρια απ’ την πείνα τους, με μια δεύτερη ισχυρότερη πείνα, —

η έμπειρη εγώ, η τυραγνισμένη,

κι ο ανήξερος εσύ, ο υπερόπτης, ο αστεία αθώος,

αξιολάτρευτος αθώος.


Άλλοτε πάλι

πεσμένος κατάχαμα, μπρουμυτισμένος, να ψάχνεις κάτω απ’ τις ντουλάπες,

βαθύς, ανήσυχος, διεισδυτικός σα να ’κανες έρωτα.

Κι ήμουν

εγώ το πάτωμα που πάνω του ριχνόσουν, και σ’ ένιωθα εντός μου

ενώ, ταυτόχρονα, ορθή, παρατηρούσα την κάθε κίνησή σου

εγγράφοντάς την στην αφή μου και στη γεύση μου. Δε βρήκαμε, βέβαια, την αλυσίδα —

αυτήν που την φορώ τις νύχτες στην κλίνη μου σαν λείπει ο Θησέας,

αυτήν που την σφίγγω στο στήθος μου.

Δε βλέπεις

τα χνάρια της, κρίκο τον κρίκο, χαραγμένα στη σάρκα μου; —

κι ένας μικρός Εσταυρωμένος, σκαμμένος

ανάμεσα στα στήθη μου, — θαρρώ, αν τον φιλούσες

θ’ ανασταινόταν πράγματι· παρότι

το ’χω καλά μαθημένο: η ανάσταση δεν είναι

παρά μια πράξη μοναχική της απάρνησης, κι όχι

μια πράξη της ένωσης.


Λοιπόν, όπως σου είπα

αυτή η κλεμμένη αλυσίδα κρέμεται απ’ τα δάχτυλά μου

όταν βάζω τα πιάτα στο τραπέζι· χτυπάει στα μαχαίρια, στα πιρούνια

με ήχους μικρούς, προδοτικούς· κάποτε χώνεται

σ’ ένα ποτήρι με κρασί — βρέχεται ακέριος ο σταυρός κι ο Εσταυρωμένος·

τραβώ το χέρι μου· κόκκινες στάλες

λεκιάζουν το τραπεζομάντιλο· βάζω τις φέτες το ψωμί πάνωθέ τους —

κόκκινες στάλες και πάνω στο ψωμί. Δεν ξέρω πια κατά πού να κοιτάξω.

Τα πρόσωπα, τα χέρια, τα μαλλιά, ο καθρέφτης, οι τοίχοι

κατάστικτοι με αίμα.

Ευτυχώς

το αίμα είναι αόρατο· ησυχάζω· κανείς δεν το βλέπει·

ούτε την αλυσίδα βλέπουν· συνεχίζουν να τρώνε (κι ίσως, για άγνωστο λόγο

με πιότερη ακόμη βουλιμία). Όσο για κείνες τις κόκκινες στάλες —

αυτές δεν πιάνουν πάνω μου, δε δημιουργούν στο δέρμα μου κηλίδες· γιατί εγώ

είμαι ολάκερη κόκκινη απ’ το αίμα, μέσα κι έξω,

απ’ το αόρατο αίμα — η μυστική μου πορφύρα. Πικραίνομαι μόνο

(ίσως και χαίρομαι μαζί) που μήτε συ δε με βλέπεις

—παρότι σ’ τ’ ομολόγησα— μ’ αυτή μου την περήφανη,

την ένδοξη, παγκόσμια μου αλουργίδα. Μα λέω

πως κι αν ακόμη θα μπορούσες να μ’ έβλεπες έτσι

θα νόμιζες πως είμαι ολόσωμη βαμμένη

κόκκινη, κατακόκκινη για κάποια ειδωλολατρική τελετουργία.

Ω, βέβαια,

καθένας βλέπει με τα δικά του μάτια·

άλλωστε το ίδιο κι εγώ. Μα το χειρότερο απ’ όλα:

κι η πιο βαθιά κατανόηση της διαφοράς μας

δεν ευκολύνει τα πράγματα· δεν καταργεί

τις διαφορές μας και τις χωριστές μας αξιώσεις.


Όχι· παράπονο δεν έχω από σένα ή απ’ τη μοίρα μου. Ώρες ώρες

και μόνη η γνώση της όποιας δυστυχίας μας μπορεί να μας κρατήσει

πάνω απ’ τη δυστυχία, σ’ ένα χώρο βαθύ και υψηλό· — ένας ήσυχος αέρας φυσάει εκεί πάνω,

τα μαλλιά μου χτυπάνε στους ώμους μου ανάλαφρα

σα δυο παλάμες φιλικές, σα δυο φτερούγες

διάφανες, πραϋντικές, επικυρωτικές.

Ολόγυρά μου

απλώνεται η σπλαχνιά μιας άχρονης αστροφεγγιάς, — σπλαχνιά δική μας

για όλο τον κόσμο και για τον ίδιο τον εαυτό μας φυσικά. Τότε


δε μου χρειάζεται διόλου να πετάξω,

εκεί, στο ύψος του ονείρου και της τελικής μου θέλησης, μόνη με μένα,

απαλλαγμένη από μένα, χωρισμένη

απ τα ξέχωρα δικά μου, ενωμένη με τον κόσμο. Και τα σκοινιά που με δέναν

στα χέρια, στα πόδια, στο λαιμό, κομμένα,

φτερά τώρα κι εκείνα, — να τ’ ακούω ν’ ανεμίζουν

και οι άκρες τους ν’ αγγίζουν μαλακά τον ουρανό και το χώμα —


Θυμάμαι ένα άγριο κάτασπρο άλογο, δεμένο από το πόδι σ’ ένα δένδρο. Πώς τιναζόταν,

πώς άφριζε η ουρά του, η χαίτη του· πώς κυματίζανε οι μυώνες σ’ όλο το κορμί του

κάτω από το λαμπερό λευκό του τρίχωμα. Θαρρούσα

πως θα κοπεί το πόδι του απ’ τη ρίζα· και, τρίποδο πια, θα καλπάσει

κουτσαίνοντας περήφανο προς το άγνωστο· (ίσως

καμιά λευτεριά δεν κερδίζεται χωρίς κάποια δική μας θυσία). Κι αλήθεια,

έσπασε το σκοινί κι όχι το πόδι του· κι ενώ έκθαμβη περίμενα

την αστραπή της φυγής του, εκείνο

έκανε πέντε αργά μεγάλα βήματα και στάθηκε

κοιτώντας σοβαρά και περίλυπα την κομμένη τριχιά του. Εγώ δεν ένιωθα έτσι.


Ίσως και να ’νιωθα. Δεν ξέρω. Κοιτούσα από κει πάνω

ν’ ανάβουν κάτω τα φανάρια ένα ένα, (θα περνούσε ο φανοκόρος

με τη σκάλα στον ώμο του). Λίγο λίγο αναγνώριζα

τους λυπημένους, τους κλεισμένους δρόμους που γυρίζουν γύρω απ’ τον εαυτό τους,

αυτούς που τους περπάτησα κι εγώ (γι’ αυτό λυπημένους)

και τους λυπόμουν που τους άφησα. Ψιθύριζα μέσα μου

τα ονόματά τους — οδός Ακαδημίας, Πανεπιστημίου, Σταδίου, οδός Αιόλου. Οι λυχνίες

ανάβανε στα σπίτια, φέγγαν οι πόρτες, τα παράθυρα — η έναστρη πολιτεία,

ένας επίγειος ουρανός.

Ξεχώριζα

και το δικό μας σπίτι — τη μαρμάρινη σκάλα φωτισμένη

απ’ τους δυο φανούς των γυμνών αγαλμάτων. Αυτό ’ναι —μουρμούριζα—

το δικό μου παράθυρο, αυτό του Θησέα· — εγώ δεν είμαι κει μέσα,

εγώ δεν είμαι κει μέσα — ξανάλεγα· έχω φύγει, έχω ξεφύγει

απ’ το κλειστό κι απ’ το θνητό. Φανταζόμουν το βλέμμα σας· φανταζόμουν

ίσως τη λύπη σας· (ναι, ναι, θα λυπηθείτε και σεις) · τα ωραία φορέματά μου

άδεια, κρεμάμενα μες στη ντουλάπα ή ριγμένα στις καρέκλες

ή στο κρεβάτι· τα σαντάλια μου κάτω απ’ το κρεβάτι· στο ένα

κείτεται μια νεκρή πεταλούδα της νύχτας· — δε θα τα ξαναφορέσω.


Κι ακριβώς τη στιγμή

που ’νιωθα να φαρδαίνουν τα πλευρά μου αδέσμευτα στη βαθύτερη ανάσα, ένας κόμπος

με σταματούσε· — αυτός ο μικρός Εσταυρωμένος

σκαμμένος στο στήθος μου, κι η γνώση

πως θα γυρίσω πίσω· κι ήμουν κιόλας κει μέσα, εδώ μέσα

στη θέση μου κάτω απ’ τη λάμπα, στο τραπέζι,

κοιτάζοντας πίσω απ’ τα ποτήρια, πάνω απ’ τους ώμους σας κι απ’ την αδιάφορη ματιά σας

έξω απ’ το μακρινό παράθυρο, προς τη διάφανη νύχτα όπου είχα δραπετεύσει για λίγο,

απ’ όπου είχα επιστρέψει πιο θλιμμένη, γερασμένη και σαν ταπεινωμένη

μέσα σε μια οργισμένη περηφάνια, να μετράω, να ελέγχω

με τα δικά σας μέτρα τις κινήσεις μου — να κόβω

πολύ προσεχτικά το ψωμί με το μεγάλο μαχαίρι

χωρίς να χαρακώσω το τραπεζομάντιλο ή το ξύλο,

χωρίς να γραντζουνίσω το μικρό σου δάχτυλο ούτε το δικό μου.


Θε μου, δεν την αντέχω αυτή την προσποίηση. Νιώθω

κάθε χειρονομία μου ν’ αφήνει στο ταβάνι, στο πάτωμα, στον τοίχο

ή πάνω στα έπιπλα έναν ίσκιο τεράστιο· ο ίσκιος πολλαπλασιάζεται, απλώνει,

μεγεθύνεται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, καθρεφτίζοντας όλες

τις μυστικές, ενδόμυχες κινήσεις μου.


Δεν ξέρω πια πού να μείνω,

έτσι πολιορκημένη απ’ τους ίσκιους μου, πιο φανερή τώρα,

όρθια θαρρώ καταμεσής του κόσμου, προδομένη, περίβλεπτη,

στόχος των δούλων, των σκυλιών, του αφέντη, εσένα, να βλέπω

τις διαρκείς μεταμορφώσεις των ίσκιων μου· —πιότερο μοιάζουν με ζώα—

ένα λιοντάρι σκίζει με τα νύχια του την κόκκινη κουβέρτα·

μια τίγρης δαγκώνει το βελούδο του καναπέ· ένα δελφίνι

πηδάει μες στον καθρέφτη μ’ ένα καμάκι στη ράχη του· μια ελαφίνα

σέρνει στα κέρατά της την κουρτίνα σαν πέπλο νυφικό καλύπτοντας ακέριο

τον κάμπο, τις πηγές, τους αμπελώνες και τα κόκκινα πόδια των τρυγητών· ένα βουβάλι

κουβαλάει το τραπέζι απ’ την τραπεζαρία στον κήπο· ένα ποτήρι πέφτει,

οι δυο υπηρέτες κοιτάζονται· κρατάω το ψαλίδι

δοκιμάζω να κόψω στο φαντό ένα χιτώνα, — το νιώθω απ’ τον ήχο

πως κόβω το τρίχωμα μιας σκιάς μου. Στη γωνιά του δρόμου

εκείνος που πουλάει καλάθια γυρίζει και κοιτάει.


Όλη μέρα

περιμένω τη νύχτα μήπως οι ίσκιοι μου αφομοιωθούν απ’ το σκοτάδι

για να μπορέσω να πιάνω λιγότερο χώρο, να κλειστώ στον πυρήνα μου, να ’μαι

σαν ένας κόκκος στάρι μες στο χώμα. Δεν τα καταφέρνω.

Οι σκιές μου δεν απορροφιούνται απ’ το σκοτάδι· αντίθετα μάλιστα

κυριεύουν ολόκληρη τη νύχτα. Και τότε

διευρύνομαι μαζί τους κι εγώ, απορημένη, βουβή, βυθισμένη,

μ’ όλη την επιφάνειά μου τανυσμένη απ’ την πυκνότητα του βάθους, ενώ

γυμνή η επιθυμία μου, στίλβουσα, ολόλευκη, επιπλέει

επάνω στο σκοτάδι σαν πνιγμένη γυναίκα με κοιλιά τυμπανισμένη,

με διογκωμένο αιδοίο —μια γυναίκα με μάτια κλεισμένα, φωτισμένη απ’ το φεγγάρι—

όχι πνιγμένη, απλώς επιπλέουσα ανάσκελα — μια έγκυος γυναίκα.


Και νά ξανά να περιμένω πώς και πώς τη μέρα, να λαλήσουν

οι πετεινοί στους φράχτες, ν’ ακουστούν έξω στο δρόμο

τα βήματα του τροχιστή, του αγγειοπλάστη, του πλανόδιου μανάβη, του ιχθυοπώλη,

οι χτύποι των σφυριών στα μαρμαράδικα ή στα ξυλουργεία, να ξεχωρίσουν

μια μια οι σκιές μου για να μοιραστώ τις σκιές μου, να μην είμαι μόνη με μόνη.


Δεν τις αντέχω αυτές τις νύχτες της άνοιξης. Οι ατμοί ανεβαίνουν απ’ τη γη, πυκνώνουν,

σε πιέζουν μαλακά μαλακά, σάρκα με σάρκα. Ένα φρίκιασμα

διατρέχει τον αέρα, περνάει απ’ τη μια κάμαρα στην άλλη, εισδύει

στο τρίτο δωμάτιο, το ρόδινο, εκεί που κοιμάσαι. Οι οπλές των αλόγων

χτυπούν στον υπαίθριο στάβλο· — ίσως κι εκείνο

το ολόλευκο άλογο που σου ’λεγα — τώρα κουτσό (δε διακρίνω τέταρτο χτύπο) —

τί λόγια αποσιωπημένα ακούγονται, τί κραυγές κρατημένες,

ήχοι από αυλούς, κιθάρες, άστρα. Ένα μόνο κουπί στο νερό — αυτό που με σκάβει

σε ισόχρονα διαστήματα, ώς το σπασμό της ηδονής και πιο πέρα

ώς τον καινούργιο σπασμό και τον άλλον — ανεξάντλητος.


Και τα σεντόνια μουσκεμένα από νερά χλιαρά, σπέρμα κι ιδρώτα,

και τα φορέματα, τα εσώρουχα, ριγμένα στο πάτωμα χάμω

και τ’ άλλα μέσα στα σεντούκια ή στις ντουλάπες συσπασμένα να στάζουν, να στάζουν

μικρές σταλαματιές που αμέσως πήζουν, κρυσταλλώνουν, σταλαχτίτες, σταλαγμίτες

σε βαθιά σπήλαια μέσα μας — περίεργα γυάλινα δάση,

γυάλινα αγάλματα πουλιών, ανθρώπων, δέντρων, ζώων,

γυάλινα ερωτικά συμπλέγματα σε μιαν υπόγεια, πυρετική υγρασία.


Καμιά φορά περνάει συρτά μια πράσινη σαύρα από κει μέσα

με μάτια ξαφνικά μεγαλωμένα — καταπράσινα μάτια

αφήνοντας μια πράσινη ανταύγεια στα υπόλευκα κρύσταλλα

στους κάθετους, θαμπούς, στενόμακρους καθρέφτες. Η σαύρα

παρατηρεί με αμήχανη έκσταση, με μια καχύποπτη προφύλαξη, και μένει

ασάλευτη, μαρμαρωμένη, χάνοντας το πράσινο χρώμα της. Άλλοτε πάλι


ένα έντομο μαύρο, στρογγυλό, ξετρυπώνει απροσδόκητα από κάπου

με τα φτερά του μαζεμένα κάτω απ’ το σκληρό του κέλυφος· ψαύει

με χίλια λεπτεπίλεπτα πόδια τη γλιστερή επιφάνεια·

δεν προχωρεί· στέκεται εκεί — ένα μαύρο μάτι

όχι τυφλού, — ένα μάτι βγαλμένο, αποκομμένο

απ’ τα προσωπικά του νεύρα· — ένα μάτι

καμπύλο, πανεποπτικό.

Στέκεται, ορά, αποτρέπει — ένας κόμπος

όπως αυτός στο λαιμό, πού σ’ εμποδίζει να μιλήσεις,

που σ’ εμποδίζει και να δεις, — ένα κάτι

σαν καρδιακή συγκοπή· — κι είναι το τέλος που βλέπει το τέλος.


Ω φόβος κι αναγάλλια του τέλους, — να τελειώναν όλα

κι εσύ κι εγώ κι η διαφορά μας. Τί ανόητα αισθήματα, θέ μου,

τόσο υπερτροφικά, — κι ούτε που μας αφήνουν

έναν ελάχιστο ελεύθερο χώρο δικό μας, να κάνουμε ένα βήμα

έστω και προς το θάνατό μας. Τί ηλίθια ιστορία, ξένη, ξένη.


Τί φταίμε, αλήθεια, για όλα τούτα; Ποιός τα θέλησε έτσι;

Όχι, πάντως, εμείς. Ανυπόφορες, θέ μου, κι οι νύχτες κι οι μέρες. Το πρωί,

μόλις ξυπνήσουμε (πιο κουρασμένοι απ’ όσο πριν απ’ τον ύπνο) η πρώτη κίνησή μας,

πριν ακόμη πλυθούμε, πριν πιούμε τον καφέ μας, ν’ απλώσουμε το χέρι

να πάρουμε απ’ το κομοδίνο το στεγνό μας προσωπείο

να το εφαρμόσουμε σαν ένοχοι στο πρόσωπό μας

άλλοτε με αλευρόκολλα ή ψαρόκολλα, άλλοτε

με τη γλοιώδη εκείνη κόλλα που κολλούν τα πετσιά οι τσαγκαράδες. Κι όλη μέρα


να νιώθεις την κόλλα να ξεραίνεται, να ξεκολλάει

κομμάτια κομμάτια απ’ το δέρμα σου· να μη σε αγγίζει κατευθείαν

το φως, ο αέρας, το νερό, ένα χέρι ή το δικό σου χέρι· κι από πάνω

να ’χεις το φόβο μήπως ξεκολλήσει ολόκληρο το προσωπείο

από μια αθέλητη σύσπαση χαμόγελου· μην πέσει

μέσα στο πιάτο σου με το κοκκινιστό κοτόπουλο, ακριβώς την ώρα

που λες «καθόλου δεν πεινώ»· μη και φανεί

ολόγυμνη η άγρια σου πείνα, η αστείρευτη πείνα.


Αυτό το ξεκόλλημα της μάσκας το νιώθουμε πάντα

όχι τόσο απ’ τα έξω όσο από τα μέσα

σα μια χρυσή μασέλα στο στόμα μας — κι όλο φοβόμαστε μήπως μας πέσει

αυτή η μασέλα που δεν μας αφήνει να κραυγάσουμε είτε να γελάσουμε, κρατώντας

την έκφρασή μας στο κοινό κι αρμοστό μέτρο. Ευλογημένη ας είναι· — τί να πούμε;


Βράδιασε πια. Σκοτείνιασε. Δε βλέπω τη μορφή σου. Καλύτερα. Δε βλέπω

την προσωπίδα σου (γιατί φορείς και συ προσωπίδα· — αγιότητα πες την,

αγνότητα πες την — προσωπίδα). Καλύτερα έτσι. Μαντεύω μες στον ίσκιο

τον αποτροπιασμό σου. Ω ανόητε ωραίε, — να το θυμάσαι:

αυτοί που πόνεσαν πολύ γνωρίζουν να εκδικούνται, κι ας γνωρίζουν

το ανεύθυνο το δικό τους και των άλλων.

Τί πικρά που νυχτώνει.

Βγήκαν τ’ αστέρια. Τρυπούν σαν αγκάθια. Δεν είναι

κείνη η σπλαχνιά της άχρονης αστροφεγγιάς, — την ξέχασα. Μπορεί και κείνη

να ’ταν προσωπίδα — πιο πλατειά, βέβαια, σαν εντάφια, αλλάζοντας

το πυρρό του αίματός μας σε αμφίβολη δροσιά, — πόσο κι αυτή θα κρατήσει; Σε λίγο

ακούμε πάλι το αίμα μας πιο πύρινο, πιο κόκκινο ν’ ανεβαίνει

να πορφυρώνει όχι μόνο το πρόσωπο μα και το προσωπείο

διανοίγοντας οπές στο μέταλλο, ώσπου

το πρόσωπό μας αιμόφυρτο να βγει μέσ’ απ’ το προσωπείο, να το καλύψει ακέριο —

βασανισμένο πρόσωπο με την ακραία υπεροψία του ανυπεράσπιστου, με την τόλμη

να υπάρξει μια στιγμή πάνω απ’ το προσωπείο του, έστω

την ύστατη στιγμή πριν απ’ το θάνατό του ή και μετά το θάνατό του.


Έχω συχνά διακρίνει πρόσωπα νεκρών, γδαρμένα,

όχι αιμάτινα πια, αλλά κατάχλωμα,

αμαρτωλά, κι αδιάφορα τώρα, να επικάθονται

επάνω στην ψυχρή τους χρυσή προσωπίδα.

Αυτά

που ’χαν πολύ μαρτυρήσει και πολύ ψευστεί (για ν’ αποφύγουν ίσως

να ομολογήσουν το μαρτύριό τους), αυτά

είναι τα πρόσωπα θαρρώ των Αγίων.


Α, μη νομίσεις πως ζητώ να μπω και γω στη χορεία τους

και πως γι’ αυτό τους εγκωμιάζω. Όχι, όχι. Εγώ ομολόγησα. Το άγιο,

το ταπεινό το ψεύδος δεν το κράτησα. Το προσωπείο

το ’σκισα και το πέταξα μπροστά στα πόδια σου· δεν το διατρύπησα,

δεν το υπερκάλυψα με το πρόσωπό μου. Ωστόσο και τώρα

θα ’θελα να σ’ το ξαναπώ: την αγιότητα πριν απ’ την αμαρτία δεν την πιστεύω.


Τίποτα δεν πιστεύω. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Καθένας μας μόνος,

καθένας προγραμμένος, με την κόκκινη σφραγίδα

στο μέτωπο ή στην πλάτη.

Ακούω από μακριά τα βήματά μου

σε δρόμους ελικοειδείς με παλιούς σκουριασμένους φανοστάτες,

με ξεγδαρμένες πόρτες, με κλεισμένα πηγάδια. Τα παραθυρόφυλλα

γέρνουν στον ώμο της μοίρας. Ένα φίδι στο δρόμο. Δυο άρρωστες γάτες.

Μια πινακίδα ετοιμόρροπη —τα καρφιά της στον αέρα— μια εικόνα

ξεθωριασμένη πάνω της: ένα ψωμί κι ολόγυρά του μια αλυσίδα· από μακριά

μοιάζει με φαλακρό χοντρό κεφάλι δαφνοστεφανωμένο. Κάποιος ανεβαίνει

τη σκάλα του καμπαναριού· — δε χτυπάει την καμπάνα.


Είναι και μια γριά χιλιοχρονίτισσα — πλέκει ένα μαύρο τεράστιο τσουράπι. Το τσουράπι

κρέμεται απ’ το παράθυρο του πύργου ώς τα γόνατα της γριάς. Κάτι μου θυμίζει

αυτό το τσουράπι, αυτή η γριά, —μην είμαι εγώ;— και να προσέχεις

μη σου φύγει ένας πόντος· — ενώ απ’ το πάνω μέρος του προαστίου

ακούγεται ο ήχος ενός φλάουτου — η ίδια άγνωστη φράση· κι άξαφνα σβήνει· και την ξέρεις.


Κάποιος χειρονομεί κάτω στο υπόγειο — η σκιά του χεριού του

πέφτει πάνω στο σώμα του σαν χέρι κομμένο. Ένας άλλος

ανάβει ένα σπίρτο, κοιτάει το ρολόι του — το ρολόι δεν έχει δείχτες.

Κάποιος χτυπάει το ρόπτρο του κήπου. Ο κηπουρός είναι νεκρός. Το σκυλί του

γλιστράει κάτω απ’ τα δέντρα. Ένα ανθογυάλι πέφτει

στο σκοτεινό διάδρομο — κι η κίνηση να το κρατήσεις καθυστερημένη·

κι η έννοια αυτής της καθυστέρησης διάχυτη στον αέρα. Ύστερα

μια μυρωδιά χλιαρού σπέρματος σ’ όλη τη νύχτα. Τίποτα δεν καταλαβαίνω.

Κι αυτή η ανόητη προσπάθειά μας να εισχωρήσουμε σε μια τρύπα του τοίχου,

μια ελάχιστη τρύπα από πεσμένο καρφί· — και το καρφί

να το κρατάμε για πάντα στα δόντια μας μ’ εκείνη την ιδιαίτερη γεύση

της σκουριάς, του σουβά και του χρόνου. Τί να καταλάβουμε, λοιπόν; Τί να πούμε;


Ίσως και να τον είδες ένα απόγευμα, αργά προς το βράδυ,

αυτόν με την άδεια βαλίτσα, που προσποιείται τον κουτσό, (κι ίσως να ’ναι)

αυτόν που κάθε τόσο σταματάει από το βάρος του άδειου —

αφήνει τη βαλίτσα του στο πεζοδρόμιο ή στη σκάλα,

σκουπίζει τον ιδρώτα του με ανάστροφο χέρι, και πάλι

σηκώνει τη βαλίτσα του, ακούγοντας μέσα της τον κρότο

από δυο γυάλινους βόλους (ο ένας κίτρινος, ο άλλος γαλάζιος)

που κυλούν και χτυπιούνται.

Αυτός ο κρότος

ακούγεται έτσι απλά και πειστικά που φαίνεται εύκολο

να ’σαι ή να γίνεις πεθαμένος. Από μια πόρτα, ολότελα γνωστή σου,

βγαίνεις άξαφνα σ’ έναν άγνωστο εξώστη

επάνω από πανύψηλα δέντρα, στέγες, καπνοδόχους,

επάνω από πλατιά παράθυρα· — στα φωτισμένα τους τζάμια

περνούν οι σκιές εκείνων που χορεύουν μες στο ξένο σπίτι

ενώ η μουσική ακούγεται άσχετη απ’ τ’ άλλο μέρος, το ακατοίκητο, εκεί

που σκοτεινιάζουν τα βουνά και φεύγει το αμάξι με τους δυο φονιάδες

κάτω ακριβώς απ’ το μοναχικό άστρο.


Τότε κι εγώ οικειοποιούμαι πρόθυμα το θάνατό μου· ξεμακραίνω,

παρατηρώ μέσ’ από κάποιο γυάλινο θάλαμο χωρίς θερμοκρασία

τις κωμικές κινήσεις και τους μορφασμούς των φοβισμένων, των απελπισμένων ή οργισμένων,

του Θησέα, τις δικές σου, των δούλων· — ναι, κωμικές, γιατί κανέναν ήχο,

καμιά φωνή δεν ακούω, εκτός μονάχα αυτούς τους δυο γυάλινους βόλους

μες στην άδεια, πανένια βαλίτσα. Τα πάντα απομένουν

εντελώς ξεκομμένα απ’ την ατμόσφαιρα κι απ’ όποια αιτία, διαιρεμένα,

μόνα, ασυντόνιστα, χωρίς συνέπεια, συνέχεια, σχέση.


Όμορφος θάνατος. Η σιωπή που κοιτάει κι ακούει τη σιωπή. Διασκεδάζω για λίγο.

Παρατηρώ απαρατήρητη. Χαίρομαι τη δική μου απουσία.

Δε μου χρειάζεται πια προσωπίδα, μια και κανείς δε με βλέπει.

Ακινητώ μες στην ελευθερία μου να κινούμαι. Βλέπομαι μόνη

νεκρή πλάι στη θάλασσα, — ακριβώς πλάι στη θάλασσα. Ώσπου

υποψιάζομαι πως δεν είμαι νεκρή. Υποψιάζομαι το τέχνασμά μου. Ξέρω

πως ο βέβαιος θάνατος ούτε παρατηρεί ούτε κρίνει.

Ο τέλειος θάνατος, ο ήσυχος, ο ακραίος

είναι τυφλός, κουφός και μουγγός, όπως τ’ ολόλευκο. Το ξέρω.


Τότε τρυπώ με την καρφίτσα του στήθους μου άκρη άκρη τον αριστερό μου δείχτη,

απομυζώ το ίδιο μου το αίμα σε μια θελημένη στάση

ενσυνείδητου βρέφους για να μη φωνάξω, να μην κλάψω, να μη θέλω,

έτσι κλεισμένη, σμικρυμένη, με σφιγμένα μάτια, μες στο ασφυκτικό μου σώμα

από μια νεκρική αυτοηδονή. Και νυχτώνει βαθύτερα μέσα, πιο μέσα.


Η νύχτα απλώνεται σαν μια καθολική αυτοκτονία· παραδίνει

γυμνά τα σώματα σ’ ένα τεράστιο μαρμάρινο νεκροτομείο. Οι νεκροί

δε νοιάζονται πια να κρυφτούν· — αυτός με το πρησμένο σάπιο πέος·

αυτός με την κρεατοελιά στη μύτη· οι δυο γυναίκες

με πλαδαρές χοντρές κοιλιές, με κρεμασμένα στήθια· ένας νέος

με όρχεις κομμένους· μια σειρά από γέρους φαλακρούς, σταφιδιασμένους,

μ’ ανοιχτά, φαφούτικα στόματα σε μορφασμό απληστίας· κι από πάνω

ένα μεγάλο φεγγάρι αχνιστό σα βρασμένη πατάτα

μόλις ξεφλουδισμένη απ’ τα όλο κόμπους κοκαλιάρικα χέρια

της τελευταίας γριάς. Α, η αδάμαστη ετούτη

η άσκημη πείνα ώς και μπροστά στο θάνατό μας ακόμα.


Τί απόμεινες έτσι σαν πετρωμένος σε μια στάση αποδοκιμασίας

κι ίσως με μια έκφραση μυκτηρισμού και σπιλωμένης αγνότητας. Πήγαινε τώρα

να πλύνεις τον ιδρώτα και τη σκόνη των λαμπρών, μοναχικών κυνηγιών σου. Τη λάμπα

δεν την ανάβω. Πήγαινε. Ω, ναι, κι απόψε, όπως πάντα,

πολύ θα το ’θελα να σε οδηγήσω εγώ στο λουτρό, να σε πλύνω

με τα ίδια τα χέρια μου — να σε γνωρίσουν τα χέρια μου. Το κορμί σου

καλά το ξέρω, σαν ποίημα αποστηθισμένο

που διαρκώς το ξεχνώ, — το πιο άγνωστο πράγμα του κόσμου

το πιο ευμετάβλητο κι ασύλληπτο είναι τ’ ανθρώπου σώμα — ποιός μπορεί να το μάθει;


Ακόμη και τ’ αγάλματα, παρότι ασάλευτα, παρότι

τόσες και τόσες φορές ιδωμένα κι αγγιγμένα, νομίζεις πως είναι

ρευστά κι αυτά, κυμαινόμενα· — σου διαφεύγουν. Όταν κλείνεις τα μάτια

δε σου είναι δυνατό να τ’ αναπλάσεις με ακρίβεια, να τ’ ανασυγκροτήσεις. Η Τροφός

χιλιάδες φορές, με κάθε λεπτομέρεια μου ’χει ιστορήσει το κορμί σου. Συχνά, αφηρημένη,

σε σχεδιάζω ολόγυμνον στο πίσω μέρος στα πακέτα των τσιγάρων μου. Ύστερα

γεμίζω το σχέδιο με μικρές μαργαρίτες, για να σε κρύψω,

κι είναι σα να σκεπάζω έναν ωραίο νεκρό με λουλούδια.


Ω, αλήθεια, τί να πρωτοκρύψει κανείς; — το σχέδιο; τα χέρια; Το στόμα; τα μάτια; Η ίδια πάντα επιθυμία,

η ίδια ανεκτέλεστη αμαρτία· — η αντιστροφή του παιχνιδιού: Ο ίδιος σπάγγος,

τα ίδια κομμένα κεφάλια στο δίσκο, τα ίδια καρφιά, κι η μαύρη ομπρέλα

πάνω στη σκάλα απ’ όπου γκρεμιστήκαν τα πέντε παιδιά. Έξω στο δρόμο

πολίτες συνωστίζονται, φωνάζουν, τρέχουν, κρατάνε σημαίες,

στρατιώτες προβαίνουν στις γωνίες, πυροβολούν. Κι εγώ στο παράθυρο


να βλέπω το κόκκινο ποτάμι πλάι στο πεζοδρόμιο και να ’μαι πολύ πικραμένη

όχι και τόσο για τους σκοτωμένους όσο για κείνη την ομπρέλα πάνω απ’ τη σκάλα

και για κείνα τα πέντε παιδιά, τα δικά μου,

φανταστικά παιδιά, πιο δικά μου απ’ αυτά που έχω γεννήσει. Μη τάχα

προορισμός της γυναίκας είναι η γέννηση; ή μήπως

προορισμός της αθέλητος ο έρωτας; — το μαρτύριο κι η δόξα του ανθρώπου. Μπορείς να πηγαίνεις.


Άκου, στη λίμνη κάτου τα βατράχια — τρελάθηκαν· κάτι θα ξέρουν κι εκείνα.

Ίσως μια μέρα να το μάθεις και συ (τί αξία θα ’χει τότε;) —

ο δικός μας ο πόνος, κι ο πιο ελάχιστος, μας βασανίζει

πολύ περισσότερο απ’ τον πόνο όλου του κόσμου. Ποιός άλλωστε πόνος

είναι μικρός; Δεν το ’χεις μάθει.

Λοιπόν,

θα σου το μάθω εγώ — κι ας το πουν αδικία. Η αδικία

του ενός ανθρώπου προς τον άλλον πολεμιέται, και κάποτε νικιέται.

Όμως η αδικία της φύσης —τί να πούμε;— ακαταμάχητη εκείνη,

άσκοπη κι αδικαίωτη — (γιατί, τάχα, αδικία;). Μόνη αδικία

είναι η ίδια η ζωή. Κι ο θάνατος η μόνη

οριστική δικαιοσύνη, αν κι αργά πάντα φτασμένη. Ίσως και τούτο

να ’ναι ένα τέχνασμα δικό μας, ένας ψεύτικος λόγος παρηγόριας —

η τελευταία παρηγόρια γι’ αυτόν που πια δε θα την έχει ανάγκη.


Φύγε, λοιπόν. Τί μου στέκεις εκεί απολιθωμένος; Έμπα στο λουτρό σου,

έμπα να ξεπλυθείς απ’ τ’ ανόσια μου λόγια, απ’ τ’ ανόσια μου μάτια,

απ’ τα κόκκινα, λασπωμένα μου μάτια.

Ίσως κει μέσα

ν’ αφαιρέσεις για λίγο και συ το προσωπείο σου, τη γυάλινή σου πανοπλία,

την παγωμένην αγιοσύνη σου, τη φονική σου δειλία. Φεύγα σου λέω. Δεν αντέχω

την ύβρη της σιωπής σου. Την εκδίκηση την έχω ετοιμάσει. Θα δεις. Κρίμα —

δε θα μπορέσεις για πολύ να τη θυμάσαι. Τί πάθαν απόψε τα βατράχια;

φωνές, φωνές, φωνές, — τί πάνε να πουν; και σε ποιόν; Τί πάνε να κρύψουν;

ποιά μέθη; ποιόν πόνο; ποιάν αλήθεια; Τί όμορφη, αδέκαστη νύχτα —

αδέκαστη, αδέκαστη, αδέκαστη —τί όμορφη νύχτα—


(Σηκώνεται πρώτη. Προχωρεί προς τη μεσαία πόρτα, την ανοίγει, εξαφανίζεται. Το σκοτάδι δεν επιτρέπει να διακρίνουμε την έκφραση της κίνησής της, του προσώπου της. Ο νέος φεύγει αριστερά — πιθανόν προς το λουτρώνα. Η αίθουσα ολότελα άδεια, βουβή. Άξαφνα κατακλύζεται από ήχους νερού που διαρκώς δυναμώνουν, σαν κάποιος, πλάι, εκεί κοντά, να παίρνει το λουτρό τού εξαγνισμού. Ο ήχος αυτός υπογραμμίζει τη σιωπηλότητα της μεσαίας πόρτας που έχει μείνει ανοιχτή. Σε λίγο ακούγονται, σαν μέσα στην ίδια κάμαρα, τα παράφορα κοάσματα των βατράχων — κάτι ελαστικό, γλοιώδες, αισθησιακό, οδυνηρό και αηδιαστικό ταυτόχρονα. Πάλι σιωπή. Μονάχα ο ήχος απ’ την πτώση του νερού, εκτονωμένος κάπως. Λίγο αργότερα, έξω στην αυλή, θόρυβος από τροχούς άμαξας και οπλές αλόγων. Απ’ τα δεξιά μπαίνει ένας άντρας. Ανάστημα επιβλητικό, σκοτεινό. Κανείς εδώ; Ανάβει ένα σπίρτο. Φωτίζεται η πυκνή, κοντή, σγουρή γενειάδα. Ανάβει τη λάμπα. Πλησιάζει τη μεσαία πόρτα. Φωτίζεται το εσωτερικό. Στο δοκάρι της οροφής, η κρεμασμένη. Ένα μεγάλο χαρτί στη ζώνη της. Το παίρνει. Διαβάζει: "Ο γιος σου, ο γιος της Αντιόπης, δοκίμασε να με βιάσει". Κραυγή. Όχι θρήνος. Κατάρα. Η τρομερή προσταγή. Συνάζονται δούλοι, αμαξάδες, η γριά Τροφός, υπηρέτριες. Ο νέος βγαίνει απ’ το λουτρό, γυμνός, στάζοντας όλος, με την πετσέτα δεμένη στη μέση του. Ακούει σιωπηλά την καταδίκη του. Γονατίζει. Έξω, στην αυλή, οι προβολείς των δυο αμαξιών —αυτού που μόλις ήρθε και του άλλου που ετοιμάστηκε αστραπιαία για την εξορία— ρίχνουν σταυρωτά τις σκιές των δύο αγαλμάτων, της Αφροδίτης και της Άρτεμης, πάνω στο σώμα της κρεμασμένης).


ΑΘΗΝΑ, ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, ΑΘΗΝΑ, Απρίλης 1974–Ιούλης 1975


Φιλοκτήτης

(Καλοκαιριάτικο απόγευμα. Σε μιαν ερημική ακρογιαλιά νησιού — ίσως της Λήμνου. Τα χρώματα σβήνουν λίγο λίγο. Ένα καράβι αραγμένο στο βραχώδη ορμίσκο. Ακούγονται οι φωνές και τα γέλια των ναυτών που λούζονται, γυμνάζονται, παλεύουν, λίγο πιο κάτω. Εδώ, έξω από μια βραχοσπηλιά, διαμορφωμένη σε κατοικία, κάθονται δυο άντρες — ο ένας ωραίος, γενειοφόρος, ώριμος, με αρρενωπή, πνευματική μορφή· ο άλλος, γεροδεμένος νέος, με φλογερά, ερευνητικά κι ερωτικά μάτια. Έχει κάτι απ’ τα χαρακτηριστικά του Αχιλλέα, μα κάπως πιο εκπνευματωμένα, σα να ’ναι ο γιος του, ο Νεοπτόλεμος. Ένα φτενό, αφανές φεγγάρι, μετακινείται αόριστα κι αργά κάπου στον ουρανό, ασημί, μέσα στις παρατεταμένες τριανταφυλλιές και μενεξελιές ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος. Φαίνεται πως ο ώριμος άντρας, ύστερ’ από χρόνια μόνωσης και σιωπής, είχε μιλήσει πολύ στον Νέο, σ’ αυτόν τον απροσδόκητο επισκέπτη του, που ’χε φτάσει μόλις πριν δυο ώρες, και τώρα σωπαίνει πάλι, βαθύς, κορεσμένος, κουρασμένος από μιαν άλλη, ανώφελη κι αυτήν, μα ανθρώπινη, κούραση και θλίψη. Μια αόριστη τύψη σκιάζει το ευρύ μέτωπό του. Ωστόσο παρατηρεί ακόμη το εξαίσιο πρόσωπο του Νέου, σαν κάτι να περιμένει. Στο βάθος της σπηλιάς αντιλαμπίζουν πότε πότε τα όπλα του — η μεγάλη καλοδουλεμένη ασπίδα του με παραστάσεις απ’ τους άθλους του Ηρακλή, και τα τρία φημισμένα του δόρατα — μοναδικά στο είδος τους. Ο Νέος, σα να παίρνει μια δύσκολη απόφαση, αρχίζει να μιλάει):


Σεβάσμιε φίλε, ήμουν βέβαιος για τη βαθιά σου κατανόηση. Εμείς οι νεότεροι

που κληθήκαμε, όπως λένε, την ύστατη στιγμή για να δρέψουμε τάχα

τη δόξα την ετοιμασμένη με τα δικά σας όπλα,

με τις δικές σας πληγές, με το δικό σας θάνατο,

γνωρίζουμε κι εμείς κι αναγνωρίζουμε, κι έχουμε, ναι, κι εμείς τις πληγές μας

σ’ άλλο σημείο τού σώματος — πληγές αθώρητες,

χωρίς το αντίβαρο της περηφάνιας και του αξιοσέβαστου αίματος

του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα.


Μια τέτοια δόξα ας μας έλειπε· — ποιός τους την ζήτησε;

Μήτε μιαν ώρα δεν είχαμε δική μας, πληρώνοντας

τα χρέη και τις υποθήκες άλλων. Μήτε καν προφτάσαμε

να δούμε μιαν αυγή ένα ήσυχο χέρι ν’ ανοίγει το παράθυρο απέναντι

και να κρεμάει απέξω, στην πρόκα του τοίχου, ένα κλουβί καναρίνια

με τη σεμνότητα μιας περιττής κι αναγκαίας χειρονομίας.


Όλες οι ομιλίες των μεγάλων, για νεκρούς και για ήρωες.

Παράξενες λέξεις, τρομερές, μας κυνηγούσαν ώς μέσα στον ύπνο μας

περνώντας κάτω απ’ τις κλεισμένες πόρτες, απ’ την αίθουσα των συμποσίων

όπου άστραφταν ποτήρια και φωνές, κι ένας πέπλος

αόρατης χορεύτριας κυμάτιζε αθόρυβα

σαν ένα διάφανο, στροβιλιζόμενο χώρισμα

ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Αυτή η παλλόμενη

ρυθμική διαφάνεια του πέπλου, παρηγορούσε κάπως

τις παιδικές μας νύχτες, αραιώνοντας τις σκιές των ασπίδων

που γράφονταν στους άσπρους τοίχους με τ’ αργό φεγγαρόφωτο.


Μαζί με τη δική μας την τροφή ετοιμάζανε

και την τροφή των νεκρών. Την ώρα του γεύματος

έπαιρναν πάνω απ’ το τραπέζι υδρίες με μέλι και με λάδι

και τις μετέφεραν σ’ άγνωστους τάφους. Δεν ξεχωρίζαμε

τους αμφορείς του κρασιού απ’ τις νεκρικές ληκύθους. Δε γνωρίζαμε

ποιό το δικό μας και ποιό των νεκρών. Ένας χτύπος

του κουταλιού μες στο πιάτο, ήταν ένα άξαφνο δάχτυλο

επιτιμητικό, που μας χτυπούσε στον ώμο. Στρέφαμε να δούμε. Τίποτα.


Απέξω απ’ τις κρεβατοκάμαρές μας τύμπανα και σάλπιγγες,

κόκκινες σπίθες και μουγγές σφυριές σε μυστικά σιδηρουργεία

όπου νυχτοήμερα σφυρηλατούσαν ασπίδες κι ακόντια,

κι άλλες σφυριές σε υπόγεια εργαστήρια

για προτομές κι ανδριάντες πολεμικών θεών, πολεμικών ανθρώπων, κι όχι διόλου

αθλητών και ποιητών· μαζί κι εκατοντάδες επιτύμβιες στήλες

με ωραίους, γυμνούς εφήβους, πάντοτε όρθιους,

μεταμφιέζοντας, με την κάθετη στάση τους,

το αιώνια οριζόντιο της νεκρότητας. Μονάχα, πότε πότε,

έγερναν το κεφάλι, καμπυλώνοντας ελαφρά τον αυχένα,

σαν άνθος σε χείλος γκρεμού· κι ο γκρεμός δε φαινόταν· — οι τεχνίτες

είχαν μάθει (ή μήπως τάχα τους το επέβαλλαν;)

να παραλείπουν γκρεμούς και κάτι τέτοια.


Ήταν ένας μακρύς, λευκός διάδρομος (κι απόμεινε έτσι)

ντυμένος όλος μ’ επιτύμβιες στήλες. Κι ούτε επιτρεπόταν

ν’ αργοπορήσουμε για λίγο το βλέμμα στα εύγραμμα μέλη τους

ή στους μαρμάρινους βοστρύχους που έπεφταν κάποτε στο μέτωπό τους

σαν φυσημένοι απ’ τα χείλη ενός αιφνίδιου, μυροφόρου ανέμου

σ’ ένα πάγχρυσο, θερινό μεσημέρι, — θαρρώ, ναι, πως ευώδιαζε

λεμονανθούς και ζεσταμένη απ’ τον ήλιο λυγαριά. Μεγάλα πρότυπα

μας κληροδότησαν· —ποιός τους τα ζήτησε;— ας μας άφηναν

μέσα στο ελάχιστο, στο δικό μας ελάχιστο· δε θέλουμε

να μετρηθούμε μ’ αυτά· — τί κερδίσατε άλλωστε; τί κερδίσαμε;


Καταλαβαίνω τη δική σου ευγενική αποχώρηση, σεβάσμιε φίλε,

μ’ ένα πρόσχημα κοινά παραδεκτό — πόνος του σώματος,

όχι του πνεύματος ή της ψυχής· — καλό πρόσχημα

το δάγκωμα εκείνο του φιδιού (μήπως το φίδι της σοφίας;)

να μείνεις μόνος και να υπάρξεις, —εσύ, κι όχι ένας άλλος—

να μην υπάρξεις έστω, κουλουριασμένος σ’ έναν κύκλο,

καθώς το φίδι δαγκώνοντας την ουρά του. (Συχνά κι εγώ το επιθύμησα.)


Κι ίσως να μελετούσες μες στη μόνωσή σου μιαν εκδίκηση,

μιαν αναγνώριση δική σου ή, τουλάχιστον, την αναγνώριση

της σημασίας των όπλων σου. Και, ιδού που δικαιώθηκες· —

δε θέλω να κρυφτώ —γι’ αυτά έχω έλθει, όπως το μάντεψες—

αυτά θα δώσουν επιτέλους τη νίκη στους Έλληνες,

(ρητός ο χρησμός:) αυτά, με το δικό μου χέρι.


Όμως εγώ, ήρθα πρώτα για σένα. Κι ούτε θα τα δεχόμουν τα όπλα σου

σαν αντάλλαγμα της αναγνώρισής μου ή σαν αντάλλαγμα

στη σωτηρία που σου προσφέρω: να σε πάρω μαζί μου στα καράβια μου

μ’ όλες τις αθεράπευτες πληγές σου, μ’ όλη σου τη μοναχικότητα — ποιά σωτηρία;

Πολύ τα συνηθίζουν τώρα κάτι τέτοια λόγια —τα μάθαμε·—

τί να πούμε; — δεν προφταίνει κανένας να δει και να μιλήσει.


Λαμπαδηδρόμοι τρέχουν μες στη νύχτα. Οι πυρσοί χρυσώνουν τους δρόμους.

Για μια στιγμή τ’ αγάλματα των θεών φωτίζονται πάλλευκα

σαν πόρτες ανοιχτές σε τείχη θεόρατα. Ύστερα

πέφτει η σκιά των πέτρινων χεριών τους σκεπάζοντας το δρόμο.

Κανένας πια δεν ξεχωρίζει τίποτα. Είδα ένα βράδυ

αλλόφρονα πλήθη να σηκώνουνε κάποιον στους ώμους τους

επευφημώντας τον. Μια δάδα έπεσε πάνω του.

Πήραν φωτιά τα μαλλιά του. Αυτός δε φώναξε.

Ήταν απ’ ώρα νεκρός. Τα πλήθη σκόρπισαν. Απόμεινε

το βράδυ καταμόναχο, δαφνοστεφές, με τα χρυσά φύλλα των άστρων.


Η εκλογή, θαρρώ, ακατόρθωτη — κι ανάμεσα σε τί; Θυμάμαι

όταν ήμουν παιδί· — απ’ τους ξενώνες του σπιτιού μας μ’ έφταναν

οι ωραίες, αρρενωπές φωνές των ξένων,

λίγο πριν απ’ τον ύπνο, την ώρα που θα γδύνονταν· — και, βέβαια,

κείνη την ώρα θα ξεχνούσαν σχέδια πολεμικά κι αγώνες και φιλοδοξίες,

σάρκινοι μες στη γύμνια τους, ερωτικοί κι αθώοι,

καθώς θ’ αγγίζαν, κατά λάθος ίσως, τα ίδια τους τα στήθη,

κι αργοπορούσαν στην άκρη της κλίνης μ’ ανοιχτά σκέλη,

ξεχνώντας μες στις ζεσταμένες φούχτες τους τα γόνατά τους,

ώσπου ν’ αποτελειώσουν μια μικρή, χαρούμενη ιστορία

διανθισμένη με τα γέλια τους και με των κρεβατιών το τρίξιμο.


Εγώ, τ’ άκουγα τότε απ’ το διάδρομο, καθώς, κρυφά, περιεργαζόμουνα

τα στίλβοντα σπαθιά και τις ασπίδες τους

ακουμπισμένες στον τοίχο, αντανακλώντας μυστικά το φεγγαρόφωτο

που ’πεφτε απ’ την τζαμόπορτα· — κι ένιωθα τόσο μόνος κι αμήχανος

σα να ’ταν κείνη τη στιγμή να διαλέξω για πάντα

ανάμεσα στο γέλιο τους και στα όπλα τους (που ήταν δικά τους και τα δυο). Φοβόμουνα κιόλας

μη σηκωθεί τη νύχτα ο πατέρας και με βρει στο διάδρομο

ν’ αγγίζω κείνα τα περίεργα όπλα — προπάντων

μην καταλάβει πως άκουσα το γέλιο τους, μην καταλάβει

το μυστικό μου δίλημμα. Καθόλου δεν πλησίαζα τους ξενώνες·

άκουγα μόνο τις φωνές των ξένων

σα να περνούσαν διαδοχικές στοές — μια στο σκοτάδι

και μια στο φως — συχνά πνιγμένες στους θορύβους

απ’ τις οπλές των αλόγων, έξω, στο προαύλιο· — κάποτε μάλιστα τρόμαξα

από ’ναν ίσκιο μεγάλο που ’πεσε μπρος στα πόδια μου, — ένα άλογο

στεκόταν στην τζαμόπορτα και κοίταζε μέσα

ισκιώνοντας τις σφυρήλατες παραστάσεις των ασπίδων.


Έτσι μεγάλος ήταν κι ο ίσκιος του πατέρα· σκίαζε ολόκληρο το σπίτι,

έκλεινε πόρτες και παράθυρα από πάνω ώς κάτω,

και κάποτε θαρρούσα πως για να δω τη μέρα

θα ’πρεπε να περάσω το κεφάλι μου κάτω απ’ τα σκέλη του· —

αυτό με τρόμαζε ιδιαίτερα — τ’ άγγιγμα των μηρών του στον αυχένα μου. Προτιμούσα

να μένω μες στο σπίτι, στο αγαθό μισόφωτο των δωματίων,

ανάμεσα στα υπάκουα έπιπλα, με την πειθήνια αφή των παραπετασμάτων,

κι άλλοτε μες στην έρημη αίθουσα των αγαλμάτων, — αγαπούσα τους κούρους.


Κει μέσα βασίλευε δροσιά και σιωπή, την ώρα που έξω

στους ελαιώνες και στ’ αμπέλια, φρενιάζαν τα τζιτζίκια

μες στο καυτό, μαλαματένιο μεσημέρι. Στο δάπεδο

διασταυρώνονταν πράες, συμφωνημένες, οι σκιές των αγαλμάτων

σχηματίζοντας διάφανους, γαλάζιους ρόμβους· και κάποτε

ένα μικρό ποντίκι, ξεθαρρεμένο από την ησυχία,

περνούσε αργά πάνω στα πόδια των κούρων, σταματούσε,

παρατηρούσε με δυο σταγόνες λάδι, όλο υποψία, τα στενόμακρα παράθυρα

στυλώνοντας το οξύ του ρύγχος, σα μαλακό βέλος, προς το απόλυτο,

εξ ονόματος όλων των μαρμαρωμένων — ο μικρός συνεταίρος τους.


Ο πατέρας δεν αγαπούσε τ’ αγάλματα. Ποτέ δεν τον είδα

να στέκεται μπροστά σε κάποιο· — ίσως κιόλας ο ίδιος

να ’τανε τ’ άγαλμα του εαυτού του, ένα άγαλμα χάλκινο

αγέρωχου, απλησίαστου ιππέα. Και μόνον

η φιλία του εκείνη με τον Πάτροκλο

τον έφερνε κάπως κοντά μου, σα να κατέβαινε

με φαρδιές δρασκελιές απ’ το βάθρο του

και να χάνονταν κάτω απ’ τα δέντρα. Μου φαινόταν παράξενο

πώς δεν ακούγονταν καθόλου τρίξιμο

απ’ τις κλειδώσεις των χάλκινων γονάτων του.


Κι η μητέρα, ένας ίσκιος κι αυτή, διάφανος ίσκιος,

ανάλαφρος και μακρινός — μια τρυφερότητα παρούσα

μέσα στη διαρκή απουσία της. Οι άντρες,

γυρίζοντας απ’ το κυνήγι, λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι,

βλέπαν, πίσω απ’ τα δέντρα, το δυτικό παράθυρο

σαν κρεμασμένο απ’ τα κλαδιά, μετέωρο, μόνο του,

κι εκεί, μέσα στη σκοτεινή κορνίζα του, η μητέρα,

σαν κρεμασμένη κι αυτή, να κοιτάζει

μακριά, το λιόγερμα, σα φλωροκαπνισμένη. Οι άντρες νόμιζαν

πως τους περίμενε, πως έτρωγε το δρόμο. Πολύ αργότερα

το νιώσαμε πως έλειπε, πως ήταν στ’ αλήθεια κρεμασμένη.


Στο πρόσωπό της, ο ίσκιος του σκοινιού διακρίνονταν αδιόρατα,

καθώς, μόλις ακούγονταν οι κυνηγοί κάτω στο δρόμο,

διόρθωνε την έκφρασή της, διώχνοντας με το χέρι της

έναν κατάμαυρο βόστρυχο που της έπεφτε τάχα στα μάτια· —

τον ίσκιο εκείνου του σκοινιού παραμέριζε· — αργότερα το μάθαμε,

όταν ακούγονταν πάνω απ’ τη λίμνη το τελευταίο κέρας, μέσα στο λυκόφως,

όταν έπεφτε λίγος σουβάς απ’ την πρόσοψη του σπιτιού εντελώς αθόρυβα

κι άχνιζε ολόκληρος ο κάμπος ρόδινος και χρυσός με τα γαλάζια φάσματα των δέντρων,

και τα σκυλιά, παρότι κουρασμένα, με τις γλώσσες τους έξω,

ελαφροπάταγαν σα ν’ ανηφόριζαν στον ουρανό, μέσα σ’ έκσταση.


Σε λίγο, γέμιζε η εσπέρα από στιλπνές, πολύχρωμες φτερούγες

σκοτωμένων πουλιών, εκεί στο πέτρινο υπαίθριο τραπέζι,

με τις πιατέλες γεμάτες μαβιά, κεχριμπαρένια, κόκκινα σταφύλια

και δροσερό νερό του πηγαδιού. Κι η μητέρα χαμογελούσε περίλυπη:

«Είδες που μου ήθελες να ’σαι πουλί;» μου έλεγε,

κι έδινε εντολή στις υπηρέτριες να μαδήσουν τα πουλιά για το δείπνο

στην πίσω αυλή, εκεί που κιόλας η σκιά του βουνού

έπεφτε σα λιωμένο, σπιθοβόλο σίδερο, και τα πελώρια κυπαρίσσια,

αυστηρά, σκοτεινά και φιλέρημα,

έπαιρναν μια βουβή, ανεξήγητη πρωτοβουλία.


Κείνη την ώρα, οι άντρες, ιδρωμένοι, σκονισμένοι απ’ το κυνήγι,

με κάτι χνούδια αγκαθιών στα μαλλιά τους,

με λεκέδες απ’ τη γύρη των πεύκων στους ώμους τους,

είχαν μπει στους λουτρώνες, κι ακουγόταν ώς έξω

το πέσιμο του νερού κι η μυρωδιά του σαπουνιού, ανακατεμένη

με τα μύρα του κήπου —ζεσταμένο ρετσίνι, αρμπαρόριζα, δυόσμος, δεντρολίβανο—

δροσερές ευωδιές, βαθιανασαίνουσες. Κι ο κηπουρός ακουμπούσε

πάνω στον πέτρινο πάγκο το μεγάλο ποτιστήρι του, βρίσκοντας ευκαιρία

να πει μια ταπεινόφρονη, γελαστή «καλησπέρα» στη σεβάσμια δέσποινα

ανάμεσα σε ονόματα λουλουδιών, συνήθειες σπόρων, και κάτι

για αρρώστιες φύλλων και καρπών, για κάμπιες και έντομα.


Επάνω στους ευκάλυπτους, χιλιάδες πουλιά ξελαρυγγιάζονταν

δοξαστικά, παράφρονα, σάμπως διαλαλητάδες σ’ εμποροπανήγυρη· ενώ κάτω τους

οι υπηρέτριες μαδούσαν τ’ άλλα πουλιά. Κι ερχόταν το βράδυ

ήρεμο, αργό, τελεσίδικο, γεμάτο ανάλαφρα, πρασινόχρυσα πούπουλα

μ’ ένα αδιόρατο κόκκινο στίγμα στη ρίζα τους. Κάποτε,

είχε σταθεί ένα τέτοιο πούπουλο στα μαλλιά της μητέρας

και τη σκίαζε ολόκληρη. Εγώ, τότε, με τρόπο,

πλησιάζοντάς την μια στιγμή, της το αφαίρεσα· — δεν άντεχα

να βλέπω τη μητέρα σκιασμένη από ξένες αμαρτίες. Ένα μικρό επιφώνημα

της ξέφυγε άθελα σα να της έβγαλαν ένα μαχαίρι απ’ το στήθος.


Ένα άλλο βράδυ —θυμάμαι— είχε βάλει τα χέρια της γύρω στη λυχνία

να προστατεύσει τη φλόγα απ’ τον άνεμο· τα χέρια της

έγιναν διάφανα, τριανταφυλλένια, σα δυο μεγάλα ροδοπέταλα —

ένα περίεργο άνθος, κι η φλόγα της λυχνίας

ένας απίθανος ύπερος. Τότε, είδα

τα κλειδιά της αφημένα στην πέτρινη σκάλα,

πλάι στα σακίδια και στα τόξα των κυνηγών· — κατάλαβα:

αυτά τα χέρια τίποτα δε θα μπορούσαν πια να ξεκλειδώσουν,

τόσο μοναχικά, τόσο περίβλεπτα, κλειδωμένα για πάντα

μέσα στην ίδια τους διαφάνεια. Όταν μιλούσε

ήταν σα ν’ αποσιωπούσε το κυριότερο· και τα χείλη της πρόβαιναν μόλις

μέσ’ απ’ τον ίσκιο που έριχναν τα μακριά της ματόκλαδα.


Θυμάμαι ακόμη κάποιο μεσημέρι: καθώς έπινε νερό απ’ τα δέντρα,

πρόσεξα πάλι τα χέρια της — πιο διάφανα

απ’ το ποτήρι που κρατούσε· η σκιά του ποτηριού της

έπεσε πάνω στο χορτάρι — ένας κύκλος φωτεινός, ανεπαίσθητος· τότε

μια μέλισσα κάθισε στο κέντρο του κύκλου, με τα φτερά της ελαφρά φωτισμένα,

σαν πολιορκημένη απ’ το συναίσθημα μιας ανεξήγητης ευτυχίας.

Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι, πριν κληθώ κι εγώ με τη σειρά μου.


Σου μίλησα πολύ για τη μητέρα, — ίσως να διέκρινα στα χέρια σου, φίλε μου,

κάτι απ’ το φέγγος των χεριών της. Ό,τι άγγιζε

γινόταν άξαφνα μακρινή μουσική — δεν αγγιζόταν,

μόνο ακουγόταν πια μήτε κι αυτό. Δεν απόμεινε τίποτα —

λησμονημένος ήχος, αίσθηση αόριστη — όχι γνώση.


Άλλαξε ο φωτισμός μετά — φωτιές καταυλισμών, τα γυμνά σώματα

κόκκινα, κατακόκκινα απ’ τις φλόγες, σα ματωμένα,

σα γδαρμένα απ’ το δέρμα τους — πιο σάρκινα και ζωώδη,

πιο αδιάντροπα κι ερωτικά, σαν ένα μεγάλο σφαγείο

που άντερα κι αμελέτητα κρέμονταν στα τσιγκέλια μες στη νύχτα,

ανάμεσα στ’ αστέρια, που η φωτιά τα ξεθώριαζε,

ενώ, στ’ αυλάκια δίπλα, κύλαγαν

αίματα, σπέρματα, ούρα, περιττώματα, βρομόνερα,

κι οι σκιές καλπάζανε μακριά μες στην κόκκινη λάμψη,

ώσπου έβγαινε η σελήνη μαλακιά και υγρή σαν ένα αιδοίο

κι άρχιζε η τύψη κι η μετάνοια κι η δημιουργία.


Τότε ακουγόταν ο θόρυβος του ποταμού κάτω απ’ τα δέντρα —

μια ηχητική δροσιά — χωρίς να ρωτά πού πηγαίνει.

Οι φωτιές σβήναν λίγο λίγο. Μεγάλα πουλιά, κοιμισμένα

επάνω στα κλαδιά, μισάνοιγαν πότε πότε τα μάτια τους

κι ένα ελάχιστο φέγγος περνούσε στα φύλλα.


Οι άντρες ψειρίζανε τα στήθια και τα σκέλια τους·

οι έφηβοι, άτριχοι σχεδόν, σεμνοί σαν προσβλημένοι,

ένιωθαν κάθε τόσο δυο ισχυρά τινάγματα στις ρώγες του στήθους τους

σα να τους κάρφωναν δυο ηδονικές σαΐτες πάνω στη νύχτα

κι οι μυώνες της κοιλιάς τους σαν σκοινιά τούς έσφιγγαν στη μέση. Οι φρουροί

έβγαζαν τα σαντάλια τους και τρίβανε τα δάχτυλά τους

φτιάχνοντας κάτι μαύρα, λιπαρά σβολάκια, που τα ζύμωναν ώρες,

εύπλαστα κι αναπαυτικά, σα μυστικά αγαλμάτια,

και τα σφεντόνιζαν αθόρυβα στη νύχτα. Ύστερα,

μυρίζοντας τα δυο τους δάχτυλα, ρουθούνιζαν για ώρα,

ωραίοι, κτηνώδεις, ναρκωμένοι, ώς να τους πάρει ο ύπνος.


Οι μεγάλες ασπίδες, αφημένες στο χώμα,

άφηναν έναν ήχο αργό, μεταλλικό, καθώς χτυπούσαν πάνω τους

οι μακρινές αιχμές των άστρων. Μες στο κοίλωμά τους

πήζαν κρυμμένες εντολές στρατηγών. Πάνω απ’ τ’ αντίσκηνα

σπίθιζε το τεράστιο γυμνό ψαροκόκαλο του γαλαξία. Κι ήταν πάλι,

όπως τότε σχεδόν, στα παλιά καλοκαίρια, ένας φόβος

για κάποιον κλέφτη αόρατο, αόριστο, ή και για τους συνηθισμένους κλέφτες,

μην πηδήσουν στις κάμαρες απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα κι απ’ τα μπαλκόνια· —

δεν ξέραμε πριν να φυλαχτούμε, (ούτε τώρα) — αφαιρενόμαστε

με το ζουζούνισμα ενός κουνουπιού, με το βόμβο του φεγγαρόφωτου,

με τους αντίλαλους των αψίδων από λαθραία φιλήματα —

μια γυναίκα, εμπιστευμένη στην ερημιά, αποπατούσε γαλήνια στο χωράφι,

νιώθοντας στους γοφούς της τα έντονα τσιμπήματα των χόρτων και των άστρων.


Αυτή η συναίσθηση μιας αιώνιας κλοπής — μάλλον λεηλασία

βουβή, κρυφή και σταθερή. Και ξαφνικά η κουρτίνα της κρεβατοκάμαρας

έκανε τρία χορευτικά πηδήματα πάνω απ’ τη ζέστη

με πρόθεση ολοφάνερη να μεταθέσει την προσοχή μας

σε χρυσοκέντητα κράσπεδα μιας γυναικείας εσθήτας· κι ύστερα

ακινητούσε θαμπογάλανη στη νηνεμία, καλύπτοντας ένα άγαλμα,

ίσως της νύχτας από γρανίτη, ή της κλοπής από κόκκινη πέτρα, —

και πάλι εκείνο το παραπλανητικό πριόνισμα των γρύλλων

κι εκείνες οι καθησυχαστικές φωνές των βατράχων

ή ο ξερός κρότος απ’ το κυκλικό περπάτημα μιας κατσαρίδας μέσα σ’ ένα κράνος.


Δεν είχαμε καιρό να εξακριβώσουμε. Προτού τελειώσουμε

το πρώτο μέτρημα των άστρων, αποκοιμιόμαστε. Τα ξημερώματα

μια τυφλή κουκουβάγια χαρχάλευε πεσμένη στα χαμόκλαδα

ενώ τα γαλατώδη μάτια της διερευνούσαν έναν άλλο χώρο

κι ο ίσκιος της Οίτης αποσύρονταν απ’ την πεδιάδα

σα μια πελώρια χελώνα που μαζεύει τα πόδια της.


Τότε αντηχούσε στον ορίζοντα ο ήλιος. Ψηλά στον αέρα

αστράφτανε οι εξηντατέσσερις οπλές των αλόγων του

και κάτω αντιφεγγίζαν οι βοϊδάμαξες. Οι πύλες άνοιγαν.

Συνωστισμός στην αγορά —οι οπωροπώλες, οι έμποροι—

βουνά οι καρποί και τα λαχανικά, κι οι αγρότες με τα γαϊδούρια τους.


Κάποιος φιλόσοφος αγουροξυπνημένος περπατούσε αμίλητος

ανάμεσα σε δυο σειρές σφαγμένα βόδια. Οι αγγειοπλάστες

βάζανε σε παράταξη τις στάμνες τους δίπλα στο δρόμο

σαν ένα αλλόκοσμο πήλινο στράτευμα. Στα γυμναστήρια,

ακόμη δροσερά απ’ την αυγινή υγρασία, φωτισμένα διαγώνια,

έβγαιναν απ’ τ’ αποδυτήρια οι πρώτοι δρομείς και δοκίμαζαν

μικρούς γύρους, όπως περίπου τα πουλιά στον αέρα. Στρατιώτες

έπλεναν στις αυλές των στρατώνων μεγάλα καζάνια εκστρατείας.


Κάποιες ξεχτένιστες γυναίκες τίναζαν απ’ τα παράθυρα

απίθανα κάτασπρα σεντόνια. Λαμποκοπούσαν

μετόπες ναών κι οι πάνω κερκίδες των σταδίων. Τούτη η λαμπρότητα,

τυφλή, εκτυφλωτική, σ’ αυτή της ακριβώς την επίδειξη,

σαν κάτι να μας έκρυβε —κι αλήθεια μας έκρυβε·—

μήπως εκείνη την κλοπή; Κι ήταν ακόμη

τα πελώρια πιθάρια στους κήπους και στα υπόγεια

κι οι χρυσές προσωπίδες με τα κενά, ερευνητικά τους μάτια.

Μια στιγμιαία σιωπή· το ίδιο αόριστο νόημα· κοινή συνωμοσία.


Μεγάλωναν τα γένια, τα μαλλιά, τα νύχια, τα όργανα·

και πάντα ειδήσεις για νεκρούς και για ήρωες, και πάλι για ήρωες·

μεγάλα κόκαλα αλόγων στις πλαγιές με τις ξερές αφάνες·

πυκνώνανε οι αναπνοές των άπλυτων σωμάτων. Μια γυναίκα, κάποτε,

περνούσε απόμακρα μες στην εσπέρα με μια υδρία στον ώμο της.

Πίσω της έκλεινε ο αέρας το πέρασμα. Η βραδιά

διπλωνόταν στην άκρη μιας σημαίας. Κάποιο αστέρι

φώναζε ξαφνικά ένα ακατανόητο «όχι», κι ύστερα

έσβηνε ο καλπασμός των αλόγων κατά μήκος της νύχτας

αφήνοντας πιο σιωπηλά τ’ αστέρια πάνω απ’ το ποτάμι.


Κανείς δεν πρόφταινε πια να θυμηθεί, να σκεφτεί, να ρωτήσει —

μια διαρκής μετακίνηση· όλα σύντομα, κομμένα, ασυμπλήρωτα.

Οι θρήνοι κι οι ζητωκραυγές, έπαιρναν λίγο λίγο

τον ίδιο τόνο· επίσης κι οι μορφές εχθρών και φίλων — δεν ξεχώριζες.

Μόνο τις νύχτες που έπεφτε η σιωπή οριζόντια —σαν κόπαζε η μάχη—

ακούγονταν ανάμεσα στις πέτρες μακρυσμένοι βόγγοι πληγωμένων

και το φεγγάρι ήταν σα μάτι διεσταλμένο σκοτωμένου αλόγου· — τότε μόνον

γνωρίζαμε πως δεν έχουμε ακόμη πεθάνει.


Τότε, μια πονηρία χιλιοόμματη σπίθιζε σ’ όλες τις γωνιές της νύχτας:

να πάρουμε πίσω όσα μας έκλεψαν, να τα υποκλέψουμε έστω. Εκεί, κάτω,

στο φεγγερό ακρογιάλι, σκοτεινά τα καράβια μας,

ασάλευτα, μαρμαρωμένα, μελετούσαν ένα άλλο ταξίδι —

κι αν κάποτε άστραφτε για λίγο ένα βρεγμένο κουπί, αντιχτυπούσε αιφνίδια

στο σφυγμό του χεριού μας. Ελαφροπάτητοι αγγελιαφόροι

πηγαινορχόνταν με το γλίστρημα της νυχτερίδας, κι ίσως να ’μενε

προδοτικό σημάδι στ’ άσπρα βότσαλα ή ανάμεσα στ’ αγκάθια,

ένα μαύρο φτερό, ένα κομμάτι από λουρί σανδάλου, μια ασημένια πόρπη,

και θα ’πρεπε την άλλη μέρα, με τον όρθρο, να τα εξαφανίσουμε.


Κι ήτανε κιόλας σα ν’ ακούγαμε τα μυστικά πελέκια μες στο δάσος

να κόβουν ξύλα. Ακούγαμε το μέγα γδούπο, όταν σωριάζονταν

ένα δέντρο στο χώμα, και τη σιωπή τρομαγμένη

να κρύβεται πίσω απ’ τους ώμους μας. Κι ήταν σα να ’βλεπα κιόλας

τον Δούρειο Ίππο, κούφιον, θεόρατο, να λάμπει επικίνδυνος

μες στην αστροφεγγιά, θρησκευτικός σχεδόν, ενώ η σκιά του

εκτεινόταν μυθική στα τείχη. Κι ένιωθα κιόλας

σα να βρισκόμουν μες στο κούφωμα του αλόγου, μαζί με τους άλλους,

ολομόναχος, σε άβολη στάση, μέσα στο λαιμό του αλόγου,

και να κοιτάζω με τ’ άδεια του μάτια τη γυάλινη νύχτα,

σαν κρεμασμένος μες στο χάος, γνωρίζοντας

πως η χαίτη που ανέμιζε πάνω απ’ τον αυχένα μου

δεν ήταν δική μου, — ούτε κι η νίκη, φυσικά. Ωστόσο ετοιμαζόμουνα

για το τεράστιο, μάταιο άλμα μέσα στο άγνωστο.


Έτσι, σ’ αυτή τη στάση, εκεί ψηλά, μέσα στο σανιδένιο λαρύγγι του αλόγου,

θα ’νιωθα καταβροχθισμένος, κι όμως ζωντανός, να εποπτεύω

τ’ αντίπαλα στρατόπεδα, τις φωτιές, τα καράβια, τ’ αστέρια,

όλο το οικείο, το τρομερό, τ’ αναρίθμητο θαύμα —όπως λένε— του κόσμου,

σα να ’μαι μπουκιά σταματημένη στο λαρύγγι του απείρου και ταυτόχρονα μια γέφυρα

πάνω από δυο, το ίδιο απόκρημνες κι άγνωστες, όχθες —

μια γέφυρα ψεύτικη, βέβαια, από ξύλο και πικρή πανουργία.

(Από κει πάνω, θαρρώ, μες σ’ έναν τέτοιο εφιάλτη,

αγνάντεψα πρώτη φορά την πραϋντική λάμψη των όπλων σου).


Άλλοτε πάλι, τα μεγάλα μεσημέρια, σ’ ένα διάλειμμα της μάχης,

ή σ’ ώρα πορείας, σ’ ένα σταμάτημα, νιώθαμε μονομιάς πως διψούσαμε —

τίποτ’ άλλο: διψούσαμε. Δεν ονομάζαμε το νερό και τη δίψα μας·

σκύβαμε μόνο αμήχανοι να δέσουμε τάχα τα σαντάλια μας,

κι έτσι, σκυμμένοι, κοιτούσαμε πέρα, κρατώντας

μια εικόνα αντεστραμμένη από τοπία, ανθρώπους κι από μας τους ίδιους,

μια εικόνα απατηλή, συγγνωστική, διαυγή, τεθλασμένη,

σάμπως καθρεφτισμένη σε νερό. Και νερό δεν υπήρχε. Διψούσαμε.


Κείνος ο δρόμος ερημώθη ώς το βάθος. Απ’ τις δυο πλευρές του

πηγάδια σκεπασμένα, μολυσμένα απ’ τους νεκρούς. Ράγιζε η πέτρα

απ’ τη μεγάλη ζέστη. Τα τζιτζίκια ξεφώνιζαν. Ο ορίζοντας

ήταν ασβέστης και γλώσσες φωτιάς. Μέσα στην ανελέητη λιακάδα

σπίθιζαν στα σαμάρια των τειχών, όρθια, σπασμένα τζάμια,

χωρίζοντας συντρόφους, φίλους, συμπολεμιστές. Παρόλη

την αιχμηρή, δοξαστική ακτινοβολία, δεν κρυβόταν τίποτα. Είδα άντρες γενναίους

να ρίχνουν στάχτη στα μαλλιά τους· κι είδα τη στάχτη

ν’ ανακατεύεται με τα δάκρυά τους· μαύρα αυλάκια

χώνονταν μες στα γένια τους, ώς κάτω στα σαγόνια τους.


Αυτοί που πλέναν τ’ άλογά τους άλλοτε στ’ ακροθαλάσσι ολόγυμνοι

κι αλείβανε τις χαίτες με λάδι ξανθό, λάμποντας όλοι

άνθρωποι κι άλογα σε μεγαλόφωτα πρωινά· αυτοί οι ίδιοι

που χόρευαν τα βράδια πάνω απ’ τις φωτιές κι αστράφτανε

τα γυμνά πέλματά τους ολοπόρφυρα, — τώρα ζαρώνουνε

ανάμεσα στα βράχια, χολώνουν, ντρέπονται, κρύβονται,

σα να ’χουν φταίξει, σα να τους έχουν όλοι φταίξει. Κι ίσως να φθονούν

τους νέους πολεμιστές για την ωραία ανυποψία τους, για την τόλμη τους,

για την ενθουσιαστική, αποστηθισμένη ευφράδειά τους, κι ίσως πιότερα απ’ όλα

για τα βαριά, στιλπνά μαλλιά τους, τα ογκωμένα από υγεία και έρωτα.


Κι όμως κι αυτοί ξεκίνησαν κάποτε με τη χαριτωμένη αφέλεια

και την κρυφή ματαιοδοξία ν’ αναμορφώσουν τον κόσμο. Ξεκίνησαν

όλοι μαζί, καθένας χώρια, και το ’δαν και το ’βλεπαν: καθένας

για ένα δικό του λόγο, μια ξεχωριστή φιλοδοξία, στεγασμένη

κάτω από μια μεγάλη ιδέα, έναν κοινό σκοπό, — διάφανη στέγη

που κάτω της διακρίνονταν καλύτερα του καθενός το κομμάτιασμα,

η δυστυχία κι η μικροπρέπεια όλων. Πώς να ’βαζες, φίλε μου, τάξη

σ’ αυτό το χάος; Πώς να σταθείς κοντά τους; Τώρα καταλαβαίνω.


Τις νύχτες, μες στα πλοία, όταν οι απλοί, κουρασμένοι στρατιώτες

κοιμόνταν σωριασμένοι σαν τσουβάλια στο κατάστρωμα,

αξιολάτρευτοι στην ευπιστία της νεότητάς τους,

μέσα στην άγνοια, τη ζωώδη αγνότητα, στο σαρκικό τους κάλλος,

εύρωστοι από την άσκηση της χρήσιμης δουλειάς, στους αγρούς, στα εργαστήρια, στους δρόμους,

υποταγμένοι στην ανάγκη και στην εύκολη ελπίδα,

με την πηγαία γενίκευση της δικής τους αθωότητας, σαν πρόβατα

που τα οδηγούν στη σφαγή για τα συμφέροντα άλλων, κι όμως

χαμογελώντας μες στον ύπνο τους, παραμιλώντας, ροχαλίζοντας,

βλαστημώντας μια ονειρική αγελάδα ή μουρμουρίζοντας πάλι και πάλι

ένα όνομα γυναικείο, ημίγυμνοι, σε νύχτια στύση,

περιχυμένοι τη μυστική αιωνιότητα της ωκεάνιας αστροφεγγιάς· — αυτές τις νύχτες,


άκουσα, ανάμεσα στους παφλασμούς των κουπιών, τις φωνές, τους καυγάδες

των αρχηγών, για λάφυρα που δεν είχαν ακόμη συναχτεί, για τίτλους

που δεν είχαν ακόμη θεσπιστεί. Κι είδα στα μάτια τους

το μίσος για όλους, τ’ άγριο πάθος των πρωτείων,

και μέσα μέσα, όπως στο βάθος σκοτεινής σπηλιάς ανίσχυρη πυγολαμπίδα,

είδα και τη δική τους μοναξιά. Πίσω απ’ τα γένια τους

σπίθιζε ολόγυμνη η μοίρα τους, σαν πίσω απ’ τα γυμνά κλαδιά ενός δάσους

μια στεγνή πεδιάδα στο φεγγαρόφωτο, σπαρμένη μ’ άσπρα κόκαλα.


Κι ήταν σα μια ευτυχία η γνώση αυτή· — μια άφεση,

μια κατευναστική παραδοχή, μια αδρανής ευφροσύνη

απ’ την αφή του αιώνιου και του τίποτα. Λίγες στιγμές,

παρόλ’ αυτά, μπορούσα ακόμη να ’χω το προνόμιο:

να διακρίνω πίσω ή ανάμεσα από τις ασπίδες και τα δόρατα

ένα κομμάτι θάλασσα, λίγο λυκόφως, ένα ωραίο γόνατο,

και να μ’ αρέσει, —ναι, παρόλ’ αυτά·— μια ελάχιστη δικαίωση,

κι όλος ο φόβος, αναρίθμητος κι άγνωστος, διαλύονταν πέρα,

ένα βαθύ, ιλαρό σύννεφο στη μυθική απεραντοσύνη.


Θυμάμαι μια νύχτα, που πλέαμε με πανσέληνο. Το φεγγαρόφωτο

απόθετε μια εντάφια, χρυσή προσωπίδα σ’ όλα τα πρόσωπα·

οι στρατιώτες, μια στιγμή, σταθήκαν και κοιτάχτηκαν

σα να μη γνώριζε ο ένας τον άλλον ή σα να γνωρίζονταν

για πρώτη τους φορά· και, μεμιάς, όλοι στράφηκαν

και κοίταξαν ψηλά το φεγγάρι,

ακίνητοι όλοι, πάνω στο αεικίνητο πέλαγος,

σιωπηλοί, μαγεμένοι, σαν πεθαμένοι κιόλας κι αθάνατοι.


Τότε, σα να ’νιωσαν αόριστα ένοχοι, σα να μην άντεχαν

αυτό το απέραντο, ανάλαφρο βάρος, άρχισαν να φωνάζουν,

να χωρατεύουν, να χειρονομούν χυδαία, να συγκρίνουν τα όργανά τους,

ν’ αλείφονται με το λίπος των ψητών, να πηδούν, να χορεύουν, να παλεύουν,

να κάνουν πως διαβάζουν στις γυμνές πλάτες των κριών εύθυμους οιωνούς κι αισχρές ιστορίες,

ίσως για να ξεχάσουν κείνη τη στιγμή, κείνη τη νόηση, κείνη την απουσία.


Ίσως κι εσύ, μια τέτοια νύχτα, μέσα στις αντίρροπες

φωνές των συμπολεμιστών σου, ν’ άκουσες ολοκάθαρα

την απουσία της δικής σου φωνής — όπως εγώ, τότε με την πανσέληνο·

τ’ άκουσα, ναι, πως εγώ δεν εφώναζα· κι έμεινα εκεί

καθηλωμένος ανάμεσα σ’ όλους, ολομόναχος

ανάμεσα και στους πιο αγαπημένους μου, ολομόναχος

σ’ έναν μεγάλο κύκλο ερημικόν, σ’ ένα πανύψηλο αλώνι,

ν’ ακούω με τρομερή διαύγεια τις φωνές των άλλων, και ταυτόχρονα

ν’ ακούω τη σιωπή μου. Από κει πάνω

αγνάντεψα για δεύτερη φορά τη λάμψη των όπλων σου. Κι εννόησα.


Ίσως κι εσύ, μια ανάλογη στιγμή, σεβάσμιε φίλε, θ’ αποφάσισες

ν’ αποσυρθείς. Τότε, θαρρώ, θ’ αφέθηκες να σε δαγκώσει

το φίδι του βωμού. Γνώριζες, άλλωστε, πως μόνον

τα όπλα μας χρειάζονται, κι όχι τους ίδιους εμάς (όπως είπες).

Όμως εσύ είσαι τα όπλα σου, τα τίμια κερδισμένα

με τη δουλειά, τη φιλία και τη θυσία, δοσμένα απ’ το χέρι

εκείνου που στραγγάλισε την Επτακέφαλον, εκείνου που σκότωσε

τον φύλακα του Άδη. Και το ’δες

με τα ίδια σου τα μάτια· και το ’ζησες: κληρονομιά σου

και τέλειο όπλο σου. Αυτό νικάει μονάχα. Τώρα,

παρακαλώ σε να μου δείξεις τη χρήση. Η ώρα έφτασε.


Ίσως θα πούνε πως η νίκη είναι μονάχα δική μου, κι ίσως θα ξεχάσουν

τον κάτοχο και τον τεχνίτη· — αυτό κανένας δεν θα το ’θελε ·

μα τί σημαίνει αυτό για σένα; — εσύ θα κρατήσεις

την ύστατη νίκη, και τη μόνη (όπως είπες),

τη γνώση αυτή τη μελιχρή και τρομερή: πως δεν υπάρχει καμιά νίκη.


Εσύ μονάχος κρέμασες στο δέντρο το άδειο σου πουκάμισο

για να παραπλανήσεις τους περαστικούς, να πούνε: «πέθανε»·

κι εσύ κρυμμένος πίσω απ’ τους θάμνους, ακούγοντας

πως νεκρόν πια σε θεωρούσαν, να ζήσεις

σ’ όλο το μήκος της δικής σου αίσθησης· και τότε θα μπορούσες

να φορέσεις ξανά το πουκάμισο του εικονικού θανάτου σου

ώσπου να γίνεις (όπως έγινες) η μεγάλη σιωπή της ύπαρξής σου.


Ένα δόρυ παλιό, βαμμένο στο αίμα, αποσυρμένο απ’ τη μάχη,

μοναχικό, γαλήνιο, ανώφελο,

ακουμπισμένο ορθό στα βράχια, με τη χάλκινη αιχμή του

γραμμένη στο φεγγάρι, τεθλασμένη απ’ τις αχτίνες,

θα καμπυλώνεται σα δάχτυλο ανεξίθρησκο

επάνω σε μια λύρα — στην αιώνια λύρα, που είπες. Τούτη την ώρα,

θαρρώ πως νιώθω κατά πού κοιτά η ευγνωμοσύνη σου.


Τώρα θυμήθηκα ένα ένδοξο λυκόφως στον ωκεανό — μια νηνεμία

λησμονημένη, απίστευτη, — η ακάλυπτη απεραντοσύνη

των ουρανών και των νερών· κανένα ακρωτήριο ή νησίδα,

μόνο οι τριήρεις σκιώδεις, πετώντας ή λάμνοντας

σ’ ένα βαθύ, μυθικό τριανταφυλλώνα· τα κουπιά

αθόρυβα, ομοιόμορφα, σα φαρδιές, διαγώνιες, νοτισμένες αχτίνες. Ένας ναύτης

δοκίμασε να τραγουδήσει, κι έμεινε έτσι

με το στόμα ανοιχτό σα μια τρύπα,

κι ανάμεσά της φάνηκε ξανά στο φέγγος της θάλασσας.


Τότε έλυσα κι εγώ τη ζώνη μου κι αισθάνθηκα

την ίδια μου την κίνηση ήρεμη, αναπότρεπτη, ανεξήγητη,

μ’ εκείνη την αυθεντικότητα της μεταφυσικής. Κι ήταν σα να ’λυνα

μια προαιώνια θηλιά απ’ το λαιμό μου. Κράτησα τη ζώνη μου για λίγο

κι ύστερ’ ακούμπησα τη μια της άκρη στο νερό, βλέποντας να χαράζει

μια γαλήνια γραμμή μέσα στο απέραντο, ενώ, ταυτόχρονα,

στα δάχτυλά μου αντιχτυπούσε ο ακίνητος σφυγμός

μιας σπάνιας ελαφρότητας. Τότε,

τράβηξα απ’ το νερό τη ζώνη μου, κι έτσι βρεγμένη

την έσφιξα και πάλι δυνατά στη μέση μου.


Καμιά φορά, το φως του λυκόφωτος είναι μια φώτιση —δεν είναι;—

έτσι άπλετα καθρεφτισμένο στο νερό, ενωμένο

με το ίδιο το είδωλό του, αυτόνομο

απέναντι της νύχτας και της μέρας — μια ολότελα ανεξάρτητη σύνθεση

της νύχτας και της μέρας. Το φέγγος εκείνο,

τόσο σύντομο, κι αθάνατο ωστόσο, — ένας ολόχρυσος θώρακας

ασφαλής τριγύρω στο στήθος μας· προπάντων

εκείνο το άτρωτο, λεπτότατο στρώμα του αέρα

ανάμεσα στο θώρακα και στη σάρκα μας, που επιστρέφει ξανά προς τα μέσα

την κίνηση της αναπνοής μας προς τα έξω. Κάποτε,

σε μια βαθύτατη εισπνοή, νιώθουμε τις αιχμές του στήθους μας

ν’ αγγίζουν μυστικά το μέταλλο του θώρακα, δροσισμένο απ’ το δείλι,

με την υπέρτατη ηδονή του ανύπαρκτου, σ’ ερωτικήν απτότητα.


Μπορώ να σου δείξω το σημάδι της ζώνης πάνω στο σώμα μου —

σφραγίδα ενός μικρού τροχού — το χαραγμένο αποτύπωμα της πόρπης.

Ω, ναι, η ελευθερία είναι πάντα κλειστή, περισφίγγει

ολόκληρο το σώμα — και τη φτέρνα οπωσδήποτε.

Το σφίξιμο, άλλωστε, της ζώνης, υποχρεώνει το στήθος να φαρδαίνει.

Αυτή η βαθιά κι οδυνηρή απομάκρυνση, που λίγο λίγο ημερεύει.


Όμως, ας μας φυλάξουν οι θεοί να μη γίνουμε αιχμάλωτοι

έστω και της πιο ωραίας ακόμη αποκάλυψης, μη χάσουμε για πάντα

την τρυφερήν αφέλεια των μεταμορφώσεων

και την έσχατη πράξη του λόγου. Ίσως αυτό να σε φόβιζε μόνον

μέσα στην πλήρη μοναξιά σου, — κι η έλλειψη των αντικειμένων, λέω,

όχι για χρήση σου, μα για επαφή, για σύγκριση και για παράσταση,

για αδελφική παρομοίωση του απέραντου και στάθμιση του αστάθμητου.


Γι’ αυτό, τουλάχιστον, γύρνα μαζί μας. Τον περήφανο πόνο

της ασυντρόφιαστης αγιοσύνης σου, δε θα τον μαρτυρήσω σε κανέναν.

Κανένας δε θα καταλάβει ούτε κανένας ποτέ θα τρομάξει

απ’ την ανέγγιχτη ευφροσύνη της ελευθερίας σου. Το προσωπείο της δράσης,

που σου ’χω φέρει κρυφά μες στο γυλιό μου, θα καλύψει

το διάφανο, μακρινό πρόσωπό σου. Φόρεσέ το. Πάμε.


Όταν θα φτάσουμε στην Τροία, το ξύλινο άλογο, που σου ’λεγα,

θα ’ναι έτοιμο πια. Εκεί μέσα θα κρυφτώ μαζί με τα όπλα σου. Αυτό θα ’ναι

το προσωπείο το δικό μου, και των όπλων σου άλλωστε. Έτσι μόνον

τη νίκη θα κερδίσουμε. Αυτό θα ’ναι

η νίκη μου, — κι η νίκη σου θέλω να πω. Θα ’ναι η νίκη

όλων μαζί των Ελλήνων και των Θεών τους. — Τί να γίνει;

Μονάχα τέτοιες νίκες υπάρχουν. Ας πηγαίνουμε.


Πέρασαν πια τα δέκα χρόνια. Πλησιάζει το τέλος.

Έλα να δεις ό,τι πρόβλεψες. Να δεις με τί λάφυρα

ανταλλάξαμε τόσους νεκρούς μας· με τί δικές μας εχθρότητες

ανταλλάξαμε τους παλιούς μας εχθρούς. Μέσα στα ερείπια,

που οι στήλες των καπνών θα υψώνονται κάθετα προς τον ήλιο,

ανάμεσα στους σκοτωμένους, τις πεσμένες ασπίδες, τους τροχούς των δίφρων,

ανάμεσα στους γόους των νικημένων και των νικητών, το δικό σου

νοητικό, μειλίχιο χαμόγελο θα μας είναι ένα φέγγος,

η δική σου επιείκεια και σιωπή, μια πυξίδα.


Έλα· σε χρειαζόμαστε όχι μόνο για τη νίκη, μα, προπάντων,

μετά τη νίκη· — όταν θα μπούμε, όσοι απομείνουμε, ξανά στα καράβια, γυρίζοντας

μαζί με την Ελένη, γερασμένη κατά δέκα χρόνια,

με αλλοιωμένη προφορά, με παραστάσεις άλλες μες στα μάτια της,

κρύβοντας σε μακριά, χρυσοποίκιλτα πέπλα

την ξενιτιά της και τα γηρατειά της, κρύβοντας

μες στα δικά της πέπλα και τη δική μας ξενιτιά, την τύψη, την απελπισία

και τον μεγάλο, αφυγάδευτο τρόμο της ερώτησης:

γιατί ήρθαμε, γιατί πολεμήσαμε, γιατί και πού επιστρέφουμε;


Θαρρώ πως κι οι πιο ωραίες γυναίκες, σαν γεράσουνε,

γίνονται κάτι σα μητέρες, όλο συγκατάβαση και πικρή καρτερία,

όλο στοργή και τρυφερότητα, κι αυτή μεταμφιεσμένη

σε ρητή τάχα δικαιοσύνη των αναγκαίων σφαλμάτων,

των αναγκαίων απωλειών, των αναγκαίων δέκα χρόνων. Τότε, οι γυναίκες

φουχτώνουν τα κλειδιά της ζώνης τους και με τις δυο παλάμες τους,

με μια κοινότατη χειρονομία σα να τις έπιασε σφάχτης στη μέση —

ωραίες γυναίκες, γερασμένες, μυθικές μητέρες,

σε μια ύστατη χειρονομία απλής αγιότητας:

μη δούμε πως εκείνα τα κλειδιά τίποτε πια δεν ξεκλειδώνουν.


Πώς θα το αντέξουμε το βλέμμα της Ελένης,

πίσω απ’ τα σκοτεινά, σπιθίζοντα πέπλα της,

μέσα στο μελιχρό φέγγος των άστρων, στην ανερεύνητη νύχτα,

ενώ οι κωπηλάτες θα σιωπούν και τα κουπιά θα χτυπάνε

τα μυστικά, ωκεάνια τύμπανα της επιστροφής, στο ρυθμό του ανεπίστρεπτου;


Γι’ αυτή την ώρα, τουλάχιστον, μείνε κοντά μας. Αυτό μας χρειάζεται

περισσότερο ακόμη κι απ’ τα όπλα σου. Και το γνωρίζεις.

Ιδού το προσωπείο που σου έφερα. Φόρεσέ το. Πηγαίνουμε.


(Ο ήρεμος γενειοφόρος, πήρε το προσωπείο και το ακούμπησε χάμω. Δεν το φόρεσε. Το πρόσωπό του λίγο λίγο μεταμορφώνεται. Γίνεται πιο νέο, πιο θετικό, πιο παρόν. Σα ν’ αντιγράφει το προσωπείο. Μεγάλη παύση κι αναμονή. Ένα άστρο έπεσε. Ο Νέος ένιωσε ένα ελάχιστο φύσημα, στο πρόσωπό του και τα μαλλιά του χώρισαν στρωτά στη μέση από μόνα τους, σαν από μια λεπτή, χρυσή χτένα. Κάτω, στ’ ακρογιάλι, ακούγεται το τραγούδι των ναυτών — ένα απροσποίητο, λαϊκό τραγούδι, περικλείνοντας σκοινιά, κατάρτια, κωπηλάτες, άστρα, πίκρα πολλή και λεβεντιά και καρτερία — όλη τη σκοτεινή, σπιθόβολη θάλασσα, όλη την απεραντοσύνη, σε ανθρώπινα μέτρα. Ίσως να ’ταν το ίδιο τραγούδι, που, από άλλο δρόμο, είχε γνωρίσει κι ο Ερημίτης. Κι ίσως γι’ αυτό να πήρε την απόφασή του. Σηκώθηκε ήσυχα, έφερε απ’ τη σπηλιά τα όπλα του, τα παρέδωσε στον Νέο, τον άφησε να περάσει μπροστά, και τον ακολούθησε προς το ακρογιάλι. Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στις πέτρες και στα ξεράγκαθα, έβλεπε τα όπλα του που προπορεύονταν, να λαμπυρίζουν στην αστροφεγγιά κι άκουγε ν’ αντηχεί στο μέταλλό τους το τραγούδι των ναυτών. Κι ήταν έτσι σα ν’ ακολουθούσε όχι τον Νέο, αλλά τα ίδια του τα όπλα, βαδίζοντας προς τα εκεί που έδειχναν πάντα οι στιλπνές, καλοακονισμένες αιχμές τους — εναντίον του θανάτου. Κι εκείνο το προσωπείο είχε απομείνει εκεί πάνω, στα βράχια, έξω απ’ τη σπηλιά, λαμπυρίζοντας κι αυτό μες στη μυστηριώδη μακαριότητα της νύχτας, με μια παράξενη, ακατανόητη κατάφαση).


ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, Μάης 1963–Οχτώβρης 1965


Χρυσόθεμις

(Ήσυχο απομεσήμερο στα τέλη του καλοκαιριού. Λιακάδα. Αραιά σύννεφα. Κάτι σαν πρώτη πνοή φθινοπώρου. Μια νεαρή δημοσιογράφος, σταλμένη από ’να μεγάλο συγκρότημα εφημερίδων, ανηφορίζει τον αρχαίο, μυθικό λόφο, περνάει τα αφρούρητα τώρα προπύλαια, ανεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά και χτυπάει το ρόπτρο του μισοερειπωμένου αρχοντικού. Στην παλάμη της ένιωσε τη ζέστη του μετάλλου. Η ίδια η γηραιή Δέσποινα κατέβηκε να της ανοίξει. Την οδήγησε σ’ ένα μεγάλο σαλόνι που μύριζε σκόνη, μαραμένα τριαντάφυλλα, μουχλιασμένο βελούδο και μετάξι. Η νέα της μιλάει με πολύ σεβασμό. Της εξηγεί το σκοπό της επίσκεψής της, — κάποια συνέντευξη, λέει. Κάτι είπε ακόμα για την "καθάρια, σιωπηλή, μοναχική της ελευθερία". Η Δέσποινα, φανερά συγκινημένη, μ’ ένα παιδιάστικο ρόδισμα ρυτιδωμένο πρόσωπό της, στριφογυρίζει με τον αντίχειρα και τον μεσαίο του δεξιού χεριού, ένα παράξενο δαχτυλίδι που φοράει στον παράμεσο του αριστερού. Την ακούει μ’ ευγενική προσοχή, όπου μόλις διαφαίνεται κάποια αφαίρεση, κάποια αμηχανία και κάποια αόριστη προετοιμασία. Σιωπή. Τα σκονισμένα κρύσταλλα του πολυελαίου αστράφτουν πότε πότε. Έξω, στον κήπο, ακούστηκε ήμερη η φωνή του γερο-κηπουρού, — ίσως μιλούσε μ’ ένα πουλί, μ’ ένα σκυλί ή μ’ ένα λουλούδι. Αμέσως ύστερα ακούστηκαν τα τζιτζίκια σε άξαφνη παραφορά. Τότε, η γηραιή Δέσποινα, σαν ενθαρρυμένη και προστατευμένη απ’ αυτόν τον συγκεχυμένο θόρυβο, άρχισε να μιλάει σ’ έναν τόνο μετρημένο που, ωστόσο, δεν καλύπτει κάποια απόχρωση μακρινής, ανεξήγητης ευδαιμονίας. Ένα πουλί στάθηκε στο περβάζι του παράθυρου. Συγκατάνευσε. Έφυγε).


Πώς έγινε και με θυμήθηκαν; Εμένα κανένας ποτέ δε με θυμάται. Κανένας

ποτέ δε με πρόσεξε. Παράπονο δεν έχω. Καλά μου ήταν όλα,

κι ίσως καλύτερα έτσι.

Ξέρετε, στο πέρασμα του χρόνου,

τα πάντα, όσο πικρά ή και τρομερά, μας φαίνονται σαν απαραίτητα,

σαν χρήσιμα κι όμορφα μάλιστα. Και τούτο το τραχύ βουνό από πάνω μου

ήταν μια συντροφιά —μια προστασία σχεδόν,— ντυνόμουν τον ίσκιο του.


Λοιπόν, μέσ’ από την αφάνειά μου, χαιρόμουν να βλέπω και ν’ ακούω. Μπορούσα

να ονειρεύομαι ελεύθερα. Ήταν όμορφα, αλήθεια — σα να ’ζησα

έξω απ’ την ιστορία, σ’ έναν δικό μου ανέγγιχτο, απόλυτο χώρο,

προφυλαγμένη, και παρούσα ωστόσο.

Ώρες ολόκληρες παρατηρούσα

το αποκλεισμένο νερό μες στο ποτήρι με τους σάπιους μίσχους

από λουλούδια ξεχασμένα εκεί· — κάτι βελούδινο και γλοιώδες

έμενε στο ποτήρι, απλωνόταν στην κάμαρα, σ’ όλο το σπίτι —


Κι εκείνη η κούραση κι η αναβολή —γεμάτη ευγένεια—

να μην μπορείς να πάρεις τα λουλούδια να τα ρίξεις έξω απ’ το παράθυρο, στον κήπο,

να πλύνεις το ποτήρι· —γιατί τάχα;— Το σάπιο στεφάνι

θα ’μενε πάλι μυστικά μες στο ποτήρι, μες στο σπίτι, ολόγυρα στα μέτωπά μας —

κάτι βαθύ και τρομερό, που δεν του ’λειπε ωστόσο κάποια χάρη.


Προς τί, λοιπόν, η επέμβασή μας; Πολύ νωρίς διδάχτηκα

πως τίποτε κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει. Τα βράδια

το ζεστό χνότο απ’ τους τοίχους των σπιτιών ξεχύνεται στο δρόμο·

η σκιά ενός πελώριου αλόγου ατμίζεται στο φεγγαρόφωτο. Αν τούτο δεν είναι

απάντηση σε τίποτε, θαρρώ πως δεν υπάρχει απάντηση.


Μεγάλα φέρετρα περάσαν από τούτη την πύλη — μεγάλα σαν καράβια·

νεκροί με επίσημες στολές, με ψηλά κράνη, σκεπασμένοι με σημαίες και λουλούδια,

κι άλλοι γυμνοί, ντυμένοι μόνο την ωχρότητά τους και την απορία τους,

κι ένα σφαγμένο κορίτσι, μ’ ένα τεράστιο, κάτασπρο πέπλο· ο αέρας

ανέβασε ψηλά το πέπλο, το ’δεσε πάνω σ’ ένα σύννεφο ανοιξιάτικο

κι έμεινε εκεί, να κυματίζει ερημικό, φέγγοντας πότε πότε

με γαλανές ανταύγειες το προαύλιο και τη σκάλα. Ίσως και να ’ταν

ανταύγειες απ’ τους χαρταϊτούς που υψώνανε στο διπλανό χωράφι

οι συνομήλικοί της, γιατί άλλαζαν κάθε τόσο τα χρώματα· — τα έβλεπα

στους μηρούς και στα στήθη ενός αγάλματος έξω στον κήπο. Μα πάλι

δεν ήταν παρά μόνο οι γαλανοί κυματισμοί του άσπρου πέπλου.


Έφυγαν. Τίποτα δεν έχει μείνει. Όλα τα ξόδεψαν για το όνομά τους

κι όχι για τον εαυτό τους — (μήπως τάχα κι εμείς;). Δε μετανιώσαν.

Άλλωστε ήταν αργά κάθε φορά να μετανιώσουν. Δε χρειαζόταν.


Στο γυρισμό απ’ το κοιμητήρι, όλοι κοιτούσαμε κάτου στο χώμα.

Γινόταν μια μεγάλη παύση τόσο που θα νόμιζε κανένας

πως όπου να ’ναι θα σκεφτόμαστε κάτι επιτέλους.

Κι άξαφνα

ακούγονταν χιλιάδες δυνατές οπλές κάτω στον κάμπο και στους δρόμους —

οι καβαλάρηδες ξεπρόβαιναν πίσω απ’ τις λεύκες· κλείναν τα περάσματα·

σημαίες μεσίστιες κι άλλες αναπεπταμένες μες στο ντουφεκίδι.


Δεν ήξερες ποιοί φτάναν και ποιοί φεύγαν — τί γινόταν. Άλλοι τρέχαν,

άλλοι κρυβόνταν, άλλοι κάτι γράφανε στο γόνατό τους, άλλοι αυτοκτονούσαν,

άλλοι εκτελούνταν τα χαράματα μπροστά στο γυμνό τοίχο του τουβλάδικου,

άλλοι συνεργάζονταν με τα δυο κουμπιά του γιλέκου τους ξεκούμπωτα ακόμη.


Παρατημένες αγελάδες σεργιανούσανε στην αγορά περίσκεπτες,

κοιτούσαν τα ρολόγια, τους καθρέφτες, τις βιτρίνες των καταστημάτων

σα να ’ταν ν’ αγοράσουνε καινούρια γούνα. Μια παλιά ζυγαριά

ήταν πεσμένη ανάσκελα στη μεγάλη αποθήκη. Την έστησαν πρόχειρα

κι άρχισαν πάλι να ζυγιάζουν τσουβάλια, βαρέλια, κασόνια,

καλάθια, ντενεκέδες, νταμιτζάνες. Άλλοι ζυγιάζαν τα μικρά παιδιά τους.

Κάποιος έφερε να ζυγιάσει ένα πουλί. Το πουλί πέταξε· βγήκε απ’ την πόρτα.

Εκείνος φώναξε: «Δεν έχει βάρος, δεν έχω βάρος, δεν έχουμε βάρος·

χανόμαστε· χαθήκαμε· χάσαμε το βάρος μας· πετάμε» —

κι άνοιγε διάπλατα τα χέρια του σα να ’ταν όντως να πετάξει.

Το γέλιο του ακουγόταν πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, κοντά στο ποτάμι.


Ύστερα τίποτα. Μήτε κατάρες πια και μήτε επευφημίες. Μόνη μορφή ελευθερίας

απόμεινε η σιωπή. Στα εγκαταλελειμμένα περιβόλια

θεριεύαν οι τσουκνίδες, τα σπερδούκλια και κάτι παράξενα αγκάθια

με άγνωστα χρυσαφιά λουλούδια σαν αστέρια ερήμωσης. Τα πηγάδια στερέψαν —

αν έριχνες μια πέτρα χτυπούσε στην πέτρα, κι ο ήχος συνεχιζόταν

σ’ ένα ατελεύτητο βάθος ώς την άλλη μεριά. Κι αν κοιταζόσουν μέσα,

ένα μονάχο μάτι, σκοτεινό, χωρίς τσίνορα, σε κοιτούσε κατάματα,

κάνοντας κοίλο ολόκληρο το πρόσωπό σου σα μια ξέβαθη τρύπα.


Αργότερα έπιασαν μεγάλα κρύα. Κοπάδια λύκοι κατεβαίναν

στα χωριά και στην πόλη. Όλοι κλειδώνονταν στα σπίτια. Χιόνισε κιόλας.

Ένα απερίγραπτο άσπρο είχε σκεπάσει τις στέγες, τα δέντρα, τη μνήμη,

σαν ευλάβεια, σαν άφεση, —καθώς εκείνο το πέπλο που σας έλεγα—

και πίσω του διακρίνονταν όλο το μαύρο, ατεμάχιστο, ανώδυνο, ήρεμο.


Τα ξημερώματα βρίσκαν στους δρόμους ψόφια πρόβατα, σκυλιά, γαϊδούρια,

κάτι λιγνά, περίλυπα άλογα. Τα μελίσσια είχαν αφήσει τις κυψέλες τους.

Το καλαμπόκι, το κριθάρι, το στάρι ακριβαίνανε. Ωστόσο,

κάποιο πρωινό, που άνοιξα τα παντζούρια, είδα τριγύρω στη μάντρα του κήπου

ένα σωρό παιδιάστικους, χάρτινους ανεμόμυλους. Μπορεί και να ’ταν

αυτός που πήγε να ζυγιάσει το πουλί. Στο δρόμο ακούστηκε πάλι

ένα παιδί να διαλαλεί κουλούρια· — η φωνή του και το άρωμα

από ζεστό ψωμί και σουσάμι ξανάδινε σχήμα στα δέντρα, στις πόρτες,

στα χέρια και στα πρόσωπα. Το διάφανο πρωινό φεγγάρι

αποτραβιότανε με βήματα ένοχα, τριανταφυλλένια,

πλάι σε μια σιδερένια σκάλα υπηρεσίας, στριφτή, σκουριασμένη.


Φώναξα τότε τη μεγάλη αδελφή μου. «Κοίτα, κοίτα», της είπα. Μετρούσα:

«δυο, τρεις, εφτά, δεκάξι, δεκαεννέα», τους ανεμόμυλους. Εκείνη

στράφηκε προς τα εκεί· δεν είδε τίποτε· γύρισε και με κοίταξε

κι αμέσως έφυγε οργισμένη. Εγώ λυπήθηκα σα να ’χα φταίξει.

Έσκυψα πάλι απ’ το παράθυρο. Τίποτε, αλήθεια. οι ανεμόμυλοι είχαν φύγει.


Εκείνο τον παλιό καιρό, μια μέρα, κάτω στον κήπο, —θυμάμαι—

η μουσική των τζιτζικιών, όπως απόψε περίπου, κατέβαινε απ’ τα πεύκα

μέσα στο θορυβώδες φως, το διακοπτόμενο κάποτε

απ’ την πνοή μιας αύρας. Και τότε τα φύλλα των ευκάλυπτων

αγγίζαν στιγμιαία τη σιωπή. Οι σκιές στο χώμα

γίνονταν χρυσογάλανες, σκοτεινές, επιμήκεις. Σε λίγο

έσβηναν πάλι τα πάντα. Όμως εκείνη η ελάχιστη σιωπή

απόμενε σαν μια μαβιά κηλίδα στον κατάφωτο αέρα. Θυμάμαι

τις ψάθινες πολυθρόνες του κήπου, ζεστές απ’ τον ήλιο, να στέκουν

εμπεριστατωμένες, θετικές, αξιόπιστες, στα τέσσερα πόδια τους. Αυτό μονάχα.


Κι εκείνη η κηλίδα, σαν από τζάμι μακρινού παραθύρου,

μετατοπίζονταν απ’ τις πλεχτές πολυθρόνες στο τραπέζι, κι εκεί σταματούσε

πλάι στα ασημένια κουταλάκια. Τα ποτήρια του προγεύματος κάτω απ’ τα δέντρα

γίνονταν τότε γαλανά με πράσινες κουκκίδες. Μια μέρα

χύθηκε το νερό στο φόρεμα της αδελφής μου, —

μια λουλακιά ζωγραφιά σχεδιάστηκε πάνω του. «Δωσ’ το μου να στο πλύνω», φώναξα.

«Δεν είναι τίποτα, —λέει·— το νερό δε λεκιάζει». «Δώσ’ το μου, δώσ’ το μου»,

φώναξα πάλι. Όλοι με κοίταζαν. Σώπασα. Κι η ζωγραφιά μεγάλωνε,

γέμιζε ολόκληρο το φόρεμα, τα χέρια της, τα πόδια της, το πρόσωπό της —

η αδελφή μου είχε γίνει γαλάζια· μόνο η άκρη απ’ το ένα της σαντάλι

απόμεινε λευκή. Κανείς δε βλέπει τα ολοφάνερα. Τα άλλα —

ω, τα άλλα —ποιά;— μετακινήσεις, ασχολίες, χειρονομίες

μες στο αμετάβλητο και αμετακίνητο, που λένε. Δε βλέπουν καθόλου.

Καλύτερα τάχα; Χειρότερα; —Ποιός ξέρει;— Δε βλέπουν.


Αποτραβήχτηκα εδώ πέρα. Είναι ήσυχα. Μήτε ο απόηχος δε φτάνει

απ’ τις γεννήσεις, τους γάμους, τους θανάτους. Κουράστηκα. Τα ίδια και τα ίδια —

άλλοι ανεβαίνουν, άλλοι κατεβαίνουν — ίδιοι οι πρώτοι κι οι δεύτεροι κι οι τρίτοι,

(κι οι πιο καλοί, σαν φτάσουνε στην εξουσία — ξέρετε). Ένας τοίχος

με σκουριασμένους γάντζους ώς επάνω ψηλά, μες στη νύχτα. Ποτέ μου

δεν κατάφερα να πιαστώ σ’ ένα γάντζο ν’ ανέβω — δεν προσπάθησα, βέβαια·

ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας ένα άστρο διαλυμένο στο νερό σα μια σταγόνα λεμόνι

μέσα στο τσάι, — ξάνθαινε κάπως το σκοτάδι. Όλοι φοβόμασταν. Κι ίσως πιότερο εκείνοι.


Ωστόσο αυτή η κουραστική επανάληψη, στο τέλος τέλος, σαν να μεταλλάζει

σε κάτι ωραίο και σχεδόν υγιεινό· — σου δίνει την εντύπωση, έτσι κάπως,

του φευγαλέου και του ανεξάντλητου ταυτόχρονα —μια γαλήνια διάρκεια,

κάτι άγνωστο και οικείο, —σε αλαφρώνει·— μια ιδέα τρομερής αιωνιότητας —

αιωνιότητας ωστόσο.

Ένα ήσυχο χαμόγελο κρέμεται μέσα μας,

όπως κρεμάμε σ’ ένα έρημο δωμάτιο έναν πίνακα — μιαν αρχαία ναυμαχία

σε σκοτεινό πράσινο χρώμα, νύχτα, με χρυσά και κόκκινα στίγματα· στην άκρη,

μπροστά, στην αμμουδιά, διακρίνεται ένας γέρος χωλός ναυτικός· έχει ανάψει

λίγη φωτιά κι έχει στημένη σε δυο πέτρες τη χύτρα του —

έτσι μονάχος, έτσι απόμαχος, σαν έξω απ’ τον κόσμο,

στεριώνοντας τον κόσμο πάνω σε δυο πέτρες καπνισμένες.

Αισθάνεσαι μια μυρωδιά ψαρόσουπας σ’ αυτόν τον πίνακα,

μια μυρωδιά ταπεινοσύνης και βουβής ελευθερίας — της μόνης.

Το σάλιο σού γεμίζει το στόμα· —νιώθεις πάλι να πεινάς— και σ’ αρέσει.


Για τ’ άλλα — μήτε μάθαμε τί φταίει, ποιός φταίει. Από τα πριν τραβηγμένος ο κλήρος.

Δε μ’ άρεσαν τα τυχερά παιχνίδια, οι λοταρίες. Δεν έπαιξα ποτέ μου. Κάποτε, η μητέρα

τράβηξε στ’ όνομά μου ένα λαχνό. Μου ’πεσε τότε

ένα μεγάλο κινέζικο βάζο· — βρίσκεται ακόμη

σ’ εκείνο το δωμάτιο των αχρήστων. «Παράξενο»,

είπε η μητέρα, «να ’χει τύχη ετούτο το παιδί. Παράξενο», είπε πάλι.


«Παράξενο, παράξενο». Κι εγώ χαμογελούσα. Με τα χρόνια,

όλοι το ξέχασαν. Εγώ το θυμόμουν. «Έχω τύχη, έχω τύχη»,

έλεγα και ξανάλεγα καθώς κατέβαινα τη μέσα σκάλα, το βράδυ

ή καθώς πλάγιαζα με σβηστό φως, παρατηρώντας, κολλημένο στο τζάμι,

το ρόδινο φρύδι του νέου φεγγαριού· — «έχω τύχη, έχω τύχη». Και τότε,

ένα λεπτό κοριτσίστικο γέλιο χυνόταν σα νερό από στενόλαιμο λαγήνι

ψηλά, από κάποιο φωτισμένο παράθυρο, στο σκοτεινό θερινό κήπο.


Ω, ναι, στάθηκα πάντα τυχερή· — παράξενο. Ούτε η ίδια

δεν ήθελα να το πιστέψω. Παραξενεύομαι ακόμη και τώρα· —

γι’ αυτό και η συστολή κι η ευγνωμοσύνη μου σαν τύχαινε κάποιος

παιδαγωγός, μουσικός, ή ο κηπουρός να μου απευθύνει

μια «καλησπέρα» ή «καληνύχτα». Γύριζα γύρω με προφύλαξη το βλέμμα

να δω μήπως και χαιρετούσαν κάποιον άλλο. Ένα χαμόγελο τεράστιο

μου γέμιζε το πρόσωπο, ξεχείλιζε απ’ τ’ αυτιά μου· — ήταν άπρεπο —το ξέρω—

δοκίμαζα να το περιορίσω· πάσκιζα· δεν το μπορούσα· —

μονάχα σφίγγοντας τα φρύδια του μπορεί κανείς να περιορίσει

ένα χαμόγελο, (κι ίσως και να ’χουν δίκιο αυτοί που λένε:

οι συνοφρυωμένοι είναι οι πιο πράοι, οι πιο γλυκείς και ταπεινόφρονες

και δυνατοί μαζί, πολύ δυνατοί, — μπορεί να ’χουν δίκιο), εγώ δεν το μπορούσα.


Αργά το απόγευμα, χειμώνα καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παράθυρο, κάτω

απ’ την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ’ αριστερό μου χέρι

ν’ αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω γύρω,

σα να ’ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να ’ταν

να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.

Κείνα τα χρόνια,

πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μου ’χε τύχει

να ’ρχεται αθόρυβα πίσω απ’ τη ράχη μου η σελήνη, και ξάφνου

να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιός είμαι;», ρωτούσε.

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.


Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.

Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλό της

πάνω στο μάγουλό μου· κι όλο το χαμόγελό της — της το άρπαζα κι έτρεχα

με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.

Κάποια νύχτα

μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω η μητέρα: «Με ποιόν κουβεντιάζεις;».

«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,

είπε η μητέρα· «δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,

όντως η γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο

τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα

και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —

(τρόμαξα μη μου φάει το ’να χέρι της σελήνης) — κι η μητέρα με πίστεψε.


Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,

πώς να μιλήσουμε, σε ποιόν, και τί να πούμε. Μένουμε μόνοι

με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,

με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο

και με πολλούς συμμάχους —αφανείς κι αυτούς— καθώς η σελήνη

του παλιού κήπου, καθώς το χρυσόψαρο ή ακόμη κι η γάτα.


Μιαν άλλη νύχτα, (έκανε ζέστη αφόρητη μες στην τραπεζαρία — καλοκαίρι·

ολάνοιχτα παράθυρα· τραβηγμένες κουρτίνες), η μητέρα

φαινόταν οργισμένη, το ίδιο κι ο πατέρας, κι η μεγάλη αδελφή μου·

μιλούσαν δυνατά — μεγάλωνε το στόμα τους γεμάτο σκοτάδι· πότε πότε

φωτίζονταν απ’ τις λυχνίες η γλώσσα τους σα να πασκίζαν

να καταπιούν μια γουλιά φως· δεν τα κατάφερναν· πνιγόνταν·

έπνιγε ο ένας τον άλλον. Τους κοιτούσα. Δεν ξεχώριζα λόγια.


Κείνη την ώρα μπήκε απ’ το παράθυρο μια νυχτερίδα

κουβαλώντας μαζί της λίγα αστέρια, ένα κομμάτι βελούδινη νύχτα,

δυο φύλλα μουριάς, (ναι, μουριάς), το ελάχιστο βέλασμα

ενός μικρού προβάτου πλάι στο ποτάμι, την ώρα που το άστρο των ποιμένων

τρέμει μες στο νερό τόσο φιλέρημο, τόσο συγκινημένο

που τα σπουργίτια αναστενάζουν στον ύπνο τους, γυρνώντας

απ’ τ’ άλλο τους πλευρό, και τα πρόβατα υπόσχονται στο θεό τους

να γίνουν ακόμη πιο καλά. Μεμιάς οι μεγάλοι σωπάσαν.


Μπορεί και ν’ αφουγκράστηκαν κείνο το βέλασμα. Μπορεί να φοβηθήκαν

το μακρινό, το ωραίο, το άγνωστο. Ωστόσο το ακούσανε. Τότε, η μητέρα

άρπαξε μια πετσέτα απ’ το τραπέζι και κυνήγησε τη νυχτερίδα·

παρά λίγο να σβήσουν κι οι λυχνίες.

Πολύ την αγάπησα

σ’ αυτή τη στάση τη μητέρα — παρότι και πάλι

αγέρωχη, επιθετική, επιβλητική, — με την άσπρη πετσέτα ν’ ανεμίζει

στο ’να της χέρι — σα μονόφτερο πουλί, και δεν μπορούσε να πετάξει. Στα μεγάλα της μάτια

σπίθιζε μυστικά η επιθυμία να φύγει μες στη νύχτα, μέσα σ’ όλη τη νύχτα.


Πήρα τότε κι εγώ μια πετσέτα και την έβαλα σα δεύτερο φτερό στ’ άλλο της χέρι.

Εκείνη χαμογέλασε συνένοχα· κι ύστερα, αμέσως:

«Τρελάθηκες, λοιπόν;», είπε οργισμένη. Η νυχτερίδα είχε φύγει·

είχε φύγει μαζί και το ποτάμι· — πρόφτασα κι είδα

το φωτεινό διασκελισμό του ποταμιού στο περβάζι. Η κουβέντα

ξανάρχισε πιο δυνατή. Δε μ’ ένοιαζε. Ήμουν ήσυχη. Τους λυπόμουνα μόνο.

Είχα κι εγώ τους μυστικούς συμμάχους μου, —σας το ’πα,—

ώς κι ένα δεύτερο φτερό μέσα στα μάτια της μητέρας.


Εκείνο το «δεν εννοείς να μεγαλώσεις», είχε πάψει από καιρό να με πικραίνει —

το ’νιωθα μάλιστα, έτσι κάπως σαν προνόμιό μου — η άλλη μου όραση, η κρυφή χαρά μου. Τα χαράματα

έβγαινα μόνη μες στην εύπιστη δροσιά του κήπου. Καθόμουν

και κοίταζα ώρες τα πουλιά.

Πολύ συχνά, κάποιο σπουργίτι

κατέβαινε στη γη και περπατούσε αστεία, μιμούμενο με ακρίβεια

τα κορίτσια στο πρώτο ραντεβού τους· — δεν το ’πα στα κορίτσια

μη και θυμώσουν με όλα τα πουλιά· παρότι πολύ το λαχταρούσα

ν’ ανακοινώσω αυτή την ανακάλυψή μου, ή κι αποκάλυψη μπορείς να πεις —γιατί όχι;—

έτσι πίστευα τότε (ίσως και τώρα·) — κάτι τέτοια ασήμαντα πράγματα

φτιάχνουν καμιά φορά το πρόσωπό μας και τον κόσμο, — έτσι δεν είναι;


Αυτό μπορεί να το γνωρίζουν τα πουλιά, κι ίσως γι’ αυτό κι εκείνα

δεν εννοούν να μεγαλώσουν πολύ — μπορεί να φυλάγονται, μπορεί να φοβούνται·

αλλάζουν χρώματα, κρύβονται μέσα στα φύλλα. («Η αφάνεια», έλεγε

ο γέροντας παιδαγωγός μου, «είναι το προσωπείο του βάθους»). Το τραγούδι τους, όμως,

α, δεν αντέχουν να το κρύψουν ώς το τέλος· και τότε

όλα τα βέλη κι οι σφεντόνες στρέφονται προς τη φωνή τους, — προδίδονται μόνα.


Στα παιδικά μου χρόνια, ποτέ δε μου χάρισαν κι εμένα στη γιορτή μου μια κούκλα.

Μάζευα τις σπασμένες κούκλες της μεγάλης αδελφής μου. Τους κολλούσα πάλι

τα χέρια, τα πόδια, τα μαλλιά, τα μάτια. Τους έφτιαχνα καινούρια ρούχα·

τις χτένιζα· — γίνονταν όμορφες· — πιο όμορφες από πριν. Η αδελφή μου τις ζήλευε·

μου τις έπαιρνε πάλι. Λυπόμουνα. Δε θύμωνα. Πιότερο απ’ όλα

λυπόμουνα την αδελφή μου· — δεν της έφτανε τίποτα.

Μια μέρα

χάθηκε το ’να μάτι της πιο όμορφης κούκλας — ένα μεγάλο καταγάλανο μάτι.


Σας έτυχε ποτέ να δείτε μια μονόφθαλμη κούκλα; — Μια τρύπα· ένα χάσμα· —

μέσ’ από κει μας κοιτάει κάτι αόριστο, απόμακρο, δικό μας· —

μ’ αυτή ακριβώς την τρύπα με κοιτούσε, με εμπιστεύονταν η κούκλα·

ήταν το αληθινό της μάτι. Γίναμε φίλες.

Ύστερ’ από χρόνια,

μετά το μεγάλο ταξίδι του πατέρα, βρήκα εκείνο το μάτι

σ’ ένα μαύρο βελούδινο κουτί. Δεν είπα τίποτα της αδελφής μου.

Το ’βαλα σ’ ένα δαχτυλίδι μου δαχτυλιδόπετρα· — δεν το κατάλαβε κανένας·

όλοι θαυμάσανε την ασυνήθιστη πολύτιμη πέτρα.


Γι’ αυτό σας έλεγα —ω, ναι, τα πάντα ήταν όμορφα— ποιό νόημα τάχα

να ’χει κι η θλίψη κι η χαρά μες στο αδιαίρετο τίποτα; — ποιά σημασία

μέσα σ’ αυτό το ευτυχισμένα αδιάφορο τοπίο, —όχι αδιάφορο—

ένας απέραντος ευδιάθετος θάνατος· — και λέω «ευδιάθετος»

ίσως μεταβιβάζοντάς του τη δική μου πρόσκαιρη διάθεση

αυτού του αποψινού περίλαμπρου λυκόφωτος —τί χρώματα, θε μου—

ή παίρνοντας εγώ τη θέση του (τη βολική, πραγματική μου θέση),

έτσι σα να ’ναι ο μυστικός καθρέφτης μας που μας δείχνει αδιάψευστο,

ολόκληρο το πρόσωπό μας, καθάριο, αδιάπτωτο, ωραίο,

σχεδόν αθάνατο —μα τί σχεδόν;— πράγματι αθάνατο.


Μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα ακατοίκητη, κρεμόταν από χρόνια,

ένας παλιός καθρέφτης με χρυσή κορνίζα. Στην κάμαρα εκείνη

δεν έμπαινε κανείς. Πετούσαν ανάκατα εκεί μέσα

ό,τι άχρηστο και παλιωμένο — λάμπες, πολυθρόνες, κηροπήγια, τραπεζάκια,

πορτρέτα πατρογονικά κι άλλα καθαιρεμένων στρατηγών, ποιητών, φιλοσόφων,

ανθοδοχεία κρυστάλλινα με παράξενα σχήματα, τρίποδες, μπρούντζινα μαγκάλια,

μεγάλες προσωπίδες, γύψινες, μετάλλινες, κι άλλες μικρές από μαύρο βελούδο,

ταριχευμένα κεφάλια ελαφιών κι άγριων ζώων, ταριχευμένα

πολύχρωμα πουλιά, γαλάζια και χρυσά, με γαμψά ράμφη —τ’ όνομά τους δεν το ’ξερα—

κρεμάστρες, πανοπλίες, κονσόλες και βαριά παραπετάσματα

σε πορφυρό συνήθως ή βαθυπράσινο χρώμα. Ήταν εκεί το καταφύγιό μου.


Μύριζε σκοροφαγωμένο ρούχο, σκόνη και δροσιά. Λοιπόν, ο καθρέφτης,

κρεμάμενος ψηλά στον τοίχο, συγκέντρωνε ολόκληρο το φως — ήταν το μάτι

της τυφλής, πολυδαίδαλης κάμαρας.

Το μάτι εκείνο

βασίλευε ήρεμο, αβασίλευτο, πάνω απ’ την αχρηστία και την ερήμωση,

την αθανάτιζε μάλιστα· — μνήμη ιερή σε βαθειά λησμοσύνη. Κάποιο δείλι,

ανέβηκα σ’ ένα σεντούκι και κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη· —τίποτα δεν είδα—

τίποτα, μόνο φως, — ένα φως σκοτεινό, σα να ’μουν η ίδια

ολόκληρη από φως — κι ήμουν, στ’ αλήθεια. Κατάλαβα, τότε,

(ή, μάλλον, θυμήθηκα) πως πάντοτε ήμουν φως. Μια αράχνη

σεργιάνιζε στο φέγγος του καθρέφτη και στο πρόσωπό μου. Δεν τρόμαξα διόλου.


Η αράχνη δεν ήμουν εγώ. Ένα ξένο, λεπτότατο σώμα γλιστρούσε

πάνω στο κρύσταλλο, με αμέτρητα, γωνιώδη πόδια, — τα ’βλεπα μεγεθυσμένα

με τις αργές αιχμές τους. Σε κίνηση αργή, σε χρόνο αργό, σχεδόν ακίνητον. Λίγο λίγο

ξεχώρισα και το υλικό μου πρόσωπο, ρόδινο και μαβί, σκιώδες·

τα μάτια ένα πράσινο θαλάσσιο, εκστατικό, και γύρω μου πάντα

το ακαθόριστο φως, — φωτοστεφανωμένη μες στην παραμέληση, μέσα στη μοναξιά μου,

μες στην αφάνειά μου. Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω

τούτη τη μυστική ευτυχία: να ’μαι ολόφωτη, μ’ ένα λεπτό προσωπείο πραγματικότητας

τριανταφυλλένιο και μαβί. Πήδηξα κάτω απ’ το σεντούκι,

άρπαξα ένα παμπάλαιο κλειδί παρατημένο σε κάποιον μαρμάρινο νιπτήρα,

το ’σφιξα και το φίλησα. Και τότε, στον πυλώνα απέξω, αντήχησε το κέρας

των κυνηγών, περίεργα μελαγχολικό και κουρασμένο — τελεσίδικο.


Βράδιαζε αργά, κι έφεγγε πάντα ο καθρέφτης στον τοίχο.

Η αράχνη είχε φύγει. Αισθανόμουν ακόμη να φέγγω απ’ τα μέσα,

μοναχική, ταυτισμένη μαζί του, ερωτευμένη,

κρατώντας το κλειδί του υπογείου στα δυο μου χέρια.

Για τούτο

σας έλεγα πως παίρνω τη θέση του (την πιο πραγματική μου θέση)

τη θέση του θανάτου μου — δηλαδή του θανάτου.

Τώρα γνωρίζετε

πως ήμουν προνομιούχος. Ναι. Γι’ αυτό ντρεπόμουν, είχα τύψεις,

ντρέπομαι τώρα ακόμη πιο πολύ που το εξομολογούμαι. Τί προνόμια τάχα;


Γνώρισα την ωραία ματαιότητα, την ήρεμη, την περίπου χαρούμενη·

ξάπλωσα μέσα της ή πάνω της, όπως το καλοκαίρι σε μια θημωνιά, παρατηρώντας

το βραδινό ουρανό, τα δάση, τα γαλάζια βουνά, μυρίζοντας άπληστα

τη ζεστή δρόσο, το θυμάρι, το άχυρο, το μακρινό ποτάμι,

την ευωδιά των θερισμένων σταχυών — όχι καθόλου με την έννοια

του ψωμιού, του νερού, της χρησιμότητας, — με την έννοια μονάχα

ενός γενικού θερισμού, πραϋντικού, ενώ από λόφο σε λόφο,

από αμπέλι σε αμπέλι, τα σκυλιά των γεωργών και των βοσκών αλυχτούσαν

μια ολόλευκη παντάνασσα πανσέληνο με σταυρωμένα χέρια, δίχως βρέφος.


Ήταν μια γεύση —δεν ξέρω— από βαθύ γαλάζιο διαλυμένο —

μια γεύση υπαρκτής ανυπαρξίας, υπογραμμισμένης κάποτε

από τη μετακίνηση κάποιου πουλιού στον ύπνο του· —μια σιγαλιά πολύβοη—

κι εγώ ήμουν ολόκληρη η σιωπή και μέρος της σιωπής. Δάγκωνα ένα μυρτόκλωνο

μη και φωνάξω. Γιατί το ’νιωθα: το στόμα μου μεγάλωνε

θαυμαστικό, για μια μεγάλη κραυγή, και τα δόντια μου

αραίωναν κι αυτά, χωρίζονταν, για ν’ αφήσουν διέξοδο

σ’ εκείνη την κραυγή. Την κράτησα. Διαλύθηκε εντός μου.

Αυτή ’ταν η σιωπή. Κι εγώ ήμουν αέρινη — μπορούσα να πετάξω.


Θυμάμαι στην κηδεία της μητέρας, — μια βελούδινη μαύρη πεταλούδα

με στίγματα πορτοκαλιά, πέρασε ανάερη, ζυγιάστηκες στο φέρετρο· — α, εκείνη

η μυστική ελαφρότητα, — σήκωσε ολόκληρο το βάρος μας,

αλάφρωσαν τα πράγματα, αλαφρώσαμε. Τότε μονάχα

μπόρεσε να πετάξει και το φέρετρο· — κι ήταν βαρύ, φορτωμένο

λουλούδια και μαργαριτάρια· έξι δεκάδες άλογα το σέρναν,

κι αργούσε μέσα στο λιοπύρι. Ιδρώναν άλογα κι άνθρωποι. Μονομιάς κατάλαβα

πως όλα τα στολίδια είναι βαριά — και τ’ άνθη ακόμα. Η πεταλούδα,

μαύρη, σας λέω, με στίγματα πορτοκαλιά, πήρε στους ώμους της το φέρετρο κι εχάθη.


Όλα είχαν σβήσει μες στο φως. Μονάχα ένα άσπρο σύννεφο

στεκόταν ήρεμο στο λόφο, κοιτώντας αλλού — το ’δα κι αυτό. (Παράξενο να βλέπεις

με τόση ακρίβεια — κι ευφροσύνη μάλιστα, σε τέτοιες ώρες). Γυρίζοντας σπίτι,

μας πήρε η μυρωδιά από σέλινο, καρότο και βρασμένη πατάτα.

Φάγαμε θυμωμένοι, με αργές, πεισμωμένες κινήσεις.


Μετά το γεύμα, ο αδελφός μας έφυγε, — κυνηγημένος, είπαν,

από τις Ερινύες. Τίποτα τέτοιο. Απομακρύνθηκε ήσυχα,

μονάχα λίγο πιο στοχαστικός και κάπως σκυμμένος. Ξαφνικά τα δωμάτια

μεγάλωσαν απέραντα. Δεν ήταν μια γωνιά να κρυφτούμε. Κι απέξω

συνεχιζόταν η απερίγραπτη λιακάδα. Τα τζιτζίκια φωνάζαν·

μπαίνανε μες στο σπίτι· κάποιο στάθηκε ασάλευτο

στο δαντελένιο κουρτινάκι σα μια νότα χοντρή, χνουδωτή, κάπως παράταιρη —

«εδώ, εδώ, εδώ», φώναξε επίμονα. «Εδώ». —Τί «εδώ»;—

έκανα να ρωτήσω. Κρατήθηκα. Δεν έβγαλα άχνα.


Κείνη τη μέρα οι υπηρέτριες μιλούσανε πιο δυνατά, χτυπούσαν τις πόρτες,

χτυπούσαν τα πόδια τους στο πάτωμα, στα σκαλοπάτια (αυτές οι τόσο αθόρυβες πριν λίγο),

χτυπούσαν στην κουζίνα τα μαχαιροπίρουνα, σπάσαν και κάτι ποτήρια.


Ένα όμορφο κίτρινο φόρεμα, που χτες ακόμη το φορούσε η μητέρα,

είχε απομείνει σωριασμένο σε μια πολυθρόνα, — εκεί συγκεντρωνόταν

όλο το φως κι η σιωπή. Και το βουρτσάκι των δοντιών της, καθώς μπήκα στο λουτήρα,

μεγάλωνε, μεγάλωνε, γέμιζε ακέριο τον καθρέφτη. Όπως περνούσα απ’ την πόρτα,

μου ξέγδαρε το γόνατο. Φοβήθηκα μη και μ’ αρπάξει απ’ το φουστάνι

και με κρατήσει κλεισμένη στο λουτρό, να βλέπω στη γωνιά το δίχτυ του αδελφού μας

που κυνηγούσε μικρός πεταλούδες.

Τότε

πλησίασα τον καθρέφτη και δοκίμασα, πρώτη φορά, να βάψω τα χείλη μου, μ’ εκείνο

το μυστικό και ιερό κοκκινάδι της μητέρας. Πάνω στα χείλη μου

απλώθηκε ένα ωραίο, μετανιωμένο λιόγερμα — μια λυπημένη κόκκινη λάμψη.


Τότε μονάχα μπόρεσα να κλάψω, — ευτυχισμένη που μπορούσα να κλαίω.

Και το βουρτσάκι των δοντιών ξανάγινε μικρό — μικρότερο από πρώτα. Κι έκλαψα

για τη μητέρα, για τον εραστή της, για τον άντρα της,

για το μικρό σφαγμένο κορίτσι, για την άλλη αδελφή μου, (πώς είχαν

αδειάσει μονομιάς τα μάτια της) — θαρρείς και δεν ήξερε

για τί να ζήσει πια. Πιότερο ακόμη

έκλαιγα για την ήσυχη φυγή του αδελφού μου· — καθώς περνούσε το φράχτη,

έκοψε ένα κλαδάκι λυγαριά, το πέρασε στη ζώνη του, κι ύστερα

μύρισε αργά τα δάχτυλά του.

Σ’ εκείνη τη στάση, καθώς έφευγε,

ήταν σα να κρατούσε το πηγούνι του για ν’ απομείνει ακίνητος

με τον αγκώνα ακουμπισμένο σ’ ένα αόρατο τραπέζι. Κι αλήθεια,

έμεινε ακίνητος, θαρρώ. Περπατούσε καθούμενος, — ίσως

γιατί, όπως λένε, κάποιες ώρες κάθε μετακίνηση

μας καθηλώνει στο ίδιο μέρος — δεν υπάρχει άλλο μέρος.


Έκλαψα κείνη την ημέρα για όλη μου τη ζωή, για τα περήφανα άλογα,

για τα διωγμένα σκυλιά, για τα πουλιά, για τα μερμήγκια,

για το γαϊδούρι του μπαρμπα-Σταμάτη που έβοσκε ήσυχα στον κάμπο,

σ’ ένα κατάξερο κίτρινο χωράφι, — το ’βλεπα απ’ το παράθυρο· —

«γαϊδουράκι μου, γαϊδουράκι μου», φώναζα μέσα μου — και λέοντας «γαϊδουράκι μου»,

εννοούσα τον κόσμο.

Τότε βάλθηκα να κλαίω δυνατότερα

ίσως για να μ’ ακούσει η αδάκρυτη αδελφή μου. Οι υπηρέτριες μαζεύαν απέξω

τα μεγάλα ζεσταμένα χαλιά· — την κόκκινη ζέστα τους

την ένιωσα, μεγάλη, υγιεινή, σ’ όλο το σώμα μου. Τα μάτια μου στεγνώσαν. Ο κόσμος

ήταν ζεστός, χνουδωτός, ολοπόρφυρος — μαζί κι οι πεθαμένοι.


Τη νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, ακούστηκε στο δρόμο,

κάτω ακριβώς απ’ τα παράθυρά μου, το βήμα ενός διαβάτη· —

ίσως ποτέ κανένας δεν περπάτησε μ’ αυτό τον τρόπο κάτω απ’ το φεγγάρι

κι ίσως ποτέ κανένας να μην είχε ακούσει όπως εγώ ένα τέτοιο βήμα.

Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ερχότανε στον κόσμο.

Ήταν ο τελευταίος που έφευγε απ’ τον κόσμο. Και, ποτέ, κανένας

δεν είχε ρθει μήτε είχε φύγει.

Όπως σας είπα,

ο κόσμος ήταν ζεστός, χνουδωτός, ολοπόρφυρος — χωρίς κανένα ρήγμα.

Μονάχα το φεγγάρι δρόσιζε το χνούδι μιας κουβέρτας που ’χε μείνει στο μπαλκόνι.


Τα ξημερώματα, βγήκα κρυφά στον κήπο· κάθισα στο πιο ακρινό παγκάκι

μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, δίχως να διαβάζω. Ένα μικρό παράξενο μαμούδι

έπεσε πάνω στη σελίδα. Το αναμέρισα λίγο. Τότε, εκείνο

γύρισε ανάποδα, σαλεύοντας στον αέρα ένα σωρό λεπτότατα πόδια —

ένας ολόκληρος κόσμος με χιλιάδες κινήσεις. Κείνη την ώρα

με φώναξε απ’ την πόρτα η αδελφή μου.

Στη φωνή που μας καλεί

(θα το ’χετε προσέξει) υπάρχει πάντα

ένα μαμούδι ανάποδο που, ξάφνου,

γυρίζει απ’ τη σωστή μεριά κι εξαφανίζεται.

Πίσω του μένει

κάποια απορία για μας: — ποιά να ’ταν η σωστή του θέση (κι η δική μας)

αυτή, ή η άλλη μες στα φύλλα του ύπνου, πέφτοντας από ψηλά ή πετώντας;


Ύστερα φύσηξε ένας άνεμος μεγάλος, σαρώνοντας ώς πέρα

αγκάθια, εφημερίδες, χαρτοφάναρα, δάφνες, γεφύρια·

οι πόρτες γέρναν, στέκονταν διαγώνια. Ο χτεσινός αυλάρχης,

με το μαχαίρι ακόμη στην κοιλιά του, ανέβαινε τη μέσα σκάλα.

Λουρίδες αίμα χαρακώναν τα πλακάκια του διαδρόμου.

Μπρος στον εξώστη φώναζαν τα πλήθη με παράξενες μαύρες σημαίες.

Εκείνο το τεράστιο έφιππο άγαλμα σωριάστηκε άξαφνα στο χώμα. Τότε

ο κόσμος σκόρπισε περίτρομος κι άδειασε ο χώρος.


Την άλλη μέρα (αλήθεια, μια άλλη μέρα) αντίκρισα την έρημη πλατεία

ασβεστωμένη απ’ τη σιωπή. Μονάχα πέντε αυγά είχαν μείνει

στη βάση του παλιού φανοστάτη. Μια γυναίκα βγήκε απ’ το στάβλο

με μεγάλη προφύλαξη. Πήρε τ’ αυγά, που, αμέσως

βάφτηκαν κόκκινα. Μια άλλη γυναίκα, ενεδρεύοντας στο απέναντι παράθυρο:

«Οι κότες σου —είπε— αρχίσαν να γεννοβολάνε κόκκινά αυγά;». Κι η πρώτη:

«Είναι που ρόδισαν απ’ την αυγή», είπε και τα ’χωσε στις τσέπες της ποδιάς της.


Στο δρόμο φάνηκε ένας όμορφος στρατιώτης. Πέρασε σιμά τους.

Οι δυο γυναίκες γέλασαν ένα μικρό δίδυμο γέλιο. Απ’ τους λόφους

χύθηκε η μέρα σα γάλα — μοσκοβολώντας, πράγματι, γάλα.

Η μια γυναίκα μπήκε στο στάβλο. Η άλλη σφάλιζε τα τζάμια. Ο στρατιώτης

είχε εξαφανιστεί μες στη λευκότητα. Επιπλέαν μονάχα στον αέρα,

ταλαντευόμενα, ελαφρά, κείνα τα πέντε κόκκινα αυγά σα να ’ταν κούφια.

Αυτό το θυμάμαι καλά. Όσο για τ’ άλλα, των μεγάλων, ποτέ μου

δεν κατάλαβα τίποτα. Ανεβάζαν τα χέρια τους πάνω

ψηλά, ψηλά, σα να ’ταν να κρατήσουνε κάποιο δοκάρι

που θα ’πεφτε οπωσδήποτε. Βέβαια, θαρρούσαν

τη στάση τους αυτή μεγαλόπρεπη. Ανοίγαν το στόμα

αρπαχτικό, ρητορικό ή θρηνητικό — μια τρύπα γεμάτη σκοτάδι

και μέσα μέσα θαμπόφεγγε μια σιδερένια, πανάρχαιη, αστήριχτη σκάλα.


Έφυγαν όλοι. Τώρα κάθομαι εδώ και κοιτάω και ξεχνάω και θυμάμαι.

Τα πάντα ήταν καλά. Δε μου χρειάζεται τίποτε, — χορταστική ολιγάρκεια.

Βάζω τα χέρια μου στα γόνατά μου· αγγίζω το κενό· κρατιέμαι

απ’ το κενό. Στέκομαι ακόμη ορθή σ’ ένα εξαίσιο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι,

πιασμένη απ’ τα κάγκελα — μετέωρη σχεδόν. Σε τούτα τα κάγκελα,

μετάλλινα, λεία, αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές του καιρού, το κρύο, τη ζέστη,

την υγρασία, τ’ αστέρια — εικονικές αλλαγές. Ένα σπουργίτι, πότε πότε,

κάθεται εκεί και με κοιτάει· — γνωριζόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε.


Θυμάμαι κάποιο απόγευμα, — η μητέρα είχε βγει για κάποια επίσκεψη πριν λίγο·

μπήκα στην κάμαρά της· φόρεσα τα παπούτσια της —ζεστά απ’ τα πόδια της ακόμα—

η ξένη εκείνη ζέστα· — ψήλωσα μεμιάς σα να γνώρισα

μιαν ανεξήγητη αμαρτία. Ολόκληρη βδομάδα δεν τολμούσα

να κοιτάξω στα μάτια τη μητέρα. Κρυβόμουν στους θάμνους του κήπου

προσμένοντας μια τιμωρία ή μιαν ανταμοιβή, — δεν ξέρω.


Ω, ναι, κι εγώ περίμενα. Ήμουνα πάντοτε η πρώτη να τρέξω

στο χτύπημα της πόρτας — κι ας μην ήταν για μένα. Ο ταχυδρόμος

ξεχώριζε κάτω απ’ τον κάμπο με την πέτσινη τσάντα του, σα να ’χε

ένα τετράγωνο κομμάτι φως επάνω στο μηρό του.

Περίμενα

πως κάποιο γράμμα θα ’ρχόταν και για μένα. Ανάμεσα σε τόσα

επίσημα έγγραφα κι αναφορές κι αιτήσεις, ένας ρόδινος φάκελος

κι επάνω του γραμμένο τ’ όνομά μου. — «Χρυσόθεμις, Χρυσόθεμις»,

θ’ άκουγα να φωνάζουν όλοι παραξενεμένοι. «Ένα γράμμα, Χρυσόθεμις, για σένα». Εγώ,

θα ’παιρνα αδιάφορα το γράμμα, θα κλεινόμουν σ’ εκείνο το δωμάτιο

όπως κλείνεται κανείς με το θεό, — μονάχα οι δυο μας,

αφήνοντας όλο τον κόσμο απέξω, γιατί ο κόσμος όλος

θα ’μουν εγώ κι ο θεός, κι η ταυτισμένη εικόνα μας μες στον παλιό καθρέφτη.


Τ’ άλλα κορίτσια μέναν όλη μέρα κάτω απ’ τα μεγάλα πεύκα

σαν κάπως άγρια απ’ τις επιθυμίες τους κι απ’ την ομορφιά τους,

ξοδεύοντας ρυθμούς, κινήσεις, γέλια, με μαλλιά αναστατωμένα,

κατάσπαρτα μ’ εκείνες τις διπλές, ξερές πευκοβελόνες,

με ανόητα σκουλαρίκια από κεράσια, (οι βούλες του φωτός που τρέχανε στους τοίχους

και στον καθρέφτη του παλιού δωματίου, ίσως και να ’ταν

από τη στρογγυλάδα των γονάτων τους), όταν εγώ, λησμονημένη, μόνη,

περήφανη από μιαν ουράνια περηφάνια, διάβαζα πάλι και πάλι

το γράμμα που είχα γράψει στον εαυτό μου. (Μήπως έτσι δε γίνεται πάντα;)


Τί δύσκολα που ’ναι τα λόγια —δε νομίζετε;— Ο σωστός μας λόγος

μονάχα στον εαυτό μας απευθύνεται ή, τουλάχιστον,

μονάχα ο εαυτός μας τον ακούει σωστά. Όλα τ’ άλλα

μικρές ή μεγάλες προφάσεις, παζαρέματα, μεταμφιέσεις.


Σαν νύχτωνε κατέβαινα την μέσα σκάλα του σπιτιού σα να ’μπαινα σ’ ένα πηγάδι,

έχοντας γύρω απ’ το κεφάλι μου κείνο το αόριστο φως του καθρέφτη —

κι ήταν αυτό που χυνόταν ώς κάτω στα πόδια μου· —έτσι έβλεπα να περπατήσω·—

φωτίζονταν μάλιστα κι οι γλάστρες πλάι στη σκάλα. Μέσα στην τραπεζαρία

είχαν ανάψει κιόλας τις λάμπες (ευτυχώς) —το δικό μου το φως δε φαίνονταν διόλου—

ήταν κι οι ομιλίες, κι οι ανταύγειες των μαχαιριών, κι η πείνα, — πού να ξεχωρίσεις;


Η νύχτα απλωνόταν πυκνόφυλλη πάνω απ’ το σπίτι, σπιθίζοντας όλη

από δροσοσταλίδες και άστρα. Ένα άλογο χανόταν στο βάθος

γαλάζιο με αργυρές ραβδώσεις. Οι καθρέφτες κλείναν. Στο κρεβάτι,

ονειρευόμουν τους βοσκούς κοιμισμένους. Το μάγουλό τους

ακουμπισμένο πάνω στο σουραύλι. Όταν ξυπνούσαν

θα ’χαν εκεί ένα ρόδινο βαθούλωμα καθώς ουλή από τραύμα

μιας μάχης μακρινής και μυστικής. Οι βοσκοί πάντα

μου φαίνονταν ωραίοι, γιατί ’ναι μόνοι· — κι οι μόνοι ονειρεύονται,

και τους ονειρευόμαστε κι εμείς, ψηλά, στα βουνά, μέσα στους θάμνους,

ελεύθεροι από μάρτυρες, ανείδωτοι — μόνοι, με μόνους.


Μονάχα ο έρωτας, που λένε κι η ομορφιά, αντιστέκονται κάπως στο χρόνο —

παρόλο που ούτε το ’να ούτε τ’ άλλο ξέρω τί σημαίνουν — ένα κάτι

σαν ψαύσιμο ελαφρό στον αυχένα.

Τα θερινά μεσημέρια

κοιτούσα απ’ το παράθυρο τον κοντινό λοφίσκο. Εκεί πάνω

μαζεύονταν οι κυνηγοί κάτω απ’ τα δέντρα· τρώγαν μεγάλα καρπούζια·

τα δόντια τους λαμποκοπούσαν καθώς δάγκωναν την κόκκινη σάρκα —

λαμποκοπούσαν τόσο που έσφιγγα τη φούστα μου με πείσμα

ανάμεσα στα γόνατά μου. Αργότερα απομένανε στο χώμα

οι μαύροι σπόροι να ξεραίνονται μες στο λιοπύρι

σαν θρύμματα μιας όμορφης νύχτας — σκόρπιες στάχτες

από κρυφές πυρκαϊές, μικρά μικρά μαύρα σημάδια

μιας ήσυχης, μιας τρυφερής μετάνοιας πριν απ’ την αμαρτία.


Κάποτε ένα χαμόγελο ανεξήγητο κυματίζει στον αέρα. Ένα δείλι, στον κήπο,

σκυφτή στο εργόχειρό μου, αναμετρώντας το άσκοπο των γεγονότων,

το άσκοπο του ίδιου του κεντήματος —μη σταματώντας ωστόσο να κεντάω—

μια λάμψη ξαφνική μού γέμισε τα χέρια και τα μάτια· — δυο μεγάλα πόδια

ξυπόλυτα, νεαρά, με άψογα νύχια, είχαν περάσει

εκεί μπροστά μου. Ο νέος κηπουρός μας

σάρωνε τα πεσμένα φύλλα των ευκάλυπτων. Δε σήκωσα τα μάτια, —

μου ’φτανε η εικόνα εκείνων των γυμνών ποδιών και της σκούπας.


Η κάθε μέρα κάτι μας αφήνει για τη νύχτα· —είναι δύσκολος κάποτε ο ύπνος

αν κάτι ωραίο δεν έχεις ν’ αντιπαραθέσεις στο σκοτάδι που ενεδρεύει. Τώρα

μόνον τ’ αγάλματα μένουν στη διάθεσή μου — ανέγγιχτα κι αυτά, γυμνά, δίχως δάφνες,

ή εκείνοι οι μακρινοί σαλπιγκτές πάνω στα τείχη, ορθοί, γραμμένοι

στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας — δεν είναι λίγο.


Γι’ αυτό κι η ευχαριστία μου κι η προσευχή μου πριν απ’ τον ύπνο,

κι ο καλός ύπνος, και τ’ όμορφο ξύπνημα, κι ο καλός θάνατος, —

με το καλό να ’ρθεί —παράπονο δεν έχω,— τον γνώρισα·

είμαστε φίλοι πια· σ’ αυτόν χρωστάω τα περισσότερα:

το νόημα της ζωής — θέλω να πω την έλλειψη κάθε νοήματος. Πολύ αργά το μαθαίνουμε —

ένα άγγιγμα ήσυχου φτερού —και το φτερό διαποτισμένο από ύψος—

έτσι λέμε τουλάχιστον — δικαιολογίες, μεταστροφές, θλιμμένες πανουργίες.


Μήπως θα θέλατε ν’ ανάψω φως; Σα να ’χει σκοτεινιάσει κάπως.

Εμείς κρατήσαμε στο σπίτι τις παλιές μας λάμπες πετρελαίου· —

συνηθίσαμε, βλέπετε· τις έχουμε πονέσει, παρότι

χαίρομαι τα καινούργια πράγματα, — μου επιτρέπουν να βλέπω

μέσ’ απ’ τις αλλαγές αυτό που λέμε αμετάβλητο. Πολύ διασκεδάζω

με τις προόδους στα καπέλα, στα ενδύματα, στις ομπρέλες, στα αμάξια,

στα βιολοντσέλα, στη μαγειρική, στις φυλακές, στα αερόπλοια, — ω, θε μου,

η μη αλλαγή, η ωραία, η αδυσώπητη, — κι απόφαση κανείς δεν το παίρνει.


Τα λαδοφάναρα, τα κηροπήγια, οι λυχνίες αντικατασταθήκαν

με ηλεκτρικά λαμπιόνια — ευκολίες, δυσκολίες. Τις νύχτες

κοιτάω μακριά στην πολιτεία τις μεγάλες πολύχρωμες ρεκλάμες·

καμιά φορά σβήνω τη λάμπα — αφήνω να φωτίζεται το δωμάτιό μου

από τον έξω μακρινό φωτισμό — πότε γαλάζιο ή κίτρινο ή μενεξεδένιο,

πότε τριανταφυλλί ή βερικοκί, — μια ξένη κάμαρα, με ξένα φώτα —

ξένη κι εγώ με την επίγνωση του μακρινού και του άφταστου, με τη βαθύτατη εκείνη

επίγνωση της ήμερης γενικής ξενιτιάς, σα μυστική φιλία

με όλους και με όλα, — μια και τίποτα πια δεν μας αγγίζει

κι ούτε μπορεί, φυσικά, να μας προσβάλει — μια θεσπέσια φαντασμαγορία.


Κι η κάμαρά μου —καράβι χρυσό μενεξεδένιο— ταξιδεύοντας μέσα στη νύχτα,

κι εγώ κατάμονη μες στο καράβι —καθόλου, μα καθόλου θλιμμένη,—

ούτε τιμόνι, ούτε κουπί· — ξέροντας το άχρηστο (και μάλιστα επιζήμιο)

του τιμονιού, του κουπιού, της πυξίδας.

Θυμάμαι

εκείνη τη μεγάλη νύχτα — την παραμονή του φόνου: Ο αδελφός μου

στάθηκε μια στιγμή στο κεφαλόσκαλο έξω της μαρμάρινης σκάλας,

κοίταξε αμίλητος τον ουρανό, με το κεφάλι του όμορφα υψωμένο:

«Μόνα κουπιά μας —είπε— ίσως να ’ναι τ’ αστέρια· μα κι εκείνα

δεν τα κρατάμε εμείς, — πώς θα μπορούσε;». Τον ένιωσα αμέσως.

Η μεγάλη αδελφή μου δεν κατάλαβε. Του ’δωσε το σπαθί κρυμμένο κάτω απ’ την ποδιά της.


Λοιπόν, δε φέραμε στο σπίτι ηλεκτρικό. Κρατήσαμε τις λάμπες —

πιο συμπαθητικές αυτές· —το καπνισμένο γυαλί, η οσμή του πετρελαίου—

μια ζεστασιά· κι οι μεγάλες σκιές στο ταβάνι, στους τοίχους. Πότε πότε

κρεμάμε μια παλιά φουρκέτα απ’ τα μαλλιά της μητέρας

μη σπάσει το γυαλί. Τότε μου φαίνεται η φουρκέτα

σαν ένας ελάχιστος ιππέας με χαλύβδινο θώρακα

καβάλα στο γυάλινο άλογό του, μια νύχτα καταιγίδας.

Έτσι, πάντα,

το καθετί της μητέρας μού ’δινε την εντύπωση του πάνοπλου· — τί πάνοπλο, αλήθεια;

Μας άφησε κι αυτή μ’ ένα πελέκι στο πλευρό σα δεύτερο φτερό της.


Ύστερα φτάσαν τα μεγάλα ποντίκια, η σκουριά, ο ξυλοφάγος, ο σκόρος —

με τον καιρό αποθρασυνθήκανε, μασούσαν ολοφάνερα τα ξύλα, τους τοίχους,

τα υφάσματα, τα σίδερα· — τίποτα δεν μπορούσες να φυλάξεις.

Τους τα παραχωρήσαμε, λοιπόν, κι εμείς, —δε μας ένοιαζε διόλου,—

μήτε που ακούγαμε το ατέλειωτο ροκάνισμά τους. Αυτή ακριβώς την ώρα

ανακαλύψαμε το αδούλωτο μέσα στην πλήρη παράδοση.

Πελώριοι αρουραίοι

σκύβανε στα μεγάλα κιούπια, πίνανε το λάδι, σκαρφαλώναν στο ταβάνι,

έτρωγαν τα φιτίλια απ’ τις καντήλες, ροκανίζαν με απληστία

τα παπούτσια μας κάτω απ’ τα κρεβάτια.

Κι ήταν στιγμές που θαρρούσες

πως κάποιοι περπατούσαν κάτω, χαμηλά, στα υπόγεια, μες στο χώμα,

κι εμείς, ασάλευτες, ψηλά, πάνω απ’ τις μάταιες κινήσεις,

πάνω απ’ το φόβο της φθοράς, σαν άφθαρτες, σαν τελειωμένες.


Μια νύχτα, ανέβηκε ένας αρουραίος στο κρεβάτι μου — ετοιμάζονταν ίσως

να μου μασήσει το χέρι. Τον κοίταξα στα μάτια, σχεδόν με συμπάθεια.

Εκείνος απέφυγε το βλέμμα μου, στράφηκε κι έφυγε. Στο τέλος

μας εγκατέλειψαν και οι αρουραίοι — όχι γιατί δεν είχαν πια τί να φάνε,

αλλά γιατί δεν τους φοβόμασταν. Μονάχα, κάποτε, θυμάμαι, η αδελφή μου,

περασμένα μεσάνυχτα, στάθηκε για ώρα μπροστά στον καθρέφτη

και χτενιζόταν με πολλή προσοχή. Μάζεψε πάνω τα μαλλιά της

και φόρεσε ένας κράνος του πατέρα. Πλάγιασε έτσι, με το κράνος.


Εγώ προσποιόμουν πως κοιμάμαι. Όμως εκείνη: «Ξέρεις —μου είπε—

φοβάμαι μη μου φάνε τα μαλλιά· — κι οι φαλακρές γυναίκες

μοιάζουν μ’ εκείνες του ψυχιατρείου, τις κουρεμένες. Όχι, όχι, δε θέλω —»,

και μονομιάς έμοιασε του πατέρα. Σε λίγο

ξανάβγαλε το κράνος, το ακούμπησε σε μια καρέκλα κι εκοιμήθη.

Η φλόγα του κεριού τρεμοσάλευε πράσινη πάνω στο κράνος.


Όλα αποσύρθηκαν με τον καιρό σαν τα ποντίκια, σαν τους αυλοκόλακες, τους υπηρέτες

ή σαν τα κύματα πιότερο. Μόνο μια μυρωδιά από αλάτι έχει απομείνει,

η μυρωδιά μιας διάρκειας, μαζί μ’ εμάς, χωρίς εμάς, —τι σημαίνει;—

κείνο το αλάτι στο ψωμί, στο νερό, στον αέρα —

αυτό που λέμε ελευθερία, χωρίς να ξέρουμε ποτέ τί ζητάμε και τί είναι.


Αυτό ακριβώς δεν άντεξε η μεγάλη αδελφή μου. Ένα απόγευμα

χώθηκε μες στο τζάκι, βάφτηκε με την καπνιά —χέρια και πρόσωπο και πόδια—

ύστερα στάθηκε μπρος στον καθρέφτη και κοιτάζονταν: «Άι, άι — θρηνούσε —

άι, η καημένη κατακάηκε, άι, η μαύρη καταμαύρισε», κι έχυνε μαύρα δάκρυα,

μαύρα, στ’ αλήθεια, απ’ την καπνιά. Δεν ήξερα πια τί να κάνω·

πήρα ένα κόκκινο μεταξωτό πανί και το ’κοψα λουρίδες. Τότε, αμέσως,

εκείνη σώπασε. Κοίταξε απ’ το παράθυρο σχεδόν γαληνεμένη

δένοντας ένα κόκκινο κουρέλι ολόγυρα στο μέτωπό της.


«Ο ήλιος —είπε— βασιλεύει κόκκινος, — τί κόκκινος, θε μου.

Όλοι περνάμε, λοιπόν, ησυχάζουμε». Και ξάφνου ανάλαμψε η εσπέρα

κόκκινη, με μαβιές και πράσινες κηλίδες. Πλησίασα στο παράθυρο· στον κήπο

κάτω από μια πολυθρόνα διακρίνονταν κάτι μεγάλα σαντάλια,

πολύ μεγάλα, καταπόρφυρα, — δεν ήταν κανενός μας. Πάνω στους λόφους

άρχισαν να χτυπούν οι εσπερινές καμπάνες. Μια υπηρέτρια

έτρεχε κάτω απ’ τους ευκάλυπτους κρύβοντας κάτι μες στον κόρφο της.

Κι έπεφτε η νύχτα.


Έτσι περάσαν τα χρόνια, (πώς περάσαν; — δεν το ’νιωσα), κι εγώ

πάντα στο περιθώριο των συμβάντων, — είμαι τάχατε εγώ που έχω ζήσει, μη ζώντας,

τόσες και τόσες ζωές, και την ίδια τη ζωή μου; Μια φορά μόνον,

σαν ήτανε τιμωρημένη για το πείσμα της η μεγάλη αδελφή μου,

της πήγα κρυφά τροφή και νερό.

Πολύ ευχαριστήθηκα

που κάποιον θα μπορούσα να νοιαστώ, που κάποιος είχε την ανάγκη μου. Μ’ άρεσε

κι όλη η ετοιμασία, το μυστήριο, ο κίνδυνος. Δεν τα κατάφερα.


Με πιάσαν μπρος στην πόρτα. Με τιμώρησαν και μένα.

Ήταν μια ξέχωρη χαρά να ’χω τιμωρηθεί για κάποιον και για κάτι·

εγώ, η τιμωρημένη πάντα από τον ίδιο τον εαυτό μου, ν’ αξιωθώ επιτέλους

μια τιμωρία για μια πράξη — ήμουν πολύ περήφανη για τούτο.

Έβλεπα πια τα πράγματα κι εμένα σε μια σχέση φανερή προς τους άλλους. Θυμάμαι

που έτσι κλεισμένη σε μια κάμαρα μετρούσα τα κουμπιά του φουστανιού μου,

κι ήτανε πέντε, —δεν το ’ξερα— ένα όμορφο 5, — το ’βλεπα μεγάλο

γραμμένο στον τοίχο· — κι ήταν πέντε ακριβώς τα δάχτυλά μου που μετρούσαν.


Όσο για τη μητέρα, — η δύστυχη, ποτέ δεν τιμωρήθηκε. Εκείνη

μονάχα τιμωρούσε· (και θαρρώ πως μόνον οι τιμωρημένοι

έχουν καιρό και τρόπο να σκεφτούν· μόνο οι τιμωρημένοι

μεγαλώνουν σωστά —κι ας μη φαίνεται— διατηρώντας ώς το τέλος

όλα τα στάδια της αύξησής τους).

Η άμοιρη μητέρα

τα πλήρωσε όλα μονομιάς. Ποτέ δεν την είδα να κλαίει

ή να παρακαλεί. Μόνο, την ύστατη στιγμή, τα σκοτεινά της μάτια

σταμάτησαν πελώρια, σαστισμένα, πανέμορφα, σαν μεμιάς να συλλάβαν

όλο το νόημα της ζωής, όλη τη ματαιότητα της όποιας εξουσίας,

ίσως κι όλο το νόημα της ομορφιάς — πάντοτε ανέφικτης, κι ωστόσο βιωμένης.


«Η αίσθηση του ωραίου» —θυμάμαι που ’λεγε ο παιδαγωγός μας— «συνυφαίνεται πάντα

με την έννοια του μάταιου». Και μονάχα το ωραίο θαρρώ μπορεί ν’ αντέξει

άντικρυ σ’ όλο το μάταιο κι ανεξήγητο, χωρίς ελπίδα

δικαίωσης ή ανάστασης. — Α, εκείνη η ευγενική ανιδιοτέλεια. Η αδελφή μου

δεν ανεχόταν το ανεξήγητο, — κι ίσως γι’ αυτό παραλόϊσε. Μονάχα

στα τελευταία της χρόνια το ’ριξε στο πλέξιμο — φανέλες, κάλτσες,

γάντια, κασκόλ, —όχι που κρύωνε— δε φόρεσε ποτέ κανένα·

γέμισε μια κασέλα ολάκερη· — καθόταν πάνω της τα βράδια

σκυφτή, με σταυρωμένα χέρια· —ω, ναι, θα κρύωνε·— δεν τα φορούσε·


Κάποτε, πάνω στην αρρώστια της, όταν σωθήκαν οι κλωστές της,

ξήλωσε μια παλιά, ετοιμόρροπη, λινή κουβέρτα

κλωστή κλωστή —κοβόταν— κόμπο κόμπο, κι έφτιαξε με τη βελόνα

έναν περίφημο άθλο καρτερίας —ένα μικρό πετσετάκι·— μου το χάρισε —

(παρόλο το χαμένο λογικό της, είχε θυμηθεί πως ήταν τα γενέθλιά μου).


Ποτέ δεν έλαβα πολυτιμότερο δώρο. Το ’χω πάντα κοντά μου. Κι αλήθεια,

κάθε όμορφο πράγμα έχει μια ατέλειωτη προϊστορία και χιλιάδες αθώρητους κόμπους

και μια μικρή βελόνα υπομονής με χιλιοτρυπημένα δάχτυλα. Ίσως

η άλλη όψη του ωραίου να ’ναι η αγιότητα, —ποιός ξέρει;— τίποτα δεν έχω μάθει.


Έφυγαν όλα. Απόμεινε μονάχα αυτή η απέραντη ησυχία. Θαυμάζω:

ήμουνα τάχα εγώ; —πόσα πρόσωπα;— όλα ξένα, όλα δικά μου, αγαπημένα —

το δικό μου πρόσωπο. Κι η αίσθηση τούτη η εξαίσια, κάποιες ώρες,

πως τίποτα δε χάθηκε· — δε χάνεται τίποτα. — Ακούτε;


Κλείνουν τα μαγαζιά στην αγορά, εκεί κάτω. Ο θόρυβος τούτος

από κλειδιά, λουκέτα, σιδερένια ρολά, πολύ μ’ αρέσει. «Τέλος. Τέλος. Τέλος»,

είναι σα να φωνάζουν τα κλειδιά, από πόρτα σε πόρτα,

από λόφο σε λόφο, από χρόνο σε χρόνο, τούτοι οι χάλκινοι αγγελιαφόροι —

τέλος της εμπορίας και των συναλλαγών, — δε νομίζετε;

Στο βάθος

τα βουνά γαλανίζουν. Ένα ρόδινο νέφος ανασαίνει ακόμη

πάνω απ’ τους κήπους. Κάποιος ανεβαίνει περίσκεπτος

μια ξύλινη σκάλα. Βγαίνει στην ταράτσα. Κοιτάζει. Εκεί πάνω

βρίσκεται κιόλας το φεγγάρι, πλάι σ’ ένα ποτήρι

ξεχασμένο από χτες στο πεζούλι.

Πάντα το φεγγάρι

μας δίνει την εντύπωση του ποτηριού, — πότε γεμάτο γάλα,

πότε γεμάτο παγωμένο ή χλιαρό νερό, κι άλλοτε πάλι

γεμάτο ένα παράξενο κίτρινο υγρό, όπου διαλύονται ακόμη

δυο τρεις λευκές παστίλιες δυνατό υπνωτικό, — η μία

αφήνει μιαν ουρά λεπτές φυσαλίδες απ’ τη βάση προς τα επάνω,

ένα λεπτό λοφίο μιας άφαντης, ήσυχης νίκης —ένα θρόισμα, θε μου—

ο όμορφος ύπνος πλησιάζει, χωρίς όνειρα, ο ύστατος ύπνος.


Πέρασαν πια τα χρόνια. Αλάφρωσα πολύ, παραβάρυνα. Χαίρομαι

αυτή την ελαφρότητα κι αυτό το βάρος. Ένα βαθύ χαμόγελο

με ανασηκώνει απ’ τις μασκάλες. Δεν πατώ στο χώμα· — ντρέπομαι

μη και με δει κανείς να περπατώ στον κήπο σαν πουλί. Ντρέπομαι

γι’ αυτή την παιδική μου ελαφρότητα. Αράζω εδώ στο παράθυρο

με τις βροχές, με τις λιακάδες, — δεν χόρτασα ακόμη να βλέπω.


Τα πρωινά της άνοιξης σηκώνομαι πολύ νωρίς, την ώρα

που όλα βαθιά μας και τριγύρω φέγγουν ήσυχα, με την όμορφη θλίψη

την άσκοπη και αναίτια σαν την ίδια τη ζωή. Ο ελάχιστος βόμβος

απ’ το φτερό μιας μέλισσας αφήνει ένα μεγάλον ίσκιο

σ’ όλο το μήκος της διαφάνειας. Άλλοτε κάθομαι κι ακούω τα τζιτζίκια,

αυτούς τους νάνους τρελούς τυμπανιστές, γύρω στις πολεμίστρες,

μέσα σ’ εκείνα τα εκτυφλωτικά μεσημέρια· — οι φωνές τους

δεν αφήνουν καθόλου κενά· χτίζουν τα ρήγματα στα τείχη. Εκεί κάτω

αστράφτει η πεδιάδα των σταχυών σ’ ένα λαχάνιασμα μαλαματένιο.


Λοιπόν, δε χόρτασα. Ξεχνιέμαι ακόμη κοιτώντας ένα σύννεφο στη δύση,

ένα παράξενο σύννεφο σαν καμωμένο από μικρά καθρεφτάκια της τσέπης, —

μου ρίχνει τις λάμψεις του στα μάτια· δε μ’ αφήνει να σοβαρευτώ, παρότι

αισθάνομαι την έλευση της νύχτας πίσω απ’ όλες τις λάμψεις, παρότι

είναι μια γεύση διάχυτη στον αέρα από στάχτη και τριμμένη κανέλα.


Με το φθινόπωρο μ’ αρέσει να κοιτάζω τα ξεθωριασμένα τραμ που στρίβουν πλάι στο μαιευτήριο,

κάτι μεγάλα σκυθρωπά απογεύματα με ολόγυμνα δέντρα,

κι οι φωνές των παιδιών, κάτω στο γήπεδο, είναι τόσο θλιμμένες

και τόσο ανυποψίαστες μαζί.

Απ’ το δυτικό παράθυρο

φαίνεται και το κοιμητήρι με τ’ αγάλματα απ’ τον ελαιώνα —

μαρμάρινοι έφηβοι, μαρμάρινα πουλιά, μαρμάρινοι άγγελοι με μεγάλες φτερούγες —

επάνω τους ανάβουν και σβήνουν πολύχρωμες οι φλόγες της δύσης.


Ώσπου βραδιάζει, και λευκάζουν γαλήνια τ’ αγάλματα — ένα απόμακρο άσπρο

πραϋντικό και παρήγορο· κι έρχεται η νύχτα να το αλλάξει

σ’ ένα γαλάζιο μαργαριταρένιο με ρόδινες ραβδώσεις. Εκεί πέρα

είναι και το αγαλμάτιο της σφαγμένης κόρης, μικρό σαν ένα δόντι

που σε βασάνισε πολύ, και το ’βγαλες, και πια δε σε πονάει. Τα μεσάνυχτα

ακούω να πλαταγίζει ένα τραπεζομάντιλο σ’ ένα τραπέζι του κήπου.

Ένα καράβι περνάει με στον καθρέφτη. Μια σκοινένια σκάλα

κρεμιέται στον πολυέλαιο της σάλας. Αισθάνεσαι

την υγρασία που πέφτει στα παγκάκια των πάρκων· τις λειχήνες

που ντύνουν λίγο λίγο τα αγάλματα. Κι ύστερα πάλι ησυχία.


Τίποτα πια δεν περιμένω. Εδώ τελειώνω. Μόνο επάνω στον κλειστό γυναικωνίτη

ακούγεται τις νύχτες ασταμάτητος κείνος ο χτύπος

από τη χτένα του αργαλειού, κάτι υφαίνοντας, (δεν το ακούτε;) —

ένα ύφασμα ατελείωτο με αόριστα σχέδια, σε αόριστο χρόνο,

σε αόριστη μυστική αναμονή. Μπορεί και να ’ναι κάποια ξεχασμένη βάβω

υφαίνοντας τα τελευταία προικιά μου, εμένα, της ανύμφευτης· ή πάλι

μπορεί και να ’μαι η ίδια εγώ, περιμένοντας —τί;— μήτε που ξέρω.


Α, ναι, περίμενα πως κάποιος, κάποτε, θα ’ρχόταν να πάρει

το ύφασμα εκείνο και το μυστικό της ύφανσης·— η ίδια εγώ να το αποθέσω

πάνω στα γόνατά του, όπως τώρα, σ’ εσάς, αυτά τα λόγια,

σα να ’χει μόνο αυτό μια σημασία.

Πολύ σας κούρασα, καλή μου φίλη.

Κι εγώ είμαι κουρασμένη. Συγχωρήστε με. Τώρα μπορώ να φύγω,

ευτυχισμένα κουρασμένη, δίχως όνειρα πια κι επιθυμίες

μόνο με την απέραντη κι εξαίσια επιθυμία να ζητώ συγγνώμη

απ’ όλους κι απ’ όλα.

Συγγνώμη. Συγγνώμη. Συγχωρήστε με

εμένα την ασήμαντη, που για πράξη καμία

να περηφανευτώ δεν έχω — τίποτε. Μονάχα τούτη η αναγάλλια

να σας ζητώ συγγνώμη, —ευχαριστώ·— κι η υστάτη μου συγγνώμη

για μένανε την ίδια — από καιρό προετοιμασμένη κι ίσως δικαιωμένη.


(Έχει σκοτεινιάσει. Σιωπή. Η νεαρή δημοσιογράφος μαζεύει τα χαρτιά της, φανερά συγκινημένη. «Συγγνώμη», είπε μόνο. «Σας κούρασα πολύ», έτσι σαν μακρινή ηχώ, κι έκανε να φιλήσει το χέρι της Δέσποινας. Εκείνη το αποτράβηξε διακριτικά. Σε λίγο, ο κρότος κι η φλόγα ενός σπίρτου, μέσα σε κάτι απέραντο και άηχο. Άναψε το κηροπήγιο. Έφεξε τη μέσα σκάλα. "Συγγνώμη", ξανάπε η δημοσιογράφος κι έσφιξε κάτω απ’ τη μασχάλη της το χαρτοφυλάκιο με τη στενογραφημένη συνέντευξη — βεβαία για την προσωπική της επιτυχία. Καθώς περνούσε απ’ τον κήπο, σκόνταψε σε κάτι μαλακό κι επίμηκες. Ανατρίχιασε. Θυμήθηκε τους αρουραίους. Ήταν ο λαστιχένιος σωλήνας του ποτίσματος. Τα παγκάκια του κήπου γυαλίζαν απ’ την υγρασία αντανακλώντας την αστροφεγγιά. Απέραντος, βαθύς ουρανός. Μυστική, κουρασμένη ευδαιμονία.

Τη μέρα που δημοσιεύτηκε η συνέντευξη, η γηραιή Δέσποινα είχε πεθάνει. Δυο κλειστές άμαξες συνόδεψαν το φέρετρό της — τρεις υπερήλικες συγγενείς, ο γερο-κηπουρός κι η νεαρή δημοσιογράφος με την εφημερίδα στα χέρια της.

Η συνέντευξη έκανε, πράγματι, μεγάλη εντύπωση. Βγήκε σε ξεχωριστό βιβλίο, σε αλλεπάλληλες εκδόσεις. Κι έβλεπες τώρα, συχνότατα, τα ανοιξιάτικα ή θερινά απομεσήμερα, τίποτα νεαρά ζευγαράκια ή γεροντοκόρες ή και ποδοσφαιριστές ακόμη, ν’ αφήνουν ένα ματσάκι μενεξέδες ή λίγα αγριολούλουδα στον τάφο της, πλάι στα μεγάλα επίσημα στέφανα που καταθέταν κάθε τόσο διάφορες καλλιτεχνικές, επιστημονικές, φιλανθρωπικές ή πολιτικές οργανώσεις.

Κάποιο πρωινό, στα πέτρινα σκαλιά κείνου του τάφου, βρήκαν νεκρό το γερο-κηπουρό. Κρατούσε λίγα άσπρα τριαντάφυλλα, το κλουβί με τα καναρίνια, μια μενεξεδένια ομπρέλα, — πιθανόν να την είχε φέρει μη και βραχεί το άγαλμα της Κυρίας του. Χτες βράδυ είχε πρωτοβρέξει. Στα γένια του μέναν ακόμη κάτι βροχοστάλες).


ΓΥΑΡΟΣ, ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Μάης 1967–Ιούλιος 1970



Και άλλα στο www.greek-language.gr