20.000 ρήματα ----- (Δες και λεξικό συνωνύμων)
Α
αγανακτώ (θυμώνω, οργίζομαι, αγριεύω, δυσπαθώ, αφροκοπώ, αποθηριώνομαι, μανιάζω, εξανίσταμαι, φρενιάζω, χολομανώ, εξεγείρομαι, εξάπτομαι, εκρήγνυμαι, ξεσπάω, βριμαίνω, πρημονώ, φουρκίζομαι, φρυάζω, δυσανασχετώ, εξαγριώνομαι, επαλαστώ, χολιάζω, ασχάλλω, μπαρουτιάζω, χολομανίζω, πλισκάω, επιβρωμώμαι, σκύζομαι, προσοχθίζω, παροργίζομαι, δυσπετώ, αμφιχολούμαι, νεμεσίζομαι, ξαγριεύω, θοούμαι, βράζω, μανιώνω, περιημεκτώ, δαιμονίζομαι, περισπέρχομαι, εκνευρίζομαι, ζαμενώ, αγριάζω, εγκοτώ, αγριαίνω, τσιακατίζομαι, παραμανίζω, φρουμάζω, χώομαι, σκολοβρώ, χαλέπτομαι, βριμούμαι, χολοταράζομαι, βαρυμηνιώ, αγαίομαι, ακραχολώ)αγαπώ (συμπαθώ, λατρεύω, φιλοστοργώ) [ομοιοπαθώ=ομοπαθώ] [αγαπιέμαι=εκτιμώμαι]Β
Γ
γαβγίζω (υλακτώ, ράζω, υλάσκω)
γαϊδουρεύω (γαϊδουροφέρνω, γαϊδουροδείχνω, γομαροφέρνω)
γαϊδουροδένω (γομαροδένω)
γαλαζιάζω (μπλαβίζω)
γαλατώνω (ασβεστώνω, κονιώ) [ασβεστώνομαι=ασπρίζομαι]
γαλουχώ (θηλάζω, γαλακτοτροφώ, γαλακτοδοτώ, τιθηνώ, γαλακτοτρέφω) [εκτιθηνώ=εκτιτθεύω] [γαλοχούμαι=ανατρέφομαι] [γαλεύομαι=γαλακτοφαγώ, γαλακτοποτώ]
γαληνεύω (ησυχάζω, ηρεμώ, ειρηνεύω, ξεθυμαίνω, αταρακτώ, λαγάζω) [ανοκωχεύω=ειρηνοποιώ]
γαμπρίζω (κορτάρω) [γαμπρολογιέμαι=νυφοπαζαρεύομαι]
γανιάζω (κουράζομαι, εγκάμνω)
γαντζώνω (αγκιστρώνω, αγκυρίζω)
γανώνω (επικασσιτερώνω) [γανώνομαι=επικασσιτερώνομαι]
γαργαλάω (υποκνίζω, προσκνήθω, γαγγαλίζω, κασκαλίζω) [γαργαλιέμαι=κνίζομαι]
γαργαρίζει (κελαρύζει)
γαριάζω (λερώνω)
γαρνιρίζω (στολίζω) [γαρνίρομαι=διακοσμούμαι]
γατσιάζω (υποπτήσσω)
γαυριάζω (μαίνομαι, φρενιτίζω, μαργώ, δαιμονώ)
γδέρνω (αποδερματίζω, εκδέρω, ξεπεδουλίζω, ξεπετσιάζω, ξετσιπώνω, ξετουλουμιάζω, ξεδερμίζω, σπαδίζω) [γδέρνομαι=ξεπετσιάζομαι]
γδύνω (ξεγυμνώνω, αποδύω)
γέγονε (συνέβη)
γειάνω (θεραπεύομαι, απονοσώ) [απαλθαίνομαι=αποθεραπεύομαι]
γειτονεύω (συνορεύω, πρόσκειμαι, αγχιστεύω, αγχιθυρώ, παρυπάρχω,
γειτνιάζω, ομορώ, παράκειμαι, συνομορώ, προσοικώ)
γελιέμαι (πλανώμαι)
γελοιοποιώ (διακωμωδώ, θεατρίζω) [γελοιοποιούμαι=ρεζιλεύομαι, παρατραγικεύομαι]
γελώ (χαμογελώ ή κοροϊδεύω) [σαρδάζω=πικρογελώ] [κιχλίζω=χασκογελώ]
γεμίζω (πληρώ, φουλάρω, φισκάρω, τιγκάρω, αναμεστώ, πληστεύω, γεμώζω)
γέμω (πληρούμαι, πλήθω) [πίμπλαμαι=πληρούμαι,γεμίζομαι]
γενικεύω (καθολικεύω)
γεννοβολώ (συχνογεννώ, φιλοτοκώ)
γεννώ (τίκτω, τεκνοποιώ, τεκνογονώ, παιδοποιώ, γονεύω, γονοποιώ, αποκυώ, παιδοκοπώ, εντεκνούμαι)
γέρνω (ρέπω, κλίνω, βαγίζω, μπατάρω, λυγίζω, εγκλίνω) [γέρνομαι=λυγίζω]
γερνώ (γηράσκω, γεράζω) [γεροντοφέρνω=γεροντοδείχνω]
γεροδένω (καλοδένω) [σφιχτοδένω=συσφηκώ]
γεροθρέφω (γηροκομώ, γηροτροφώ, γεραματίζω, γεροντοκομώ, γηροβοσκώ)
γεύομαι (τρώω, ερέπτομαι) [πρωτογεύομαι=πρωτοτρώω]
γεφυρώνω (συνδέω) [γεφυρώνεται=ζευγνύεται]
γεωπονώ (γεωργώ, γηπονώ, γεωμορώ)
γητεύω (μαγεύω) [γητεύομαι=σαγηνεύομαι, γοητεύομαι]
γιατρεύω (θεραπεύω, υγιοποιώ) [ξαναθεραπεύω=ξαναγιατρεύω, ανιατρεύω] [εκθεραπεύω=ακέομαι]
γίνομαι (καθίσταμαι, συντελούμαι, ποιούμαι, γίγνομαι) [ξεγίνεται=αλλάζει] [επαναλαμβάνομαι=ξαναγίνομαι]
γιομόζω (γομώνω)
γιορτάζω (πανηγυρίζω) [εορτάζεται=τιμάται, π.χ. σήμερα εορτάζεται η μνήμη του Αγίου Γεωργίου]
γιουτίζω ή γιουντίζω (συνδυάζομαι, συσχετίζομαι)
γιουχαΐζω (ξεφωνίζω, αποδοκιμάζω, κατακράζω)
γκαζώνω (μαρσάρω)
γκαρίζω (ογκανίζω, γκανίζω)
γκαστρώνω (παρακουράζω ή υποκύω, επισπερμαίνω) [αποσπερματίζω=εκσπερματώνω] [ξεγκαστρώνομαι=γεννώ] [γκαστρώνομαι=κυΐσκομαι]
γκερανάω (αναστρέφω)
γκουβρίζω (δυσανασχετώ)
γκρεμνοβολώ (κατακρημνίζω)
γκρεμοτσακίζομαι (σπεύδω, ταχίζω)
γκρινιάζω (μεμψιμοιρώ, μιζεριάζω, δεινολογιέμαι)
γλακώ (τρέχω, βουρώ) [έδραμε=έτρεξε] [ομοτροχώ=συνθέω]
γλαρώνω (νυστάζω)
γλείφω (κολακεύω, υποσαίνω)
γλεντώ (διασκεδάζω, ξεφαντώνω, ξεσκάζω, ξεδίνω, ξεραθυμώ, καθηδυπαθώ,
γλεντοκοπώ, γλεντοβολώ, χαροκοπώ, ρεμπετεύω, κραμβαλίζω, πανθοινώ, θαλιάζω)
γληγορεύομαι (βιάζομαι)
γλιδιάζομαι (λερώνομαι, ρυπαρεύομαι, φορύνομαι, πιναρούμαι)
γλιστρώ (ολισθαίνω, εκλιστρώ) [πατινάρει=γλιστράει, π.χ. ο συμπλέκτης πατινάρει]
γλιτσιάζω (λιγδιάζω) [πινιάζω=λιγδιάζω] [γλιτσιάζομαι=βρομίζομαι]
γλιτώνω (λυτρώνω, σώζω, γλύω) [εκρύομαι=σώζω] [γλιτώνομαι=σώζομαι]
γλίχομαι (ορέγομαι, ποθώ, λιξεύω)
γλυκοκοιμούμαι (καλοκοιμούμαι)
γλυκομιλώ (καλομιλώ, ηδυλογώ, γλυκολαλώ, γλυκυμυθώ,
γλυκοκουβεντιάζω, χαριτογλωσσώ, γλυκολογώ,
ευμορφολογώ, γλυκυφωνώ, ηδυλίζω, τρυφερομιλώ)
γλυκυθυμώ (αρέσκω, ευαρεστώ, ανδάνω)
γλύφω (χαράσσω, σκαλίζω, καλεμίζω, εκτορεύω)
γλωσσοκοπώ (πολυλογώ, φλυαρολογώ) [γλωσσοτομώ=απογλωττίζω] [αειλογώ=πολυλογώ] [ευροώ=ευγλωττώ, πολυφραδώ]
γλωσσοκρατώ (εχεμυθώ)
γλωσσοτρώω (γρουσουζεύω, γουρσουζεύω, γκαντεμιάζω)
γνέθω (κλώθω, νήθω) [ξεκλώθω=ξεφαίνω]
γνωμοδοτώ (γνωματεύω, γνωμονεύω) [γνωμοδοτείται=κρίνεται]
γνωρίζω (αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, επίσταμαι, κοννώ, οίδα, γιγνώσκω,
κατέχω, ξέρω, επιγιγνώσκω) [επαΐω=επίσταμαι] [σύνοιδα=επιγιγνώσκω] [γνωρίζομαι=συσχετίζομαι]
γνωστικεύω (λογικεύομαι, σωφρονίζομαι) [σωφρονώ=αρτιφρονώ, πέπνυμαι, ευλογιστώ] [αναφρονώ=ξαναφρονιμεύω]
γνωστοποιώ (δηλώνω, φανερώνω, πιφάσκω) [γνωστοποιούμαι=κοινοποιούμαι, ανακοινώνομαι]
γογγύζω (παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ, αζουδεύομαι, σκομβρίζω)
γογγυλεύω (στρογγυλώνω)
γοητεύω (σαγηνεύω, θέλγω, συναρπάζω, συνεπαίρνω, λιγαίνω)
γονατίζω (γονυπετώ, γονυκλινώ, γονυκλιτώ)
γονιμοποιώ (σπερμαίνω, γεννώ) [γονιμοποιούμαι=σπερμαίνομαι]
γουρμάζω (ωριμάζω, ουρμάζω)
γουρουνοφέρνω (γουρουνίζω, υηνώ, χοιρίζω)
γουστάρω (επιθυμώ, κεφάρω)
γουφιάζω (βαθουλώνω, γουβιάζω, κοιλαίνω, επικολπώ, κουφώνω, γουβώνω, γλάφω, κουφαλιάζω)
γραντίζομαι (δαιμονίζομαι, διαβολίζομαι) [δαίμων=κακό πνεύμα]
γραπώνομαι (γαντζώνομαι, γραπατσώνομαι)
γρασάρω (λιπαίνω) [γρασάρομαι=λιπαίνομαι]
γράφω (χαράσσω, ζωγραφίζω) [επιγράφεται=τιτλοφορείται, καταγράφω=καταχωρίζω, καταλέγω] [αναγράφεται=αποτυπώνεται] [γράφεται=χαράσσεται] [γράφομαι=καταχωρίζομαι, π.χ. γράφομαι στο μητρώο μαθητών] [μεταγράφω=τροποποιώ]
γρηγορώ (αγρυπνώ, προσέχω, εγρήσσω)
γριβίζω (γκριζάρω, ψαραίνω, πολιάζω)
γροθίζω (γρονθοκοπώ, μπουνιάζω)[γρονθοκοπούμαι=κονδυλίζομαι]
γρυλίζω (γρούζω, σκούζω, γρύζω)
γρυλώνω (γουρλώνω)
γρυπώνω (καμπουριάζω, κάμπτομαι, κύφω, γομπιάζω, σκύβω)
γυαλίζω (στιλβώνω, ξεστίζω)
γυμνάζω (ασκώ, εκπαιδεύω) [πονούμαι=ασκούμαι]
γυναικίζω (εκθηλύνομαι, εκθρύπτομαι, γυναικοφέρνω, βαταλίζομαι,
θηλυκεύομαι, σαυλούμαι, ενθηλυπαθώ)
γυρεύω (αιτώ, ζητώ) [γυρεύομαι=αναζητούμαι]
γυρίζω (επιστρέφω, επανακάμπτω, παλιντροπώμαι, μετατροπάζομαι, πισωγυρίζω) [γυρίστηκε=κινηματογραφήθηκε]
γυρνάω (περιπατώ) [αναγυρίζω=κοσμογυρεύω, ήτοι τριγυρνώ παντού]
Δ
δαγκώνω (δάκνω, τσιμπώ, μασίζω, οδακτίζω, αδαξώ, δακνάζω) [κρυφοδαγκώνω=παραχναύω] [δαγκώθηκα=επιφυλάχτηκα]
δαιδάλλω (καλλιτεχνώ, διακαλλωπίζω, καλλιουργώ) [τεχνουργώ=τεχνοποιώ] [αψιδώ=θολοποιώ, θόλος=είλημα, καμάρα, έγερμα]
δαιμονίζω (παροργίζω)
δαιμονοποιώ (παραφουσκώνω, παραλέγω) [=προσδίδω μη ρεαλιστικές ή
μη πιστευτές ή υπερβολικές διαστάσεις] [δαιμονοποιούμαι=κακοχαρακτηρίζομαι]
δακρύζω (βουρκώνω, κλαίω) [υποδακρύω=κρυφοδακρύζω]
δαμάζω (τιθασεύω, ημερώνω, υποτάσσω, χαλιναγωγώ, υπωπιάζω, κτιλεύω, γιώνω, εξημερώνω, δαμνώ) [δαμάζομαι=εξημερώνομαι]
δανειοδοτώ (πιστοδοτώ) [κιχρώ=δανείζω] [δανείζομαι=κίχραμαι] [δανειοδοτούμαι=πιστοδοτούμαι]
δαπανώ (ξοδεύω, σπαταλώ, εξαντλώ, αφειδώ, καταναλίσκω, αναισιμώ) [δαπανώμαι=ξοδεύομαι, αναλίσκομαι]
δασεύω (πυκνώνω, δασύνω)
δασκαλεύω (συμβουλεύω, καλαναρχώ) [δασκαλεύομαι=συμβουλεύομαι]
δαψιλεύεται (γέμει, πλήθει)
δαψιλεύω (εξευπορώ)
δειγματίζω (εκφαίνω)
δεικνύω (προφαίνω, παρουσιάζω) [δεικνύομαι=φαίνομαι]
δειλιάζω (φοβούμαι, διστάζω, αποθαρρύνομαι, φιλοψυχώ,
κιοτεύω, αποδειλιώ, μικροψυχώ, αποκαρδιώνομαι, ατολμώ)
δεινοπαθώ (υποφέρω, πάσχω, βαρυαλγώ, πικροκακοπαθώ, ισχυροπαθώ, περικακώ)
δειπνώ (γευματίζω, τρώγω, γιοματίζω, ξενηστικώνομαι, δορπώ, δειπνοποιούμαι) [αργοτρώγω=σιγοτρώγω]
δείχνω (εξηγώ, παρουσιάζω) [δείχνομαι=παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι]
δεκάζω (δωροδοκώ) [δωροδοκούμαι=αργυρίζομαι] [δεκάζομαι=καταρχαιρεσιαζομαι]
δένω (δεσμεύω, πεδώ, σπεδίζω) [δένομαι=περιτυλίγομαι] [διαδηματίζομαι=διαδηματοφορώ, διάδημα=στεφάνι, στέμμα]
δελεάζω (ξεγελώ, εξαπατώ, ρουμπώνω, φηλητεύω) [ελεφαίρομαι=διαβουκολώ] [δελεάζομαι=εξαπατώμαι, παραποδίζομαι]
δεματιάζω (αμαλλεύω, χεροβολιάζω, δεματοποιώ, δραγμεύω)
δεξιώνομαι (προϋπαντώ, καλωσορίζω, προσδέχομαι)
δέομαι (ικετεύω, εκλιπαρώ, γουνάζομαι, λιτάζομαι, ικεσιάζω, ικετηριάζω, αντιάζω)
δέρνω (μαστιγώνω, χτυπώ, ραβδίζω, βακλίζω,
βουρδουλίζω, ραπίζω, φραγγελλώνω, βιτσίζω,
γροθοκοπώ, καταχερίζω, χειροδικώ, βεργίζω,
μπατσίζω, χαστουκίζω, παραγουλιάζω, χειροτονώ,
τουλουμιάζω, τουμπανιάζω, σκαμπιλίζω, λωρίζω,
καρπαζώνω, μακελεύω, ξυλίζω, ξυλοκοπανίζω,
κολαφίζω, στουμπίζω, ξυλοκοπώ, βαράω, πυκταλίζω,
βιαιοπραγώ, σφαλιαρίζω, παταρίζω, σαπλακιάζω,
θωμίζω, λουρίζω, τσιαταλίζω, σβουγκανίζω,
στειλιαρώνω, μαπίζω, δαίρω, καμτσικίζω, χερικώνω,
ξυλοφορτώνω, πετσώνω, ξυλοδέρνω, καταχεριάζω,
ματσουκώνω, μερεμετίζω, μαγκουρώνω, μακλαβοκοπώ,
κατραπακιάζω, κατακεφαλιάζω, σβουρίζω, ζαγλίζω,
σφονδυλίζω, πλατσιανίζω, ματσουκοκοπώ, λουροδέρνω,
κονδυλίζω, γροθοκοπανώ, σβερκώνω) [δέρνομαι=χτυπιέμαι]
δεσμεύομαι (παντρεύομαι, νυμφεύομαι) [δευτεροπαντρεύομαι=ξαναπαντρεύομαι]
δεσμεύω (δένω) [επιδένω=επιδεσμώ, καταταινιώ, μπαντάρω]
δεσπόζω (κυριαρχώ, εξουσιάζω, διαφεντεύω, άρχω) [δεσπόζομαι=διαφεντεύομαι]
δευτερώνω (ξανακάνω, επαναλαμβάνω, δευτερίζω)
δέχομαι (λαμβάνω, παίρνω, στέργω, συμφωνώ, συνυπογράφω,
συναινώ, επιδοκιμάζω, συγκατατίθεμαι, συνευδοκώ, συνεπινεύω,
συγκατανεύω, εισακούω, ανομολογώ, ευδοκώ, στρέχω, συγκαταινώ)
δηλώνω (φανερώνω, γνωστοποιώ, εκφαίνω, διασημαίνω)
δημηγορώ (ρητορεύω, δημολογώ, αγορώμαι)
δημιουργώ (πράττω, ποιώ, φτιάχνω) [μπλατσαρώνω=κακοφτιάνω] [προκαλείται=δημιουργείται] [δημιουργούμαι=διαπλάθομαι, κατασκευάζομαι]
δημοκοπώ (δημαγωγώ, πολιτοκοπώ, δημούμαι)
δημοπρατώ (πλειστηριάζω) [δημοπρατούμαι=πλειστηριάζομαι]
δημοσιεύω (γνωστοποιώ, δηλοποιώ, δημοσιώ) [δημοσιεύομαι=κοινολογούμαι]
δημοσιοποιώ (κρατικοποιώ, εθνικοποιώ) [δημοσιοποιούμαι=κοινολογούμαι]
διαβάζω (μελετώ, εξετάζω) [επαναγιγνώσκω=ξαναδιαβάζω] [διαβάζομαι=αναγιγνώσκομαι]
διαβαίνω (περνώ, διασκελίζω, διέρχομαι, διανύω, διοιχνώ, διοδοιπορώ,
διατρέχω, διαπορεύομαι, διοδεύω, διαστείχω, διαβαδίζω)
διαβάλλω (συκοφαντώ, δυσφημώ, ρουφιανεύω, ψευδοκατηγορώ,
γλωσσοβολώ, αδικοβγάζω, γλωσσοδέρνω, κακοφημίζω, ζαβάλλω) [διαβάλλομαι=συκοφαντούμαι]
διαβεβαιώνω (εγγυώμαι, αναδέχομαι) [καθυπισχνούμαι=διαβεβαιώ] [διαβεβαιώνομαι=πείθομαι]
διαβολοστέλνω (αποσκορακίζω) [εκκορακίζω=σκορακίζω] [διαβολοστέλνομαι=αναθεματίζομαι, σκορακίζομαι]
διαβουλεύομαι (συσκέπτομαι, κοινοβουλώ)
διαβλέπω (διαγιγνώσκω) [γιγνώσκομαι=γνωρίζομαι, π.χ. εκ των καρπών γιγνώσκεται το δένδρον]
διαγίγνεται (παρέρχεται, περνάει)
διαγουμίζω (λεηλατώ, προνομεύω, εξαλαπάζω, λήζομαι)[διαγουμίζομαι=λεηλατούμαι]
διαγράφω (σβήνω, εξαλείφω) [διαγράφεται=σχεδιάζεται, περιγράφεται] [διεγράφη=εξαλείφθηκε]
διάγω (διαβιώ)
διαγωνίζομαι (αμιλλώμαι)
διαδέχεται (επακολουθεί, κληρονομεί) [συνεπακολουθεί=επέρχεται, συμβαίνει]
διαδραματίζεται (εκτυλίσσεται)
διαδραματίζω (επιτελώ, εκπληρώνω)
διαδωρούμαι (ρογεύω) [ρόγα=δώρο]
διαθέτω (παραχωρώ) [ανθυποχωρώ=αντιπαραχωρώ]
διαιρώ (σχίζω, τέμνω) [στημορραγώ=κατασχίζομαι, κουρελιάζομαι] [διαιρούμαι=μοιράζομαι, δαίομαι]
διαισθάνομαι (κατανοώ, διαβλέπω)
διαιτητεύω (διαμεσολαβώ)
διαιτώμαι (διατρέφομαι)
διακατέχω (κρατώ) [ανέχω=βαστάζω, ανεκτός=υποφερτός] [διακατέχομαι=κυριεύομαι, κατεμφορούμαι]
διακινώ (μεταφέρω) [διακινείται=κυκλοφορεί]
διακανονίζω (ρυθμίζω, διασταθμώμαι) [διακανονίζομαι=ρυθμίζομαι]
διάκειμαι (διατίθεμαι) [π.χ. διάκειμαι ευνοϊκά προς την κόρη του]
διακηρύσσω (γνωστοποιώ, διαγορεύω) [διαδηλώνω=διακηρύσσω] [διακηρύσσεται=εκφέρεται, διασαλπίζεται]
διακιγκλίζω (καγκελώνω, κιγκλιδώνω)
διακλαδίζεται (χωρίζεται, διαιρείται) [κλαρώνω=διακλαδίζομαι]
διακλαδώνομαι (πλεκτανούμαι, δικτυώνομαι) [διχτυάζω=διχτώνω, ήτοι παγιδεύω κάποιον ή κάτι]
διακομίζω (μεταφέρω, διαβιβάζω, διαπέμπω) [διακομίζομαι=διαβιβάζομαι]
διακονώ (υπηρετώ, καθυπουργώ, αντιδουλεύω) [διακονούμαι=βολεύομαι]
διακόπτω (σταματώ, δρώπτω, διαπαύω) [διακόπτομαι=αναστέλλομαι]
διακοσμώ (στολίζω, διαρρυθμίζω, διαποικίλλω, κοσμίζω) [διακοσμούμαι=στολίζομαι, περιγλύφομαι]
διακρίνομαι (υπερτερώ, υπερέχω, καίνυμαι, επιπρέπω, κρεισσονεύω)
διακρίνομαι (φαίνομαι)
διακρίνω (ξεχωρίζω, ξεδιακρίνω, ξεκρίνω)
διακυβερνώ (διοικώ) [κακοδιοικώ=κακοκυβερνώ, αντίθετον του καλοκυβερνώ] [συγκυβερνώ=συνδιοικώ, συνάρχω] [διακυβερνώμαι=διοικούμαι]
διακυβεύω (διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ, αποθαρρεύω,
ρισκάρω, αποκοτώ, παρακινδυνεύω) [διακυβεύομαι=διακινδυνεύομαι]
διακωμωδώ (γελοιοποιώ)[διακωμωδούμαι=εμπαίζομαι, περιγελώμαι, χλευάζομαι, σκώπτομαι]
διαλαλώ (διαφημίζω, διαδίδω, ντελαλίζω, διαθροώ,
διασαλπίζω, διατυμπανίζω, διασπείρω, βουκινίζω,
διαθρυλώ, κοινολογώ, κοινοποιώ, διακωδωνίζω,
φημολογώ, σπερμολογώ, διαγνωρίζω, εκφερομυθώ) [διαλαλούμαι=διαδίδομαι]
διαλαμβάνω (αναφέρω, μνημονεύω) [προδιαλαμβάνομαι=προαναφέρομαι]
διαλάμπω (ακτινοβολώ, φαυσιβολώ, αστροβολώ, λαμπετώ, σειριάζω)
διαλανθάνω (κρύπτομαι)
διαλέγω (ξεχωρίζω, προτιμώ, σταχυολογώ, διαδρέπομαι,
ανθολογώ, απανθίζω, ερανίζομαι, εκλέγω) [αιρούμαι=εκλέγω]
διαλείπω (διακόπτω) [διάλειμμα=διακοπή]
διαλύω (αποσυνθέτω)
διαμείβομαι (ανταλλάσσω) [τα διαμειφθέντα=τα λόγια που αντάλλαξαν]
διαμελίζω (τεμαχίζω, αρταμώ) [διαμελίζομαι=τεμαχίζομαι]
διαμένω (κατοικώ, ενδιαιτώμαι) [εσκήνωσε=κατοίκησε] [παροικώ=προσηλυτεύω]
διαμεσολαβώ (μεσιτεύω)
διαμηνύω (ανακοινώνω, αγγέλλω, αναξυνώ) [διαμηνύεται=γνωστοποιείται]
διαμοιράζω (διανέμω, επινέμω) [διαμοιράζομαι=διανέμομαι, αναδαίομαι]
διαμορφώνω (διασχηματίζω, διαπλάσσω, διαρτίζω) [διαμορφώνομαι=σχηματίζομαι, μορφοποιούμαι]
διανέμω (κατανέμω)
διανεύομαι (νογώ)
διανθίζω (ανθοστολίζω, διακοσμώ, λουλουδοστολίζω) [διανθίζομαι=ανθοστολίζομαι]
διανίσταμαι (απομακρύνομαι)
διανοούμαι (στοχάζομαι, επιφρονώ, δοκεύω, διαλογίζομαι)
διανυκτερεύω (ξαγρυπνώ, ξενυχτώ, διαγρηγορώ)
διανύω (διατρέχω, διαδρομώ) [ανύω=πραγματοποιώ, ανυστός=κατορθωτός] [διανύομαι=διατρέχομαι]
διαξιφίζομαι (λογομαχώ ή ξιφομαχώ)
διαπαιδαγωγώ (μορφώνω, ανατρέφω, χρησιμολογώ, ευσχημονίζω) [διαπαιδαγωγούμαι=μορφώνομαι]
διαπερνώ (διατρυπώ, διαπερώ, τερώ, διείρω) [διαπερνιέμαι=περονιάζομαι]
διαπιστώνω (διακριβώνω, συγκεκριμενοποιώ, ατρεκώ)
διαπλάθω (διαμορφώνω) [αναπλάθω=ξαναπλάσσω, ξανακάνω]
διαπλατύνω (διευρύνω, επεκτείνω) [διαπλατύνομαι=διευρύνομαι]
διαπλέκεται (συνδέεται, συναλλάσσεται)
διαπλέκω (συναρτώ)
διαπληκτίζομαι (τσακώνομαι, ευχερίζομαι, εχθοδοπώ)
διαπνέομαι (εμφορούμαι)
διαποιμαίνω (κουμαντάρω) [διαποιμαίνομαι=καθοδηγούμαι]
διαπομπεύω (γελοιοποιώ, εξευτελίζω, διασύρω, διατιμάζω,
ξεγιβεντίζω, ρεζιλεύω, εκθεατρίζω) [διαπομπεύομαι=γελοιοποιούμαι]
διαπονώ (καλλιεργώ, εξεργάζομαι, κατανεώ, εθείρω) [διαπονούμαι=γυμνάζομαι]
διαποτίζω (διαβρέχω) [διαποτίζομαι=διαβρέχομαι]
διαπραγματεύομαι (παζαρεύω)
διαπράττω (εκτελώ) [συνδιαπράττω=συντεχνάζω]
διαπρέπω (διακρίνομαι, υπερτερώ, διαλάμπω, αριστεύω, εξέχω, εμπρέπω)[διαπρέπομαι=φημίζομαι, περιηχούμαι, περιάδομαι]
διαρθρώνω (συναρμόττω) [διαρθρώνομαι=συναρμολογούμαι] [αρθρούμαι=συναρμόζομαι]
διαρκώ (χρονίζω, επιχρονίζω, διεθίζω)
διαρρέω (εκρέω, εκχύνομαι, ενναΐζω) [διαρρέεται=διασχίζεται]
διαρρηγνύω (σπάζω, κόπτω)
διαρρυθμίζω (τακτοποιώ) [ρυθμοποιώ=επιρρυσμίζω] [διαρρυθμίζεται=μορφοποιείται, μορφούται]
διασαλεύω (διαταράσσω) [ανταρεύω=αναταράσσω] [ζουρζουλεύω=διαθορυβώ] [διασαλεύομαι=κλονίζομαι]
διασαλπίζω (διαδίδω, διατυμπανίζω)
διασαφηνίζω (εξηγώ, ερμηνεύω, ξεδιαλύνω, τρανοποιώ,
ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω, διευκρινίζω, αναλύω, διαπτύσσω,
ξεμπερδεύω, αναπτύσσω, διερμηνεύω, διαφράζω)
διασκεδάζω (γλεντώ, ξεφαντώνω)
διασκελίζω (πλίσσομαι, δρασκελίζω) [διασκελίζεται=υπερπηδάται]
διασκευάζω (τροποποιώ) [τροπολογώ=παραλλάσσω] [τροπολογούμαι=παραλλάσσομαι] [διασκευάζομαι=τροποποιούμαι]
διασκορπίζω (διασπαθίζω)
διασπείρω (διαδίδω) [κατασπείρομαι=διασκορπίζομαι, κίδναμαι, κατασπαρμένος=πυκνοσπαρμένος] [διασπείρομαι=διαχέομαι, σκορπίζομαι]
διασπώ (διαχωρίζω) [διασπώμαι=διαρρηγνύομαι, διαχωρίζομαι]
διαστέλλω (ξεχωρίζω) [αποδιαστέλλω=ξεχωρίζω] [διαστέλλομαι=εξογκούμαι, εκτείνομαι]
διαστρέφω (διαστρεβλώνω) [διαστρέφομαι=παρερμηνεύομαι, παραποιούμαι, διαστρεβλώνομαι]
διασύρω (εξευτελίζω, ατιμολογώ, αποφλαυρίζω) [διασύρομαι=δυσφημούμαι]
διασφαλίζω (σιγουρεύω)
διασχίζω (διανύω) [διασχίζομαι=διαιρούμαι] [διασχίζομαι=διαρρέομαι]
διασώζω (διατηρώ, διαφυλάσσω) [διασώζομαι=απογλυτώνω] [διατηρούμαι=διασώζομαι]
διαταράσσω (διασαλεύω) [διαταράσσομαι=διασαλεύομαι]
διατάσσω (εντέλλομαι, παραγγέλλω, επιτέλλω) [μηνώ=παραγγέλνω] [ανώγω=διατάζω, επιφωνούμαι] [διατάσσομαι=παραγγέλλομαι]
διατείνομαι (ισχυρίζομαι)
διατελώ (ενδιατίθεμαι) [διατελούμαι=υπόκειμαι]
διατοιχεί (κλυδωνίζεται, παρακυλάει, μποτζάρει)
διατρανώνω (βροντοφωνάζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ) [διατρανώνεται=διατυμπανίζεται]
διατρέφω (τροφοδοτώ, εμβρωματίζω)
διατρέχω (διανύω)
διατρίβω (διαμένω) [ξωμένω=ενδιώ, ήτοι κατοικώ στην ύπαιθρο]
διατρυπώ (διατορώ, διαπερνώ, διαπείρω, περιπείρω) [διατρυπώμαι=τρυπιέμαι, σουβλίζομαι]
διατυπώνω (εκθέτω, εκφράζω, εκφέρω) [διατυπώνομαι=εμφωνούμαι]
διαυγάζω (φέγγω, λάμπω, λαμπάζω)
διαφαίνεται (εμφανίζεται, προβάλλει) [προεμφανίζεται=προθεωρείται] [προθεωρώ=προεξετάζω]
διαφεντεύω (εξουσιάζω, αυθεντώ) [διαφεντεύομαι=κουμαντάρομαι]
διαφέρω (ξεχωρίζω)
διαφθείρω (εκφαυλίζω, εξαχρειώνω, εκλύω, εκφυλίζω) [αχρειεύω=διαφθείρομαι]
διαφοροποιούμαι (διαφέρω, ανομοιούμαι)
διαφοροποιώ (μεταβάλλω, ποικίλλω, ανομοιώ, αιολώ)
διαφορώ (σκεδάζω)
διαφυλάσσω (διατηρώ, περισώζω, αποσώζω, περισώνω) [διαφυλάσσομαι=διατηρούμαι]
διαφωνώ (αμφισβητώ, αρνούμαι, διχονοώ, διαφέρομαι)
διαφωτίζω (διδάσκω, εκπαιδεύω, προσανατολίζω,
κατατοπίζω, κατευθύνω, καθοδηγώ, ευάγω)
διαχειμάζω (ξεχειμωνιάζω) [χειμωνιάζει=κακοκαιριάζει]
διαχειρίζομαι (ρυθμίζω, κουμαντάρω, διοικώ, περιοικονομώ)
διαχέομαι (διασκορπίζομαι)
διαχέω (διασκορπίζω, εγκατασπείρω, διαρρίπτω)
διαψεύδω (κατελέγχω, ξεδοντιάζω) [διαψεύδομαι=διακατελέγχομαι]
διδάσκομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι, απομαθαίνω) [φιλομαθώ=φιλιστορώ]
διδάσκω (εκπαιδεύω, διαφωτίζω)
διεγείρω (ερεθίζω, εξάπτω) [εξερεθίζομαι=αναψοκοκκινίζω, αγριούμαι] [τριγκάρομαι=διεγείρομαι]
διεισδύω (εισχωρώ) [υπεισδύω=υπεισβαίνω, ήτοι εισέρχομαι κρυφίως]
διεκδικώ (διαφιλονικώ, διαμφισβητώ)
διεκπεραιώνω (ολοκληρώνω, ξεπετώ) [διεκπεραιώνομαι=αποτελειώνομαι, εξανύτομαι] [εκπεραιώνομαι=εκπληρώνομαι]
διενεργώ (διεξάγω) [ταυτοενεργώ=ταυτοεργώ] [συνδιεξάγω=συνδιενεργώ] [διενεργείται=διεξάγεται]
διέπεται (ρυθμίζεται)
διερευνώ (εξονυχίζω, ανιχνεύω) [αναθηρώ=κατασκοπώ, ανερευνώ] [διερευνώμαι=κατεξετάζομαι]
διερωτώμαι (απορώ)
διευθετώ (τακτοποιώ, ευτρεπίζω, ταξινομώ,
ταξιθετώ, κλασάρω, συγυρίζω, βολεύω, ευθετίζω,
ανασυντάσσω, διασκευάζω, συμμαζεύω, διοικονομώ,
συστηματοποιώ, ετοιμάζω, ανασκυρίζω, ευθετώ,
ορδινιάζω, διαστοιχίζω)
διευθύνω (διοικώ) [διευθύνομαι=κυβερνώμαι, χειραγωγούμαι]
διευκολύνω (εξυπηρετώ) [διευκολύνομαι=βοηθιέμαι]
διευκρινίζω (διασαφηνίζω, επεξηγώ, επεκδιδάσκω, ευκρινώ) [διευκρινίζεται=διασαφηνίζεται]
διευρύνω (διαπλατύνω)
διέχω (εμποδίζω, αναχαιτίζω, κατίσχω, ανακωχεύω, αλικοτώ, ερητύω)
διηγούμαι (εξιστορώ, ανιστορώ, μυθολογεύω)
διηθώ (σουρώνω, σακεύω) [διηθούμαι=διυλίζομαι, φιλτράρομαι]
διίσταμαι (διαφωνώ, ετερογνωμώ, ετεροφρονώ)
δικάζω (θεμιστεύω, θεμίζω, δικαιονομώ) [δικάζομαι=κρισολογούμαι] [διαδικώ=εκδικάζω] [διαδικάζω=γνωματεύω, διαδικασία=διεργασία, ήτοι κανόνες οι οποίοι τηρούνται κατά την τέλεσιν πράξεως]
δικαιολογώ (δικαιώνω, ευλογοποιώ) [δικαιολογούμαι=σκήπτομαι, προφασίζομαι, εκλογίζομαι] [εκλογικεύω=συγκαλύπτω αδυναμίες μου προβάλλοντας αληθοφανείς δικαιολογίες]
δικαιοπραγώ (θεσμολογώ, δικαιοποιώ) [δικαιοδοτώ=δικαιονομώ]
δικτατορεύω (επιδεσπόζω, κατεξουσιάζω) [=ασκώ απεριόριστον εξουσίαν]
δίνω (παρέχω, προσφέρω, χορηγώ) [επιπορσαίνω=χορηγώ, σπονσοράρω]
διογκώνω (φουσκώνω, ογκοποιώ, κολπώνω) [πρήσκομαι=φουσκώνω]
διολισθαίνω (ξεγλιστρώ, διαφεύγω, λανθάνω)
διομολογώ (συγκατατίθεμαι) [διομολογούμαι=συμφωνώ]
διονυχίζω (εξελέγχω, εξετάζω, εξερευνώ) [επανεξετάζω=ανασκέπτομαι, αναπεμπάζομαι]
διοργανώνω (προετοιμάζω, προσχεδιαζω, πορσύνω, προδιατυπώνω) [διοργανώνομαι=προετοιμάζομαι]
διορθώνω (επισκευάζω) [διορθώνομαι=βελτιώνομαι, καλυτερίζω]
διορίζομαι (τοποθετούμαι)
διοχετεύω (μετακενώνω, μεταφέρω) [αμαρεύω=οχετεύω] [μεταρδεύω=παροχετεύω]
διπλιάζω (πτυχώνω, πλισάρω)[πτυχώνομαι=πλισάρομαι]
διπλώνω (κάμπτω) [διπλώνομαι=κυρτώνομαι]
διστάζω (δειλιάζω, φοβούμαι, ενδοιάζω, αμφιγνωμονώ, αμφιδοξώ, επιδοιάζω)
διυλίζω (διηθώ, φιλτράρω, στραγγίζω, διερώ) [ηθούμαι=διυλίζομαι, στραγγίζομαι]
διχάζω (διαμερίζω, διαιρώ)
διχογνωμώ (διαφωνώ, διχοφρονώ, διχογνωμονώ)
διχοτομώ (διατέμνω, ημισεύω, μισιάζω, δυάζω, μεσοτομώ, ημισιάζω, μεσιάζω) [γωνιάζω=γωνιοποιώ][διχοτομούμαι=διχάζομαι]
διψώ (λαλακιάζω, κορακιάζω, τζιτζικώνομαι, ψοφοδιψώ, πιπιδιάζω)
διώκω (αποπέμπω, εξαποστέλλω, εξελαύνω, εξελώ, σουτάρω, αποστυφελίζω) [διώκομαι=εξωθούμαι]
δοκιμάζω (αποπειρώμαι, πειραματίζομαι, προβάρω, τεστάρω)
δολιεύομαι (εξαπατώ, ξεγελώ, πανουργεύομαι,
μαριολεύω, αλωπεκίζω, ζιγανεύω, κακοπραγμονώ) [παιπαλώ=πανουργώ]
δομώ (κτίζω, ανεγείρω, δωμώ) [δομείται=κτίζεται]
δονώ (σείω, πάλλω, κουνάω, κιγκλίζω) [καρκαίρω=σείομαι, δονούμαι, σκορτσάρω]
δοξάζω (εξυμνώ, κυδαίνω, αποσεμνύνω, κλεΐζω) [δοξοποιώ=αινοποιώ] [περιλαλούμαι=μεγαλοδοξώ] [δοξάζομαι=επαινούμαι, ευκλεούμαι, φημίζομαι, καταγλαΐζομαι, καταψάλλομαι, υμνούμαι]
δοξολογώ (εγκωμιάζω, ανευφημώ) [αντεγκωμιάζω=αντεπαινώ] [δοξολογούμαι=εγκωμιάζομαι]
δουλαγωγώ (σκλαβώνω, δουλοκρατώ) [δουλοφρονώ=δουλοφέρνω, υποσαίνω]
δουλεύω (εργάζομαι, κοπιάζω, μοχθώ, εργατεύω, μογώ) [δουλεύεται=επεξεργάζεται]
δουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω) [δουλούμαι=σκλαβώνομαι]
δραπετεύω (σκαπετίζω, αποδιδράσκω, σκαπουλάρω, διαδρηστεύω, βερρεύω, εκδρασκάζω, αποδραπετεύω, διδράσκω, αποδρώ)
δραστηριοποιώ (κινητοποιώ)
δράττομαι (φουχτώνω, αδράχνω, χεριάζω, τσακώνω) [χεροπιάνω=χειροκρατώ] [χειραφώ=αντιλάζομαι, χειραπτάζω]
δράχνω (αρπάζω, παίρνω) [κρυφοπαίρνω=υπεκκλέπτω, κρυφοκλέβω]
δρέπω (αποσπώ, αποκόπτω, αποτέμνω, μαζεύω) [δρέπομαι=αποκόπτομαι]
δριμαίνω (σκληραίνω, τραχύνω, αδροποιώ, σκλιβώνω)
δριμώνω (αγριεύω, θυμώνω, γινατώνω)
δρομολογώ (προγραμματίζω) [δρομολογείται=προγραμματίζεται]
δροσίζομαι (αναψύχομαι)
δροσίζω (αναψύχω, αερινίζω, δροσολογώ, δροσερεύω, δροσοβολώ)
δρύπτω (ξεσχίζω, ξεσκελίζω, κατασπάζω) [αμφιδρύπτομαι=καταξεσχίζομαι]
δρω (ενεργώ, επιχειρώ, δραίνω, διάζω, έρδω)
δυναμιτίζω (διαταράσσω, πολώνω) [δυναμιτίζεται=διαταράσσεται]
δυναστεύω (κατατυραννώ) [μυριοτυραννίζω=καταταλαιπωρώ] [δυναστεύομαι=κατατυραννιέμαι] [δεσποτούμαι=τυραννούμαι]
δυσαρεστούμαι (γογγύζω)
δυσαρεστώ (στενοχωρώ, οχλώ, βαριοκαρδίζω, κακοευχαριστώ)
δυσκολεύω (δυσχεραίνω, δυσκολαίνω) [δυσκολεύομαι=δυσκολαίνομαι, δυσχεραίνομαι]
δυσκολοχωνεύω (στομαχιάζομαι)
δυσκωφώ (βαριακούω, κουφαίνω, κουφίζω, βαρυκουφώ)
δυσπιστώ (αμφιβάλλω, αθιβάλλω, επιδοιάζω, δοιάζω) [αναμφιβόλως=ανενδοιάστως]
δυσσεβώ (ασεπτώ)
δυστυχώ (δυσπραγώ, δυσημερώ, αχνάζω, ανευδαιμονώ, δυσκληρώ) [αποκακώ=φτωχοδέρνω]
δυσφημώ (διαβάλλω, συκοφαντώ, διαλαλίζω, κακοσυσταίνω) [δυσφημούμαι=κακολογούμαι]
δυσφορώ (υποφέρω, δυσανασχετώ, στενοχωρούμαι, ατώμαι,
βαρυγκομώ, σχετλιάζω, αναγκεύομαι, βαργομίζω)
δυσωπώ (θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ, καταντιβολώ)
δύω (βασιλεύω) [δύομαι=βουτώ, δύτης=βουτηχτής]
δωρίζω (χαρίζω, προσφέρω, χαλαλίζω, κανισκίζω, δωροφορώ, δωρούμαι, φιλοδωρώ, δωροτελώ, δωρώ) [δωρίζεται=χαρίζεται]
δωροδοκώ (εξαγοράζω, δεκάζω, τραμπουκάρω, λαδώνω)
Ε
εγγίζω (άπτω)
εγγράφω (καταχωρίζω) [ταχυγραφώ=οξυγραφώ] [εγγράφομαι=καταχωρίζομαι, αποτυπώνομαι, καταγράφομαι, εγχαράσσομαι]
εγγυώμαι (σιγουρεύω, διασφαλίζω)
εγκαθιδρύω (θεμελιώνω, εγκαθιστώ) [καταναίω=εγκαθιστώ] [εγκαθιδρύομαι=καθιερώνομαι]
εγκαθίσταμαι (ριζώνω)
εγκατοικώ (ενοικώ)
εγκληματώ (κακουργώ, κακοποιώ) [κακοτροπώ=εθελοκακώ]
εγκλωβίζω (φυλακίζω, παγιδεύω, βραχυκυκλώνω) [εγκλωβίζομαι=παγιδεύομαι, περιορίζομαι]
εγκύπτω (επιμελούμαι)
εγκωμιάζω (επαινώ, εξυμνώ, εκθειάζω, αποθεώνω,
ευφημίζω, μεγαλύνω, δοξάζω, εξαίρω, εξυψώνω,
θεοποιώ, επευφημώ, υμνολογώ, τιμώ, μεγαλοποιώ,
ευλογώ, δοξολογώ, αίνώ, αποσεμνύνω, ευηγορώ,
αναμέλπω, εκγαυρούμαι, φημίζω, σεμνοποιώ,
σεμνύνω, υποκορίζομαι, λαμπρύνω, υμνηγορώ,
δοξοποιώ, αγλαοποιώ, λαμπρολογώ, καλολογίζω)
εγχαλινούμαι (συγκρατιέμαι)
έδει (έπρεπε)
εδραιώνω (στερεώνω, θεμελιώνω, παγιώνω, εμπεδώνω) [εμπεδώνομαι=παγιώνομαι, εδραιώνομαι]
εδρεύω (κάθομαι, κατοικώ) [παρεδρεύω=συγκάθημαι, συνθωκεύω, παρακάθημαι, παρίζω, παρεδριώ] [προσεδρεύω=παρενδιώ]
εθίζομαι (συνηθίζω, εξοικειώνομαι, εγκλιματίζομαι, γλυκαίνομαι)
εθίζω (συνοικειώνω, εξοικειώνω) [είθισται=συνηθίζεται]
εικάζω (συμπεραίνω, υποθέτω, διαπεραίνω, τοπάζω) [εικάζεται=συμπεραίνεται, πιθανολογείται]
εικονίζω (ζωγραφίζω) [ενεικονίζω=ενειδοφορώ] [εικονίζομαι=περιγράφομαι, παριστάνομαι]
εικοτολογώ (πιθανολογώ, πιθανεύομαι)
είμαι (υπάρχω)
είργω (εμποδίζω, κωλύω, αμποδώ) [είργομαι=εμποδίζομαι]
ειρωνεύομαι (περιπαίζω, σαρκάζω, σατιρίζω, λωβεύω)
εισάγω (μπάζω, εισωθώ) [εισάγομαι=εισκομίζομαι]
εισδύω (εισβάλλω, εισχωρώ, τρυπώνω, εισορμώ, εισέρρω,
μπουκάρω, εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω, χώνομαι, διαδύω, εισέρχομαι)
εισκομίζω (εισάγω)
εισφέρω (παρέχω)
εκβιάζω (εξαναγκάζω, διαπειλώ, κατάγχω) [εκβιάζομαι=καταδέρομαι, εξαναγκάζομαι]
εκδηλώνομαι (εξωτερικεύομαι)
εκδηλώνω (φανερώνω, εκσημαίνω)
εκδίδω (δημοσιεύω, κυκλοφορώ)
εκδουλεύω (αμφιπολεύω, παραδιακονώ) [εκδούλευση=προσφορά υπηρεσίας σε κάποιον]
εκκενώνω (αδειάζω, ξεγεμίζω, απογεμίζω, ευκαιρώνω) [απογομώ=απογέμω] [εκκενώνομαι=αδειάζομαι, ερημώνομαι]
εκκλησιάζομαι (μυσταγωγούμαι)
εκκλίνω (παρεκτρέπομαι, παρεκφέρομαι)
εκκολάπτομαι (ξεπουλιάζω) [χνοΐζομαι=χνουδιάζω, λαχνούμαι]
εκκοσμικεύομαι (φιλοκοσμώ, τρυφητιώ) [=επιθυμώ τις απολαύσεις της ζωής]
εκκρεμεί (εξετάζεται)
εκκρίνω (αποβάλλω) [εκκρίνομαι=αποβάλλομαι]
εκλαϊκεύω (απλουστεύω, απλοποιώ) [εκλαϊκεύομαι=απλουστεύομαι]
εκλαμβάνω (αντιλαμβάνομαι, επαισθάνομαι) [εκλαμβάνεται=λογίζεται]
εκλείπω (χάνομαι, εξαφανίζομαι, θνήσκω, απόλλυμαι, αφαντώνομαι)
εκμαιεύω (αγρεύω) [μαιεύω=ξεγεννώ] [εκμαιεύτηκε=αποκαλύφτηκε]
εκμαυλίζω (αποπλανώ, σκαμβώ) [εκμαυλίζομαι=αποπλανώμαι]
εκμηδενίζω (εξουδετερώνω, εξουθενώνω)[εκμηδενίζομαι=εξουδετερώνομαι, εξουθενώνομαι]
εκνεοσσεύω (ξεκλωσσώ)
εκνοσηλεύω (αποθεραπεύω, εξυγιάζω, εξακούμαι, εξιώμαι)
εκπαιδεύω (γυμνάζω, ασκώ)
εκπειράζω (ελέγχω, δοκιμάζω, τεστάρω)
εκπίπτω (υποτιμώμαι, ελαττώνομαι, υποβιβάζομαι) [εκπίπτομαι=σμικρύνομαι]
εκπληρώνω (περαίνω, τελειώνω, περατεύω)
εκπλήσσω (εντυπωσιάζω)
εκποιώ (αποξενώνω, αλλοτριώνω) [εκποιούμαι=ξεπουλιέμαι]
εκπολιτίζω (εξανθρωπίζω, εξευγενίζω, εκλεπτύνω, ανθρωποποιώ) [εκπολιτίζομαι=εξανθρωπίζομαι]
εκπονώ (επεξεργάζομαι,κατασκευάζω,καταρτίζω,τευμώμαι) [εκπονείται=καταρτίζεται]
εκπορεύεται (εκπηγάζει, απορρέει, εκχέεται, προέρχεται)
εκπορθώ (κυριεύω, εκπολιορκώ)
εκπορνεύω (προαγωγεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω) [εκπορνεύομαι=εκδίδομαι]
εκρίπτομαι (αποβάλλομαι, πετιέμαι)
εκστασιάζομαι (υπεράγαμαι, αποθαυμάζω, υπερθαυμάζω, τερατούμαι, καταθαμβούμαι, εκπαγλούμαι)
εκστράτευσε (φουσάτευσε) [συγκαταθέω=συνεξορμώ, πραιδεύω]
εκσυγχρονίζω (ανακαινίζω) [ανακαινοποιώ=ανακαινουργώ]
εκτείνομαι (απλώνομαι, διήκω, ξανοίγομαι) [εκτείνεται=φθάνει]
εκτοπίζω (παραμερίζω, αναμερίζω) [παρεκβάλλω=παραμερίζω]
εκτραχύνω (σκληρύνω, σκληροποιώ, αποτραχύνω) [σκιρώ=σκληρύνω] [εκτραχύνομαι=οργίζομαι, ερεθίζομαι]
εκτρέπω (παρεκκλίνω)
εκτριχώ (αποτίλλω, αποτριχώνω)
εκτυλίσσομαι (αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι)
εκφοβίζω (απειλώ, φοβερίζω) [καταπτοώ=κατατρομάζω, εκδειματώ, υπερτρομάζω]
εκφράζομαι (ομιλώ, μυθαρεύομαι) [αργομιλώ=αργοπροφέρω]
εκφράζω (διατυπώνω)
εκφωνώ (απαγγέλλω) [αναφωνώ=αναβοώ] [εκφωνείται=απαγγέλλεται]
εκχυλίζω (εκμυζώ)
εκχωρώ (παραχωρώ) [εκχωρούμαι=μεταβιβάζομαι]
ελαττώνω (μειώνω, μικραίνω, ολιγοποιώ, μικρύνω, μινύθω)
ελαύνω (τρέχω, προχωρώ, κέλλω, ελαστρώ) [ελαύνομαι=οδηγούμαι] [προελαύνω=προχωρώ]
ελαφροκοιμάμαι (μισοκοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι) [λαγοκυνηγώ=λαγοθηρώ, λαγονεύω] [ορνιθεύω=ορνιθοθηρώ]
ελαφροποιώ (ελαφρύνω) [ελαφρίζω=αλαφραίνω]
ελαφρώνω (επικουφίζω, αποκουφίζω) [ελαφρώνομαι=ανακουφίζομαι]
ελέγχω (εξετάζω, ερευνώ, τσεκάρω) [καρατσεκάρω=διακριβώνω] [ελέγχομαι=ψέγομαι]
ελεημονώ (ελεώ)
ελευθερώνω (λυτρώνω, απαλλάσσω, αμολάω, αποδεσμεύω, ξεσκλαβώνω, αποδουλώνω)
ελεώ (οικτίρω, ευσπλαχνίζομαι, ευιλατεύω) [ελεούμαι=συμπονούμαι, οικτίρομαι]
ελίσσω (περιστρέφω)
έλκω (τραβώ, σύρω, διέλκω, ολκάζω) [ενολκίζω=νεωλκώ] [έλκομαι=σύρομαι, ελκύομαι] [τραβιέμαι=αποσύρομαι]
ελλείπω (απουσιάζω, απογίγνομαι)
ελλοχεύω (ενεδρεύω, παραμονεύω, καραδοκώ, αρκυωρώ) [οδουρώ=οδοσκοπώ, οδοφυλακώ]
ελπίζω (προσδοκώ, πιστεύω)
εμβαθύνω (βαθουλώνω) [εμβαθύνομαι=βαθουλώνομαι]
εμβατεύω (μαρκαλώ, οχεύω) [οχώμαι=φιτσώνω]
εμμένω (επιμένω, ενδελεχίζω, εμμίμνω)
εμπεδορκώ (ευορκώ)
εμπίπτω (περιλαμβάνομαι, περιέχομαι, ενυπάρχω)
εμπλουτίζω (επιπροσθέτω, παρεισάγω) [εμπλουτίζομαι=διευρύνομαι] [πλουτοποιώ=πλουτίζω] [αδικοπλουτίζω=αδικομαζώνω]
εμποδίζω (κωλύω, είργω, φρενάρω, απαγορεύω)
εμπούριξε (μετέφερε, μετέδωσε, μεταβίβασε)
εμφυσώ (εμπνέω, εμβάλλω, ενσταλάζω, εμπνευματώ) [εμφυσούμαι=ενσταλάζομαι, εμβάλλομαι, εμφυτεύομαι]
ενάγω (εγκαλώ, καταγγέλλω, καταγορεύω, εισαγγέλλω) [ενάγομαι=καταγγέλλομαι] [αντεγκαλώ=αντικατηγορώ]
εναποθέτω (βασίζω, ερείδω, στηρίζω)
εναποθηκεύεται (διαφυλάσσεται, διατηρείται, διασώζεται)
εναποτίθεμαι (εντάσσω, εντάσσομαι ή επαφίεμαι, βασίζομαι)
εναρμονίζομαι (ευθυγραμμίζομαι, συνταυτίζομαι)
εναρμονίζω (προσαρμόζω, εναραρίσκω)
ενασχολώ (επιφορτίζω, απασχολώ)
ενδελεχώ (διαρκώ)
ενδείκνυται (συνιστάται, προτείνεται, εγκρίνεται,
υποδεικνύεται, ωφελεί, συμφέρει)
ενδέχεται (μπορεί)
ενδιαφέρει (εντυπωσιάζει, προσελκύει)
ενδίδω (υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι, λαγγάζω, παρείκω)
ενεδρεύω (ελλοχεύω, παραμονεύω, εμφωλεύω, προδοκάζω) [φωλιάζω=μονιάζω]
ενεπλήσθη (γέμισε)
ενεργοποιούμαι (δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι, πραγματοκοπώ)
ενεργούμαι (αφοδεύω, σπορίζομαι)
ενέχω (εμπεριέχω)
ενθέτω (εμβάλλω, εισάγω) [εντίθεται=παρεμβάλλεται]
ενίζομαι (ενώνομαι)
ενισχύω (δυναμώνω, ισχυροποιώ, κραταιώνω)
εννοώ (καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, σκαμπάζω, χαμπαρίζω)
ενορχηστρώνω (ρυθμίζω, συντονίζω, οργανώνω, μεθοδεύω, σκηνοθετώ) [ενορχηστρώνεται=οργανώνεται]
ενοχλούμαι (ταράσσομαι)
ενοχλώ (λυπώ, στενοχωρώ, εκκεντώ, παραλυπώ, θράσσω)
ενσαρκώνομαι (ενανθρωπίζομαι, βροτούμαι, σαρκοποιούμαι)
ενσαρκώνω (σωματοποιώ)
ενσπείρω (εμφυτεύω, επιφέρω) [ενσπείρομαι=εμφυτεύομαι]
ενστερνίζομαι (αποδέχομαι, αναγνωρίζω, υιοθετώ,
εγκολπώνομαι, επιδοκιμάζω, προσοικειώνομαι)
ενσωματώνω (συμπεριλαμβάνω) [αφομοιώνομαι=συγχωνεύομαι, ενσωματώνομαι]
εντείνω (τεντώνω, επιτείνω, τεντάρω, εντατικοποιώ) [εντείνομαι=φουντώνω]
εντρίβω (μαλάσσω)
εντυπώνω (εγγράφω, εγχαράσσω)
ενώνω (συναρμόζω, συνδέω) [ενούμαι=συνδέομαι, ενώνομαι]
εξαγγέλλω (γνωστοποιώ) [ενσημαίνομαι=εξαγγέλλομαι]
εξαγιάζω (αγιοποιώ)[εξαγιάζομαι=αγιοποιούμαι]
εξαγορεύω (εξομολογώ, πνευματεύω) [εξαγορεύομαι=εξομολογούμαι]
εξαθλιώνω(καταβαραθρώνω)
εξαιρώ (παραμερίζω, ξεχωρίζω, παραλείπω, απαλλάσσω) [εξαιρούμαι=αποκλείομαι]
εξαίρω (εκθειάζω)
εξακολουθώ (συνεχίζω)
εξακοντίζω (εκσφενδονίζω, σφλιτζουρίζω, χειροβολώ, εκτινάσσω)
εξακριβώνω (διαπιστώνω) [εξακριβώνεται=διαπιστώνεται]
εξανεμίζω (κατασπαταλώ, ανεμογυρίζω) [εξανεμίζομαι=αφανίζομαι, διαλύομαι, χάνομαι, ξοδεύομαι] [ανεμοσκονίζω=ανεμοσκορπώ]
εξανθρωπίζω (εκπολιτίζω, εξευγενίζω) [εξελληνίζομαι=γραικίζομαι] [γραικίζω=ελληνίζω]
εξαντλώ (αδειάζω, κενώνω, εξανεμίζω, ξαγκλίζω)
εξαπατώ (ξεγελώ, πλανεύω, φρεναπατώ, παραιολίζω, χαυνιάζω) [παραποδίζομαι=εξαπατώμαι]
εξαπολύω (εκτοξεύω, ρίχνω) [εξαπολύομαι=ρίχνομαι, εκτοξεύομαι, ρώομαι]
εξαποστέλλω (διώχνω, σεύω) [εξαποστέλλομαι=εκδιώκομαι]
εξάπτω (διεγείρω, ερεθίζω)
εξαργυρίζω (λικιντάρω)
εξαρθρώνω (ξεσφοντυλιάζω, στραμπουλίζω, εκμοχλεύω) [εξαρθρώνομαι=διαλύομαι]
εξασθενίζω (αδυνατίζω, αποδυναμώνω, αχαμνεύω) [αποδυναμώνομαι=ραίομαι]
εξασκώ (εκγυμνάζω) [εξασκούμαι=εγγυμνάζομαι, εγκατατρίβομαι] [σωμασκώ=γυμνάζομαι]
εξασφαλίζω (σιγουρεύω)
εξατμίζω (εξαερώνω, ατμοποιώ, εξαχνίζω, αεροποιώ) [αιθερούμαι=εξαερώνομαι, αερούμαι]
εξαχρειώνω (εξευτελίζω) [εξαχρειώνομαι=ξεπέφτω, εξευτελίζομαι]
εξελίσσω (αναπτύσσω)
εξεντερίζω (εκσπλαγχνίζω, ξεκοιλιάζω) [εξεντερίζομαι=ξεκοιλιάζομαι]
εξετάζω (ελέγχω, ερευνώ, πολυπραγμονώ, σκοπούμαι,
πραγματεύομαι, περιεργάζομαι, ξεκοσκινίζω,
διασκοπώ, ανατέμνω, ανερωτώ)
εξευμενίζω (εξιλεώνω, καταπραΰνω, μειλίσσω) [μελιτουργώ=μελιτοποιώ] [εξευμενίζομαι=εξιλεώνομαι]
εξιδιάζω (διαφέρω)
εξιλεώνω (καταπραΰνω) [εξιλεώνομαι=εξαγνίζομαι, ευαγούμαι]
εξισλαμίζομαι (αγαρίζω, τουρκεύω) [φραγκεύω=φραγκοφέρνω]
εξιστορώ (διηγούμαι, καλαμογραφώ) [λεπτοεπώ=εκδιηγούμαι, διιστορώ, καθερμηνεύω] [εξιστορείται=περιγράφεται]
εξισώνω (εξομοιώνω, ομοιώνω, ανισάζω, απισώ, αντεκτείνω, καθομοιώ, παρεξισάζω) [συνεξισώ=ισοβαθμίζω]
εξιχνιάζω (διαλευκαίνω, διεξερευνώμαι) [εξιχνιάσθηκε=διαλευκάνθηκε]
εξοικειώνομαι (συνηθίζω) [προσοικειούμαι=προσεταιρίζομαι]
εξοικονομώ (πορίζομαι, εξευρίσκω)
εξοκέλλω (παραστρατίζω) [αλλαξοστρατίζω=αλλαξοδρομώ]
εξομαλύνω (ισιώνω, ομαλοποιώ)
εξομόνω (αλλαξοπιστώ)
εξοντώνω (αφανίζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, αποτυμπανίζω) [εξοντώνομαι=φονεύομαι, εξαλείφομαι]
εξοπίζω (εκχυμώ) [οπός=χυμός ή γαλακτώδης χυμός]
εξοργίζω (ερεθίζω, ορσολοπεύω, ερέθω, μανίζω)
εξορθολογίζω (νοικοκυρεύω)
εξορύσσω (ξεσκάβω, εκταφρεύω) [ταφρεύω=ταφροποιώ, ήτοι ορύσσω τάφρον] [φρεωρυχώ=φρεατωρυχώ] [εξορύσσομαι=εκσκάπτομαι]
εξοστρακίζω (εξορίζω, εκπατρίζω, υπερορίζω) [εξοστρακίζομαι=παρεκκλίνω]
εξουδετερώνω (εκμηδενίζω, εξουθενώνω)
εξοφλώ (αποπληρώνω) [εξοφλήθηκε=αποπληρώθηκε]
εξυβρίζω (προσβάλλω, αγριολογώ) [εξυβρίζομαι=προσβάλλομαι]
εξυμνώ (εγκωμιάζω, επαινώ, εξαίρω) [εξυμνούμαι=εκθειάζομαι]
εξυπηρετώ (ωφελώ, βοηθώ) [εξυπηρετούμαι=βοηθιέμαι]
εξωθώ (παρακινώ)
επαγρυπνώ (παραμονεύω, εφημερίζω, παραφυλάγω)
επαινώ (εγκωμιάζω, εξυμνώ, επιβραβεύω) [συνεξυμνώ=συμμέλπω]
επακολουθώ (παρέπομαι, επισυμβαίνω)
επαναπαύομαι (εφησυχάζω)
επαναστατώ (ανταίρω, ανταρτεύω, επανίσταμαι, εγείρομαι) [ανταρσία=στάση]
επανορθώνω (αποζημιώνω) [επανορθώνομαι=ξαναστήνομαι]
επαφίεμαι (επαναπαύομαι)
επείγομαι (βιάζομαι, επισπεύδω, συνταχύνω, κατεγκονώ) [επείγει=πιέζει]
επεμβαίνω (μεσολαβώ)
επενδύεται (καλύπτεται, ντύνεται, σκεπάζεται)
επεσβολώ (κακομιλώ)
επευφημώ (επιδοκιμάζω, επικροτώ, μπιζάρω) [επευφημούμαι=επαινούμαι]
επηρεάζω (χειραγωγώ, ποδηγετώ, επιδρώ, επενεργώ) [επηρεάζομαι=εξαρτώμαι]
έπιασε (φύτρωσε, ρίζωσε)
επιβάλλω (αναγκάζω) [αντιμεταβάλλω=αντιστρέφω, παραμείβω, παραμεύω]
επιβαρύνω (επιφορτίζω) [επιβαρύνομαι=επιφορτίζομαι]
επιβεβαιώνω (επικυρώνω, επιμαρτυρώ) [επιβεβαιώνομαι=επαληθεύομαι, δικαιώνομαι]
επιβιώνω (επιζώ, μεταβιώνω) [εναπομένω=επιζώ, απομένω=υπολείπομαι]
επιβλέπομαι (επιτηρούμαι, οφθαλμοβολούμαι)
επιβραδύνω (χρονοτριβώ, εγχρονίζω) [επιβραδύνεται=τρενάρει]
επιδεικνύω (παρουσιάζω, φλεξάρω)
επιδεινώνω (επιβαρύνω, χειροτερεύω) [επιδεινώνομαι=χειροτερεύω]
επιδίδομαι (ενασχολούμαι) [ενημερεύω=ενδιατρίβω, ενασχολούμαι]
επιδίδω (εγχειρίζω, εγγυαλίζω, ενθεναρίζω) [αυτουργώ=αυτοχειρίζω]
επιδιορθώνω (επισκευάζω) [επιδιορθώνομαι=επισκευάζομαι]
επιδιώκω (προσπαθώ)
επιδοκιμάζω (εγκρίνω, επικυρώνω, επικροτώ, επιληκώ)
επιδρώ (επενεργώ) [αντενεργώ=αντιδρώ]
επιζητώ (επιδιώκω)
επιθεωρώ (ελέγχω, εποπτεύω, επωπάζω) [επιθεωρούμαι=εποπτεύομαι]
επιθυμώ (βούλομαι, θέλω, λαχταρώ, εφίεμαι, έλδομαι, καλχαίνω) [επιθυμείται=προσδοκάται]
επικάθημαι (επιστηρίζομαι ή επικολλώμαι)
επικαιροποιώ (ανανεώνω, φρεσκάρω) [π.χ. επικαιροποίησαν τις άδειες ιδιωτικών σχολείων] [επικαιροποιείται=φρεσκάρεται]
επικαλούμαι (ονοματίζω, αναφέρω) [επιλέγομαι=προτιμώμαι ή επονομάζομαι, επικαλούμαι] [ονοματοδοτώ, ονοματοθετώ=επονομάζω]
επίκειται (επέρχεται, επικρέμαται, επαπειλείται)
επικοινωνώ (συνδέομαι, σχετίζομαι, συμμετέχω) [συγκοινωνώ=ενώνομαι, συνάπτομαι]
επικολλώ (προσαρτώ)
επικουρώ (βοηθώ, υποστηρίζω, αβαντάρω)
επικρατώ (νικώ, υπερέχω, περιγίγνομαι, καταδαμαζω)
επικρίνω (κατηγορώ, απελέγχω, διαμασώμαι) [επικρίνομαι=επιπλήττομαι]
επικυρώνω (βεβαιώνω, πιστοποιώ, επισφραγίζω, καθυπογράφω) [επικυρώνομαι=επιβεβαιώνομαι, επισημοποιούμαι]
επιλανθάνομαι (λησμονώ, ξεχνώ, ξαστοχώ) [απολανθάνομαι=καταλήθομαι]
επιλύω (διευθετώ) [επιλύθηκε=τακτοποιήθηκε]
επιμελούμαι (φροντίζω, μεριμνώ, γνοιάζομαι, βαγιλίζω, αλεγύνω, αλεγίζω, όθομαι)
επιμένω (ισχυρίζομαι, υποστηρίζω)
επινοώ (μηχανεύομαι, τεχνάζομαι, σκαρφίζομαι, σκαρώνω, εμφαντάζομαι, στενολογώ, φαμπρικάρω, εκτεχνώμαι) [επινοούμαι=εφευρίσκομαι]
επιπλέω (επιπολάζω)
επιπλήττω (επιτιμώ, επιρραπίζω) [μυριοτιμώ=περιτίω, πολυτιμητίζω, κατακυδαίνω, περιτιμώ]
επισείω (επικραδαίνω) [επισείεται=επαπειλείται]
επισημαίνω (υπογραμμίζω)
επισημοποιώ (επικυρώνω)
επισιτίζω (ταΐζω, βρωματίζω, ψίζω) [επισιτίζομαι=προμηθεύομαι, τροφοδοτούμαι]
επισκήπτει (επέρχεται, καταφθάνει) [εισκωμάζω=ενσκήπτω]
επισκιάζει (μειώνει, εξαλείφει, εκμηδενίζει) [επισκιάζεται=υπερκαλύπτεται]
επισκοπώ (παρατηρώ) [εγκαθορώ=διοσκώ, ήτοι παρατηρώ μετά προσοχής] [επισκοπούμαι=εποπτεύομαι]
επισπεύδω (επιταχύνω, γρηγορεύω) [επισπεύδεται=επιταχύνεται]
επιστατώ (επιβλέπω, εφορώ, εφίσταμαι) [επιστατούμαι=επιβλέπομαι]
επιστρέφω (επανέρχομαι, υπονοστώ, γιαγέρνω, ανακομίζομαι) [επαναπατρίζομαι=απονοστώ, παλιννοστώ] [επιστρέφεται=επαναφέρεται]
επιστρώνω (επικαλύπτω, επενδύω) [πλακοστρώνω=αβακοστρώνω] [επιστρώνεται=επικαλύπτεται]
επισυμβαίνει (επακολουθεί)
επισυνάπτω (προσαρτώ, προσδένω,
συνυποβάλλω, καθυποβάλλω, προσυποτάσσω) [επισυνάπτεται=συνυποβάλλεται]
επιτάσσω (προστάζω, παρακελεύω) [επιτάχθηκε=δεσμεύθηκε]
επιτελώ (πραγματοποιώ, προσφέρω, εξανύω) [επιτελείται=πραγματοποιείται]
επιτρέπεται (έξεστι, εγχωρεί, συγχωρείται, παραχωρείται, εγγίγνεται)
επιτρέπω (ανέχομαι)
επιτροπεύω (κηδεμονεύω) [επιτροπεύομαι=κηδεμονεύομαι]
επιτυγχάνω (καταφέρνω, ευστοχώ, κατορθώνω) [επιτυγχάνεται=κατορθούται]
επιφέρω (προξενώ, προκαλώ, επισύρω, επάγω) [επάγεται=επιφέρει] [επιφέρεται=προκαλείται, προξενείται]
επιφιλοτιμούμαι (επιδαψιλεύω)
επιφορτίζω (επιβαρύνω, επιπροσθέτω)
επιφυλάσσομαι (συγκρατιέμαι, διστάζω)
επιχρυσώνω (μαλαματώνω, βαρακώνω) [επιχρυσώνομαι=μαλαματώνομαι]
επιχειρώ (προσπαθώ, επιχειρίζομαι) [επιχειρείται=πράττεται, διενεργείται]
επιχέω (ρίχνω, διασπείρω) [εγχέω=ενστάζω]
επιχορηγώ (χρηματοδοτώ) [φιλαργυρώ=φιλοχρημονώ, φιλοχρηματώ] [επιχορηγούμαι=χρηματοδοτούμαι]
έπομαι (ακολουθώ, συνοδεύω, δορυφορώ, παρέπομαι) [έπεται=συνάγεται]
εποπτεύω (επιβλέπω, επιστατώ, επιθεωρώ,
επιτηρώ, εφορεύω, παρακολουθώ, αμορβεύω)
επουλώνεται (τρέφει, θρέφει) [επουλώθηκε=κουκούδιασε, καρκάδιασε] [κουκουδιάζω=σπυριάζω] [εσχαρούμαι=επουλώνομαι]
επουλώνω (θεραπεύω)
εποφθαλμιώ (υποβλέπω, επιβουλεύομαι,
καταδολιεύομαι, κακοβουλεύομαι) [καταδολιεύω=ξεμαυλίζω]
επωμίζομαι (φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, ζαλικώνομαι)
εργάζομαι (δουλεύω) [λεπτουργώ=ψιλοδουλεύω, τορεύω]
εργαλειοποιώ (εναποχρώμαι) [=χρησιμοποιώ κάτι για ίδιον όφελος] [εργαλειοποιούμαι=χρησιμοποιούμαι]
ερεθίζω (εξάπτω, διεγείρω, ζοχαδιάζω, προκαλώ,
εμποιώ, αψώνω, αγγρίζω, εξαγριώνω, εκνευρίζω,
εξιτάρω, παροξύνω, νευριάζω, ξανάβω, τσατίζω,
αντροκαλώ)
ερείδομαι (στηρίζομαι, ακουμπώ, αγαντάρω, εδράζομαι, επακουμβίζω, απερείδομαι)
ερειπώνω (γκρεμίζω, χαλαβρώνω) [ερειπώνομαι=γκρεμίζομαι]
ερευνώ (εξετάζω, ελέγχω, αναδιφώ, ψάχνω, ματεύω,
ανιχνεύω, εξακριβώνω, αναζητώ, επιφυλλίζω) [ερευνώμαι=εξετάζομαι]
ερημώνω (λεηλατώ, ληστεύω, δηώνω) [ερημώνομαι=αβατούμαι]
ερίζω (φιλονικώ, καβγαδίζω, διχογνωμώ, διχονοώ, κολωώ)
ερματίζω (σαβουρώνω) [ερματίζεται=ισορροπεί]
ερμηνεύω (εξηγώ) [ερμηνεύομαι=διασαφηνίζομαι]
έρπω (σέρνομαι, γλιστρώ, ολισθαίνω, ερπύζω) [προσερπύζω=προσέρπω] [έρπομαι=σέρνομαι]
ερρέθη (ελέχθη, ειπώθηκε)
ερυθριώ (φοινίσσομαι) [απερυθριώ=ξεκοκκινίζω]
έρχομαι (φθάνω, αφικνούμαι, κουβαλιέμαι)
ερωτεύομαι (έραμαι, ερώμαι)
ερωτοχτυπιέμαι (καψουρεύομαι)
εσθίω (τρώγω, καταβροχθίζω, χλαπακιάζω, σαβουρώνω, ντερλικώνω, χλαπανάω, χλαπατώ, ερέπτομαι, κατέδω) [συνεσθίω=συναριστώ]
εστιάζω (επικεντρώνω, εντοπίζω, προσδιορίζω) [εστιάζεται=επικεντρώνεται]
εσωκλείεται (εμπεριέχεται)
ετοιμάζω (παρασκευάζω, καταρτίζω, χαζιρεύω, ευτυκάζομαι, καταρτύω, εντύνω, αρτίζω) [ετοιμάζομαι=παρασκευάζομαι, αρτέομαι]
ετυμηγορώ (αληθολογώ, αληθομυθώ, αψευδώ, απαληθεύω)
ετυμολογούμαι (παρωνυμούμαι)
ευγνωμονώ (ευχαριστώ) [ευχαρίζομαι=επευχαριστώ] [κοντεντάρω=ευχαριστώ]
ευδαιμονίζω (μακαρίζω, καλοτυχίζω, ολβίζω)
ευδαιμονώ (ευτυχώ, ευημερώ, ευπραγώ, ολβονομώ, αγαθοδαιμονώ, ευοχθώ, καλομοιρεύω, ευερμώ, ευποτμώ)
ευδοξώ (τιμώμαι, επαινούμαι, ευφημούμαι) [αδοξώ=αγνοούμαι, παραβλέπομαι]
ευηθίζομαι (ηλιθιάζω, ανοηταίνω, μωρίζω)
ευημερώ (ευδαιμονώ, ευτυχώ, ευπορώ, ευπραγώ, ευροώ, ευθηνώ)
ευθυγραμμίζεται (συνταυτίζεται, συμπίπτει)
ευθυμώ (ευπαθώ, ξεσκάω) [παιζογελώ=ευθυμούμαι] [ξεσεκλετίζομαι=ξεσκάω]
ευθυπορώ (ευθυδρομώ, ιθυδρομώ, ορθοβατώ, ιθυπορώ) [κυκλοπορώ=κοντογυρίζω]
ευκαιρώ (αδειάζω, ξελασκάρω, σχολάζω, ξαδειάζω, ευσχολώ)
ευκολύνω (ευχεραίνω)[ευκολύνομαι=δύναμαι, μπορώ]
ευλογώ (υμνώ, δοξολογώ) [αγαθολογώ=ευλογώ, ευλογιστώ] [ευλογούμαι=επαινούμαι]
ευνουχίζω (μουνουχίζω, στειρώνω, ορχοτομώ, θλαδιώ, στειροποιώ, απαιδοιώ)
ευνοώ (χαρίζομαι, χαριστώ, ευνοΐζομαι) [ευνοούμαι=καλοριζικεύω]
ευποιώ (ευεργετώ, καλοποιώ, αγαθοποιώ, αγαθοεργώ, αγαθοπραγώ) [αντευεργετώ=αντευποιώ]
ευπρεπίζω (καλλωπίζω, διακαλλύνω, αγάλλω) [ευπρεπίζομαι=καλλωπίζομαι]
ευρίσκω (ανακαλύπτω, επινοώ) [ανευρίσκω=ανακαλύπτω] [ευρίσκομαι=κείμαι]
ευρύνω (πλαταίνω, φαρδαίνω, επιδιιστώ) [ευρύνομαι=πλατύνομαι]
ευσπλαχνίζομαι (ελεώ, οικτίρω) [ελεαίρω=εποικτίζω, κατοικτείρω]
ευτακτώ (πειθαρχώ)
ευτραφώ (καλοταΐζομαι)
ευτροφώ (καλοτρώγω, καλοθρέφομαι, μοσχοτρώω, ευτραπεζεύομαι, φιλοτροφούμαι)
ευτυχώ (ευημερώ, ευδαιμονώ, καλοριζικεύω, καλοπραγώ)
ευφραίνομαι (χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ασμενίζομαι,
ικανοποιούμαι, τέρπομαι, ήδομαι, αγάλλομαι, ευληματώ,
ηδύνομαι, ευθυμώ, ευπαθώ, ευαρεστούμαι, θυμαρώ, γήθω,
επιχαίρω, ιλαρεύομαι, χαίρω, γήθομαι, εμφαιδρύνομαι,
κουντεντιάζω, αγαλλιάζω, γελοκοπώ, καλοψυχώ, καλονιώθω)
ευφραίνω (χαροποιώ, αλεγράρω, γλυκοκαρδίζω, ιλαροποιώ)
ευχαριστιέμαι (ευφραίνομαι, χαίρομαι, ηδύνομαι) [μυριοευχαριστούμαι=εξευφραίνομαι]
ευχαριστώ (ευγνωμονώ, ευαρεστώ, καθηδύνω)
ευχολογώ (εύχομαι, ευχετώμαι) [εξορκίζω=ενεύχομαι, εφορκίζω] [συγκατεύχομαι=συμπροσεύχομαι]
ευψυχώ (ανδρίζομαι, εγκαρτερώ) [ανανδρούμαι=ευνουχίζομαι] [μακροψυχώ=εγκαρτερώ]
ευωδιάζω (μοσχοβολώ, μοσχομυρίζω, μοσχοραίνω, ευοσμώ, πεντοβολώ) [αρωματίζω=ευωδιάζω] [ευωδιάζομαι=ευοσμώ]
ευωχούμαι (συντρώγω, συμποσιάζω, τρωγοπίνω, ομοσιτώ, συσσιτώ, συνδειπνώ, συνεσθίω, παραδαίνυμαι) [συμπίνω=συμποσιάζω] [κατευωχούμαι=ειλαπινάζω]
εφαπλώ (επιστρώνω) [εφάπλωμα=πάπλωμα]
εφάπτεται (ακουμπάει) [ακουμβίζω=απερείδομαι]
εφαρμόζω (ταιριάζω) [καλοταιριάζω=εφαρμόζω] [επαρτύω=απλικάρω] [εφαρμόζεται=συμπίπτει]
εφεδρεύω (παραμονεύω)
εφευρίσκω (επινοώ, διαμηχανώμαι) [εφευρίσκομαι=ανακαλύπτομαι]
εφημερεύω (επιβλέπω, επιτηρώ)
εφοδιάζω (προμηθεύω, τροφοδοτώ, εκπορίζω) [εφοδιάζομαι=προσπορίζομαι] [ευσκευώ=κατευπορώ, ήτοι εφοδιάζομαι επαρκώς]
εφορεύω (εποπτεύω)
εφορμώ (επιτίθεμαι, επέρχομαι, εισελαύνω, επελαύνω, θουρώ, κατασκήπτω, ιθύω, χυμάω, ορούω, επάττω, επιπέλομαι, κατεφάλλομαι) [εφορμώμαι=διεγείρομαι, παροξύνομαι]
εχθρεύομαι (αντιπαθώ, μισώ, κακεύω, δυσνοώ) [εχθρωδώ=επιδυσμενούμαι, δυσμεναίνω]
έχω (κατέχω, διακρατώ, παμωχώ, κατακρατώ, κατασχέθω) [έχομαι=συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι, πιάνομαι]
εωλίζω (παλαιώνω, αναχρονίζω) [εωλίζομαι=παλαιώνομαι]
Ζ
ζαβλακώνω (αποβλακώνω,ξεμωραίνω,ξεκουτιαίνω, ζαλαίνω, κακοφρονίζω) [ζαβλακώνομαι=αποβλακώνομαι]
ζαβολιάζω (ατακτώ)
ζαβώνω (στραβώνω)
ζακατάω (προσκλίνω, κάμπτομαι, λυγίζω, βαΐζω)
ζαλίζομαι (σκοτοδινιώ, βελιουργιάζομαι, ζανταλώνομαι) [ξεζαλίζομαι=ξεθολώνω]
ζαλίζω (στροφοδινώ, ζαλεύω) [στροφοδινούμαι=αμφιδινούμαι]
ζαλικώνω (φορτώνω, ζαλώνω) [βαρύθω=βαρυφορτώνω, βαριοφορτώνω] [ζαλικώνομαι=φορτώνομαι]
ζαλοκουνήθηκε (χάζεψε, κατσίρτσε)
ζαμουριάζω (καχεκτώ) [καχεκτεύομαι=κακοσταθώ, κακηπελώ]
ζαμπουνιάζω (αδυνατίζω, λιανεύω)
ζαντζιάζω (δυστροπώ, κατσιποδιάζω, τσινώ, αναποδιάζω, τζαναμπιτίζω)
ζαπώνω (αρπάζω, αποσπώ)
ζαριφίζω (κομψεύω) [κομψολογώ=καλλιλογώ, καλλιεπώ, καλλιρρημονώ, καλλιλεκτώ, καλλιεπούμαι]
ζαρώνω (παπουδιάζω, σουφρώνω, γριλιάζω,
πτυχούμαι, σταφιδιάζω, ρικνούμαι, ρυτιδώνομαι,
γατσιάζω, σαφρακιάζω, συμπτύσσομαι, ζαρουκλιάζω,
συμμαζεύομαι, ζαρωματιάζω)
ζαχαρώνω (ορέγομαι)
ζεματάω (καίω) [κατακαίω=εκπυρώ, καταφλέγω, καταιθαλώ]
ζεματίζω (καίω) [ζεματίστηκα=κάηκα]
ζεσταίνω (θερμαίνω, θάλπω, θέρω, αλεαίνω) [υπερθερμαίνω=παρακαίω, καταθέρω, παραθερμαίνω, παραζεσταίνω]
ζεστοκοπάω (λιβακώνομαι, ζεσταίνομαι, ανεμοκαίγομαι)
ζευγαριάζω (συνταιριάζω, συναρμόζω, αραρίσκω) [συνταιριάζομαι=αρμόζομαι]
ζευγαρώνω (συζεύγω, συντροφιάζω) [συζεύγνυμαι=ζευγαρώνομαι] [διαζευγνύω=ξεζευγαρώνω]
ζεύω (υποζυγώ, ζευγνύω) [συζυγώ=συστοιχώ, ήτοι ευρίσκομαι εις την αυτήν σειράν ή παράταξιν] [ξεζεύω=αποζευγνύω] [ζεύεται=συζεύγεται]
ζέχνω (όζω, βρομώ)
ζέω (βράζω, κοχλάζω, χοχλακώ) [καζανιάζω=λεβητίζω] [ζέεται=βράζει]
ζηλεύω (φθονώ, ζηλοτυπώ, συνερίζομαι, κασκαντώ)
ζηλώ (μιμούμαι) [πατρίζω=πατριάζω, πατρώζω]
ζημιώνω (βλάπτω, αδικώ, λωβώμαι, αδικεύω, σίνομαι, κατιάπτω) [ζημιώνομαι=βλάπτομαι]
ζητιανεύω (διακονεύω, επαιτώ, αγυρτεύω, ψωμοζητώ, χειραπλώνω, ζητεύω)
ζητώ (γυρεύω, αιτώ, μαστεύω, ματεύω) [εξευκρινώ=διαζητώ] [ζητείται=χρειάζεται]
ζητωκραυγάζω (επευφημώ, αποθεώνω, επιφημίζω) [ζητοκραυγάζεται=επευφημείται]
ζιζανεύει (διχάζει, ταραχοποιεί, σκανδαλοποιεί)
ζογκιάζομαι (εξοιδώ, πρήζομαι, αποιδώ) [ζόγκος ή ζιόγκος=εξόγκωμα, οίδημα]
ζορίζω (αναγκάζω, υποχρεώνω)
ζορλίζω (εξαναγκάζω) [ζόρλα = με το ζόρι]
ζουγλαίνω (πηρώ)
ζουζουνίζω (ζιζινίζω, βουΐζω)
ζουμάρω (εστιάζω ή αυξομειώνω)
ζουπώ (πιέζω, ζουλώ, καταβαρώ) [ζουπιέμαι=συνθλίβομαι]
ζουριάζω (μαραζώνω)
ζοχαδιάζω (εκνευρίζω, ερεθίζω) [ζοχαδιάζομαι=εκνευρίζομαι]
ζυγαριάζω (σταθμίζω)
ζυγιάζω (σταθμίζω)
ζυγοστατώ (σταθμίζω)
ζυγώνω (προσεγγίζω, πλησιάζω, σιμώνω, κοντοσώνω, πίλναμαι, χρίμπτομαι) [κρυφοζυγώνω=κρυφοπλησιάζω] [ζυγώνομαι=προσεγγίζομαι]
ζυμώνω (φυρώ, εκμάσσω, αναπιάνω, διαφυρώ, φορύσσω) [φύρω=αναμιγνύω, φορύνω, κατακιρνώ, ανακίρναμαι] [ζυμώνεται=σχηματοποιείται]
ζω (κατοικώ, μένω, οικετεύω, οικώ) [οικοτριβώ=εποικουρώ]
ζωγραφίζω (εικονογραφώ, ιχνογραφώ, σκιτσάρω, απεικονίζω, αποζωγραφώ) [ζωγραφίζομαι=εικονογραφούμαι, σχεδιάζομαι]
ζωγρώ (αιχμαλωτίζω, ζωντοπιάνω) [αλαφροπιάνω=αχαμνοπιάνω] [ζωγρούμαι=αιχμαλωτίζομαι]
ζωμοποιούμαι (σουπιάζω) [ζωμοποιώ=ζωμεύω]
ζώνεται (περικυκλώνεται)
ζωντανεύω (ζωηρεύω)
ζώνω (περιβάλλω, περικλείω, ζωννύω, ερχατώ)
ζωογονώ (ενδυναμώνω, ινάσσω)
ζωοποιώ (ζωοδοτώ, ζωώ)
ζωοτροφώ (κτηνοτροφώ, θρεμματοτροφώ, χιλεύω)
ζωπυρώ (φλέγω) [τα ζώπυρα της πίστης=οι φλόγες (η φλόγα) της πίστης]
Η
ηγεμονεύω (διοικώ, αρχηγετεύω) [ηγεμονεύομαι=κυβερνιέμαι]
ηγούμαι (προΐσταμαι)
ήδομαι (ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι)
ηδονίζομαι (ευχαριστιέμαι)
ηδυλογώ (καλολογώ, καλοκρένω)
ηδύνω (γλυκαίνω, ηδυποιώ) [καταμελιτώ=καταγλυκαίνω, καταγλυκάζω] [παραγλυκαίνω=παραζαχαρώνω]
ηδυφιλώ (γλυκοφιλώ, καλοφιλώ) [προσφιλώ=εναγκαλίζομαι]
ηθικοποιώ (εξευγενίζω) [ηθικοποιούμαι=εξευγενίζομαι]
ήκω (παρευρίσκομαι)
ηλεκτρίζω (διεγείρω) [ηλεκτρίζομαι=ερεθίζομαι]
ηλικιώνομαι (ωριμάζω, ανδρώνομαι)
ημεροποιώ (ημερώνω)
ημερώνω (δαμάζω, τιθασεύω) [δαμάζομαι=τιθασεύομαι, εξημερώνομαι]
ημπορώ (δύναμαι, δυνάζομαι) [αλκάζω=ανδραγαθώ]
ηνιοχεύω (διευθύνω)
ηνιοχώ (αμαξηλατώ, αρματηλατώ, αρματεύω, αρματοδρομώ) [αρματοπηγώ=αρματοποιώ]
ηξεύρω (γινώσκω, επίσταμαι)
ηπεροπεύω (ξεμαυλίζω)
ηρεμίζω (κατευνάζω, καταπραΰνω, καταλαγιάζω,
απαλύνω, σιγανεύω, αποφορτίζω, ηπιαίνω,
διαγαληνίζω, ηπιώ, κατακηλαίνω, αγαθύνω)
ηρεμώ (γαληνεύω, ησυχάζω, απαγαδιάζω,
μαλακώνω, καλμάρω, κουλάρω, νηνεμώ)
ηρωδιάζει (παρεκτρέπεται)
ησυχάζω (ηρεμώ, γαληνεύω, αγαλιάζω, ατρεμώ)
ηττώμαι (νικιέμαι, μειώνομαι, κατατροπώνομαι, καταβάλλομαι)
ηχογραφώ (μαγνητοφωνώ) [ηχογραφούμαι=μαγνητοφωνούμαι]
ηχολογώ (αντιλαλώ, ηχοβολώ)
ηχώ (βομβώ, σημαίνω, λαλάζω, μορμυρίζω, λάσκω)
Θ
θαλασσοδέρνομαι (δεινοπαθώ) [ανεμοδέρνομαι=αεροδέρνομαι, αεροχτυπιέμαι]
θαλασσοπορώ (ποντοπορώ, θαλασσοδρομώ) [αντίθετον: χερσοπορώ]
θαλασσομαχώ (θαλασσοπαλεύω)
θαλασσώνω (αποτυγχάνω, διαμαρτάνω, ατευκτώ, αμπλακίσκω)
θάλλω (ανθώ, ακμάζω, ευδοκιμώ)
θάλπω (ζεσταίνω, θερμαίνω, θαλύσσω, θαλύπτω) [θάλπομαι=ζεσταίνομαι]
θαμπώνομαι (εντυπωσιάζομαι)
θαμπώνω (θολώνω, αμυδρώ) [επισκοτίζω=θολώνω] [θαμβώνω=εκτυφλώνω]
θανατικώνω (μολεύω) [λοιμώττω=μολύνομαι]
θανατώνω (σκοτώνω, φονεύω, αποκτείνω, καίνω, καριώ, κατεναίρω) [θανατώνομαι=σκοτώνομαι, φονεύομαι]
θαραπαύκα (φχαριστήθηκα)
θαρρεύω (εμψυχώνομαι, ενθαρρύνομαι)
θαρρώ (νομίζω, δοκεύω)
θαυμάζω (καμαρώνω, μπεγεντίζω, παμφαλώ, άγαμαι) [θαυμάζεται=εκτιμάται]
θαυμαστώνω (εξυψώνω, μεγαλύνω, λαμπρύνω, περικοσμώ) [θαυμαστώνομαι=εξυψώνομαι]
θαυματουργώ (θαυματοποιώ, θαυμασιουργώ)
θέλγω (γοητεύω, σαγηνεύω, μαγεύω) [θέλγομαι=γοητεύομαι]
θέλω (βούλομαι, επιθυμώ)
θεμελιώνω (ιδρύω, κτίζω) [θεμελιώνομαι=ιδρύομαι]
θεοδρομώ (θρησκεύω) [θεηγορώ=θεολογώ] [θεηκολώ=ιερατεύω, κολώ=περιποιούμαι, βουκολώ=φροντίζω τις αγελάδες] [θρησκεύομαι=θεοδρομώ, ήτοι ζω κατά τας εντολάς του Θεού]
θεοληπτούμαι (θεοφορούμαι) [αθεΐζω=αθεώ, ήτοι είμαι άθεος]
θεοποιώ (αποθεώνω, απαθανατίζω) [αθανατίζω=αφθαρτίζω] [αθανατίζομαι=αφθαρτοποιούμαι] [θεοποιούμαι=αποθεώνομαι]
θεραπεύω (γιατρεύω, νοσηλεύω, γιατροπορεύω, ιαίνω, υγιάζω)
θεριακλώνω (περιπαθώ)
θεριεύω (υπεραυξάνω, γιγαντώνομαι, θεριακώνω) [μυριομεγαλύνω=εξοφέλλω]
θερίζει (εξολοθρεύει)
θερμαίνω (ζεσταίνω, θάλπω)
θερμοπαρακαλώ (ικετεύω) [λιτανεύω=λιταίνω]
θεσμοθετώ (νομοθετώ, θεσμοποιώ, νομοποιώ, νομοδοτώ)
θέτω (βάζω)
θεώμαι (βλέπω, παρατηρώ, καθορώ)
θηλάζω (βυζαίνω, μαστοδοτώ, σχαλίζω, τιτθεύω) [γαλακτοφορώ=γαλακτουργώ, ήτοι παράγω γάλα]
θηλύνω (εκθηλύνω) [αντίθετον: αρρενοποιώ]
θηλυτοκώ (θηλυγονώ) [αρρενοκυώ=αρρενοτοκώ, αρρενογονώ]
θηρεύω (κυνηγώ, κυνηγετώ) [ιξεύω=ιξοβολώ] [θηρεύομαι=αγρεύομαι]
θηρολετώ (θηροκτονώ, θηροφονώ)
θησαυρίζω (ταμιεύω, αποθηκεύω, εσοδεύω, θησαυροποιώ,
εναποθέτω, πλουτίζω, κεφαλαιώνω, οικονομώ, εισπράττω) [αμπαριάζω=αποθηκεύω] [αποθεματοποιώ=καβαντζώνω]
θητεύω (υπηρετώ, εργάζομαι)
θίγω (αγγίζω, καταπιάνομαι, επιλαμβάνομαι, άπτομαι)
θλίβομαι (αθυμώ, λυπούμαι, βαρυθυμώ, δυσθυμώ,
αγκουσεύομαι, άχθομαι, στενοχωρούμαι, βαρυαχθώ,
μελαγχολώ, χολοσκάζω, βαρυγνωμώ, νταλκαδιάζομαι,
κακοφορούμαι, περιαλγώ, κακοθυμώ, αλυσθαίνω, άχνυμαι)
θλίβω (λυπώ, στενοχωρώ, δυσαρεστώ, πικραίνω, αλγύνω, βαρυκαρδίζω, ακαχίζω)
θνήσκω (πεθαίνω, εκπνέω, αποβιώνω) [συναποθνήσκω=συνεκπνέω, συγκαταθνήσκω, συντελευτώ]
θολιάζω (θαμπίζω)
θορυβώ (βροντώ, κροτώ, βαβουρίζω, αρβαλώ, αραβώ, σφαραγίζω, οτοβώ, ραθαγώ,
θορυβοποιώ, γδουπώ, βροντοβολώ, σμαραγώ, τριζοβολώ, πλαταγίζω, κροταλίζω, πρατσιανάω, δουπώ, λακερύζω, κοναβίζω, ομοκλώ, ομαδώ) [θορυβούμαι=ταράζομαι]
θρασεύω (θρασομανώ, φουντώνω)
θρασυστομώ (αυθαδιάζω, λαβροστομώ, θρασυλογώ, λαβραγορώ, αγριομιλώ)
θραύω (σπάζω, κομματιάζω, τσακίζω, διασπώ,
διαρρηγνύω, θρύβω, θρυμματίζω, θρυψαλιάζω,
θρουβαλίζω, θρύπτω, κλω, σπάνω, διαθλώ,
θραυματίζω, κερματίζω, θρουψαλιάζω, θλω,
θρουλίζω, μιστυλλεύω, θρανύσσω, θλάττω) [θραύομαι=κομματιάζομαι, συντρίβομαι, διαρρήγνυμαι, θρυμματίζομαι, τεμαχίζομαι]
θρέφω (ταΐζω, σιτίζω)
θρηνώ (οδύρομαι, κλαίω, γοώ, κόπτομαι, δερνοκοπιέμαι, αναμυχθίζομαι, ιαλεμίζω, γουργιάζω) [σαλαΐζω=κωκύω, ήτοι θρηνώ ηχηρώς] [ανοδύρομαι=πικραναστενάζω]
θριαμβεύω (υπερισχύω, τροπαιοφορώ, μεγαλουργώ)
θριαμβολογώ (επαίρομαι, γαυρούμαι)
θροΐζω (υποθορυβώ, φουρφουρίζω)
θρονιάζομαι (στρογγυλοκάθομαι)
θρυμματίζω (κομματιάζω, λιανίζω, κερματίζω, μυττωτεύω)
θρύπτω (κατακερματίζω, συσποδώ)
θυλακίζω (τσεπώνω, σακουλιάζω, σακιάζω, τσουβαλιάζω, πουγκιάζω, τουρβαδιάζω)
θυλακώνω (τσεπώνω, εγκολπώνω)
θυμάμαι (μνήσκομαι) [ενστηθίζω=διαμιμνήσκομαι, αλασταίνω]
θυματοποιούμαι (τσαλαπατιέμαι)[=με μεταχειρίζονται χωρίς να υπολογίζουν τη βούλησή μου]
θυμιατίζω (λιβανίζω, θυμιώ, θυμιάζω, λιβανωτίζω) [θυμιατίζομαι=λιβανίζομαι]
θυμίζω (αναφέρω, μνημονεύω, επιψαύω)
θυμώνω (αγανακτώ, οργίζομαι, κακοσυνεύω, σκυδμαίνω,
αρπάζομαι, οξυθυμώ, οργαίνω, οξυχολώ, ακροχολώ)
θυσιάζομαι (δίνομαι, προσφέρομαι)
θύω (θυσιάζω) [θύομαι=θυσιάζομαι]
θωπεύω (χαϊδεύω, περιποιούμαι, κορίζομαι, κανακεύω, μαλαχατεύω, αικάλλω)
θωρακίζω (οχυρώνω, περιτειχίζω, ασφαλίζω) [τειχίζω=τειχοποιώ, τειχοδομώ] [θωρακίζομαι=οπλίζομαι]
θωρώ (βλέπω, παρατηρώ)
Ι
ιάλλω (σφλιτζουρίζω, ρυμβονώ, σφενδικίζω)
ιαματουργώ (ιαίνω)
ιαμβίζω (υβρίζω, πηλακίζω)
ιάπτω (τύπτω, τιτρώσκω, ουτάζω)
ιατρεύω (θεραπεύω, αλθαίνω) [ιατρεύομαι=νοσηλεύομαι]
ιαύω (καθεύδω, εύδω)
ιαχώ (φωνάζω)
ιβανώ (ιμώ) [ιβανατρίς=πηγαδόσχοινο]
ιβυκινίζω (ευάζω, βοώ)
ιβύω (κελωρύω, βοώ)
ιγδίζω (ολμοκοπώ)
ιδανικεύω (υπερυψώνω, εξιδανικεύω)
ιδεάζομαι (ψυλλιάζομαι)
ιδεάζω (προδιαθέτω)
ιδιάζω (ξεχωρίζω, διαφέρω)
ιδιοβουλεύω (αυτενεργώ, εκουσιάζομαι)
ιδιοβουλώ (ιδιογνωμώ, ιδιοπραγώ, αυτενεργώ, αυτογνωμονώ, ιδιοπραγμονώ)
ιδιοθανώ (ιδιοθανατώ)
ιδιοκρατώ (αυτοκυβερνιέμαι)
ιδιολογώ (αποφαίνομαι)
ιδιοποιούμαι (νοσφίζομαι, διαρπάζω)
ιδιοπαθώ (ευαισθητοποιούμαι)
ιδιοποιώ (νοσφίζομαι, αντιποιώ) [εξιδιοποιούμαι=ιδιοποιούμαι]
ιδιοτροπιάζω (παραξενιάζω, αλλοτριάζω)
ιδιοτροπώ (δυστροπώ) [κακοφέρνομαι=ναλετιάζω]
ιδιούμαι (οικειούμαι, εκνοσφίζομαι)
ιδιωτεύω (οικειοπραγώ, αυτοπραγώ) [=ασχολούμαι με τις δικές μου υποθέσεις] [αντίθετον: αλλοτριοπραγώ]
ιδνούμαι (κυρταίνω)
ιδού (κοίτα, δες, ίδε)
ιδροκοπώ (κατακοπιάζω, αποκάμνω) [μπετώνω=κατακόβομαι, αποκάμω, γκεστίζω, αποστέκω]
ιδρύω (κτίζω, θεμελιώνω)
ιδρώνω (ιδρωτοποιούμαι, ανιδίω ή κοπιάζω) [αντίθετον: ξεϊδρώνω]
ίεμαι (ποθώ, ιμείρω, ιμέρρω)
ιεραρχώ (ταξιθετώ, κλασάρω, ταξινομώ, διαβαθμίζω) [διαβαθμίζω=βαθμολογώ]
ιερεύω (ιεράζω) [= ασκώ το αξίωμα του ιερέως]
ιεροθυτώ (θυσιάζω, καθιερεύω)
ιεροκαυτώ (ιεροθυτώ)
ιερολογώ (ιεροπρακτώ, ευλογώ)
ιεροποιώ (αγιάζω, αγιστεύω, ιερίζω)
ιεροσυλώ (βεβηλώ, λαϊκώ)
ιερουργώ (τελετουργώ, ιεροπρακτώ, μυσταγωγώ, ιερατεύω, οσιουργώ, χοροστατώ)
ιεροφορώ (ρασοφορώ)
ιεροφωρώ (βεβηλώνω)
ιερώνω (καθοσιώνω)
ιζάνω (κατακαθίζω, καθιζάνω)
ιθαίνω (χαρίζομαι, ευφρονώ)
ιθύνω (κατευθύνω)
ιθύω (χουμίζω, θύνω)
ικανοδοτώ (διεγγυώ)
ικανοποιούμαι (ευχαριστιέμαι, ευαρεστούμαι, ευδοκώ, επαρέσκομαι, ασμενίζω)
ικανοποιώ (δικαιώνω, επανορθώνω)
ικάνω (φθάνω) [ικανώ=επαρκώ]
ικελώ (εξομοιώ)
ικετεύω (εκδυσωπώ, λίσσομαι)
ικμαίνω (νοτίζω, διαβρέχω)
ικμώ (τραυματίζω)
ικνούμαι (έρχομαι, ξεκαμπίζομαι)
ικριώ (ικριοποιώ)
ίκω (φθάνω)
ίλαμαι (εξευμενίζω)
ιλαρεύομαι (εμφαιδρύνομαι, νταλκαδιάζω)
ιλαρώνω (ευφραίνω, χαροποιώ, αλεγράρω, φαιδρύνω)
ιλάσκομαι (εξευμενίζω, εξιλεώνω, ιλεώμαι)
ιλατεύω (ελεώ)
ιλεούμαι (μειλίσσω)
ιλεωποιούμαι (εξευμενίζω, εξιλεώνω, κατευνάζω)
ιλιγγιώ (ζαλίζομαι, νταλώνομαι, αντραλίζομαι)
ίλλω (ειλυφάζω)
ιλυσπώμαι (καθέρπω)
ιλύω (καταλασπώνω) [ιλύς=λάσπη]
ιμαντώ (λωροπεδώ) [λώρος=λουρί, ταινία εκ δέρματος]
ιμάσσω (καμουτσικίζω, ιμάσκω, ψοφεύω)
ιματίζω (ενδύω, αμφιέζω, αμφιάζω) [ιματίζομαι=ντύνομαι, αμφιέννυμαι, εναμπέχομαι, αμπισχούμαι]
ιμείρομαι (κατεπιθυμώ, προσσπαίρω, ορμαίνω, λίπτομαι, λιλαίομαι)
ιμώ (αρύω, αρύτω) [ιμητός=ο δυνάμενος να αντληθεί, ιμάς=λουρί, ιμονιά=πηγαδόσχοινο] [ανιμώ=ανασύρω]
ινατώνω (θυμώνω)
ινδάλλομαι (ομοιάζω, οειδίζω) [ίνδαλμα=ομοίωμα, είδωλο] [ινδαλματίζω=μορφοποιώ]
ιντριγκάρω (τσιγκλώ) [ξεϊντριγάρομαι=εξαμηχανώ, ξανταίνω]
ινώ (κατακενώ)
ιοβολώ (τοξεύω)
ιουδαΐζω (εβραΐζω)
ιουλοφυώ (χνοώ, χνοάζω)
ιπνεύω (κλιβανίζω)
ιπούμαι (συνθλίβομαι, πατιέμαι)
ιππεύω (καβαλικεύω, κελητίζω)
ιππηλατώ (ηνιοχώ)
ιπποφορβώ (ιπποτρέφω, ιπποτροφώ, ιπποβοσκώ)
ίπταμαι (πετώ, φτερουγίζω, φλετουράω, φτερακώ, αητούμαι) [αναπτερυγίζω=αναφουφουλιάζω]
ίπτομαι (πιέζω, εξιπώ)
ιρίζω (ιριδίζω) [=εκπέμπω την σειράν χρωμάτων της ίριδος]
ισάρω (αναίρω)
ισηγορώ (ισολογώ)
ισιάζω (ευθύνω, ευθειάζω, ομαλύνω, ευθυγραμμίζω, σιάχνω)
ισιώνω (ομαλύνω, ισάζω, καθομαλίζω, ισώνω, εξισάζω)
ισκιώνω (κατασκιάζω)
ίσκω (κελεύθω ή εξομοιώνω)
ισογνωμώ (ομοφρονώ, ομογνωμώ, συνθυμώ, συμφρονώ, ταυτογνωμονώ)
ισοδρομώ (συμπορεύομαι)
ισοδυναμεί (ισούται, αντιστοιχεί, αναλογεί)
ισοζυγώ (ισοσταθμώ, ισοστατώ) [ισοβαρώ=ισοζυγώ] [ισοζυγίζω=αντανισώ]
ισοκρατώ (ισοσθενώ)
ισομετρούμαι (εξισώνομαι)
ισονοούμαι (ισομετρούμαι) [ισομερίζομαι=λαμβάνω ίσον μερίδιον]
ισοπεδώνω (γκρεμίζω, κατεδαφίζω, εξεδαφίζω) [ισοπεδώνομαι=ερειπώνομαι]
ισορροπώ (εξισώνω, ισοσταθμίζω, ισοζυγίζω) [αντιρρέπω=ισορροπώ, αντιρροπή=ισορροπία]
ισοσθενώ (ισοδυναμώ, ισοπαλώ)
ισοσκελίζω (εξισορροπώ) [ισοσκελίζεται=εξισορροπείται]
ισοτροπώ (ομοτροπώ) [αντίθετον: ετεροτροπώ]
ισοτυπώ (συγκατασχηματίζομαι, συνομοιούμαι, ομοιοσχημονώ)
ισοφαρίζω (εξισώνομαι)
ίσταμαι (στέκομαι, ορθώνομαι, ορθοστατώ) [περιίσταμαι=περικάθημαι, περίκειμαι]
ιστιοπλοώ (αρμενίζω, ιστιοδρομώ)
ιστοθετώ (αλμπουρίζω) [ιστός=άλμπουρο, κατάρτι]
ιστορίζω (αναπαριστώ) [παριστορώ=ψευδοϊστορώ, μυθεύω] [μυθεύματα=ψευδείς ιστορίες] [αναπαρίσταμαι=απεικονίζομαι]
ισχναίνω (φυραίνω, αδυνατίζω, χωνεύω, αχαμναίνω,
λιγνεύω, αποστεώνομαι, αποσκελετώνομαι, λιανεύω)
ισχάνω (αναχαιτίζω)
ισχνεύω (λεπτύνω, λεπτίζω) [εξισχνούμαι=απολεπτύνομαι]
ισχνομυθώ (λεπτολογώ, σχοινολογώ, ευρυλογώ, τερθρεύομαι, λεπτομυθώ, ισχνολογώ, ισχνοεπώ, διαγορεύω)
ισχνοφωνώ (σιγομιλάω, ψιθυρίζω, υπολαλώ, ψιλοφωνάζω)
ισχυρογνωμώ (πεισμώνω, μονογνωμώ)
ισχυροπαθώ (εναλγούμαι)
ισχυροποιώ (δυναμώνω, σφοδρύνω) [τσελικώνω=ισχυροποιώ, ισχυρώ] [ισχυροποιούμαι=ενδυναμώνομαι]
ισχύω (επικρατώ, επιβάλλομαι)
ισχυρίζομαι (υποστηρίζω, επιμένω, διατείνομαι) [διϊσχυρίζομαι=απομαρτύρομαι]
ίσχω (επικρατώ) [προΐσχω=προεξέχω]
ιταμεύομαι (αδιαντροπεύομαι, κατασχημονώ, ενασχημονώ, ενσατυρίζω, προπετεύομαι, ξετραχηλίζομαι)
ίτε (υπάγετε)
ιυγγοδρομώ (συνδράμω)
ιύζω (βοώ)
ιχανώ (λιξεύω, υπεριμείρομαι, υπερποθώ, ψυχοδέρνομαι, κατεπιθυμώ, μυριορέγομαι]
ιχθυβολώ (καμακώνω) [ιχθυοβολεύς=καμακευτής]
ιχθυώ (αλιεύω)
ιχνεύω (διερευνώ, φερμάρω) [σταλκάρω=διϊχνεύω]
ιχνηλατώ (ιχνολογώ, καταποδώ, στιβάζομαι, εφομαρτώ, στιβεύω) [εκρινίζω=ρινηλατώ]
ιχνογραφώ (σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ, σχεδιοποιώ)
ιχνομυθώ (ξεδιηγώ, διεξιστορώ, επεξηγούμαι, καθιστορώ)
ιχνοπατώ (ιχνοποδοπατώ) [=θέτω τον πόδα επί του ίχνους τινός]
ιχνοποιώ (αποτυπώνω)
ιχνοσκοπώ (ιχνώμαι)
ιχωρροώ (πυορροώ, διαπυώ) [εμπυάζω=πυοποιώ] [ομπυάζω=αποπυώ]
ιώμαι (γερεύω, ξαρρωσταίνω, γιατρεύομαι) [π.χ. το τραύμα ιάθη]
ιωτίζω (ιωτογραφώ)
Κ
καβαλικεύω (καβαλάω, ιππεύω, νωτοβατώ)
καβγαδίζω (ερίζω, φιλονικώ, πληκτίζομαι, συμπλέκομαι)
καβουρδίζω (φρύγω, ξεροψήνω) [εμφρύγομαι=ξεροψήνομαι, καυκαλιάζω] [φώγω=ξηροψήνω] [φρύγομαι=ξηραίνομαι]
καγχάζω (λοιδορώ, ειρωνεύομαι, καγχαλώ)
καθαιμάσσω (καταματώνω) [καθημαγμένος=καταματωμένος] [αιματοβάφω=αιματοκυλώ] [ματώνομαι=αιματοβάφομαι, αιματοκυλίζομαι]
καθαιρώ (καταργώ) [καθαιρούμαι=γκρεμίζομαι, ρίχνομαι]
καθάπτεται (αγγίζει)
καθαρίζω (σκουπίζω, παστρεύω, καθαίρω, καθαροποιώ, ξελιγδιάζω, κορώ) [καθαρίζομαι=εξαγνίζομαι]
καθηλώνω (ακινητοποιώ) [αποτελματώνω=ακινητοποιώ] [καθηλώνομαι=αδρανοποιούμαι]
κάθημαι (αδρανώ, ακινητοποιούμαι)
καθησυχάζω (ηρεμίζω, απογαληνίζω)
καθιερώνω (νομιμοποιώ, θεσπίζω)
καθίζω (κάθημαι, στρώνομαι) [επικαθίζω=θωκίζω]
καθιστώ (ορίζω, κάνω)
καθορίζω (προσδιορίζω, διασαφηνίζω) [στοχοθετώ=προκαθορίζω, σκοποθετώ, προσχεδιάζω] [καθορίζεται=ρυθμίζεται]
καθοσιώνω (καθαγιάζω, εξαγνίζω, περικαθαίρω, νίζω, χερνίπτομαι) [αγίζω=καθαγνίζω]
καθρεπτίζομαι (γυαλίζομαι, κατοπτρίζομαι, εσοπτρίζομαι)
καθυποκλέπτω (ξαγιάζω, παρατρυτανίζω)
καινοτομώ (νεοτερίζω, μοντερνίζω, νεοχμίζω, νεαλογώ, νεοπραγώ)
καινουργώ (ανανεώνω, καινίζω, καινοποιώ, καινοτοκώ, καινοπραγώ) [αναβαπτίζω=καινουργιώνω]
καϊπώνω (κρύπτω, χωνιάζω) [εγκατακρύπτω=κεύθω] [επικεύθω=κουρφεύω, επικρύπτομαι]
καιροσκοπώ (καιροτηρώ)
καιροφυλακτώ (καραδοκώ, παραμονεύω)
καίω (πυρπολώ, καυτηριάζω, αίθω, εμπυρίζω, δαίω, εμπρήθω) [κουφοκαίω=σιγοκαίω, κρυφοκαίω, διαθερμαίνω, διασμύχω] [καίομαι=αίθομαι, αναφλέγομαι, πίμπραμαι, πυρπολούμαι]
κακαρίζω (φλυαρώ, φλυαροκοπώ, πολυλαλώ, σαλίζω, σχελυνάζω, τζαντζαρίζω)
κακαρώνω (αποθνήσκω, απεκβιώ) [κατοίχεται=τέθνηκε]
κακίζω (επιπλήττω) [κακίζομαι=κακύνομαι]
κακοβάνω (κακομελετώ, κακογνώθω, κακαφορούμαι)
κακοδαιμονώ (δυστυχώ, κακοτυχώ, κακομοιριάζω, βαρυδαιμονώ, οτλέω,
κακοριζικεύω, κακοπαθώ, κακοπέφτω, δυσποτμώ, ακληρώ, μοροπονώ)
κακοηθώ (κακοτροπεύομαι, αγενίζω, αυθαδίζομαι, λοξοεργώ, ασχημοφέρνομαι, αγριοφέρνω)
κακοθωρώ (κακοκοιτάζω)
κακοκαρδίζω (στενοχωρώ, κακοφανίζω) [κακοκαρδίζομαι=στενοχωρούμαι]
κακοκοιμούμαι (δυσκοιτώ, δυσυπνώ)
κακοκρίνω (λαθεύω, παραγιγνώσκω, παρακρίνω)
κακολογώ (διαβάλλω, κακοστομώ, θάβω, ενίπτω,
αβανεύω, κακογλωσσεύω, αδικοκραίνω, μπενάβω,
κουσκουσουρεύω, αβανιάζω, κακορρημονώ,
δυστομώ, κακοκρένω, στοβάζω, κακορροθώ)
κακομαθαίνω (κακοσυνηθίζω)
κακοπαθαίνω (ταλανίζομαι, εκλωβώμαι)
κακοπερνώ (κακοζωίζω, ψευτοζώ, ψευτοπερνώ,
φυτοζωώ, καψοζώ, φτωχοδέρνω, κακοπορεύω, αδικοπερνώ)
κακοποιώ (κακομεταχειρίζομαι, ατέμβω) [κακοποιούμαι=κακουχούμαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, πλημμελούμαι, κατατρύχομαι, επιτείρομαι]
κακοσμώ (ζέχνω)
κακοτυχίζω (ελεεινολογώ, κακοδαιμονίζω)
κακουχώ (ταλαιπωρώ, εντρυχώ, κριτηριάζω)
κακοφαίνεται (απαρέσκει, βαριοφαίνεται, αποδοκεί)
κακοφορμίζω (μολύνομαι)
κακοφρονώ (κακοθέλω, επιβουλεύω, κακολογιάζω, κακονοώ, κακογνωμώ) [αντεπιβουλεύω=αντιμηχανώμαι]
κακοχρονίζω (υβρίζω, διαολίζω, δεννάζω)
καλαθιάζω (κοφινιάζω)
καλιμπράρω (ευαρμονίζω, καλορυθμίζω) [π.χ. καλιμπράρω τα χρώματα της οθόνης]
καλλιεργώ (προάγω, αναπτύσσω) [καλλιεργούμαι=αναπτύσσομαι]
καλλιστεύω (ευμορφαίνω, καλλιώ)
καλλωπίζω (στολίζω, ομορφαίνω, ευπρεπίζω, λουσάρω, γλαφυρίζω) [αποκαλλωπίζω=ξεστολίζω, απαγλαΐζω]
καλμάρω (ηρεμώ)
καλογρικώ (καλακούω, κατακούω)
καλοεξετάζω (καλοσκοπώ, ορθοσκοπώ, περισκέπτομαι)
καλοζώ (καλοπερνώ, καλοπορεύω, ευζωώ) [ακακοπαθώ=καλοπερνώ, καλοπαθούμαι]
καλοζωίζω (καλοπερνώ, ευημερώ, τρυφώ, ηδυπαθώ)
καλοθανατίζω (απευθανατίζω) [αντίθετον: κακοθανατίζω]
καλοθέλω (ευδοκώ)
καλοθρέφω (καλοταΐζω, μοσχαναθρέφω)
καλοθωρώ (καλοτηρώ, οξυδερκώ, οξυβλεπτώ, οξυωπώ, οξυδορκώ)
καλοκαιρίζει (ευδιάζει, ξανοίγει, ξεσυννεφιάζει, ξεκόβει, διαιθριάζει) [εαρίζει=ανθίζει]
καλοκαρδίζω (ευφραίνω, χαροποιώ, ιλαρύνω, κατευχαριστώ) [καλοκαρδίζομαι=ευφραίνομαι]
καλοκοιτάζω (καλοβλέπω)
καλοκρίνω (διορθεύω) [=ορθώς κρίνω]
καλοξέρω (καλογνωρίζω, εξεπίσταμαι, καταγνωρίζω)
καλοπιάνω (κολακεύω, γλειφοβολώ, συργουλίζω, μαλαγανεύω, γαλιφεύω)
καλοπληρώνομαι (αδροπληρώνομαι)
καλοριζικεύω (ευμοιρώ, ευτυχαίνω, ευτυχοτυχώ, ευκληρώ, ευμοιρατώ, ευλογχώ)
καλοσκαμνίζω (καλοδέχομαι, ροσιλαρεύομαι, καλοϋποδέχομαι)
καλοσκέπτομαι (καλομελετώ, καλοσυλλογίζομαι, καλοστοχάζομαι, καλολογιάζω, περινοώ)
καλοστρατίζω (καλοδρομίζω)
καλοτερίζομαι (τακτοποιούμαι, βολεύομαι, διευθετούμαι, συγυρίζομαι)
καλοτυχίζω (μακαρίζω, ευτυχίζω, επολβίζω)
καλουπιάζω (τυποποιώ)
καλουπώνω (φορμάρω, προτυπώνω, τυπάζω) [ξεφορμάρω=ξεκαλουπώνω]
καλοφαίνεται (αρέσκει) [δοκεί=δοάζει, δέαται, φαίνεται]
καλοχωνεύω (ευπεπτώ) [κακοχωνεύω=κακοστομαχιάζω]
καλπάζω (τριποδίζω, εξιππάζομαι)
καλύπτω (σκεπάζω, υποκρύπτω) [καλύπτομαι=σκεπάζομαι]
καλυτερεύω (βελτιώνω) [ξεκακίζω=καλυτερεύω]
καλώ (φωνάζω, προσκαλώ, προσβοώμαι, ηπύω, βωστρώ)
καμαρώνω (κομπάζω, επαίρομαι, κορδώνομαι, λαμπρίζομαι, συγχαυνούμαι,
ναρκισσεύομαι, υπερηφανεύομαι, περιαυτολογώ, καπαρτίζομαι,
καυχησιολογώ, αλαζονεύομαι, κομπορρημονώ, πλατύζομαι, θρασύνω,
υψηλοφρονώ, γαυριώ, καυχώμαι, κλασαυχενίζομαι, υπερεντρυφώ,
μεγαλοφρονώ, μεγαλαυχώ, αυτοεπαινούμαι, βαυκίζομαι, φιλοκομπώ,
κοκορεύομαι, υπερορώ, αρχοντοπιάνομαι, ρέμπομαι, κατακομπολακυθώ,
σεμνύνομαι, στομφάζω, λαμπρύνομαι, λαβρεύομαι, πυργούμαι, πλεθρίζω,
μεγαλύνομαι, υπερφρονώ, περπερεύομαι, υψαυχενώ, ογκύλλομαι,
παινεύομαι, ξιπάζομαι, μεγαλορρημονώ, υπεραυχώ, αγερωχεύομαι,
μεγαληγορώ, μεγαλολογώ, ψηλοπατώ, τυφούμαι, περιαυθαδίζομαι,
ψηλαρμενίζω, κοτσώνομαι, εγκαλλωπίζομαι, τραχηλιώ, φιλοπλατύνομαι,
υπεροφρυούμαι, εμφυσιώνομαι, θρύπτομαι, σεμνοκομπώ, ακριβάζω,
μεγαλεύομαι, παραπαίρνομαι, λαπίζω, κατοίομαι, κορωνιώ, επαυχώ,
προπετεύομαι, περιαυτίζομαι, υψηλολογώ, φαρφαρίζω, υπερφυσούμαι,
ρέμπομαι, στομφολογώ, κομπολογώ, βρενθύομαι, ριψαυχενώ, καταμεγαλοφρονώ,
επαγλαΐζομαι, διακομπώ, αβρύνομαι, υψηγορώ, θεμερύνομαι, πλατυγίζω,
ψηλοκρατιέμαι, ενασμενίζομαι, υπεραίρομαι, κυδιώ, κορυπτιώ,
περηφανολογώ, διαυχενίζομαι, φυσιούμαι, μεγαλίζομαι, διασοβούμαι, εξεπεύχομαι,
σαλακωνεύομαι, κομπολακώ, κομποποιώ, εξεύχομαι, μετεωροφρονώ, κερουτιώ, κομπώ)
καμουτσικίζω (μαστιγώνω)
καμπανιάζω (τιμωρώ, προστιμάρω, θωαίω)
κάμπτομαι (κυρτούμαι, λυγίζω, γαμψούμαι,
καμπυλώνομαι, βλαισούμαι, δοχμούμαι)
κάμπτω (λυγίζω, καμπυλιάζω, αγκύλλω, στραβογυρίζω)
καμώνομαι (προσποιούμαι, επιμορφίζω) [φαρισαΐζω=υποκρίνομαι, φαρισαϊσμός=υποκρισία]
κανιβαλίζω (καταξεσχίζω, κατασπαράζω, καταγνάφω, λαφύσσω, σκύλλω, κατασπαράσσω, κατασκαριφώ) [κανιβαλίζομαι=κατασπαράσσομαι]
κανονίζω (ρυθμίζω, τακτοποιώ, διέπω, συντονίζω) [κανονίζομαι=διευθετούμαι]
κανταριάζω (συζυγοστατώ)
κάνω (φτιάχνω, κατασκευάζω, τεχνεύω, κατασταίνω)
καπακώνω (αποκρύπτω) [κουπώνω=καπακώνω] [καπακώνομαι=καλύπτομαι]
καπαρώνω (προαγοράζω, αγκαζάρω, προσυμφωνώ) [καπαρώθηκε=προσυμφωνήθηκε]
καπελώνω (χειραγωγώ, πατρονάρω, παρευθύνω) [καπελώνομαι=πατρονάρομαι]
καπηλεύομαι (επωφελούμαι)
καπνίσει (αρέσει) [π.χ. κάνει ό,τι του καπνίσει]
καπριτσώθηκε (πεισμάτωσε)
καραδοκώ (καιροφυλακτώ, παραφυλάω)
καρατομώ (αποκεφαλίζω, αυχενίζω, λαιμοτομώ, κουτσοκεφαλίζω, κοψολαιμιάζω,
τραχηλοκοπώ, απαυχενίζω, κοψοκεφαλιάζω, δειροτομώ, κεφαλοτομώ, αποκρανίζω, απολαιμίζω, κεφαλίζω, κομμοκεφαλιάζω, αποδειροτομώ) [καρατομούμαι=αποκεφαλίζομαι]
καραφλιάζω (φαλακραίνω, ψεδνούμαι) [φαλακρώ=ψιλοκορρώ]
καράφλιασα (εξεπλάγην)
καρδαμώνω (ενδυναμώνομαι, αναρρώνω, τονώνομαι)
καρδιοχτυπώ (αγωνιώ)
καρκινοβατώ (βραδυπορώ, καθυστερώ) [ακροβατώ=ακροβαμονώ, ακροβηματίζω]
καρπίζω (καρποφορώ, οπωροφορώ, καρπογονώ, καρποτοκώ, καρποδοτώ, καρποφυώ, καρπεύω, γείνομαι) [φλύω=πολυκαρπίζω] [τελειοκαρπώ=τελεσικαρπώ]
καρπώνομαι (απολαμβάνω, επωφελούμαι)
καρτερώ (υπομένω, ανέχομαι, μακροθυμώ,
ανεξικακώ, αμνησικακώ, αντέχω, ανατλώ)
καρφιτσώνω (συμπερονώ, αποπερονώ)
καρφώνω (προδίδω, καταδίνω) [καρφώνομαι=καθηλούμαι, εμπερονώμαι, μπήγομαι, σκίμπτομαι]
κασκαντώ (ζηλεύω)
κασσιτερώνω (γανώνω, καλαΐζω, καλαϊτζίζω)
καταβάλλομαι (εξαντλούμαι, τενιάζω, ρέβω, ρεύω, αποτελειώνομαι) [ρεύομαι=ερυγμαίνω, ερυγγάνω] [ξεπλατίζομαι=καταβάλλομαι, κατακουράζομαι]
καταβάλλω (νικώ) [αντεμβάλλω=αντικαθιστώ]
καταβοώ (γιουχαΐζω)
καταγγέλλω (μαρτυρώ, μηνύω) [μαρτυρώ=βασανίζομαι]
κατάγομαι (βαστώ, γονοκρατιέμαι, ορμώμαι) [ευστατώ=καλοβαστιέμαι, καλοκρατιέμαι]
κατάγω (κατεβάζω, καταβιβάζω)
καταδεικνύω (επιδηλώ, φανερώνω, υπεκφαίνω) [καταδεικνύομαι=φανερώνομαι]
καταδέχομαι (συγκαταβαίνω, ντενιάρομαι)
καταδίδω (προδίδω, υπαγγέλλω)
καταδικάζω (καταγιγνώσκω)
καταδιώκω (κατατρέχω) [καταδιώκομαι=κυνηγούμαι]
καταδρομώ (προσβάλλω) [π.χ. οι παλιές το σώμα σου καταδρομούν πληγές (Γρυπάρης)]
καταδύω (βουτώ, δύπτω) [αλιδύω=κατακολυμβώ, καταδύομαι] [νήχω=κολυμβώ] [απονήχομαι=αποκολυμβώ]
καταζητώ (καταδιώκω, καταμαστεύω, κατοπάζω) [καταζητούμαι=καταδιώκομαι]
καταθέτω (αποθέτω, παρακαταβαλλω)
καταθορυβώ (αναστατώνω, ενθορυβώ, καταταράζω) [πλαταγώ=πλατάσσω]
καταιγίζομαι (καταβρέχομαι)
καταιονώ (καταβρέχω, μουσκεύω, καθυγραίνω, καταδεύω)
κατάκειμαι (ασθενώ)
κατακεραυνώνω (κεραυνοβολώ) [κεραυνοβολούμαι=κεραυνοβάλλομαι] [κατακεραυνώνομαι=επιπλήττομαι]
κατακερματίζω (κατακομματιάζω, διαδάπτω, κατασμώχομαι) [κατακερματίζομαι=κατακομματιάζομαι]
κατακλέβω (απολωπίζω, λωποδυτώ)
κατακλίνομαι (ξαπλώνω, τεντώνομαι, ξαπλαρώνω, τουμπιάζομαι,
οριζοντιώνομαι, ταβλιάζομαι, ταμπλαρώνομαι, ανακλίνομαι)
κατακλύζω (πλημμυρίζω, ξεχειλίζω) [κλύζω=πλημμυρίζω]
κατακοσμούμαι (λαμπρύνομαι) [ενδοξάζομαι=απολαμπρύνομαι]
κατακουρελιάζω (πατσαβουριάζω)
κατακρεουργώ (κατασφάζω, κιμαδιάζω, κεραΐζω) [κατακρεουργούμαι=κατασφάζομαι]
κατακρίνω (αιτιώμαι, κατηγορώ, επιτιμώ, επιπλήττω, αγριοπαίρνω,
στηλιτεύω, στιγματίζω, κακίζω, καταλαλώ, ψέγω,
κατσαδιάζω, αποπαίρνω, μαλώνω, λαβίζω, ονοτάζω, μωμοσκοπώ) [κατακρίνομαι= ψέγομαι, μωμοσκοπούμαι, κατηγορούμαι. καταδικάζομαι, καταιτιώμαι]
κατακτώ (κυριεύω, καταλαμβάνω) [ανακαταλαμβάνω=ξαναποκτάω, ανακτώ] [κατακτώμαι=χωροβατούμαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι]
κατακυρώνω (επιδικάζω) [κατακυρώνομαι=επιδικάζομαι]
καταλαβαίνω (εννοώ, αντιλαμβάνομαι) [αλληλοκαταλαβαινόμαστε=συνεννοούμαστε]
καταλέγω (συγκαταριθμώ) [προσεπιλέγω=προσλέγω, ποτιλέγω] [κατηγοριοποιώ=ομαδοποιώ] [γκρουπάρω=συγκροτώ, κατατάσσω, διαστοιχίζομαι]
καταλογίζω (καταμαρτυρώ, μέμφομαι) [καταλογίζομαι=καταριθμούμαι]
καταλυπώ (καρδιομαραίνω, καταπικραίνω, καταθλίβω, καταστενοχωρώ)
καταμαρτυρώ (καταγγέλλω)
καταμερίζω (κομματιάζω, μελίζω, κορμάζω) [καταμερίζομαι=κατανέμομαι] [μεριτεύομαι=μοιράζομαι, διανέμομαι]
καταναγκάζω (υποχρεώνω) [καταναγκάζομαι=υποχρεώνομαι]
καταναλώνω (ξοδεύω) [καταναλώνομαι=εξαντλούμαι, σώνομαι, δαπανώμαι, σπαταλιέμαι, υπολικμώμαι]
κατανέμω (διαμοιράζω, διατεκμαίρομαι)
κατανεύω (συγκατατίθεμαι, θελοποιούμαι)
κατανοώ (καταλαβαίνω) [ακαταληπτώ=αδηλώ, δυσαισθητώ, αδιαληπτεύω, ήτοι αδυνατώ να αντιληφθώ κάτι]
καταντώ (ξεπέφτω, καταπίπτω, καταρρέω, απολωβώμαι,
αποβαίνω, καταλήγω, απογίνομαι, κατολισθαίνω,
περιέρχομαι, εξαθλιώνομαι, περιάγομαι, περιπίπτω)
κατανύσσομαι (κατασυγκινούμαι) [κατανύσσω=κατασυγκινώ]
καταξιώνομαι (αναγνωρίζομαι, δικαιώνομαι)
καταπιέζω (τυραννώ, καταδυναστεύω, βασανίζω, ταλαιπωρώ) [καταπιέζομαι=καταδυναστεύομαι]
καταπίνω (καταβροχθίζω, χάφτω, λάπτομαι) [βροχθίζω=καταπίνω, εγκοληβάζω]
καταπλακώνω (καταθλίβω, καταπιέζω, κατασκεπάζω) [καταπλακώνομαι=κατασκεπάζομαι, κατακαλύπτομαι]
καταπλέω (προσορμίζομαι, αριβάρω)
καταπλήσσω (εντυπωσιάζω) [καταπλήσσομαι=εντυπωσιάζομαι, ξαφνιάζομαι]
καταπολαύω (καταφχαριστιέμαι)
καταπολεμώ (κατατροπώνω)
καταπονώ (ταλαιπωρώ, κατατρύχω, εξαντλώ,
καταβάλλω, κουράζω, παιδεύω, ταλανίζω, σκεντζεύω)
καταργώ (ακυρώνω, καταλύω, αχρηστεύω, καθαιρώ) [καταργούμαι=παύομαι]
καταριέμαι (αναθεματίζω, βλασφημώ, θεορίχνω)
καταριθμώ (καταγράφω, συγκαταλέγω, αναγράφω)
καταρρέω (πίπτω, εκπίπτω) [παρέπεσε=χάθηκε] [μπλασταρώνομαι=σαβουριαζομαι, πέφτω]
καταρρίπτω (γκρεμίζω) [καταρρίπτομαι=γκρεμίζομαι]
καταρτίζω (εκπαιδεύω, επιμορφώνω, κατατοπίζω) [καταρτίζομαι=επιμορφώνομαι]
κατασιγάζω (ηρεμίζω)
κατασκευάζω (φτιάχνω, τεκταίνω, τεκτονεύω)
κατασκοπεύω (ατενίζω, διοπτεύω) [κατασκοπεύομαι=παρατηρούμαι]
κατασπιλώνω (ατιμάζω) [κατασπιλώνομαι=ατιμάζομαι]
κατασταλάζω (καταλήγω) [μυδώ=σταλάζω, απολιβάζω] [σιγοσταλάζω=αργοσταλάζω]
καταστέλλω (καταπνίγω) [καταστέλλομαι=κατευνάζομαι]
καταστρέφω (λυμαίνομαι, λεηλατώ, καταλώ, καταθράττω) [καταστρέφομαι= εκφθείρομαι, συντρίβομαι, απόλλυμαι, περιφθινύθω, εξολοθρεύομαι]
καταστρώνω (καταρτίζω)
κατάσχω (αποσπώ, δημεύω)
κατατάσσω (ταξινομώ, κατηγοροποιώ) [συγκατατάσσω=συγκαταλέγω] [κατατάσσομαι=συγκαταλέγομαι]
κατατείνω (κατευθύνομαι, προσανατολίζομαι, επιρρέπω)
κατατεμαχίζω (κατακομματιάζω, κατατέμνω, αρβελίζω) [κατατεμαχίζομαι=κατακομματιάζομαι]
κατατοπίζω (ενημερώνω) [κατατοπίζομαι=ενημερώνομαι]
κατατρέχω (καταδιώκω) [κατατρέχομαι=ταλαιπωρούμαι]
καταφέρνω (κατορθώνω) [συνεφέρνω=τονώνω, αναστηλώνω]
καταφέρομαι (εναντιώνομαι, αντοφθαλμώ, αντιφέρομαι)
καταφεύγω (προστρέχω)
καταφοιτώ (κατέρχομαι)
καταφρονώ (αψηφώ, καταλογώ, κατασοβαρεύομαι) [παρεξουθενώ=αποσκυβαλίζω, μυριοκαταφρονώ] [καταφρονούμαι=παραμελούμαι]
καταχνιάζω (ανταριάζω, ομιχλαίνω)
καταχρώμαι (κακομεταχειρίζομαι, καταχρώ)
καταχωρίζω (καταγράφω)
καταψηφίζομαι (μαυρίζομαι) [ψηφίζομαι=επιδοκιμάζομαι]
καταψηφίζω (μπαλοτάρω, καταψηφοφορώ) [ξαναψηφίζω=αναψηφοφορώ]
καταψύχω (παγώνω) [κρυσταλλούμαι=ψύχομαι, παγώνω, παχνούμαι, κρουσταλλιάζω, χειμιώ]
κατεβάζω (μειώνω)
κατεβαίνω (κατηφορίζω, κατωφορούμαι) [αργοκατεβαίνω=σιγοκατεβαίνω] [ανηφορίζω=ανεβαίνω, ανέρχομαι]
κατεδαφίζω (γκρεμίζω) [εδαφίζεται=αεροπροσγειώνεται, π.χ. ως κόνις εδαφίζεται] [κατεδαφίζομαι=γκρεμίζομαι]
κατευθύνω (καθοδηγώ) [συνευοδιάζω=προσανατολίζω]
κατευνάζω (καθησυχάζω)
κατευοδώνω (ξεπροβοδίζω, ξεβγατίζω) [ευοδώνεται=τελεσφορεί]
κατηγορώ (κατακρίνω, μέμφομαι, δυσφημώ, αντικοτώ, μυμαρίζω,
κακολογώ, διαβάλλω, ενοχοποιώ, κουσελεύω, ξομπλιάζω, μωμώμαι,
διασύρω, ξεφωνίζω, ψεγαδιάζω, καταφέρομαι, επαιτιώμαι)
κατηχούμαι (μυσταγωγούμαι)
κατιάζω (εμφωλεύω, κουρνιάζω, κοιτάζομαι, επαυλίζομαι, ευνάζομαι)
κατολισθαίνω (κατρακυλώ, κατωδρομώ)
κατοπτεύω (παρατηρώ, καταθεώμαι, σκοπιάζω) [κατοπτεύομαι=διακρίνομαι]
κατορθώνω (καταφέρνω, ευστοχώ, επιτυγχάνω)
κατοχυρώνομαι (διασφαλίζομαι, σιγουρεύομαι)
κατοχυρώνω (διασφαλίζω)
κατρακυλώ (κρημνίζομαι, κουτρουβαλώ, κουρδοκυλώ, κουλουμουντρίζω) [σιγοκυλώ=αργοκυλώ]
κατραμίζω (πισσώνω, κωνώ)
κατράω (ουρώ) [εξουρώ=κατουρώ, ομιχώ]
καυσαλίζω (φρυγανίζω, καβουρδίζω)
καυτηριάζω (κατακρίνω)
καυχώμαι (κομπάζω, κομπορρημονώ)
καψώνω (λιβακώνομαι, καματώνομαι, ζεστοκοπιέμαι)
κείμαι (βρίσκομαι, κείτομαι) [εναπόκειται=επαφίεται] [έγκειται=ενυπάρχει]
κείτομαι (ξαπλώνω, κοιμάμαι, δαύω, κνώσσω) [συγκοιμώμαι=παρευνάζομαι, ομευνετώ]
κεκράξονται (βοήσονται)
κελεύω (παρακινώ, παροτρύνω, κέλομαι) [παρακελεύομαι=παρακατατίθεμαι] [διακελεύομαι=εξεπαίρω] [κελεύομαι=διατάσσομαι]
κεντρίζω (παροτρύνω) [κεντρίζομαι=νυγματίζομαι] [κεντρίζομαι= παροτρύνομαι]
κέντρωσε (βάρεσε, φύτρωσε)
κεντώ (τσιμπώ, οιστροβολώ, νύσσω)
κενώνω (αδειάζω, απαντλώ, λαπάσσω) [κενώνομαι=ερημώνομαι]
κερατώνω (απιστώ)
κεραυνώνω (κεραυνοβολώ)
κερδίζω (πορίζομαι, αποκτώ, καρπούμαι, καζαντίζω,
νέμομαι, εκμεταλλεύομαι, ωφελούμαι, απολαμβάνω,
αποκερδαίνω, διαφορεύω, αρμέγω, αλφάνω) [κερδίζω=υπερισχύω] [κερδίζεται=κατορθώνεται, κατακτάται]
κεροτυπώ (κουτρίζω, κουτουλίζω, κερατίζω, κυρίττω, κορύπτω, κεράσσω, σκυρίπτω, μπουρώ) [κερατοφορώ=κερασφορώ]
κερώνω (χλομιάζω, κιτρινίζω)
κεφαλαλγώ (κεφαλοπονώ, κεφαλγώ, πονοκεφαλώ, καρηβαρώ) [κεφαλαλγία=κεφαλόπονος]
κηδεύω (ενταφιάζω, εξοδίζω, νεκροταφώ, ενσοριάζω, ταρχύω, εξοδιάζω, σορεύω) [κηδεύομαι=θάπτομαι]
κηλιδώνω (σπιλώνω) [κηλιδώνομαι=λερώνομαι]
κηρύσσω (αναγγέλλω, γνωστοποιώ) [αναγγέλλω=αγγελιαφορώ] [κηρύσσομαι=ορίζομαι]
κιβδηλεύω (νοθεύω, ανακογχυλιάζω, νοθηφορώ)
κινδυνεύω (παραβολεύομαι, απειλούμαι) [κινδυνολογώ=περιφοβώ]
κινητοποιώ (ενεργοποιώ)
κινώ (μετατοπίζω) [αντιμεταχωρώ=μετατοπίζομαι]
κλαγγάζω (αντηχώ, αχοβολώ)
κλαίω (οδύρομαι, θρηνώ, ολοφύρομαι) [αναλυγγιάζω=λυγκαίνω, ήτοι κλαίω με αναφιλητά] [κλαυθμηρίζω=σιγοκλαίω, υποιμώζω]
κλαρίζω (κλαδοτομώ, κλαδοκοπώ, κλαδεύω, ξεκλαρίζω, αποδρεπανίζω,
κλωνοκοπώ, κλωνίζω, κωλοτομώ, κλαδολογώ, κλαροκοπώ)
κλέβω (ληστεύω, αρπάζω, υπεξαιρώ, καταχρώμαι, παραφαιρώ,
αμακώνω, ξαφρίζω, λαθροχειρώ, ζαπώνω, υφαιρώ, κιξαλλεύω)
κλείω (κλειδώνω, φράσσω, σφαλίζω, βαδώνω, αμπαρώνω) [ανοιγοσφαλώ=ανοιγοκλείνω] [καλοκλείνω=επιλάζυμαι]
κληροδοτώ (απαφήνω, καταλείπω, ληγατεύω) [διακληρώ=διακαυνιάζω, ήτοι ορίζω διά του κλήρου]
κλιμακώνω (εντείνω) [κλιμακώνεται=εντείνεται, οξύνεται]
κλίνω (ρέπω, γέρνω)
κλονίζω (τραντάζω, ταρακουνώ, ταντανίζω)
κλοτσώ (λακτίζω, τσινώ, λακτοκοπώ, λάζω, κλοτσοβολώ, κλοτσοκοπώ) [εκρινίζω=ρινηλατώ]
κλυδωνίζομαι (κυμαίνομαι, ταράσσομαι, κλυδάζομαι) [συνταράσσομαι=συνορίνομαι]
κλώθομαι (στριφογυρνάω)
κλωσώ (επωάζω, πυρκάζω, νεοσσεύω)
κόβει (νογάει) [κόφτει=νοιάζει]
κόβω (τεμαχίζω, τέμνω) [εναποτέμνω=εναποκλώ] [κόβομαι=τέμνομαι]
κοζάρω (τηράω)
κοιλιάζει (κυρτώνει)
κοιμίζω (βαυκαλίζω, υπνίζω, ευνάζω) [κοιμίζομαι=καθησυχάζομαι]
κοιμώμαι (καθεύδω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι, αωτώ, δαρθάνω, κνώσσω)
κοινολογώ (κοινοποιώ, διαθροώ)
κοιτάζω (βλέπω, παρατηρώ)
κοιταστείτε (κειταστείτε, πλαγιάστε, κοιμηθείτε)
κοκαλώνω (αποσβολώνομαι, μαρμαρώνω)
κοκκινίζω (ερυθραίνω, ροδίζω, πορφυρώ) [ερεύθω=κοκκινίζω, πυρσαίνω, επιφοινίσσω, μιλτώ, ρουσίζω] [κατακοκκινίζω=κατερυθραίνω] [κοκκινοβολώ=πυρριώ]
κοκοβιάζω (παραξενεύομαι, ξενίζομαι, εκπλήττομαι, ξενοπαθώ)
κοκορεύομαι (κομπάζω, μεγαλαυχώ)
κολάζω (τιμωρώ, βασανίζω)
κολάζομαι (αμαρταίνω) [αλιτρεύω=αμαρταίνω]
κολακεύω (καλοπιάνω, περιποιούμαι, κομπλιμεντάρω,
λιβανίζω, γαλιφίζω, γλωσσοχαριτώ) [κολακεύομαι=εξαίρομαι]
κολατσίζω (προγευματίζω, αριστίζομαι, γιοματίζω, αριστοποιούμαι, ακρατίζομαι)
κολλώ (προσαρτώ) [κολλώμαι=προσαρτώμαι]
κολοβώνω (σκολύπτω, κουτσουρεύω, σιφλώ, κολεύω, κολούω, αποκολούω)
κολυμπώ (επινέω, νήχομαι, κολυμφώ)
κομίζω (μεταφέρω, αποκινώ) [ανακομίζω=επαναφέρω] [κομίζομαι=μεταφέρομαι]
κομματιάζω (θραύω, σπάζω, παρτσαδιάζω, θράζω)
κομπιάζω (ντηριέμαι, τραυλίζω, ξεροκαταπίνω)
κομπλάρω (διστάζω, δειλογνωμώ)
κομπλεξάρομαι (απολείπομαι)[=υστερώ σε σχέση με κάποιον άλλον, ευρίσκομαι σε μειονεκτική θέση]
κομποδιάζω (κομποδένω, αμματίζω) [ξεκομποδιάζω=ξεμματίζω]
κομψεύομαι (σενιαρίζομαι, ενωραΐζομαι, σουλουπώνομαι, ταιριάζομαι)
κονεύω (καταλύω, κονακιάζω, σταθμεύω, οικονεύω, καταυλίζομαι) [καλυβίζω=σπιτώνω, στεγάζω, καλυβόσπιτο=λιάσα] [ξεστεγάζω=εκδωματώ, αποστεγάζω, ξεσπιτώνω, ξεκαλυβώνω] [σπιτώνομαι=δωματούμαι]
κονιοποιούμαι (αφανίζομαι)
κονταίνω (μικραίνω, κοντοκόβω)
κοντεύω (σιμώνω ή σμικρύνω)
κοντοστέκομαι (κοντοσταματώ)
κοντοφτάνω (πλησιάζω, αγχίζω, κοντοσιμώνω, κοντοζυγώνω) [πρωτοφτάνω=προαφικνούμαι]
κοντραρίζομαι (αντιπαρατίθεμαι)
κοντράρω (αντιτίθεμαι) [κοντράρομαι=συγκρούομαι, συμπλέκομαι, μάχομαι, εμπαλάσσομαι]
κοντρολάρω (ελέγχω) [κοντρολάρομαι=ελέγχομαι]
κοπάζω (λιγοστεύω, ελαττώνομαι)
κοπανίζω (στουμπίζω) [κοπανιέμαι=χτυπιέμαι]
κοπιάζω (μοχθώ, κουράζομαι, πασχίζω, ιδροκοπώ, φιλοπονώ, φερεπονώ, διαπονώ) [αγανάχτισα=κόπιασα, αγάνιασα]
κοπρίζω (αφοδεύω, αποπατώ, κουτσουλίζω, τσιλάω,
τσιρλίζω, τσιρλοκοπώ, βολβιτώ)
κοπροσκυλιάζω (οκνεύω, σκυλοβαριέμαι)
κορδώνομαι (περηφανεύομαι, υψαυχενίζω)
κοροϊδεύω (λοιδορώ, χλευάζω, ειρωνεύομαι, περικοκκάζω,
κογιονάρω, μυκτηρίζω, περιπαίζω, περιγελώ, κερβολώ,
σκώπτω, σαρκάζω, αναμπαίζω, επιτωθάζω, μυχθίζω, σιλλαίνω,
μωκίζω, κερτομώ, καταμιμούμαι, εμπαίζω, λασθαίνω, ρυγχάζω,
αναγελώ, κερκωπίζω, επισκώπτω, κηκάζω, σκιμαλίζω, εγκατιλλώπτω,
διακωμωδώ, σκερβόλλω, δουλεύω, προσπαίζω, μουκίζω, επιστοβώ) [κοροϊδεύομαι=περιπαίζομαι]
κορυβαντιώ (παραφέρομαι, μανιάζω, εκμαίνω)
κορυφώνω (υπερυψώνω)
κορφολογώ (βλαστολογώ, κορυφολογώ, ακρολογώ)
κορώνω (ξανάβω, εξάπτομαι, αγρίζομαι)
κοσίζω (δρεπανίζω, θερίζω, θρίζω, αμώ)
κοσκινίζω (σινιάζω, κρησαρίζω, σήθω, κοσκινεύω) [διαττώ =ψιλοκοσκινίζω]
κοσμώ (στολίζω, ομορφαίνω, μορφίζω, πρεπίζω, κάζω) [κοσμητεύω=διευθύνω, διοικώ]
κοστίζω (στοιχίζω) [στοιχίζω=ταξινομώ] [στοιχηγορώ=στοιχομυθώ]
κοστουμαρίζω (καλοντύνω) [κουστουμαρισμένος=καλοντυμένος]
κοτσάρω (προσαρτώ)
κουβαλώ (μεταφέρω, εκκομίζω, κοβαλεύω)
κουβαριάζομαι (μαζεύομαι)
κουβαριάζω (περιτυλίγω, σφουρλιάζω, τυλιγαδιάζω, μηρύομαι, περιείλω) [ροδανίζω=βραδανίζω]
κουβεντιάζω (ομιλώ, συζητώ, διαλέγομαι, λακριντίζω)
κουδουνίζω (καμπανίζω)
κουκουλώνω (σκεπάζω, περικαλύπτω, πυκάζω, ελυτρώ) [αμφικαλύπτω=περισκεπάζω]
κουλουριάζω (περιελίσσω, ελύω, στρουφίζω) [κουλουριάζομαι=περισπειρώμαι] [ξεκουλουριάζομαι=εξειλύομαι]
κουμαντάρω (διευθύνω)
κουμπουριάσου (εξαφανίσου) [πιστολίζω=κουμπουριάζω]
κουμπώθηκε (δίστασε)
κουμπώνω (θηλυκώνω) [τσαμπώνω=κουμπώνω π.χ. τσαμπώνω τους σωλήνες άρδευσης του αγρού] [κουμπώνομαι=θηλυκώνομαι] [ξεθηλυκώνομαι=ξεκουμπώνομαι]
κουνώ (σείω, ζαγκανάω, αιωρώ, σαλάσσω, καμάσσω)
κουράζομαι (μοχθώ, κοπιάζω, μπαφιάζω, αποκάνω,
εξαντλούμαι, κλατάρω, ρέβω, βαλαντώνω, γανιάζω,
κατατρίβομαι, καταπονούμαι, ποζουρτώ, ξεμεσιάζομαι,
κόβομαι, εξουθενώνομαι, παραλύομαι)
κουράζω (καταπονώ, ξεμεσιάζω, ξεγοφιάζω, κοψομεσιάζω)
κουράρω (νοσηλεύω, περιποιούμαι, βαγιλίζω, περιέπω, ατιτάλλω) [κουράρομαι=φροντίζομαι]
κουρδοκλιέμαι (κυλινδούμαι, κυλιέμαι)
κουρελιάζω (κατεξευτελίζω)
κουρεύω (μπαρμπερίζω, ψαλιδίζω, κείρω, ποκίζω, κορσώ) [κακοκουρεύω=κωλοκουρίζω] [εκάρη=κουρεύτηκε] [κουρεύομαι=κείρομαι]
κουρκουτιάζω (αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, κλουβιάζω) [κλουβιαίνω=κλουβιάζω]
κουρντίζω (ερεθίζω, εκνευρίζω) [κουρντίζομαι=εκνευρίζομαι]
κουρσεύω (κυριεύω) [κουρσεύομαι=κυριεύομαι]
κουτρουβαλώ (κατρακυλώ)
κουτσαίνω (χωλαίνω) [αποκουτσαίνω=αποχωλεύω] [κουλαίνω=κυλλαίνω]
κουτσοκαταφέρνω (κουτσοβολεύω, κοντοβολεύω)
κουτσομαθαίνω (μισομαθαίνω)
κουτσομπολεύω (σουρεύγω) [κουτσομπολεύομαι=κακολογούμαι]
κουτσοπίνω (σιγοπίνω)
κουτσουρεύω (μειώνω)
κουφάθηκα (εξεπλάγην)
κουφολογώ (ανοητολογώ, βλακολογώ, μωρολογώ, υθλομυθώ,
χαζοκουβεντιάζω, κενοφωνώ, παραλαλώ, ληρολογώ)
κοψομεσιάζομαι (καταπονούμαι)
κραδαίνω (σείω, τραντάζω, πελεμίζω)
κράζω (βοώ, φωνάζω, κλώζω) [κράζομαι=γιουχαΐζομαι]
κραιπαλώ (οινούμαι) [κραιπάλη=μέθη] [εμπαροινώ=αποκραιπαλώ, ήτοι ευρίσκομαι εις κατάστασιν μέθης]
κράσαρε (αποδιοργανώθηκε, παρέλυσε)
κρατσανάω (τραγανίζω)
κρατύνω (ενισχύω, ισχυροποιώ, ατσαλώνω, βριάω) [κρατύνομαι=ενισχύομαι, ισχυροποιούμαι, κραταιούμαι]
κρατώ (βαστώ, επέχω)
κραυγάζω (αλαλάζω, φωνάζω, ξελαρυγγιάζομαι, φωνασκώ, δυνατοφωνάζω, ιάζω, επιθωΐζω, ληκυθίζω, εξορθιάζω, θροώ, χουγιάζω, παραβοώ, αγριοφωνάζω, κραγγάνομαι, κρίζω, θρέομαι, γεγωνίσκω)
κρεβατώνομαι (αρρωσταίνω)
κρέμαμαι (αιωρούμαι, μετεωρίζομαι, αείρομμαι, ηερέθομαι) [μετεωρίζω=εωρίζω, εναερίζω, μετεωροποιώ, ακταινώ]
κρεματζουλιέμαι (κρέμομαι)
κρεμώ (αναρτώ) [κρεμιέμαι=αναρτώμαι]
κρένομαι (μιλιέμαι) [δεν κρένεται=δεν μιλιέται]
κρεουργώ (βακίζω, κρεοκοπώ, κρεοτομώ, δαιτρεύω)
κρεοφαγώ (σαρκοφαγώ, κρεοβορώ)
κρεπάρω (καταθλίβομαι, οδυνώ)
κρημνίζω (πρανίζω, πρηνίζω)
κριματίζομαι (αμαρτάνω)
κρίνω (νομίζω, φρονώ, εξεικάζω) [κρίνεται=αντιμετριέται] [κρίνομαι=θεωρούμαι]
κριτικάρω (αξιολογώ) [κριτικάρομαι=αξιολογούμαι]
κροτώ (ηχώ, βροντώ, κροταίνω, αμφαραβώ, κοναβώ)
κρουσταίνω (πυκνούμαι)
κρούω (χτυπώ, κουρταλώ) [προανακρούομαι=προοιμιάζομαι, προαναγγέλλομαι, προμηνύομαι] [κρούεται=χτυπάει π.χ. εκρούσθη ο κώδων=χτύπησε το κουδούνι]
κρυαδιάζει (ψυχραίνει, βορίζει)
κρύβω (καλύπτω, σκεπάζω, καϊπώνω) [κρύβομαι=επειλύομαι, καλύπτομαι]
κρυφακούω (ωτακουστώ, υποκλύω)
κρυφοδαγκώνω (κρυφοδακώ)
κρυφολέω (κρυφομιλώ, κρυφοκουβεντιάζω) [κρυφοψιθυρίζω=κρυφομουρμουρίζω, υπολαλώ]
κρυφομπάζω (παρεισάγω, παρεισφέρω, παρεμπολώ)
κρυφοτηράω (κρυφοκοιτάζω, κρυφοβλέπω, μπανίζω, κρυφοθωρώ)
κρυώνω (μαργώνω, επιψύχομαι)
κτίζω (οικοδομώ, θεμελιώνω, δέμω) [εποικοδομώ=επιβοηθώ, ήτοι συμβάλλω σε κάτι θετικά] [κτίζομαι=ανεγείρομαι, οικοδομούμαι] [κτίζομαι=ιδρύομαι]
κτυπώ (πλήττω, πληγώνω, κρούω) [ζάφτω=πλήττω]
κυανίζω (γαλαζώνω) [=γίνομαι γαλάζιος, θαλασσής]
κυβερνώ (εξουσιάζω, άρχω, περικρατώ, κοιρανώ, καταυθεντώ, αυθεντεύω, μέδω, προστατώ) [μοναρχώ=μονοκρατορώ, μονοκρατώ]
κυβιστώ (πηδώ, σκιρτώ, θρώσκω) [εκπηδώ=εκθρώσκω]
κυκλοφορώ (τριγυρίζω, περιφέρομαι, γυροφέρνω,
γυροβολώ, αμφιβαίνω, κυκλοδρομώ, σκαλαπάζω, κυκλάζω)
κυκλώνω (περιτριγυρίζω, γυρώνω, περιζώνω, περισφίγγω) [ανακυκλώνω=μεταστρέφω, μεταγυρίζω] [κυκλώνομαι=περιτριγυρίζομαι]
κυλλώ (κουτσαίνω, χωλαίνω)
κυνηγώ (θηρεύω, αγρεύω, αναγρεύομαι)
κυοφορώ (εγκυμονώ, κοιλιοφορώ, κυώ, κυαίνω, γκαστρολογιέμαι)
κυριαρχώ (εξουσιάζω, κεφαλεύω, νομεύω) [κυριαρχούμαι=εξουσιάζομαι] [αυτοκυριαρχούμαι=αυτοσυγκρατούμαι, αυτοεπιβάλλομαι]
κυριεύω (κατακτώ)
κυριολεκτώ (κυριολογώ, ακριβολογώ, αρτιολογώ, αρτιστομώ, καθαρολογώ)
κυρτώνω (σκολιώ, λυγίζω, επισιμώ) [κορωνιώ=υπερηφανεύομαι ή κυρτώνομαι]
κωλοβαράω (βαριέμαι, μουργελιάζω, οκνίζω, αραθυμώ)
κωλογυρίζω (αδιαφορώ, απολιγωρώ) [κωλοσέρνομαι=δυσοδώ]
κωλοτανιέμαι (οκνίζω) [κωλοσφίγγομαι=πιέζομαι, στριμώχνομαι]
κωλοτουμπιάζω (υπαναχωρώ ή κυβιστώ)
κωλοτρίβεται (επιθυμεί) [κωλογλείφω=κατασαίνω, προσαικάλλω]
κωλυσιεργώ (παρεμποδίζω, απείργω, εμποδοστατώ)
κωλύω (εμποδίζω, είργω, αλικοντίζω, εκκλείω, εμποδιοστατώ) [κωλύομαι=εμποδίζομαι]
κωλώνω (διστάζω, δειλοσκοπίζω, φυγομαχώ)
κωφεύω (αδιαφορώ, εθελοκωφώ, ανηκουστώ)
Λ
λαβίζω (αποπαίρνω, φωνάζω, επιπλήττω, παραμαζώνω)
λαβώνω (τραυματίζω) [λαβώνομαι=τραυματίζομαι, πληγώνομαι]
λαγγεύω (επιθυμώ, λαχταρώ, μαιμώ)
λαγχάνει (λαχαίνει, τυχαίνει)
λαδώνω (λιπαίνω, ελαιώ) [λαδώνομαι=λιπαίνομαι] [λαδώνομαι=δωροδοκούμαι]
λαθεύω (σφάλλω, αβλεπτώ)
λαθροβιώ (ξεμοναχιάζομαι, αποξενώνομαι)
λαθροκοιτώ (μοιχεύω)
λαθροπορώ (κρυφοπερπατώ, κρυφοδιαβαίνω)
λαϊκίζω (δημίζω)
λαιμαργώ (γαστριμαργώ, αδηφαγώ, λαβροφαγώ, σποδώ, τενθεύω) [πολυφαγώ=πολυσιτώ, λαμιώνω, πολυτρώγω]
λαιμίζω (σφάζω)
λακκίζω (περισκάπτω, ορύσσω, γουρνιάζω) [αναβοθρεύω=ανορύσσω]
λακτίζω (κλοτσώ, κλοτσοβολώ, σκυδίζω) [κλοτσοπατώ=λακτοπατώ] [λακτίζομαι=κλοτσιέμαι]
λακώ (νωτίζω) [διατρέω=φέβομαι]
λακωνίζω (βραχυλογώ, βραχυμυθώ, κοντολογώ, ολιγολαλώ, ολιγορρημονώ)
λάλησε (μωράθηκε)
λαλώ (ομιλώ, λέγω, κρένω, λωγώ, φραδεύω) [αυδάζομαι=λαλώ, άναυδος=άλαλος]
λαμανίζω (ταλανίζω)[λαμανίζομαι=ταλανίζομαι]
λαμβάνω (παίρνω, δέχομαι, λάζομαι) [λαμβάνομαι=μεταφέρομαι, π.χ. το μήνυμα ελήφθη] [λαμβάνεται=παίρνεται, π.χ. λαμβάνεται ως δεδομένον]
λάμνω (κωπηλατώ, ερέσσω, ροθιάζω, λαμνοκοπώ, κωπεύω)
λαμπαδιάζω (φλέγομαι)
λαμπικάρω (ξεθολώνω, απαχλύω) [λαμπικάρομαι=ξεθολώνομαι]
λαμπρύνω (ευμορφαίνω) [λαμπροφορώ=λαμπρειμονώ]
λάμπω (ακτινοβολώ, απαστράπτω, σελαγίζω, στραφταλίζω, σελάσκω,
αιγλοβολώ, φεγγοβολώ, λαμποκοπώ, φεγγίζω, παμφαίνω, αιγλάζω,
λαμπυρίζω, φωτοβολώ, καταυγάζω, σελασφορούμαι, αιθροβολώ, διαγλαύσσω)
λαναρίζω (ξαίνω) [λαναρίζομαι=ξαίνομαι]
λανθάνω (λαθεύω) [κατακεύθομαι=παραλανθάνω] [λανθάνομαι=λησμονώ]
λανσάρω (προβάλλω) [λανσάρομαι=προβάλλομαι]
λαξεύω (χαράσσω, σκαλίζω, λατυπώ, λαοξουργώ)
λαρυγγίζω (σκούζω, κρώζω, βερβερίζω, κλάζω, επορθοβοώ) [ξελαρυγγίζομαι=φωνοκοπώ]
λαρώνω (ηρεμώ)
λασκάρω (χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξετανίζω, ξεκαργάρω, σπαδονίζω)[λασκάρονται=ξεσφίγγονται]
λασπολογώ (διασύρω, συκοφαντώ, αβανίζω) [κομπρομεντάρω=καταρρακώνω, διακνίζω, διατωθάζω, διασιλλαίνω, επιλωβεύω, επονειδίζω, καθεψιώμαι, καταπομπεύω, κατασέρνω] [λασπολογείται=συκοφαντείται]
λασπώνω (πηχτώνω)
λατομώ (λιθοτομώ, πετροκοπώ, τυκίζω)
λατρεύω (αγαπώ, συμπαθώ, αγάζομαι) [λατρεύομαι=προσκυνούμαι]
λαφυραγωγώ (λεηλατώ, διαγουμίζω, συλώ, λαφυρεύω) [αστυδρομούμαι=συλούμαι] [λαφυραγωγούμαι=λεηλατούμαι, διαρπάζομαι]
λαχανιάζω (ασθμαίνω, κοντανασαίνω, αγκομαχώ, βραχυπνοώ,
πνευστιώ, βαριανασαίνω, λαφάζω, γκουσουμανώ, ασκομαχώ, ρώχω)
λέγω (ομιλώ, αφηγούμαι, αποστοματίζω, μυθούμαι, φατίζω, μυθίζω, φάσκω) [λέγομαι=ονομάζομαι] [λεχθήτω=ρηθήτω, ειρήσθω, πεφάσθω]
λεηλατώ (ερημώνω, ληστεύω, κουρσεύω,
διαρπάζω, λαφυραγωγώ, ρυσιάζω, σχιδεύω)
λειαίνω (εξομαλύνω, λειοποιώ, ξετραχύνω, λειουργώ, λιστρώνω) [λειαίνομαι=ομαλύνομαι]
λείπω (απουσιάζω)
λειτουργεί (δουλεύει, εργάζεται) [απολειτουργώ=σχολάζω, αποπονώ]
λείχω (γλείφω, λιχνεύω) [λείχομαι=γλείφομαι]
λειψαίνω (ολιγοστεύω)
λεκιάζω (λερώνω) [λεκιάζομαι=ρυπαίνομαι]
λεονταρίζω (παλικαρίζω, λεβεντεύω) [=καμώνομαι τον γενναίο, τον παράτολμο]
λεπταίνω (ισχναίνω, λεπτοποιώ)
λερώνω (βρομίζω, ρυπαίνω)
λευκαίνω (ασπρίζω, τρακταΐζω) [λευκαίνομαι=ασπρίζομαι]
λευκοφορώ (ασπροφορώ, λευσχημονώ) [μελανηφορώ=μαυροφορώ, μελανειμονώ, πενθοφορώ]
λήγω (τελειώνω, σταματώ, καταστέλλω, παύω, σιγάζω) [απολήγω=καταλήγω, καθήκω, απόληξη=το τέρμα, η άκρη]
λησμονώ (ξεχνώ, αμνημονώ, αμνηστώ, αλησμονώ) [απολανθάνομαι=αποξεχνώ, απολησμονώ] [λησμονούμαι=ξεχνιέμαι, ληθαργίζομαι, οιούμαι]
ληστεύω (αρπάζω, κλέβω, πλιατσικολογώ, σκυλεύω, πειρατεύω, εξεναρίζω)
λιάζομαι (προσηλιάζομαι, ηλιοθερώ)
λιανίζω (τεμαχίζω, λεπτοτομώ, λεπτοκοπώ, μυττωτεύω)
λιατσάζω (συνθλίβω, πατσιάζω, καταστείβω)
λιγδώνω (λεκιάζω) [λιγδώνομαι=λερώνομαι]
λιγοθυμώ (λιποθυμώ, ολιγοσθενώ)
λιγοστεύω (ελαττώνω)
λιγουρεύομαι (λιμπίζομαι, λιμβεύομαι)
λιγώνω (λειχουδεύομαι)
λιθοβολώ (πετροβολώ, λιθοδικτώ, λιθάζω, λιθεύω, καταλεύω, καταλιθώ, λαϊβολώ, λεύω, καταπετρώ, στιάζω) [λιθοβολούμαι=πετροβολούμαι]
λικνίζω (πάλλω) [λικνίζομαι=κουνιέμαι]
λιμάρω (ρινίζω) [λιμάρομαι=ρινίζομαι]
λιμοκτονώ (λιμάζω, λιμουριάζω, λιμαγχονώ) [καλοπεινώ=λιμάζω, καταπεινώ, λιμαίνω]
λιμπίζομαι (ποθώ, ορέγομαι)
λιποδρανώ (αχαμνεύω)
λιποσαρκώ (αποστεώνομαι)
λιποτακτώ (λιποστρατώ, αυτομολώ)
λιποψυχώ (λιποθυμώ, ολιγούμαι, εκκακώ, αψυχώ) [μεγαλοψυχώ=μεγαλογνωμονώ, μεγαλογνωμώ]
λιχνίζω (πτυάζω, λικμώ, ανεμίζω, απαχυρίζω)
λιώνω (ρευστοποιώ) [σιγολιώνω=εξασθενούμαι, μωλύνομαι, υπομαραίνομαι, αργολιώνω][λιώνομαι=τήκομαι, ρευστοποιούμαι]
λογαριάζω (μετρώ, αριθμώ, λογώ) [καταλογίζεται=καταριθμείται, προσαποδίδεται]
λογίζομαι (θεωρούμαι)
λογικεύομαι (ορθοφρονώ, σοβαρεύομαι, αναφρονώ,
συνετίζομαι, εχεφρονώ, ορθογνωμονώ, ορθογνωμώ)
λογικεύω (συνετίζω, φρονίζω)
λογοαθετώ (ξελέγω)
λογοδοτώ (απολογούμαι)
λογοκοπώ (αερολογώ, αεροκοπανίζω, ρησικοπώ, κενολεκτώ, αερομυθώ, παπαρδελίζω)
λογοκρίνω (φιμώνω, βουβαίνω, μουγκαίνω, επιστομώ) [λογοκρίνομαι=φιμώνομαι]
λογομαχώ (λογοφέρνω)
λογοποιώ (συγγράφω, λογογραφώ, ιστορώ, λογοπλοκώ) [λογοπραγώ=λογοπραγμονώ]
λοιδορώ (κοροϊδεύω, χλευάζω, αναγελώ) [λοιδορούμαι=χλευάζομαι]
λοξεύω (στραβώνω)
λοξοκοιτάζω (λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω, ιλλίζω, γλοιάζω,
ζαβοθωρώ, στραβοθωρώ, λοξοτηράω, υφορώ, στραβοβλέπω,
παρασκοπώ, λοξοβλεπτώ, επιλοξώ, ιλλωπίζω, δενδίλλω)
λοξυγκιάζω (λυγκιάζω)
λουλουδίζω (ανθίζω)
λουρώνω (μαλακώνω) [ευνάζομαι=απαλύνομαι]
λουστράρω (στιλβώνω) [λουστράρομαι=στιλβώνομαι]
λουτρίζω (λούζω)
λουτσίζομαι (καταβρέχομαι)
λουφάζω (λαγιάζω, μουλώνω, πτωσκάζω)
λοχερεύω (χλοάζω) [ανθηρεύομαι=χλοαίνομαι]
λοχεύω (τίκτω, γεννώ, μαιεύομαι)
λυγίζω (κάμπτω, γνάμπτω, καμπύλλω) [περιγνάμπτω=καβατζάρω, σκαβαντάρω] [λυγίζομαι=κάμπτομαι]
λυμαίνομαι (καταστρέφω, λεηλατώ, διακναίω) [λοιμεύομαι=λυμαίνομαι, λυμεωνεύομαι]
λυτρώνομαι (γλιτώνω)
λυτρώνω (απαλλάσσω, ελευθερώνω)
λυπούμαι (θλίβομαι, αθυμώ, ακαχίζομαι, δακνάζομαι)
λυπώ (θλίβω, στενοχωρώ, πικροκαρδίζω)
λωβιάζω (λεπριάζω, λεπριώ)
λωλαίνω (τρελαίνω, κουζουλαίνω, κρούζω)
Μ
μαγαρίζω (βρομίζω) [μαγαρίζομαι=μολύνομαι, μιαίνομαι]
μαγγανεύω (γοητεύω, μαγεύω)
μαγειρεύω (μηχανεύομαι) [λοπαδεύω=μαγειρεύω, οψοποιώ, λοπάς=σκεύος μαγειρικής]
μαγεύω (γοητεύω, θέλγω) [μαγεύομαι=γοητεύομαι, σαγηνεύομαι, κηλούμαι]
μαγκεύω (πονηρεύω, μαγκοφέρνω) [πονηρεύομαι=μηχανεύομαι, τεχνάζομαι]
μαγκώνω (πιάνω) [χειραπτώ=πιάνω, αίνυμαι] [μαγκώνομαι=πιάνομαι]
μαγνητίζω (σαγηνεύω) [μαγνητίζομαι=σαγηνεύομαι]
μαδώ (αποψιλώνω, αποπτιλώ, εκποκίζω, λουβώ, ολόπτω,
ξεπουπουλιάζω, τριχομαλλώ, ξεφτερίζω, μαδάρω, φτερομαδώ) [μαδιέμαι=ξεφτίζομαι]
μαζεύω (αθροίζω, συλλέγω, συνάζω, ομαδεύω, επισυνάγω,
συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συγκομίζω, κατανέω, σεσουλιάζω) [μαζεύομαι= συμπτύσσομαι] [μαζεύομαι=συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, συναγείρομαι]
μαζοποιώ (συμφύρω, συναναμιγνύω, συγκερκίζω, συμμαλάσσω) [μαζοποιείται=ομογενοποιείται]
μαθαίνω (πληροφορούμαι, διδάσκομαι)
μαθεύτηκε (γνωστοποιήθηκε, κοινοποιήθηκε)
μαθητεύω (σπουδάζω, διδάσκομαι) [διασπουδάζω=πραγματολογώ]
μαϊμουνεύω (ξεγελώ, εξαπατώ) (μαϊμουνιές=λαμογιές)
μαίνομαι (οργιάζω, λυσσομανώ)
μακαρίζω (επαινώ, εγκωμιάζω) [μακαρίζομαι=καλοτυχίζομαι]
μακιγιάρω (φκιασιδώνω) [μακιγιάρομαι=ψιμυθιούμαι, φτιασιδώνομαι]
μακραίνω (επιμηκύνω, σπίζω, ματίζω, προεκτείνω)
μακρηγορώ (απεραντολογώ, πλατυλογώ, λεσχηνεύομαι)
μακροημερεύω (πολυημερεύω, μακροβιώ, πολυχρονίζω)
μακροθωρώ (προορώ)
μακροποιώ (μηκοποιώ)
μαλάζω (μαλακώνω, μαλακοποιώ, αμαλδύνω) [μαλάσσομαι=απαλύνομαι, μαλακύνομαι]
μαλακώνω (πραΰνω, ηρεμίζω, απαγαδιάζω)
μαλλιαγρίζω (κακομεταχειρίζομαι)
μαλώνω (φιλονικώ) [φιλεριστώ=φιλονικώ]
μανατζάρω (περιοικονομώ) [μανατζάρομαι=καθοδηγούμαι]
μανδρίζω (αυλίζω) [αυλίζομαι=μανδρίζομαι]
μανιπουλάρω (χειραγωγώ ή κιβδηλεύω) [μανιπουλάρομαι=χειραγωγούμαι]
μανουβράρω (ελίσσομαι) [μανούβρα=ελιγμός]
μανουριάζω (τσαμπουκαλεύομαι, ερίζω)
μαντάρω (καρικώνω, ρουντίζω)
μαντεύω (προλέγω, προφητεύω, θεοφατίζω, φοιβάζω, πυθιάζω, θριάζω, μαντιπολώ) [θεοφωνώ=θεηγορώ]
μαντρώνω (περιφράσσω, σηκάζω, δρυφάσσω, μανδρεύω) [περιθριγκώ=αυλαγιάζω] [μαντρώνομαι=εμπεριορίζομαι]
μαραζώνω (μαραγκιάζω)
μαραίνω (μαραγκιάζω, κατσιάζω, κάρφω) [απομαραίνω=καταξεραίνω, καταστεγνώνω]
μαραίνομαι (κιτρινίζω)
μαργιολεύω (τεχνάζομαι, δολοφρονώ) [δολιώ=ολοφρονώ]
μαρκάρω (σημαδεύω)
μαρταριάζω (πανιάζω)
μαρτυρώ (καταγγέλλω, βεβαιώνω ή εναλγούμαι, στενοπαθώ) [μαρτυρείται=φημίζεται]
μασάω (στομοκοπώ, ματσαλάω, μαστάζω, μαμαλάω, χναύω)
μαστιγώνω (χτυπώ, δέρνω, μαστίζω) [μαστιγώνομαι=ξυλοκοπούμαι] [βιτσώνω=μαστιγώνω, βίτσα=εύκαμπτο κλαδί]
μαστορεύω (μερεμετίζω, επιδιορθώνω, μαστρολογώ)
μαστουρώνω (φτιάχνομαι, ναρκώνομαι, χασισώνομαι)
ματαβλέπω (ξαναβλέπω, αναβλέπω) [ξετυφλώνομαι=ξαναβλέπω]
ματαιοπονώ (ματαιοπραγώ, αδικομαχώ, σκιαμαχώ, αερομετρώ,
κενοπονώ, ματαιομοχθώ, κενοκοπώ, αερομαχώ)
ματαιοφρονώ (ματαιοδοξώ, κενοδοξώ, εκτυφούμαι)
ματαιώνω (ακυρώνω, παρεμποδίζω, αποτρέπω) [ματαιώνεται=αποσύρεται]
ματώνω (αιμορραγώ, αιμορροώ, αιμάσσω, λιφαιμώ, αιματίζω, αιματορροώ) [ματώνομαι=αιματοκυλίζομαι, αιματοβάφομαι]
μαυρίζω (μελαίνω, μελανώνω, απαμαυρώ) [καρβουνιάζω=ασβολαίνω, αιθαλώ] [καταμελανώ=απομαυρίζω, καταμαυρίζω, καταμελαίνω, διαμελαίνω] [μαυρίζομαι=μελανώνομαι, μελαίνομαι]
μάχομαι (πολεμώ, αγωνίζομαι, συγκρούομαι)
μεγαλοπιάνομαι (αρχοντοπιάνομαι, αετοπιάνομαι) [αγαδεύω = αρχοντοφέρνω]
μεγαλοποιώ (εξογκώνω, υπερβάλλω, ογκοποιώ, εκτραγωδώ, εκδεινώ, δεινοποιώ, δεινώ, επιτραγωδώ) [μεγαλοποιούμαι=εξογκώνομαι]
μεγαλώνω (αυξάνω, μεγεθύνω) [μεγαλοφέρνω=μεγαλοδείχνω]
μεγεθύνω (αυξάνω, μεγαλώνω) [επαυξάνω=αβγατίζω, επικεφαλαιώ] [κορμιάζω=μεγεθύνομαι]
μεγιστοποιώ (υπερμεγεθύνω, μυριομεγαλύνω) [μεγιστοποιούμαι=κορυφούμαι]
μεθαρμόζω (αναπροσαρμόζω)
μεθάω (μπεκρουλιάζω, διοινούμαι, μεθύζω, μεθύω, γαβαθίζω,
σουρώνω, μεθοκοπώ, κρασώνομαι, κωθωνίζομαι, μεθώ,
μπεκροπίνω, μπεκρολογώ, σβανάρω, οινοφλυγώ, κραιπαλίζω)
μεθερμηνεύω (μεταφράζω) [μεταγλωττίζω=μεταφράζω] [μεθερμηνεύεται=αναδιατυπώνεται]
μεθίσταμαι (μεταφέρομαι)
μεθοδεύομαι (σοφίζομαι, επινοώ, μητίομαι)
μειγνύω (ανακατώνω, συμφύρω, χαρχαλεύω, συνονθυλεύω, σμίγω) [μειγνύομαι=ανακατώνομαι]
μειονεκτώ (υστερώ, υποβαίνω)
μειώνομαι (νικιέμαι, ηττώμαι, ταπεινώνομαι)
μειώνω (ελαττώνω, μικραίνω)
μελαγχολώ (βαρυθυμώ)
μελανιάζω (μαυρίζω, μαυριάζω) [επιπερκάζω=κελαινούμαι]
μελετώ (διαβάζω, εξετάζω) [εκμελετώ=εξασκούμαι] [μελετάται=εξετάζεται]
μέλλει (πρόκειται) [μέλει=νοιάζει]
μελοποιώ (μελουργώ, μουσοποιώ, μουσουργώ) [μελοποιήθηκαν=μουσικοποιήθηκαν]
μελωδώ (τραγουδώ, μέλπω, μουσίζω) [σιγοτραγουδώ=σιγαλοτραγουδώ, σιγανοτραγουδώ] [μελεάζω=ευμολπώ]
μέμφομαι (κατηγορώ, κατακρίνω, μεμψιβολώ) [απομέμφομαι=κατσαδιάζω]
μεμψιμοιρώ (παραπονιέμαι, κλαίγομαι, γκρινιάζω,
κλαψουρίζω, τσιαουνίζω, μινυρίζω, κλαουρίζω)
μένω (κατοικώ) [παραμένω=διατηρούμαι ή πολυστέκω]
μερακλώνομαι (υπεξαίρομαι)
μερίζω (διαμοιράζω) [μερίζομαι=μοιράζομαι]
μερικεύω (ειδικεύω)
μεριμνώ (επιμελούμαι, φροντίζω, ενδιαφέρομαι, μέδομαι, προσκοπώ,
προνοώ, τημελώ, προμηθούμαι, κόπτομαι, αλέγω, μελεδαίνω)
μεροληπτώ (ετερομερώ, προσωποληπτώ, καταχαρίζομαι)
μεσημβρίζω (μεσημεριάζω)
μεσιτεύω (μεσολαβώ)
μεσοκόβω (μεσοτομώ)
μεσολαβώ (μεσιτεύω, παρεμβαίνω, μεσάζω, πρεσβεύω, παρεμβάλλομαι, παρεμπίπτω)
μεσουρανώ (ακμάζω, ευδοκιμώ) [υπερευδοξώ=παρευδοκιμώ]
μεταβαίνω (μεθίσταμαι, μεταπηδώ)
μεταβάλλω (αλλάζω, μετατρέπω, μεταπλάσσω)
μεταβιβάζεται (περιέρχεται, ανήκει)
μεταβιβάζω (μεταφέρω, μετακομίζω)
μεταγνωμίζω (μεταστρέφομαι, μετανογώ, ξελέω, αλληλουίζω,
μεταγινώσκω, μεταβουλεύω, μεταγνώθω, μεταδοκώ, μεταμελετώ,
μεταλογίζομαι, παλινδρομώ, ξαναλογίζομαι, μεταλογιάζω)
μετάγω (μετακομίζω, μεταφέρω, μετακινώ, μετατοπίζω, μεταίρω, πεδάγω) [μετάγομαι=μεταφέρομαι]
μεταδίδω (κοινοποιώ) [μεταδίδομαι=εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι]
μεταθέτω (μετατοπίζω, μετακυλίω) [αποκυλίω=αποκυλινδώ] [μετακυλώ=μετακυλινδώ] [αλίνδω=κυλίω, κυλίνδω, κυλώ] [μετατίθεμαι=μετατοπίζομαι]
μεταλαβαίνω (κοινωνώ) [κοινωνώ=συμμετέχω]
μεταλαμπαδεύω (διαφωτίζω) [φωτοφορώ=φωσφορώ] [μεταλαμπαδεύομαι=μεταδίδομαι]
μεταλλάσσω (μεταβάλλω) [αντιμεταθέτω=εναλλάσσω, επαλλάσσω, ήτοι αλλάσσω αμοιβαίως] [μεταλλάσσομαι=μεταμορφώνομαι, διαφοροποιούμαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι]
μεταμελούμαι (μετανοώ, γνωσιμαχώ, μεταβουλεύομαι, μεταψέφω)
μεταμορφώνω (μετασχηματίζω, αλλοιοτροπώ, αλλομορφώ, μεταμορφάζω) [μετασχηματίζομαι=μεταπλάθομαι] [αμειψιρρυσμώ=μεταμορφώνομαι]
μεταμφιέζω (μασκαρεύω, καμουφλάρω, παραλλάζω, μετενδύω) [μεταμφιέζομαι=μασκαρεύομαι] [καμουφλάρομαι=παραλλάσσομαι]
μεταναστεύω (εκπατρίζομαι, αποδημώ, παροικίζομαι, μετανίσταμαι)
μετανοώ (μετανιώνω, μεταμελούμαι, αλλαξογνωμώ, αλληλογώ)
μεταπείθω (μεταστρέφω, μεταδιδάσκω, αναπείθω,
παρατρωπώ, αποσυμβουλεύω, απονουθετώ, καταδιδάσκω) [μεταπείθομαι=μεταναγιγνώσκομαι, αναπείθομαι]
μεταπέμπω (μετακαλώ) [μεταπέμπομαι=μεταστέλλομαι]
μεταπίπτω (μεταβάλλομαι)
μεταποιώ (τροποποιώ) [μεταποιούμαι=τροποποιούμαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι]
μεταπωλώ (μεταπρατώ, παλιμπρατώ) [μοσχοπουλώ=καλοπουλώ]
μεταρρυθμίζω (αναδιοργανώνω, αναμορφώνω, νεοχμίζω) [μεταρρυθμίζομαι=αναμορφώνομαι]
μεταρσιώνω (ανυψώνω) [μεταρσιώνομαι=μεταιωρούμαι]
μετασκευάζω (ανασχηματίζω) [μετασκευάζομαι=μετασχηματίζομαι]
μεταστοιχειώ (μεταπλάθω) [μεταστοιχειούμαι=μεταπλάσσομαι]
μετατάσσω (μεταθέτω) [αντιτάσσω=αντεκφέρω, αντιφέρω] [μετατάσσομαι=μετακινούμαι]
μετατοπίζω (μετακινώ, μεταφέρω, μετασπώ)
μετατρέπω (αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ)
μεταφράζω (ερμηνεύω) [μεταφράζομαι=ερμηνεύομαι]
μεταφυτεύω (μοσχεύω)
μεταχειρίζομαι (χρησιμοποιώ, χρώμαι) [επαναχρησιμοποιώ=ξαναχρησιμοποιω]
μετέρχομαι (χρησιμοποιώ, επιχειρίζομαι) [διεξέρχομαι=αναλύω]
μετέχω (συμμετέχω, συνεπιλαμβάνω, πεδέχω, προσκοινωνώ, επαυρίσκομαι)
μετοικώ (αποδημώ, ξεκονεύω)
μετουσιώνεται (μετουσιάζεται)
μετριάζω (αμβλύνω, εκτονώνω, χαλαρώνω, χαλατονώ) [μετριάζομαι=αμβλύνομαι]
μετριοπαθώ (συγγιγνώσκω)
μετριοφρονώ (ταπεινοφρονώ, χθαμαλοφρονώ)
μετρώ (αριθμώ, λογαριάζω) [εξαριθμώ=καταμετρώ] [στιχουργώ=μετροποιώ] [μετριέμαι=απαριθμούμαι]
μηδενίζω (εξαφανίζω, ουδενίζω) [εξαϋλώνομαι=εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εξαχνίζομαι] [αδηλοποιώ=εξαφανίζω, αϊστώ] [μηδενίζομαι=εξαλείφομαι]
μηνίω (εξοργίζομαι, διαγριαίνω) [οδύσσομαι=διοργίζομαι, επαλαστώ]
μηνύω (καταγγέλλω, εγκαλώ) [μηνύομαι=εγκαλούμαι]
μηρυκάζω (αναχαράζω, αναμασώ, μαρκιούμαι, βρυχάζω)
μηχανεύομαι (τεχνάζομαι, επινοώ, περισοφίζομαι)
μηχανορραφώ (σκευωρώ, κακοβουλώ)
μιαίνω (μολύνω, μολεύω, χραίνω) [νοσοποιώ=μολύνω, νοσίζω]
μικραίνω (ελαττώνω, μειώνω, μικροποιώ)
μικροφέρνω (μικροδείχνω) [μικροπρεπεύομαι=σμικροπρεπεύομαι, ξεπέφτω]
μιμούμαι (πιθηκίζω, αντιγράφω, κοπιάρω, ιμιτάρω, μιμηλάζω) [συνακολουθώ=εκμιμούμαι]
μιρλιάζω (παραπονιέμαι, μιρλίζω) [πέπρωται=καθείμαρται, ήτοι είναι γραμμένο από τη μοίρα]
μισεύω (ξενιτεύομαι)
μισοτσακίζω (μισοσπάζω)
μισώ (απεχθάνομαι, αντιπαθώ, εχθρεύομαι, εχθραίνω, αμαχεύω, μαχίζομαι) [αμαχεύω=υποθηκεύω ή εχθρεύομαι] [μισούμαι=εχθίζομαι]
μνημονεύω (αναφέρω, θυμίζω) [προμνημονεύομαι=προκαταλέγομαι, π.χ. οι προμνημονευθέντες φιλόσοφοι] [μνημονεύομαι=αναφέρομαι]
μνησικακώ (μανιοκρατώ, μνησιπονηρώ)
μνηστεύω (αρραβωνιάζω) [μνηστεύομαι=αρραβωνιάζομαι]
μοιραίνω (καλοτυχίζω)
μονοιάζω (συμφιλιώνω, καταλλάσσω, συμβιβάζω, φιλιάζω)
μοιράζω (μερίζω, διανέμω, μοιρώ) [παραμοιράζω=αποκληρώνω, αβστινατεύω]
μοιρολογώ (θρηνολογώ, θρηνωδώ) [αναθρηνώ=ανολοφύρομαι]
μολάρω (αμολάω, αφήνω)
μολύνω (μιαίνω, λερώνω, βορβορώ, φορύνω, μορύσσω)
μονάζω (ασκητεύω, καλογερεύω)
μοντάρω (συναρμολογώ, συναρμόζω, αμματίζω) [μοντάρομαι=συναρμολογούμαι]
μοντελοποιώ (εξεικονίζω, αποπλάσσομαι) [=φτιάχνω ακριβές ομοίωμα, αντίγραφο]
μοντερνίζω (καινοτομώ, νεοτεριζω, νεωτερίζω, νεωτεροποιώ, νεοχμώ)
μορφοποιώ (διαμορφώνω, κατασχηματίζω)
μορφώνω (σχηματίζω, διαρτίζω) [μορφώνομαι=διαπαιδαγωγούμαι, γαλουχούμαι, εκπαιδεύομαι]
μοστράρω (εκθέτω) [μοστράρομαι=καμαρώνομαι]
μοσχόφαγε (καλόφαγε)
μουγκρίζω (βρυχώμαι, βρουχίζω, μουγκούμαι, μουγκαλιέμαι, μυκώμαι)
μουδιάζω (αιμωδώ) [μουδιάζω=διστάζω]
μουθουνίζω (ερρινίζω)
μουλαρώνω (πεισματώνω, κατσικώνομαι, δρασκελώνομαι, στριτζώνω, προσκαρτερώ)
μουντζουρώνω (μελανιώ, μουντζαλώνω, αθαλώνω) [μουντζουρώνομαι=ρυπαίνομαι]
μουντίζω (σκοτεινιάζω, μαυρολογώ) [καταχλυούμαι=αποσκοτούμαι, σκοταδιάζω, αποζοφούμαι, δνοφούμαι]
μουρμουρίζω (ψιθυρίζω)
μουρνταρεύω (βρομίζω)
μούτεψε (μουγγάθηκε)
μουτρώνω (κατσουφιάζω, στυγνάζω, σκυθράζω)
μουχλιάζω (σαχνιάζω, λυθριάζω)
μοχθώ (κοπιάζω, κουράζομαι, καταπονούμαι)
μοχλεύω (κινητοποιώ) [οχλίζω=μοχλεύω, μόχλευσις=δια μοχλού μετατόπισις]
μπαγιατεύω (παλιώνω, πολυκαιρίζω) [απαρχαιώνομαι=παλιώνω]
μπάζω (συμπτύσσομαι)
μπαζώνω (επιχωματώνω, προσχώνω, χωματίζω, μωλώνω) [μπαζώνομαι=επιχωματώνομαι]
μπαίνω (εισχωρώ, εισέρχομαι, εισπορεύομαι, εισβαίνω, εισφρέω, εισοιχνώ, εμπατώ) [εισοδεύεται=εισέρχεται]
μπακακίζω (βατραχίζω)
μπακιρώνω (επιχαλκώνω) [μπακιρτζής=χαλκωματάς]
μπαλαλώ (αφρονώ, παραλαλώ, αδιανοητεύομαι, παπαρίζω, κουκουνιάζω, ματάζω) [μπάλαλα=τα μη δυνάμενα να σκεφτούν, τα μη έχοντα σκέψιν]
μπαλαμουτιάζω (παραμυθιάζω) [πουλάει μπαλαμούτι=προσπαθεί να πείσει με ψευτιές] [μπαλαμουτιάζομαι=παραμυθιάζομαι]
μπαλιάζω (δεματοποιώ) [π.χ. μπαλιάζω το τριφύλλι]
μπαλώνω (επιδιορθώνω, επισκευάζω, επιρράπτω) [μπαλώθηκε=τακτοποιήθηκε]
μπανάρω (απορρίπτω, αποβάλλω) [προΐεμαι=απορρίπτω]
μπανιαρίζομαι (λούομαι) [μπανιέρα=λουτήρας]
μπαστακώνομαι (στυλώνομαι, παλουκώνομαι) [στύω=αναστύφω]
μπασταρδεύω (νοθεύω) [μπασταρδεύομαι=νοθεύομαι]
μπατάρω (γέρνω, αποκλίνω, αποκάμπτω)
μπατιρίζω (χρεοκοπώ)
μπεγλερίζω (μανιτζάρω, κουσουμάρω)
μπερδεύω (αναμειγνύω) [μπλάζω=μπερδεύω] [κραματοποιώ=αναμιγνύω] [μπερδεύομαι=μπλέκομαι, ανακατεύομαι]
μπήγω (χώνω, καρφώνω)
μπιρμπαντεύω (τσιλιμπουρδάω)
μπιτίζω (τελειώνω)
μπλανώθηκε (επιχωματίστηκε)
μπλετσώνομαι (παρατρώω, ταρατσώνω, υπερεσθίω)
μπλοκάρω (περικυκλώνω, φρακτεύω) [αμφιέπω=εγκυκλεύω, διαζωννύω] [μπλοκάρομαι=αποκλείομαι]
μπογιατίζω (χρωματίζω, βάφω, θωριάζω, χροιώ) [μπογιατίζομαι=βάφομαι, χρωματίζομαι]
μπολιάζω (εγκεντρίζω, ενθεματίζω, εμβολιάζω,
ενοφθαλμίζω, φελιάζω, εμφυλλίζω) [μπολιάζομαι=εμβολιάζομαι]
μπορώ (δύναμαι, σθένω)
μποσικάρω (καλουμάρω)
μπουγεύω (απλώνω) [μπούγιο=μεγάλος όγκος]
μπουμπουκιάζω (ανθίζω, αναθάλλω)
μπουμπουνίζει (κρατσιανοβολάει, βομβάζει)
μπουνταλοφέρνω (χαζοφέρνω, βλακοφέρνω, αγαθοφέρνω, φυρομυαλίζω)
μπουρδολογώ (σαχλαμαρίζω)
μπουρδουκλώνω (κουκουλώνω) [μπουρδουκλώνομαι=κουκουλώνομαι]
μπουρμπουλώνομαι (κουκουλώνομαι, κατσουλώνομαι) [μαντιλώνω=μαντιλοδένω]
μπουσουλάω (αρκουδίζω)
μπρουμυτίζω (πιστομίζω)
μυκτηρίζω (σκώπτω, περιγελώ, κοροϊδεύω, γελοιάζω) [μυκτηρίζομαι=εξαπατώμαι]
μυούμαι (τελίσκομαι) [μύηση=προπαίδευση σε μυστικά, σε μυστήρια]
μυτερώνω (καταστομώ, οξύνω, σουβλερώνω) [ρινοτομώ=ρινοκοπώ]
μυώ (διδάσκω, κατηχώ, μυσταγωγώ)
μωλωπίζω (πληγιάζω) [μωλωπίζομαι=πληγιάζομαι]
μωραίνω (αποβλακώνω, κουτιαίνω, αποχαζεύω, απομωρώνω, απηλιθιώ) [μακκοώ=μωραίνομαι]
μωρώνω (ηρεμίζω)
Ν
ναρκισσεύομαι (αυτοθαυμάζομαι, καμαρώνομαι, αυτοεπαίρομαι)
ναρκοθετώ (υπονομεύω) [ναρκοθετούμαι=υπονομεύομαι]
ναυαγώ (καταποντίζομαι, καραβοτσακίζομαι) [αντίθετον: ευπλοώ] [αλιβδύω=συμποντούμαι]
ναυκρατώ (θαλασσοκρατώ)
ναυλοχώ (αγκυροβολώ, αραξοβολώ)
ναυσιπλοώ (ποντοπορώ, θαλασσοδρομώ)
ναυτίλλομαι (θαλασσοπορώ, ναυπορώ, νηοπορώ, ναυστολώ)
ναυτιώ (εμώ, αηδιάζω, αναγουλιάζω, ξερνοβολώ, ανακατώνομαι) [ξεγκουρλιάζομαι=εμώ]
ναυτολογούμαι (μπαρκάρω, εμβαρκαρίζομαι) [αντίθετον: ξεμπαρκάρω]
νεανιεύομαι (κορδώνομαι)
νεκρώνω (θανατώνω, αψυχώνω)
νέμω (μοιράζω) [ανανέμω=ξαναμοιράζω]
νεοτεριζω (καινοτομώ, μοντερνίζω, εκσυγχρονίζομαι, νεώττω) [νεωτερίζομαι=ανακαινίζομαι]
νεροκάηκα (δίψασα)
νερουλιάζω (πλαδαρεύω, εξυδαρούμαι, λυσισωματώ)
νερώνω (υδατώνω) [προσυδατώθηκε=προσθαλασσώθηκε]
νετάρω (αποτελειώνω,ξεμπερδεύω,ξεμπλέκω)
νευριάζω (τσατίζω) [κασιδιάζω=εκνευρίζομαι] [νευριάζομαι=τσατίζομαι]
νευροκοπώ (νευροτομώ, απονευρώνω)
νεύω (γνέφω, συναινώ, νευστάζω, διανεύω)
νεφελούται (συννεφιάζει)
νεώνω (ανακαινίζω, νεοποιώ, νεουργώ)
νεωτερίζω Βλέπε: νεοτερίζω
νηστεύω (σαρακοστεύω, αποσιτώ, αποκρεύω) [ξενηστεύω=απονηστίζομαι] [αρτοφαγώ=αρτοσιτώ]
νίβομαι (πλένομαι)
νικιέμαι (ηττώμαι, μειώνομαι)
νικώ (επικρατώ, υπερέχω, κατατροπώνω, κατισχύω, υπερτερώ)
νίπτω (πλύνω, κατανίζω) [απονίβω=απονίζω] [νίπτομαι=πλύνομαι]
νοθεύω (παραποιώ, παραχαράσσω, κιβδηλεύω,
μπασταρδεύω, απομιμούμαι, μανιπουλάρω,
ψευτίζω, ψευδοποιώ, πλαστεύω, παραγλύφω) [νοθεύομαι=παραποιούμαι]
νοιάζομαι (μεριμνώ) [επωριάζω=μεριμνώ]
νοικιάζω (μισθώνω)[=πληρώνω ενοίκιο] [εκμισθώνω=απομισθώ, ήτοι δίδω ιδιοκτησίαν μου προς ενοικίασιν] [υπενοικιάζω=υπεκμισθώνω, μετεκμισθώνω] [μισθώνεται=ενοικιάζεται]
νοικοκυρεύω (ευπρεπίζω, συγυρίζω) [νοικοκυρεύομαι=τακτοποιούμαι]
νομίζω (κρίνω, φρονώ, φαντάζομαι, υποθέτω, θεωρώ, θαρρώ) [νομίζομαι=θεωρούμαι]
νοσηλεύω (θεραπεύω, γιατρεύω, υγιοποιώ, νοσοκομώ, αλθαίνω) [γιατρολογώ=γιατροκομώ] [νοσοκομούμαι=θεραπεύομαι]
νοσταλγώ (ποθώ)
νοστιμεύομαι (ορέγομαι) [ξανοστεύω=ανοστίζω]
νοστιμεύω (εφηδύνω, γλυκαίνω, παραρτύω) [καρυκεύω=αρτύω, νοστιμίζω]
νοσώ (ασθενώ, πάσχω, αδιαθετώ, ανημπορώ, κακοδιαθετώ, ανημπορεύω, κακηπελώ)
νοώ (αντιλαμβάνομαι, νογάω) [νοείται=εκλαμβάνεται]
νταγιαντίζω (υπομένω)
νταϊανάω (κρατάω, βαστάω)
νταλακιάζω (παραπίνω, υπερπίνω, πολυπίνω, πολυποτώ, παρεμπίνω)
ντανιάζω (στοιβάζω, στακάρω)
νταντεύω (βρεφοκομώ, βαγιουλεύω, βρεφοτροφώ) [νυμφοκομώ=νυμφοκοσμώ] [νταντεύομαι=φροντίζομαι]
νταραβερίζομαι (αλισβερίζομαι, συναλλάσσομαι)
ντεραπάρω (ανατρέπομαι, μπαταναρίζω)
ντιλάρω (προωθώ) [π.χ. ντιλάρω τη νέα τεχνολογία]
ντουμανιάζει (μπουριάζει) [τίκλωσε=ντουμάνιασε, ξετίκλωσε=ξεντουμάνιασε] [τύφω=ντουμανιάζω]
ντουρώνω (ορμώ, γιουρτάω, μουρώνω)
ντρακανιέμαι (ταλαντεύομαι, κλυδωνίζομαι, ζυγαρίζω, κινύσσομαι)
ντρέπομαι (αισχύνομαι, ευλαβούμαι)
ντύνω (ενδύω) [αμπέχομαι=ενδύομαι]
νυκτερεύω (αγρυπνώ, παννυχίζω, νυχεύω)
νυκτοπερπατώ (νυκτοπορεύω, νυκτοβαδίζω, νυχτογυρίζω, νυκτοπορώ, νυχτοδιαβαίνω, νυχτοτριγυρίζω)
νυκτώνει (βραδιάζει)
νυμφεύω (παντρεύω, εκγαμίζω) [καλόπεσε=καλοπαντρεύτηκε] [κακόπεσε=κακοπαντρεύτηκε]
νυστάζω (γλαρώνω, κουτουλώ, υπνώττω)
νωθρεύω (οκνεύω, επιρραθυμώ, απραγμονώ)
νωτίζω (λακίζω)
νωτοφορώ (νωταγωγώ)
Ξ
ξαγρυπνώ (εγρηγορώ, νυκτερεύω, εφεσπερεύω)
ξαίνω (λαναρίζω) [αναξαίνω=ξαναλαναρίζω]
ξακούγεται (φημίζεται)
ξαλλάζω (αλλαξοφορώ, μετεκδύομαι) [πρωτοβάζω=πρωτοφορώ]
ξαλαφρώνω (ανακουφίζομαι, αναλωφώ, ξεβαραίνω)
ξαμολιέμαι (ξεχύνομαι, εξορμώ, προτύπτω) [καταρράσσω=ξεχύνομαι, καταρράκτης=ο κινούμενος με ορμή]
ξαναγυρίζω (επιστρέφω, επανέρχομαι, επαναλύω, υποστρέφω, αναπαλινδρομώ)
ξανανιώνω (ανηβώ, νεάζω, ανανεάζω, κουρίζω)
ξανασαίνω (αναπαύομαι, ξαργιάζω, ενσαββατίζω) [αναπνέω=ανασαίνω]
ξανατοποθετώ (ανατάσσω)
ξανθίζω (ξανθοποιώ)
ξαπλώνω (πλαγιάζω, ανακλίνω)
ξαστερώνω (αιθριάζω, καλοκαιρεύω) [καλοκαιριάζω=παραθερίζω]
ξαφρίζω (αφρολογώ)
ξεβιδώνω (αποκοχλιώνω) [ξεβιδώνομαι=αποκοχλιώνομαι]
ξεβλαστίζω (θάλλω) [αναβλαστάνω=ξαναφυτρώνω]
ξεβοτανίζω (εκθαμνίζω, ξεχορταριάζω, ξεχορτίζω, ανασκαφίζω) [ξεβοτανίζομαι=ξεχορταριάζομαι]
ξεβουλώνω (αποφράζω) [ξεβουλώνομαι=ξεταπώνομαι, εκπωματίζομαι, ξεστουπώνομαι]
ξεβράζω (εκβάλλω, ξερνώ, αποφλύζω) [εξώνω=εκβάλλω]
ξεβρακώνω (ξεγυμνώνω) [ξεβρακώθηκε=ξευτελίστηκε]
ξεβρομίζω (ξεμαγαρίζω, εκκαθαρίζω)
ξεγελώ (απατώ, πλανώ, παροδηγώ, κακομηχανώμαι, κακορραφώ) [ξεπλανώ=αποβουκολώ, αποπαιδαγωγώ]
ξεγραπώνομαι (απαγκιστρώνομαι)
ξεγράφω (διαγράφω) [ξεγράφομαι=διαγράφομαι]
ξεγυμνώνω (γδύνω, ξεμπλετσώνω) [γδύνομαι=απεσθούμαι, εκδύομαι]
ξεδένω (λύνω, ξελύνω) [απαλοδένω=αλαφροδένω] [αμφιδέω=περιδένω, αμφιδετώ] [ξεδένομαι=λύνομαι]
ξεδιαλέγω (επιλέγω, σκαρτάρω) [καλοδιαλέγω=φυλοκρινώ] [ξεδιαλέγομαι=ξεχωρίζομαι]
ξεδιπλώνω (ξετυλίγω, ανελίσσω, αναπετάσω, ανειλώ) [ξεδιπλώνομαι=ξετυλίγομαι]
ξεδιψώ (αδιψώ, αποδιψώ)
ξεδοντιάζομαι (φαφουτιάζω) [φαφουτίζω=μασταρίζω] [οδοντιάζω=οδοντοφυώ]
ξεζαλώνω (ξεφορτώνω)
ξεζουμίζω (απομυζώ, στίβω, εκθλίβω, ξεσταλιάζω, εκστραγγίζω, εκπιέζω, αποθλίβω, ζίφω) [ξεζουμίζομαι=στίβομαι]
ξεθάβω (ξεχώνω, ξεχωνιάζω) [ξεθάβομαι=ξεχώνομαι]
ξεθεμελιώνω (κατασκάπτω, σαρίζω, καταγκρεμίζω) [ξεθεμελιώνομαι=κατεδαφίζομαι]
ξεθηκαρώνω (ξιφουλκώ)
ξεθηλυκώνω (ξεκουμπώνω)
ξεθυμαίνεται (ατονεί)
ξεθυμαίνω (καταπραΰνομαι, μειλίσσομαι ή ξεσπώ) [δυσθυμαίνω=αχεύω, κακοκεφιάζω]
ξεθυμώνω (ξεκακιώνω)
ξεθωριάζω (ξασπρίζω, αποχρωματίζομαι, ετεροχροώ, ξεπλένομαι) [ξεχρωματίζομαι=αχροώ, άχρους=άχρωμος]
ξεκαθίζω (ανελκύω) [καθελκύω=αβαράρω, κατερύω]
ξεκαλιγώνω (ξεπεταλώνω) [ξεκαλιγώνομαι=ξεπεταλώνομαι]
ξεκάνω (εξοντώνω, σφαγιάζω, πετσοκόβω)
ξεκαπακώνω (ξεσκεπάζω, εκκαλύπτω) [ξεκαπακώνομαι=ξεσκεπάζομαι]
ξεκαρφώνω (ξηλώνω, ξεπροκίζω, απογομφώ) [αποκαθηλώνω=ξεκρεμάω, ξηλώνω]
ξεκατινιάζω (καταπονώ, τρύχω) [ξεκατινιάζομαι=ξεφωνίζομαι]
ξεκλέβω (εξοικονομώ, διαθέτω)
ξεκλειδώνω (ξεμανταλώνω) [ξεκλειδώνομαι=ξεμανταλώνομαι]
ξεκληρίζω (αποδεκατίζω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω, ξεπατώνω) [ξεκληρίζομαι=αποδεκατίζομαι]
ξεκόβομαι (αποσπώμαι, αποχωρίζομαι, αποξενώνομαι, αποδιαστέλλομαι)
ξεκόβω (απομακρύνω)
ξεκοκαλίζω (καταβιβρώσκω, δαρδάπτω) [εξοστεΐζω=ξεκοκαλιάζω, κοκκαλίζω] [ξεκοκαλίστηκε=καταφαγώθηκε]
ξεκολλώ (αποσπώ, αποσυγκολλώ) [βεντουζιάζω=συγκολλιέμαι]
ξεκουβαριάζω (ξεσφουρλιάζω, ξετυλίγω) [περιείλω=τυλίγω] [ξεκουβαριάζομαι=ξεσφουρλιάζομαι]
ξεκουκουτσίζω (εκκοκκίζω, ξεκουκιάζω, εκπυρηνίζω)
ξεκουμπίζομαι (απέρχομαι, φεύγω, αποπορεύομαι, τζάζω, εκβαίνω, αποβλώσκω, αποχάζομαι, αποστείχω)
ξεκουράζομαι (αναπαύομαι, χουζουρεύω,
ραχατεύω, τεμπελιάζω, ρεμπελεύω, αποσχολάζω,
ριλαξάρω, ανακουφίζομαι, εφησυχάζω,
ξαποσταίνω, λωφώ, αλλαγιάζω, ελινύω)
ξελαιμιάζομαι (ξεσβερκιάζομαι)
ξελακκίζω (ξεχώνω, ξεσκάφτω)
ξελαμπικάρισα (ξεθόλωσα)
ξελαργεύω (αραιώνω, αναριεύω, αγανεύω, αναργιώνω) [αναριεύω=αποσυμφορώ]
ξελασπώθηκα (σώθηκα, γλίτωσα, σιάχτηκα, φτιάχτηκα)
ξελασπώνομαι (ορθοπατώ, ορθοποδίζω)
ξελιγώνω (κατακουράζω) [ξελιγώνομαι=λιμουριάζω, υπερπεινώ, διαπεινώ]
ξελογιάζω (ξεμυαλίζω, παραπλανώ) [ξελογιάζομαι=ξεμυαλίζομαι]
ξεμαλλιάζω (αποτίλλω, σουρομαλλιάζω) [ξεμαλλιάζομαι=ξεπουπουλιάζομαι] [σουρομαδώ=τσουρομαδάω]
ξεματιάζω (ξεβασκαίνω, σταυρώνω)
ξεμεθώ (ανανήφω, αποκραιπαλίζομαι, απομεθύσκομαι)
ξεμένω (στερούμαι, αμοιρώ) [δεύομαι=στερούμαι, τητώμαι, επιδεύομαι]
ξεμοναχιάζω (απομονώνω) [ξεμοναχιάζομαι=απομονώνομαι, αποτραβιέμαι]
ξεμοντάρω (αποσυναρμολογώ, αποσυνθέτω, εξαρμόζω, αποσυνάπτω) [ξεμοντάρομαι=αποσυναρμολογούμαι]
ξεμουδιάζω (ξεπιάνομαι)
ξεμουχλιάζω (ανακαρώνω, αναπαίρνω)
ξεμπλετσώνομαι (γυμνούμαι, απεσθούμαι, απογυμνούμαι)
ξεμπουκάρω (ξεπετάγομαι)
ξεμπουρνταλιάζω (εξαναισχυντώ, προστυχεύω, ξεβγαίνω, αδιαντροπεύω, απερυθριώ) [χυδαΐζω=αναισχυντώ, εκχυδαΐζω=προστυχαίνω]
ξεμπροστιάζω (απογυμνώνω, εκθέτω) [ξεμπροστιάζομαι=ρεζιλεύομαι]
ξεμυτίζω (ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι, ανακύπτω,
ξεφυτρώνω, επιφαίνομαι, ξετσουπίζω)
ξενιτεύομαι (αποδημώ, μισεύω, εκπατρίζομαι)
ξενοιάζω (ηρεμώ, ξεσκοτίζομαι, αμεριμνώ, χαρατεύω, ξαλεγράρω, ξεπελαγώνω)
ξενομανώ (αλλοτριονομώ)
ξεντροπιάζω (ευφημίζω)
ξενυχτώ (αγρυπνώ, διανυκτερεύω, απονυκτερεύω, ολονυκτίζω) [εναυλίζω=εννυχεύω]
ξενώνω (εκποιώ, πωλώ) [λιανοπουλώ=παλιγκαπηλεύω]
ξεξασπρίζω (καταλευκαίνω) [λευκαθίζω=ασπρολογώ]
ξεπαγιάζω (μαργώνω)
ξεπαγώνω (αποψύχω) [αποψύχομαι=ξεπαγώνω]
ξεπακιάζομαι (παραφορτώνομαι)
ξεπαπουτσώνω (υπολύω, ξυπολύνω)
ξεπαραδιάζομαι (καταξοδεύομαι, ξηλώνομαι, ξεπενταρίζομαι, ξεπουγκίζομαι)
ξεπαρθενεύω (αποπαρθενεύω, διακορεύω, προυνικεύω) [διαπαρθενεύω=διακορίζω] [ξεπαρθενεύομαι=διακορεύομαι]
ξεπατηκώνω (αντιγράφω, ξεσηκώνω, αποτυπώνω, αναπαριστάνω, αποπλάσσομαι)
ξεπέφτω (παρακμάζω, ξεφουσκώνω, ξεφτώ)
ξεπηδώ (εκπηγάζω, εκπορεύομαι)
ξεπιάνομαι (ανακουφίζομαι, απαλγώ)
ξεπλένω (απονίζω, απονίπτω, διακλύζω, ξεβγάζω, εκνίζω) [αποκλύζω=καλοπλένω, μοσχοπλένω]
ξεποδαριάζω (ξεθεώνω)[ξεποδαριάζομαι=ξεθεώνομαι]
ξεπορτίζω (ξεμυτίζω)
ξεπουλώ (εκποιώ, απεμπολώ, ξεκάνω) [εμπολώ=εμπορεύομαι]
ξεπουπουλιάζομαι (μαδιέμαι, πτερορροώ, τίλλομαι)
ξεπρεσάρω (ξεσφίγγω) [ξεπρεσάρεται=ξεσφίγγεται]
ξεραίνω (στεγνώνω, εξικμάζω, αποφώζω) [ξεραίνομαι=στεγνώνω, κατασκιρούμαι]
ξερηχαίνω (αναβαθαίνω) [ρηχαίνω=ξεβαθαίνω]
ξεριζώνω (αφανίζω) [πρεμνίζω=εκριζώνω] [ξεριζώνομαι=αφανίζομαι]
ξερνώ (εξεμώ, εκχύνω)
ξερογλείφομαι (λιγουρεύομαι)
ξεροσταλιάζω (στήνομαι, περιμένω, καρτερώ)[ξεροσταλιάζομαι=καρτερώ]
ξεσαβουριάζω (αφερματίζω)
ξεσαλώνω (αποχαλινώνομαι, παρεκτρέπομαι, εκτροχιάζομαι) [ξεσαλώνομαι=παραφέρομαι]
ξεσηκώνω (διεγείρω) [ξεσηκώνομαι=εξεγείρομαι, επαναστατώ]
ξεσκαλώνω (ξεμπλέκω, ξεσέρνω) [ξεσκαλώνομαι=απαγκιστρώνομαι, ξεπιάνομαι] [ξεμπλέκομαι=ξεχωρίζομαι, αποπλέκομαι] [εμπλέκομαι=αναμειγνύομαι, εγκατειλούμαι]
ξεσκαρτάρω (αποδιαλέγω)
ξεσκεπάζω (φανερώνω, ξεκουκουλώνω, ξεσκουφώνω, ξεκαπελώνω) [κατερευνώ=ξεσκεπάζω]
ξεσκίζω (κατακομματιάζω, κατακόπτω, διακείρω, κατασχίζω)
ξεσκονίζω (καθαρίζω) [κουρνιαχτίζομαι=σκονίζομαι]
ξεσπάει (αρχίζει, κινάει)
ξεσπαθώνω (ξεσπώ) [σπαθίζω=σπαθοκοπώ]
ξεσπιτίζω (εξοικίζω) [ξεσπιτίζομαι=ξεσπιτώνομαι]
ξεσπώ (εκρήγνυμαι)
ξεσταχίζω (σταχυοβολώ, σταχυοφυώ)
ξεστολίζω (αποκοσμώ)
ξεστραβώνομαι (διαφωτίζομαι)
ξεστραβώνω (ισιώνω)
ξεστρατίζω (παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, λοξοδρομώ,
παρεκβαίνω, λοξοπορώ, ντελαπάρω, λοξεύω) [παρεκτρέπω=ξεστρατίζω] [ξεστρατίζομαι=παραστρατώ]
ξεστρίβω (χαλαρώνω, ξεσφίγγω)
ξεσυνηθίζω (ξεμαθαίνω, απεθίζω, αποσυνεθίζω)
ξεταπώνω (εκπωματίζω, αποπωματίζω, ξεπωματίζω) [ξεταπώνομαι=εκπωματίζομαι]
ξεταιριάζω (αποσυναρμολογώ)
ξετικάρω (αποεπιλέγω, ξετσεκάρω)
ξετινάζω (ξεπαραδιάζω) [ξετινάζομαι=ξεπαραδιάζομαι]
ξετρελαίνομαι (ενθουσιάζομαι)
ξετρελαίνω (μαγεύω)
ξετρυπώνω (ξεπροβάλλω, αναβγαίνω, αναφαίνομαι) [ξετρυπώθηκε=αποκαλύφθηκε]
ξετσαλακώνω (ισιάζω, ευθειοποιώ) [ξετσαλακώνομαι=ισιώνομαι]
ξετσαουλιάζομαι (ξεσαγονιάζομαι)
ξεφεύγω (γλιτώνω, αλεύομαι, αλύσκω, αλεείνω, αλυσκάνω)
ξεφλουδίζω (αποφλοιώνω, απολεπίζω, εκβολβίζω, πτίσσω,
αποκαυκαλίζω, εκλεπίζω, φλοΐζω, λεπυριώ) [ξεφλουδίζομαι=απολεπίζομαι, αποφλοιώνομαι]
ξεφορτώνομαι (ξεμπλέκω, ξεκάνω, ξεμπερδεύω)
ξεφουρνίζω (ξεστομίζω) [φουρνίζω=κλιβανίζω] [ξεφουρνίστηκε=ξεστομίστηκε]
ξεφράζω (ξεβουλώνω, ξεμπουκώνω) [φράζω=εμπακτώ, εμφράσσω, εμβύω] [ξεφράχτηκε=ξεβουλώθηκε]
ξεφτιλίζω (ταπεινώνω) [εκταπεινώ=αποβηματίζω] [ξεφτιλίζομαι=ταπεινώνομαι]
ξεφυλλίζω (μετροφυλλώ, φυλλομετρώ, φυλλολογώ, φυλλουργώ)
ξεφυσώ (εκπνέω, αποπνέω, αποκαπύω) [ρουθουνίζω=μουσουνίζω, φριμάζω]
ξεχαρβαλιάζω (χαλνώ) [ξεχαρβαλιάζομαι=αποδιοργανώνομαι]
ξεχαρμανιάζω (αναψύχομαι) [ξεχαρμανιάστηκα=εκτονώθηκα]
ξεχασκίζω (αποσβολώνομαι, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, ατύζομαι, εξαφνίζομαι, θαυματίζομαι)
ξεχέζω (περιυβρίζω, μπινελικώνω) [καταχέζω=κατατιλώ]
ξεχειλώνω (χαλαρώνω, αποχάσκω) [ξεχειλώθηκε=παρατραβήχτηκε]
ξεψαρώνω (αναθαρρεύω) [ψαρώνω=υποτρομώ] [ξεψαρώνομαι=ξεδειλιώ]
ξεψειρίζω (αποφθειριώ, ξεκονιδιάζω)
ξεψυχίζω (πεθαίνω) [ξεψυχώ=ψυχοπαραδίνω]
ξηλώνω (ξεράβω) [ξηλώνομαι=ξεράβομαι]
ξηραίνω (σκέλλω, στεγνώνω, ανικμάζω, τερσαίνω, ισχνώ, καγκαίνω, σειραίνω) [κατασκέλλομαι=αποσκελετώνομαι] [καταυαίνω=καταξηραίνω, αποφρύγω] [ξηραίνομαι=στεγνώνω, αυαίνομαι]
ξινίζω (οξίζω)
ξοδεύω (δαπανώ, σπαταλώ, ξοδιάζω)
ξουραφίζω (ξυρίζω, επιξυρώ, ξυραφίζω) [ξυστρίζω=στλεγγίζω] [ξυρίζομαι=ξυραφίζομαι, ξυρώμαι]
ξοφλώ (ξεχρεώνω, αποπληρώνω, νετάρω,
απαγαδίζω, χρεολυτώ, χρεοδοτώ)
ξυέται (ξύνεται)
ξυλεύεται (καρπώνεται, νέμεται)
ξυλιάζω (παγώνω, αποξυλούμαι)
ξύνω (λειαίνω, ξέω) [αποξύνω=αποκναίω, αποτρίβω] [ξύνομαι=αποξέομαι, κνήθομαι, κνώμαι]
ξυπνώ (αφυπνίζω, επεγείρω) [ορθρίζω=αγουροξυπνώ, επορθρεύω, αυγίζω]
ξυπολιέμαι (υπολύομαι, ανυποδητώ)
ξωπετάνε (εκπαραθυρώνουν) [θυροκοπώ=θυροκρουστώ, θυροκροτώ]
Ο
ογκώνω (διαστέλλω, φουσκώνω) [ογκώνομαι=μεγεθύνομαι]
όγκωσα (χόρτασα, ταράτσωσα)
οδεύω (πορεύομαι, προχωρώ, δρομώνω, δρομώ) [εφοδεύω=κερκετεύω, περιπολώ] [διεξοδεύω=εκφεύγω]
οδοιπορώ (πεζοπορώ, ατραπίζω)
οδηγώ (άγω, φέρω, θεμώ, αγινώ, ηγηλάζω) [οδηγούμαι=κατευθύνομαι]
οδύρομαι (θρηνώ, κλαίω, πλαντάζω, βρέμω, χουχουλιέμαι, ποτνιώμαι, κινύρομαι, εξαιάζω)
οιδαίνω (πρήζομαι, τουμπανιάζω, ογκυλούμαι, διογκώνομαι, εξογκώνομαι, ορκεύω, εξοιδαίνομαι, κονδυλούμαι, νταουλιάζω) [οιδοποιώ=εξογκώνω]
οικειοποιούμαι (σφετερίζομαι, εξιδιάζομαι, παραιρούμαι)
οικοδομώ (κτίζω, θεμελιώνω, οικοποιώ) [ανοικοδομώ=ξαναχτίζω]
οικονομώ (αποταμιεύω, ποτάζω) [ταμιεύομαι=αποταμιεύω] [οικονομούμαι=αποταμιεύομαι]
οικτίρω (ευσπλαχνίζομαι, λυπούμαι, συμπονώ, ψυχοπονώ, μετασυμπασχίζω) [οικτίρομαι=συμπονούμαι]
οινοποτώ (κρασοπίνω) [υδροποτώ=υδατοποτώ]
οινοχοώ (κρασοκερνώ) [οινοχόος=κρασοκεραστής]
οιστρηλατούμαι (παθιάζομαι) [εξοιστρώ=μανιουργώ]
οιωνίζομαι (προφητεύω, χρηστηριάζω, ορνιθεύομαι, οιωνοσκοπώ, κληδονίζομαι) [οιωνός=πτηνόν, όρνις]
οκλάζω (κιμβάζω, ανακουρκουδίζω, ανακλαδίζομαι, κουκουβίζω, σκιμβάζω) [=κάθημαι οκλαδόν]
οκνοποιώ (οκνηρεύω)
οκνώ (τεμπελιάζω, ραθυμώ, νωθρεύω, σελεμίζω, κατασχολάζω,
ακαματεύω, κοπροσκυλιάζω, απρακτώ, χασομερώ, ραστωνεύω)
ολβιώ (μακαριώ)
ολιγοδρανώ (χαλαρώνομαι, λιποτονώ)
ολιγορρημονώ (ολιγολαλώ)
ολιγωρώ (αμελώ, αδιαφορώ, αωρώ, ευωριάζω, καταβλακεύω)
ολισθαίνω (γλιστρώ, ολισθράζω)
ολοκαυτώ (απανθρακώ, ολοκαώ, ολοκαυτίζω) [=θυσιάζω στην πυρά ολομελή θύματα]
ολοκληρώνεται (περατώνεται)
ολοκληρώνω (αρτιώνω, συμπληρώνω, διεκπεραίνω)
ολοφύρομαι (θρηνώ, οδύρομαι, ολολύζω, θρηνοβολώ, αιάζω, καταστενάζω, βαρυαναστενάζω)
ομαλύνω (ισιάζω, ισοπεδώνω, διομαλίζω, επιπεδώνω, απεδίζω)
ομιλώ (κουβεντιάζω, συζητώ, διαλέγομαι, μασλατεύω)
ομιχλούμαι (καταχνιάζομαι)
ομνύω (ορκίζομαι, ομόνω, ορκοδοτώ, ορκωμοτώ, αμόνω, ορκοποιούμαι) [ορκοπατώ=ορκοπαραβατώ]
ομογνωμονώ (συμφωνώ, συμπλέω, συστοιχούμαι, ομοψηφώ, συμπνέω)
ομοδυναμώ (ισοδυναμώ, ταυτοδυναμώ)
ομολογώ (συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω, επευδοκώ) [αυθομολογείται=καταφαίνεται]
ομορφαίνω (καλλωπίζω, στολίζω)
ομοφωνώ (ομοδογματώ, ταυτοφωνώ, ισογνωμώ)
ομοφρονώ (ομοδοξώ, ομονοώ, ομοθυμώ)
ομοψηφώ (συγκατατίθεμαι, ανθομολογώ)
ονειδίζω (κατηγορώ, κατακρίνω, προσβάλλω, θίγω, καθάπτομαι) [ονειδίζομαι=κακολογούμαι]
ονειρεύομαι (ενυπνιάζομαι, νείρομαι)
ονειροπολώ (φαντασιοκοπώ, ονειροβατώ) [ουρανοπλοώ=ουρανοβατώ, ουρανοδρομώ, ουρανοφοιτώ]
ονομάζω (αποκαλώ, προσαγορεύω, φωνώ) [επονομάζομαι=επικαλούμαι, επωνυμούμαι, κλεΐζομαι=ονομάζομαι] [διονομάζομαι=διαθρυλούμαι, φημίζομαι]
ονοματοποιώ (ονοματουργώ)
ονυχοκοπώ (περιονυχίζω, απονυχίζω)
οξειδώνομαι (σκουριάζω, κατιούμαι) [εκσκωριάζω=ξεσκουριάζω]
οξύνω (εντείνω) [οξύνομαι=εντείνομαι]
οπισθοδρομώ (οπισθοχωρώ, ανατροχάζω, υποποδίζω)
οπλίζω (αρματώνω, οπλοδοτώ)
οπτεύω (ορώ)
οραματίζομαι (οπτασιάζομαι)
οργανώνω (τακτοποιώ, εξευθετίζω) [οργανώνομαι=συγκροτούμαι]
οργίζομαι (θυμώνω, αγανακτώ, σκυλιάζω, κακιώνω, οκριώμαι)
οργίζω (εξάπτω, ερεθίζω, συγχύζω)
οργώνω (αροτριώ, αλετρίζω, υνιάζω, ζευγαρίζω, αροτριάζω, καματεύω, αροτρεύω, αλετρεύω, βοωτώ, εχετλεύω) [οργώνομαι=αροτριώμαι]
ορέγομαι (επιθυμώ, θέλω, λιμπίζομαι, γλίχομαι, επέλδομαι)
οριστικοποιώ (παγιώνω) [οριστικοποιούμαι=παγιώνομαι]
ορθιάζω (ορθοστήνω, ορθώνω)
ορθοποδώ (ευδοκιμώ, ευημερώ)
ορθορρημονώ (ορθοεπώ, ορθολογώ, ορθολεκτώ, απαρτιλογώ)
ορθοτομώ (καλοσυμβουλεύω, δαδουχώ, αναδιδάσκω) [κακοβουλεύω=κακοδιδασκαλώ]
ορθώνομαι (στυλώνομαι, σηκώνομαι, υψώνομαι)
ορθώνω (υψώνω, σηκώνω, επαίρω)
ορίζω (διατάσσω, επιβάλλω, καθορίζω)
ορμίζω (προσαράσσω, αγκυροβολώ, αγκυρώνω)
ορμώ (χιμίζω, επιτίθεμαι, βουρώ, γιουρντώ, μουντάρω, επιπίπτω, επιτροχώ, επιτρέχω, θυμοβολώ)
ορμώμαι (κατάγομαι)
οροθετώ (οροσημαίνω, οριοθετώ, διαχαράσσω) [οροθετούμαι=οροσημαίνομαι]
ορρωδώ (φοβούμαι, δειλιάζω, πτήσσω, πτύρομαι) [ξεθαρρεύω=ξεδειλιώ]
οσμώμαι (οσφραίνομαι)
οσφραίνομαι (οσμίζομαι, μυρίζω) [μυροβλύζω=μυροβλυτώ] [μυρώνω=μυραλειφώ] [μυροβολώ=μυροδοτώ]
ουδετεροποιούμαι (αποσυνδέομαι, αποδεσμεύομαι)
ουρανοβατώ (νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ)
ουρλιάζω (σκούζω, σκληρίζω, τσιρίζω, στριγγλίζω, κούζω, ορεχθώ, επωρύω)
οχλαγωγώ (θορυβοποιώ, ομαδώ)
οχυρώνω (ταμπουρώνω, οχυροποιώ) [οχυροποιούμαι=οχυρώνω]
οψίζει (υστερίζει) [εσχατίζω=υστερίζω]
οψιμίζει (οψιμοκαρπίζει)
Π
παγιδεύω (τσακώνω) [ενεδρεύομαι=παγιδεύομαι, κρυπτεύομαι]
παζαρεύω (διαπραγματεύομαι)
παθαίνω (υφίσταμαι) [συχνοπαθαίνω=πολυπαθαίνω]
παθιάζομαι (συγκινούμαι, ενθουσιάζομαι, παθαίνομαι)
παιδαγωγώ (διδάσκω, εκπαιδεύω, ανατρέφω, μορφώνω, πωλοδαμνώ) [παιδαγωγούμαι=γαλουχιέμαι]
παιδεύω (βασανίζω, τυραννώ) [τυραγνώ=μαγκλαβίζω, σκεντσεύω]
παιδιαρίζω (παιδιακίζω, μειρακεύομαι, μωρουδίζω, νηπιαχεύω,
νηπιάζω, νηπυτιεύομαι, παιδαριεύομαι, νηπιεύομαι)
παιδοκομώ (παιδοτροφώ) [κομώ=περιποιούμαι]
παιδοφιλώ (παιδεραστώ)
παιδοφονώ (παιδοκτονώ)
παίζεται (διακυβεύεται)
παίζω (διασκεδάζω, αστειεύομαι, αθύρω) [χαρτοπαίζω=χαρτοπαικτώ]
παίρνω (δέχομαι, λαμβάνω) [παίρνομαι=αρπάζομαι]
πακετάρω (συσκευάζω, αμπαλάρω) [πακετάρομαι=συσκευάζομαι, αμπαλάρομαι]
παλαβώνω (μουρλαίνω) [αποτρελαίνω=απομουρλαίνω]
παλαντζάρει (ανεβοκατεβαίνει, κυμαίνεται)
παλεύω (αγωνίζομαι, μάχομαι, εναθλώ) [παλαιμονώ=παλαιστώ, παλαιστής=αγωνιστής, μαχητής]
παλιλλογώ (ταυτολογώ, ταυτοεπώ)
παλινωδώ (αναιρώ, ανακαλώ, αποκυρώ)
παλιώνω (πολυκαιρίζω, μπαγιατεύω) [εωλίζομαι=μπαγιατεύω] [παλαιούμαι=φθείρομαι]
πάλλω (σείω, κραδαίνω)
παλουκώνω (ανασκολοπίζω, ανασκινδυλεύω, ανασταυρώ) [ξεσουβλίζω=αποβελίζω]
πανικοβάλλω (τρομάζω)
παντελονιάζω (εισπράττω)
παντρεύω (νυμφεύω, συζεύγω) [ευγαμώ=καλοπαντρεύομαι] [κακοπαντρεύομαι=αδικοπαντρεύομαι] [διαμηρίζω=απαυτώνω, σπεκλώ, συνουσιάζομαι]
πανωθιάζω (στοιβάζω, επεισκυκλώ, κορθύνω)[πανωθιάζομαι=στοιβάζομαι]
παξιμαδιάζω (καταστραγγίζομαι)
παπουτσώνω (ποδεύω, ποδένω) [παπουτσώνομαι=ποδένομαι]
παραβαίνω (παραβιάζω, καταπατώ, παρατυπώ, καταστρατηγώ, παρεγχειρώ) [χακάρω=παραβιάζω, παρεγχειρώ] [παραβιάζεται=διασαλεύται, διαταράσσεται] [αντινομώ=παρατυπώ]
παραβάλλω (συγκρίνω, παρομοιώνω, αντεξετάζω, παραμετρώ, παρεικάζω) [παραβάλλομαι=συγκρίνομαι, συμμετρούμαι, αντεξετάζομαι, αντιμετριέμαι]
παραβγαίνω (αναμετριέμαι)
παραβλέπω (υπομένω, ανέχομαι) [αβακώ=παραβλέπω] [παραβλέπομαι=περιφρονούμαι, αδοξούμαι, αμελούμαι]
παραγνωρίζω (υποτιμώ, αλαφροπαίρνω) [παραγνωρίζομαι=υποτιμώμαι]
παραγνωρίζω (αλλογνοώ) [=εκλαμβάνω κάτι ως κάτι άλλο]
παραγράφω (σβήνω, εξαλείφω) [παραγράφομαι=εξαλείφομαι]
παράγω (αποφέρω, αποδίδω, ευφορώ, γενεσιουργώ, ζαφορώ, ευγονώ, πολυφορώ, ευδιαφορώ)
παραδέχομαι (αποδέχομαι, εγκρίνω, καθομολογώ, προσυπογράφω)
παραδίνομαι (υποκύπτω)
παραδοξολογώ (τερατολογώ)
παραέγινε (υπερωρίμασε)
παραθέτω (παραλληλίζω)
παραισθάνομαι (παρερμηνεύω, κενοπαθώ) [παραίσθηση=παραποιημένη παράσταση]
παραιτούμαι (αποτραβιέμαι, εγκαταλείπω, αδιαφορώ)
παρακάμπτω (προσπερνώ, προσδιαβαίνω) [παρακάμπτομαι=παραμερίζομαι]
παρακάνω (παραξηλώνω)
παρακινώ (κελεύω, παροτρύνω) [παρακινούμαι=παροτρύνομαι, προτρέπομαι]
παρακολουθώ (κατασκοπεύω, μετιχνιώμαι) [παρακολουθούμαι=επιβλέπομαι, επιτηρούμαι, κατασκοπεύομαι]
παρακούω (απειθαρχώ)
παρακρατάει (παρατραβάει, παραβαστάει, παραγίνεται) [παραβαστώ=παρακρατώ]
παρακρούομαι (καταλαιπωρούμαι, περισσοπαθώ, περικακώ) [μυριοτσιγαρίζομαι=τυραννιέμαι]
παρακωλύω (παρεμποδίζω) [παρακωλύομαι=φρενάρομαι, εμποδίζομαι]
παραλαμβάνω (εκδέχομαι) [παραλαμβάνομαι=διακομίζομαι]
παραλλάσσω (τροποποιώ, αλλοτροπώ)
παραλείπω (παρατώ, προσπερνώ) [παραλείπομαι=παραμερίζομαι]
παραληρώ (παραμιλώ, μονολογώ) [φρενιτίζω=παραλαλώ, φρενίτιδα=ντελίριο]
παραλληλίζω (παραβάλλω, παρομοιάζω, προσομοιώνω) [παραλληλίζομαι=παρομοιάζομαι]
παραλογίζομαι (μαίνομαι, ανοηταίνω, καταλυττώ, ευηθεύομαι,
ανισορροπώ, αφρονώ, αλογιστώ) [εκμαργούμαι=εκμαίνομαι]
παραλύω (εξασθενώ) [ξεστρίβομαι=παραλύω]
παραμακραίνω (παρατεντώνω) [παραμακραίνομαι=παρατεντώνομαι]
παραμελώ (αδιαφορώ, απομεριμνώ, παραρραθυμώ)
παραμερίζω (παραγκωνίζω, αναμεριάζω,
υποσκελίζω, απαριάζω, περιθωριοποιώ, ακρίζω)
παραμονεύω (ελλοχεύω, ενεδρεύω, καραουλίζω, αμφιδοκεύω, λοχάζω)
παραμορφώνω (διαστρεβλώνω)
παραμυθιάζω (παραπείθω, ξεγελώ, γελγηθεύω) [παραμυθιάζομαι=κανάρομαι]
παραμυθολογώ (παραμυθεύγω) [μυθοποιώ=μυθουργώ, μυθοπλαστώ]
παρανομώ (αδικώ, αθεμιτουργώ, παραθεμιστεύω) [φιλοδικώ=πολυδικώ]
παρανοώ (παρεξηγώ, παρυπολαμβάνω) [παρανοούμαι=παρεξηγούμαι]
παραπαίρνω (συμπαρασύρω) [παραπαίρνομαι=περιφέρομαι]
παραπαίω (τρικλίζω, νταλοδέρνω, τρεκλοπερπατώ)
παραπετιέμαι (παραμελούμαι) [παραπετώ=παραρίπτω]
παραποδίζω (περδικλώνομαι)
παραποιώ (αλλοιώνω, μεταβάλλω, απαλλοτριώνω, παραποιητεύομαι)
παραπονιέμαι (διαμαρτύρομαι, αποικτίζομαι, προσκλαίομαι)
παρασέρνω (παραπλανώ, συγκαταβιβάζω, εκκοβαλικεύομαι) [παρασέρνομαι=παρεκτρέπομαι] [εκτρέπομαι=αποπλανώμαι]
παρασιτεύω (σελεμίζω) [ψωμοτρώγω=παρασιτώ] [ψευτοτρώγω=κακοτρώω, κακοτροφώ] [κρυφοτρώγω=λαθροφαγώ, υπεκτρώγω]
παρασιωπώ (παρατρέχω)
παρασπονδώ (αθετώ, παραβαίνω, παρορκώ)
παραστρατώ (λοξοδρομώ, εξερωώ, παρεξοδεύω)
παρασυμβάλλομαι (εξομοιώνομαι, ομοιούμαι)
παρασύρομαι (φέρομαι) [φέρεται=φημολογείται]
παρατάσσω (αραδιάζω, στιχίζω, παραθριγκίζω) [παρατάσσομαι=στοιχίζομαι]
παρατείνω (τρενάρω, παρελκύω, επιβραδύνω, απομηκύνω,
μηκύνω, μακραίνω, μακροχρονίζω, διαιωνίζω) [παρατείνομαι=επιμηκύνομαι]
παρατηρώ (κοιτάζω, βλέπω, ατενίζω, αντρανίζω, εντρανίζω, εισορώ, ενατενίζω, αθρώ) [παρατηρούμαι=βλέπομαι, ορώμαι]
παρατρέφω (υπερσιτίζω) [παρατρέφομαι=υπερσιτίζομαι, υπερτρέφομαι]
παρατώ (αφήνω, εγκαταλείπω, προλείπω, εκπρολείπω) [ακαθεκτώ=παρατώ, αφήνω, ακάθεκτος=ασυγκράτητος]
παραφέρομαι (παρεκτρέπομαι, εκμαίνομαι, ατοπώ)
παραφορτώνω (υπερφορτώνω) [παραφορτώνομαι=υπερφορτώνομαι]
παραφρονώ (τρελαίνομαι, παραλογιάζω, αλλοφάσσω, φορμίζω,
βουρλαίνομαι, αλλοφρονώ, μουρλαίνομαι, κρούζομαι, δαιμονώ,
ζουρλαίνομαι, λωλαίνομαι, λωλεύω, αεροπαίρνω)
παραχαϊδεύω (κακοπαιδεύω) [παραχαϊδεύομαι=χαϊδολογιέμαι]
παραχαράσσω (παραποιώ, παρασημαίνω) [παραχαράσσομαι=παραποιούμαι]
παραχώνω (θάβω, τυμβεύω, καταχωνιάζω) [τυμβωρυχώ=τυμβορυκτώ] [παραχώνομαι=καταχωνιάζομαι]
παραχωρώ (δίνω, παραδίδω) [μεταχωρώ=μετακινούμαι] [παραχωρούμαι=δίνομαι, απονέμομαι]
παρδαλίζω (προστυχεύω)
παρέδραμε (προσπέρασε)
παρεισδύω (παρεισφρέω, υφέρπω, παρεισέρχομαι, υποικουρώ, παραδύομαι)
παρεκτρέπομαι (παραστρατώ)
παρενείρω (παρεμβάλλω, παρενθέτω, παρείρω, παρεντάσσω)
παρεμβύω (ονθυλεύω, παραγεμίζω, μονθυλεύω) [παρέμβυσμα=το παρεμβαλλόμενον μεταξύ δύο μερών]
παρενοχλώ (πειράζω) [παρενοχλούμαι=πειράζομαι]
παρεντίθεμαι (παρεμβάλλομαι)
παραξενεύω (εκπλήσσω)
παρεξηγώ (παρανοώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω, παρεκδέχομαι, στραβοκαταλαβαίνω) [παρεξηγούμαι=παρερμηνεύομαι]
παρέρχομαι (περνώ, φεύγω, παροδεύω, παροίχομαι) [παρωχημένος χρόνος=ο παρελθών χρόνος] [παρελαύνω=παρέρχομαι]
παρευρίσκομαι (παρίσταμαι, παρυπάρχω) [παραστέκω=παραστατώ]
παρέχω (δίνω, προσφέρω) [αποτίω=αποδίδω] [παρέχομαι=χορηγούμαι]
παρηγορώ (ενθαρρύνω, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω, θαρσοποιώ, θυμοποιώ, αναθαρρύνω, θαρρύνω, καταφρονηματίζω, εμπτερώ) [παρηγορούμαι=εμψυχώνομαι]
παρρησιάζομαι (ευθυρρημονώ, ορθοστομώ, εκτρανώ)
παροινιάζω (κακοτροπεύομαι, κακοηθεύομαι)
παρομοιάζω (εξομοιώνω, προσεικάζω)
παροξύνομαι (εξάπτομαι)
παροπλίζω (αφοπλίζω) [παροπλίζομαι=ξαρματώνομαι, αφοπλίζομαι]
παροργίζω (εκνευρίζω)
παρορώ (παραβλέπω, αγνοώ) [ανεπιστημονώ=αγνοώ, αγνώσσω, ανεπιστήμων=αδαής]
παροτρύνω (κελεύω, παρακινώ, παρωθώ, παρορμώ)
παρουσιάζω (εκθέτω, επιδεικνύω, προβάλλω, μοστράρω, εμφανίζω, παραθέτω)
πασάρω (μεταβιβάζω) [πασάρεται=μεταβιβάζεται]
πασπαλίζω (περιχύνω, κουκκίζω, παλύνω) [αλευρώνω=αλευρογυρίζω, αμυλώνω] [αλατοπιπερώνω=πιπεραλατίζω]
πασπατεύω (θωπεύω, χαϊδεύω, κορίζομαι, χειροτριβώ, καταρρέζω, χαμουρεύω) [πασπατεύομαι=θωπεύομαι]
πασχίζω (προσπαθώ)
πάσχω (ασθενώ, νοσώ, υποφέρω, δεινοπαθώ, μοροπονώ) [συνομοιοπαθώ=ταυτοπαθώ, ήτοι παθαίνω τα ίδια, τα οποία υφίσταται κάποιος άλλος]
πάτα (ξεκουμπίσου, φύγε, στρίψε)
πατάσσω (χτυπώ, ράσσω) [αναπατάσσω=ξαναχτυπώ] [πατάχθηκε=χτυπήθηκε] [πατάσσομαι=πλήττομαι]
πατσίζω (εξισώνομαι) [εξισούμαι=αντιφερίζω]
πατώ (στηρίζομαι, εμβατεύω)
παύω (σταματώ, λήγω, διακόπτω, μνέσκω)
παφλάζω (κοχλάζω, φλοισβίζω, πομφολύζω)
παχαίνω (χοντραίνω) [μπαταλεύω=χονδρύνω] [πιαίνω=παχαίνω]
πεδικλώνομαι (σκοντάφτω)
πεζεύω (ξεκαβαλικεύω, αφιππεύω)
πεζολογώ (πεζολεκτώ, πεζογραφώ)
πεθαίνω (τελευτώ, εκπνέω, αποβιώνω, ολέκομαι) [αδικοπεθαίνω=αδικοπηγαίνω]
πειθαρχώ (υπακούω, ευπειθώ, θεληματεύω)
πείθω (ψήνω, καθησυχάζω, καλάρω)
πεινώ (λιμώττω, λιμάζω, ψωμολυσσώ, ψωμολιμάζω, βουλιμιώ)
πειράζω (ενοχλώ, εκνευρίζω, κεντρίζω, τσιγκλώ,
κουρντίζω, θίγω, πικάρω, σκιντώ, σεκάρω)
πεισματώνω (εξοργίζω, χολιάζω) [πεισματώνομαι=θυμώνω]
πεζοπορώ (πεζολατώ, περπατώ, οδοιπορώ, δρομοκοπώ, πεζοβατώ)
πελαγίζω (θαλασσεύω)
πελαγοδρομώ (παραπαίω, κουτουλιέμαι)
πελάζω (προσεγγίζω, πλησιάζω, προσβαίνω, πελάθω) [πιλνώ=προσεγγίζω]
πέμπω (στέλλω) [ανταποστέλλω=αντιπέμπω, επιστρέφω] [πέμπομαι=στέλλομαι] [παραπέμπω=μεταβιβάζω]
πενθώ (θλίβομαι, θρηνώ, άχνυμαι, οϊζύω) [βαρυπενθώ=δυσπενθώ, κατοδύρομαι, πολυδακρύζω] [αποπενθώ=ξεπενθώ]
πένομαι (στερούμαι, απορώ, λιμοκτονώ, λυσσοπεινώ, πενίχρομαι, λιπερνώ) [ζαπλουτώ=υπερπλουτώ, καταπλουτώ, πολυπλουτώ]
πέπτω (χωνεύω) [πέπτομαι=χωνεύομαι]
περαίνω (τελειώνω, εκπληρώνω, τερματίζω, περατώνω) [πεπερασμένος=ο έχων πέρας] [περαίνεται=περατώνεται]
περαιώνω (αποπερατώνω, τέλλω) [αποπερατώνομαι=αποτελειώνομαι, τελούμαι] [περαιούμαι=τελειοποιούμαι]
πέρδομαι (βδέω, αερίζομαι, κλάνω, πορδοκλάνω, αποματαΐζω)
περεχώ (περιβρέχω) [περικλύζομαι=περιρρέομαι, περιβρέχομαι]
περιάγω (περιφέρω, κυκλογυρίζω)
περιαυτολογώ (καυχιέμαι, αυτοεπαινούμαι)
περιβάλλω (περιτριγυρίζω, περικυκλώνω, περιθέω, περιθέτω, αμφινωμώ) [περιβάλλομαι=περιστοιχίζομαι]
περιγελώ (κοροϊδεύω, εκμυκτηρίζω)
περιγράφω (αναπαρασταίνω) [σπικάρω=περιγράφω] [έλα να σου σπικάρω δυο φωνήεντα=έλα να σου ψάλλω δυο φωνήεντα]
περιδιαβάζω (σουλατσάρω, γυροσεργιανίζω)
περιδινώ (στροβιλίζω, ανεμοκυκλίζω, στριφογυρίζω, ανακυκλίζω, ειλυφάζω, συστρέφω, περιστροβώ) [δινοποιώ=περιτινάσσω, δνοπαλίζω, ρυστάζω] [περιπαλάσσομαι=στροβιλίζομαι, στροφοδινούμαι, περιδινούμαι]
περιδρομιάζω (παρατρώγω, παραχορταίνω, υπογαστρίζομαι,
υπερσιτίζομαι, λαιμάσσω) [κατατρώω=δάπτω]
περιθάλπω (βοηθώ, παρηγορώ, κουράρω) [περιθάλπομαι=προστατεύομαι]
περιθωριοποιούμαι (παραγκωνίζομαι)
περικυκλώνω (αποκλείω, μπλοκάρω, πολιορκώ) [αμφιστρατώμαι=πολιορκώ, περιστρατοπεδεύομαι] [περικυκλώνομαι=περιζώνομαι] [περικυκλούμαι=πολιορκούμαι]
περικλείω (περιβάλλω, περιστοιχίζω, αμφιπολώ) [περικλείομαι=κυκλούμαι]
περιλαβαίνω (τσακώνω, περιαδράχνω, περιδράττομαι, κουτουπώνω, περιαρπάζω)
περιλαμβάνω (περιέχω)
περιμαζεύω (περιποιούμαι)
περιμένω (προσδοκώ, ελπίζω, απαντέχω)
περιοδεύω (τριγυρνάω, περιέρχομαι, περιπορεύομαι, περιοδοιπορώ)
περιορίζω (περιστέλλω, συναιρώ, κατείργω)
περιουσιάζω (πληθωρούμαι, ευπορώ, πλήθω) [περιουσία=πλούτος, ευπορία]
περιπαίζω (κοροϊδεύω)
περιπλέκω (δυσκολεύω, μπερδεύω, απαιολώ) [περιπλέκομαι=μπερδεύομαι]
περιπλανώμαι (περιφέρομαι, πλάζομαι, αλητεύω, αλαίνω, ηλασκάζω,
γκιζερίζω, αλανιαρίζω, τριγυρίζω, σουρτουκεύω, διαφοιτώ, ρεμβεύω,
ολογυρνώ, ρέμβομαι, πολεύω, περιπολίζω, οδοιπλανώ, ρέμπομαι, γυρολογώ, ηλάσκω, πλανύττω, περιφοιτώ, θυροδέρνω, αναστρωφώ, δινεύω, περιέρρω, πλανητεύω)
περιπολώ (πέλομαι, περιφέρομαι, περιπολεύω) [πολώ=στρέφω, περιφέρομαι]
περισκάπτω (σκαλίζω, αμφιλαχαίνω, σκαλιδεύω) [ξαναοργώνω=διβολίζω, δισκαφίζω, βωλοστροφώ]
περισκοπώ (περιβλέπω, περιορώ, περιαθρώ, περιδέρκομαι, αποπαπταίνω) [περιθεώμαι=περιωπώ]
περισσεύω (πλεονάζω) [παρέλκει=περιττεύει]
περιστρέφω (στριφογυρίζω, κυκλίζω, περιγυρίζω, τροχαλίζω, ρομβώ, ρυμβώ, κυκλοσοβώ, στρομβώ) [περιστρέφομαι=στρωφώμαι, κυκλοστρεφούμαι, περιδινίζομαι]
περισυνάγω (περισυλλέγω, περιμαζεύω) [ακανθολογώ=ακανθίζω]
περιτρέπομαι (αναποδογυρίζω, τουμπάρω)
περιττολογώ (πλατειάζω, παρακουβεντιάζω, σχολαστικίζω, τερθεύομαι, περισσοεπώ, πλατυστομώ)
περιφέρω (περιγυρίζω)
περιφρουρώ (προστατεύω, ασπίζω, δορυφορίζω) [περιφρουρούμαι=προστατεύομαι]
περιχαρακώνω (οχυρώνω) [περισταυρώ=περιχαρακώνω] [περιχαρακώνομαι=οχυρώνομαι]
περνώ (διέρχομαι, διοδεύω, διελαύνω) [συχνοπερνώ=συχνοδιαβαίνω, περνοδιαβαίνω] [περνιέμαι= εκλαμβάνομαι, π.χ. περνιέσαι για ωραίος;] [υπάρχει και η γραφή ‘’παιρνιέμαι’’]
περόνιασε (διαπέρασε, επηρέασε, σάρκωσε)
περπατώ (βαδίζω, πορεύομαι, σεργιανίζω, περιδιαβάζω, σουλατσάρω)
πεταλώνω (καλιγώνω) [πεταλώνομαι=καλιγώνομαι] [ξεπεταλώνω=ξεκαλιγώνω]
πεταρίζει (σκιρτάει)
πετρώνω (απολιθώνομαι, στουμπιάζω, αποπετρούμαι) [λιθοποιώ=απολιθώνω]
πετσιάζω (κοριάζω)
πετσικάρει (σκεβρώνει) [σκέβρωμα=κύρτωση]
πετυχαίνω (καταφέρνω)
πηγάζω (απορρέω)
πηγαινοέρχομαι (σουρμανάω, τραβολογιέμαι, ποιπνύω, πωλεύμαι)
πηγαίνω (προχωρώ, πορεύομαι, κατευθύνομαι, κινούμαι, πετάγομαι, οίχομαι) [συχνοπηγαίνω=πολυπηγαίνω]
πηδαλιουχώ (κατευθύνω, καθοδηγώ, τιμονεύω, οιακίζω, οιακονομώ, οιακοστροφώ)
πήζω (πηκτώνομαι) [διαπήσσω=πήζω] [πήγνυμαι=στερεοποιούμαι]
πηλώνομαι (λασπώνομαι, πηλούμαι)
πηνίζω (καρουλιάζω, μασουριάζω) [αναπηνίζομαι=περιελίσσομαι, σπειρώμαι]
πηχτώνω (συμπυκνώνω, πυκνοποιώ)
πιάνω (συλλαμβάνω, γραπώνω, μπαγλαρώνω, μάρπτω)
πιέζω (αναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω, αγχώνω)
πικάρω (χολώνω) [πικάρομαι=χολώνομαι]
πικραίνω (στενοχωρώ, λυπώ) [πικραίνομαι=στενοχωριέμαι]
πιλατεύω (ενοχλώ, βασανίζω, μαγκλαβίζω)
πίνω (ρουφώ, αναρροιβδώ, κοτσώνω)
πιπιλίζω (επαναλαμβάνω, ξαναλέω, διλογώ, δισσολογώ, επαναλέγω) [πιπιλίζεται=αναμασιέται]
πιστεύω (ελπίζω, νομίζω) [διαπιστεύομαι=επιπρεσβεύομαι]
πιστομίζω (αναποδογυρίζω, αναποδοβολώ)
πιστοποιώ (επικυρώνω, βεβαιώνω, συνεπιμαρτυρώ) [αυθεντικοποιώ=πιστοποιώ, ήτοι καθιστώ έγκυρόν τι] [πιστοποιούμαι=επιβεβαιώνομαι]
πιστούμαι (υπόσχομαι)
πιστρώνομαι (στρογγυλοκάθομαι)
πιστρώνω (αναδιπλώνω) [επιπλώνω=μομπιλάρω]
πισωδρομώ (οπισθοχωρώ) [παγοδρομώ=πατινάρω]
πισωκωλιάζω (εμποδίζω ή πισωβολώ)
πιττακώνω (διαπλατύνω)
πλάθω (μορφοποιώ, σχηματοποιώ, πλαστουργώ, πλάσσω, διαμορφώνω) [κοσμοποιώ=κοσμουργώ] [πλάθομαι=σχηματίζομαι, πλάσσομαι, διαμορφώνομαι]
πλαισιώνω (περιστοιχίζω) [πλαισιώνομαι=περιστοιχίζομαι]
πλακώνω (συμπιέζω, συνθλίβω, ζουπακιάζω, πιλώ, νάσσω, καταπιλώ) [πλακώνομαι=σκεπάζομαι]
πλαλάω (τρέχω, λιταργίζω) [εντρέχω=ενδρομώ] [περιτρέχω=αμφιτρέχω, περιελαύνω]
πλανίζω (ροκανίζω, πλανάρω)
πλανώ (ξεγελώ, εξαπατώ, παραπείθω, παγιδεύω, περιβουκολώ, λουρδεύω)
πλαταγίζω (ροχθώ)
πλαταίνω (ευρύνω)
πλατσιουρίζω (πλατσανάω, τσαλαβουτάω)
πλέκω (συνθέτω) [πλεκώ=αυτώνω, βινώ] [πλέκομαι=συνδέομαι]
πλένω (διηθώ, καθαρίζω)
πλεονάζω (αφθονώ, περισσεύω)
πλεονεκτώ (υπερέχω, υπερτερώ, ταμαχιάζω, υπερανίσχω, προτερώ)
πλευρίζω (διπλαρώνω)
πλευροκοπώ (πλαγιοκοπώ) [πλευροκοπούμαι=πιέζομαι]
πλέω (νηοπορώ, αρμενίζω, πλωΐζω, πλωτεύω, πλώω) [ορθοπλοώ=ουριοδρομώ]
πληγώνω (πλήττω, χτυπώ) [διελκώ=καταπληγώνω, κατατραυματίζω]
πληθαίνω (πολλαπλασιάζομαι, μυριάζω, κυβίζομαι) [πληθύνω=πολλαίνω, πολύνω]
πλημμυρίζω (ξεχειλίζω, κατακλύζω, υπερκλύζω) [κατακλύζομαι=υπερκαλύπτομαι, υπερπληρούμαι, πλημμυρίζομαι]
πληροφορούμαι (διδάσκομαι, μαθαίνω)
πληροφορώ (ενημερώνω)
πληρώ (γεμίζω)
πλησιάζω (πελάζω, προσεγγίζω) [πλησιάζομαι=προσεγγίζομαι]
πλήττω (χτυπώ, πληγώνω, κατακρούω) [κλικάρω=πλήττω, χτυπώ, π.χ. κλίκαρε με το ποντίκι του υπολογιστή στον παρακάτω σύνδεσμο] [πλήττομαι=πληγώνομαι, βάλλομαι]
πλιατσικολογώ (λαφυραγωγώ, συλαγωγώ) [πλιατσικολογούμαι=λαφυραγωγούμαι, λεηλατούμαι]
πλινθοποιώ (πλινθουργώ, πλινθεύω)
πλοηγώ (πιλοτάρω, πηδαλιουχώ) [πλοηγούμαι=πηδαλιουχούμαι]
πλουμίζω (στολίζω, καταποικίλλω) [πλουμίζομαι=διαποικίλλομαι] [χρυσοπλουμίζω=χρυσοϋφαίνω, χρυσοκεντώ]
πλουταίνω (ευπορώ, ματσώνομαι, καλοβαστιέμαι, αρχονταίνω) [Φραγκώνομαι=ματσώνομαι, φραγκωμένος=ματσωμένος] [ευηφενώ=καλοβαστιέμαι]
πνίγω (απαγχονίζω, στραγγαλίζω, κρούβω, καρυδώνω, απάγχω) [απαγχονίζομαι=απάγχομαι]
ποδαρίζω (ποδοχτυπώ, κατακροαίνω, ποδοκροτώ, φτερνοκοπώ)
ποδένομαι (παπουτσώνομαι, υποδούμαι, υποδέω)
ποδηγετώ (καθοδηγώ) [ποδηγετούμαι=καθοδηγούμαι]
ποδίζω (αράζω, αγκυροβολώ, εφορμίζω, λιμενίζω)
ποδοβολώ (επιταχύνω, καλπάζω)
ποθώ (επιθυμώ)
ποικίλλω (στολίζω, εξωραΐζω, διακοσμώ, επανθίζω, καταμουσώ) [ποικίλλομαι=διακοσμούμαι]
ποιμαίνω (καθοδηγώ, καθηγούμαι) [ποιμαίνομαι=καθοδηγούμαι]
ποιώ (πράττω, δημιουργώ, ρέζω) [ορθοπραγώ=ευπράττω] [ποιούμαι=κατασκευάζομαι, συντελούμαι]
πολεμώ (μάχομαι, αγωνίζομαι) [φιλοπολεμώ=φιλομαχώ] [αντιπολεμώ=προσμάχομαι, μάρναμαι][πολεμήθηκε=χτυπήθκε]
πολιτεύομαι (διάγω)
πολτοποιώ (χυλοποιώ) [πολτοποιούμαι=χυλοποιούμαι]
πολυλογώ (φλυαρώ, λογολεσχώ, μπαμπαλίζω, λαλαγώ, πολυστομώ,
γλωσσοκοπανώ, φαφλατάω, καταστωμύλλομαι, λεσχάζω, βατταλαλώ)
πολυτοκώ (πολυγονώ) [νεκροτοκώ=νεκρογεννώ]
πομπαρίζομαι (ενισχύομαι, ενδυναμώνομαι)
πομπεύω (ρεζιλεύω, γελοιοποιώ, εντροπιάζω) [πομπεύομαι=γελοιοποιούμαι]
πονηρεύω (διαβολεύω) [κακύνω=πονηρεύω, ήτοι βάζω κακές σκέψεις σε κάποιον]
πονοκεφαλιάζω (σκοτίζομαι, φροντιδοκοπούμαι, λογισμομαχώ)
ποντάρω (στηρίζομαι)
ποντίζω (φουντάρω, βυθίζω) [ποντίζομαι=βυθίζομαι]
πονώ (αλγώ) [απαλγώ=πραΰνομαι] [εξοδυνώ=περιωδυνώ, καταλγώ]
πορεύομαι (βαδίζω, περπατώ, χωροβατώ) [παρεισρέω=παρεισπορεύομαι, παρεισοδεύω]
πορεύω (βολεύομαι)
πορθώ (καταστρέφω, λεηλατώ) [εκπορθούμαι=κατακτώμαι, αλώνομαι]
πορίζω (προμηθεύω, εφοδιάζω, φουρνίρω)
πορνεύω (εταιρώ, κασωρεύω, λαικάζω) [χαλιμάζω=πορνεύομαι]
ποτίζω (αρδεύω, ναματίζω, υδραίνω, πιτεύω)
πουλεύω (διαφεύγω) [πάρε τον πούλο = ξεκουμπίσου]
πουντιάζω (ξεπαγιάζω, κρυολογώ)
πουσάρω (ενισχύω)
πραγματεύομαι (ασχολούμαι) [παρασχολούμαι=κενοσπουδώ, σμικρολογούμαι] [κατασμικρολογώ=μοχθηρεύομαι]
πραγματώνω (κατορθώνω) [πραγματώνεται=πραγματοποιείται, υλοποιείται, εκπληρώνεται]
πραξικοπώ (καταδολιεύομαι) [=παραβιάζω δολίως την νομιμότητα]
πράττω (ποιώ, δημιουργώ, τελειάζω) [πράττομαι=διενεργούμαι] [διαπράττομαι=τελούμαι]
πραΰνω (μαλακώνω, ηρεμίζω, αρνεύω)
πρέπει (αρμόζει, ταιριάζει, επιβάλλεται, χρειάζεται) [συμπρέπει=αρμόζει]
πρεσάρω (πιέζω) [μπουχνίζω=επιθλίβω, καταπιέζω, μουρτεύω, π.χ. μη με μπουχνίζεις άλλο, δεν αντέχω] [πρεσάρομαι=πιέζομαι, ιπούμαι]
πρεσβεύω (φρονώ) [νοηματίζω=φρονώ]
πρήζω (διογκώνω, πρήσκω)
πριμοδοτώ (επιχορηγώ) [μισθοδοτώ=μισθοποιούμαι] [πριμοδοτούμαι=επιχορηγούμαι]
πριονίζω (πρίζω, εκπρίζω, σαρακίζω) [πριονίζεται=κόβεται]
πριτσινώνω (καρφοδένω, συνηλώ)
προάγω (προβιβάζω) [προάγομαι=προβιβάζομαι]
προαιρούμαι (διαλέγω, προτιμώ)
προαισθάνομαι (προμαντεύω, μυρίζομαι, προγιγνώσκω, ανθίζομαι, οττεύομαι)
προαλείφομαι (προετοιμάζομαι)
προασπίζω (προστατεύω) [προασπίζομαι=προστατεύομαι]
προβαδίζω (προπορεύομαι, πρωτοπορώ, προοδηγώ)
προβαίνω (αρχινώ)
προβάλλω (εμφανίζομαι) [εμφαίνομαι=εμφανίζομαι]
προβάρω (δοκιμάζω) [προβάρομαι=δοκιμάζομαι]
προβιβάζω (προάγω)
προβλέπω (προμαντεύω, προθωρώ, προσκοπώ)
προβληματίζω (σκοτίζω, ζαλίζω, ζουρλαίνω, αλαλιάζω) [κουρλαίνω=μανιουργώ] [προβληματίζομαι=ψάχνομαι] [βαρυπλακώνω=κατασκοτίζω]
προβοκάρω (διερεθίζω)
προγκίζω (αποπαίρνω, κατσαδιάζω ή σκορπίζω) [προγκίζομαι=εκφοβίζομαι]
προγράφω (επικηρύσσω) [προγράφομαι=καταμετριέμαι]
προγυμνάζομαι (προπονούμαι) [αθλώ=αγωνίζομαι, γυμνάζομαι]
προδιαθέτω (προκαταλαμβάνω, προϊδεάζω) [προκατέχω=προκαταλαμβάνω]
προδιαμορφώνεται (προκαθορίζεται) [προοδοποιώ=προδιαμορφώνω, προσχεδιάζω]
προδίδω (απεμπολώ, μαντατεύω, σπιουνεύω) [προδίδομαι=μαρτυριέμαι] [απεμπολούμαι=παραχωρούμαι]
προδικάζω (προεξοφλώ)
προεξέχω (ξεκορφίζω, υπερέκκειμαι) [προέχω=πρόκειμαι, προκείμενος=ο ευρισκόμενος μπροστά]
προεξάρχω (προΐσταμαι, πρωτοστατώ, προεδρεύω)
προέρχομαι (κατάγομαι)
προηγούμαι (προπορεύομαι)
προθυμοποιούμαι (τσακίζομαι, κατασκοτώνομαι, ευηκοώ, μενεαίνω)
προικίζω (εφοδιάζω) [εδνώ=προικίζω, φερνίζω, προικοδοτώ] [προικίζομαι=προικοδοτούμαι, προικοφορούμαι]
προκαθορίζω (προαποφασίζω) [προκαθορίζεται=προγράφεται, προδικάζεται, προγεγραμμένος=προκαθορισμένος]
προκάνω (προφταίνω)
προκαλώ (ερεθίζω, διεγείρω) [εφιστώ=διεγείρω, π.χ. εφιστώ την προσοχήν] [προκαλούμαι=εξερεθίζομαι] [προκαλείται=προξενείται]
προκαταγγέλλω (προειδοποιώ)
προκαταβάλλω (προπληρώνω, προεισφέρω) [μισθωτεύω=μισθοφορώ] [προκαταβάλλεται=προπληρώνεται]
προκηρύσσω (προαναγγέλλω, προφράζω, προεξαγγέλλω) [προκηρύσσομαι=προεξαγγέλλομαι]
προκόβω (προοδεύω)
προκρίνω (προτιμώ, επιλέγω) [προκρίνομαι=προτιμώμαι]
προκύπτω (αναφύομαι, παρουσιάζομαι) [αυτοσυστήνομαι=αυτοπαρουσιάζομαι]
προλαβαίνω (προφτάνω, προκάνω)
προλαμβάνω (αποσοβώ, αποτρέπω)
προλέγω (μαντεύω, προφητεύω) [προλογίζω=προοιμιάζομαι, προοιμιάζω] [προλέγομαι=προμηνύομαι, προαναγγέλλομαι, προφητεύομαι]
προλειαίνω (προπαρασκευάζω, προετοιμάζω) [προλειαίνομαι=προπαρασκευάζομαι]
προμαχώ (υπερασπίζομαι)
προμελετώ (προσχεδιάζω) [προμελετιέται=προσχεδιάζεται]
προμηθεύω (εφοδιάζω, εξοπλίζω, αρτικροτώ)
προμοτάρω (περιφαίνω)
προνοΐζω (προμηθούμαι)
προνοώ (φροντίζω, προβλέπω) [ακριβοκοιτάζω=πολυωρώ, καταφροντίζω, περικήδομαι]
προξενεύω (παντρολογώ, προξενολογώ) [προξενεύομαι=παντρολογιέμαι]
προξενώ (προκαλώ, καταφέρω) [τρεσάρω=καταφέρω, π.χ. Εάν σου τρεσάρω μια γροθιά, θα καταλάβεις]
προοδεύω (προκόβω, εξελίσσομαι, ευδοκιμώ, χαϊρώνω, αρεταίνω, αρετώ)
προοικονομώ (προσχεδιάζω) [προοικονομείται=προδιαγράφεται]
προοιωνίζομαι (προμαντεύω,προαγγέλλω,
προμηνύω, προσημαίνω, προεικάζω, προαποφαίνομαι)
προορίζω (διαθέτω) [προορίζομαι=διατίθεμαι]
προπαρασκευάζω (προετοιμάζω) [αποσκευάζω=απεκδύω, εκβάλλω]
προπέμπω (ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω, ξεβγάζω, αποχαιρετώ)
προπηλακίζω (βρίζω, κατακρίνω, προυσελώ) [προπηλακίζομαι=υβρίζομαι]
προπονώ (προγυμνάζω, κοουτσάρω) [προπαιδεύω=προγυμνάζω, προασκώ]
προσαγορεύω (προσφωνώ, προσμυθούμαι, επευάζω, προσηγορώ) [προσαγορεύομαι=προσφωνούμαι]
προσάγω (προσκομίζω) [οδηγούμαι=προσάγομαι]
προσαπαντώ (επισκέπτομαι, βιζιτάρω)
προσάπτω (προσκολλώ) [προσάπτομαι=προσκολλώμαι]
προσαρμόζομαι (εξοικειώνομαι, συνηθίζω)
προσαρμόζω (ταιριάζω, εισαρτίζω) [ευαρμοστώ=ταιριάζω]
προσβάλλω (θίγω) [προσβάλλομαι=θίγομαι]
προσβλέπω (ελπίζω) [προσβλέπω=προσορώ, ποτοπτάζω]
προσγειώνω (προσεδαφίζω, προσουδίζω) [προσγειώσου=λογικέψου] [προσγειώνομαι=προσεδαφίζομαι]
προσδαπανώ (προσαναλίσκω)
προσδοκώ (ελπίζω, περιμένω, απεκδέχομαι, απαντέχω, ευελπιστώ) [προσδοκάται=αναμένεται]
προσεγγίζω (πλησιάζω, πελάζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω, κοντοζυγώνω, αγχιμολώ, πολυσιμώνω, παραπλησιάζω) [προσεγγίζομαι=πλευρίζομαι]
προσελκύω (τραβώ, επισπώ) [προσελκύομαι=τραβιέμαι]
προσέρχομαι (πλησιάζω, προσκύρω, προσοίχομαι, προσγίγνομαι) [κοπιάστε=προσέλθετε]
προσεύχομαι (παρακαλιέμαι, θεοκαλώ, θεοκλυτώ, προστρέπω, κατεύχομαι, θεαγωγώ)
προσέχω (φροντίζω, περιποιούμαι, ωρεύω) [ακριβοκοιτάζω=πολυωρώ]
προσηλώνομαι (αφοσιώνομαι, απορροφώμαι, ισχανώμαι)
προσηλώνω (στερεώνω, καρφώνω)
προσθέτω (επιθέτω, προσεισάγω) [προσθέτομαι=προσεπιγίγνομαι, προστίθεμαι]
προσιδιάζει (ταιριάζει)
προσκολλώμαι (προσδένομαι, αφοσιώνομαι, προσφύομαι)
προσκομίζω (προσάγω) [προσκομίζομαι=προσάγομαι]
προσκρούω (τρακάρω, στουκάρω) [προσκρούομαι=σκοντάφτω, προσκόπτω]
προσκυνώ (υποκλίνομαι, υποτάσσομαι) [κυνώ=ασπάζομαι]
προσλαμβάνω (παίρνω) [προσλαμβάνομαι=διορίζομαι]
προσμένω (προσδοκώ, καρτερώ, αποκαραδοκώ)
προσπίπτω (προσκρούω)
προσομοιάζω (παραφέρνω, προσφέρνω, συντομοιάζω) [προσομοιάζω=παρεμφέρω, παρεμφερής=παρόμοιος] [προσομοιάζεται=αντιστοιχίζεται]
προσορμίζω (αγκυροβολώ, προσκέλλω)
προσπαθώ (αποπειρώμαι)
προσπελάζω (πλησιάζω)
προσπορίζω (εφοδιάζω, προμηθεύω)
προσπτύσσομαι (εναγκαλίζομαι, προσπηχύνομαι)
προστάζω (εντέλλομαι) [προστάζομαι=διατάσσομαι]
προστατεύω (περιφρουρώ, προφυλάσσω)
προσφέρω (παρέχω, δίνω, επιδαψιλεύω) [επιδαψιλεύομαι=διευκρινίζω ή παρέχω με αφθονία]
προσχεδιάζω (προμελετώ, προβουλεύομαι) [προσχεδιάζομαι=μεθοδεύομαι, μαστορεύομαι]
προσχωρώ (προσαρτώμαι, προσκολλώμαι, προσδένομαι, αγκιστρώνομαι)
προσωποδέρνω (επιπλήττω) [προσωποδέρνομαι=επιπλήττομαι]
προτάσσω (προβάλλω) [προτάσσομαι=προκαθέζομαι]
προτείνω (υποδεικνύω) [αντιπροτείνω=αντιπροβάλλω] [προτείνομαι=υποδεικνύομαι]
προτεραιοποιείται (προτερεί)
προτίθεμαι (σκοπεύω, μέλλω, σχεδιάζω, δοκώ, σκοπώ) [δοκούμαι=θεωρούμαι]
προτιμώ (επιλέγω)
προτρέπω (παρακινώ, διακελεύομαι, παρακλητεύω)
προτρέχω (σπεύδω, οξυδρομώ, οξυποδώ, υπερσεύομαι)
προϋποθέτει (προδηλοί) [υποτίθεται=πιθανολογείται] [υποτεθείσθω=έστω]
προφασίζομαι (προκαλύπτομαι, προΐσχομαι)
προφητεύω (μαντεύω, προλέγω, θεοπροπώ)
προφταίνω (προλαβαίνω)
προχειρολογώ (αποσχεδιάζω, αυτοσχεδιάζω, αυτοματίζω)
προωθώ (προβιβάζω) [συνεπουρίζω=προωθώ] [προωθούμαι=προάγομαι]
πρυτανεύω (κυριαρχώ, επικρατώ)[πρυτανεύομαι=εξουσιάζομαι]
πρωτομιλάω (πρωτολαλώ, προλαλώ) [πρωτοβλέπω=πρωταντικρίζω]
πρωτοστατώ (ηγούμαι, προΐσταμαι)
πρωτεύω (αριστεύω, διαπρέπω) [αριστοπραγώ=αριστεύω]
πρωτοεμφανίστηκε (πρωτοβγήκε)
πρωτοτυπώ (καινοτομώ)
πταίω (ευθύνομαι, ενέχομαι, σφάλλω, σφαίνω)
πτερούμαι (πτεροφυώ, πτεροβολώ) [= βγάζω φτερά]
πτύσσω (διπλώνω) [πτύσσομαι=διπλώνομαι]
πτωχίζω (πενητοποιώ, πτωχοποιώ) [ευκερματώ=πλουτώ, πλουσιώ, ευχρημονώ, ευχρηματώ]
πτωχοζώ (κακοζώ, ακτημονώ)
πυγμαχώ (διαπυκτεύω, πυκτομαχώ)
πυκνώνω (συμπτύσσω, συμπιέζω, συμπιλώ, συνειλώ) [πυκνώνομαι=συμπτύσσομαι]
πυνθάνομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι)
πυροβολώ (ντουφεκώ, σμπαράρω) [ευθυβολώ=ευστοχώ, ορθοβολώ, ευθυσκοπώ] [πυροβολούμαι=ντουφεκίζομαι]
πυροδοτεί (εξάπτει) [πυροδοτήθηκε=προκλήθηκε]
πυρπολώ (καίω, πυρεύω) [εκπυρούμαι=κατακαίομαι, καταφλέγομαι]
πυρώνομαι (ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι, καματίζομαι)
πυρώνω (θερμαίνω, θάλπω) [πυρακτώνω=πυράζω, εμπυρσεύω]
πωλώ (εκποιώ, εξαργυρώνω, εκπλειστηριάζω, ξεκάνω, διαθέτω, αποπρατίζομαι, πιπράσκω) [πωλούμαι=πιπράσκομαι]
πωμώνομαι (πνίγομαι, ασφυκτιώ, καταφτιάζομαι)
πωρώνομαι (αναισθητοποιούμαι, αδροπετσιάζω, χοντροπετσιάζω)
Ρ
ραβδίζω (ξυλίζω)[ραβδίζεται=ξυλοκοπιέται]
ράβω (γαζώνω, βελονιάζω) [ράβομαι=γαζώνομι] [υπορράπτω=φοδράρω]
ραγίζω (σπάζω) [ραγίζομαι=σκάζω]
ραδιουργώ (δολοπλοκώ, υπουλεύομαι, μηχανοπλοκώ)
ραθυμώ (οκνώ, τεμπελιάζω)
ραίνω (ραντίζω, ραθαμίζω, λαντουρίζω) [ραίνομαι=ραντίζομαι]
ρακοφορώ (ρακενδυτώ) [ρακοδυτώ=γυμνητεύω]
ραμφίζω (μυτίζω, ραμφοκοπώ)
ραπίζω (χαστουκίζω, κολαφίζω)
ραφινάρω (φιλτράρω, λαγαρίζω) [ραφινάρομαι=φιλτράρομαι]
ρεγουλάρω (ρυθμίζω) [ρυθμούμαι=τυποποιούμαι, ρυθμίζεται=τακτοποιείται, διευθετείται] [ρεγουλάρομαι=ρυθμίζομαι]
ρεγχάζω (ροχαλίζω, ρέγχω)
ρεζιλεύω (καταισχύνω, καταντροπιάζω, πομπιάζω)
ρεκλαμάρω (διαφημίζω, διαλαλώ, θρυλώ)
ρελιάζω (στριφώνω, μαργελώνω, μπιρμπιλώνω, μπιμπιλώνω)
ρεμβάζω (ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ,
ρομαντζάρω, αρμενίζω, αποθαυμάζω)
ρεμουλάρω (επωφελούμαι)
ρεμπεσκεύω (ραχατεύω)
ρέπω (κλίνω, γέρνω, συγκύπτω)
ρετάρω (τρεμοπαίζω, τρεμοσβήνω)
ρετουσάρω (αρτιώνω, τελειοποιώ, τελειουργώ) [τελειοποιούμαι=ολοκληρώνομαι, ρετουσάρομαι]
ρεφάρω (ανακτώ, ξανακερδίζω, ανασώζω)
ρέω (κυλώ, χύνομαι)
ρημάζω (ερημώνω, κατερειπώνω, χαλαβρώνω) [ρημάζομαι=καταστρέφομαι]
ρητορεύω (αγορεύω, ομιλώ) [δικολογώ=δικηγορώ]
ριγώ (τουρτουρίζω, τρεμουλιάζω, τουρλιάζω, ταρταρίζω)
ριγώνω (χαρακώνω, αραδώνω, γραμμώνω, διαγραμμίζω, γραμμογραφώ) [γραμμίζω=διαχαράσσω] [ριγώνομαι=διαγραμμίζομαι]
ριζοβολώ (ριζώνω, φυτρώνω, εμφύομαι, εκφύω)
ρικνώνομαι (ζαρώνω, ρυτιδώνομαι, ρυτιάζω)
ρινίζω (ακονίζω, λιμάρω, αρναρίζω) [καταρινώ=κατισχναίνω] [ρινίζομαι=λιμάρομαι]
ριπίζω (ανεμίζω) [ριπίζομαι=ανεμίζομαι]
ρίπτω (βάλλω) [ρίπτομαι=ρίχνομαι] [επιρρίπτω=επισωρεύω]
ρισκάρω (διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, επιθαρσώ) [ριψοκινδυνώ=θερμουργώ]
ρίχνομαι (ορμώ)
ρίχνω (εκσφενδονίζω, πετώ)
ροβολώ (κατηφορίζω, κατεβαίνω, κατέρχομαι, χυταρίζω)
ροδαμίζω (βλασταίνω, ανθίζω, λουβώνω)
ροδίζω (ερυθραίνομαι, κοκκινίζω, υπερεύθομαι) [ροδοκοκκινίζω=πυρακίζω]
ροζιάζω (περιτυλούμαι) [τύλος=ρόζος]
ροκανίζω (κατατρώγω, απεσθίω, κατεσθίω, ρυκανίζω) [ροκανίζομαι=πλανίζομαι]
ρουμπώνω (εξαπατώ ή αποστομώνω) [ρουμπώθηκε=ξεμπροστιάστηκε, αποστομώθηκε]
ρουφώ (απομυζώ) [ροφάνω=ροφώ] [ρουφιέται=αντλείται]
ρόχνεται (αρέσκει) [π.χ. κάνει ό,τι του ρόχνεται]
ρυθμίζω (τακτοποιώ, κανονίζω, διαρμίζω)
ρυμουλκώ (σέρνω, τραβώ, ανέλκω, εφέλκω, αλάρω) [ρυμουλκούμαι=έλκομαι]
ρύομαι(λυτρώνω) [ρύστης, ρύτωρ = σωτήρας]
ρυπαίνω (λερώνω, βρομίζω, γαριάζω, αποπινώ)
ρύπτω (απορρυπαίνω) [σαπουνίζω=ρύπτω, σμήχω] [ρύμμα=υλικόν απορρυπάνσεως] [ρύπτομαι=πλύνομαι]
ρυτιδώνω (ζαρώνω, πτυχώνω)
ρωτώ (ερευνώ) [εξανερωτώ=διαπυνθάνομαι] [έρομαι=ερωτώ, ερωτίζω] [ξαναρωτώ=επαναδιπλάζω]
Σ
σαβανώνω (λαζαρώνω)
Τ
ταγκάρω (αναρτώ, ποστάρω)
τάζω (υπόσχομαι)
ταΐζω (τρέφω, σιτίζω) [καλοταΐζω=μοσκοταΐζω] [ταΐζομαι=τρέφομαι]
ταιριάζω (αρμόζω, συνάπτω)
τακιμιάζω (συνταιριάζω) [κοληγιάζω=κορδιάζω] [συμφιλιάζω=τακιμιάζω, εταιρίζω, προσφιλιώ, φιλιαίνομαι]
τακτοποιώ (κανονίζω, ρυθμίζω, ορδινεύω)
ταλαιπωρώ (καταπιέζω, βασανίζω, λαρμανίζω) [συνταλαιπωρούμαι=συμμοχθώ, συγκάμνω]
ταλανίζω (ταλαιπωρώ, τείρω)
ταλαντεύω (πάλλω, λικνίζω, σαλεύω, σείω, τανταλίζω)
ταμπελοποιούμαι (σταμπάρομαι, εναποσημαίνομαι)
ταμπουρώνω (οχυρώνω, θωρακίζω, περιχαρακώνω) [θωρήσσω=θωρακίζω] [ταμπουρώνομαι=οχυρώνομαι]
τανιέμαι (τσιτώνομαι)
τάνυσε (ξεχείλωσε)
τανύω (τεντώνω, τανάω, κατσιλώνω, ταυρίζω) [τανύομαι=τεντώνομαι, τείνομαι]
ταξιδεύω (περιηγούμαι)
ταξινομώ (τακτοποιώ) [ταξινομούμαι=τακτοποιούμαι]
ταπεινολογώ (σεμνολογώ)
ταπεινώνω (ευτελίζω, χαμηλώνω, μειώνω, υποτιμώ,
γελοιοποιώ, υποβιβάζω, απαξιώνω, φαυλίζω)
ταπώνω (πωματίζω, βουλώνω, πωμάζω, βύω) [εμφιαλώνω=μποτιλιάρω] [ταπώνομαι=αποστομώνομαι]
ταρακουνώ (δονώ, σείω) [ταρακουνιέμαι=συγκλονίζομαι]
ταριχεύω (βαλσαμώνω, παστώνω, μομιοποιώ, ταριχοποιώ) [ταριχεύομαι=βαλσαμώνομαι]
τάσσω (συγκαταλέγω) [τάσσομαι=συμπαρατάσσομαι]
ταυτίζω (εξομοιώνω, ταυτοποιώ)
ταυτοδυναμεί (ταυτίζεται)
ταχύνω (επισπεύδω) [ανυπερθέτω=σπεύδω, ανυπερθέτως=εσπευσμένως] [ταχύνομαι=σπέρχομαι]
τέγγω (μαλακώνω) [άτεγκτος=σκληρός][τέγγομαι=κλαίω]
τεζάρω (τεντώνω) [τέζαρε=έθανε] [κορδίζω=τεντώνω]
τείνω (τεντώνω, κορδώνω, τσιτώνω, επιμηκύνω)
τεκμαίρομαι (συμπεραίνω, απεικάζω)
τεκμηριώνω (επαληθεύω, αποδεικνύω, αληθοποιώ,
διαπιστώνω, στοιχειοθετώ, ντοκουμεντάρω, επαληθίζω) [τεκμηριώνεται=αποδεικνύεται]
τελεί (υπόκειται) [υπόκειμαι=υποβάλλομαι] [τελούμαι=γίνομαι]
τελειώνω (λήγω, σταματώ, αποσώνω, περαίνω,
τελεύω, τερματίζω, αποπερατώνω, νετάρω, σπατσάρω) [τελειώνομαι=ολοκληρώνομαι]
τελεσφορώ (επιτυγχάνω, ευοδώνομαι, ευστοχώ,
καρποφορώ, τελεσιουργώ) [τελεσφορείται=επιτυγχάνεται]
τελευτώ (εκπνέω, πεθαίνω)
τελματώνω (λιμνάζω) [τελματώνομαι=ακινητοποιούμαι]
τελώ (πράττω, πραγματοποιώ, ποιώ) [υπεκτελώ=λαθραιοπραγώ, εγκρυφιάζω] [κραίνω=πραγματοποιώ]
τεμαχίζω (κόβω, τέμνω)
τέμνω (κόβω, σχίζω)
τεμπελιάζω (φυγοπονώ, ραθυμώ, μισοπονώ)
τενιάζω (καταπονούμαι, ξεθεώνομαι, μπαϊλντίζω, ξεκωλώνομαι, ξεπατώνομαι)
τεντώθηκε (ξάπλωσε)
τεντώνω (τείνω, τσιτώνω, τεζάρω, κορδώνω)
τερματίζω (περατώνω) [τερματίζομαι=λήγω]
τέρπω (χαροποιώ, ευφραίνω, ιλαρύνω, ευθυμοποιώ, ήδω) [επασμενίζω=επιτέρπομαι]
τετοιώνω (φκιάνω)
τεχνάζομαι (επινοώ, μηχανεύομαι, απεργάζομαι,
τριβωνεύομαι)
τζερεμετίζω (ζημιώ) [τζερεμέδες=ζημιές]
τζερεφιάζω (ισχναίνω) [τζερεφιάζομαι=ισχναίνομαι]
τζουνιέμαι (αγκυλώνομαι, βατσινίζομαι, τζινιέμαι)
τζουφιάζω (κουφιάζω) [ζουφαίνω=ζουφιάζω]
τζουφλάω (κεντρίζω, αγκυλώνω, αγκυλίζω) [εξακανθίζω=ακανθοφορώ, ακανθοφυώ]
τήκω (λιώνω, ρευστοποιώ, συντήκω, κατατήκω, μέλδω) [τήκομαι=ρευστοποιούμαι]
τηρώ (διαφυλάττω) [προστηρώ=μελεταίνω] [τηρούνται=φυλάσσονται, π.χ. τηρούνται λογιστικά βιβλία]
τιθασεύω (ημερώνω, δαμάζω)
τίθεμαι (περιέρχομαι, υπόκειμαι) [π.χ. τίθεμαι σε διαθεσιμότητα]
τίκτω (γεννώ, τεκνοποιώ, βρεφουργώ, παιδοποιώ, γεννοσπέρνω,
παιδοσπορώ, παιδοτοκώ, παιδουργώ) [τίκτομαι=γεννώμαι] [ετέχθη=γεννήθηκε, π.χ. Χριστός ετέχθη]
τιμαλφούμαι (τιμώμαι) [τιμαλφές=πολύτιμο]
τιμαρεύω (αποθέτω, απιθώνω)
τιμώ (σέβομαι, εκτιμώ, σεβίζω) [πολυωρούμαι=εκτιμώμαι, υπολογίζομαι]
τιμωρώ (κολάζω, βασανίζω, παιδεύω, εκδικούμαι,
καταδικάζω, τίνυμαι) [τιμωρούμαι=κολάζομαι]
τινάζω (σείω) [αποτινάζω=εκσείω] [τινάζομαι=τραντάζομαι]
τιποτενίζω (εξουδενώνω, εκμηδενίζω, ελαχιστοποιώ)
τιτλοφορώ (αναγράφω, τιτλώ)
τολμώ (ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω, κοτάω, θαρσώ, θαρσαλεύω, ευθαρσώ, ληματιώ)
τονίζω (επισημαίνω) [τονίζεται=υπογραμμίζεται, επισημαίνεται]
τονώνω (δυναμώνω) [τονώνομαι=ενισχύομαι]
τοξεύω (δοξαρεύω, σαϊτεύω)
τοποθετώ (βάζω) [παρκάρω=ρεμιζάρω, επισταθμεύω]
τορνεύω (στρογγυλεύω, καμπυλώνω, περιξέω, περιχαράσσω)
τορπιλίζω (ματαιώνω) [τορπιλίζομαι=υπονομεύομαι, σαμποτάρομαι]
τουλουπώνομαι (σκεπάζομαι) [ξεκουκουλώνομαι=ξεσκεπάζομαι]
τουμπάρω (ανατρέπομαι)
τουμπεκιάζομαι (βουβαίνομαι, σιωπαίνω)
τούρκεψε (υπεξαιρέθηκε)
τουρλώνω (προβάλλω) [τουρλώνομαι=προεκτείνομαι]
τουρτουρίζω (τρεμουλιάζω, τανθαλύζω) [σιγοτρέμω=αλαφροτρέμω, λειανοτρέμω]
τράβηξε (κατευθύνθηκε)
τραβολογώ (ταλανίζω, σουρμαλίζω, ρυστάζω, περισύρω, αμφέλκω, ελκυστάζω)
τραβώ (έλκω, σύρω)
τραγουδώ (άδω, ψάλλω, ασματολογώ, μολπάζω) [ευστομώ=γλυκοτραγουδώ, γλυκοκηλαδώ, καλοφωνίζω, αδίζω, ευφθογγώ] [τραγουδιέμαι=ψάλλομαι]
τρακαρίζομαι (καταθορυβούμαι) [τρακ=φόβισμα]
τρακάρω (συγκρούομαι)
τρανεύω (μεγαλώνω, μεγεθούμαι)
τραντάζω (ταρακουνάω, αμφελελίζω)
τραπεζώνω (φιλεύω, εστιώ, ευωχιάζω, θοινίζω, ευωχώ, δειπνίζω) [τραπεζώνομαι=φιλεύομαι, εντραπεζούμαι]
τρατάρω (κερνώ)
τραυματίζω (πληγώνω, λαβώνω, τιτρώσκω, κατουτώ) [καθελκούμαι=πληγώνομαι, τραυματίζομαι]
τρελοφέρνω (απομαίνομαι)
τρέμω (δειλιάζω, φοβάμαι, πτύρομαι, δείδω) [δειλαίνομαι=δειλανδρώ, μαλακοψυχώ, κακοσπλαγχνώ, δειλοσκοπούμαι, λιγοψυχώ]
τρενάρω (αναβάλλω, μακροσκοινίζω) [τρενάρεται=αναβάλλεται, παρατείνεται, καθυστερεί]
τρέπω (στρέφω) [τρέπομαι=στρέφομαι]
τρέφομαι (σιτίζομαι)
τρέφω (σιτίζω, ταΐζω, αμαλθεύω) [βοράζω=τρέφω, βορά=τροφή]
τρέχω (βιάζομαι, σπεύδω, δρομώνω, ταχυπορώ,
κοσεύω, δρέμω, πηλαλώ, γοργοπορώ, δραμούμαι)
τριβελίζω (ενοχλώ, διαβολίζω)
τρίβω (αλέθω, κοπανίζω, στουμπίζω, κατασώχω, μυλωθρώ) [τρίβομαι=κονιοποιούμαι]
τριγυρίζω (περιφέρομαι, περινοστώ, αιολώμαι, κυκλοδρομώ)
τρίζω (ροθώ, κροτώ, τριζοβολάω, τριζοκοπάω) [βρύχω=γομφιάζω, βρυχή=οδόντων τρίξιμον]
τρικλίζω (στραβοπατώ, παραπατώ, παραπαίω, καλανταρίζω, νταλοδέρνω)
τριμάρω (περικόπτω, περικόβω, παραψαλίζω)
τριχοφυώ (μαλλιάζω) [γενειώ=τριχούμαι] [μακροκομώ=κομοτροφώ, εθειράζω, κατακομώ] [αντίθετον: βραχυκομώ]
τρολάρω (παρατροπώ, παρατρέπω) [=στρέφω κάποιον ή κάτι σε άλλη κατεύθυνση] [τρολάρομαι=περιπαίζομαι]
τρομάζω (καταπτοούμαι, ατύζομαι)
τρομπάρω (αρύω, μεταγγίζω, μεταχύνω, μετεγχέω, μετοχετεύω, μεταντλώ, μετερώ)
τροποποιώ (αλλοιώνω, μεταβάλλω, διασκευάζω)
τροπούμαι (καταφοβίζω, διαπτοώ, κατατροπώνω) [κατανικώ=κατατροπώνω]
τροφοδοτώ (ταΐζω, τροφοφορώ)
τροχίζω (ακονίζω, οξύνω, θήγω) [τροχίζομαι=ακονίζομαι]
τρυγώ (απομυζώ) [π.χ. τρυγούσε την περιουσία του ένας τσαρλατάνος]
τρυπώ (διακορεύω, τιτρώ, τιτραίνω)
τρυπώνω (αποκρύπτω, καϊπώνω)
τρυπώνω (υπεισέρχομαι) [τρούπωσε=τρύπωσε]
τρυφεραίνω (μαλακώνω, αφρατεύω) [τρυφεραίνομαι=ευαισθητοποιούμαι]
τρώω (μασώ, καταβροχθίζω, ρουπώνω, μαντζάρω, σιτούμαι, ρυβδώ, καταδαίνυμαι) [μονοσιτώ=μονοφαγώ] [ολιγοσιτώ=λιγοτρώω]
τσακίζω (σπάζω, κλάω, ραίω)
τσαλακώνω (ζαρώνω) [τσαλακώνομαι=πτυχώνομαι]
τσαλαπατάω (ποδοπατώ, κολετρώ, λακπατώ) [τσαλαπατιέμαι=καταπατιέμαι, ποδοπατιέμαι]
τσαμπουνώ (φληναφώ, φληνύω)
τσαντηρώνομαι (κατασκηνώνω, επισκηνώ) [τσαντήρι=σκηνή]
τσατίζομαι (μπουρινιάζω, γινατώνω)
τσατσαλίζω (συντρίβω, κονιορτοποιώ) [διαμαθύνω=κονιορτοποιώ] [τσατσαλίζομαι=συντρίβομαι]
τσεκάρω (ελέγχω, εξετάζω, ανασκοπώ) [προεξετάζω=προεξερευνώ] [τσεκάρομαι=ελέγχομαι]
τσεκουρώνω (πελεκίζω, κυβηλίζω) [τσεκουρώνομαι=μειώνομαι, ελαττούμαι]
τσεπώνω (ενθυλακώνω)
τσιγαρίζω (σοτάρω)
τσιγκλίζω (προκαλώ) [τσιγκλίζομαι=ερεθίζομαι]
τσιγκουνεύομαι (φειδωλεύομαι, γλισχρεύομαι, φιλαργυρεύομαι)
τσιμεντώνω (σταθερώνω)
τσιμπλιάζω (λημώ, τσιμβλώ)
τσιμπολογώ (χναύω)
τσιτάρω (τεζάρω ή παραθέτω)
τσιτσιδώνομαι (ξεγυμνώνομαι, γδύνομαι, απεκδύομαι, ανακωλώνομαι)
τσιτσιρίζω (τιτιβίζω, κελαηδώ, τσιουνίζω, κατάδω) [τσίου=ήχος πουλιού] [βαβράζω=τερετίζω] [πιπιρίζω=πιπίζω]
τσιτώνω (τεντώνω) [τσιτώνομαι=τεντώνομαι]
τσοκανίζω (στουμπίζω) [τσοκανίζομαι=στουμπίζομαι]
τσοντάρω (συμπληρώνω)
τσουγκρανίζω (γραβαλίζω)
τσουγκρίζω (αντιπληκτίζω, τσακώνομαι, αντιδικώ,
συγκρούομαι, συνδιαμάχομαι, αντιπαρατίθεμαι,
εριδαίνω, τρώγομαι) [εμβολίζω=τσουγκρίζω] [διεμβολίζω=διατρυπώ]
τσούζει (θίγει)
τσουκνιδίζομαι (μυρμηκιάζω, κνησιώ, μυρμηδίζω, μυρμηκιώ)
τσουλώνομαι (κορδώνομαι)
τσουλώ (κυλώ, ρολάρω) [καλινδούμαι=κυλίομαι] [τσουλιέμαι=κυλιέμαι]
τσουπώνομαι (ευρωστώ)
τσουρναρίζω (επιρρυώ)
τσουρουφλίζω (καυτηριάζω, επικαίω, τσουδίζω) [τσουρουφλίζομαι=περικαίομαι, καψαλίζομαι]
τσουρτσουρίζει (ψιλοβρέχει)
τυλώνω (παραγεμίζω, παραφουσκώνω, αναμεστώνω)
τυπώνω (τυπογραφώ) [αναδιατυπώνω=αναμορφώνω] [τυπώνεται=τυπογραφείται]
τυραννώ (παιδεύω, βασανίζω) [τυραννιέμαι=βασανίζομαι, καταδυναστεύομαι, παιδεύομαι, καταπιέζομαι]
τυροποιώ (τυρεύω, τυροπεύω, τυροκομώ)
τυφλώνω (εξομματώ, γκαβώνω) [αποστραβώνω=αποτυφλώνω] [τυφλώνομαι=γκαβώνομαι, στραβώνομαι]
τυχαίνει (συμβαίνει, γίνεται)
Υ
υβρίζομαι (προσκαταλαλούμαι)
υβρίζω (προπηλακίζω, ονειδίζω, σιχτιρίζω, αγριολογώ, κυδάζω, εγχλίω, βιστιρίζω)
υβριοπαθώ (κακολογούμαι)
υγιαίνω (ευρωστώ, αδρούμαι) [έρρωσο=υγίαινε]
υγραίνομαι (διαβρέχομαι, μουσκεύομαι, υγράζω)
υγραίνω (νοτίζω, μουσκεύω, μουλιάζω, εμποτίζω, ικμαίνω)
υγροποιώ (ρευστοποιώ) [αντίθετον: στερεοποιώ] [υγροποιούμαι=ρευστοποιούμαι]
υδρεύω (αρδεύω, επομβρίζω, υδραίνω)
υδροδοτούμαι (υδρεύομαι)
υδρωπικιάζω (υδεραίνω)
υετίζω (βρέχω, ομβρίζω)
υιοθετώ (ενστερνίζομαι, ασπάζομαι, εγκολπώνομαι, κομποδένω, εισποιώ) [υιοθετείται=επιδοκιμάζεται, π.χ. υιοθετείται ή άποψή του για αποστολή στρατιωτικής βοήθειας]
υιοποιώ (υιοθετώ, παιδοθετώ, τεκνοθετώ) [υιοποιούμαι=υιοθετώ]
υλακτώ (γαβγίζω, ουρλιάζω, βαβίζω, αλυχτώ
γκλαφουνίζω, αλυχτουρώ, λάσσω, ζαρίζω, ράζω)
υλοποιώ (πραγματώνω, εφαρμόζω) [κανονικοποιώ=υλοποιώ, π.χ. κανονικοποιούμε τις φιλικές μας σχέσεις με τα γειτονικά κράτη] [υλοποιούμαι=πραγματοποιούμαι]
υλοτομώ (δενδροτομώ, δενδροκοπώ, ξυλεύω, υλοκοπώ)[ξυλεύομαι=ξυλίζομαι, ξυλοχίζομαι, υλάζομαι, υλαγωγώ, ξυληγώ]
υμνώ (επαινώ, εγκωμιάζω, ευλογώ, μεγαλύνω, καυχίζω, ευφημώ, ύδω)
υπαγορεύω (υποδεικνύω) [καναλιζάρω=υποδείχνω]
υπάγω (εντάσσω)
υπαινίσσομαι (υπονοώ, υποφράζομαι)
υπακούω (πειθαρχώ, συμμορφώνομαι, πείθομαι,
υποτάσσομαι, υποκύπτω, ακολουθώ)
υπαναχωρώ (ανακαλώ, αναιρώ, ξελέγω)
υπάρχω (υφίσταμαι, ζω, τελέθω) [προϋπάρχω=προϋφίσταμαι, προγίγνομαι]
υπεισέρχεται (παρεμβάλλεται, υπεισδύει,
τρυπώνει, παρολισθαίνει, παρεισοδεύει)
υπεκφεύγω (ξεγλιστρώ, ξεστρίβω, παραλανθάνω, εξυπαλύσκω)
υπενθυμίζω (μνημονεύω, υπομιμνήσκω, αναθιβολεύω) [υπενθυμίζεται=μνημονεύεται, υπομιμνήσκεται]
υπενοικιάζω (υπομισθώνω) [υπενοικιάζομαι=υπομισθώνομαι]
υπεξαιρώ (κλέπτω, κλωπεύω, τσουρνεύω) [κλεψιτυπώ=τυποκλοπώ, λογοκλοπώ=κλεψιλογώ] [υπεξαιρούμαι=υποκλέπτομαι]
υπεραγαπώ (πολυαγαπώ, περιαγαπώ, υπερστέργω, περιαγαπάζομαι, υπερφιλώ, καταγαπώ, υπερασπάζομαι)
υπεραίρω (υπερεξυψώνω)
υπερακοντίζω (ξεπερνώ, απερνώ) [ακοντίζω=κονταρεύω] [υπερακοντίζομαι=ξεπερνιέμαι, καταταχούμαι, υπερβάλλομαι]
υπερασπίζω (βοηθώ, υποστηρίζω, προστατεύω,
προφυλάσσω, συνηγορώ, περιφρουρώ, εκδικώ,
υπεραμύνομαι, υπερμαχώ, υπερίσταμαι)
υπερβαίνω (ξεπερνώ)
υπερβάλλω (μεγαλοποιώ, εξογκώνω, παραλέω)
υπερεκτιμώ (περιτίω) [διατιμώ=τιμογραφώ] [υπερεκτιμώμαι=παραφουσκώνομαι]
υπερεπαρκώ (υπεραφθονώ, υπερπλεονάζω, υπεργίγνομαι, υπερπερισσεύω)
υπερέχω (επικρατώ, νικώ, νικηφορώ)
υπερθεματίζω (πλειοδοτώ, αβαντζάρω)
υπερισχύω (επικρατώ, νικώ, κραταιούμαι)
υπέρκειμαι (υπερτίθεμαι)
υπερκερώ (υπερφαλαγγίζω, υπερκεράζω)
υπερμεγεθύνω (τραγικοποιώ, δραματοποιώ)
υπερνικώ (υπερισχύω, καταπαλαίω) [υπερνικώμαι=καταβάλλομαι, συνδάμναμαι]
υπερπηδώ (υπερνικώ)
υπερπληρώ (εμφορώ) [υπερπληρούμαι=ξεχειλίζω]
υπερτερώ (πλεονεκτώ, υπερέχω, κρατιστεύω)
υπερτιμώ (ακριβαίνω) [υπερτιμάται=παραφουσκώνεται]
υπερτονίζω (μεγεθοποιώ) [υπερτονίζεται=υπογραμμίζεται]
υπερυψούται (κορυφώνεται)
υπερυψώνω (αναβιβάζω)
υπερφιλώ (υπεραγαπώ, ακριβαγαπώ, πολυαγαπώ, καταγαπώ, καταφιλώ)
υπερψηφίζω (αποδέχομαι, εγκρίνω) [υπερψηφίζεται=πλειοψηφεί]
υπέχω (φέρω, βαστώ)
υπηρετώ (περιποιούμαι, κομώ) [υπουργεί=υπηρετεί, συμβάλλει] [υπηρετείται=υποστηρίζεται]
υπνώνω (αποκοιμίζω, ναρκώνω, υπνοποιώ) [καταδαρθάνω=αποκοιμιέμαι, κατακνώσσω][υπνούμαι=κοιμάμαι]
υποβαθρώνω (θεμελιώνω) [βαθρώ=θεμελιώνω, βάθρον=θεμέλιο, στήριγμα]
υποβάλλω (παρουσιάζω) [ανθυποβάλλω=αντερωτώ] [υποβάλλομαι=υπόκειμαι]
υποβιβάζω (ταπεινώνω, υποτιμώ)
υποβλέπω (εποφθαλμιώ)
υποβόσκω (υπολανθάνω)
υπογραμμίζω (επισημαίνω, τονίζω)
υπογράφω (επιβεβαιώνω)
υποδαυλίζω (υποκινώ, ερεθίζω, ανασκαλίζω, υπεκκαίω) [υποδαυλίζομαι=υποκινούμαι]
υποδέχομαι (καλωσορίζω, εισδέχομαι)
υποδηλώνω (αινίσσομαι, υπονοώ, υπεμφαίνω, υποσημαίνω)
υποδιαιρώ (κατακομματιάζω) [υποδιαιρούμαι=κατατέμνομαι]
υποδουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω, υποζυγώ, δουλοποιώ, κατειλωτίζω) [υποδουλώνομαι=σκλαβώνομαι, λιζιώνομαι]
υποδύομαι (προσποιούμαι)
υποθάλπω (υποδαυλίζω) [υποθάλπομαι=υποδαυλίζομαι, σκηρίπτομαι]
υποθέτω (συμπεραίνω, εικάζω)
υποθηκεύεται (ενεχυριάζεται) [ενεχυράζω=κοιάζω]
υποκαθιστώ (αναπληρώνω, αντικαθιστώ) [υποκαθίσταμαι=αναπληρώνομαι]
υποκλίνομαι (σκύβω) [μετακλίνομαι=μεταστρέφομαι]
υποκομπώ (κουφοβροντώ)
υποκορίζεται (σμικρύνεται)
υποκρίνομαι (προσποιούμαι, καμώνομαι, μορφίζομαι,
μεταμορφίζομαι, ακκίζομαι, υποποιούμαι)
υποκύπτω (υποτάσσομαι, υπόκειμαι, παρακύπτω)[υπέρχομαι=υποτάσσομαι]
υπολαμβάνω (νομίζω, οίομαι, εξυπονοώ)
υπολέγω (υπαγορεύω) [καταγορεύω=καλολέγω]
υπολήπτομαι (εκτιμώ, στιμάρω, σέβομαι, ξετιμάω)
υπομειούται (υποπληθύνεται) [=λιγοστεύει σιγά σιγά] [πολλύνομαι=πληθύνομαι]
υπομένω (ανέχομαι, παραβλέπω)
υπονοείται (εξυπακούεται, υποδηλώνεται) [εξυπακούει=προϋποθέτει]
υπονοώ (υποδηλώνω, αινίσσομαι)
υποπίπτω (ξεπέφτω)
υποσκάπτω (υπονομεύω, αποσταθεροποιώ) [υποσκάπτομαι=υπονομεύομαι]
υποσκελίζω (παραμερίζω) [υποσκελίζομαι=παραμερίζομαι]
υποστέλλω (ελαττώνω, κατεβάζω) [υποστέλλομαι=οπισθοχωρώ]
υποστηρίζω (βοηθώ, επικουρώ, σιγοντάρω) [συνυποστηρίζω=συνεπικουρώ, συνεπισχύω] [υποστηρίζομαι=υποβαστάζομαι]
υπόσχομαι (επαγγέλλομαι, τάζω, καταφατίζω, υπισχνούμαι, λογοδίνω)
υποτελώ (δασμοφορώ)
υποτροπιάζω (μεταγυρνάω, ανθυποστρέφω, ανακυλώ, επανανεάζω, ξανακυλώ)
υποφέρω (πάσχω, δεινάζω, μοχθίζω)
υποφώσκω (αχνοβολώ, φεγγρίζω, θαμποφέγγω, αχνοφέγγω)
υποχρεώνω (ζορίζω, αναγκάζω, επιβάλλω, επιτάσσω)
υποχωρώ (οπισθοχωρώ, αναποδίζω)
υποψιάζομαι (μυγιάζομαι, υποπτεύομαι, κακοβάζω,
πονηρεύομαι, ιδεάζομαι, σακουλεύομαι,
ψυχανεμίζομαι, υποτοπώ, υφορώμαι)
υπτιάζω (ανασκελώνομαι, αναπίπτω) [υπτιούμαι=αναποδογυρίζομαι]
υστερώ (μειονεκτώ, υπολείπομαι) [υστερούμαι=στερούμαι]
υφαίνω (ιστουργώ, μηρύομαι) [υφαίνομαι=ενιστουργούμαι, ιστουργός=υφαντουργός, ιστοπόνος, υφαντής]
υφαρπάζω (υποκλέπτω) [υφαρπάζομαι=υποκλέπτομαι, ξαφρίζομαι] [κλέπτομαι=ληστεύομαι]
υψηλώνω (μεγαλύνω)
υψώνω (σηκώνω, αίρω) [γείρου=ανάστηθι, εγέρθητι, σήκω]
Φ
φαγκρίζω ή φαγγρίζω (κατισχναίνω, αδυνατίζω, εγγαρίζω)
φαγοποτώ (τρωγοπίνω)
φαγώνεται (τσακώνεται)
φαιδρύνω (χαροποιώ, καθιλαρύνω, φραίνω) [φαιδρύνομαι=τέρπομαι]
φαίνομαι (διακρίνομαι, εμφανίζομαι, ορώμαι)
φαλκιδεύω (διαστρεβλώνω, αλλοιώνω) [φαλκιδεύεται=υπονομεύεται]
φαλτσάρω (παραφωνώ) [πολυφωνώ=πολυηχώ]
φανερώνω (γνωστοποιώ, δηλώνω, ενσημαίνω, καταφαντάζω)
φανατίζω (αφιονίζω, εξάπτω, ντοπάρω)
φαντάζομαι (νομίζω, υποθέτω) [φαντασιώνομαι=φαντάζομαι]
φαντάζω (φιγουράρω, επιδεικνύομαι, ευπροσωπώ)
φαρδαίνω (διευρύνω) [φαρδαίνομαι=διαπλατύνομαι]
φαρμακώνω (δηλητηριάζω, φαρμάζω, ψακώνω, αλοχεύω, ενιοβολώ) [ξεφαρμακώνομαι=αναγλυκαίνομαι] [φαρμακώνομαι=δηλητηριάζομαι]
φασκελώνω (μουντζώνω, δεκατιάζω, σφογγελιάζω) [φασκελώνομαι=μουντζώνομαι]
φασκιώνω (σπαργανώνω) [ξεφασκιώνω=αποσπαργανώνω, ξεσπαργανώνω] [φασκιώνομαι=σπαργανώνομαι]
φασώνεται (πασπατεύεται)
φέγγω (ακτινοβολώ, μαρμαρίζω) [τρεμοφέγγω=τρεμολάμπω, αντιλαρίζω] [γλυκοφέγγει=γλυκοχαράζει, γλυκοφεγγοβολάει][φέγγεται=φωτίζεται]
φείδομαι (λυπούμαι, προνοώ, οικονομώ)
φενακίζω (εξαπατώ, ζιγανεύω) [φενακίζομαι=παραπλανιέμαι]
φέρβω (εκτρέφω) [ονοφορβός=εκτροφέας όνων] [φέρβομαι=τρέφομαι]
φέρω (βαστάζω, κομίζω) [επιφέρεται=συντελείται, γίνεται] [φέρνομαι=συμπεριφέρομαι]
φεύγω (αναχωρώ, φυγγάνω) [γοργοφεύγω=απέρρω, εξαφίπταμαι, απολιταργίζω, δίεμαι]
φημολογείται (διαδίδεται, λέγεται, θρυλείται) [ειπώνονται=λέγονται, προφέρονται]
φθάνω (αφικνούμαι, έρχομαι, αριβάρω, βλώσκω)
φθέγγομαι (φωνάζω, κράζω, εκλαλώ, εκστομίζω, προφέρω)
φθείρω (καταστρέφω, βλάπτω, αποφθίνω, κατατρίβω, κεραΐζω, διαβρώνω, καταύω, κηραίνω, κατασώχω, τριβανώ, ψώχω)
φθηναίνω (λεπταίνω, ψιλαίνω) [φθηναίνεται=υποτιμάται]
φθίνω (παρακμάζω, ελαττούμαι, φθείρομαι, ξεφτίζω, απομαραίνομαι) [αποσκέλλω=σαρακιάζω] [φθίνομαι=καταστρέφομαι]
φθονώ (ζηλεύω, ζηλοτυπώ, ζηλοφθονώ, σκανιάζω, μεγαίρω) [φθονούμαι=κακοβλέπομαι]
φιγουράρω (επιδεικνύομαι)
φιδοζώνομαι (καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι)
φιληδονώ (ακολασταίνω, γαλιώ) [αφροδισιάζω=σαρκομανώ, καταδιασπλεκώ, ήτοι ρίχνομαι με πάθος στις σαρκικές απολαύσεις]
φιλονικώ (καβγαδίζω,ερίζω, τσακώνομαι, αντιφέρνω) [φιλονικείται=αμφισβητείται] [διαφιλονικείται=διαμφισβητείται]
φιλοξενώ (φιλεύω, ξενίζω, ξενιάζω, ξεναποδέχομαι) [φιλοξενούμαι=επιξενούμαι, καταξενούμαι, εστιώμαι] [αντιξενίζω=αντεφεστιώ]
φιλοσοφώ (σπουδάζω) [σπουδή=ενασχόληση ή μελέτη για μάθηση]
φιλοτιμούμαι (προθυμοποιούμαι, διατίθεμαι, προθυμούμαι)
φιλοτιμώ (ευαισθητοποιώ)
φιλοφρονώ (καλοπιάνω, σιργουλεύω) [ευπροσηγορώ=αγανοφρονώ, πραϋθυμώ, πραϋπαθώ] [φιλοφρονούμαι=κολακεύομαι]
φιλτράρω (στραγγίζω, σακελίζω, παρηθώ)
φιλώ (αγκαλιάζω, ασπάζομαι) [κατασπάζομαι=μυριοκαταφιλώ] [χωροφιλώ=φιλοχωρώ] [φιλούμαι=αγαπώμαι]
φινίρω (αρτιώνω) [φινίρεται=τελειοποιείται]
φιξάρω (παγιώνω, σταθεροποιώ) [φιξαρίστηκε=παγιώθηκε]
φλέγομαι (καίγομαι, αποτεφρώνομαι, πυρακτώνομαι, σταχτιάζω,
απανθρακώνομαι, πυρπολούμαι, εμπυρίζομαι, λαβρίζω)
φλέγω (πυρπολώ, πυρσεύω, φλεύω) [υποφλέγομαι=σιγοκαίγομαι, αποσμύχομαι]
φλερτάρω (ερωτοτροπώ, σοροπιάζω, γλυκοσαλιάζω, οαρίζω) [φλερτάρεται=πολιορκείται]
φλιπάρω (ζουρλαίνομαι)
φλογίζω (καίω, καψαλίζω) [φλογίζομαι=καίγομαι]
φλομώνω (μολύνω) [φλομώνομαι=κατακλύζομαι]
φλυαρώ (πολυλογώ, αδολεσχώ, λαλαγώ, γλωσσηματίζω, θαλασσοκοπώ,
γλωσσοκοπανώ, απεραντολογώ, ματαιολογώ, φλυάσσω, εμματάζω,
πλατειάζω, μακρολογώ, βαττολογώ, φαφλατίζω, πολυμιλώ,
κενολογώ, αργολογώ, πολυρρημονώ, εικοβολώ, υπερλαλώ)
φοβερίζω (εκφοβίζω, απειλώ, τρομοκρατώ) [καταπτύρομαι=εκφοβίζομαι, τρομοκρατούμαι, κατορρωδώ] [φοβερίζομαι=απειλούμαι]
φοβίζω (πτοώ, φοβοποιώ, ξαφνίζω, ταρμύσσω, τρομοποιώ) [φοβίζομαι=συμπτώσσω] [ξαφνιάζω=εκπλήσσω]
φοβούμαι (διστάζω, δειλιάζω, πτοούμαι, αθαρσώ, εκδειματούμαι,
αγγελιάζομαι, αποθαρρύνομαι, τρομάζω, καταθυμώ,
κοψοχολιάζομαι, τρέμω, σκιάζομαι, μορμολύττομαι,
πανικοβάλλομαι, ολιγοκαρδίζω, δειμαίνω, τετρεμαίνω)
φοιτώ (συχνάζω) [συμμαθητεύω=συμφοιτώ, συμμανθάνω] [ορειπολώ=ορειφοιτώ]
φονεύω (σκοτώνω, θανατώνω, εκτελώ, αιματοκυλίζω, ανθρωποκτονώ, διαχρώμαι)
φορμάρω (διαμορφώνω) [φορμάρομαι=καλουπώνομαι]
φοροδιαφεύγω (φοροκλέπτω)
φορολογώ (χαρατσώνω, δασμολογώ, δεκατεύω, φοροθετώ) [φορολογούμαι=φοροφορώ, δασμολογούμαι]
φορτσάρω (σχίζομαι, ρώννυμαι, αποδύομαι, κωλοχτυπιέμαι,
ζορίζομαι, σφίγγομαι, επεντείνω, δυναστεύω, πλειστοδυναμώ,
ανακομπώνω, κομματιάζομαι, δίνομαι, ξεσκίζομαι, επιρρώνυμαι)
φορτώνω (ζαλώνω, ζαλικώνω, φορτίζω, καργάρω, ζαπακώνω, αχθίζω)
φορώ (ντύνομαι, βάνω, περιτίθεμαι) [λευκοφορώ=λευχειμονώ] [φοριέται=χρησιμοποιείται, συνηθίζεται]
φουλτακιάζω (φλεγμαίνω) [μπιμπικιάζω=φαγουρίζομαι, φαγουρώνομαι] [φουλτακιάζομαι=φλεγμαίνομαι]
φουμάρω (καπνίζω)
φουντώνω (δυναμώνω) [φουντώνομαι=διεγείρομαι]
φουρκίζω (εξοργίζω, θηριοποιώ, εξαγριαίνω, εξορίνω, οροθύνω)
φουρτουνιάζω (αναστατώνομαι, ανταριεύομαι) [μπουνατσάρει=εξευδιάζει, λειοκυμαίνει]
φουσκίζω (επικοπρίζω)
φουσκώνω (διογκώνω, πρήζω)
φραγγελώνω (μαστιγώνω) [φραγγελώνομαι=μαστιγώνομαι]
φρακάρω (ακινητοποιώ) [φρακάρομαι=μπλοκάρομαι]
φρεζάρω (λειαίνω, εκτρίβω, ομαλίζω, ψώω)
φρενάρω (τροχοπεδώ)
φρεσκάρω (ανανεώνω, ανακαινίζω, νεαροποιώ) [φρεσκάρομαι=ανανεώνομαι]
φρίττω (ανατριχιάζω, τρομάζω, φρικιάζω, αναρριγώ, τσουτσουριάζω, φρικάρω)
φρονηματίζω (σωφρονίζω)
φρονιμεύω (σωφρονίζομαι, λογικεύομαι, γνωστεύω, μυαλώνω)
φροντίζω (μεριμνώ, επιμελούμαι, καλοσκαμνίζω, εμπάζομαι,
επαγρυπνώ, προσέχω, κοιτάζω, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι)
φρονώ (νομίζω, κρίνω, σκέπτομαι, διανοούμαι, πρεσβεύω)
φρουρώ (επιτηρώ, φυλάσσω, νυχτερεύω, νυκτοφυλακώ) [φρουρούμαι=φυλάσσομαι]
φρουσκαλιάζω (φλυκταινούμαι, φλοιδώ) [φρουσκάλα=φλύκταινα, φουσκάλα] [φλυκτιδούμαι=ψυδρακώ]
φρύγω (καψαλίζω, φρυγανίζω, καυματίζω, αφεύω) [φρυγανίζομαι=ξεροψήνομαι] [καυματίζομαι=πυρέσσω, πυρετώ]
φρυκτωρώ (φωτοβολώ)
φταίω (σφάλλω, παραλιταίνω)
φτουρώ (επαρκώ, εξαρκώ) [αποχρώ=επαρκώ, αποχρών λόγος=επαρκής λόγος]
φτύνω (αποπυτίζω, αποπτύω, πτύω) [καταπτύω=καταφρονώ] [αποχρέμπτομαι=αποφλεγματίζομαι] [πταίρω=πτάρνυμαι, πταρνίζομαι, φτερνίζομαι] [φτύνομαι=περιφρονούμαι]
φτωχεύω (πενητεύω)
φυγαδεύω (φευγατίζω, κατασοβώ)
φύει (αναδίδει, παράγει, αναδύει)
φυλάγομαι (προσέχω)
φυλακίζω (δεσμεύω, καθείργω, μπουζουριάζω,
εγκλείω, ρεστάρω, μπουντρουμίζω, εγκαθειργνύω, εργνύω) [φυλακίζομαι=μπουζουριάζομαι]
φυλάσσω (διατηρώ, σώζω) [φυλάσσομαι=διατηρούμαι]
φύομαι (φυτρώνω, βλασταίνω, ξεβλασταρώνω) [καταφύομαι=παράγομαι]
φυσάει (πνέει)
φυσομανάει (φυσοκοπάει)
φυτεύω (χώνω, μπήγω, φιτύω, φυταλίζω) [αμπελοφυτεύω=αμπελοστατώ] [φυτεύομαι=σπέρνομαι]
φυτρώνω (βλαστάνω, φυλλοφορώ, αναδίνω, βλαστοφυώ)
φωνάζω (κραυγάζω, αλαλάζω, ανακράζω, επιβοώ, εκβομβούμαι, ιβύζω, παραφωνάζω)
φωρώμαι (επισημαίνομαι)
φωτίζομαι (πυρσούμαι) [ελλάμπομαι=φωτίζομαι]
Χ
χαζεύω (αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι)
χαζοπαζαρεύομαι (μωρολογώ, χαζολογώ, καρδαμίζω, προγλωσσεύω, ερεσχελώ,
φαιδρολογώ, μουαμπετίζω, ριψολογώ, αλλοτριολογώ, κενεμβατώ, εικαιομυθώ, εικαιολογώ,
ακαιρολογώ, αχρηστολογώ, λωλομιλώ, ταυτοπολυλογώ, ελαφρολογώ, περιλέγω)
χαϊδολογώ (θωπεύω, καλοπιάνω, βαβαλίζω, θώπτω)
χαίνω (χάσκω)
χαιρετίζω (προσφωνώ, καλωσορίζω) [αντιχαιρετίζω=αντασπάζομαι] [δειδίσκομαι=χαιρετίζω]
χαιρετώ (ασπάζομαι) [αντιχαιρετώ=αντιπροσαγορεύω, αντιπροσλαλώ]
χαίρομαι (ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι, αναγαλλιάζω,
αμεριμνώ, αγάλλομαι, αγαλλιώ, θυμηδώ, προσχαίρω, σαίνω) [περιχαίρω=μυριοχαίρομαι, καταχαίρω] [συναγάλλομαι=συγγηθώ, συγχαίρω, συνήδομαι] [καταχαίρομαι=γάνυμαι]
χαλβαδιάζω (γλυκοκοιτάζω, γλυκοτηρώ) [χαλβαδιάζεται=γλυκοκοιτιέται]
χαλεπαίνω (οργίζομαι, δυσφορώ, γκουβρίζω, θυμαίνω)
χαλεύω (γυρεύω, ψάχνω, εκζητώ, ματεύω)
χαλινώνω (καπιστρώνω, εγχαλινώ, χαβώνω) [ξεχαλινώνω=ξεκαπιστρώνω, ξεχαβώνω, εκχαλινώ] [χαλινώνομαι=καπιστρώνομαι]
χαλυβδώνω (δυναμώνω, ανδρίζω) [χαλυβδώνομαι=ενδυναμώνομαι]
χαλώ (αποσυνθέτω, καταστρέφω, φθείρω, φθοροποιώ,
ξεχαρβαλώνω, διαλύω, σαθροποιώ, φθειροποιώ) [χαλιέμαι=δυσαρεστούμαι]
χαμαικοιτώ (χαμοκοιμάμαι, χαμοκοιτώ, χαμευνώ)
χαμαιτυπώ (πορνεύομαι) [κασαλβάζω=πουτανίζω]
χαμευνώ (χαμαικοιτώ)
χαμογελώ (μειδιώ, αχνογελάω) [σεμνοπροσωπώ=αγελαστώ]
χαμπαριάζω (κατανοώ, νογάω)
χαντακώνω (καταστρέφω, βαραθρώνω, βοθριάζω, αμαλάπτω) [χαντακώνομαι=καταστρέφομαι, καταβαραθρώνομαι]
χάνω (ζημιούμαι) [απώλεσε=έχασε, στερήθηκε π.χ. απώλεσε το δικαίωμα ψήφου] [χάνω=απολλύω]
χαράζει (ξημερώνει, λυκοφέγγει, ξεφέγγει)
χαρακτηρίζω (προσδιορίζω) [χαρακτηρίζομαι=προσδιορίζομαι]
χαραμίζω (σπαταλώ) [π.χ. χαραμίζω τα νιάτα μου] [χαραμίζομαι=αδικούμαι]
χαράσσω (αυλακώνω, γράφω) [αναχαράσσω=αποξύω] [χαράσσομαι=αυλακώνομαι]
χαρατσώνω (καταφορολογώ) [χαρατσώνονται=υπερφορολογούνται]
χαριεντίζομαι (αστειεύομαι, χωρατεύω, ευτραπελίζομαι)
χαρίζομαι (ευνοώ, ρουσφετολογώ, προσωποληπτώ)
χαριτολογώ (ευφυολογώ)
χαριτώνω (χαριτοποιώ)
χαροκοπώ (διασκεδάζω, γλεντώ, παραβιβάζω)
χαροπαλεύω (ψυχορραγώ, ψοφολογώ, θανατιώ, αγγελοθωριάζω, ολεθριώ, αγγελοβλέπω)
χασμουριέμαι (νυστάζω, χασμώμαι)
χασομερώ (χρονοτριβώ, κενοτομώ, μουσμουλεύω, τριψημερώ, κλοτοπεύω)
χαστουκίζω (μπατσίζω, κοσσίζω) [χαστουκίζομαι=ραπίζομαι]
χαυνώνω (εξασθενίζω, μαλθακώνω, ασθενοποιώ, εκκηραίνω, αμενηνώ) [μαλθακίζομαι=χαυνούμαι, πλαδαρούμαι, πλαδώ] [απομαλθακίζομαι=απομαλακίζομαι]
χαχανίζω (χασκογελάω, βροντογελάω, γελοκακανίζω, χασκαρίζω, χαχλανίζω)
χειμάζομαι (ταλαιπωρούμαι, παραδέρνομαι, δοκιμάζομαι) [φλεβίζω=χειμάζω]
χειρίζομαι (κουμαντάρω)
χειροδικώ (βιαιοπραγώ)
χειροθετούμαι (ευλογούμαι) [χειροθετώ=χειροτονώ] [προχειρίζομαι=χειροτονούμαι] [αποχειροτονώ=μαζουλίζω]
χειροκροτώ (επικροτώ)
χειρούμαι (εξουσιάζω, ορίζω)
χερακλώνω (επιψαύω)
χερομαχώ (χειρωνακτώ, παλαμώμαι, συγχειροπονώ, εργοχειρώ)
χερσώνω (χερσοποιώ, νειοποιώ) [ξεχερσώνω=χερσοκοπώ, εκχερσώνω] [χερσώνομαι=ερημώνομαι]
χηρεύει (κενώνεται, ερημώνεται)
χιμώ (ορμώ, επιτίθεμαι) [αντεπιτίθεμαι=αντεφορμώ, αντεπέρχομαι]
χιονίζει (νείφει, χιονοβολάει, κατανείφει) [χειμωνιάζει=χειμερίζει]
χλευάζω (κοροϊδεύω, λοιδορώ)
χλιαραίνω (μαλακώνω, μετριάζω, απαλαίνω)
χλομιάζω (ωχριώ)
χλωρίζω (θάλλω, πρασινίζω) [χλωραίνεται=πρασινίζει]
χολοσκώ (στενοχωριέμαι, θλίβομαι, λυπάμαι, δυσοίζω)
χολώνομαι (θυμώνω, αγανακτώ) [θυμομαχώ=οκριάζω, χολαίνω]
χοντραίνω (παχαίνω)
χορεύω (ορχούμαι) [συνορχούμαι=συγχορεύω]
χορταίνω (γαστρίζομαι, κορεννύω) [κορέννυμαι=υπερπληρούμαι, παραγεμίζομαι, παρεμπίπλαμαι] [εμπιαίνομαι=χορταίνω]
χορταριάζω (χορτομανώ)
χουγιάζω (λαβίζω, μαλώνω)
χουζουρεύω (οκνεύω)
χουσμετεύω (απασχολούμαι, δουλεύω)
χουφτώνω (παλαμιάζω, χουφταλιάζω, φουχτίζω, χερουκλώνω) [κουταλιάζω=χουλιαριάζω, χλιαρίζω, ήτοι παίρνω με το κουτάλι]
χρεμετίζω (χλιμιντρίζω, χρεμίζω, φρυάσσομαι)
χρεοκοπώ (πτωχεύω, φαλιρίζω, μπατιρίζω, μουφλουζεύω, αποπλουτώ, οικοφθορούμαι)
χρήζει (απαιτεί) [επιδέομαι=χρήζω, έχω ανάγκην] [χρη=δει, πρέπει, προσήκει]
χρημάτισε (διετέλεσε) [χρηματίζομαι=εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι]
χρησιμεύω (χρειάζομαι) [εφιστάται=χρειάζεται, απαιτείται]
χρησιμοποιώ (μεταχειρίζομαι, μετέρχομαι, πεδέρχομαι) [χρησιμοποιούμαι=αξιοποιούμαι]
χρησμολογώ (προμαντεύω, χρησμοδοτώ, αποθεσπίζω, εκφοιβάζω)
χρηστεύομαι (καλλοποιώ, καλοκαγαθώ)
χρίζω (επαλείφω, πασαλείβω, πασαλείφω) [επιχρίω=αλείφω, αλίνω] [ασταρώνω=επιχρίω] [χρίζεται=ανακηρύσσεται, αναγορεύεται] [χρίσμα=επάλειμμα]
χρυσώνω (μαλαματώνω)
χρωματίζω (βάφω, μπογιατίζω, χρώζω)
χρωστώ (οφείλω, λοιπάζω, οφλισκάνω) [οφείλεται=αποδίδεται] [φεσώνω=καταχρεώνω, φεσώνομαι=καταχρεώνομαι] [αποδίδομαι=παραχωρούμαι]
χρωτίζομαι (αναμιγνύομαι, συνεγγίζω)
χτενίζω (πολυεξετάζω, καλοξετάζω, περιθεωρώ) [ομορφοχτενίζω=καλοχτενίζω]
χτικιάζω (μαραζιάζω, ζαϊφιάζω, βερεμιάζω, τσιφνιάζω, φθισιώ, εκτικεύομαι, φθισικεύομαι)
χτυπώ (δέρνω, μαστιγώνω, πατάσσω, καταχερίζω, σακατεύω)
χυλώνω (πολτοποιώ, σμελώνω)
χύνω (σκορπίζω) [χυτεύω=χέω τετηγμένον μέταλλον]
χωλαίνω (κουτσαίνω, υποσκάζω)
χωνεύω (φυραίνω)
χώνω (θάβω, κατορύσσω)
χωρατεύω (αστεΐζομαι, αστειορρημονώ, ευτραπελεύομαι)
χωριατίζω (χωριατοφέρνω, αγροικεύομαι, αγεννίζω, oλοχωρικεύομαι) [σκαιουργώ=αναιδεύομαι, σιληπορδώ] [αγροδιαιτώ=αγρικεύω]
χωρίζω (διαιρώ) [χωρίζομαι=διαζεύγνυμαι]
χωρομετρώ (γεωμετρώ, γεωδαιτώ)
χωροσταθμώ (σταφνίζω, αλφαδιάζω, ευθυγραμμώ)
χωρώ (περιέχομαι)
Ψ
ψαλιδίζω (περικόπτω, ψαλίζω) [ψαλιδίζομαι=περικόπτομαι]
ψάλλω (τραγουδώ, άδω, μελωδώ, μολπάζω) [ψάλλεται=άδεται, τραγουδιέται, ψαλμωδείται]
ψαλτωδώ (ψαλμολογώ, ψαλμωδώ)
ψαρεύω (αλιεύω, πεσκάρω, ιχθυάζομαι, καλαμεύω, ελλοπιεύω) [ψαρεύομαι=αλιεύομαι]
ψαύω (αγγίζω) [ψαύομαι=αγγίζομαι]
ψάχνω (ερευνώ, εξετάζω, χαρχαλεύω, ψαχουλεύω, χαλεύω)
ψέγω (κατηγορώ, κατακρίνω)
ψειριάζω (κονιδιάζω)
ψειρίζω (ψιλοκοσκινίζω, λεπτολογώ, ξεψαχνίζω, λεπτολεκτώ, αμφιφράζομαι, μακροκοσκινίζω)
ψελλίζω (τραυλίζω, τσεβδίζω, βατταρίζω, βαρταλίζω) [βραδυστομώ=βραδυλαλώ]
ψευδίζω (τραυλίζω, γλωσσοκομπιάζω, κεκεδίζω, τσηβδίζω, επιψελλίζω)
ψευδοδοξώ (κακοκρίνω, ολισθογνωμώ, ολισθογνωμονώ)
ψευδολογώ (ψεύδομαι, ψευδοστομώ, ψευδηγορώ,
ανακριβολογώ, παραμυθολογώ, ψευδοεπώ, ψευματώ,
ψευδομυθώ, ψευστώ, ψεματίζω, ψευδογλωττώ, πλαστολογώ)
ψευδορκώ (επιορκώ, ψευδωμοτώ)
ψευτίζω (νοθεύω, φαλσεύω, ψευδοποιώ)
ψευτοκλαίω (μυξοκλαίω, μουτζουκλαίω) [μυξιάζω=κορυζάω]
ψηλαφίζω (ψαχουλεύω) [ψηλαφίζομαι=επιψαύομαι]
ψηλαφώ (ψαύω, αγγίζω, λαιφάσσω, διφώ, διαψαλάσσομαι, τρακτεύω)
ψήνομαι (ωριμάζω, πεπαίνομαι) [ψήνομαι=οπτώμαι]
ψήνω (οπτώ, κρομβώ, φαύζω) [κνισσώ=τσικνίζω] [προψήνω=προμαγειρεύω] [σταθεύω=τηγανίζω]
ψηφίζω (αποφασίζω, ψηφοφορώ)
ψήχω (βουρτσίζω, τρίβω, ψηκτρίζω)
ψιθυρίζω (μουρμουρίζω, σιγομιλώ, επιμύζω, αχνολαλώ) [σιγοψιθυρίζω=υποφθέγγομαι, υποψιθυρίζω]
ψιλοκόβω (λειοτριβώ, κονιορτοποιώ, κονιοποιώ,
ψιλοκοπανίζω, σμικρίζω, ψιλοτρίβω, αλευροποιώ) [ψιλοκόβομαι=λιανίζομαι]
ψιλολογώ (λεπτολογώ, ισχνομυθώ, λεπτηγορώ)
ψιλώνω (γυμνώνω) [ψιλούμαι=απογυμνούμαι]
ψιμυθιώνομαι (καλλωπίζομαι, φτιασιδώνομαι,
μακιγιάρομαι, πουδραρίζομαι, ομορφίζομαι) [κοκετάρομαι=κοκεταρίζομαι]
ψιττακίζω (παπαγαλίζω)
ψιχαλίζω (ψιλοβρέχω, ψεκάζω, πιτσιλίζω, πτυαλίζω) [λιανοβρέχει=ψιχαλίζει] [ψιάζω=ψεκάζω] [επιψεκάζω=επιρραίνω]
ψοφοζώ (ψωμοζώ, κουτσοζώ, κουτσοπερνώ, κουτσοφέρνω, λαγυρίζομαι, βιοπαλεύω)
ψοφολογώ (ψυχομαχώ)
ψοφώ (θνήσκω, γκουρλώνομαι)
ψυχαγωγώ (τέρπω, διασκεδάζω) [ψυχαγωγούμαι=τέρπομαι]
ψυχανεμίζομαι (υποψιάζομαι)
ψυχοδέρνομαι (απολυσσώ, χατεύω)
ψυχοπλακώνομαι (αγχώνομαι, στρεσάρομαι, πονοψυχώ, καρδιοφλογίζομαι, καρδιοβολούμαι, καρδιοσώνομαι) [καρδιαλγώ=καρδιώττω] [ψυχοπλακώνω=στρεσάρω]
ψυχορραγώ (χαροπαλεύω, ψυχομαχώ, αγγελοθωρώ, θυμοφονώ, ολλυνούμαι) [αγγελοσκιάζομαι=αγγελοκρούομαι]
ψυχοτρώω (ψυχομαραίνω) [ψυχοτρώγομαι=ψυχομαραίνομαι]
ψυχραίνω (ψύχω, παγώνω, κρυμαίνω) [ψυχραίνομαι=ψύχομαι]
ψυχρολογώ (ψυχρορρημονώ)
ψυχώνω (ζοωγονώ, ενισχύω, αναπτερώνω, ενθαρρύνω, φτερώνω) [ψυχώνομαι=εγκαρδιώνομαι]
ψωμίζω (ταΐζω, μπουκώνω) [μπουκώνομαι=εγκάπτω] [ψωμίζομαι=σιτίζομαι]
ψωμώνω (μεστώνω, αδρούμαι) [ψωμώνομαι=δυναμώνομαι]
ψωνίζω (αγοράζω, προμηθεύομαι)
Ω
ωδινώμαι (αγωνιώ, σπαζοκεφαλιάζω, σκοτίζομαι, παιδεύομαι)
ώζω (ανακράζω, θωύσσω)
ωθίζομαι (συνωστίζομαι, στριμώχνομαι, στοιβάζομαι)
ωθώ (σπρώχνω, σκουντώ, αμπώχνω, παραγκωνίζω, τζαρτζάρω)
ωίζω (κλωσώ)
ωκειώθης (φιλιώθηκες) [π.χ. ωκειώθης τω Χριστώ, φιλιώνομαι=γίνομαι φίλος]
ωκύνω (ταχύνω, γρηγορεύω, γοργεύω)
ωκυποδώ (ωκυδρομώ, ευδρομώ, οξυδρομώ, ταχυδρομώ)
ωκυπορώ (γοργοδιαβαίνω, γοργοπερνώ, γοργοπερπατώ)
ωλιγγιώ (νυκταλωπώ)
ωμίζομαι (ωμοφορώ)
ωμοβαστάζω (ωμοφορώ)
ωμοθετώ (ιεροθυτώ)
ωμοποιώ (αληπασαδίζω) [=φέρομαι βαναύσως]
ωμοτοκώ (αγουρογεννώ)[=τίκτω προώρως]
ωμοτομώ (αγουροκόβω, αγουρομαζεύω)
ωμφύνω (μεγαλύνω)
ωνούμαι (αγοράζω, οψωνώ) [εξωνούμαι=εξαγοράζομαι]
ωοτοκώ (ωογονώ) [δυστοκώ=κακογεννώ] [ευτοκώ=καλογεννώ]
ωοφορώ (αβγογεννώ) [αβγοκόβω=αβγώνω] [αβγολογώ=αβγομαζεύω]
ωπάζομαι (κοιτάζω, οπιπτεύω, προσατενίζω)
ωραΐζω (καλλωπίζω, καλλύνω, αγλαΐζω, σενιάρω, μορφύνω,
ομορφίζω, ευπρεπίζω, αβρύνω, κομψεύω, καλοστολίζω) [κομμωτίζω=καθωραΐζω, κομμώ] [ωραΐζομαι=στολίζομαι, κοσμούμαι]
ωραιογραφώ (καλλιγραφώ)
ωραιοποιώ (καλλύνω) [φιλοτεχνώ=καλοφτιάνω, καλοδουλεύω, επιτηδεύω]
ωρακίζω (κιτρινιάζω)
ωρεύω (επιμέλομαι, κηδαίνω)
ωριαίνω (ομορφαίνω) [ωριαίνομαι=ωραΐζομαι]
ωρίζω (μενθηρίζω)
ωριμάζω (μεστώνω, γινώνω, γουρμάζω, αδρύνω,
ψωμώνω, καλοκαμώνομαι, παραγίνομαι, αδρούμαι, ζουμιάζω)
ωριοξομπλιάζω (ομορφοστολίζω, ευμορφοστολίζω)
ωριοστεφανώνω (λαμπροστεφανώνω)
ωριοστολίζω [ομορφοστολιζω, λαμπροστολίζω]
ωροδρομώ (γενεθλιαλογώ, θεματίζω)
ωροσκοπώ (γενεθλιαλογώ) [=κάνω προβλέψεις για το μέλλον κάποιου]
ωρύομαι (ουρλιάζω, θρηνολογώ, ρυάζομαι, λακάζω)
ωστίζομαι (ωθούμαι)
ωτοκοπώ (ξεκουφαίνω, εκκωφώ, στριγγίζω)
ωτακουστώ (κρυφακούω, αφτιάζομαι, κρυφαγρικώ,
επακούω, παρακαθίζω, αγροικιάζομαι, ακουάζομαι)
ωτοκωφώ (βαριακούω, κακογροικώ, δυσηκοώ)
ωφελούμαι (κερδαίνω, απολαβαίνω, διαφορεύω, καρπώνομαι, ονίναμαι, ευεργετούμαι)
ωφελώ (βοηθώ, εξυπηρετώ, λυσιτελώ, ευεργετώ)
ώφθητε (φανήκατε, ωράθητε) [ορώμαι=οπτάζομαι]
ωχραίνομαι (κιτρινιάζω, πυξίζω, πελιδνούμαι)
ωχριάζω (χλομιάζω)
ωχριώ (χλομιάζω, κιτρινίζω, κερώνω, πανιάζω)
Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
.........................
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν συνώνυμες λέξεις.
Κάθε λέξη έχει ιδιαίτερο, το δικό της, νόημα.
Π.χ. το ρήμα οίδα (=γνωρίζω)
δηλοί την εξ ακοής γνώσιν,
ενώ το ρήμα γιγνώσκω (=γνωρίζω)
δηλοί την εκ παρατηρήσεως γνώσιν.
Έτερον ρήμα, το επίσταμαι (=γνωρίζω),
δηλοί την επάρκειαν της γνώσεως
Αν δεν βρείτε τη λέξη στην αλφαβητική σειρά, πατήστε
Ctrl + F
Στο πλαίσιο που θα εμφανισθεί, γράψτε την λέξη που αναζητείτε.
Λέξεις αναζήτησης: συνώνυμο, συνώνυμου, συνώνυμα, συνωνύμων, συνώνυμη, συνώνυμης, συνώνυμες, συνωνυμία, synonyms, αντώνυμο, αντώνυμου, αντώνυμα, αντωνύμων, αντώνυμη, αντώνυμης, αντώνυμες, antonyms, antonyme, synonyme, thetidiolarisa, thetidio, θετίδιο, θετιδίου, αλχανί, σουπλί, αντίθετο, αντίθετου, αντιθέτων, αντίθετα, αντίθετες, αντίθετη, αντίθετης, λέξη, λέξεις, ηλεκτρονικό, λεξικό, λεξικού, ηλεκτρονικά, λεξικά, online, λεξικών, λεξιλόγιο, λεξιλόγια, λεξιλογίου, λεξιλογίων, συνώνυμα ρήματα google sites, ρημάτων, σημασία, τι σημαίνει, ερμηνεία, μετάφραση, ορισμός, αρχικοί χρόνοι, ανώμαλα ρήματα, θησαυρός συνωνύμων, φιλοσοφικό λεξικό.
Στη σελίδα Φιλοσοφικό λεξικό
θα βρείτε τέσσερα online Λεξικά φιλοσοφίας κι ένα Κοινωνιολογίας