Οι στατίνες έχουν μελετηθεί εκτενώς για την αποτελεσματικότητά τους στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, με αρκετές κλινικές δοκιμές και μελέτες να αποδεικνύουν τη θετική επίδρασή τους σε άτομα με αυξημένο κίνδυνο.
Μερικές από τις πιο σημαντικές μελέτες που αποδεικνύουν τα οφέλη των στατινών στην καρδιαγγειακή υγεία περιλαμβάνουν:
1. The Scandinavian Simvastatin Survival Study (4S): Αυτή η μελέτη ήταν από τις πρώτες που έδειξαν ότι η θεραπεία με στατίνες (συγκεκριμένα με σιμβαστατίνη) μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό επεισόδιο, σε άτομα με στεφανιαία νόσο. Παρατηρήθηκε μείωση στη θνησιμότητα από καρδιαγγειακές αιτίες και στη συνολική θνησιμότητα.
2. The Heart Protection Study (HPS): Αυτή η μεγάλη μελέτη έδειξε ότι η θεραπεία με σιμβαστατίνη σε άτομα υψηλού κινδύνου (με διαβήτη, στεφανιαία νόσο ή περιφερική αρτηριακή νόσο) μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά επεισόδια και τη θνησιμότητα. Η μελέτη HPS ήταν σημαντική επειδή επιβεβαίωσε ότι οι στατίνες παρέχουν οφέλη ακόμα και σε άτομα με σχετικά χαμηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης.
3. The JUPITER Trial: Αυτή η μελέτη έδειξε ότι η ροσουβαστατίνη σε άτομα με φυσιολογική ή χαμηλή LDL αλλά υψηλή C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), που αποτελεί δείκτη φλεγμονής, μειώνει σημαντικά τα καρδιαγγειακά επεισόδια. Η μελέτη υποστηρίζει τη χρήση στατινών για την πρωτογενή πρόληψη σε συγκεκριμένους ασθενείς χωρίς εμφανή καρδιαγγειακή νόσο αλλά με αυξημένους παράγοντες κινδύνου.
4. The PROVE-IT TIMI 22 Trial: Αυτή η μελέτη συνέκρινε την ατορβαστατίνη υψηλής δόσης με πραβαστατίνη χαμηλότερης δόσης σε άτομα που είχαν πρόσφατα υποστεί οξύ στεφανιαίο σύνδρομο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η πιο εντατική μείωση της LDL χοληστερόλης με στατίνη υψηλής δόσης συνδέεται με σημαντικά μικρότερο κίνδυνο για επαναλαμβανόμενα καρδιαγγειακά επεισόδια.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι για κάθε μείωση της LDL-C κατά περίπου 40 mg/dL, ο καρδιαγγειακός κίνδυνος μειώνεται κατά περίπου 20-25%. Αν, λοιπόν, σε κάποιον ασθενή η στατίνη μειώνει την LDL κατά 80 mg/dL, τότε η μείωση του κινδύνου μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερη, κοντά στο 40-50%. Αν η μείωση της LDL είναι μόνο 20 mg/dL, η μείωση του κινδύνου μπορεί να είναι περίπου 10-12%.
Η αναφορά σε «μείωση κινδύνου κατά 20%» σημαίνει ότι η χρήση στατινών μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων (όπως έμφραγμα ή εγκεφαλικό) κατά 20% σε σχέση με εκείνους που δεν λαμβάνουν στατίνες. Στην πράξη, αν ένα άτομο έχει, για παράδειγμα, 10% ετήσιο κίνδυνο για καρδιαγγειακό επεισόδιο χωρίς θεραπεία, η χρήση στατινών θα μειώσει αυτόν τον κίνδυνο στο 8% (δηλαδή 20% μείωση από το 10%).
Η μείωση αυτή είναι «σχετικός κίνδυνος», που σημαίνει ότι εξαρτάται από το αρχικό επίπεδο κινδύνου του ατόμου: όσο υψηλότερος ο αρχικός κίνδυνος, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το απόλυτο όφελος.
Μείωση 20% ανά δεκαετία σημαίνει ότι για κάθε περίοδο 10 ετών, ο κίνδυνος μειώνεται στο 80% του αρχικού του επιπέδου.
Έτσι, σε ένα σενάριο σε βάθος 40 ετών, με υποθετική μείωση ο κίνδυνος θα υπολογίζεται σταδιακά ως εξής:
Μετά από την πρώτη δεκαετία: κίνδυνος = 80% του αρχικού
Μετά από τη δεύτερη δεκαετία: κίνδυνος = 80% του προηγούμενου (80%) = 0,8 * 0,8 = 64% του αρχικού
Μετά από την τρίτη δεκαετία: κίνδυνος = 80% του προηγούμενου (64%) = 0,8 * 0,64 = 51,2% του αρχικού
Μετά από την τέταρτη δεκαετία: κίνδυνος = 80% του προηγούμενου (51,2%) = 0,8 * 0,512 = 40,96% του αρχικού.
Μια άλλη πιο εύκολη μέθοδος για την κατανόηση των όσων έχουν αναφερθεί είναι ο δείκτης Number Needed to Treat (NNT). Είναι πράγματι μια πολύ πρακτική και κατανοητή μέθοδος για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των στατινών, καθώς δείχνει πόσα άτομα πρέπει να λάβουν τη θεραπεία για να αποφευχθεί ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο.
Τι είναι το NNT και γιατί είναι χρήσιμο
Το NNT μας λέει τον αριθμό των ασθενών που χρειάζεται να λάβουν μια θεραπεία (όπως η ροσουβαστατίνη) για μια συγκεκριμένη περίοδο (π.χ., 5 ή 10 χρόνια) ώστε να αποτραπεί ένα σοβαρό καρδιαγγειακό επεισόδιο, όπως έμφραγμα ή εγκεφαλικό. Έτσι, όσο χαμηλότερο είναι το NNT, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η θεραπεία.
Για παράδειγμα:
Αν το NNT είναι 20 για τη ροσουβαστατίνη σε άτομα υψηλού κινδύνου, σημαίνει ότι πρέπει να λάβουν τη θεραπεία 20 άτομα για να αποτρέψουμε ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Ένα NNT 100 σημαίνει ότι θα χρειαστεί να χορηγηθεί η στατίνη σε 100 άτομα για να αποφευχθεί ένα επεισόδιο, κάτι που υποδεικνύει μικρότερο όφελος για τον πληθυσμό που εξετάζουμε.
Ο δείκτης NNT προσφέρει λοιπόν μια πιο ρεαλιστική και πρακτική εικόνα της αποτελεσματικότητας της θεραπείας με στατίνες, διευκολύνοντας έτσι και την λήψη αποφάσεων σε κλινικό επίπεδο.
Με ποσοστό κινδύνου 10% (ή 0,10) και μείωση κινδύνου 40%, μπορούμε να υπολογίσουμε το NNT ως εξής:
1. ARR = BR × RRR = 0,10 × 0,40 = 0,04 (ή 4%).
2. NNT = 1 / ARR = 1 / 0,04 = 25.
Άρα, με αυτούς τους αριθμούς, χρειάζεται να θεραπεύσουμε 25 άτομα για να προλάβουμε ένα ανεπιθύμητο γεγονός σε έναν από αυτούς.
Σκεπτικισμός σχετικά με την αξιοπιστία των μελετών
Είναι κατανοητό να υπάρχει σκεπτικισμός σχετικά με την αντικειμενικότητα των μελετών για φαρμακευτικά προϊόντα, ειδικά όταν φαρμακευτικές εταιρείες χρηματοδοτούν σημαντικό αριθμό αυτών. Αν ένας ασθενής εκφράζει ανησυχίες για οικονομικά συμφέροντα στις μελέτες των στατινών, μπορεί να είναι χρήσιμο να του εξηγήσω τα εξής:
1. Ανεξάρτητες μελέτες και δημόσια χρηματοδότηση: Πολλές μελέτες για τις στατίνες, όπως οι μεγάλες μετα-αναλύσεις που συνδυάζουν δεδομένα από διάφορες μελέτες, έχουν πραγματοποιηθεί από ανεξάρτητους οργανισμούς και δημόσιους φορείς, χωρίς οικονομικά συμφέροντα. Αυτές οι αναλύσεις ελέγχουν τα δεδομένα από μελέτες και ενσωματώνονται σε κατευθυντήριες οδηγίες από οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία (ESC) και το Αμερικανικό Κολέγιο Καρδιολογίας (ACC).
2. Διαφάνεια και κανονιστικοί έλεγχοι: Στις κλινικές μελέτες απαιτείται από οργανισμούς όπως ο FDA και ο EMA να καταχωρούν τα πρωτόκολλα, τις μεθόδους και τα αποτελέσματα των ερευνών τους, ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπιστία των δεδομένων. Οι στατίνες είναι από τα πιο μελετημένα φάρμακα στην καρδιολογία και οι θετικές επιδράσεις τους έχουν επιβεβαιωθεί σε μεγάλο αριθμό πληθυσμιακών και τυχαιοποιημένων μελετών.
3. Μεγάλη διάρκεια και σύγκριση με άλλες παθήσεις: Οι στατίνες ερευνώνται για πάνω από 30 χρόνια και τα αποτελέσματά τους είναι συνεπή μεταξύ διαφόρων ομάδων πληθυσμών και χρόνων. Η επιστημονική συναίνεση προκύπτει σταδιακά και εδραιώνεται με την πάροδο του χρόνου, όχι μόνο από μελέτες που υποκινούνται από φαρμακευτικές εταιρείες.
4. Δημόσιο συμφέρον και κατευθυντήριες οδηγίες: Τα οφέλη από τη χρήση στατινών έχουν ενσωματωθεί σε κατευθυντήριες οδηγίες με στόχο την πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων, καθώς έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν σοβαρά καρδιαγγειακά επεισόδια και θνησιμότητα σε άτομα υψηλού κινδύνου. Οι οδηγίες αυτές συντάσσονται από ανεξάρτητες επιστημονικές επιτροπές και βασίζονται σε πολυεπίπεδες αναλύσεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν θέματα διαφάνειας στην έρευνα γενικότερα, αλλά οι στατίνες αποτελούν μια από τις κατηγορίες φαρμάκων με πολύ ισχυρά τεκμηριωμένα οφέλη, όπως αναγνωρίζεται από τους περισσότερους ανεξάρτητους επιστημονικούς οργανισμούς.