Τζον Κητς, La Belle Dame sans merci (Γλυκιά και άπονη κυρά)

Post date: 08-Jun-2013 09:21:08

La Belle Dame sans merci

Ω, τι σε κάνει να πονάς, δυστυχισμένε ιππότη!

Σε βλέπω ν’ αργοσέρνεσαι, χλωμό και μόνο·

μαράθηκαν τα βούρλα στην ακρολιμνιά,

κι ούτε πουλί δεν κελαϊδάει σε κλώνο.

Ω, τι σε κάνει να πονάς, δυστυχισμένε ιππότη!

Και τι σε λιώνει, τι σ’ έχει ανταριάσει;

Πλούσια η σοδιά μες στις σταραποθήκες

που βερβερίτσες έχουνε φωλιάσει.

Βλέπω ένα κρίνο στο ιδρωμένο πρόσωπό σου

που η αγωνία του πυρετού το υγραίνει

κι ένα τριαντάφυλλο στο μάγουλό σου

γρήγορα μαραζιάζει και πεθαίνει.

Μια νέα απάντησα μες στο λιβάδι,

πεντάμορφη, νεραϊδοκόρη·

είχε μακριά μαλλιά, λαφροπατούσε!

και των ματιών της έλαμπε η κόρη.

Στεφάνι έπλεξα στ’ ωραίο της κεφάλι

και δυο βραχιόλια και μια ζώνη μυρωμένη

κι αυτή με κοίταζε, λες μ’ αγαπούσε,

κι αλαφροστέναζεν ευτυχισμένη.

Στ’ άτι μου την ανέβασα, που αργοπατούσε,

κι εκείνην έβλεπα όλη μέρα στις κοιλάδες,

έτσι που έγερνε στα δυο πλευρά και τραγουδούσε

τραγούδια καμωμένα για νεράιδες.

Μου ’βρισκε ρίζες με γλυκιά τη γεύση

και άγριο μέλι κι ό,τι την ψυχή μεθάει

και σε μια γλώσσα που παράξενα ηχούσε

μου ’λεγε πως στ’ αλήθεια μ’ αγαπάει.

Στη νεραϊδένια της σπηλιά με επήρε

και με θωρούσε κι αναστέναζε η κυρά μου

κι εγώ τα λαμπερά της άγρια μάτια

έκλεισα με τ’ αμέτρητα φιλιά μου.

Κι ως με νανούριζε αποκοιμισμένο,

εγώ ονειρεύτηκα, ω, πόση θλίψη!

το τελευταίο μου όνειρο, απ’ όσα είχα δει,

στην κρύα λοφοπλαγιά που μ’ είχε κρύψει.

Περνούσαν βασιλιάδες, πρίγκηπες, πολεμιστές,

με πρόσωπο νεκρού μαυροκιτρινιασμένο

κι όλοι μου φώναζαν: ‘‘La Belle Dame sans merci

για πάντα σε κρατάει σκλαβωμένο’’.

Ολάνοιχτα, στο τρομερό τους μήνυμα,

είδα τα στεγνωμένα χείλη τους μες στο σκοτάδι

και ξύπνησα και πλαγιασμένος βρέθηκα

στην κρύα λοφοπλαγιά το βράδυ.

Να γιατί το καλύβι μου έχω στήσει εδώ

και τριγυρνάω θλιμμένος και με βλέπεις μόνο,

αν και μαράθηκαν τα βούρλα στην ακρολιμνιά

κι ούτε πουλί δεν κελαϊδάει σε κλώνο.

Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου