Η έννοια της θερμότητας, του ποσού θερμότητας, φαίνεται κατ’ αρχάς ότι συνδέεται άμεσα και αποκλειστικά με τη θερμοκρασία. Σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί, αν τεθούν σε καλή επαφή (ή αν αναμιχθούν) σώματα διαφορετικών θερμοκρασιών, μετά από μικρό χρονικό διάστημα τα σώματα αυτά θα αποκτήσουν την ίδια θερμοκρασία, θα έλθουν δηλαδή σε κατάσταση θερμικής ισορροπίας. Υποτίθεται βέβαια, ότι κατά τη διάρκεια της διεργασίας προς τη θερμική ισορροπία δεν υφίστανται ούτε ηλεκτρικές δράσεις, ούτε χημικές αντιδράσεις, παρά μόνο καθαρά θερμικές μεταβολές.
Πιο συγκεκριμένα τα πιο θερμά σώματα παρέχουν θερμότητα στα πιο ψυχρά.
Η θερμότητα δεν είναι ενέργεια που «έχει» ένα σώμα, αλλά ενέργεια που μεταδίδεται από ένα σώμα σε ένα άλλο.
Η θερμότητα είναι ενέργεια που μετακομίζει.
Μπορούμε να μιλάμε για θερμότητα που μεταδόθηκε από ένα σώμα σε ένα άλλο (για παράδειγμα από ένα θερμαντικό σώμα στον αέρα του δωματίου ή από τον εξωτερικό αέρα προς τα τοιχώματα ενός ψυκτικού θαλάμου).
Δεν μπορούμε όμως να λέμε ότι ένα σώμα «έχει» υψηλή θερμότητα ή ότι «έχει» χαμηλή θερμότητα.
Ας υποθέσουμε ότι ανάμεσα στα σώματα Α και Β υπάρχει διαφορά θερμοκρασίας και ότι το σώμα Α έχει υψηλότερη θερμοκρασία από το σώμα Β. Η θερμότητα πηγαίνει πάντοτε από σώμα υψηλότερης σε σώμα χαμηλότερης θερμοκρασίας.
Στο παράδειγμά μας θα υπάρχει μετάδοση ενέργειας (θερμότητας Q) από το σώμα Α στο σώμα Β. Κατά τη διάρκεια αυτής της μετάδοσης, αν δε συμβεί αλλαγή φυσικής κατάστασης σε κάποιο από τα δύο σώματα, η θερμοκρασία του σώματος Α πέφτει ενώ η θερμοκρασία του σώματος Β ανεβαίνει. Κάποια στιγμή οι δύο θερμοκρασίες θα εξισωθούν.
Τότε παύει η μεταφορά ενέργειας από το Α στο Β και λέμε ότι τα δύο σώματα βρίσκονται σε θερμική ισορροπία.
Μεταξύ θερμότητας και θερμοκρασίας, όμως, δεν υπάρχει αποκλειστική σχέση. Ποσό θερμότητας μπορεί να προσδίδεται σ' ένα σώμα ή να απάγεται από αυτό, με συνέπεια η θερμοκρασία του σώματος άλλοτε να μεταβάλλεται και άλλοτε να μένει σταθερή. Για παράδειγμα η πρόσδοση θερμότητας σε μια ποσότητα νερού 20 ºC, οδηγεί στην αύξηση της θερμοκρασίας του, ενώ η πρόσδοση θερμότητας σε μια ποσότητα νερού 100 ºC, οδηγεί στην αλλαγή της φυσικής του κατάστασης (μετατροπή σε ατμό), χωρίς όμως τη μεταβολή της θερμοκρασίας του.
Εκτός από την παρατήρηση αυτή, που δείχνει ότι δεν υφίσταται αποκλειστική σχέση μεταξύ θερμοκρασίας και θερμότητας, εκείνο που οδήγησε στο να διατυπωθεί η φύση της θερμότητας, ήταν οι εργαστηριακές διατυπώσεις του Joule κατά την ανάπτυξή του 1ου θερμοδυναμικού αξιώματος, στις οποίες δεικνύετε η άμεση σχέση μεταξύ έργου και θερμότητας.
Διαπιστώθηκε δηλαδή, ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας που προκύπτει από το μετασχηματισμό άλλης μορφής ενέργειας, λ.χ. μηχανικής, χημικής κ.λπ.
Η θερμότητα (Q), όπως αναφέρθηκε, είναι μια μορφή ενέργειας και το ποσό της θερμότητας θα εκφράζεται στο Διεθνές Σύστημα (S.I.) σε Joule.
Στην πράξη και παρόλη την κατάργηση, συνεχίζεται ακόμη να χρησιμοποιείται και σαν μονάδα θερμότητας η θερμίδα (Calorie), ο ορισμός της οποίας είναι:
«θερμίδα είναι το ποσό θερμότητας που απαιτείται για την ανύψωση κατά 1ºC της θερμοκρασίας ενός γραμμαρίου (1gr) νερού θερμοκρασίας 15ºC υπό κανονική ατμοσφαιρική πίεση (101325 Ρa)»
Η μονάδα αυτή που ονομάζεται και μικροθερμίδα ή Calorie gram, είναι ίση πρακτικά με 4,1855 Joules και συμβολίζεται με «cal». Πολλαπλάσιό της είναι το Kilocalorie (kcal) που ονομάζεται και χιλιοθερμίδα (Calorie – kilogram) και είναι ίσο με 103 cal.
Σύμφωνα με τους ορισμούς:
1 cal = 4,1855 Joule
1 kcal = 4,1855· 103 Joule
Επίσης διαδεδομένη στην ψύξη και τον κλιματισμό είναι η αγγλοσαξονική μονάδα θερμότητας, το Β.Τ.U. (British Thermal Unit). Αντίστοιχα με τη θερμίδα (cal),
«το B.T.U. είναι το ποσό θερμότητας που πρέπει να δοθεί σε μια λίμπρα (lb) νερού για να ανεβεί η θερμοκρασία της κατά 1°F»
Η σχέση μεταξύ kcal, kJoule και B.T.U., μονάδες οι οποίες σταδιακά αντικαθίστανται από το J, είναι η εξής:
1 kcal = 4 B.T.U.
1 B.T.U. = 1,054 kJoule
Πολλές φορές δε μας ενδιαφέρει μόνο η θερμότητα που μεταβιβάστηκε από ένα σώμα σε ένα άλλο αλλά και σε πόσο χρόνο μεταβιβάστηκε. Τότε μιλάμε για θερμότητα στη μονάδα του χρόνου, δηλαδή θερμική ισχύ.
Το μέγεθος αυτό έχει διαστάσεις ισχύος. Η μονάδα μέτρησής της είναι το Watt (W).
Όπως ειπώθηκε παραπάνω όμως, χρησιμοποιούνται ακόμα για τη θερμότητα και οι μονάδες kcal και BTU. Αντίστοιχα, υπάρχουν και ξεχωριστές μονάδες για τη θερμική ισχύ, οι οποίες σταδιακά αντικαθίστανται από το W.
Οι μονάδες αυτές είναι το kcal/h (χιλιοθερμίδες ανά ώρα) και το BTU/ h (Μπι-τι-γιού ανά ώρα).
Ισχύουν οι εξής σχέσεις:
1 kcal/h = 4 BTU/Η
1 kcal/h = 1,161 W