Ο κρίνος στην πεζογραφία

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ολόγυρα στη λίμνη (απόσπασμα)

"Εκεί επάτεις επί παχείας χλόης, υπό την οποίαν δεν ήξευρες πάντοτε αν υπήρχε στερεά γη. Και εχώνεσο έως τους αστραγάλους εις τον βάλτον, αλλ’ ενόμιζες τούτο ευτυχίαν σου, διότι εφαντάζεσο πάντοτε ότι έτρεχες να κόψεις ίτσια δι’ εκείνην...

...τα πτωχά ωραία άνθη, τα τόσον τρυφερά και ασθενή, με τα λευκά πέταλα και τον ωχρόν ύπερον, τα οποία εφαίνοντο ως να παραπονούνται διατί να φύωνται εις το χώμα και να είναι τόσον χαμαιπετή..."

http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/ppd_ologura.html

Νίκου Καζαντζάκη, Όφις και Κρίνο (απόσπασμα)

18 Νοεμβρίου

Κι εγώ ακούω από μακριά νάρχονται ανάρια, ανάρια, οι στεναγμοί των κρίνων που μαδιούνται απάνω στα νερά, τα ονειροπολήματα των μενεξέδων κάτω από τα φύλλα, το κλάψιμο των ρόδων που πληγώνονται από τ' αγκάθια μέσα στη νύχτα...

...Και Σε νοιώθω κρίνο πελώριο να γέρνεις απάνω μου και να θρηνείς-δύστυχο κρίνο πληγωμένο από τ' αγκάθια των ρόδων...

Όφις και κρίνο, σελ. 65

Κρινολολούλουδα, Αναγνωστικό Β΄ Δημοτικού, επιμέλεια Αρσινόης Ταμπακοπούλου και Θεώνης Δρακοπούλου (Μυρτιδιώτισσας), σελ. 11-16

Η μάνα

Η Μαρίκα, η Νίτσα και ο Μίμης ,τα τρία αδερφάκια , έπαιζαν μέσα σε ένα δωμάτιο, πού ήταν όλο δικό τους. Είχαν στη μέση τα παιχνίδια τους, ωραία, καινούργια παιχνίδια, τα περισσότερα δώρα της τελευταίας πρωτοχρονιάς . Η Μαρίκα συγύριζε την κούκλα της. Η Νίτσα έπλενε το φλιτζανάκι της δικής της, για να της δώσει να πιει το γάλα της, όπως έκανε η μαμά της γι’ αυτήν .Ο Μίμης κούρντιζε και ξανακούρντιζε το σιδηρόδρομό του. Όμως τα παιδιά δεν ήταν χαρούμενα. Έπαιζαν χωρίς όρεξη και γκρίνιαζαν με το τίποτε

Σου είπα χίλιες φορές, Νίτσα να μην πλένεις εδώ τα φλιτζάνια.

Γεμίζεις τον κόσμο νερά, είπε η Μαρίκα.

Που τα βλέπεις τα νερά απάντησε εκείνη πειραγμένη . Μια σταλαγματιά έπεσε και στέγνωσε κιόλας.

Εμπρός, κάμετε τόπο, σας λέω Ο σιδηρόδρομος περνά, ξεφώνιζε ο Μίμης.

Καλέ Μίμη, τι φωνές είναι αυτές ; λέει η Μαρίκα. Ξεχνάς πως η μαμά είναι άρρωστη;

Ο Μίμης που έτρεχε πίσω από τα βαγόνια του, σαν να ήταν κι αυτός κουρντισμένη μηχανή, σταμάτησε απότομα. Άνοιξε μεγάλα μεγάλα τα μάτια του, κοίταξε τρομαγμένα κατά την πόρτα και είπε σιγά:

Ποπό! Τι έπαθα!

Η Νίτσα κρατώντας τη μικρή πετσετούλα της κούκλας της ήρθε κοντά του και άρχισε να του μιλή σοβαρά. Του μιλούσε σα γριούλα πού ξέρει πολλά πράματα .

Σου το είπαμε τόσες φορές καημένε! Δεν κάνει ν’ ακούη κρότους η μαμά.

Που έχεις το μυαλό σου, παιδάκι μου; Το παιδί, που δεν μπορούσε να καταλάβη πώς το ξέχασε και έκανε ανησυχίες, μαζεύτηκε σε μίαν άκρη ντροπιασμένο. Κι ο σιδηρόδρομος σταμάτησε το ταξίδι του.

-Άχ! Πότε πια θα γίνη καλά η μητέρα,είπε σε λίγο αναστενάζοντας ή Μαρίκα,καθίζοντας την κούκλα της σε μία καρεκλίτσα. -Τι μπορούσε να την κάμη να γίνη πιο γρήγορα καλά;

Ρώτησε δειλά δειλά ο Μίμης.

-Πρώτ’απ’όλα να μην ακούη τα ξεφωνητά σου! Του είπε αυστηρά η Μαρίκα.

-Καλά αυτό. Μα τι άλλο;

-Τι άλλο; είπαν τα κορίτσια και κοιτάχτηκαν. Ελάτε να σκεφτούμε. Είχαν σοβαρευτή τώρα και τα τρία. Και τα τρία την ίδια σκέψη είχαν μέσα στο κεφαλάκι τους: Τι θα μπορούσε να κάμη πιο γρήγορα καλά τη μητέρα. Ξαφνικά η Νίτσα έβαλε τα κλάματα.

-Δε βρίσκω τίποτε, είπε ο Μίμης και χτύπησε τα γόνατα του στενοχωρημένος,σα μεγάλος άντρας.

Η παραμάνα μου έχει πεί, είπε σιγά σιγά η Μαρίκα, πως στον τόπο της, όταν αρρωστήση κανένας, στέλνουν τάματα στην εκκλησία και γίνεται καλά.

-Να στείλωμε κι εμείς τάματα είπαν τα άλλα δυο παιδιά χωρίς καλά ξέρουν τι σημαίνει αυτή η λέξη.

-Ό,τι σε πονεί τι κάνεις ασημένιο και το στέλνεις στη Παναγιά. Πόδι,χέρι ό,τι σε πονεί εξήγησε η Μαρίκα.

-Εμείς να στείλωμε μιαν ολόκληρην ασημένια μαμά! Είπε η Νίτσα.

-Μά που θα βρούμε χρήματα ;

-Δεν πρέπει κανείς να ξέρει τίποτε!

-Ναι, μα που θα τα βρούμε τα χρήματα, που μας χρειάζονται;

Καθένα είχε κάτι να προτείνη.

Ξαφνικά η Μαρίκα είπε:

-Να πουλήσωμε τα παιχνίδια μας,παιδιά! Να τα δώσωμε στην παραμάνα να τα πουλήσει!

-Ναι εύγε!Ωραία ιδέα!Να τα πουλήσωμε όλα τα παιχνίδια.

Τόσο ξεχάστηκαν όμως τα παιδιά με τη συζήτηση τους,που δεν κατάλαβαν πως άνοιξε σιγά σιγά η πόρτα και φανερώθηκε ο πατέρας.

Είχε ακούσει τις φωνές του και ήρθε να ιδή τι τρέχει.

Από τα λίγα που άκουσε και είδε κατάλαβε τι γινόταν μέσα στις ψυχούλες των παιδιών του.

Σιγκινημένος και μόλις κρατώντας τα δάκρυα του,τα πλησίασε, τα αγκάλιασε και τα τρία και τους είπε:

-Δεν είναι καμιά ανάγκη χρυσά μου παιδάκια, να πουλήσετε τα παιχνίδια σας. Δεν χρειάζεται να στείλετε τάματα στην εκκλησία.

Η Παναγιά, που βρίσκεται παντού, σας άκουσε και κατάλαβε το πόνο σας. Θα τη γιατρέψει η μαμά σας. Μα σ’αυτό θα τη βοηθήσει και η αγάπη που της έχετε. Γιατί η αγάπη είναι η μεγαλύτερη δύναμη που υπάρχει στον άνθρωπο. Ελάτε τώρα να πάμε σιγά σιγά όλοι μαζί, να την ιδούμε μια στιγμή και να τις στείλωμε από μακριά το φιλί της αγάπης μας. Το βάρος της λύπης έφυγε μονό μιας απ’τις καρδούλες των παιδιών. Κρεμάστηκαν από τα χέρια του πατέρα τους και τον ακολούθησαν. Πνίγοντας με δυσκολία τα ξεφωνητά τους,έφτασαν στη πόρτα του δωματίου της μητέρας. Την άνοιξαν σιγά σιγά κ’ από’κει της έστειλαν από ένα φίλο.

Εργασία της Δήμητρας Σοφολόγη

Άλκη Γουλιμή, Ο χρυσαφένιος κρίνος

Το μυθιστόρημα έχει για θέμα τον κρίνο που ανακάλυψε ο πατέρας της συγγραφέως στις βοτανολογικές

περιπλανήσεις του στα βουνά και που κάποιοι ξένοι προσπαθούν να τον αρπάξουν

Η Άλκη κατάφερε να σπάσει το φράγμα της γλώσσας που είναι ανυπέρβλητο για τους περισσότερους Έλληνες συγγραφείς. Ο χρυσαφένιος κρίνος μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα γερμανικά και στα γιαπωνέζικα.

http://www.rhodes.aegean.gr/atlas/writers/goulimi.htm

http://www.libver.gr:4530/ecportal.asp?id=259&nt=18

Ευριδίκης Αμανατίδου, Ο Φύλακας στο Φάρο (απόσπασμα)

….(Η Ελένα) σταμάτησε να πληκτρολογεί και κοίταξε κατσουφιασμένη τη φωτογραφία της άγνωστης. Το οστεώδες ανεμικό πρόσωπο με τα αμυγδαλωτά μάτια και τα μαλλιά πιασμένα σε ένα χαλαρό σινιόν ερχόταν σε αντίθεση με την αγέλαστη έκφρασή της. Το βλέμμα της έκρυβε το μυστήριο της Ανατολής κι επίσης πόθο και πλάνες υποσχέσεις. Ο μακρύς λαιμός πρόβαλε κατάλευκος μέσα από ημιδιαφανείς δαντέλες. Σαν ένας μίσχος λουλουδιού, σαν κρίνος. Διάβασε ξανά τις τέσσερις λέξεις που ο Αλφιέρι είχε σημειώσει στο πίσω μέρος της φωτογραφίας: κρίνος, θάλασσα, ζωή, αλάτι. Αν τα συνέδεε, θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι ο κρίνος της θάλασσας είναι το αλάτι της ζωής, ο μοναδικός συνδυασμός των λέξεων που είχε κάποια λογική συν

έχεια. Ίσως το όνομα της γυναίκας να θύμιζε κάποιο λουλούδι. Το μόνο που της ερχόταν στο μυαλό ήταν το Κρινιώ. Ο κρίνος της θάλασσας χαρακτηριζόταν από μία σπάνια βελούδινη ομορφιά και η ζωή του ήταν άρρηκτα δεμένη με το υγρό στοιχείο, καθώς οι σπόροι του ταξίδευαν σαν ελπιδοφόροι εξερευνητές σε αναζήτηση νέας γης. Ήταν σύμπτωση άραγε που και αυτό το στοιχείο την οδηγούσε στις Αλυκές, καθώς οι αμμοθίνες της περιοχής ήταν διάσπαρτες με κρίνους από τον Ιούλιο μέχρι τα μέσα του Σεπτεμβρίου; …

Εκδόσεις Μίνωας, σελίδες 30-31.

http://evriam.blogspot.com/2011/05/blog-post_15.html

Γιώτας Φώτου, Το δάκρυ του Κρίνου (απόσπασμα)

15

Κι άλλες φορές στη ζωή μου ένιωσα τον ήλιο να χάνεται. Αυτή τη φορά όμως μαζί με τον ήλιο

έχασα και κάθε ελπίδα για το ξημέρωμα. Είναι στιγμές που το μυαλό του ανθρώπου θολώνει.Θολώνει και τότε χάνεται ο έλεγχος των πράξεών του. Γίνεται ένα με το σκοτάδι, πνίγεται μέσα στη μαυρίλα. Αν είχα μείνει εκεί, αν μπορούσα να σκεφτώ λογικά, αν δεν έκανα το βήμα που με έριξε στην Κόλαση, δε θα περνούσα όλα μου τα χρόνια

μέσα στο καμίνι της. Αν είχα μείνει εκεί, θα έφτανε μια μέρα που το κοριτσάκι μου, η Γεθσημανή, θα άπλωνε το χεράκι της κρατώντας έναν ολόφρεσκο κρίνο. «Για σένα, μανούλα, τον έκοψα», θα μου έλεγε, «γιατί σ’ αγαπάω». Και τότε θα ερχόταν το ξημέρωμα.Όσο κι αν αργούσε θα ερχόταν. Αλλά ο κρίνος τσαλακώθηκε κι έκλαψε. Εξαιτίας μου. Και το άλικο δάκρυ του μένει ανεξίτηλο μέσα στην παλάμη μου εξήντα χρόνια τώρα. Κι όσες προσπάθειες κι αν

έκανα, δεν κατάφερα να το σβήσω ούτε για μια στιγμή. Μαζί μου θα το πάρω φεύγοντας.

Πεπρωμένο και τύχη; Προσωπική ευθύνη; Ποιος μπορεί να μου απαντήσει; Κανείς!

Ο Ταξιάρχης ανέλαβε να μου φέρει το μαντάτο.Ήταν απόβραδο κι εγώ είχα βάλει σπασμένα καρύδια μέσα σε ένα ταψί για να τα καθαρίσω. Η Όλγα δίπλα μου μπάλωνε ένα γκρίζο παντελονάκι του Αντώνη που είχε σκιστεί στα γόνατα. Τα παιδιά έπαιζαν. Του άνοιξε η αδελφή μου. Εκείνος μπήκε στο σπίτι αμίλητος. ΗΌλγα του πρόσφερε μια καρέκλα.Μάζεψα όπως

όπως το ταψί. «Ήρθες νωρίς, Ταξιάρχη», του είπα. «Ακόμα τα καρύδια καθαρίζω.Θα κάνω μπακλαβά.Έρχεται ο κουμπάρος σου, Ταξιάρχη, έρχεται ο Νικήτας, με άδεια. Σήμερα έφτα-

σε το γράμμα. Μέχρι αύριο θα πρέπει να είναι κι αυτός εδώ. Ξέρεις τώρα πώς είναι τα ταχυδρομεία. Απορώ μάλιστα που έφτασε το γράμμα πριν από τον ίδιο». Τα χείλη του τρεμούλιασαν, τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια του. «Τι συμβαίνει, Ταξιάρχη;» Το μυαλό μου πήγε σε καμιά φασαρία που πιθανόν να έγινε στο χωριό. Κι άλλες φορές είχε έρθει να μας ειδοποιήσει να έχουμε το νου μας. «Όλγα, πήγαινε τα παιδιά μέσα». Η φωνή του ήταν περίεργα βραχνή. «Νονέ, να σου πω πρώτα ένα ποίημα που μου έμαθε η θεία;» Η Γεθσημανή είχε πιαστεί από το παντελόνι του και τον τραβούσε. Δεν ήταν συνηθισμένη να την αγνοεί.

«Όχι τώρα, Γεθσημανή μου. Τώρα θα πας με τον Αντωνάκη μέσα γιατί θέλω να μιλήσω στη μαμά σου».

«Σε μένα δε θέλεις να μιλήσεις, νονέ;»

Πήρε ηΌλγα τα παιδιά και τα πέρασε στη μέσα κάμαρη. Πρόσεξα πως δεν είχε απομείνει σταλιά αίμα στο πρόσωπό της.

«Τι συμβαίνει, Ταξιάρχη;» ρώτησα πάλι, κάνοντας προσπάθεια να διώξω τη μαύρη σκέψη που πήγαινε να κατακλύσει το μυαλό μου.

«Μερόπη, πρέπει να φανείς δυνατή…» Τώρα έκλαιγε απροκάλυπτα.

Την ερώτηση που δεν τόλμησα να κάνω εγώ την έκανε η Όλγα.

«Ο Νικήτας;»

Δεν κοίταξε στιγμή προς το μέρος της. Είχε τα μάτια του καρφωμένα επάνω μου και…

Γύρισα το βλέμμα μου αλλού. Δεν ήθελα να ακούσω, δεν ήθελα να τον κοιτάζω, δεν ήθελα να μάθω.Ήθελα μονάχα να ανοίξω την πόρτα και να τον πετάξω έξω.Ήθελα να συνεχίσω να καθαρίζω τα καρύδια για το γλυκό του καλού μου.Ήθελα να οργανώσω την υποδοχή του. Να στολίσω τους τοίχους με τις ζωγραφιές της κόρης του. Να ετοιμαστώ και να τον περιμένω. Να στρώσω το κρεβάτι μας. Θα τον έκλεινα στην αγκαλιά μου…

«Μερόπη, έπεσαν σε ενέδρα καθώς έρχονταν. Βρέθηκαν σε λάθος μέρος. Οι άλλοι περίμεναν επίθεση και…» Πήρα στα χέρια μου ασυναίσθητα το ταψί.Θα έφταναν άραγε αυτά τα καρύδια για τριάντα φύλλα; Τον ήθελε με πολλά καρύδια τον μπακλαβά ο αγαπημένος μου.

«Μερόπη…»

ΗΌλγα έπρεπε να το ψήσει. Εγώ δεν μπορούσα να χειριστώ τόσο καλά τη γάστρα όσο εκείνη.

«Μερόπη… χθες…»

Τι μου λέει ο Ταξιάρχης; Γιατί το παντελονάκι του Αντωνάκη είναι πεσμένο στο

πάτωμα με την κλωστή να κρέμεται από το βελόνι;Πού πήγαν τα παιδιά; Πριν από λίγο έπαιζαν…

«…τον έφεραν νεκρό…»

Πώς βρέθηκε εδώ ο πατέρας; Πού είμαστε; Κι εκείνη δίπλα ποια είναι;Η άλλη Μερόπη, η μάνα μου ντυμένη στα λευκά, όπως σε κείνη την κιτρινισμένη φωτογραφία του

γάμου της που την είχαμε κρεμασμένη δίπλα στο τζάκι, στο

πατρικό μου σπίτι.

«…ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο…»

Κι ο Απόστολος εδώ; Κι εκείνος ντυμένος γαμπρός; Για την υποδοχή του Νικήτα μου ήρθαν;

«Πατέρα, ο Νικήτας πήρε άδεια, κι εγώ του ετοιμάζω το γλυκό που του αρέσει. Στολίσαμε το σπίτι με λουλούδια. Τα παιδιά τα μάζεψαν.Έχουμε γλέντι…» Τα καρύδια απέκτησαν πρόσωπο. Μου γελούσαν κοροϊδευτικά. Τα πέταξα πέρα. Γέμισε το πάτωμα με καρυδόψιχα.

ΗΌλγα κάθεται στην καρέκλα.Κλαίει.ΟΤαξιάρχης με αγκαλιάζει. Το στήθος του τραντάζεται από τα αναφιλητά. Ο Νικήτας, ο άντρας μου, ο μοναδικός μου έρωτας, ο πατέρας του παιδιού μου, σκοτώθηκε!

Λυγίζω, χάνομαι, πνίγομαι στο σκοτάδι…

http://giotafotou.psichogios.gr/2010/06/blog-post.html

Ζωή Βαλάση, Νάνι το κρίνος της αυγής

Συλλογή με νανουρίσματα, μικρά ποιητικά αριστουργήματα που επινοεί η μάνα καθώς αποκοιμίζει το μωρό της.

Στίχοι γεμάτοι ρόδα, κρίνα και παγόνια, Βυζαντινούς ρηγάδες και αρχόντισσες του ονείρου, ευχές και παινέματα για το μικρό παιδάκι, τo αστέρι στην αγκαλιά του κόσμου.

http://www.culturenow.gr/childrens-book/%CE%9D%CE%AC%CE%BD%CE%B9_%CF%84%CE%BF_%CE%BA%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%B1%CF%85%CE%B3%CE%AE%CF%82:_%CE%96%CF%89%CE%AE_%CE%92%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%83%CE%B7.html

Ταράτσα Χριστίνας, Η περιπλάνηση του Κρίνου

Ο Κρίνος είναι ένα ολόλευκο σκυλάκι που μοιάζει με τα κρινάκια του αγρού. Έως τα δύο του χρόνια ζει

σαν πρίγκιπας μαζί με το φίλο του τον Στέφανο. Κάποια μέρα, ωστόσο, η μοίρα παίζει μαζί του ένα

αλλόκοτο παιχνίδι και τον μεταμορφώνει από πρίγκιπα σ' έναν περιπλανώμενο ταξιδιώτη· και τότε

αντιλαμβάνεται πως οι νόμοι της αγάπης και της φιλίας είναι ευγενικοί όταν είσαι ένα κατοικίδιο ζώο,

μα όταν είσαι ένα αδέσποτο, κυριαρχεί ένας άλλος νόμος: ο νόμος της επιβίωσης. Οι άνθρωποι πλέον

τον φοβίζουν. Μόνο πού και πού, καθώς περιπλανιέται, στέκεται κάτω από τα παντζούρια των σπιτιών

γλιστρώντας ένα άπληστο βλέμμα ανάμεσα από τις χαραμάδες των παραθύρων, που αρνούνται όμως

πεισματικά να ανοίξουν, ότι η πόλη τον απειλεί. Κι έτσι ο μικρός Κρίνος αποφασίζει ν' ανέβει

ψηλά στο λόφο, να κρυφτεί κάτω από τη σκιά των δέντρων που του μοιάζουν γιατί είναι σιωπηλά σαν κι

εκείνον.

Κι έτσι συνεχίζεται η μοναχική του περιπλάνηση μέσα στις πρωινές ομίχλες, τα άδεια μεσημέρια και τα

έρημα, δίχως συντροφιά, δειλινά.

Μα ο Κρίνος δεν παύει να ονειρεύεται και να ελπίζει και, σαν τα κρινάκια της αθωότητας, συνεχίζει να

ψάχνει μια στάλα χώμα για ν' απαγγείλει το ποίημα της ζωής του...

http://www.perizitito.gr/product.php?productid=159823