● Λεξικό παραγώγων
Παράγωγα χρηστικών ρημάτων
Α
αγαπώ (αγαπητός, αγαπητικός)
αγγέλλω (άγγελος, άγγελμα)
αγείρω (αγορά, συναγερμός)
άγνυμι (κάταγμα, ναυαγός)
αγορεύω (δικηγόρος, αγορητής)
άγω (αγωγή, παιδαγωγός)
αγωνίζομαι (αγώνισμα, αγωνιστικός)
άδω (ωδή, άσμα)
αθλώ (αθλητής, άθλημα)
αθροίζω (αθροισμα, άθροιση)
αιδούμαι (αιδώς, αισχρός)
αινώ (επαινέτης, επαίνεση)
αιρώ, αιρούμαι (αίρεση, αιρετός)
αίρω (άρση, αιώρα)
αισθάνομαι (αίσθημα, αίσθηση)
αιτώ, αιτούμαι (αίτημα, αίτηση)
ακοντίζω (ακοντισμός, ακοντιστής)
ακούω (άκουσμα, υπήκοος)
αλγώ (ανάλγητος, αναλγησία)
αλέθω, αλέω (άλεση, άλεσμα)
αλείφω (αλοιφή, άλειμμα)
αλίσκομαι (άλωση, αιχμάλωτος)
αλλοιώνω, αλλοιώ
(αλλοίωση, αναλλοίωτος)
αλωνίζω (αλώνισμα, αλωνιστής)
αμαρτάνω (αμαρτία, αμαρτωλός)
αμφιέννυμι (αμφίεση, άμφια)
αμφισβητώ (αμφισβήτηση, αμφισβητήσιμος)
ανέχομαι (ανοχή, ανεκτικός)
ανοίγω (άνοιγμα, ανοιχτός)
αντλώ (άντληση, ανεξάντλητος)
αξιώ (αξίωση, αξίωμα)
απλώνω, απλώ
(απλώστρα, απλωτός)
απολαύω (απόλαυση, απολαυστικός)
αράσσω (άραγμα, προσάραξη)
αρρωστώ (αρρωστιάρης, αρρωστιάρικο)
αρτύω (άρτυμα, άρτος)
αρτώ (εξάρτημα, ανάρτηση)
αστράπτω (αστραπή, αστραφτερός)
Β
βαδίζω (βάδισμα, βάδιση)
βαίνω (βάθρο, βήμα)
βάλλω (βολή, βέλος)
βαπτίζω (βάπτισμα, βαπτιστήρι)
βασανίζω (βασάνισμα, βασανισμός)
βάφω, βάπτω (βαφέας, βάψιμο)
βεβαιώ (βεβαίωση, επιβεβαιωτικός)
βιβάζω (επιβίβαση, διαβιβαστής)
βιβρώσκω (βρώση, βρώσιμος)
βιδώνω (βίδωμα, βιδωτός)
βιώ (βίωμα, αναβίωση)
βλάπτω (βλάβη, βλαπτικός)
βλέπω (βλέμμα, βλεφαρίδα)
βοηθώ (βοήθημα, βοηθητικός)
βουλεύομαι (βουλευτής, βουλευτήριο)
βούλομαι (βούληση, βουλητικός)
βραβεύω (βράβευση, βραβείο)
βράζω (βράση, βράσιμο)
βρέχω (βρέξιμο, βροχή)
Γ
γαζώνω (γάζωμα, γαζωτός)
γαλουχώ (γαλούχημα, γαλούχηση)
γδύνω (γδύσιμο, γδυτός)
γελώ (γέλιο, γελαστός)
γεμίζω (γέμισμα, γεμιστήρας)
γεννώ (γέννηση, γέννημα)
γεύω, γεύομαι (γεύμα, γεύση)
γηράσκω (γήρανση, γήρασμα)
γίγνομαι (γένεση, γονέας)
γιγνώσκω (γνώση, αναγνωστικό)
γλείφω (γλείψιμο, γλείφτης)
γλυκαίνω (γλυκασμός, γλυκαντικός)
γλύφω (γλύπτης, γλυπτική)
γνωρίζω (γνώρισμα, αγνώριστος)
γοητεύω (γοητεία, γόητρο)
γράφω (γράμμα, γραμματέας)
γυμνάζω (γυμναστική, γυμναστήριο)
γυρίζω (γύρισμα, γυρισμός)
Δ
δαγκώνω (δάγκωμα, δαγκωματιά)
δάκνω (δήγμα, δάκος)
δαμάζω (δαμαστής, δαμασμός)
δανείζω (δανειστής, δανειστήριο)
δαπανώ (δαπάνηση, δαπανηρός)
δείδω=φοβούμαι (δεισιδαιμονία, δεισιδαίμων)
δείκνυμι
(δείκτης, δείγμα)
δελεάζω (δελέασμα, δελεασμός)
δέομαι (δέηση, δεητικός)
δέχομαι (δοχείο, δεξαμενή)
δέω=δένω (δεσμός, υπόδημα)
δηλώ (δήλωση, εκδηλωτικός)
δημεύω (δήμευση, δημευτικός)
δημοσιεύω (δημοσίευμα, δημοσίευση)
διαιτώ (διαίτημα=τρόπος ζωής, διαιτητής)
διδάσκω (δίδαγμα, διδασκαλείο)
διδράσκω (απόδραση, αναπόδραστος)
δίδωμι (δόση, δότης)
δικάζω (δικαστής, δικαστήριο)
διώκω (δίωξη, διώκτης)
δοκώ (δόξα, δόγμα)
δράττομαι (δραχμή, δράκα=χούφτα)
δρω (δραστήριος, δράμα)
δύω (δύση, ένδυμα)
δωρούμαι, δωρέω
(δωρητής, δωρεά ή ως επίρρημα δωρεάν)
Ε
εγγυώμαι (εγγύηση, εγγυητής)
εγείρω (έγερση, εγερτήριο)
έζομαι (έδρα, εδώλιο)
εικάζω (εικασία, εικαστικός)
είκω (εικόνα, επιεικής)
ειμί (ουσία, επιούσιος)
είμι (ιταμός, εξιτήριο)
ειρηνεύω (ειρήνευση, ειρηνευτής)
εκθειάζω (εκθειαστής, εκθειασμός)
ελαττώνω, ελαττώ
(ελάττωμα, ελαττωματικός)
ελαύνω (παρέλαση, στρατηλάτης)
ελεώ (ελεημοσύνη, ελεήμονας)
ελευθερώνω, ελευθερώ
(ελευθέρωμα, ελευθερωτής)
ελίσσω (ελιγμός, εξέλιξη)
έλκω (έλξη, ελκυστήρας)
ενεργώ (ενεργητικός, ενεργητικότητα)
ενοχλώ (ενόχληση, ενοχλητικός)
εξετάζω (εξέταση, εξεταστής)
εξομαλύνω (εξομάλυνση, εξομαλυντικός)
εξοπλίζω (εξοπλιστικός, εξοπλισμός)
επίσταμαι (επιστήμη, επιστήμονας)
επιχειρώ (επιχείρηση, επιχειρηματίας)
εργάζομαι (εργαλείο, εργάτης)
ερεθίζω (ερέθισμα, ερεθιστικός)
ερευνώ (ερευνητής, ερευνητικός)
εστιώ (εστίαση, εστιάτορας)
έρχομαι (έλευση, προσήλυτος)
ευθύνω (διευθυντής, διεύθυνση)
ευρίσκω (εύρεση, εύρημα)
έχω (σχέση, έξη=έξις=συνήθεια)
Ζ
ζαρώνω (ζάρωμα, ζαρωματιά)
ζευγνύω (ζεύξη, ζεύγος)
ζητώ (ζήτηση, ζήτημα)
ζυγίζω (ζύγισμα, ζυγιστής)
ζυμώνω, ζυμώ (ζύμωση, ζυμωτό)
ζω (ζωή, ζώο)
ζωγραφίζω (ζωγράφισμα, ζωγραφιστός)
ζώννυμι (ζώνη, ζωστήρας)
Η
ηγούμαι (ηγέτης, ηγεμόνας)
ήδομαι (ηδύποτο, ηδονή)
ηλώ (προσήλωση, καθήλωμα)
ημερώνω (ημέρωμα, ημέρωση)
ησυχάζω (ησυχασμός, ησυχαστήριο)
ηττώμαι (ήττα, αήττητος)
ηχώ (ηχηρός, ηχείο)
Θ
θάβω, θάπτω (ταφή, τάφος)
θάλπω (θαλπωρή, περίθαλψη)
θαμβώνω (θάμβωμα, εκθαμβωτικός)
θαυμάζω (θαυμασμός, θαυμαστικό)
θέλγω (θελκτικός, θέλγητρο)
θεραπεύω (θεραπεία, θεραπευτής)
θερίζω (θέρισμα, θεριστής)
θερμαίνω (θέρμανση, θερμάστρα)
θεσπίζω (θέσπιση, θέσπισμα)
θεώμαι (θέαμα, θέατρο)
θεωρώ (θεώρημα, θεώρηση)
θηλάζω (θήλασμα, θηλασμός)
θιγγάνω (άθικτος, θίξιμο)
θλίβω (θλίψη, θλιβερός)
θνήσκω (θνητός, θάνατος)
θραύω (θραύση, θραύμα ή θραύσμα)
θυσιάζω (θυσιαστήριο, θυσιαστής)
θύω (θύτης, θύμα)
θωπεύω (θωπεία, θωπευτικός)
θωρακίζω (θωράκιση, θωρακισμός)
Ι
ιδρύω (ίδρυμα, ιδρυτής)
ιερώ (αφιέρωμα, αφιέρωση)
ίζω (ίζημα, καθίζηση)
ίημι (ύφεση, άνετος)
ικνούμαι (ικέτης, ικανός)
ιλάσκομαι (εξιλασμός, εξιλαστήριο)
ίσταμαι, ίστημι (στάση, στάδιο)
ίσχω (ισχύς, ισχαιμία)
ιώμαι (ίαση, ιατρός)
Κ
καθίζω (κάθισμα, καθίζηση)
καίω (καύση, καύσιμο)
καθαίρω=καθαρίζω
(κάθαρση, καθαρτικό)
καλλωπίζω (καλλωπισμός, καλλωπιστικός)
καλύπτω (κάλυμμα, κάλυψη)
καλώ (κλήση, κάλεσμα)
κάμπτω (καμπή, κάμψη)
καπνίζω (κάπνισμα, καπνιστής)
καρφώνω (κάρφωμα, καρφωτός)
καυχώμαι (καύχηση, καύχημα)
κείμαι (κοίτη, κατάκοιτος)
κείρω (κουρέας, κέρμα)
κελεύω (κελευστής, κέλευμα ή κέλευσμα)
κεράννυμι (κράση, κράμα)
κηρύσσω (κήρυγμα, κήρυκας)
κινώ (κίνημα, κίνηση)
κλαίω (κλάμα, κλαυθμός)
κλέβω, κλέπτω
(κλέφτης, κλέψιμο)
κλείω (κλείστρο, κλειστός)
κληρώνω, κληρώ (κλήρωση, κληρωτός)
κλίνω (κλίνη, κατάκλιση)
κόβω, κόπτω (κόψη, κόμμα)
κολάζω (κόλαση, κολασμός)
κομίζω (κομιστής, κόμιστρο)
κορέννυμι (κόρος, κορεσμός)
κοσμώ (κόσμημα, διακοσμητής)
κράζω (κραυγή, κράχτης)
κρατώ (κράτημα, κρατητήριο)
κρεμώ (κρέμασμα, κρεμάλα)
κρίνω (κρίση, κριτής)
κρούω (κρούσμα, κρούση)
κρύβω, κρύπτω
(κρυφτός, κρύψιμο)
κτίζω (κτίσμα, κτίστης)
κτώμαι (κτήμα, κτήση)
κυκλώνω, κυκλώ (κύκλωμα, κύκλωση)
κυλίνδω (κύλισμα, κύλιση)
κυρώνω, κυρώ (επικύρωμα, επικύρωση)
Λ
λαγχάνω (λαχείο, λαχνός)
λαμβάνω (λήψη, λήμμα)
λάμπω (λαμπερός, λαμπτήρας)
λανθάνω (λάθος, λήθη)
λέγω (λέξη, λόγος)
λείπω (λείψανο, λοιπός)
λήγω (λήξη, καταληκτικός)
λύω (λύση, λύτρο-α)
Μ
μαγεύω (μάγευμα, μαγευτικός)
μαθαίνω, μανθάνω
(μάθηση, μαθητής)
μάσσω (μάζα, μάκτρο)
μάχομαι (μαχητής, μάχιμος)
μειγνύω (μείγμα, μεικτός)
μένω (μονή, μονιμότητα)
μείρομαι (μοίρα, μερίδα)
μετρώ (μέτρημα, μετρητής)
μηνύω (μήνυμα, μηνυτής)
μιαίνω (μίασμα, μιαρός)
μιμνήσκομαι (μνήμη, ανάμνηση)
μορφώνω, μορφώ
(μόρφωση, μορφωτικός)
Ν
ναυπηγώ (ναυπήγηση, ναυπηγείο)
νέμω (νομός, νόμος)
νεύω (νεύμα, κατάνευση)
νοθεύω (νόθευση, νοθευτής)
νομίζω (νόμισμα)
νοώ (νόημα, νόηση)
νυστάζω (νύσταγμα, νυσταλέος)
Ξ
ξαπλώνω (ξαπλώστρα, ξαπλωτός)
ξεριζώνω (ξερίζωμα, ξεριζωμός)
ξηραίνω (ξήρανση, ξηραντήριο)
ξύνω (ξύσμα, ξύσιμο)
ξυπνώ (ξύπνημα, ξυπνητήρι)
Ο
οδηγώ (οδήγημα, οδήγηση)
όζω (οσμή, ευώδης)
οίδα (είδηση, ειδήμονας)
οικοδομώ (οικοδόμημα, οικοδομήσιμος)
οικώ (οίκημα, συνοίκηση)
οίομαι, οίμαι (οίηση, οίημα)
όλλυμι (απώλεια, όλεθρος)
ομιλώ (ομιλητής, ομιλητικός)
όμνυμι (ορκωμοσία, συνωμότης)
ομοιώ (ομοίωμα, αφομοίωση)
ονομάζω (ονομαστός, ονομαστικός)
οξύνω (όξυνση, παροξυσμός)
οπλίζω (αφόπλιση, εξοπλισμός)
ορίζω (διορισμός, εξόριστος)
ορμώ (ορμητικός, ορμητήριο)
ορύσσω (όρυγμα, ορυκτό)
ορώ (όραμα, όψη)
οχούμαι, οχέω (όχημα, οχηματαγωγό)
οχυρώνω, οχυρώ
(οχύρωμα, οχυρωματικός)
Π
παγώνω (πάγωμα, παγωνιά)
παιδεύω (παιδεία, εκπαίδευση)
παίζω (παίχτης, παιχνίδι)
πάσχω (πάθημα, πάθηση)
πατώ (πάτημα, καταπάτηση)
παύω (παύση, παύλα)
πείθω (πειθώ, πειστήριο)
πειρώμαι (πείραμα, πειρασμός)
πελάζω (πελάτης, προσπέλαση)
πέμπω (πομπή, πομπός)
πέτομαι (πτήση, πτηνό)
πήγνυμι (πήξη, πάγος)
πιέζω (πίεση, πιεστήριο)
πίμπλημι (άπληστος, άπλετος)
πίμπρημι (εμπρησμός, εμπρηστής)
πίνω (πόση, πόσιμος)
πιπράσκω (μεταπράτης, δημοπρασία)
πίπτω (πτώση, πτώμα)
πλάθω, πλάσσω
(πλάστης, πλαστήρι)
πλέω (πλεύση, πλους)
πληρώ (πλήρωμα, αναπλήρωση)
πλήττω (πληγή, έκπληξη)
ποιώ (ποίηση, ποίημα)
πολιορκώ (πολιορκητής, πολιορκητικός)
ποτίζω (πότισμα, ποτιστήρι)
πράττω (πράξη, πράγμα)
πρεσβεύω (πρεσβεία, πρεσβευτής)
προσκυνώ (προσκύνημα, προσκυνητής)
πωλώ (πώληση, πωλητήριο)
Ρ
ράβω, ράπτω (ράφτης, ραφείο)
ρέπω (ροπή, ρόπαλο)
ρέω (ροή, ρυάκι)
ρήγνυμι (ρήγμα, ρωγμή)
ρίπτω (ρίψη, απόρριμμα)
ροφώ (ρόφημα, αναρρόφηση)
ροχαλίζω (ροχάλισμα, ροχαλητό)
ρυθμίζω (ρύθμιση, ρυθμιστής)
ρυπαίνω (ρύπανση, ρυπαντής)
ρώννυμι (άρρωστος, ανάρρωση)
Σ
σαγηνεύω (σαγήνευμα, σαγηνευτής)
σβέννυμι (κατάσβεση, πυροσβεστήρας)
σημαίνω (σημασία, σήμανση)
σιτίζω (σίτιση, σιτιστής)
σκάβω, σκάπτω
(σκάμμα, σκαφτός)
σκεδάννυμι (διασκέδαση, διασκεδαστής)
σκεπάζω (σκέπασμα, σκέπαστρο)
σκευάζω (συσκευασία, παρασκεύασμα)
σπάω (σπασμός, απόσπασμα)
σπεύδω (επίσπευση, σπουδή=γρηγοράδα)
σπείρω (σπέρμα, σπορά)
σπουδάζω (σπουδαστής, σπουδαστήριο)
στεγάζω (στέγασμα, στέγαστρο)
στέλλω (στόλος, στάλσιμο)
στερούμαι (στέρηση, στέρημα)
στηρίζω (στήριγμα, στήριξη)
στοχάζομαι (στοχαστής, στοχασμός)
στρατεύω (στράτευμα, εκστρατεία)
στρέφω (στρεβλός, στρέμμα)
συλλέγω (σύλλογος, συλλογή)
σφάλλω (σφάλμα, ασφαλής)
σφραγίζω (σφράγισμα, σφραγίδα)
σχηματίζω (σχηματισμός, σχημάτισμα)
σχολάζω (σχόλασμα, σχολασμός)
Τ
ταμιεύω (ταμείο, ταμιευτήρας)
τάσσω (τάξη, τάγμα)
τείνω (τάση, τόνος)
τελώ (τελετή, αποτέλεσμα)
τέμνω (τόμος, ταμίας)
τίθημι (θεμέλιο, θέση)
τίκτω (τοκετός, τόκος)
τιμώ (τίμιος, τιμητικός)
τιμωρώ (τιμωρία, ατιμώρητος)
τολμώ (τόλμημα, τολμηρός)
τραβώ (τράβηγμα, τράβηξη)
τραυματίζω (ταυματισμός, τραυματικός)
τρέμω (τρόμος, τρομάρα)
τρέφω (τροφός, θρεπτικός)
τρέχω (τροχός, τρέξιμο)
τρίβω (τρίφτης, τρίψιμο)
τρυπώ (τρύπημα, τρυπητήρι)
τυγχάνω (τύχη, επίτευγμα)
τυλίγω (τύλιγμα, τυλιχτός)
τυπώνω, τυπώ
(τύπωμα, τυπωτής)
τυφλώνω, τυφλώ
(τύφλωση, εκτυφλωτικός)
Υ
υβρίζω (υβριστής, εξύβριση)
υπάρχω (ύπαρξη, υπαρκτός)
υποκινώ (υποκίνηση, υποκινητής)
υποκρίνομαι (υποκριτής, υποκριτικότητα)
υστερώ (υστέρημα, υστέρηση)
υφαίνω (ύφανση, υφαντήριο)
υψώ (ύψωμα, ύψωση)
Φ
φαίνομαι (φανερός, φανάρι)
φάσκω (κατάφαση, καταφατικός)
φείδομαι (φειδώ, φειδωλός)
φέρω (φόρος, φορείο)
φεύγω (φευγαλέος, φευγάτος)
φημί (φήμη, φωνή)
φθάνω (φθάσιμο, άφθαστος)
φθείρω (φθορά, φθαρτικός)
φλέγω (φλόγα, ανάφλεξη)
φράσσω (φράγμα, περίφραξη)
φρίττω (φριχτός, φρικαλέος)
φροντίζω (φροντιστής, φροντιστήριο)
φρονώ (φρόνημα, καταφρόνηση)
φυλάσσω (φύλαγμα, φύλαξη)
φυσώ (φύσημα, φυσητήρας)
φύω (φυτό, φυλή)
Χ
χαίρω, χαίρομαι (χαρά, χάρμα)
χαράζω, χαράσσω
(χάραξη, χάραγμα)
χειρίζω, χειρίζομαι
(χειρισμός, χειριστής)
χλευάζω (χλευαστής, χλευαστικός)
χορεύω (χορευτής, χορευτικός)
χρώμαι (χρήση, χρήμα)
χώννυμι (χώμα, πρόσχωση)
Ψ
ψαλιδίζω (ψαλίδισμα, ψαλιδισμός)
ψάλλω (ψαλμός, ψάλσιμο)
ψεκάζω (ψεκασμός, ψεκαστήρας)
ψηλαφώ (ψηλάφηση, ψηλαφητός)
ψήνω (ψήστης, ψήσιμο)
ψηφίζω (ψήφισμα, καταψήφιση)
ψύχω (ψύξη, ψυγείο)
Ω
ωθώ (ώθηση, ωθητικός)
ωνούμαι (αργυρώνητος, τελώνης)
ωριμάζω (ωρίμαση, ωρίμασμα)
ωφελώ (ωφέλιμος, ωφελιμιστής)
Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
——————
Δες και
● Λεξικό ομορρίζων
● Επίσης εδώ [μία λέξη ανά 24 ώρες]
——————
● Επιρρήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσης
——————
● Επιρρήματα νέας ελληνικής γλώσσας
——————
Παλιά αναγνωστικά που προβάλλουν
τις παραδοσιακές αξίες των Ελλήνων.
Αλφαβητάριον PDF
Αλφαβητάριον PDF
——————
Αλφαβητάριον (1831)
Αλφαβητάριον (1956)
Αλφαβητάριον (1919)
Αλφαβητάριον (1889)
——————
Αναγνωστικόν (1952)
Αναγνωστικόν (1948)
Αναγνωστικόν (1948)
Αναγνωστικόν (1963)
Αναγνωστικόν (1952)
Αναγνωστικόν (1961)
Αναγνωστικόν (1955)
Αναγνωστικόν (1955)
——————
Αναγνωστάριον (1918)
Αναγνωστάριον (1902)
Αναγνωστάριον (1900)
Αναγνωστάριον (1918)
Αναγνωστάριον (1902)
Αναγνωστάριον (1889)
Αναγνωστάριον (1911)
Φιλόσοφος, που έζησε στο τέλος του 19ου αιώνα διατύπωσε την άποψη - πρόβλεψη ότι η αισθητική (η ομορφιά) θα αποτελέσει την ηθική (την αξία) του μέλλοντος .
Πράγματι, σήμερα - ένα αιώνα και πλέον μετά το θάνατο του φιλοσόφου - διαπιστώνουμε ότι ο άνθρωπος δεν πιστεύει στην αξία του εαυτού του, δεν έχει πεποίθηση στον εαυτό του, αισθάνεται διαλυμένος, νιώθει την ψυχή του άδεια, νομίζει ότι η γαλήνη, που προσδιορίζει την ανθρώπινη ευτυχία, έχει δραπετεύσει από την ψυχή του οριστικά και αμετάκλητα.
Η εσωτερική ασχήμια της ψυχής του τον φοβίζει, τον τρομάζει, τον κάνει δυστυχισμένο.
Για να σκεπάσει, για να καλύψει την εσωτερική του ασχήμια, βάζει ένα όμορφο περιτύλιγμα.
Εργάζεται σκληρά αποβλέποντας στην απόκτηση πολλών χρημάτων με τα οποία θα οικοδομήσει την εξωτερική του αισθητική, την ομορφιά του, τουτέστιν την εξωτερική του αξία (πλαστικές αισθητικής φύσεως εγχειρίσεις, πολυτελής ενδυμασία, λυγερή και ελκυστική κορμοστασιά, πρωτότυπη ή εξεζητημένη κόμμωση, ακριβά κοσμήματα, πολυτελή αυτοκίνητα και σπίτια, συμμετοχή σε κοσμικές δεξιώσεις ή διασκεδάσεις από τις οποίες προσδοκά τη φήμη και τη δόξα).
Νομίζει, λοιπόν, σήμερα ο άνθρωπος ότι με την εξωτερική ομορφιά θα εξουδετερώσει την σωτερική ασχήμια της ψυχής του.
Στηρίζει πλέον την αξία του ως ανθρώπου στα υλικά αγαθά.
Επομένως, ομολογεί περίτρανα ότι ο ίδιος δεν έχει καμιάν αξία, αλλά αξία έχουν τα πανάκριβα ρούχα του, τα αρώματά του, τα σκουλαρίκια του, τα αυτοκίνητά του κ.λ.π. κ.λ.π.
Μην απορείτε, λοιπόν, γιατί το παιδί σας αναζητεί τις ακριβότερες ή αλλιώς επώνυμες φίρμες, για να ντυθεί και να στολισθεί.
Όσο ακριβότερα είναι τα ενδύματα που φορεί, τόσο μεγαλύτερη αξία νομίζει ότι αποκτά στα βλέμματα των συνανθρώπων του.
Άρα, το παιδί σας δεν θα αποκτήσει ποτέ πεποίθηση ή εσωτερική γαλήνη, δεν θα πιστεύσει ποτέ στην αξία του εαυτού του, αφού η αξία του εαυτού του αντικαταστάθηκε από την αξία των υλικών αγαθών.
Γ. Α.
Εάν δεν βρίσκετε τη λέξη στην αλφαβητική της σειρά, χρησιμοποιήστε το ευρετήριο 🔍 της ιστοσελίδος επάνω δεξιά (βάζοντας τόνους στη λέξη) ή καλύτερα το ευρετήριο λέξεων του περιηγητή (browser) πατώντας Ctrl + F
Λέξεις αναζήτησης: αντώνυμο, αντώνυμα, αντίθετο, αντίθετα, λεξικό αντιθέτων, σύνθετα, σύνθετες λέξεις, λεξικό συνθέτων λέξεων, ομόρριζο, ομόρριζα, λεξικό ομόρριζων λέξεων, παράγωγο, παράγωγα, λεξικό παραγώγων, online, PDF.
Προσοχή: Αν κάποιος δεν επιθυμεί να υπάρχει σύνδεσμος προς την ιστοσελίδα του ή προς το πνευματικό του δημιούργημα, να επικοινωνήσει, για να διαγραφεί.