Ιστορική αναδρομή
Μια σύντομη αναφορά στη μακραίωνη ιστορία του χωριού μας, με χρονολογική παράθεση διάσπαρτων ιστορικών στοιχείων και πληροφοριών, κάποιες εκ των οποίων ομαδοποιούνται και δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
'Αποψη του Φαναρίου το 1885 (Από τις εκδόσεις Σαββάλα)
ΑΡΧΑΙΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Το όνομα Ιθώμη προέρχεται από την ομώνυμη νύμφη που κατά την παράδοση μαζί με τη νύμφη Νέδα ανέθρεψε τον Δία.
Η ονομασία του πρώην δήμου Ιθώμης με έδρα το Φανάρι, μαρτυράει από μόνη της τις ιστορικές καταβολές του χωριού. Δεν είναι εξακριβωμένο που ακριβώς βρισκόταν η αρχαία Ιθώμη, πιστεύεται όμως ότι το σημερινό χωριό είναι χτισμένο κοντά στη αρχαία πόλη. Τμήμα τείχους από την οχύρωση της αρχαίας πόλης συναντάμε έξω από τον Πύργο της Ιθώμης, 2 χλμ. δυτικά από το Φανάρι. Αναφορά για την "κλωμακόεσσα" (πετρώδη) Ιθώμη βρίσκουμε για πρώτη φορά στον Ομηρο (Ιλιάδα Β 279), όπου περιγράφεται ότι οι κάτοικοι της μαζί με αυτούς της Τρίκκης και της Οιχαλίας, πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με τριάντα καράβια και με επικεφαλής τους Ποδαλείριο και Μαχάοντα, γιούς του Ασκληπιού. Για την αρχαία Ιθώμη γίνεται λόγος από τον Ομηρο στην Ιλιάδα, με την αναφορά ότι κάποιοι κάτοικοι της με επικεφαλής τον Βασιλιά της Αρχαίας Ιθώμης Ποδαλείριο, έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο : «Οι δ’ είχον Τρίκκην και Ιθώμην κλωμακόεσσαν, οι τείχον Οιχαλίην, πόλιν Ευρύτου Οιχαλίος, των αυθ’ ηγείσθην Ασκληπιού δύο παίδε, ιητήρ αγαθώ, Ποδαλείριος η δε Μαχάων, τοις δε τριήκοντα γλαφυραί νέες εστιχόωντο». (Ιλ. Β’ 729-733).
Ίχνη της αρχαίας πόλης δεν έχει φέρει στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη γι’ αυτό και η ακριβής θέση της δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένη. Ο ιστορικός και γεωγράφος Στράβων, επίσης αναφέρεται στην Ιθώμη και γράφει: «… την δε Ιθώμην ομωνύμως τη Μεσσηνιακή λεγομένων ου φασί δειν ούτως εκφέρειν, αλλά την πρώτην συλλαβήν αφαιρείν. Ούτω γαρ καλείσθαι πρότερον, νυν δε Θαμαί μετωνόμασθαι, χωρίον ερυμνόν και τω όντι κλωμακόεν, ιδρυμένον μεταξύ τεττάρων φρουρίων, ώσπερ εν παραπλεύρω κειμένων, Τρίκκης τε και Μητροπόλεως και Πελινναίου και Γόμφων». Δηλ. εξηγεί ότι η αρχαία Ιθώμη έχει στην εποχή του (στο τέλος της προχριστιανικής περιόδου ή λίγο μετά) πλέον μετονομασθεί σε Θαμές και βρίσκεται ανάμεσα σε 4 φρούρια – πόλεις που σχηματίζουν ένα τετράπλευρο, αποτελούμενο από την Τρίκκη, τη Μητρόπολη, το Πελινναίο και τους Γόμφους.
Η ονομασία Θαμές απαντάται χρονολογικά, πριν και αυτήν στον Στράβωνα, στο έργο του επικού ποιητή Ριανού, ο οποίος μνημονεύει τις Θαμιές σαν πόλη της Θεσσαλίας στον 3ο αι. π.Χ. Η ύπαρξη της πόλης αυτήν την εποχή και με την ίδια ονομασία, επιβεβαιώνεται και από αρχαία επιγραφή (Μουσείο Βόλου) που βρέθηκε στο χωριό Φίλια της Καρδίτσας και αναγράφει τους όρους μιας συμφωνίας για την ίδρυση συμπολιτείας ανάμεσα στους Γόμφους και τις Θαμιές.
Ο ιστορικός Bruno Helly τοποθετεί την αρχαία πόλη στη θέση που σήμερα βρίσκεται το Φανάρι. Χαρακτηριστικά αναφέρει : «…Η Ιθώμη – Θαμιές ονομάζεται σήμερα Φανάρι και βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε μία απότομη κορυφή, η οποία ξεχωρίζει στα βόρεια στην πρώτη πλάγια γραμμή της οροσειρά της Πίνδου. Η βορειοανατολική πλευρά ορθώνεται κατακόρυφα και σε ύψος 250 μ. από την πεδιάδα, η οποία απλώνεται στους πρόποδες της με μόνη εναλλαγή μερικές βαθμίδες ή στρογγυλές προεξοχές. Στα νότια, μια χαμηλή ράχη συνδέει το λόφο και το βουνό. Το σύγχρονο χωριό χτίστηκε στη νότια πλαγιά και δε φαίνεται καθόλου από την πεδιάδα από τον όγκο της κορυφής. Τα σπίτια κολλημένα και στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, χωρίζονται μόνο με μερικές ταράτσες και με μικρά στενά και κατηφορικά δρομάκια, απρόσιτα στα αυτοκίνητα. Πολύ συχνά μπορεί να δει κανείς στις προσόψεις των σπιτιών, στους ασβεστωμένους τοίχους να ξεραίνονται πίτες από κοπριές με άχυρο, που χρησιμεύουν για καύσιμα. Τα δάση δε βρίσκονται ούτε στην πεδιάδα ούτε στις πλαγιές της Πίνδου, αλλά πολύ ψηλότερα, στους πρόποδες των απότομων βράχων της κορυφής του βουνού ή στις απομονωμένες κοιλάδες, οι οποίες συγκεντρώνουν τα νερά των πηγών.
Πάνω από τα τελευταία σπίτια του χωριού, μια μικρή χορταριασμένη πλαγιά χωρίζει το βυζαντινό φρούριο, το οποίο διακρίνεται από μακριά. Οι όμορφοι τοίχοι του και οι στρογγυλοί πύργοι του είναι ακόμα ανέπαφοι. Στους πλινθόκτιστους εσωτερικούς τοίχους μπορεί κανείς να ανγνωρίσει κομμάτια της αρχαιότητας. Αφού διαβεί την αψιδωτή εξώθυρα, βλέπει στην εσωτερική αυλή τα μεγάλα υπόγεια θολωτά οχυρά με δύο ξύλινα πατώματα, τα οποία χρησίμευαν στο στρατό. Λίγο πιο πέρα, στη δυτική πλαγιά, λιγάκι χαμηλότερα από το κάστρο, σε μια παλιά γειτονιά του οικισμού, που είναι σχεδόν εγκαταλειμμένη στις μέρες μας, ένα ξωκλήσι και το καμπαναριό του δεσπόζουν στην πλαγιά. Μερικά τεμάχια από ραβδωτούς κίονες και τμήματα από κιονόκρανα βρίσκονται διασκορπισμένα μέσα στο κήπο που περιβάλλει το εκκλησάκι.
Αυτό είναι το όμορφο τοπίο, στο οποίο αναγνωρίζουμε την αρχαία Ιθώμη, την οποία περιέγραψε μονολεκτικά ο Όμηρος στον κατάλογο με τα πλοία : ¨Οι δ’ είχον Τρίκκην και Ιθώμην κλωμακόεσσαν¨ (Ιλ. Β΄ 729) ¨οι κάτοικοι της Τρίκκης, εκείνης της δυσκολοδιάβατης Ιθώμης¨ που βρισκόταν όπως και της Οιχαλίας κάτω από την ηγεσία του Ποδαλίριου και του Μαχάωνα, των δύο δηλ. γιων του Ασκληπιού. Δεν έχουμε στη διάθεση μας ούτε ερείπια, τα οποία ίσως είναι θαμμένα κάτω από τα βυζαντινά κτίσματα ή κάτω από τα σπίτια, ούτε επιγραφές, ούτε νομίσματα…» (Το κείμενο από το Θεσσαλικό Ημερολόγιο 1986).
Εκτός από τον B. Helly και ο Friedrich Stahlin στο σύγγραμα του για την αρχαία Θεσσαλία, γράφει αναφερόμενος στην οροσειρά από τους Γόμφους πορς τη Μητρόπολη, ότι "...στο νοτιοανατολικό άκρο της ήταν η άνω πόλη της Μητροπόλεως και στη βορειανατολική γωνία η Ιθώμη (Φανάρι), δηλ. δύο πόλεις που κυριαρχούσαν στην περιοχή." Και λίγο μετά γράφει ότι "...Η Ιθώμη βρισκόταν στο εσωτερικό του οχυρού τετραγώνου τηε Εστιαιώτιδος, ασφαλής και απρόσιτη, πάνω στην ανυψούμενη γωνία της σειράς των σχιστολιθικών λόφων, στη θέση της σημερινής τοποθεσίας Φανάρι, το οποίο πήρε το όνομα του αυτό, επειδή φαίνεται από παντού. Στεφανώνεται από ένα μεσαιωνικό κάστρο. Στη βορειοδυτική πλευρά των οχυρωματικών τειχών βρίσκονται κατάλοιπα ενός αρχαίου ελληνικού τείχους με ορθογώνιους λίθους...".
Η επέλαση των Αιολέων στο τέλος της μηκυναϊκής εποχής και κυρίως των Θεσσαλών το 1124 π.Χ. (σύμφωνα με τον Θουκυδίδη) είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή της Ιθώμης.
Πάντως αναφορά στην Ιθώμη έχουμε και σε αρκετά μεταγενέστερους χρόνους και ειδικότερα τον 1ο π.Χ. αιώνα από τον Στράβωνα, ο οποίος τοποθετεί την αρχαία πόλη στο μέσο τετραγώνου που σχημάτιζαν οι πόλεις Τρίκκη (Τρίκαλα), Πελινναίο, Γόμφοι και Μητρόπολη, όπου εκτιμάται ότι σχηματίζει συμπολιτεία αρχικά με τους Γόμφους και στη συνέχεια με την Μητρόπολη, από την οποία τελικά φαίνεται και να απορροφήθηκε.
Τελευταία ιστορική αναφορά για το Φανάρι, για την περίοδο αυτή, αντλούμε από εκκλησιαστικές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες πέρασε από την περιοχή (γύρω στο 50 μ.Χ.) και κήρυξε τον Χριστιανισμό ο ισαπόστολος Ηρωδίωνας, συνεργάτης και συγγενής του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος κήρυξε στη Λάρισα, στη Δημητριάδα, στα Τρίκαλα, στην αρχαία πόλη όπου σήμερα είναι το Φανάρι, κλπ.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η χρονολογία που χτίστηκε το Φανάρι δεν είναι εξακριβωμένη. Πιθανότατα κατά τον Τιμολέοντα Βλάχο στα τέλη της μεσαιωνικής περιόδου, ο οποίος αναφέρει ότι την εποχή αυτή αναφαίνεται το Φανάρι, η Λοξάδα, τα Χάρμενα και η Καππούα. Πάντως, όπως και στη συνέχεια εκτίθεται, οι αναφορές στο Φανάρι από τότε είναι αρκετές.
Τον 13° αιώνα η Δυτική Θεσσαλία βγαίνει από την αφάνεια και έρχεται στο προσκήνιο, λόγω της γειτνίασής της με το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Τότε, ιδρύεται η μονή Λυκουσάδας, κάτω από το Φανάρι (πριν το 1289), η οποία απετέλεσε για έναν αιώνα, μαζί με την Πόρτα Παναγιά (που το 1342 παραχωρήθηκε στους άρχοντες του Φαναρίου), το μεγαλύτερο κέντρο της Δυτικής Θεσσαλίας.
Τα έτη 1303-1308 μ.Χ. η Άννα του Δεσποτάτου της Ηπείρου θέλοντας να προστατεύσει τα ανατολικά όρια του δεσποτάτου της Ηπείρου, εισέβαλε στη Θεσσαλία και κατέλαβε το φρούριο του Φαναρίου. Όμως οι Φράγκοι της Αθήνας επέδραμαν με τη σειρά τους στην Θεσσαλία, (στην κυριαρχία των οποίων μέχρι τότε ανήκε η Θεσσαλία) και ετοιμάστηκαν να ανακαταλάβουν το φρούριο του Φαναρίου. Τότε η Άννα συνθηκολόγησε κι επέστρεψε το φρούριο στους φράγκους, καταβάλλοντας μάλιστα και χρηματική αποζημίωση.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι αναφορές στο Φανάρι εκείνη την εποχή είναι συχνές και σημαντικές, γεγονός που δείχνει ότι τον αιώνα αυτό θα πρέπει να βρισκόταν στην ακμή του. Οι αναφορές γίνονται με το σημερινό όνομα του χωριού, δηλ. Φανάρι. Το 1289 γίνεται λόγος για το Φανάρι σε αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β' του Παλαιολόγου, σχετικό με τη διασφάλιση της περιουσίας της μονής της Παναγίας της Ελεούσας της επονομαζόμενης Λυκουσάδας ή Λευκουσιάδας, η οποία ιδρύθηκε κοντά στο Φανάρι από τη σύζυγο του πρώτου ηγεμόνα της Θεσσαλίας Ιωάννη Α΄ Αγγελου Κομνηνού Δούκα, η οποία ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Υπομονή και πιστεύεται ότι τότε πρέπει να δόθηκε κι η σημερινή ονομασία στο χωριό. Η αναφορά έχει επί λέξει : «…πλησίον που διακειμένη του άστεως, ο, Φανάριον ονομάζεται…».
(Το πρωτότυπο της περγαμηνής του χρυσόβουλλου λόγου βρέθηκε στη Μονή Μεγάλου Μετεώρου και το 1882 μεταφέρθηκε στην Αθήνα και φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας).
Περισσότερα στοιχεία για το Φανάρι και την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, αντλούμε από το"ΟΡΚΩΜΟΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ" του Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου (αυθέντης Θεσσαλίας-Φαναρίου) που έστειλε στους Φαναριώτες το 1342 μ.Χ. Οι Γαβριηλόπουλοι, Στέφανος και Μιχαήλ, υπήρξαν φεουδάρχες της Θεσσαλίας, με έδρα το Φανάρι, έχοντας στην κατοχή τους τεράστια κτηματική περιουσία που έφτανε από το Φανάρι ως την Ελασσόνα. Στον Στέφανο μάλιστα (ιδιοκτήτη Φαναρίου,Λυκοστομίου, Καστρίου, Σταγών, Τρικάλων, Δαμασίου και Ελασσόνας) ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Γ', απένειμε τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα κι ο ίδιος ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος αυτονομήθηκε από το Βυζάντιο. Διάδοχος του Στέφανου υπήρξε ο Μιχαήλ ο οποίος στο προαναφερθέν ορκωμοτικό γράμμα (το οποίο φυλάσσεται στη Μονή Μεγάλου Μετεώρου), υπόσχεται στους Φαναριώτες ότι δεν θα επέτρεπε στους Λατίνους και τους Αλβανούς να εγκατασταθούν στο Φανάρι και την γύρω περιοχή, ότι δεν θα εγκατασταθεί φραγκική φρουρά στο κάστρο, ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματα που έχουν στα κτήματα τους κλπ. Το ορκωμοτικό γράμμα εξέδωσε τον Ιούνιο του 1342, ο Μιχαήλ Γαβριηλόπουλος, τοπικός αφέντης του Φαναρίου, ύστερα από απαίτηση των Φαναριωτών αρχόντων και κληρικών(επεί αιτούσι πάντες οι φίλοι μου άρχοντες Φαναριόται), σύμφωνα με το οποίο δεσμεύεται ο ίδιος και οι διάδοχοι του, να σεβαστούν την κτηματική περιουσία, ιδιωτική ή μοναστηριακή, όπως επίσης κι όλα τα δικαιώματα και προνόμια των Φαναριωτών. Αναγνώριζε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Φαναριωτών επί της ακίνητης περιουσίας των (εις όσα δε κτίσματα εκρατόντο παρά των Φαναριοτών δια πρωστάγματος βασιλικού ... ή διά γραμματος ... του Μονομάχου να μηδέ στέρξω ταύτα αλά να κατέχονται παρά των Φαναριοτών, ήτινες εκέκτηντο αυτά), όπως επίσης και των δύο ιστορικών μονών (έτει δε ίνα κατέχωσην και ε σεβάσμιε μονέ της υπεράγνου μου Θεομήτορος ήγουν η Λευκουσάδα και η Μεγάλη Πόρτα τα κτίσματα όσα αν έχοσην διαχρυσοβούλον και έτερων δικαιωμάτων).Επιπλέον υποσχότανε ότι δεν θα παραδώσει ποτέ ούτε θα εγκαταστήσει φράγκικη φρουρά στο κάστρο (αλουδέ να παραδώσω το αυτώ κάστρον το Φανάριον ποτέ προς τινά) κλπ.(Σημ. Στα αποσπάσματα του πρωτότυπου εγγράφου που παρατίθενται διατηρήθηκε η ορθογραφία και το συντακτικό όπως ακριβώς έχουν).
Το ιστορικό αυτό γράμμα συμπληρώνει την εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε στη δυτ. Θεσσαλία την εποχή εκείνη, γιατί εκτός από τους Δεσπότες, τους μεγαλοκτήμονες και τους αξιωματούχους, φαίνεται να υπάρχει και τάξη μικρότερων ή και μεγαλύτερων αρχόντων, όπως στο Φανάρι, έχοντας στην κατοχή τους κτήματα με προνόμια και ατέλειες (αναφέρονται ως χρυσυβουλάτοι και εσκουσάτοι). Οι άρχοντες αυτοί αποτελούσαν συμβούλιο που περιστοίχιζε τον αυθέντη Φαναρίου Γαβριηλόπολο.
Απόσπασμα από το ορκωμοτικό γράμμα, μεταφρασμένο, έχει ως εξής:
Άρχοντες Φαναριώτες, μεγάλοι και μικροί, κοσμικοί και κληρικοί,χρυσοβουλάτοι, εσκουσάτοι, ζητώ τη βοήθειά σας, να γνωστοποιήσετετο περιεχόμενο αυτού του γράμματος. Αν κάποιοι ήταν ή είναι στρατιώτες, και προσφέρουν τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους, δεν χρειάζονται πουθενά αλλού, δηλαδή σε φύλαξη τζακώνικη. Έπειτα στην περιοχή αυτή δεν θα μετακινήσω τους Αλβανούς, ούτε έναν από τους κληρονόμους μου, για κείνους οι οποίοι αποκλειστικά ζουν σύμφωνα με τα χρυσόβουλα και τα βασιλικά διατάγματα σ’ εκείνες τις περιοχές, τις οποίες τις πήραν από τους Φαναριώτες με την προστασία του αυτοκράτορα.. Δεν θα εκμεταλλεύομαι, επίσης, αυτούς τους Φαναριώτες για τρία χρόνια. Με την παρέλευση τριών χρόνων αυτοί μπορούν να προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία και όχι άλλη, συγκεκριμένα τζακώνικη. Το ίδιο και οι ντόπιοι ας προσφέρουν υπηρεσίες στην περιοχή του Φαναρίου και όχι αλλού. Και ακόμα ας έχουν υπό την κατοχή τους το μοναστήρι της Λυκουσάδας και των Μεγάλων Πυλών. Ας κυριαρχούν επίσης στις περιοχές τις οποίες κατέχουν με χρυσόβουλα. (….) Και αυτή η περιοχή του Φαναρίου, αν και πέρασε στην κατοχή κάποιου άλλου, θεωρώ ότι βρίσκεται στην κατοχή μου και στην κατοχή των κληρονόμων μου. Έτσι λοιπόν οι Φαναριώτες δεν είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν κάποιους φόρους, συγκεκριμένα για τη συγκομιδή των σιτηρών, για τ’ αμπέλια, το κρέας, τους βοσκοτόπους, τη δεκάτη για τους χοίρους, για τις κτήσεις σε άλλες περιοχές, εκτός βέβαια από τους φόρους που παίρνει το κράτος μου για το στρατό, δηλαδή τον τελωνιακό φόρο, το φόρο κληρονομιάς και το φόρο για τα ζώα. Αν κάποιος καταγγελθεί για απιστία ή για απειθαρχία, τότε θα δικάζεται μπροστά σε όλους τους άρχοντες. Θα δικάζεται μόνον αυτός και κανείς άλλος από το οικογενειακό ή φιλικό του περιβάλλον. Ορκίζομαι στο ιερό Ευαγγέλιο, στους Αγίους, και στην Παναγία μας, ότι καμιά από τις παραπάνω αποφάσεις δε θα παραβιαστεί όσο ζω εγώ και οι κληρονόμοι μου. Κάθε κάτοικος του Φαναρίου θα έχει τη δυνατότητα να κατέχει μια έκταση μέχρι το πολύ τριάντα χρόνια.
8η Ινδικτιών, 6803131.
Μιχαήλ Γαβριηλόπουλος
Το ιστορικό αυτό έγγραφο είναι πρωτότυπο γραμμένο σε χαρτί 25 Χ 29 εκ., περιλαμβάνει 31 στίχους και είναι κολλημένο σε κόκκινο λινό ύφασμα. Είναι μοναδικής ιστορικής αξίας για την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, αφού παρόμοιο έγγραφο και τόσο παλιό δεν σώζεται πουθενά. Βρέθηκε το 1858 στη Μονή Μεγάλου Μετεώρου, προερχόμενο από τη Μονή Λυκουσάδας που υπήρχε κοντά στο Φανάρι.. Μεταφέρθηκε στη Μονή Μεγάλου Μετεώρου μαζί με άλλα έγγραφα (όπως το χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου του έτους 1289, το χρυσόβουλλο του Στέφανου Δουσάν του 1348, το σιγίλλιο του οικουμενικού. Πατριάρχη Νείλου του 1838), ιερά σκεύη, κειμήλια κ.α., όταν η Μονή Λυκουσάδας αφανίσθηκε τον 18ο αι. Η σπουδαιότητα του "ορκωμοτικού γράμματος" ήταν τέτοια που αποτέλεσε αντικείμενο αλλά και πηγή έρευνας πολλών ιστορικών, καθώς χρησιμοποιήθηκε για τη διατύπωση διάφορων θεωριών σχετικά με τη βυζαντινή κρατική κεντρική εξουσία στα μέσα του 14ου αι., τις περιφερειακές περιοχές της Αυτοκρατορίας και την εξάρτηση τους από το κέντρο, την ύπαρξη φεουδαρχικού συστήματος στο Βυζάντιο, τις σχέσεις των γαιοκτημόνων, του κλήρου, τις φορολογικές και οικονομικές υποχρεώσεις, τη στρατιωτική θητεία, τα δικαιώματα των ξένων εποίκων, Αλβανών κλπ. Μάλιστα ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος στις "Πηγές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού" αναφέρεται στο ορκωμοτικό γράμμα λέγοντας : " Το έγγραφο αυτό μας δίνει μια εικόνα για την ειρηνική διείσδυση των Αλβανών (τέλη 13ου αι,) κυρίως στη Δυτική Θεσσαλία (περιοχή Φαναρίου κοντά στην Καρδίτσα) και αφήνει να διαφανούν οι φόβοι και οι αντιδράσεις των Ελλήνων κατοίκων απέναντι σους ξένους", (ου μη προνιάσω αλβανιτας) διαβεβαίωνε ο Γαβριηλόπουλος τους ντόπιους (δεν θα παραχωρήσω γαίες και άλλα προνόμια στους Αλβανίτες).
Στις αρχές του 14ου αιώνα η νότια Θεσσαλία, κατά το μεγαλύτερο τμήμα της συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Υπάτης, είχε περιέλθει στα χέρια των Καταλανών. Στη βόρεια και τη δυτική Θεσσαλία, εκτός του Γαβριηλόπουλου, μεγάλες εκτάσεις νέμονταν και ο Καταλανικός οίκος των Ραούλ, που συγχωνεύθηκε με την οικογένεια των Μελισσηνών, καθώς και η οικογένεια του Γασμούλου Σιγκουρίνου.
Το Φανάρι το 1332 είχε καταλάβει ο δεσπότης της Ηπείρου, Ιωάννης Ορσίνι, ο οποίος κατάφερε να εισχωρήσει από διαβάσεις της Πίνδου στα Δυτικά και να καταλάβει τους Σταγούς (Καλαμπάκα), τα Τρίκαλα, το Φανάρι, το Δαμάσι και την Ελασσόνα, τοποθετώντας σ’ αυτά δικές του φρουρές. Η εγκατάσταση του Ορσίνι πρέπει να έγινε με τη σύμφωνη γνώμη του Γαβριηλόπουλου, λίγο πριν το θάνατο του, καθώς και των τοπικών αρχόντων . Έτσι ένα τμήμα της δυτ. Θεσσαλίας, ενώθηκε με το δεσποτάτο της Ηπείρου. Αυτό προκύπτει κι απ’ το γεγονός ότι ο δεσπότης της Ηπείρου τίμησε με χρυσόβουλα τις Μονές Λυκουσάδας και Ζαβλαντίων.
Μετά το θάνατο του Γαβριηλόπουλου (1333),ο τότε βυζαντινός διοικητής της Θεσσαλονίκης ο Μιχαήλ Μονομάχος, κατέβηκε νότια και το 1334 κατέλαβε μερικές πόλεις και κάστρα, μεταξύ αυτών και το Φανάρι, οπότε πλέον το Φανάρι περιήλθε στην κυριαρχία του αυτοκράτορα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Ι. Κατακουζηνός:
«…συνιδὼν καιρὸν εἶναι ἐπιθέσθαι Θετταλίᾳ, ὡς ἂν ὑπαγάγοι βασιλεῖ, στρατιὰν ὅσην ἐνῆν ἀθροίσας ἐκΘεσσαλονίκης, ἐσέβαλεν εἰς αὐτὴν, οὖσαν τεταραγμένην διὰ τὴν τοῦ δεσπόζοντος τελευτήν. καὶ εἷλε τόν τε Γόλον καὶ Καστρὶν καὶ Λυκόστομον πολίσματα αὐτῆς. Σταγοὺς δὲ καὶ Τρίκαλα καὶ Φανάριον καὶ Δαμάσιν καὶ Ἐλασῶνα, ἃὑπὸ Γαβριηλόπουλον ἐτέλουν…».
Το 1336 ολόκληρη η περιοχή ονομάζεται «Θέμα Φαναρίου».
Το 1383 σε μοναστηριακή σύνοδο στη μονή Αγίου Νικολάου Ζαβλαντίων εμφανίζεται για πρώτη φορά και ο επίσκοπος Καπούας – Φαναρίου, Δαμιανός, συνοδευόμενος από τοπικούς άρχοντες του Φαναρίου, γεγοός που υποδηλώνει το σημαντικό ρόλο που εξακολουθεί να διαδραματίζει το Φανάρι την εποχή εκείνη.
ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η πρώτη οθωμανική εισβολή στη Θεσσαλία έλαβε χώρα το 1386 με επικεφαλής τον Εβρενός μπέη, τον επονομαζόμενο και πορθητή της Λάρισας και στη διάρκειά της κατελήφθησαν το κάστρο του Πλαταμώνα, το κάστρο της Ωριάς στα Τέμπη και η Λάρισα. Σ’ αυτή τη φάση μάλλον άρχισε κι η εγκατάσταση των πρώτων Τούρκων νομάδων εποίκων.
Η δεύτερη φάση της οθωμανικής εξάπλωσης στη Θεσσαλία άρχισε το 1392-1393 υπό την ηγεσία και πάλι του Εβρενός και κατέληξε το 1394 υπό την αρχιστρατηγία του ίδιου του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, το 1394 την αρχιστρατηγία του οθωμανικού στρατού ανέλαβε ο Βαγιαζήτ ο οποίος και υπέταξε την ίδια χρονιά κατά σειρά τα Φάρσαλα, το Δομοκό, το Ζητούνι, τις Θερμοπύλες και την παλιά πρωτεύουσα του θεσσαλικού κράτους Υπάτη. Στη συνέχεια το 1396-1397 ο Βαγιαζήτ συνέχισε τις κατακτήσεις του στο θεσσαλικό έδαφος καταλαμβάνοντας τα Τρίκαλα, το Βαθύρρεμα, το Φανάρι, το Γόλο(Βόλο) κλπ.
Όμως το 1402 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ συνετρίβη από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας κι έτσι, με τη συμφωνία του 1403, που συνήφθη μεταξύ του Σουλεϊμάν Α΄ και του Μανουήλ Παλαιολόγου, αρκετά από τα κατακτημένα εδάφη επιστράφηκαν στο βυζαντινό κράτος, μεταξύ των οποίων και η Ανατολική Θεσσαλία μέχρι τη Λαμία. Η Δυτική Θεσσαλία, ισχυρίζονται ορισμένοι, πως παρέμενε σχεδόν ανεξάρτητη, όμως σύμφωνα με δυο ανώνυμα μικρά χρονικά της συλλογής P. Schreiner (48/3 και 69/9) το καλοκαίρι του 1404 (11 Ιουλίου) ξέσπασε μια «στάση» των Χριστιανών («απιστία» ή «αποστασία» κατά τα κείμενα) της περιοχής του Φαναρίου. Το γεγονός αυτό δείχνει πως οι Τούρκοι έχουν ήδη εγκατασταθεί και παραμένουν στο χωριό, ήδη μάλλον από τα τέλη του 14ου αιώνα κι όχι από το 1420, όπως επισημαίνει Κ. Βερίλλης σε άρθρο του στην εφημερίδα της Καρδίτσας "ΝΕΟΣ ΑΓΩΝ". Εδώ πάντως να παραθέσουμε ακόμα μια πληροφορία από ένα ιστορικό λεύκωμα του λυκείου Φαναρίου του έτους 2000 (επιμέλεια Μηλιάς Θεοχάρη), ότι σε έρευνα της κας Στ. Σδρόλια αναφέρεται ότι το Φανάρι το 1444 ήταν μάλλον ελεύθερο ακόμα, όπως προκύπτει από τον Χαλκοκονδύλη.
Η τρίτη και τελευταία φάση της οθωμανικής εισβολής στη Θεσσαλία συντελείται επί των χρόνων του Μουράτ Β΄, ο οποίος ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Θεσσαλίας, σχεδόν αναίμακτα, με στρατηγό τον Τουραχάν μπέη. Η κατάκτηση τη φορά αυτή συνοδεύτηκε από οργανωμένη εγκατάσταση πολυάριθμων μουσουλμάνων σε περιοχές του Ολύμπου (από το Αργυροπούλι ως την Ιτέα), της Όσσας (χωριά του Συκουρίου ως τη Μαρμαρίνη), του Μαυροβουνίου (Καλαμάκι, κ.ά.) του Φυλλήιου όρους, στην περιοχή των Κυνός Κεφαλών, και αλλού. Από τη Λαμία εκδιώχτηκε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, η Λάρισα άλλαξε όνομα και μετονομάστηκε από τους Οθωμανούς σε «Γενή Χεσίρ», δηλαδή Νέα Πόλη. Το 1423 λοιπόν υποδουλώνεται το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας.
Το 1444 εκδηλώνεται η τελευταιά νικηφόρα εξέγερση των Θεσσαλών εναντίον των Τούρκων και το 1445 ο Δεσπότης του Μυστρά, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (ο μετέπειτα τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας) επικεφαλής στρατιωτικού σώματος επιχειρεί την ύστατη και απεγνωσμένη προσπάθεια ανακατάληψης των υπόδουλων εδαφών και προελαύνοντας από τη Στερεά εισήλθε στη Θεσσαλία περνώντας από το Φανάρι για να φτάσει στα ορεινά των Αγράφων. Τότε μάλιστα τοποθετήθηκε Έλληνας διοικητής της Δυτ. Θεσσαλίας με έδρα το Φανάρι. Την άνοιξη όμως του 1446 ο Τούρκος στρατηγός Τουραχάν βέης εξεστράτευσε με πολυάριθμο στρατό εναντίον της Θεσσαλίας και ανάγκασε τον Κωνσταντίνο στο Βελεστίνο (αρχές του 1446) να την εγκαταλείψει στην οριστική κυριαρχία των Τούρκων, η οποία κράτησε έως το 1881.
Χαρακτηριστικά για την επέλαση αυτή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αναφέρει ο Αθηναίος ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης:
“Κωνσταντῖνος ὁ ἐπίκλην Δραγάσης, ἀφικόμενος ἐς Πελοπόννησον καὶ
παραλαβὼν τὴν τοῦ ἀδελφοῦ χώραν, τά τε ἄλλα καὶ Σπάρτην τὴν πρὸς τὸ
Ταΰγετον ὄρος, καὶ σχεδὸν ξύμπασαν τὴν ἄλλην Πελοπόννησον….. τό τε ἐν
τῷ Ἰσθμῷ τειχίζειν παρεσκευάζετο, καὶ τὴν ἐκτὸς Πελοποννήσου χώραν
ἀφίστη ἀπὸ βασιλέως, τήν τε Βοιωτίαν κατέσχε, καὶ τὴν Θηβῶν πόλιν ὑφ'
αὑτῷ ποιησάμενος καὶ ξύμπασαν τὴν Βοιωτίαν κατέσχε. …τό τε Πίνδον
ὄρος Βλάχοι δ' ἐνοικοῦσιν (…)·ἐπολέμουν τοῖς τὴν Θετταλίαν οἰκοῦσι
Τούρκοις, λαμβάνοντες ἄρχοντα παρὰ τοῦ Πελοποννησίων ἡγεμόνος.
Λεωδορίκιόν τε τὸ κατὰ τὴν Λοκρῶν χώραν ᾠκημένον πολίχνιον, Πίνδου
μέντοι τὸ κατὰ τὴν Φαναρίου πόλιν ᾠκημένον, ἄρχοντά τε λαμβάνει ἀπὸ
βασιλέως. (Λαονικου Αποδειξις Ιστοριων α. 2.91- 2.92).
Στην φορολογική απογραφή των ετών 1454-1455, στο οθωμανικό κατάστιχο απογραφής (tahrir defteri), που πραγματοποιήθηκε από τον διοικητικό υπάλληλο Μουράτ Μπέη και τον γραμματικό του Ρουστέμ, στο Φανάρι κατοικούν 321 χριστιανικές οικογένειες (hane) κι υπάρχουν ακόμα 96 οικογένειες των οποίων οι γυναίκες είναι χήρες (bive), δηλ. συνολικά είναι 417 ελληνικές οικογένειες, οι οποίες κατοικούν σε τέσσερις συνοικίες, ενώ ήδη έχουν εγκατασταθεί σε μια συνοικία του χωριού 151 μουσουλμανικές οικογένειες που συγκροτούν δυο κοινότητες. Επίσης στην περιοχή βρίσκεται το ευσεβές κληροδότημα του γιου του Εβρενός Μπέη, Μπαράκ.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πλέον έχουμε επίσημη αναφορά για το Φανάρι στη συνθήκη του Ταμασίου, το 1525, όταν στην ανεπιτυχή προσπάθεια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή να υποτάξει τους αυτόνομους κατοίκους των Αγράφων, υπογράφηκε η συνθήκη του Ταμασίου, σύμφωνα με την οποία αναγνωριζόταν η αυτονομία των χωριών των Αγράφων και απαγορευότανε στους Τούρκους να κατοικήσουν στα χωριά αυτά, εκτός του Φαναρίου. Η συνθήκη συνάφθηκε στις 10-5-1525 στο χωριό Τσιαμάσι (Ανάβρα Καρδίτσας) και υπογράφηκε από τον Βεηλέρ Βεγή πασά. Στα δεξιά το κείμενο της συνθήκης του Ταμασίου διά χειρός του πρώην ηγουμένου της Μονής Κορώνης Μακαρίου (από το ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας - Αναδημοσίευση από το λεύκωμα "ΑΓΡΑΦΑ"). Η συνθήκη είχε επί λέξει ως εξής:
Οι παρευρισκόμενοι εν τη Συνελεύσει ταύτη, συμφωνούμεν και αποφασίζομεν:
Απαντα τα χωρία των Αγράφων αποτελούσιν αυτονομίαν, η οποία διοικείται υπό συμβουλίου, έχοντος έδραν την παρά το οροπέδιον Νεβροπόλεως ονομαστήν κωμόπολιν (Κασαμπά) Νεοχώριον. Ουδεμία τουρκική οικογένεια επιτρέπεται νακατοικήση εις τα χωρία των Αγράφων, εκτός του Φαναρίου. Οι κάτοικοι των πεδινών και ορεινών μερών επικοινωνούν ελευθέρως. Εκάστη κοινότης των Αγράφων υποχρεούται να πληρώνη εις την Υψηλήν Πύλην ετησίως πεντήκοντα χιλιάδας γρόσια. Το ποσόν δε τούτο θ’ αποστέλλεται παρά του ειρημένου συμβουλίου δι εμπίστου προσώπου εις την έδραν της ευδαιμονίας (Κωνσταντινούπολιν).
Εγένετω εν Ταμασίω τη 10η Μαίου 1525
Βέιλερ Βέγι Αρχιστράτηγος Θεσσαλίας Οι προύχοντες των Αγράφων Γαμίχι, Δεβλέτι, Αλιγιέ
Άλλες αναφορές για το Φανάρι συναντάμε στη διαθήκη του Χασάν Μπέη, εγγονού του κατακτητή της Θεσσαλίας Τουρχάν, που αφιερώνει το 1531, λιβάδια (κισλάδες) της περιοχής Φαναρίου, σε διάφορα ιδρύματα, που είχε ο ίδιος ιδρύσει. Μάλιστα λίγα χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 1572, με διάταγμα της Υψηλής Πύλης, διατάσσεται ο καδής του βακουφίου του Ομέρ Μπέη, να ερευνήσει την καταγγελία του Μουσταφά Μπέη των Ιωαννίνων, ότι ο διαχειριστής του βακουφίου, ζαΐμης Hizir, καταχράστηκε την περιουσία του βακουφίου κι άφησε να ερειπωθούν τα ευαγή ιδρύματα διάφορων περιοχών, μεταξύ των οποίων και του Φαναρίου.
Το 1593, λίγο μετά την εκλογή του ως μητροπολίτης Λάρισας, ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος (καταγόμενος από τη Μαγούλα της περιοχής Φαναρίου), συνέλαβε την ιδέα της εξέγερσης. Το σχέδιο προέβλεπε τη συγκέντρωση ενόπλων δυνάμεων σε διάφορα σημεία της Ηπείρου, της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας στα Τρίκαλα στη Λάρισα, στο Φανάρι και στα Άγραφα. Η επανάσταση εκδηλώθηκε και στη Θεσσαλία οι εξεγερμένοι σκότωσαν πολλούς Τούρκους, όμως εν τέλει αυτή καταπνίγηκε κι ο Διονύσιος κατέφυγε στην Ιταλία, προετοιμάζοντας κι εκδηλώνοντας στη συνέχεια κι άλλη επαναστατική προσπάθεια.
Την εποχή εκείνη οι Οθωμανοί συνέλαβαν άδικα, κατηγορώντας τον ως συνεργό του Διονυσίου, τον Άγιο Σεραφείμ, επίσκοπο Φαναρίου, το οποίο βασάνισαν και σκότωσαν με μαρτυρικό θάνατο (βλ. στην αντίστοιχη ιστοσελίδα περισσότερα για τον Άγιο του Φαναρίου).
Στο προαναφερθέν λεύκωμα του λυκείου Φαναρίου, βλέπουμε ότι σύμφωνα με αναφορά του Θ. Ραχωβίτσα, γύρω στο 1720, οι Τούρκοι έφεραν κι εγκατέστησαν γύρω από το Φανάρι, κυρίως σε Λοξάδα και Χάρμενα, Τούρκους εποίκους από το Ικόνιο, τους οποίους αποκαλούσαν Κονιάρους.
Όπως διαβάζουμε σε άρθρο του Δ. Χατζάρα στην εφημερίδα του συλλόγου Φαναριωτών Αθήνας, τον Απρίλιο του 1809, εκδόθηκε από την Πύλη, φιρμάνι (γραμμένο σε αραβική γλώσσα) απευθυνόμενο στον καδή Λάρισας και Φαναρίου, το οποίο όριζε τον φόρο των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι δυσανασχετούσαν για τον βαρύ φόρο που πλήρωναν μέχρι τότε. Το φιρμάνι διέταζε τους υπαλλήλους να μην εισπράττουν περισσότερο φόρο απ' όσο οριζόταν και μάλιστα το κύριο προϊόν, γα το οποίο επιβλήθηκε φόρος ήταν το βαμβάκι, για το οποίο οριζόταν ότι για το ακατέργαστο βαμβάκι θα καταβαλλόταν ένα άσπρο στο τσουβάλι -το άσπρο ήταν ασημένιο τουρκικό νόμισμα (akce)-, για το ξεκοκισμένο ένας παράς και για το νήμα δύο παράδες. Η περιοχή της Λάρισας, του Φαναρίου και των Αγράφων, αποτελούσαν τότε "καζά" του καδή. Οι καζάδες ήταν μέρη στα οποία επεκτείνονταν η ιερή-δικαστική εξουσία του καδή. Μάλιστα υπάρχει Ιεροδικαστικός κώδικας καταχωρήσεως φιρμανίων κ.λ.π. της περιοχής Λάρισας - Φαναρίου, καθώς και συνοπτικό φορολογικό βιβλίο Λάρισας - Φαναρίου, στα γενικά αρχεία του κράτους. (Αριστερά αντίγραφο σελίδας της συλλογής του Ιεροδικαστικού κώδικα για την περιοχή Λάρισας - Φαναρίου).
Μοναστηριακά χειρόγραφα μαρτυρούν ότι σχεδόν ολόκληρη η περιοχή Μουζακίου στην Τουρκοκρατία ήταν τιμάριο ενός σπαχή από το Φανάρι και ανήκε στο βιλαέτι του Φαναριού. Η Βατσουνιά, το Ελληνόκαστρο, η Γελάνθη, η Κρυοπηγή, η Λαζαρίνα, το Μαυρομμάτι, το Μουζάκι, το Πευκόφυτο, η Πορτή, η Δρακότρυπα και το σημερινό Ανθοχώρι και ονομάζονται σε απογραφές της τουρκικής διοίκησης, σε προθέσεις των Μοναστηριών των Μετεώρων και σε αρχεία του Αλή Πασά ως βυζαντινοί οικισμοί.
Στις αρχές πλέον του 19ου αιώνα έχουμε αρκετές αναφορές για το χωριό, σε διάφορα βιβλία περιηγητών. Ένας απ' αυτούς και ίσως ο γνωστότερος, ο Άγγλος W.M.Lake, επισκέφθηκε το Φανάρι το 1810 και γράφει ότι πήγε στην κορυφή του λόφου Φαναρίου. Στο χωριό υπήρχαν περί τα 100 τούρκικα σπίτια κι άλλα τόσα ελληνικά, όμως τα περισσότερα τούρκικα ήταν ακατοίκητα.
Σε μία σπάνια έκδοση ενός βιβλίου στη Βενετία το 1829, με την ονομασία "Δρομοδείκτης οκτώ μερών", ο Μιχαήλ Γλυκός, προφανώς περιδιαβαίνοντας την περιοχή, αναφέρεται στο Φανάρι, για το οποίο επεξηγηματικά γράφει ότι είναι κεφαλοχώρι των Αγράφων, απέχον δύο ώρες από το γεφύρι της Σαλαμπριάς (Σαλαμπριάς λεγόταν ο Πηνειός).
Παρόμοια αναφορά για το Φανάρι κάνει και ο Ιωάννης Λεονάρδος, σ' ένα εξίσου σπάνιο βιβλίο με τίτλο "Νεωτάτη χωρογραφία της Θεσσαλίας", που εκδόθηκε στην Πέστη της Ουγγαρίας το 1836, όπου λέει ότι από τα Τρίκαλα απέχει περίπου 4 ώρες το χωριό Φανάρι (ή Φέροινος), πρωτεύουσα των Αγράφων, με οχυρό φρούριο και 300 περίπου σπίτια κατοίκων Ελλήνων και Οθωμανών. Ανάμεσα δε στα Τρίκαλα και το Φανάρι, αναφέρει κι αυτός την ύπαρξη της γέφυρας του Πηνειού.
Τέλος σε έγγραφο του υπουργείου στρατιωτικών της Ελλάδας του 1880, διαβάζουμε ότι η κωμόπολη του Φαναρίου είναι χτισμένη σε λόφο, επί του οποίου βρίσκεται κλειστό οχυρό και στρατώνας. Τριγύρω βρίσκονται σποραδικά οθωμανικά σπίτια και δημόσια κτίρια, ήτοι διοικητήριο, τηλεγραφείο, στρατιωτικό νοσοκομείο κλπ. Η πόλη έχει 1.300 Έλληνες κατοίκους και 400 Οθωμανούς, 4 ναούς, 2 τεμένη, 2 μετζίτια, 2 σχολεία, 5 χάνια κλπ.
Το Φανάρι (αριστερά φωτογραφία του χωριού στις αρχές του περασμένου αιώνα) έμεινε κάτω από τον τούρκικο ζυγό για 461 χρόνια. Συγκεκριμένα το χωριό υποτάχθηκε στους Τούρκους το 1420 κι έμεινε υπόδουλο μέχρι το 1881. Στο διάστημα του τουρκικού ζυγού, στο Φανάρι μεταφέρθηκαν περίπου 400 τουρκικές οικογένειες από το Ικόνιο (παρά τη συμφωνία του Ταμασίου που προέβλεπε τη μεταφορά 100 μόνον οικογενειών) κι η αγριότητα και εγκληματική συμπεριφορά που επέδειξαν απέναντι στους Φαναριώτες ήταν τέτοια, ώστε ο Αλή Πασάς που επισκέφθηκε το Φανάρι το 1813, έθεσε ο ίδιος το θέμα της συνύπαρξης Τούρκων και Φαναριωτών, χωρίς όμως και να βρεθεί λύση. Να σημειώσουμε ότι το Φανάρι, όπως και μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας, περιήλθε ως τσιφλίκι στην κυριαρχία του Αλή πασά κατά το έτος 1803.
Στο τέλος της σελίδας και στα συνημμένα αρχεία, παρατίθεται αυτούσιο το κείμενο του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΙΛΛΗ που έχει δημοσιευθεί στην περιοδική έκδοση της ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ του Νομού Καρδίτσας "ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΓΝΩΜΗ", τόμος ΣΤ, σελ. 111-116, σχετικά με την επίσκεψη του Αλή Πασά στο Φανάρι.
Οι φρικαλεότητες και τα εγκλήματα των Τούρκων σε βάρος των ντόπιων ήταν πολλά και η συνηθισμένη τιμωρία για όσους αντιτίθενταν στις βουλές τους ήταν τα βασανιστήρια και ο σκολοπισμός. Συνηθισμένος τόπος εκτέλεσης ήταν ο λόφος (ο "παλουκωμένος") πάνω από το δημοτικό σχολείο, έτσι ώστε τα μαρτύρια να είναι ορατά από μακριά. Σωροί οστών με εμφανή τα ίχνη των αποτρόπαιων βασανιστηρίων (καρφιά στα χέρια, στα πόδια, τα πλευρά κλπ) βρέθηκαν στη βάση του λόφου κατά την εκσκαφή για την θεμελίωση της μάντρας του σχολείου.
Στα χρόνια της εξέγερσης των Ελλήνων κατά της τουρκοκρατίας, το Φανάρι υπήρξε τόπος σύγκρουσης ανάμεσα στους εξεγερμένους Έλληνες και τους Τούρκους, τόσο την άνοιξη του 1821 αλλά και το 1854 κι έδωσε στον ένδοξο αγώνα της ανεξαρτησίας δύο καπεταναίους: τον Γεώργιο Κωνσταντίνου και τον Ευθύμιο Κωνσταντίνου, που έμειναν γνωστοί με το ψευδώνυμο "Φαναρίτες", όπως τους μνημονεύει κι ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στις ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ : "Εις τα Δερβενάκια είχα αφημένον τον Νικήτα, Πάνο, τον Κεφάλα, τον Γενναίο, τον Μήτρον Αναστασόπουλον, τους Φαναρίτας". Για το Φανάρι μάλιστα υπάρχει αναφορά σε δημοτικό τραγούδι της εποχής : "Γράφoυν oι κλέφτες γράμματα, στα Τρίκαλα τα στέλνoυν: Σ' εσέ κυρ Νάσιo πρoεστέ, σε σας κoτζαμπασήδες,να στείλετε στη Ζαγoρά, μια κατoστή πoυγκιά άσπρα,να μην καoύνε τα χωριά Φανάρι και Καρδίτσα κι εμπoύμε και στα Τρίκαλα και κάμoμέ σας σκλάβoυς..."
Στο βιβλίο του Χρήστου Μηλίτη «Αρματολίκια και επαναστατικά κινήματα στα ΑΓΡΑΦΑ» αναφέρεται ότι το 1854 όταν επαναστάτησαν τα Άγραφα, οι Τούρκοι στο Φανάρι διέθεταν 500 στρατιώτες, 200 στα Φάρσαλα, 300 στη Λάρισα, 180 στο Βόλο, 500 στον Αλμυρό και 200 στην Καρδίτσα, με επικεφαλής τον Ζεϊνέλ πασά και τον Αλβανό Αμπάζ Λαλιώτη. Την 1ην Μαρτίου 1854, μετά από μάχη που δόθηκε στα Κανάλια, οι Τούρκοι αφού άφησαν στο τόπο της μάχης 50 νεκρούς και 20 τραυματίες αναχώρησαν για το Φανάρι, όπου οι οπλαρχηγοί Μανωλίδης, Καραούλης και Τριανταφυλλάκος, συνέτριψαν την Τούρκικη φρουρά του Ισμαήλ Φράσαρι.
Την άνοιξη του 1854 ανέλαβε την αρχηγία στη περιοχή των Αγράφων ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα, ο οποίος σχημάτισε στη Λαμία ένα σώμα αποτελούμενο από 500 άνδρες, το επονομαζόμενο «Αλκιβιάδειον». Συναντήθηκε με τους οπλαρχηγούς Ράγκο, Ζιάκα, Στράτο και Καταραχιά, σχημάτισαν μια δύναμη από 2.000 άνδρες περίπου και επιχείρησαν να καταλάβουν το Φανάρι που το υπεράσπιζαν 3.000 Τουρκαλβανοί με αρχηγό τον Ισμαήλ -Μπέη Φράσαρι. Η μάχη έγινε στις 7 του Μάρτη υπήρξε φονική και δεν έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα.
Σχετικά με τη μάχη αυτή, καθώς και στο επαναστατικό κλίμα που επικρατούσε στη Δυτική Θεσσαλία αυτή την εποχή, υπάρχουν μερικές επιστολές που αποτελούν αδιάψευστα ντοκουμέντα. Προέρχονται από το Αρχείο του Γ. Σκούφου, που αποτελεί μέρος της συλλογής του Γ. Βλαχογιάννη. Θ.Η τόμος Ζ σελ 129-135). Σχετική επιστολή που στάλθηκε από το Μεσενικόλα του Γ. Βαλτινού, σε κάποιον Θώμο, γράφει επί λέξει:
Εν Μεσενικόλα την 8 Απριλίου 1854.
Αδελφέ Θώμο. Ταύτην την στιγμήν επιστρέφω από το Καραούλι όπου τηρούσαμε τας θέσεις Μεγάλα Καλύβια, όπου γίνονταν από το μεσημέρι έως το κάθισμα του ηλίου αδιάκοπος πόλεμος. Έβγαλαν και από το φρούριον εις το ποτάμι δύο τόπια και τους εκτυπούσαν τους εδικούς μας. Επίσης έγινε εις Φανάρι καλός πόλεμος αλλά το αποτέλεσμα δεν το γνωρίζομεν και άμα μάθομεν θέλει σας ειδοποιήσομεν. Σας ειδοποιούμεν αδελφέ, ότι εις Καρδίτζαν σήμερον το δείλι ήλθαν τακτικοί στρατιώτες έως 1500, τους είδωμεν με το κιάλι και έστησαν τα τσαντίρια των έξω εις την άκραν της Καρδίτζας, και να έχετε το νου σας, μη λέγεις εις κανένα τίποτε, αύριο να προσέχετε, να ιδούμε αν θα πάν εις κανένα μέρος επάνω.
Ο αδελφός σας
Γ. Βαλτινός.
Ο Δημήτριος Χατζάρας σε άρθρο του στην εφημερίδα "το Φανάρι" (φύλλο 31, Δεκέμβριος του 1978), γράφει, ότι κατά την παράδοση (από αφήγηση του Γ.Β.Σαββάλα) και σε χρόνο που δεν ήταν γνωστός (μάλλον πριν το 1850), τρεις Φαναριώτες πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για να εξαγοράσουν την ανεξαρτησία του χωριού μας, εκμεταλλευόμενοι ένα διάταγμα της τουρκικής πύλης το έτος 1839, οπότε και το τουρκικό δημόσιο εκποιούσε διάφορα κτήματα, έχοντας ανάγκη χρημάτων. Οι τρεις Φαναριώτες ήταν οι παππούδες των Αριστείδη Σαββάλα, Νικολάκη Τσαντάκου και Θύμιου Σανίδα, οι οποίοι έκαναν την εξαγορά, όμως κατά τον γυρισμό τους ,το καράβι που τους μετέφερε βυθίστηκε και πνίγηκαν και οι τρεις τους. Έτσι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ η εξαγορά του χωριού. Το έγγραφο της εξαγοράς βρέθηκε στα αρχεία της τουρκικής περιφερειακής διοίκησης και όπως σημειώνει ο Δ. Χατζάρας, το ίδιο το έγγραφο, ή αντίγραφο αυτού φαίνεται να κατείχε ο δάσκαλος Χρήστος Σανίδας.
Το Φανάρι εντέλει απελευθερώθηκε στις 18 Αυγούστου 1881, οπότε ο υποστράτηγος Σπυρίδων Καραϊσκάκης, μετέπειτα βουλευτής Καρδίτσας (αριστερά) με σώμα 7.000 ανδρών κατέλαβε το φρούριο του χωριού και ύψωσε την ελληνική σημαία εγκαθιστώντας το 4ο Τάγμα Ευζώνων. Τον Καραϊσκάκη (γιο του θρυλικού Γεωργίου Καραϊσκάκη) υποδέχθηκε στα πατρογονικά του εδάφη με ένθερμες εκδηλώσεις ο λαός του Φαναρίου, με επικεφαλής τον επίσκοπο Φαναρίου Ιλαρίωνα. Διαβάστε απόσπασμα από την εφημερίδα ΑΙΩΝ των Αθηνών (φύλλο της 24.8.81) σχετικό με την απελευθέρωση του Φαναρίου : "ΦΑΝΑΡΙ 18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1881. Σήμερον την 6ην ώραν της πρωίας κατελήφθη παρά του Ελληνικού στρατού υπό τον Συνταγματάρχην Καραϊσκάκην η πόλις και το φρούριον του Φαναρίου. Το φρούριον παρελήφθη πριν ή τα μέλη της Διεθνούς επιτροπής αφιχθώσι, βραδύναντα επί μίαν ώραν. Αδύνατον να περιγραφή η χαρά και ο ενθουσιασμός των κατοίκων. Επίσης είναι ανώτερος περιγραφής ο τρόπος και τα φιλελληνικά αισθήματα το συνοδεύοντος το αρχηγείον της Δ΄ φάλαγγος άγγλου συνταγματάρχου Κλαρν. Περίεργον δε συνέβη το εξής: Περί την είσοδον της πόλεως υπήρχε πλάτανος μεγίστης, προ τετρακοσίων ετών φυτευθείσα παρά των Οθωμανών. Ολίγου μόνον ανέμου πνεύσαντος, το κολοσσιαίον δένδρον κατέπεσε σήμερον εκ ρίζης. Είθε παν ό,τι η δουλεία έσπειρε ή εφύτευσεν εν τη γη ημών εκριζωθή".
Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν ειρηνικά το χωριό στο τέλος Σεπτεμβρίου και επέστρεψαν στην Μ. Ασία, όπου έχτισαν ένα νέο χωριό που ονόμασαν Φανάρι! Σαν τελευταίος Τούρκος κάτοικος αναφέρεται ο Σεήν Αγάς με τη γυναίκα του Φατιμέ, οι οποίοι παρέμειναν στο χωριό και μετά την αποχώρηση των υπολοίπων Τούρκων. Άρθρο του Κώστα Βερίλλη για το Σεήν Αγά, στο τέλος της σελίδας, στα συνημμένα αρχεία.
ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Το Φανάρι μαζί με τα χωριά Κανάλια, Λοξάδα, Γόλιτσα, Γράλιστα, Πύργο, Καπά, Μαυρομμάτι, Γελάνθη, Μαγουλίτσα, Φανάρι-Μαγούλα, Κρανιά, Παλιούρι, Γορίτσα, Χάρμενα και Λάσδα, αποτέλεσε μετά την απελευθέρωση, τον Δήμο Ιθώμης που συστάθηκε με Β.Δ. της 31-3-1883.
Το 1896, όταν η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, η Θεσσαλία κυριεύτηκε και πάλι από τους Τούρκους και μαζί και το Φανάρι. Αποχώρησαν τελικά το 1897 με τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως.
Στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 10ης Οκτωβρίου 1897, με θέμα Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ, διαβάζουμε ότι "...κατά τας επισήμους ανακοινώσεις της Κυβερνήσεως η αρμοδία επιτροπή εκανόνισεν ήδη μετά του Ετέμ πασά τον τρόπο της επανόδου των Θεσσαλών. Κατά ταύτας η παλινόστησις θα γίνη διά τεσσάρων διαφόρων σημείων ανακοινωθέντων ήδη παρά του Ετέμ πασά εις την Πύλην, ήτις τα ανεκοίνωσεν επίσης προς τους εν Κωσταντινουπόλει πρεσβευτάς των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα σημεία ταύτα είνε τα εξής: 1) Η Δερβέν Φούρκα, 2)το χωρίον Μουζάκι του Δήμου Γόμφων επί των Αγράφων, 3)Το χωρίον Πριβάνια παρά την Καλαμπάκαν και 4) το χωρίον Φανάρι πρωτεύουσα του Δήμου Ιθώμης... Όσον δ' αφορά την αναχώρησιν του τουρκικού στρατού εγνώσθη ότι αύτη λίαν προσεχώς άρχεται τμηματικώς εκ Θεσσαλίας..." (αντίγραφο της εφημερίδας στα συνημμένα αρχεία).
Συνεχίζεται ...