Αρχαία έργα ύδρευσης *

στην περίμετρο της Ακρόπολης των Αθηνών

του Τάσου Τανούλα, Δρ. αρχιτέκτονος αναστηλωτή

Κρήνη κατ’ αρχήν σημαίνει πηγή ή πηγάδι, φυσικό νερό που αναβλύζει στην επιφάνεια της γnς ή συγκεντρώνεται σε κοιλότητες κάτω από την επιφάνειά της. Τέτοιες κρήνες υπάρχουν αρκετές στην τοποθεσία όπου έγινε η πρώτη εγκατάσταση που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος της Αθήνας, δηλαδή στην περίμετρο της βάσης του βράχου της Ακρόπολης. Ο μεγάλος όγκος του βράχου είναι ασβεστόλιθος με πυκνό δίκτυο διαρρήξεων και καρστικών κενών.

Ο ασβεστολιθικός αυτός σχηματισμός κάθεται επάνω σε ένα στρώμα μαργαϊκών σχιστολίθων, οι οποίοι εδώ συμπεριφέρονται ως σχετικώς στεγανοί σχηματισμοί. Το νερό της βροχής που πέφτει στην επιφάνεια του βράχου κατεβαίνει διά μέσου των ρηγματώσεων και των καρστικών κενών του ασβεστόλιθου, και φθάνει στη στάθμη όπου ο ασβεστόλιθος έρχεται σε επαφή με τον υποκείμενο σχιστόλιθο. Εκεί μη μπορώντας να πάει βαθύτερα, το νερό αναγκάζεται να βρει διεξόδους και εμφανίζεται υπό μορφήν πηγών ή φρεάτων στην περιφέρεια της βάσης του ασβεστολιθικού βράχου.

Οι κρήνες ή πηγές που μας είναι γνωστές και έχουν νερό ως τις μέρες μας, είναι οι ακόλουθες:

  • Η μυκηναϊκή κρήνη στα βόρεια του Αρρηφορίου.

  • Η πηγή της Κλεψύδρας.

  • Η κρήνη στα δυτικά του Ασκληπιείου.

  • Η πηγή του Ασκληπιείου.

Σχεδιαστική απεικόνιση της σχισμής με τη μυκηναϊκή κρήνη, στη βόρεια πλευρά του βράχου της Ακρόπολης (κατά Broneer). Αριστερά, τομή στον βράχο κοιτάζοντας ανατολικά. Δεξιά, όψη του βράχου στη νότια πλευρά της σχισμής. Σημειώνονται επίσης οι ξύλινες βαθμίδες της πρόσβασης (από Α έως B), οι πέτρινες βαθμίδες της πρόσβασης (από B έως Γ) και η πηγή (Δ).

Η μυκηναϊκή κρήνη

Η αρχαιότερη γνωστή ανθρώπινη παρέμβαση για την εκμετάλλευση μιας φυσικής κρήνης στους πρόποδες της Ακρόπολης είναι η μυκηναϊκή κρήνη, στο μέσο περίπου της βόρειας πλευράς του βράχου. Το νερό συγκεντρώνεται στο κάτω μέρος μιας φυσικής κοιλότητας, η οποία διαμορφώθηκε από τη μετακίνηση ενός μεγάλου κομματιού βράχου που έχει αποσπασθεί από τον κύριο κορμό της Ακρόπολης και έχει ολισθήσει προς βορράν. Η κοιλότητα αυτή έχει ύψος 34 m, και έχει το ανώτερο άνοιγμά της στην επάνω επιφάνεια του βράχου.

Οι άνθρωποι τη εποχής εκείνης στήριξαν στον βράχο της κοιλότητας ένα ξύλινο δικτύωμα με το οποίο στερέωσαν μια αργολιθοδομή, επάνω στην οποία στήριξαν βαθμίδες από σχιστόλιθο. Η κατασκευή αυτή χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 13ου αι. π.Χ., (είναι δηλαδή σύγχρονη με την κατασκευή της μυκηναϊκής κυκλώπειας οχύρωσης στην κορυφή του βράχου) και αποσκοπούσε στη διασφάλιση νερού για τη νεόδμητη οχυρή ακρόπολη.

Φαίνεται ότι η κρήνη αχρηστεύθηκε τριάντα με σαράντα χρόνια αργότερα, όταν ένας σεισμός κάλυψε με χώμα το κατώτερο τμήμα τη φυσικής κοιλότητας, καθιστώντας το νερό απρόσιτο.

Το ανώτερο και μεγαλύτερο τμήμα της κοιλότητας παρέμεινε πάντοτε γνωστό και προσπελάσιμο, όμως το κατώτερο τμήμα αποκαλύφθηκε μόνον με τις ανασκαφές του Broneer το 1937.

Η Κλεψύδρα

Η πλουσιότερη από όλες τις φυσικές πηγές που περιβάλλουν τη βάση του βράχου της Ακρόπολης είναι η Κλεψύδρα, στη βάση της βορειοδυτικής γωνίας του βράχου.

Η πηγή της Κλεψύδρας καθ’ αυτήν άργησε να εντοπισθεί, αλλά το νερό της άρχισε να χρησιμοποιείται με έμμεσους τρόπους από πολύ νωρίς. Έτσι, κατά τη νεολιθική περίοδο ανοίχτηκαν φρέατα προς βορράν της, ενώ κατά τον 13ο αι. π.Χ., εντοπίσθηκε το στόμιο της πηγής και άρχισε η συστηματική άντληση του νερού της. Η πηγή διατηρήθηκε στη φυσική αυτή κατάσταση ως τον 5ο αι. π.Χ., διαμορφώθηκε δε και η πρόσβαση στην παλαιά Εμπεδώ, η οποία μετονομάσθηκε τώρα σε Κλεψύδρα. Κατασκευάστηκε, δηλαδή, ένα στηθαίο στο επίπεδο του εδάφους από το οποίο μερικές βαθμίδες οδηγούσαν σε ένα χαμηλότερο δάπεδο. Από αυτό μπορούσε κανείς να αντλήσει το νερό που συγκεντρωνόταν σε μια ορθογωνική δεξαμενή, από τα τοιχώματα της οποίας, από τις εξόδους των φυσικών κοιλοτήτων του βράχου, ανέβλυζε το νερό.

Υποτυπώδης ήταν και η υδραυλική τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε στην αξιοποίηση του νερού της κρήνης που αναβλύζει ως σήμερα στη βάση του βράχου της Ακρόπολης στη βορειοανατολική γωνία του ιερού του Ασκληπιού. Η απολάξευση της φυσικής κοιλότητας του βράχου, ούτως ώστε να πάρει την κανονική μορφή γεωμετρημένου θολωτού χώρου, είναι ενδιαφέρουσα κυρίως από την έποψη τη λιθοξοϊκής τέχνης.

Τομή και κάτοψη της Κλεψύδρας και του υπερκειμένου τμήματος του βράχου της Ακροπόλεως

H κρήνη στα δυτικά του Ασκληπιείου, τέλη 6ου αι. π.Χ. Τομή, κοιτάζοντας ανατολικά. Σχεδιαστική απεικόνιση από τον Ιωάννη Τραυλό.

Η κρήνη στα δυτικά του Ασκληπιείου

Στη νότια πλευρά του βράχου της Ακρόπολης επίσης, στα δυτικά της ιωνικής στοάς του ιερού του Ασκληπιού, υπάρχει ακόμη μια κρήνη, το νερό της οποiας εμφανίζεται κάτω από τη φυσική επιφάνεια του εδάφους. Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., κατασκευάστηκε μια ορθογωνική σε κάτοψη δεξαμενή συγκέντρωσης και άντλησης του νερού, που περιβαλλόταν από πολυγωνική τοιχοποιία. Δεν διατηρούνται ίχνη κονιαμάτων. Η κρήνη αυτή είχε αρχιτεκτονική διαμόρφωση, ένα προστώο με κίονες για την προστασία των υδρευομένων από τις καιρικές συνθήκες, σύμφωνα με τα πρότυπα των κρηνών που κόσμησαν τους δημόσιους χώρους της αρχαϊκής Αθήνας και συνδέονται με το αρχαϊκό σύστημα ύδρευσης το οποίο αποδίδεται στον Πεισίστρατο.

Κάποτε η λέξη «κρήνη» έφτασε, κατά συνεκδοχήν, να σημαίνει κάθε είδος οικοδομήματος από το οποίο μπορεί κανείς να προμηθευτεί νερό, ανεξαρτήτως του αν το νερό αυτό προέρχεται από επιτόπια πηγή (ή φρέαρ) ή αν έρχεται από μία ή περισσότερες μακρινές πηγές μέσα από ένα σύστημα υδραγωγών (και ανεξαρτήτως του αν το νερό συγκεντρώνεται σε γούρνες από όπου αντλείται ή ρέει από κρουνούς).

Τέτοιας λογής κρήνες έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην καθημερινή ζωή της Αθήνας και εικονίζονται πολύ συχνά σε αγγεία, κυρίως σε υδρίες όπου μεταφερόταν και φυλασσόταν το νερό. Οι απεικονίσει αυτές έχουν μεγάλη διακοσμητική και ρωπογραφική αξία και, επιπλέον, δίνουν πολλά στοιχεία για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση των κρηνών.

Οι κρήνες των αγγειογραφιών χαρακτηρίζονται από μια στοά με κίονες και θριγκό, στο βάθος της οποίας υπάρχει ένας τοίχος με κρουνούς από όπου εκρέει το νερό. Το νερό φαίνεται να ρέει κατά κανόνα από τα στόματα κεφαλών ζώων συνήθως λεόντων ή σατύρων, και σπάνια από κρουνούς με πιο σύνθετα διακοσμητικά θέματα.

Σε πολλές απεικονίσεις κρηνών υπάρχουν, μπροστά στους κρουνούς, μικρές εξέδρες, μεμονωμένες ή συνεχείς, για την τοποθέτηση των αγγείων κατά την ύδρευση. Τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι υπήρχε και σύστημα απορροής του νερού που έρρεε αδιάκοπα από τους κρουνούς.

Η Καλλιρρόη και η Eννεάκρουνος

Ανάμεσα στις αρχαιότατες κρήνες της πόλης της Αθήνας που αναφέρονται στις γραπτές πηγές, υπάρχουν και δύο εξαιρετικά διάσημες: η Καλλιρρόη και η Eννεάκρουνος.

Δυστυχώς, οι πληροφορίες που μας δίνουν οι αρχαίες φιλολογικές πηγές συγχέονται. Έχουν διατυπωθεί από τους σύγχρονους μελετητές διάφορες απόψεις για την τοπογραφική θέση των κρηνών και τη σχέση τους.

Πάντως η Καλλιρρόη ήταν μια κρήνη χωρίς αρχιτεκτονική διαμόρφωση, στην περιοχή του Ιλισού, στα νοτιοανατολικά του Ολυμπιείου (κοντά στην σημερινή εκκλησία της Αγίας Φωτεινής), το νερό της οποiας χρησιμοποιήθηκε για την τροφοδοσία της μεγάλης κρήνης που έχτισε ο Πεισίστρατος και ονομάστηκε Eννεάκρουνος. Είναι πολύ λογικό η Eννεάκρουνος να βρισκόταν κοντά στην πηγή της Καλλιρρόης, πράγμα που υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, στηριζόμενοι στις μαρτυρίες πολλών αρχαίων πηγών.

Σύμφωνα, όμως, με τη μαρτυρία του Παυσανία, η Εννεάκρουνος βρισκόταν στη νοτιοανατολική γωνία της Αγοράς της Αθήνας και τα ανασκαφικά ευρήματα έχουν οδηγήσει άλλους ερευνητές να υποστηρίξουν ότι η Eννεάκρουνος ήταν στην Αγορά, και ότι η τροφοδότησή της γινόταν με νερό που ερχόταν από την Καλλιρρόη.

Η Προμνησίκλεια δεξαμενή

Ο όρος δεξαμενή είναι επίσης πολύ γενικός, αλλά έχει καταλήξει να σημαίνει έναν τεχνητό χώρο μέσα στον οποίο συλλέγεται νερό, είτε αυτό είναι νερό της βροχής είτε αυτό προέρχεται από μια ή περισσότερες πηγές.

Με αυτήν την έννοια, δεξαμενές υπάρχουν σε όλα τα κρηναία οικοδομήματα, όπου το νερό συλλέγεται και κατανέμεται σε κρουνούς από τους οποίους ρέει, ή σε γούρνες από nς οποίες αντλείται.

Δεξαμενή, όμως, έχει καταλήξει να σημαίνει κατ’ εξοχήν ένα κτίσμα όπου αποταμιεύεται νερό που προέρχεται από φυσικές πηγές ή από τη συγκέντρωση του νερού της βροχής.

Στην Ακρόπολη διατηρούνται σημαντικά λείψανα μιας μεγάλης δεξαμενής που κατασκευάστηκε κατά τους πρώτους χρόνους της δημοκρατίας, πριν από την καταστροφή της Ακρόπολης από τους Πέρσες, δηλαδή μεταξύ 510 και 480 π.Χ. Συμβαίνει να είναι η μόνη πρώιμη αθηναϊκή δεξαμενή την οποία γνωρίζουμε τόσο καλά, αλλά και μοναδική για το μέγεθος και την ποιότητα της υδραυλικής τεχνολογίας που έχει εφαρμοστεί.

Το αξιόλογο αυτό τεχνικό έργο εντάσσεται σε ένα μεγαλεπήβολο οικοδομικό πρόγραμμα που απέβλεπε στη μνημειακή διαμόρφωση της πρόσβασης και της εισόδου στην Ακρόπολη.

Η δεξαμενή είχε δύο χώρους, έναν προθάλαμο εισροής και καθαρισμού του νερού στα ανατολικά, και έναν κύριο θάλαμο αποταμίευσης και άντλησης του νερού στα δυτικά. Οι τοίχοι της είναι από πωρόλιθο, ενώ ως πυθμένας χρησιμεύει ο φυσικός βράχος.

Η δεξαμενή κατασκευάστηκε για να συλλέγει τα νερά που κυλούσαν στην επιφάνεια του βράχου της Ακρόπολης επιφάνεια που εκτεινόταν στα νοτιοανατολικά της δεξαμενής, δηλαδή στην περιοχή ανάμεσα στα Προπύλαια, στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο. Για τον σκοπό αυτό, λαξεύθηκε μέσα στον φυσικό βράχο ένας αγωγός που έζωσε όλο το πλάτος της επιφάνειας αυτής κατά τη διεύθυνση βορράς - νότος. Ο αγωγός οδηγούσε τα νερά προς βορράν, στη νοτιανατολική γωνία της δεξαμενής. Λίγο πριν από την εκβολή του αγωγού στο εσωτερικό της δεξαμενής, η φορά της ροής στρέφεται κατά 90 μοίρες περίπου στο εσωτερικό της δεξαμενής.

Το νερό λοιπόν έφθανε με εσωτερικό αγωγό στο βόρειο και βαθύτερο τμήμα του προθαλάμου, έχονrας χάσει πια την αρχική ορμή του, και άρχιζε να κατεβαίνει καλύπτοντας σιγά-σιγά και την προς νότον επιφάνεια του βράχου. Με τον τρόπο αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των ακαθαρσιών κατακάθιζε στο βόρειο και βαθύτερο τμήμα του προθαλάμου, ενώ τα ανώτερα στρώματα του νερού παρέμεναν σχετικώς αδιατάρακτα και καθαρά.

Μεταξύ των δύο θαλάμων της δεξαμενής υπήρχε ένας τοίχος χαμηλότερος από τους εξωτερικούς. Κάποια στιγμή το νερό στον προθάλαμο έφθανε στο ύψος της κορυφής αυτού του τοίχου και άρχιζε να ξεχειλίζει στον δυτικό θάλαμο, ο οποίος ήταν ο κυρίως θάλαμος αποταμίευσή νερού. Το νερό αυτό γλιστρούσε στη δυτική επιφάνεια του τοίχου υπερχείλισης και κατέληγε σε ένα αυλάκι κατά μήκος του τοίχου, λαξευμένο στον βράχο που αποτελούσε τον πυθμένα. Σκοπός του αυλακιού αυτού ήταν η συλλογή ακαθαρσιών που είχαν τυχόν παραμείνει μέσα στο νερό, και η συγκέντρωσή τους στη βορειοανατολική γωνία του θαλάμου, όπου η στάθμη του πυθμένα ήταν χαμηλότερη.

Για τον καθαρισμό της δεξαμενής υπήρχαν δύο οπές: η μία στη βάση του βορείου άκρου του διαχωριστικού τοίχου και η άλλη στη βάση του βορείου τοίχου του προθαλάμου, πολύ κοντά στον διαχωριστικό τοίχο.

Στο εσωτερικό της δεξαμενής οι πώρινοι τοίχοι και οι κατακόρυφες επιφάνειες του βράχου κάτω από τους πωρολίθοuς έφεραν υδραυλικό επίχρισμα σε δύο στρώσεις: η εσώτερη στρώση, πάχους 1,5 εκ., αποτελείται από ασβέστη και στρογγυλά χαλίκια ποταμού κοσκινισμένα. Η εξωτερική στρώση αποτελείται από πολύ λεπτό ασβεστοκονίαμα στο οποίο είχε προστεθεί θηραϊκή γη. Το κονίαμα δεν επεκτείνεται στο δάπεδο που αποτελείται απο τον βράχο της Ακρόπολης.

Για την αύξηση της χωρητικότητας του θαλάμου αποθήκευσης και άντλησης του νερού, η στάθμη του βράχου στον πυθμένα του θαλάμου αυτού έχει απολαξευθεί και ταπεινωθεί αρκετά.

Η Προμνησίκλεια δεξαμενή καταστράφηκε πιθανότατα από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Έτσι, τα νερά της επιφάνειας του βράχου τα οποία ο αγωγός εξακολουθούσε να συλλέγει, έπρεπε να διοχετευθούν έξω από το βόρειο τείχος της Ακρόπολης. Η εκτροπή αυτή έγινε μεταξύ 437 και 432 π.Χ. από τον Μνησικλή, αρχιτέκτονα των Προπυλαίων, για να προστατέψει το κτίριό του από τα νερά που συνέρρεαν στο δυτικό άκρο της Ακρόπολης. Λαξεύτηκε στον βράχο ένας νέος κλάδος του αγωγού με κατεύθυνση προς τα βορειοδυτικά και συνεχίστηκε προς τα βόρεια με ένα οχετό κτισμένο με πωρόλιθους, ο οποίος έως σήμερα, οδηγεί τα νερά της βροχής έξω από το βόρειο τείχος της Ακρόπολης.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • O. Broneer, «Α Mycenaean Fountαin on the Athenian Acropolis», Hesperia 8,1939.

  • J. Σ. Boersma, «Athenian Building Policy from 561/0 to 405/4 B.C.», Groningen 1970.

  • Geschichte der Wasserversorgung 2, «Die Wasserversogung antiker Stadte» (συλλογικός τόμος), Mainz αm Rhein 1987.

  • Tanoulas T., «The Ρremnesiclean Cistern on the Athenian Acropolis», ΑM 107,1992,129-160, πίν. 28-38, αναδιπλούμενα σχ. 3-10, εικ. 1-4.

  • Crouch Ρ.D., «Water Management in Ancient Greek Cities», New York - Oxford 1993.

  • Τ. Τανούλας, «Υδραυλικά έργα στη βορειοδυτική περιοχή της Ακρόπολης», Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, 1ο Διεθνές Συνέδριο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1997.

(*) Από αφιέρωμα της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ) του 2002 με τίτλο Η ΥΔΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ. Την επιμέλεια του αφιερώματος είχε ο κ. Θ.Π. Τάσιος