Κυρία Πρόεδρε, ευχαριστώ την Ένωση Επιστημονικού Προσωπικού του Ευαγγελισμού και σας προσωπικά για τη μεγάλη τιμή που μου κάνετε να μιλήσω για τον πατέρα μου στη διάλεξη που διοργανώνει η Ένωση προς τιμή του από το 2000. Με την Ένωση, όπως γνωρίζετε, ο πατέρας μου είχε ιδιαίτερο σύνδεσμο, καθώς ως νεαρός ανήσυχος ευαγγελισμιακός γιατρός στα χρόνια της Κατοχής, ήταν ένας από τους ιδρυτές της – «για να ταράξουμε λίγο την επιστημονική μας αποτελμάτωση», όπως γράφει στον Αγιάτρευτο γιατρό.
Σε προηγούμενες διαλέξεις Γαρδίκα, όσες δεν αναφέρονταν σε ιατρικά θέματα, εκλεκτοί συνάδελφοι, φίλοι και συνεργάτες του, είχαν αναφερθεί στην προσωπικότητά του, όπως την έζησαν στον δημόσιο χώρο, στην άσκηση της ιατρικής, στις απόψεις του για την έρευνα, την εκπαίδευση και την ιατρική πράξη.
Σήμερα, κυρία Πρόεδρε, μου δίνετε την ευκαιρία να σκιαγραφήσω ένα πορτραίτο του, όπως τον έβλεπα, από πιο κοντά, μεγαλώνοντας δίπλα του. Το πορτραίτο αυτό δεν είναι διαφορετικό από το δημόσιο πρόσωπό του. Μερικές παρατηρήσεις μου όμως ίσως το φωτίζουν λίγο πληρέστερα, και απευθύνονται κυρίως σε αυτούς που δεν τον είχαν γνωρίσει.
Για μένα, συνυφασμένη με τη δική του ζωή, είναι η παρουσία της μητέρας μας και της δίδυμης αδελφής μου – σε βαθμό που πολλές φορές, η αδελφή μου και γω λέμε ότι δεν ξέρουμε πως είναι να έχεις αδέλφια που να μην είναι δίδυμα. Έτσι, μοιραία η ομιλία μου θα είναι εν μέρει και αυτοβιογραφική.
Μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον, όπου πρωταρχική αξία είχε η αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Δεν θυμάμαι σε καμμιά στιγμή αυτή η εμπιστοσύνη να κλονίστηκε, ποτέ να αμφισβητήθηκε η σχέση μεταξύ μας. Ποτέ οι γονείς μας δεν μας αρνήθηκαν κάτι χωρίς να εξηγούν πειστικά το λόγο της άρνησης. Συνέπεια αυτής της στάσης ήταν ότι και εμείς ως παιδιά και έφηβες δεν ζητούσαμε κάτι παράλογο. Έτσι, η εφηβεία μας – τη δεκαετία της γενικής αμφισβήτησης του ’60 – εξελίχθηκε πολύ ομαλά, χωρίς αμοιβαίες αμφισβητήσεις και άνωθεν ελέγχους – προς μεγάλη δυσφορία της αυστηρής ελληνίδας γιαγιάς. Την αξία του κλίματος εμπιστοσύνης και οικογενειακής ασφάλειας που μας παρείχαν και οι δύο μας γονείς την καταλάβαινα συγκρίνοντας με άλλες οικογένειες φίλων χωρίς αυτό το προνόμιο. Υπερπροστατευτισμός και έλλειψη εμπιστοσύνης είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Στα πιο καθημερινά, βιώναμε ένα πολύ σταθερό ρυθμό ζωής που καθοριζόταν από τις υποχρεώσεις των δύο παιδιών στο σχολείο και από τις επαγγελματικές ενασχολήσεις του πατέρα, με εγγυητή και διακριτικό ρυθμιστή αυτής της σταθερότητας τη μητέρα μας: Το πρωί στο νοσοκομείο- ένα διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό και σύντομη σιέστα - απόγευμα αφιερωμένο στο ιδιωτικό ιατρείο και στη μελέτη, βραδινό φαγητό και συζήτηση το βράδυ στο σαλόνι του σπιτιού, τα περισσότερα βράδια μόνο η οικογένεια, σπανιότερα κάποιος από τους λίγους φίλους του. Παρά το πυκνό ημερήσιο πρόγραμμά του, συχνά γεμάτο απρόοπτα συμβάντα ασθενών του, ο πατέρας μας προσπαθούσε να διατηρεί αυτό το ρυθμό ζωής σταθερό.
Βασικός πόλος σταθερότητας και για εκείνον, αλλά και για μας, ήταν ο Ευαγγελισμός. Για εκείνον ήταν το δεύτερο σπίτι του. Για μας, στα παιδικά μας χρόνια ήταν ταυτισμένος με κάθε περιπέτεια της υγείας μας: τους εμβολιασμούς της παιδικής μας ηλικίας που μας έκανε η προϊσταμένη στο μικρό Γραφείο της Κλινικής στο ισόγειο του Παλαιού κτιρίου, το ράψιμο του γόνατος που έσχισε η αδελφή μου πέφτοντας από το ποδήλατο. Ο Ευαγγελισμός ήταν ταυτισμένος και με τη μόνη επαφή μου με τη θρησκεία: τη συμμετοχή της οικογένειας στην περιφορά του Επιταφίου του ναού του νοσοκομείου. Αργότερα βέβαια ο Ευαγγελισμός ταυτίστηκε με τις απώλειες της μητέρας και του πατέρα μας, αλλά και οι δύο αυτές οδυνηρές εμπειρίες είναι συνυφασμένες και με την ευγνωμοσύνη μου προς τους και τις γιατρούς και τις νοσηλεύτριες που τους νοσήλευσαν. Αλλά ας επιστρέψω στις παιδικές και εφηβικές μου αναμνήσεις:
Οι πιο έντονες αναμνήσεις μου είναι από τις βραδινές συζητήσεις στο σαλόνι μετά τη δουλειά και τα μαθήματα. Στην ουσία, αν και δεν το καταλάβαινα τότε, ήταν ένας μονόλογος του πατέρα μας με εμάς δεκτικές ακροάτριες.
Εκεί ακούγαμε τις προσωπικές του μαρτυρίες για ιστορικά γεγονότα, όπως η απόπειρα του 1933 κατά του Βενιζέλου και η αυτοκτονία του Κορυζή το ‘41 ή τα προσωπικά του βιώματα για παράδειγμα από την προπολεμική ζωή του στον Ευαγγελισμό, την ιστορία του παπά- κατάσκοπου Balfour, το πάθημα με το καμάκι στην ΕΟΝίτισσα επιτελαρχίνα, την πορεία προς το Μέτωπο υπό καταρρακτώδη βροχή στον κάμπο της Θεσσαλίας, ή τον αλκοολικό τραυματιοφορέα στο Αλβανικό μέτωπο, που τον έσωσε όταν γλίστρησε στο γκρεμό, τον κίνδυνο που διέτρεξε στην Κατοχή όταν έλαβε ατομική πρόσκληση να καταταγεί στα Τάγματα Ασφαλείας, και τόσα άλλα που αφηγείται στον Αγιάτρευτο γιατρό. Το χιούμορ που χαρακτήριζε ακόμα και τις πιο οδυνηρές ιστορίες του μας φαινόταν φυσικό και άμβλυνε στα αυτιά μας τη φρικαλεότητα των δικών του βιωμάτων. Μας εξιστορούσε επίσης περιστατικά ασθενών, όχι βέβαια για το ιατρικό τους ενδιαφέρον αλλά για το ανθρώπινο με συχνή την κωμική τους διάσταση. Τα περιστατικά αυτά δεν είναι τα αποπροσωποποιημένα περιστατικά που αναφέρει στο Σχίζοντας τα χαρτιά μου- αλλά περιστατικά με ονοματεπώνυμο και με πρόσωπο συχνά χαραγμένο στη μνήμη μου. Δεν είναι επομένως καθόλου περίεργο το γεγονός ότι διασκέδαζε ιδιαίτερα διαβάζοντας τα βιβλία του Richard Gordon, του γιατρού που εγκατέλειψε την ιατρική για να αφοσιωθεί στο συγγραφικό του έργο με ήρωα τον ίδιο ως γιατρό.
Συχνό μοτίβο στις βραδινές «συζητήσεις» ήταν ο θαυμασμός που έτρεφε για τον τρόπο άσκησης της ιατρικής που γνώρισε στο Manchester και πάνω απ’ όλα για το Βρετανικό Σύστημα Υγείας, το NHS. Ήταν σταθερή του πεποίθηση ότι η καθιέρωση ενός εθνικού συστήματος υγείας κατά το πρότυπο του βρετανικού, δηλαδή ενός συστήματος υγείας, βασισμένου στα φορολογικά έσοδα και όχι σε ασφαλιστικές εισφορές, και προσβάσιμου σε όλους τους πολίτες, ήταν υποχρέωση της πολιτείας.
Ήταν συνειδητή επιλογή των γονιών μας στην παιδική μας ηλικία να προστατευθούμε από κάθε τι που θα μπορούσε να μας δημιουργήσει άγχος και ανασφάλεια. Ποτέ για παράδειγμα δεν μας μίλησαν για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν τα πρώτα χρόνια της άφιξής μας στην Αθήνα από την Αγγλία, ούτε για το ενδεχόμενο της επιστροφής μας στην Αγγλία δύο χρόνια μετά την εγκατάστασή μας στην Ελλάδα, αν δεν εκλεγόταν Διευθυντής της ΒΠ. Ούτε μας άφησαν να αντιληφθούμε την εχθρότητα των ενοίκων της πολυκατοικίας που μέναμε αρχικά επειδή ασκούσε ιατρείο εκεί, ή γιατί βρεθήκαμε ξαφνικά από το νοικιασμένο διαμέρισμα στο Κολωνάκι στο Μαρούσι φιλοξενούμενοι για ένα χειμώνα σε ένα ξύλινο λυόμενο σπίτι της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων χωρίς μπάνιο.
Από τη θητεία του στο Αλβανικό μέτωπο, επέστρεψε στην Αθήνα με μία καταστροφική συνήθεια- το κάπνισμα. Αυτό συνόδευε όλες του τις δραστηριότητες- οικογενειακή χαλάρωση, εργασία στην κλινική, μελέτη – τα πάντα. Το κάπνισμα ήταν η αιτία για την οποία καταδικάστηκε με επίπληξη από το ΔΣ του Ευαγγελισμού, πράξη για την οποία ποτέ δεν συγχώρεσε τον συνάδελφό του που τον κατήγγειλε. Η εξάρτησή του ήταν τέτοια που όταν μία φορά τον πιέσαμε να σταματήσει, καταφανώς στρυμωγμένος στη γωνία, μας απάντησε ξερά: «Ο καθένας διαλέγει τον τρόπο που θα πεθάνει». Μια τέτοια απάντηση δεν θα την περίμενε κανείς από στοιχειωδώς νοήμονα άνθρωπο.
Εξίσου έντονη με την ανάμνηση των βραδινών μας συζητήσεων είναι και η ανάμνηση της εικόνας της συγγραφικής δραστηριότητας του πατέρα μας. Ήταν η μόνη ιατρική του δραστηριότητα που γινόταν στο σπίτι. Το γράψιμο απορροφούσε μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντός του. Ήδη από την επιστροφή του στην Ελλάδα, πολύ πριν γίνει καθηγητής δηλαδή, πίστευε ότι έπρεπε να υπάρχουν διδακτικά βιβλία στα ελληνικά για τους έλληνες γιατρούς. Την Αιματολογία του γι’ αυτό το σκοπό την έγραψε. Τα αγαπημένα του όμως ήσαν Οι διαταραχές ύδατος και ηλεκτρολυτών και Οι Ασκήσεις και διαγνωστικαί πλάναι. Η Ειδική Νοσολογία γράφτηκε πολύ αργότερα, όταν έγινε καθηγητής. Κυρίως τα Σαββατοκύριακα, καθόταν στο μπαλκόνι ή στην τραπεζαρία, ντυμένος με κοστούμι και γραβάτα, με ένα ελληνικό καφέ ή τσάι δίπλα του, και έγραφε, έχοντας στο τραπέζι, μαζί με τα τελευταία αγγλικά συγγράμματα, τα χειρόγραφά του και ένα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, τα τελευταία χρόνια κουρελιασμένο από τη χρήση. Η ζωή του σπιτιού συνεχιζόταν γύρω του, αλλά αυτός έμενε απορροφημένος στο γράψιμο.
Δεν υπήρχε, πέρα από την οικογένεια, ιδιαίτερη εξωστρέφεια ή κοινωνική ζωή. Ο στενός του κύκλος αποτελείτο από έναν ξάδελφο από την πατρική του οικογένεια και δύο από την μητρική. Αυτοί οι τελευταίοι ήσαν το περιβάλλον με το οποίο κυρίως χαλάρωνε, έκανε εκδρομές το χειμώνα και διακοπές τα καλοκαίρια. Ο πρώτος, ο καθηγητής εγκληματολογίας Κωνσταντίνος Γ. Γαρδίκας, 17 χρόνια μεγαλύτερος, ήταν ένα είδος μέντορα. Στις τακτικές επισκέψεις μας στο σπίτι του στο Μαρούσι, ο πατέρας μας υποδυόταν το ρόλο του ακροατή, ενώ η ατμόσφαιρα των επισκέψεων αυτών ακροβατούσε ανάμεσα στην τρυφερότητα και την αυστηρότητα, σαν μία κατάδυση σε ένα προπολεμικό περιβάλλον. Δεν ξέρω αν ο ξάδελφος ασκούσε κάποια επιρροή στις αποφάσεις του ή αν απλώς ο πατέρας μας, όπως και μείς, απολαμβάναμε τις ιστορίες του από το παρελθόν, αλλά διέκρινα στη συμπεριφορά του το σεβασμό του προς εκείνον. Ίσως σε αυτόν να οφείλεται η στροφή του πατέρα μου από το φιλοβασιλικό περιβάλλον της κεφαλλονίτικης οικογένειάς της μητέρας του στο φιλελεύθερο χώρο, που πρέπει να χρονολογείται από την εποχή πριν ακόμη φύγει για τη Βρετανία.
Από νεαρή ηλικία φαίνεται να είχε μια αδεξιότητα στις τεχνικές ενασχολήσεις – ουδέποτε άλλαξε μία λάμπα στο σπίτι, ουδέποτε κρέμασε ένα πίνακα στον τοίχο, ούτε έμαθε να οδηγεί. Δεν είχε ανάψει το μάτι της κουζίνας ούτε για να φτιάξει ένα καφέ. Μερικές φορές απορούσα πως ήταν τόσο επιδέξιος όταν εργαζόταν με τον εξοπλισμό στο βιοχημικό εργαστήριο. Από την άλλη, δεν αποθάρρυνε τις πρωτοβουλίες της πιο πρακτικής μητέρας μας να μας κατευθύνει προς πρακτικές, αν και όχι παραδοσιακά κοριτσίστικες, δραστηριότητες: Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 μας έστελνε, την αδελφή μου και μένα, να μαθητεύσουμε κοντά σε ένα μαραγκό στη γειτονιά μας στα Ιλίσια. Νομίζω ότι έχω ακόμη το ξύλινο αλφάδι από τότε.
Είχε όμως ο πατέρας μου το σπάνιο προσόν να απομονώνεται, να μη διασπάται και να αφιερώνει το 100% της προσοχής του σε ότι έκανε. Έτσι, όταν ήταν με την οικογένειά του ήταν 100% εκεί. Το προσόν αυτό τον οδήγησε κάποια στιγμή σε μια δυσάρεστη περιπέτεια. Το καλοκαίρι του 1966 παραθερίζαμε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης και επρόκειτο από κει να πάμε με κρουαζιέρα στο Ισραήλ. Ένα πρωί, με τη σκέψη του απορροφημένη από την πλοκή ενός αστυνομικού βιβλίου που διάβαζε, έπεσε στο ντους και υπέστη κάταγμα της ωλένης. Οι διακοπές μας διακόπηκαν και γυρίσαμε άρον άρον στην Αθήνα με το διαβόητο πλοίο της γραμμής "Ηράκλειο". Η κρουαζιέρα στο Ισραήλ δεν έγινε ποτέ. Και το "Ηράκλειο", το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ναυάγησε στη Φαλκονέρα.
Ακόμα αποτελεί μυστήριο για μένα πως κατάφερνε, έχοντας την ευθύνη ολόκληρης κλινικής, να αφιερώνει κάθε χρόνο ολόκληρο μήνα αδιάσπαστος στις καλοκαιρινές μας διακοπές – αφήνοντας την κλινική στους άξιους συνεργάτες του. Μας αφηγείτο μάλιστα ότι μία φορά, όταν επέστρεψε, τους ρώτησε πώς ήταν τα πράγματα κατά την απουσία του και αν τους έλειψε κάτι. Και ένας από τους πιο στενούς του συνεργάτες του απάντησε «Ναι, η γκρίνια».
Η επτάχρονη παραμονή του στη Βρετανία από τον Οκτώβριο του 1945 ως τον Αύγουστο του 1952 καθόρισε τις αισθητικές, λογοτεχνικές και ιδεολογικές του προτιμήσεις. Όπως η θητεία του στο Manchester επηρέασε την ιατρική του σκέψη, έτσι και η γενικότερη έκθεση στο μεταπολεμικό βρετανικό περιβάλλον και η επαφή του με την πολυπολιτισμικότητα της νέας του οικογένειας επηρέασαν τις ευρύτερες πνευματικές του επιλογές.
Ένα από τα αγαπημένα του βιβλία και αντικείμενο των βραδινών συζητήσεων ήταν το έργο The Wisdom of the West, του Bertrand Russell, τον οποίο θαύμαζε όχι ως ηγετική φυσιογνωμία του αντιπολεμικού κινήματος, αλλά ως αριστοτελικό φιλόσοφο και φιλελεύθερο βρετανό στοχαστή. Το αντίτυπο που έχουμε είναι καταταλαιπωρημένο, γεμάτο από τις υπογραμμίσεις και σημειώσεις του.
Ο συγγραφέας που θαύμαζε όμως ήταν ο ουγγρικής καταγωγής βρετανός στοχαστής και συγγραφέας Arthur Koestler: τα βιβλία του Darkness at Noon, μυθιστόρημα στο οποίο καταγράφει την απομυθοποίηση του Σταλινισμού, και το The Case of the Midwife Toad, στο οποίο καταγγέλλει την παρέμβαση των ναζί για αλλοίωση των ερευνών περί κληρονομικότητας του αμφιλεγόμενου αυστριακού βιολόγου Paul Kammerer.
Όπως λέει και ο ίδιος η μόνη του εξωιατρική ενασχόληση ήταν το διάβασμα: κλασική λογοτεχνία, ποίηση και θέατρο. Από το θέατρο προτιμούσε τα δράματα των σκοτεινών Henrik Ibsen και Eugene O’Neill αλλά και εκείνες τις κωμωδίες μέσα από τις οποίες διέκρινε την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας, όπως τα έργα του Luigi Pirantello.
Το ενδιαφέρον του για τις τέχνες είναι περίεργο και δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί από το βρετανικό του περιβάλλον. Πρέπει να είχε διαμορφωθεί στα νεανικά του χρόνια και δεν εξελίχτηκε μεταπολεμικά: Η ζωγραφική ταυτιζόταν γι’ αυτόν με τον ιμπρεσιονισμό και, νομίζω, μόνο με το Renoir. Με τη μουσική η επαφή του ήταν ακόμα πιο περιορισμένη, προς διακριτική δυσφορία της φιλόμουσης οικογένειας της μητέρας μου. Αθεράπευτα φάλτσος, αναγνώριζε ως μουσική μόνο κάποιες σκηνές της Λίμνης των Κύκνων και τη Βαρκαρόλα από τα Παραμύθια του Hoffmann του Offenbach. Δεν έχω ιδέα σε τι είδους επιρροές οφείλονταν αυτές οι πολύ συγκεκριμένες και περιορισμένες προτιμήσεις.
Η παραμονή του στη Βρετανία όμως εμπλούτισε τις προτιμήσεις του στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Διάβαζε αλλά και με κάθε αφορμή, όποτε βρισκόταν στο Λονδίνο, πήγαινε στο θέατρο, σε επιλεγμένες παραστάσεις που του είχαν συστήσει η αδελφή της μητέρας μου και ο σύζυγός της.
Αγαπημένοι του ηθοποιοί ο Lawrence Olivier, αλλά κυρίως οι Alec Guinness, John Gielgud και Ralph Richardson για τον ανεπανάληπτο συνδυασμό του εκλεπτυσμένου τους χιούμορ με τη λιτή τραγικότητα. Μία από τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής του στην οποία αναφερόταν αρκετά συχνά ήταν η ευκαιρία να παρακολουθήσει την παράσταση του έργου του David Storey Home το 1970 στο Apollo Theatre με τη συγκλονιστική ερμηνεία των John Gielgud και Ralph Richardson.
Ορισμένους από τους ηθοποιούς, τους είχε γνωρίσει όταν ακόμα βρισκόταν για σπουδές στο Manchester, καθώς όταν βρισκόταν στο Λονδίνο πήγαινε στο θέατρο, ενώ οι θίασοι του West End συνήθιζαν να κάνουν περιοδείες στις πόλεις της επαρχίας πριν από την πρεμιέρα τους στο Λονδίνο.
Η έκθεσή του στον κινηματογράφο ήταν και αυτή εξαιρετικά περιορισμένη. Και πιστεύω οφειλόταν μόνο στα χρόνια του Manchester. Αγαπημένο του είδος η κωμωδία- αγαπημένοι του ηθοποιοί οι Αμερικανοί Danny Kaye, Bing Crosby και κυρίως ο Bob Hope.
Ο θαυμασμός του για αυτούς τους ελάχιστους αμερικανούς ηθοποιούς ήταν η μόνη του επαφή με τον αμερικανικό πολιτισμό και την αμερικανική κοινωνία, πέρα φυσικά από την αναγνώριση της αμερικανικής πρωτοπορίας στη μεταπολεμική Ιατρική. Δεν ταξίδεψε ποτέ στις ΗΠΑ, ούτε στον Καναδά, παρόλο που εκεί κατοικούσε ο αδελφός της γυναίκας του, καθηγητής φυσικοχημείας στο Πανεπιστήμιο Carlton της Ottawa. Τον απωθούσε η κουλτούρα του χρήματος που διαποτίζει την Αμερική και τον τρόμαζαν το μέγεθος της χώρας, των πόλεων, των κτιρίων, της βίας των πάντων – ακόμη και των μερίδων του φαγητού. Ήταν ένας συνειδητός δυτικοευρωπαίος.
Την επικοινωνία του με το βρετανικό περιβάλλον τη συντηρούσε με τακτικές επισκέψεις στη Βρετανία. Από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και για πάνω από 20 χρόνια, ανά διετία περνούσαμε όλοι μαζί τη μηνιαία του άδεια στην Αγγλία – το μεγαλύτερο διάστημα στο Λονδίνο και λίγες μέρες στο Manchester, το οποίο σιγά σιγά έχανε την έλξη του γι’ αυτόν. Τα οικογενειακά αυτά ταξίδια είχαν δύο στόχους: τη διατήρηση της στενής σχέσης που είχε με την οικογένεια της μητέρας μας και την ενημέρωση για τις εξελίξεις στην επιστήμη του: Διάβασμα στη βιβλιοθήκη της Royal Society of Medicine στη Wimpole Street και επισκέψεις στο βιβλιοπωλείο του Foyles και το ειδικό ιατρικό βιβλιοπωλείο Lewis’s στην Gower Street. Στο Foyles μάλιστα, αν τυχόν δεν είχε αρκετά χρήματα μαζί του ώστε να αγοράσει το βιβλίο που εντόπιζε, είχε εφεύρει ένα σύστημα για να ‘εξασφαλίζει’ ότι το αντίτυπο αυτό θα ήταν διαθέσιμο και την επομένη, που θα επέστρεφε με τα χρήματα. Παρατοποθετούσε το βιβλίο σε άλλο ράφι, ώστε να μη μπορεί να το εντοπίσει κάποιος που θα έψαχνε στην σωστή θεματική του θέση. Πήγαινε την επομένη και, το βιβλίο περί αιματολογίας το έβρισκε στη νέα του θέση ανάμεσα στα βιβλία περί … δερματολογίας.
Η μεταπολεμική Βρετανία, που γνώρισε και αγάπησε ο Γαρδίκας και με την οποία με συνδέουν οι αναμνήσεις της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας, είχε απομακρυνθεί από το αυτοκρατορικό της παρελθόν και βίωνε την ανεπανάληπτη περίοδο της ανόδου μιας αστικής τάξης με ιδιαίτερα, αμιγώς βρετανικά, ‘νησιωτικά’ χαρακτηριστικά. Ήταν κάτι μοναδικό, κάτι που δεν άντεξε στην εισβολή της αμερικανικής κουλτούρας αρχικά και στη συνέχεια της μάστιγας των Ρώσων και Κινέζων ολιγαρχών.
Στα χαρακτηριστικά αυτά αναφερόταν συχνά με νοσταλγία αργότερα ο πατέρας μου, με τη φράση "το Λονδινάκι".
Αυτή η μεταπολεμική Βρετανία του ταίριαζε ακόμη και ενδυματολογικά. Εκεί αγόραζε τα ρούχα και τα παπούτσια του. Εκεί του άρεσε να διαλέγει ρούχα και υφάσματα για τη μητέρα μας.
Ακόμη και ‘πίσω στην Αθήνα’ παρακολουθούσε, σχεδόν συμμετείχε, στη βρετανική καθημερινότητα, ιδίως στις πολύ καθοριστικές – τουλάχιστον με τα δικά του κριτήρια – στιγμές. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι στην κορύφωση του σκανδάλου πολιτικής, κατασκοπίας και πορνείας Profumo, πήγαινε στην πλατεία Συντάγματος μία φορά την εβδομάδα για να αγοράσει άλλοτε τους Times και άλλοτε το Manchester Guardian και διάβαζε με κάθε λεπτομέρεια τις εξελίξεις του σκανδάλου, που οδήγησε σε παραίτηση την Κυβέρνηση MacMillan τον Οκτώβριο του 1963.
Και όταν ήθελε να σχολιάσει την έκπτωση των ηθών στην πολιτική και ήθελε να αντιδιαστείλει την επικαιρότητα με τα ήθη του βρετανικού κοινοβουλίου, έλεγε πάντα ότι ο λόγος παραίτησης του βρετανού υπουργού άμυνας John Profumo δεν ήταν η εξωσυζυγική του σχέση ή η εμπλοκή του σε σκάνδαλο κατασκοπίας, αλλά το ότι ‘εψεύσθη εις το κοινοβούλιο’ σχετικά με τη σχέση του με την πέτρα του σκανδάλου, Christine Keeler.
Με δημόσια πρόσωπα απέφευγε να καλλιεργεί επαφές γιατί δεν ήθελε να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από αυτούς με αντάλλαγμα τη δημοσιότητα που αυτοί εξασφάλιζαν στο ‘γιατρό’ τους. Εξαίρεση ήταν δύο πρόσωπα με τα οποία συνδέθηκε με μακρά φιλία: Ο πολιτικός Παναγής Παπαληγούρας, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα για το μυαλό και την εντιμότητά του και, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο ηθοποιός Δημήτρης Χορν. Και για τους δύο μιλάει εκτεταμένα στον Αγιάτρευτο γιατρό.
Ασκούσε μάλιστα αυστηρή κριτική – πάντα μόνο στο στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον – σε όσους χρησιμοποιούσαν τις «υψηλές» γνωριμίες τους για να κρύψουν την ανεπάρκειά τους και για να εξασφαλίσουν προβολή ή ανταλλάγματα.
Γενικά στην κριτική του ήταν αμείλικτος – με όχημα το χιούμορ και το σαρκασμό, ακόμα και για φαινόμενα εντελώς αποδεκτά σήμερα. Για παράδειγμα, την εποχή πριν από τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, όταν ορισμένοι γυναικολόγοι εκμεταλλεύονταν την απαγόρευση για παράνομο πλουτισμό, αυτούς τους γυναικολόγους τους χαρακτήριζε ως ‘εκτρωσιολόγους’.
Η αποστροφή του για κάθε ανάμειξη στην ενεργό πολιτική ήταν σαφώς επηρεασμένη από τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο Γ. Γαρδίκα. Αυτή όμως δεν συνοδευόταν από αδιαφορία. Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά το ενδιαφέρον του για την πολιτική ήταν μέρος της προσωπικής του ζωής. Οι πολιτικές διαφορές με τους συνεργάτες του σε καμία περίπτωση δεν εμπόδισαν τη συνεργασία μαζί τους – προστάτευε μάλιστα και όσους σε καιρούς διώξεων είχαν προβλήματα με τις αρχές. Οι στενότεροί του φίλοι από τον ιατρικό χώρο, ο Σταθάτος, ο Καπετανάκης, ο Σκαρπαλέζος ανήκαν σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, χωρίς ποτέ αυτό να σκιάζει τη φιλία τους.
Αν πρέπει να απομονώσω μία στιγμή που θυμάμαι να τον τάραξε, πέρα από τις απώλειες στο οικογενειακό του περιβάλλον, αυτή ήταν η είδηση της δολοφονίας του χειρουργού του Ευαγγελισμού Νικόλαου Γιαννόπουλου, διευθυντή της Α’ χειρουργικής Κλινικής του «Ευαγγελισμού», στην Πλατεία Ρηγίλλης στις 17 Απριλίου του 1962. Θυμάμαι τη στιγμή που έφερε την είδηση στο σπίτι, τη συντριβή του και την έντονη αίσθηση που ένιωσα του πόσο ευάλωτος και απροστάτευτος είναι ο γιατρός μπροστά σε πράξεις βίας.
Η αποστροφή του για κάθε ανάμειξη στην πολιτική και για συμμετοχή σε μη καθαρά επιστημονικό έργο είχε δύο εξαιρέσεις. Και οι δύο σχετίζονταν με την αντίληψή του για την κοινωνική αποστολή της ιατρικής και για την ανάγκη για υποδομές υγείας: Και στις δύο περιπτώσεις η πρόσκληση προερχόταν από κυβερνήσεις προς τις οποίες δεν είχε κομματική συνάφεια. Η πρώτη περίπτωση ήταν το 1964, όταν ο τεχνοκράτης διοικητής του ΙΚΑ και φίλος του Γεωργίου Παπανδρέου Ευάγγελος Τσουκάτος έθεσε ως στόχο την κατασκευή ενός μεγάλου Νοσοκομείου για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ στην Κηφισιά, στο κτήμα της οικίας Καζούλη. Το σχέδιο ναυάγησε όταν έπεσε η κυβέρνηση και διοικητής του ΙΚΑ έγινε ένας δημοσιογράφος που δεν ενδιαφερόταν για τις υποδομές υγείας. Ως το μόνο θετικό συμπέρασμα από την αποτυχία αυτής της 6μηνης κοπιώδους προσπάθειας θεωρούσε την ευκαιρία που του δόθηκε να γνωρίσει τον Τσουκάτο για τον οποίο έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση.
Η δεύτερη περίπτωση ήταν μετά τη Δικτατορία, το 1982 όταν ο Υπουργός Υγείας στην Κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου Παρασκευάς Αυγερινός συνέστησε επιτροπή για τη σύνταξη του Εθνικού Συνταγολογίου και όρισε τον πατέρα μας ως Πρόεδρο. Η επιτροπή αποτελούνταν από 126 ή 127 μέλη και συνεδρίαζε σε υποεπιτροπές. Ο πατέρας μου πήγαινε επί πολλούς μήνες 3 φορές την εβδομάδα από τις 7:30 το πρωί ως τις 4:30 με 5 το απόγευμα με μία μικρή διακοπή το μεσημέρι χωρίς να επιστρέφει σπίτι. Ήταν εξαιρετικά κοπιαστική δουλειά, αλλά την είχε αναλάβει με θέρμη και διότι εκτιμούσε τον Αυγερινό με τον οποίο είχε άριστη συνεργασία, αλλά κυρίως γιατί πίστευε στη λειτουργία ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας και στην καθιέρωση ενός Εθνικού Συνταγολογίου. Αλλά ούτε αυτό το έργο ολοκληρώθηκε επί των ημερών του. Ένα μεσημέρι αισθάνθηκε οξύτατο πόνο στο στήθος. Πήρε τηλέφωνο τον καρδιολόγο ανεψιό του Διονύση Κόκκινο και του είπε – χωρίς να του δίνει την αίσθηση του επείγοντος, όταν τελειώσει το ιατρείο του να περάσει να τον δει – και πήγε σπίτι. Το βραδάκι ήρθε ο Διονύσης και τον εισήγαγε εσπευσμένα στον Ευαγγελισμό με βαρύτατο έμφραγμα. Το πρώτο πράγμα που έκανε από το κρεβάτι της εντατικής ήταν να στείλει στον Υπουργό Παρασκευά Αυγερινό την επιστολή παραίτησης από την επιτροπή του συνταγολογίου. Ήταν Μάιος του 1983. Για τα επόμενα 20 χρόνια της ζωής του δεν ξανακάπνισε.
Το κοντινό πορτραίτο θα έπρεπε ίσως να παρακολουθεί και την ύστερη φάση της ζωής του, της έκπτωσης των φυσικών και ψυχικών του δυνάμεων μέχρι τις τελευταίες του μέρες. Μου είναι όμως πολύ επώδυνο να το κάνω. Προτιμώ να σταματήσω τη σκιαγράφηση αυτού του πορτραίτου στα τελευταία χρόνια της ακμής του, αυτά που συνέλαβε με τη γλυφίδα του ο Πραξιτέλης Τζανουλίνος στην προτομή που από το Γενάρη του 2006 βρίσκεται στο Ισόγειο των νέων εργαστηρίων του Ευαγγελισμού.
Αναφέρομαι όμως στην ύστερη φάση της ζωής του μόνο γιατί από αυτό το βήμα μου δίνετε την ευκαιρία να ευχαριστήσω από καρδιάς όλους τους γιατρούς που κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες να αμβλύνουν την ψυχική και σωματική του ταλαιπωρία μέχρι το τέλος. Θα τους είμαι δια βίου ευγνώμων.