Ο κρίνος στην ποίηση

D e c u l t u r a h o r t o r u m

s i v e H o r t u l u s

XV

Lilium

(Lilium candidum L.)

Lilia quo versu candentia, carmine quove

Ieiunae macies satis efferat arida Musae?

250

Quorum candor habet nivei simulacra nitoris,

Dulcis odor silvas imitatur flore Sabeas.

Non Parius candore lapis, non nardus odore

Lilia nostra premit, necnon si perfidus anguis

Ingenitis collecta dolis serit ore venena

255

Pestifero, caecum per vulnus ad intima mortem

Corda feram mittens, pistillo lilia praestat

Commacerare gravi sucosque haurire Falerno.

Si quod contusum est summo liventis in ore

Ponatur puncti, tum iam dinoscere vires

260

Magnificas huiusce datur medicaminis ultro.

Haec etiam laxis prodest contusio membris.

Emily Dickinson, LXXXVI

A LADY red upon the hill

Her annual secret keeps;

A lady white within the field

In placid lily sleeps!

The tidy breezes with their brooms

Sweep vale, and hill, and tree!

Prithee, my pretty housewives!

Who may expected he?

The neighbors do not yet suspect!

The woods exchange a smile—

Orchard, and buttercup, and bird—

In such a little while!

And yet how still the landscape stands,

How nonchalant the wood,

As if the resurrection

Were nothing very odd!

http://www.bartleby.com/113/2086.html

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ,ΤΑ ΚΡΙΝΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Τα κρίνα του φθινοπώρου τα πιο μεθυστικά

Προτού να μαραζώσουν και να σβήσουν

Τους τελευταίους ανασασμούς ήρθαν γλυκά-γλυκά

Στα πόδια μου να τους σκορπίσουν.

Διονυσίου Σολωμού, Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β´

ΙΙ.

Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,

κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.

Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει

Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,

Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.

Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα

Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,

Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·

Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.

Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,

Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·

Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:

Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.

Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.

(Εργασία, Φούντα Κατερίνας)

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/dionysios_solwmos/eley8eroi_poliorkhmenoi.htm

Συλλογή στίχων, που κατά κύριο λόγο επιμελήθηκε η μαθήτρια Ζωή Σκορδάκη:

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗ,Ελεγεία των Λουλουδιών

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν

Κι’ απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται

η νεότης πιο ωραία. Aλλά μαραίνεται

γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·

η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.

Aλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.

Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθεια τα βάζουνε.

Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·

τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν,το καλοκαίρι ανθίζουν.

Aλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.

Aυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·

κ’ επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,

καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κ’ οι κάμποι όλοι ανθίζουν.

Aλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.

Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.

Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.

Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.

Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.

Λησμονημένου Aυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,

τ’ αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,

σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μάς γνέφουνε

και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.

(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Κ.Π.Καβάφη, Τεχνητά άνθη

Δεν θέλω τους αληθινούς ναρκίσσους — μηδέ κρίνοι

μ' αρέσουν, μηδέ ρόδ' αληθινά.

Τους τετριμμένους, τους κοινούς κήπους κοσμούν. Με δίνει

η σάρκα των πικρία, κούρασι, κι οδύνη —

τα κάλλη των βαρυούμαι τα φθαρτά.

Δώστε με άνθη τεχνητά — οι δόξες του τσινιού και του μετάλλου —

που δεν μαραίνονται και δεν σαπίζουν, με μορφές που δεν γερνούν.

Άνθη των εξαισίων κήπων ενός τόπου άλλου,

που Θεωρίες, και Pυθμοί, και Γνώσεις κατοικούν.

Άνθη αγαπώ από υαλί ή από χρυσό πλασμένα,

της Τέχνης της πιστής δώρα πιστά·

με χρώματ' απ' τα φυσικά πιο εύμορφα βαμμένα,

και με σεντέφι και με σμάλτο δουλευμένα,

με φύλλα και κλωνάρια ιδανικά.

Παίρνουν την χάρι των από σοφή κι αγνότατη Καλαισθησία·

μέσα στα χώματα δεν φύτρωσαν και μες στες λάσπες ρυπαρά.

Εάν δεν έχουν άρωμα, θα χύσουμ' ευωδία,

θα κάψουμ' εμπροστά των μύρα αισθηματικά.

http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=167&cat=2

Γ.Σεφέρη, ΡΟΥΚΕΤΑ

Δεν είναι ούτε η θάλασσα

δεν είναι ούτε ο κόσμος

το γαλάζιο αυτό φως

στα δάχτυλά μας

κάτω από τα βλέφαρα

χίλιες αντένες

ψάχνουν ζαλισμένες

τον ουρανό

κόκκινο γαρούφαλο

μοναχό στη γλάστρα

στάθηκες σαν έγραφα

μπρος μου σαν αγάπη

ήταν μια ελαφίνα

κίτρινη σα θειάφι

κι ήταν ενας πύργος

από χρυσάφι

μέτρησαν τα χρόνια τους

πέντε κοράκια

μάλωσαν και σκόρπισαν

σαν πεντάλφα

τα μαλλιά της όμορφης

τ'άσπρισαν τα κρίνα

στο κορμί τηςόομορφης

έγραψα βιβλία.

Δεν μπορώ να ζω

όλο με παγόνια

μήτε να ταξιδεύω μερόνυκτα

μέσα στα μάτια της γοργόνας.

Γ.Σεφέρη, ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΜΑΘΙΟΥ ΠΑΣΚΑΛΗ

[...]

Βερίνα,μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί

κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφαλι

και τα τοπία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες από ξεραϊλα κι από την πείνα

σαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για να φορέσουν ενα μονογυάλι

σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για να γίνουν κρίνα.[...]

Ο.Ελύτη,Μαρίνα

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω

λουίζα και βασιλικό

Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω

και τι να πρωτοθυμηθώ

Τη βρύση με τα περιστέρια

των Αρχαγγέλων το σπαθί

Το περιβόλι με τ' αστέρια

και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα

στην άλλην άκρη τ' ουρανού

Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα

σαν αδελφή τού Αυγερινού

Μαρίνα πράσινό μου αστέρι

Μαρίνα φως τού Αυγερινού

Μαρίνα μου άγριο περιστέρι

και κρίνο τού καλοκαιριού

Γρυπάρης Ιωάννης «ΚΡΙΝΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ»

ΨΥΧΗ φρουμάζει, κόκκινη ψυχὴ σὰν αἱμοστάτης!

στρῶμα ζητάει τοῦ ὕπνου τῆς τὴ μυροφόρ’ ἀγκάλη

κρίνου, ποὺ περιλάμπιζε μὲ τἀναφτέριασμά της,

κρίνου πὄχει γι’ αὐτὴν κλειστὰ τἀνέσυρτά του κάλλη.

Τέτοιος καὶ μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας τῆς δροσάτης

σὲ Σὲ πετάει ὁλόψυχος κι ὁ λογισμός μου πάλι·

μὴ σοῦ ταράζει τὰ ὄνειρα; κ’ ἴσως θαρρεῖς ὁ μπάτης

πῶς σοῦ χαϊδεύει ἀνάλαφρα τ’ ὡραῖο σου τὸ κεφάλι;

Θὰ σ’ ἀνανοιώσῃ ἡ φλόγα του στὸ πιὸ γλυκό σου βύθος

ποὺ ἡ μαγιωμένη ξάπλωσε βραδιὰ στὸ ἁγνό σου στῆθος

κάτω ἀπ’ τὰ πεῦκα τὰ παλιὰ ἢ κάπου σ’ ἔρμο βράχο.

Κι ἂν κάτι μάθῃς γύρω σου θερμὰ νὰ φτερουγίζῃ,

Μὲ οὐδ’ ὅσον ἦχο θἄκουες σὰν ξένο αὐτὶ βουΐζῃ−

θὰ πῇς τὸ χέρι φέρνοντας στὸ μέτωπο: «Τί νἄχω;»

Ι. Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και Τερρακότες, Αθήνα, Εστία, 1928, σ. σ. 19−20

ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ' ΑΓΑΠΗΣΕΣ

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες

σε περασμένα χρόνια.

Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα

και σε βροχή, σε χιόνια,

δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου

μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,

μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο

κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,

μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες

και στη ματιά σου να περνάει

είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο

να παίζει, να πονάει,

μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε

γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.

Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα

σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.

Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα

γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.

Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη

μένα η ζωή πληρώθη.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου

μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.

Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου

μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,

μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

http://douridasliterature.com/poihmata.html

Κρητικές μαντινάδες :

ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ που μου είπε η γιαγιά μου:

Ωσαν τα κρίνα του αγρού

που τη βροχή ποθούνε,

έτσι ποθούν τα μάτια μου

τα μάτια σου να δούνε

Η μαθήτρια Κατερίνα Φούντα κατέγραψε την εξής μαντινάδα:

Στου παραδείσου την αυλή που είναι γεματη κρίνα

θωρώ το ομορφότερο που λένε Κατερίνα

Η μαθήτρια Κατερίνα Φούντα κατέγραψε την εξής μαντινάδα, την οποία της είπε η απόφοιτη Μαρία Χατζηγεωργιάδου:

θα' θελα κρίνος να γενώ κι' εσύ βροχής ψιχάλες

να πέφτεις και να ξεδιψώ τσι δροσερές σου αγκάλες