Σχέσεις σχολείου - οικογένειας

Γράφει η κ. Τσιόγκα Κωνσταντίνα, Ψυχολόγος, Ειδικευόμενη Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

Αυτοεκτίμηση

Το «θεμέλιο» για να μπορώ…


Συχνά συγχέουμε την έννοια του όρου «αυτοεκτίμηση» με άλλες λέξεις όπως είναι η αυτοπεποίθηση, η αυτοαντίληψη. Η αυτοεκτίμηση, λοιπόν αναφέρεται στη συνολική αίσθηση που έχει το άτομο για τον εαυτό του ανεξάρτητα από τις περιστάσεις. Πόσο εκτιμά, συμπαθεί και επαινεί τον εαυτό του. Με άλλα λόγια, είναι μία προσωπική κρίση της αξίας μας που εκφράζεται μέσα από τη στάση που έχουμε απέναντι στον ίδιο μας εαυτό και είναι απαραίτητη για να προσαρμοστούμε στην κοινωνία και να ζήσουμε όπως εμείς επιθυμούμε.


Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, η οποία με τη σειρά της το βοηθά να ανταπεξέλθει σε κάθε πρόκληση. Είναι ένα στοιχείο συνδεδεμένο με τις πρώτες εμπειρίες της ζωής του, καθώς και την επιρροή την οποία δέχεται από ανθρώπους που παίζουν σημαντικό ρόλο. Επισημαίνεται πως ξεκινάει από τη βρεφική ηλικία και αυτό υπενθυμίζει πως το πρωταρχικό καθήκον των γονέων, μαζί με την ανατροφή, τη φροντίδα και την εκπαίδευση του μωρού, είναι και ο σχηματισμός επαρκούς αυτοεκτίμησης.


Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η αυτοεκτίμηση αρχίζει να σχηματίζεται όταν είναι ακόμη βρέφος λαμβάνοντας μία θετική προσοχή και στοργική φροντίδα. Αναπτύσσεται αργά κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, η οποία χαρακτηρίζεται από μία περίοδο συνειδητοποίησης του εαυτού, κατανόησης ικανοτήτων και των αναγκών στο περιβάλλον των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Η ηλικιακή αυτή φάση είναι πολύ σημαντική για να δημιουργηθεί το κατάλληλο επίπεδο αυτοεκτίμησης, το οποίο αργότερα θα επιτρέψει στο παιδί να αξιολογεί σωστά τον εαυτό του, να αναγνωρίζει τις δυνατότητες και τις ικανότητές του και να θέτει στόχους. Επομένως, η εκτίμηση του ενήλικα καθορίζει την εκτίμηση του παιδιού σε μεγάλο βαθμό. Το διάστημα της σχολικής ηλικίας, η αίσθηση της αξίας του εαυτού γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτή. Το παιδί αρχίζει να αλληλεπιδρά με τους συνομήλικους και να μπαίνει σε ομάδες, κάτι που αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Αρχίζει να σχηματίζει τη δική του γνώμη για την εμφάνιση, την σχολική ικανότητα, την κοινωνική αποδοχή, τις αθλητικές και καλλιτεχνικές δεξιότητες. Δίνεται η ευκαιρία για «καλές» επιρροές και «διόρθωση» λαθών. Στην εφηβεία, τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πιο περίπλοκα, καθώς το επίπεδο αυτοεκτίμησης που έχει αναπτυχθεί μέχρι αυτή την ηλικία έχει αντίκτυπο στη συναισθηματική κατάσταση με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσκολία στη διαχείριση αυτής. Η κοινωνικότητα, οι σχέσεις, η έκφραση προσωπικής άποψης και η υπεράσπιση θέσης γίνονται όλο και πιο σημαντικές.


Ο ρόλος των ενηλίκων

Η αυτοεκτίμηση δεν αποτελεί ένα χαρακτηριστικό με το οποίο γεννιόμαστε. Με το πέρασμα του χρόνου αναπτύσσεται και είναι αποτέλεσμα της ποιότητας εμπειριών και αλληλεπίδρασης του ατόμου (ψυχοκοινωνικό περιβάλλον). Εμείς, λοιπόν οι ενήλικες μπορούμε να ενθαρρύνουμε και να ενισχύσουμε την ανάπτυξη της αίσθησης της αξίας του εαυτού του παιδιού, όπως και να το βοηθήσουμε να αποκαταστήσει αυτή αν επηρεάζεται αρνητικά.


Η ανοιχτή επικοινωνία είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνουμε το παιδί μας να αισθανθεί ασφάλεια, εμπιστοσύνη και υποστήριξη. Η τάση να ακούμε με προσοχή τι έχει να μας πει και τι το απασχολεί και να αναγνωρίζουμε το συναίσθημα που βιώνει, βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση του εαυτού και στην αποδοχή.

  • Δίνουμε την ευκαιρία να κάνει επιλογές.

  • Αντιμετωπίζουμε με σεβασμό την προσπάθεια και αποφεύγουμε τα επικριτικά σχόλια και τη σύγκριση με συνομηλίκους.

  • Αποφεύγουμε τις «ταμπέλες».

  • Ενθαρρύνουμε να θέτει στόχους και να έχει φιλοδοξίες, εξηγώντας πως στη ζωή τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα περιμένουμε. Υπάρχουν λόγοι για τους οποίους να μη μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε κάτι που θέλουμε.

  • Διευκολύνουμε την ανάπτυξη ικανοτήτων.

  • Ζητάμε τη γνώμη του για ζητήματα που το αφορούν.

  • Επιτρέπουμε να βιώσει την αποτυχία.


Δεν κάνουμε καλό όταν θεωρούμε ότι εμείς είμαστε αυτοί που θα του δώσουμε αυτοεκτίμηση με τη χρήση επαίνου και χαρακτηρισμών. Το παιδί με αυτό τον τρόπο αποφασίζει ότι η αξία του εξαρτάται από τη γνώμη και τη επιδοκιμασία των άλλων. Αναπτύσσει την «εκτίμηση του άλλου» και δε μαθαίνει να αξιολογεί μόνο του τον εαυτό του.


Πάνω από όλα χρειάζεται να έχουμε εμείς οι ίδιοι επαρκή αυτοεκτίμηση, ως γονείς, ως πρότυπα για τα παιδιά.



Όρια

«Ο φανταστικός φράχτης γύρω από τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις αξίες μας»

Ο όρος «όριο» χρησιμοποιείται συχνά, αλλά υπάρχει μια δυσκολία στην κατανόηση και τη θέσπιση αυτού. Η έννοια αυτή περιγράφει το πως διαμορφώνεται η σχέση ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και το περιβάλλον του ή ανάμεσα σε μία ομάδα ανθρώπων και το περιβάλλον της. Για το οικογενειακό σύστημα και γενικότερα τα κοινωνικά συστήματα τα όρια είναι ό,τι η μεμβράνη για το κύτταρο, καθώς καθιστούν δυνατή την οριοθέτησή τους από το περιβάλλον και οδηγούν στη διαμόρφωση της ταυτότητάς τους. Επίσης, ρυθμίζουν το επίπεδο επικοινωνίας και δίνουν νόημα στο σύστημα.


Η θέσπιση ορίων σε ένα παιδί σημαίνει κανόνες, ενδιαφέρον, προστασία, αγάπη. Οι γονείς καλούνται να αναλάβουν το ρόλο του προτύπου μίμησης αξιών και αρχών μέσα στο οικογενειακό σύστημα. Είναι μία «ανάγκη» για την οικοδόμηση υγιούς σχέσης μεταξύ των μελών και την παροχή πλαισίου ασφάλειας και σταθερότητας μέσα στο περιβάλλον που συνυπάρχουν και επικοινωνούν. Η διαδικασία οριοθέτησης χρειάζεται χρόνο και δέσμευση για να υπάρχει μία σταθερότητα, η οποία θα βοηθήσει στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού.



«Τα παιδιά χρειάζονται κανόνες και όρια, όσο χρειάζονται αγάπη και τρυφερότητα»



Όρια και οικογένεια

Κάθε οικογενειακό σύστημα για να μπορέσει να παρέχει στα μέλη του ένα πλαίσιο ασφάλειας και σταθερότητας χρειάζεται να προβεί στη θέσπιση κανόνων (προσωπικοί, ηθικοί, κοινωνικοί, ομαδικοί), οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τη δημιουργία υγιούς σχέσης μεταξύ των ατόμων και επιτρέπουν μία κατάσταση όπου μπορούν να έχουν ενεργό ρόλο. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως οι κανόνες βοηθούν το άτομο να είναι πιο υπεύθυνο και το προστατεύουν.

Το επόμενο βήμα μετά την εισαγωγή κανόνων είναι η θέσπιση ορίων. Οι γονείς αποτελούν το πρώτο και πιο σημαντικό πρότυπο μίμησης για τα παιδιά. Τα όρια δείχνουν τις αξίες, τις πεποιθήσεις, τις ιδεολογίες και τον τρόπο ζωής για μια οικογένεια. Όταν βάζουμε όρια, προστατεύουμε το παιδί μας, δείχνουμε αγάπη και ενδιαφέρον. Οι γονείς αναλαμβάνουν το ρόλο του οργανωτή θέτοντας όρια, τα οποία είναι λειτουργικά. Τα όρια πρέπει να είναι σαφή για να υπάρχει μία αρμονική σχέση μεταξύ των μελών και να καλύπτονται οι ανάγκες τους. Όταν τα όρια είναι συγκεχυμένα (πολύ ανοιχτά) δημιουργείται ανασφάλεια και αποδιοργάνωση μέσα στο σύστημα. Όταν είναι άκαμπτα (πολύ κλειστά) δεν επιτρέπεται η ροή πληροφοριών και έτσι δεν αναπτύσσεται μία επαρκής προσωπική και συναισθηματική κατάσταση του ατόμου.

Στόχος της καθιέρωσης ορίων είναι η διαπαιδαγώγηση του παιδιού, καθώς αναπτύσσεται η κριτική σκέψη και εσωτερικά κίνητρα για υιοθέτηση επιθυμητών συμπεριφορών. Επίσης, το βοηθάει να κατανοήσει τις δυνατότητές του και να αναπτύξει μία καλή αίσθηση εαυτού καθώς μεγαλώνει. Μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο μιμείται και μαθαίνει πως να βάζει όρια στις σχέσεις και αργότερα στις προσωπικές, φιλικές, επαγγελματικές. Ακόμη, το άτομο καλλιεργεί τρόπους με τους οποίους μπορεί να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις.


Διαμόρφωση ορίων

Είναι σημαντικό να συμπεριλάβουμε το παιδί μας σε μία συζήτηση, στην οποία αναφέρεται γιατί είναι σημαντικά τα όρια, ποια θα έπρεπε να είναι και πως μπορούμε να τα ακολουθήσουμε όλοι μέσα στο σπίτι. Όταν το παιδί συμβάλλει στη δημιουργία των ορίων, κατανοεί την αναγκαιότητα αυτών και είναι πρόθυμο να σεβαστεί και να τα τηρήσει. Χρειάζεται , λοιπόν να είμαστε ξεκάθαροι σε αυτό που λέμε και συγκεκριμένοι σε αυτό που ζητάμε. Επίσης, λαμβάνουμε υπόψη το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού και με βάση αυτό δημιουργούμε μία συνοχή ανάμεσα σε αυτό που λέμε και αυτό που κάνουμε. Όταν το παιδί είναι μικρότερο των τεσσάρων ετών, εμείς μόνοι μας βάζουμε τα όρια με σεβασμό και δείχνοντας καλοσύνη. Η αποφυγή της ασεβούς γλώσσας θα βοηθήσει το παιδί να μην αντιδράσει επαναστατώντας και να συνεργαστεί.

Η καλή οριοθέτηση λειτουργεί προληπτικά για δυσάρεστες καταστάσεις και «χτίζει» τον αμοιβαίο σεβασμό και ενδιαφέρον. Το παιδί προετοιμάζεται για το τι θα συμβεί εάν δεν τηρήσει τα όρια ή τους κανόνες και έτσι η κατάσταση που βιώνει δεν φαίνεται απειλητική.

Τα όρια χρειάζονται υπενθύμιση! Όταν δεν είναι σαφή τότε παρατηρούμε μία αντίσταση, αδιαφορία και μη αποδοχή αυτών από το παιδί. Για το λόγο αυτό δε φοβόμαστε να πούμε «όχι» και όταν το λέμε το εννοούμε, διότι το παιδί θα μάθει πως το «όχι» μπορεί να σημαίνει και «ίσως» και έτσι μπαίνει στη διαδικασία να σκέφτεται πως οι κανόνες και τα όρια είναι για να τους άλλους και πως μόνο οι «μεγάλοι» ευθύνονται για κάθε συμπεριφορά. Ακόμη και όταν οι γονείς δε συμφωνούμε, οφείλουμε μπροστά στο παιδί να συμβιβαστούμε.

Στην περίπτωση που το παιδί καταπατήσει ένα όριο, δεν το τιμωρούμε, αλλά συνεχίζουμε να επικοινωνούμε με σεβασμό μαζί του. Αποφεύγουμε το κήρυγμα και τις συμβουλές. Μπορούμε να του κάνουμε ερωτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά, τις σκέψεις και τις ιδέες του όπως «Tι νομίζεις ότι προκάλεσε αυτή τη συμπεριφορά;», «Τι σκέφτεσαι γι' αυτό;», «Έχεις κάποια ιδέα για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα;». Οι ερωτήσεις περιέργειας προκαλούν στο παιδί την αίσθηση ότι μπορούν να τα καταφέρουν (ενθάρρυνση) ακόμη κι αν έχουν κάνει λάθος.

Σίγουρα η παραπάνω διαδικασία φαντάζει δύσκολη και χρειάζεται υπομονή.

Να είστε σίγουροι όμως πως είναι αποτελεσματική.


Οι επιπτώσεις της πανδημίας (Covid-19) στην οικογένεια και στο σχολείο

Εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, αντιμετωπίζουμε αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από εμάς μία πρωτόγνωρη και δύσκολη κατάσταση. Ζούμε στιγμές καταπόνησης του ψυχικού μας κόσμου. Η πανδημία του COVID-19 οδήγησε τις περισσότερες χώρες να εφαρμόσουν μια σειρά από στρατηγικές περιορισμού της εξάπλωσης της νόσου (π.χ. περιορισμός πληθυσμού, φυσική απόσταση, κλείσιμο σχολείων, περιορισμοί στις μετακινήσεις, κοινωνική απόσταση). Οι περισσότεροι πληθυσμοί κλήθηκαν να μείνουν στα σπίτια τους για την προσωπική τους ασφάλεια, αλλά και την ασφάλεια των άλλων. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων αναγκάστηκε να κλείσει ή να μειώσει σημαντικά τις υπηρεσίες της. Συναντήσαμε οικογένειες με γονείς σε αναστολή, οικογένειες με γονείς χωρίς εργασία. Τα εκπαιδευτικά συστήματα παγκοσμίως οδηγηθήκαν σε ξαφνική διακοπή της μάθησης στην τάξη, αφού η πανδημία ανάγκασε τόσο το κλείσιμο των σχολείων όσο και την έναρξη της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης από το σπίτι. Έτσι οικογένειες, σχολεία και μαθητές μπήκαν στη διαδικασία να εργαστούν μαζί, αλλά αυτή τη φορά με ένα διαφορετικό τρόπο. Είδαμε παιδιά στην αίθουσα, παιδιά στο σπίτι, καθώς οι νέες τεχνολογίες αποτέλεσαν την άμεση και αποτελεσματικότερη λύση στο πρόβλημα.


Η ιδιαίτερη κατάσταση που βιώνουμε λόγω της πανδημίας, έχει προκαλέσει κάποια αρνητικά συναισθήματα και αυξημένη δυσκολία στη διαχείρισή τους. Ιδιαίτερα ευάλωτα στις συνθήκες αυτές είναι τα παιδιά, αφού βρίσκονται αντιμέτωπα με νέες εμπειρίες που συχνά αδυνατούν να κατανοήσουν, αλλά παρ’ όλα αυτά, επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό. Τα παιδιά βιώνουν πιο έντονα αυτό τον «πόλεμο υγείας» για τον οποίο καλούμαστε να δώσουμε μάχη, διότι διαταράσσει την καθημερινότητά τους όσον αφορά το σχολείο, τις σχέσεις με τους συνομήλικους, τον ύπνο, το παιχνίδι. Μην ξεχνάμε πως στην Ελλάδα, τα παιδιά ήταν τα πρώτα που κλήθηκαν να περιοριστούν στο σπίτι και να αναβάλουν τις δραστηριότητές τους.


Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως ο καθένας από εμάς κατασκευάζει τη δική του πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν και σε μία οικογένεια, ο καθένας βιώνει και αναπαριστά την κρίση με τον δικό του τρόπο. Τη βλέπει από τη δική του σκοπιά. Τα παιδιά δε ζουν την πανδημία με τον ίδιο τρόπο όπως οι μεγάλοι. Το κάθε παιδί άλλα θα σκεφτεί, αλλιώς θα αντιδράσει απέναντι στην κατάσταση.


Το ξέσπασμα του Covid-19 είναι μια μεγάλη ανθρώπινη τραγωδία. Στην ανθρώπινη ιστορία υπήρξαν και άλλες βαρυσήμαντες στιγμές απώλειας, από πολέμους μέχρι και πανδημίες, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο διαδεδομένες σε έναν κόσμο τόσο διασυνδεδεμένο. Η πανδημία δεν αποτελεί μόνο απειλή για τη σωματική υγεία, αλλά επηρεάζει και την ψυχική υγεία και ευεξία. Οι άνθρωποι τείνουν να αισθάνονται ανήσυχοι και ανασφαλείς όταν αλλάζει το περιβάλλον. Ο φόβος για το άγνωστο, σε αυτήν την περίπτωση, η εξάπλωση της νόσου και ο αντίκτυπος στους ανθρώπους, την υγεία, τα νοσοκομεία και τις οικονομίες, εγείρει άγχος σε υγιή άτομα καθώς και σε άτομα με προϋπάρχουσες παθήσεις ψυχικής υγείας. Τα άτομα, οι οικογένειες και οι κοινωνίες βιώνουν συναισθήματα απόγνωσης, απελπισίας,, θλίψης, πένθους και βαθιάς απώλειας.

Η διακοπή της κανονικότητας της εκπαίδευσης, των σωματικών δραστηριοτήτων και των ευκαιριών κοινωνικοποίησης, παράγοντες οι οποίοι είναι σημαντικοί για τη φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών βοήθησαν στο να δημιουργηθούν σοβαρές δυσκολίες στη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη τους. Συνέπειες ίσως σοβαρότερες από αυτές των ενηλίκων. Η «αόρατη απειλή» προκαλεί έντονο άγχος και αποδιοργάνωση, κλονίζει την αίσθηση της σταθερότητας και της ασφάλειας του ατόμου και οδηγεί σε αδυναμία ελέγχου του αρνητικού γεγονότος που επικρατεί. Οι γονείς έχουν έναν λόγο παραπάνω να δείχνουν την αγάπη τους και να περνούν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους.

Ανεξάρτητα από τις αλλαγές που μπορεί να επιφέρει μία κρίση, είναι σημαντικό τα παιδιά να συνεχίζουν να ακολουθούν το πρόγραμμά τους, όσον αφορά την εκπαίδευση, τον ύπνο, το παιχνίδι. Η συνέχιση μιας συγκεκριμένης ρουτίνας, έστω και τροποποιημένης, δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας.


Μη ξεχνάμε ότι:

Κάθε παιδί είναι μοναδικό με διαφορετική ιδιοσυγκρασία και συμπεριφορά.

Κάθε γονέας είναι μοναδικός και ξεχωριστός με τη δική του προσωπικότητα και συμπεριφορά και γνωρίζει καλύτερα από όλους το παιδί του.

Σε κάθε περίπτωση, το κλειδί της επιτυχίας των γονέων είναι να διαφυλάξουν την ποιότητα της ψυχικής επαφής και της επικοινωνίας με τα παιδιά.