ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Νίκος Καζαντζάκης, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ, Εκδόσεις Καζαντζάκη, σελ. 469

Μια μέρα, είπε, οι τσουκνίδες ρώτησαν την τριανταφυλλιά: «Κυρα-τριανταφυλλιά, δε μας μαθαίνεις κι εμάς το μυστικό; Πως φτιάχνεις το

τριαντάφυλλο;» Κι η τριανταφυλλιά αποκρίθηκε: «Πολύ απλό ’ναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες· αλάκερο το χειμώνα δουλεύω

με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη το χώμα, κι ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Με δέρνουν οι βροχές, με συρομαδούν οι

ανέμοι, με πλακώνουν τα χιόνια, μα εγώ μονάχα ένα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Αυτό ’ναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες.»

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ελεγεία των Λουλουδιών

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.

Κι' απ' όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται

η νεότης πιο ωραία. Αλλά μαραίνεται

γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·

η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.

Αλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.

Και άλλα χέρια σ' άλλα στήθεια τα βάζουνε.

Έρχοντ' οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·

τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ' αναγνωρίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.

Αλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.

Αυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·

κ' επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,

καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

Πάλ' ήλθε καλοκαίρι κ' οι κάμποι όλοι ανθίζουν.

Αλλ' απ' το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.

Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.

Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.

Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.

Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.

Λησμονημένου Αυγούστου κρίνοι μας στέφουνε,

τ' αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,

σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μας γνέφουνε

και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Από τα Αποκηρυγμένα,

Κ. Π. ΚαβάφηςΕργασία, Μαρία-Μιχαέλα Ασημακοπούλου

ΠΗΓΗγhttp://cavafis.compupress.gr/kavgr247.htm

ΓΔΡΟΣΙΝΗ,Ανθισμένη αμυγδαλιά

Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά (δις)

με τα χεράκια της

και γέμισ' από τ΄ άνθη η πλάτη, η αγκαλιά

και τα μαλλάκια της.

Και γέμισ' από τ΄ άνθη...

Αχ, χιονισμένη σαν την είδα την τρελή (δις)

γλυκά τη φίλησα

της τίναξα όλα τ' άνθη από την κεφαλή

κι έτσι της μίλησα:

Της τίναξα όλα τ' άνθη...

"Τρελή, να φέρης στα μαλλιά σου τη χιονιά (δις)

τι τόσο βιάζεσαι;

Μόνη της θάρθη η άγρια βαρυχειμωνιά,

δεν το στοχάζεσαι;

Μόνη της θάρθη...

"Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παληά (δις)

τα παιγνιδάκια σου

θάσαι γρηά με κάτασπρα μαλλιά

και τα γυαλάκια σου.

θάσαι γρηά...

Νικηφόρου Βρεττάκου, Σεμινάριο

Aν με βλέπουν να στέκομαι

όρθιος, ακίνητος, μες

στα λουλούδια μου, όπως

αυτή τη στιγμή,

θα νόμιζαν πως τα διδάσκω. Ενώ

είμαι εγώ που ακούω

κι αυτά που μιλούν.

Έχοντάς με στο μέσο

μου διδάσκουν το φως.

Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ,Μυγδαλιά

Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί

να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται.

Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει

κι αν είναι έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει.

Μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει

και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.

Κι αλιμονό μου εγώ της έχω αγάπη τόση!..

Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω

και με νεράκι και με δάκρια την ποτίζω

τη μυγδαλιά πούχει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει.

Όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα,

και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.

Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση!..

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές - Νικηφόρος Βρεττάκος

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,

Άσπρισαν απ' τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους

Γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.

Κάθονταν κάτω απ'το φεγγάρι και με νοιάζονταν,

Κάθονταν κάτω απ'το φεγγάρι και με μάλωνε.

Χτες σ'έλουσα, χτες σ'άλλαξα, πού γύριζες-

Ποιός γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα

και νεραντζάνθια;

Shel Silverstein,Το δέντρο που έδινε

Το δέντρο που έδινε

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά….

και αγαπούσε ένα αγοράκι.

Και κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους.

Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.

Παίζανε και κρυφτό

Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.

Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά…

πάρα πολύ.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα πέρασαν τα χρόνια.

Και το αγόρι μεγάλωσε.

Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.

Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε:

«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου αποκάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»

«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα έχω εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί… και η μηλιά ήταν λυπημένη.

Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε:

«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είιπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. «Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»

«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε.

«Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις»

«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»

«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά…και να ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη…μα όχι πραγματικά.

Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.

«Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω… Δεν έχω μήλα».

«Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι.

«Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια…»

«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι.

«Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις…»

«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.

«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι… μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι…»

«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».

«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».

Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

‎[ΤΟ ΔΑΣΟΣ...], ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Τὸ Δάσος, κοίτα, ἀπόγυρε

στῆς Νύχτας τὴν ἀγκάλη.

Μύρο ἀποπνέει μεθυστικό,

στενάζει μὲ τὸ ἀηδόνι.

Τὸ φεγγαράκι πάνω του

περίεργο προβάλλει

καὶ στὸν καθρέφτη τοῦ ρυακιοῦ

τὰ μάγια του ξαπλώνει.

Ευγένιος Τριβιζάς «Ένα δέντρο μια φορά The Boy And The Tree»