Πρέπει να τονιστεί ότι όταν προσφέρεται θερμότητα σε ένα σώμα δεν αυξάνεται πάντα η θερμοκρασία του, γιατί μπορεί να μεταβάλλεται η φάση του. Αν για παράδειγμα, τοποθετηθεί ένα δοχείο με νερό πάνω σε μια πηγή θερμότητας (μαγειρική εστία), τότε θα παρατηρηθεί αύξηση της θερμοκρασίας του, μέχρι ενός ορίου όμως. Μετά την οριακή αυτή θερμοκρασία (~100 οC), η θερμότητα που προσφέρεται στο νερό δεν οδηγεί σε αύξηση της θερμοκρασίας του, αλλά σε αλλαγή της φάσης του, από υγρό σε αέριο.
Κατά την αλλαγή φάσης ενός υλικού απαιτείται ένα ποσό θερμότητας (Q) το οποίο καταναλώνεται (ή παράγεται) για μετατροπή από τη μια κατάσταση στην άλλη (π.χ. από στερεό σε υγρό ή από υγρό σε αέριο). Η θερμότητα αυτή ονομάζεται λανθάνουσα θερμότητα και συμβολίζεται με L (ή QL ή r).
(Λέγεται λανθάνουσα γιατί δεν γίνεται αντιληπτή από μεταβολή θερμοκρασίας παρά μόνο από την αλλαγή φάσης)
Αν το υλικό μεταβαίνει από τη στερεά φάση στην υγρή, τότε αναφερόμαστε σε λανθάνουσα θερμότητα τήξης και πρέπει να δοθεί στο στερεό για να ολοκληρωθεί η τήξη του υπό σταθερή θερμοκρασία και εξωτερική πίεση.
Αντίστροφα, δηλαδή το ποσό θερμότητας που πρέπει να αφαιρεθεί από το υγρό για να μετατραπεί σε στερεό, ονομάζεται λανθάνουσα θερμότητα πήξης και αποδίδεται στο περιβάλλον υπό την ίδια σταθερή θερμοκρασία και πίεση.
Αν η φάση αλλάξει από υγρή σε αέρια, η λανθάνουσα θερμότητα ονομάζεται λανθάνουσα θερμότητα εξαέρωσης και πρέπει να δοθεί στο υγρό υπό σταθερή πίεση και θερμοκρασία, για να ολοκληρωθεί η εξαέρωσή του.
Η λανθάνουσα θερμότητα έχει μονάδες μέτρησης της θερμότητας, δηλαδή εκφράζεται στο Διεθνές Σύστημα (S.I.) σε Joule.