Σπίτια - Αρχιτεκτονική
Τα Φαναριώτικα σπίτια, όπως και τα περισσότερα των Αγράφων, ήταν λιθόκτιστα, με χοντρούς τοίχους, ενισχυμένους με ξυλοδεσιές και στεγάζονταν με βυζαντινού τύπου κεραμίδια. Τα σπίτια είχαν συνήθως τετράγωνη κάτοψη, με λιθόκτιστο μεσότοιχο και μικρά παράθυρα. Τα περισσότερα ήταν δίπατα και στο κάτω μέρος έβαζαν τα ζώα. Οι πόρτες ήταν βαριές, ταμπλαδωτές και ασφάλιζαν με αμπάρα. Η ανάγκη καλλωπισμού του σπιτιού με στρωσίδια και σκεπάσματα και των μελών της οικογένειας για ενδυμασίες, μετέτρεψε τα νοικοκυριά σε «οικοτεχνίες» περίτεχνων δημιουργημάτων από μαλλί. Η επίπλωση ήταν λιτή και τα σκεύη περιορισμένα. Μέρος του νοικοκυριό αποτελούσε η γάστρα, η τάβλα για το φαγητό, ο πλάστης για τις πίτες, ο μπουτινέλος για το βούτυρο, οι βαρέλες για το νερό, για τη συντήρηση των τυροκομικών κ.α. Ο αργαλειός, η ανέμη, το αδράχτι ήταν απαραίτητα σχεδόν σε κάθε σπίτι για τα ρούχα, τις περίτεχνα κεντημένες ποδιές, την προίκα των κοριτσιών, τα δισάκια, τους τορβάδες κ.α. Με την αστικοποίηση του πληθυσμού πολλές από τις προαναφερόμενες ανάγκες εξέλειπαν κι οι «οικοτεχνίες» έκλεισαν. Πολλά απ’αυτά αντικείμενα διασώθηκαν και βρίσκονται συγκεντρωμένα σε λαογραφικές συλλογές και μουσεία.
Τα σπίτια του χωριού ήταν μάλιστα τόσο καλοφτιαγμένα, ώστε πριν πολλά χρόνια τράβηξαν το επιστημονικό ενδιαφέρον πέντε αρχιτεκτόνων, που διάλεξαν το Φανάρι για την διπλωματική τους εργασία. Η μελέτη αυτή με τίτλο "Φανάρι-Θεσσαλίας, ανάπλαση παραδοσιακού οικισμού" δημοσιεύθηκε το 1979 στην έδρα Πολεοδομίας του ΕΜΠ.
(Στο τέλος της σελίδας και στα αρχεία μπορείτε να βρείτε την περίληψη της διπλωματικής εργασίας, που παρουσιάστηκε από την Ε.Α. Χλέπα, στο Συνέδριο παραδοσιακής αρχιτεκτονικής (1980 : Τσεπέλοβο Ζαγορίου) όπως δημοσιεύθηκε στα "Τεχνικά Χρονικά" του 1981).
Μάλιστα η εργασία αυτή, προσέλκυσε το ενδιαφέρον της δημοσιογράφου Χ. Κιοσσέ, η οποία σε άρθρο της στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, έγραψε:
"Πέντε νέοι αρχιτέκτονες διάλεξαν πριν δυο χρόνια σαν θέμα διπλωματικής μελέτης την ανάπτυξη ενός αγροτικού χωριού της Θεσσαλίας. Πρόκειται για το Φανάρι, ένα χωριό κτισμένο σ' ένα λόφο κάτω από ένα βυζαντινό κάστρο, 15 χλμ. έξω από την Καρδίτσα. στο δρόμο των Τρικάλων. Υπολογίζεται ότι σήμερα έχει 1200 κατοίκους και στα τελευταία 10 χρόνια η μείωση του πληθυσμού έφθασε στα 20%.
Η έλλειψη κοινωνικών παροχών και κυρίως η έλλειψη κινήτρων για δουλειά και ακόμη και ψυχαγωγία, έδιωξε τους Φαναριώτες, προς το εξωτερικό, τα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως την Αθήνα.
Έτσι η μελέτη έγινε με στόχο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να συγκρατηθεί μέσα στην ερχόμενη δεκαετία ένα μικρό μέρος του πληθυσμού απ' αυτό που μοιραία θα έπαιρνε το δρόμο για τα αστικά κέντρα και παράλληλα να διατηρηθεί στο σύνολο ο παραδοσιακός χαρακτήρας των σπιτιών του που κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δεν έχουν αντικατασταθεί με τσιμεντένια. Μόνη παραφωνία εγκληματική για το Φανάρι είναι το κτίριο του Γυμνασίου που τους έκτισε ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων και το οποίο με τον όγκο του και την άσχετη μορφολογία του είναι μια πληγή στο μάτι, μια καταστροφή στο περιβάλλον και μια κατασπατάληση δημοσίου χρήματος αφού είναι φανερό ότι σχεδιάστηκε για κάπου αλλού και για να εξυπηρετήσει άλλες ανάγκες (600 παιδιά, ενώ στο Φανάρι υπάρχουν μόνο 200). Το Γυμνάσιο Φαναρίου φυσικά έχει αυλές από τσιμέντο και ούτε ένα πράσινο φύλλο, αν και θα χρειαζόντουσαν πάρα πολλά για να το κρύψουν και να το κάνουν ανθρωπινότερο.
Κατά την εκπόνηση της διπλωματικής αυτής εργασίας, η ομάδα των νέων αρχιτεκτόνων Α. Δαγκλίδη, Φ. Μαργαρίτη, Κ. Σκλια, Μ. Σταύρου και Ε. Χλέπα, μελέτησε τις δυνατότητες αναπτύξεως και πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής ανάπλασης του χωριού την ερχόμενη 10ετία.
Ειδικότερα γίνονται προτάσεις για την οργάνωση των οικονομικών λειτουργιών του Φαναρίου και την τόνωση του γεωργικού συνεταιρισμού του οικισμού. Βασικά πρόκειται για αγροτική οικονομία και οι Φαναριώτες καλλιεργούν στον θεσσαλικό κάμπο χαμηλότερα, όπου όμως στην πλειοψηφία ο κλήρος της γης τους είναι μικρός (15 στρέμματα). καλλιεργούν βαμβάκι, καπνό, κτηνοτροφικά προϊόντα και λίγα σιτηρά.
Η μελέτη προβλέπει να τονωθεί ο αγροτικός συνεταιρισμός και να οργανώσει ομαδικές καλλιέργειες, από κοινού χρήση γεωργικών μηχανημάτων και κυρίως διακίνηση των προϊόντων χωρίς μεσάζοντες.
ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ
Πέρα όμως από την κοινωνική ή την οικονομική πλευρά που μελετήθηκε με την συνδρομή ενός οικονομολόγου και δύο γεωπόνων, η μελέτη έγινε κυρίως πάνω στην εξυγίανση της οικιστικής κατάστασης του χωριού (δεν υπάρχει λουτρό μέσα σε κανένα απ' τα παλιά σπίτια) και σε κάποιο εκσυγχρονισμό πολεοδομικό και χωροταξικό, ώστε να αναδειχθεί το παραδοσιακό ενδιαφέρον του χωριού και να διευκολυνθεί η ζωή.
Έχουν μελετηθεί τρεις τύποι σπιτιών, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν και σαν υποδείγματα για ανακαινίσεις, αναστηλώσεις και ακόμη και για νέες οικοδομές, που δεν θα προσβάλλουν το σύνολο. Όπως λένε και οι ίδιοι, το πρόβλημα της κατοικίας στο Φανάρι (και μόνο στο Φανάρι) είναι πολύ σοβαρό και οι προτάσεις στηρίζονται στο πώς η σημερινή παραδοσιακή κατοικία μπορεί να εξυγιανθεί και να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες των κατοίκων με κατάλληλες διαμορφώσεις.
Πραγματικά, το ενδιαφέρον στο Φανάρι είναι ότι εκτός από την παραφωνία του Γυμνασίου και ενός ή δύο ακόμη σπιτιών, το 50% των υπόλοιπων κατοικιών είναι της ύστερης Τουρκοκρατίας και τα υπόλοιπα κτίστηκαν στις αρχές του αιώνα από Ηπειρώτες μαστόρους που μετοίκησαν εκεί.
Έτσι, αν μπορέσει να επιτευχθεί κάποια ανάπτυξη της οικονομίας με βάση τον γεωργικό συνεταιρισμό και αν μπορέσει να συνεχιστεί η συνεργασία των νέων αρχιτεκτόνων με την κοινότητα και τους ίδιους τους κατοίκους του χωριού, υπάρχει κάποια ελπίδα όχι να διατηρηθεί μουσειακά το Φανάρι σαν δείγμα αρχιτεκτονικής παραδοσιακής, αλλά να ξαναγυρίσει στον τόπο η ζωή.
"Σε τελευταία ανάλυση, τι σημασία θα είχε να κάνουμε προτάσεις για πνευματικά κέντρα, σχολεία και άλλα έργα οικιστικής ανάπτυξης, χωρίς προηγούμενα να ασχοληθούμε με το ανθρώπινο δυναμικό που θα τα χρησιμοποιήσει" λένε οι νέοι αρχιτέκτονες και ποιός από μας θα τους αδικούσε;
Σ΄ αυτό θα προσθέταμε πως η μελέτη αυτή που πριν δέκα χρόνια θα ήταν πρόωρη για την ελληνική ύπαιθρο, ίσως τώρα έχει ελπίδες να χρησιμέψει σε κάτι, ένα μέρος της έστω."
Το παραπάνω άρθρο της Χαράς Κιοσσέ δημοσιεύθηκε στα "ΝΕΑ" στις 13/6/1980 με αφορμή την έκθεση στην Γκαλερί "ΩΡΑ" των αρχιτεκτόνων που ασχολήθηκαν το 1978 με την ανάπλαση του χωριού μας.
Η διπλωματική αυτή μελέτη, περιληπτικά περιλάμβανε:
α) Τη διερεύνηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης του χωριού και την αναλυτική διερεύνηση τών πολεοδομικών λειτουργών του.
β) Προτάσεις για:
1. την ανάπτυξη του οικισμού, 2. την ανάπλαση των λειτουργιών του, 3. νέες λειτουργίες.
γ) Εξειδικευμένες προτάσεις για τη διαμόρφωση τού κέντρου του οικισμού και άλλα σημεία του οικισμού.
δ) Μελέτη και προτάσεις για τη διατήρηση και τη σύγχρονη λειτουργία της παραδοσιακής κατοικίας.
Μεταξύ άλλων σημείωνε:
"Στοιχεία για τον οικισμό.
Τό Φανάρι είναι αγροτικός οικισμός καί κείται σέ λόφο στα όρια τής θεσσαλικής πεδιάδας καί τής Οροσειράς τών Αγράφων. Εδώ πιθανολογείται ή θέση τής αρχαίας Ιθώμης. Τά αρχαιολογικά ευρήματα καί ή ύπαρξη τοΰ Βυζαντινού κάστρου, στήν κορυφή του. σημαδεύουν τή μακραίωνη Ιστορία του. Επί Τουρκοκρατίας ήταν έπικεφαλής τών χωριών τής περιοχής, έδρα Τούρκου διοικητή καί στρατού. Κατοικούσαν έλληνικές καί μουσουλμανικές οικογένειες. Παράλληλα ήταν ή έδρα τοϋ έπισκόπου Φαναριού, μέ σχολείο, βιβλιοθήκη καί άρχείο. 'Από τήν άπελευθέρωση μέχρι τά 1911 ήταν διοικητικό κέντρο τοΰ δήμου Ιθώμης, στή συνέχεια έγινε κοινότητα.Σήμερα έχει χάσει το ρόλο τού κέντρου στήν περιοχή καί ευρίσκεται άνάμεσα σε δυό κέντρα έλξεως: Τήν Καρδίτσα (αστικό) καί το Μουζάκι (ημιαστικό).
Πολεοδομικά χαρακτηριστικά-αρχιτεκτονικά στοιχεία.
Το Φανάρι διατηρεί σήμερα τόν παραδοσιακά χαρακτήρα του χωρίς σοβαρές αλλοιώσεις στήν πολεοδομική οργάνωση καί τήν αρχιτεκτονική του. Η δομή του κατά περιοχές κατοικίας, μέ κεντρικό στοιχείο τής κάθε μιάς τήν εκκλησία της καί το κέντρο του οικισμού, διαχωρισμένο άπό τήν κατοικία, παραμένει αναλλοίωτη άπό τήν Τουρκοκρατία.
Στό κέντρο τού οικισμού -τμήμα του κεντρικού δρόμου- συγκεντρώνονται όλες οί κεντρικές λεπουργίες, εμπόριο, διοίκηση, βιοτεχνίες, αναψυχή. Η γραμμική μορφή του κέντρου χαρακτηρίζεται άπό υψηλή πυκνότητα καί συνεχή δόμηση.
Τα κτίσματα του οικισμού παρουσιάζουν ενδιαφέροντα και αντιπροσωπευτικά γιά όλους τούς ορεινούς καί ημιορεινούς οικισμούς τής περιοχής, αρχιτεκτονικά στοιχεία καί σύνολα. Είναι ατήν πλειοψηφία τους κτίσματα τοΰ 19ου αιώνα κατά ποσοστό 51%. Μεμονωμένα κτίρια, καταστήματα, κατοικίες ή κτίρια μέ ειδική χρήση παλιότερα (Είρηνοδικείο-Τουρκικό Νοσοκομείο-Πύργος του Τούρκου διοικητή). Αλλά καί σύνολα κτιρίων (συρτάρια πυρήνας κατοικιών μέ έσωτερική επικοινωνία καί εσωτερική αυλή). Υπάρχουν άκόμα κτίσματα τών άρχων του αιώνα μας (1900-1940) με αξιόλογα κτίρια λαϊκής άρχιτεκτονικής (30%) κυρίως κατοικίες. Τά περισσότερα από αυτά τά κτίσματα τού 1900-1940 κατασκευάστηκαν άπό Ηπειρώτες μαστόρους πού εγκαταστάθηκαν στό Φανάρι, 60 μέ 70 οικογένειες, όταν έφυγαν οι τούρκοι άπό τό Φανάρι, δηλαδή στίς κατοικίες πού πριν χρησιμοποιούσαν οί Τούρκοι.
Στις κατοικίες πού αποτελούν και την πλειοψηφία των κτιρίων (413 κατοικίες σε 435 κτίσματα) είναι ιδιαίτερα εμφανής ή τοπική αρχιτεκτονική και ή εξέλιξη της. Στις περιοχές κατοικίας ή πυκνότητα δόμησης διαφέρει ανάλογα με τη μορφολογία εδάφους και την ηλικία της περιοχής. Ο προσανατολισμός τους είναι Νοτιοανατολικός. Οι κατοικίες έχουν συνήθως δύο επίπεδα πού επικοινωνούν με εξωτερική, σπανιότερα εσωτερική σκάλα. Χαρακτηρίζονται από την απλή εσωτερική οργάνωση με κοινό χαρακτηριστικό τη Σάλα. Στη Σάλα δείχνουν όλοι οι χώροι κατοικίας. Η κύρια όψη με την είσοδο βλέπει κυρίως Ν.Α. και εκεί υπάρχουν τα περισσότερα ανοίγματα, καθώς και το Ξάγωνο ή μπαλκόνι.