συνώνυμα ρήματα

12.000 ρήματα ----- (Δες και λεξικό συνωνύμων)

Α

αγανακτώ (θυμώνω, οργίζομαι, αγριεύω, δυσπαθώ, αφροκοπώ, 

αποθηριώνομαι, μανιάζω, εξανίσταμαι, φρενιάζω, χολομανώ, 

εξεγείρομαι, εξάπτομαι, εκρήγνυμαι, ξεσπάω, βριμαίνω,

φουρκίζομαι, φρυάζω, δυσανασχετώ, εξαγριώνομαι, επαλαστώ, 

χολιάζω, ασχάλλω, μπαρουτιάζω, χολομανίζω, πλισκάω,

σκύζομαι, προσοχθίζω, παροργίζομαι, δυσπετώ, αμφιχολούμαι, 

νεμεσίζομαι, ξαγριεύω, θοούμαι, βράζω, μανιώνω, περιημεκτώ, 

δαιμονίζομαι, περισπέρχομαι, εκνευρίζομαι, ζαμενώ, αγριάζω, 

αγριαίνω, τσιακατίζομαι, παραμανίζω, φρουμάζω, χώομαι, 

χαλέπτομαι, βριμούμαι, χολοταράζομαι, βαρυμηνιώ)

αγαπώ (συμπαθώ, λατρεύω, φιλοστοργώ) [ομοιοπαθώ=ομοπαθώ]

αγγαρεύομαι (αγγαροφορώ)

αγγέλλω (ανακοινώνω, διαμηνύω, διακηρύσσω,

ειδοποιώ, πληροφορώ, ενημερώνω, δημοσιοποιώ,

γνωστοποιώ, κοινολογώ, δηλοποιώ, διαβοώ,

εφετμεύω, επιγνωρίζω, φραδάζω, προδηλοποιώ)

αγελοποιώ (κοπαδοποιώ) [αγέλη=κοπάδι]

αγκαλιάζω (ασπάζομαι, φιλώ, περιλαμπάζω, εγκολπίζω, περιπτύσσω, 

περιπτύσσομαι, εγκολπούμαι) [σφιχταγκαλιάζω=προσπτύσσω]

αγναντεύω (αναδιάζω, παρατηρώ, αντιθωρώ, καταδέρκομαι)

αγνίζω (ξεμαγαρίζω, αποκαθαίρω) [αποτοξινώνομαι=αποκαθαίρομαι]

αγνωμονώ (αχαριστώ)

αγοράζω (ψωνίζω, πουσουνίζω) [αγοράζεται=δωροδοκείται]

αγορεύω (ομιλώ, ρητορεύω, δημηγορώ, προσομιλώ, δημολογώ) [προαγορεύω=προαποφθεγγομαι]

αγριοκοιτώ (αγριοθωρώ, αγριοτηρώ)

άγχομαι (αγωνιώ, ανησυχώ, αδημονώ, αμηχανώ,

ανυπομονώ, πελαγώνω, τρακαρίζομαι, αλυκτάζω, εξαπορώ)

αγχώνω (καταστενοχωρώ) [υπεράχθομαι=κακοπικραίνομαι, καταστενοχωρούμαι, μυριολυπούμαι, κατανιώ, πολυλυπάμαι, διαλγώ, περισφαραγώ, δυσθετούμαι, θυμοφθορώ]

άγω (φέρω, οδηγώ) [διανάγω=παλινορθώνω, επανατάσσω]

αγωνίζομαι (παλεύω, μάχομαι, προσπαθώ, μοχθώ)

αγωνιώ (ανησυχώ, φοβούμαι, αδημονώ, εναγωνιώ, προταρβώ)

αδιαφορώ (αμελώ, ολιγωρώ, ατημελώ)  [αεροχάφτω=εξαδιαφορώ]

αδικώ (βλάπτω, ζημιώνω, αδικοπραγώ, βλαβοποιώ) [κακοδικώ=αδικώ]

αδρανώ (αργώ, σχολάζω, αποχαυνώνομαι, ακινητώ,

ληθαργώ, αποχάσκω)

αδυνατώ (αδυναμώ)

άδω (ψάλλω, τραγουδώ, υμνολογώ, μεληγορώ)  [υμνογραφώ=αινοποιώ]

αεροπορώ (αεροδρομώ, αεροβατώ) [αεροσέρνομαι=αεροφέρνομαι, πνευματοφορούμαι, εκρίπτομαι] 

αθλούμαι (ασκούμαι, αγωνίζομαι, αμιλλώμαι) [αθλοθετώ=αγωνοθετώ]

αθροίζω (μαζεύω, συλλέγω, σουμάρω, συνάγω, συγκεντρώνω, θωμεύω, αγυρτάζω, αγυρίζω)

αθυμώ (λυπούμαι, θλίβομαι, στενοχωρούμαι, απαρέσκομαι, 

δυσανασχετώ, δυσφορώ, μελαγχολώ, διαγογγύζω, 

πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι, καρδιοπονώ, βαρυπαθώ,

άχομαι, άγχομαι, ανιώ, ασφυκτιώ, ακαχίζομαι,

πνίγομαι, σεκλετίζομαι, χλίβομαι, ανιάζω, βαρυφρονώ, 

αλγύνομαι, γρυλώνω, δυσθετώ, οχθώ, νταουνιάζω)

αθωώνω (αποψηφίζομαι, απενοχοποιώ, αποδικάζω) [ενοχοποιούμαι=κατηγορούμαι]

αινίσσομαι (υπονοώ, υποδηλώνω, αλληγορώ,

παρεμφαίνω, αποσημαίνω, υπομαρτυρώ)

αίρω (υψώνω, σηκώνω, ανάγω) [ανάγεται=αποδίδεται]

αισθάνομαι (αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, νιώθω)

αισθητοποιώ (υποστασιοποιώ, σωματουργώ, οντοποιώ)

αισιοδοξώ (αισιοφρονώ, ευελπιστώ) [δυσελπιστώ=αποκρυαίνω, απογοητεύομαι]

αισχύνομαι (ντρέπομαι, αιδούμαι, συστέλλομαι)

αιτιολογώ (εξηγώ, διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω)

αιτιώμαι (κατηγορώ, κατακρίνω, μέμφομαι) [ανταιτιώμαι=αντικατηγορώ, αντιμέμφομαι]

αιτώ (ζητώ, γυρεύω, αξιώνω, παρακαλώ) [αντιβολώ=παρακαλώ]

αιωνίζω (αϊδίζω)   [αΐδιος=αιώνιος, αϊδιάζω=είμαι αιώνιος]

ακαρπώ (αγονώ) [διφορώ=δικαρπώ, δικαρπίζω, ήτοι καρπίζω δις ανά έτος]

ακκίζομαι (σκερτσάρω, προσκιγκλίζομαι)

ακμάζω (ανθώ, θάλλω, σφριγώ, σφύζω) [απακμάζω=μαραίνομαι]

ακολουθώ (έπομαι, συνοδεύω, λουρκάζω, οπαδώ, συνέπομαι, 

συμπαρομαρτώ, δορυφορώ, συμπορεύομαι, παραπορεύομαι, 

μεταπορεύομαι, συνακολουθώ, οπισθοποδώ, μετακιάθω)

ακούομαι (υπολογίζομαι, λογαριάζομαι, εισακούομαι)

ακούω (ακροώμαι, αφογκράζομαι, αγρικώ, κλύω)

ακριβοπληρώνω (χρυσοπληρώνω)

ακροώμαι (ακούω, αφογκράζομαι, ενωτίζομαι, ακροάζομαι)

ακρωτηριάζω (ακροτομώ, πηρώ, καταλωβώ)

ακυρολογώ (ακυρολεκτώ)

αλαλάζω (κραυγάζω, φωνάζω, κράζω, τσαουνίζω, φωνοκοπώ, ανιάχω, μακροφωνώ)

αλαργεύω (ξεμακραίνω, αλαργάρω, δολιχοδρομώ, δολιχεύω, μακροπορώ) [αλαργοπέφτει=αφίσταται, απέχει]

αλατίζω (αλμεύω, αλμυρίζω) [ξαλμυραίνω=εξαλατίζω, αφαλατώνω, εξαλμίζω, ξαρμίζω, ξαρμυρίζω]

αλαφιάζομαι (τρομάζω, λαχταρίζω)

αλγώ (πονώ, οδύνομαι, περιωδυνώ)

αληθεύει (επιβεβαιώνεται)

αλλάζω (μετατρέπω, μεταβάλλω, μετασχηματίζω, μετατυπώ)

αλλαξοπιστίζω (εξομόνω, εξομνύω)

αλληλίζω (επαμφοτερίζω)

αλληλοβλάπτομαι (αλληλοχαντακώνομαι)

αλληλογραφώ (επιστολογρααφώ)

αλληλοσφάζονται (αλληλοφονεύονται, αλληλοσκοτώνονται) [αλληλοπροφυλάσσομαι=αλληλοπροστατεύομαι]

αλληλοϋποστηρίζονται (αλληλοβοηθούνται) [αλληλοσπαράζομαι=αλληλοτρώγομαι]

αλληλοχτυπιέμαι (αλληλοδέρνομαι) [αλληλομάχονται=αλληλοχτυπιούνται, αλληλογρονθοκοπούνται]

αλλιωτεύω (αλλάζω)

αλλοδοξώ (ετεροδοξώ) [φιλοδοξώ=λιμοδοξώ, φιλοστεφανώ] 

αλλοιώνω (τροποποιώ, μεταβάλλω, διαστρεβλώνω,

διαστρέφω, παραμορφώνω, ετερώ)

αλλοτριώνω (εκποιώ, αποξενώνω, αποξενίζω)

αλογώ (αλογεύομαι ή απροσεκτώ, καταμελώ)

αλτσιδώνω (αλυσοδένω, αλυσώνω) 

αλωνίζω (αυθαιρετώ) [αλωνεύω=αλωνίζω, αλωνοτρίβω]

αμαρτάνω (σφάλλω, αστοχώ, αποτυγχάνω, εξαμαρτάνω, απεντευκτώ, 

κριματίζομαι, πλημμελώ, διαπίπτω, αλιταίνω)

αμείβομαι (πληρώνομαι, μισθοδοτούμαι) [παραθητεύω=μισθαρνώ, μίσθαρνος=ο επί μισθώ εργαζόμενος]

αμελώ (αδιαφορώ, ολιγωρώ, αφροντιστώ, ακηδώ,

εγκαταλείπω, αβλεπώ, επιμηθούμαι)

αμιλλώμαι (αγωνίζομαι, αθλούμαι, παραβγαίνω,

αναμετρούμαι, αθλεύω)

αμνονοώ (μωρίζω) [μωροποιούμαι=μωρούμαι]

αμπαλάρω (εγκιβωτίζω, κασονιάζω, δεματοποιώ)

αμύνομαι (αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, κοντράρω)

αμφιβάλλω (αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω, διγνωμίζω,

διστάζω, δυσπιστώ, τραμπαλίζομαι, επαμφοτερίζω, δίζω, 

ενδοιάζω, διχοστατώ, διαπορώ, επιφυλάσσομαι, διψυχώ, 

διχάζομαι, παλαντζάρω, αναθιβάνω, αμφινοώ, αμφιγνοώ)

αμφισβητώ (διαφωνώ, αρνούμαι, αμφιλέγω) [αντιλέγεται=αμφισβητείται]

αναβαθμίζω (εξυψώνω)

αναβιώνω (ξαναζωντανεύω, αναζώ)

αναβρύζω (πηγάζω, αναβλύζω, πιδώ εξ ου πίδακας, κηκίω, αναπιδύω, 

υπερεκχειλίζω, εκρέω, βουρβουλίζω, αναβρύω, αναβλυστάνω, βλύω, πιδύω)

ανάβω (πυροδοτώ, πυρπολώ, πυρώ) [αναπρήθω=ανάπτω]  [μπουρλοτιάζω=πυρπολώ ή εξάπτω]

αναγκάζω (ζορίζω, υποχρεώνω) [αναγκαιώ=χρησιμεύω, ευχρηστώ]

αναγλιτσιάζομαι (καταλασπώνομαι, καταλερώνομαι, καταρρυπούμαι)

αναγορεύω (ανακηρύσσω)

αναδεικνύω (εξυψώνω)

αναδεύω (ανακινώ, αναταράσσω, ανακατώνω, κυρκανώ, 

κλουκουτώ, κουκλοτάω, ανακυκώ, ανασαλεύω)

αναδημιουργώ (ξαναφτιάχνω) [ανδριαντουργώ=ανδριαντοποιώ]

αναδίδω (εκπέμπω)

αναδιπλώνομαι (συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι, ζαρολογάω)

αναδιφώ (εξετάζω, ερευνώ, ξεσκαλίζω, ανασκαλεύω,

αναψηλαφώ, προσθεωρώ)

αναδομώ (αναδιαρθρώνω, ξανακτίζω)

αναδρομίζω (πισωβολώ, κωλώνω, αναποδίζω,

οπισθοβατώ, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, οπισθοδρομώ, αναχάζω)

αναδύομαι (ξεπροβάλλω) [επιφαίνω=προβάλλω] [επανεμφανίζομαι=αναδύνω]

αναζωογονώ (τονώνω, αναψυχώ)

αναζωπυρώνω (ενεργοποιώ, ξανανάβω, αναθερμαίνω)

αναθαρρώ (εμψυχώνομαι, ανδρειεύω, θυμηγερώ, ξεθαρρεύομαι) [ρωμαλεούμαι=ανδρειώνομαι]

αναθέτω (εμπιστεύομαι, εξουσιοδοτώ, επιφορτίζω)

αναθρώσκω (ανυψώνομαι, αναπέτομαι) [αναπέτομαι=αιθεροπορώ]

αναιρώ (καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ, αθετώ,  

αναθεωρώ, καταλιμπάνω, αναστέλλω, αντιφάσκω,

ανασκευάζω, ματαιώνω, παλινωδώ, υπαναχωρώ,

ακυροποιώ, αποσύρω, επανεξετάζω, διαγράφω,

μετασκοπώ, διελέγχω, διακατελέγχομαι, απολέγω)

αναισθητοποιώ (ναρκώνω)  [αναισθητώ=αποκαρώνω] [κωμαίνω=ναρκώνομαι, κωμούμαι]

ανακάμπτω (ξαναγυρίζω)

ανακατώνω (μειγνύω, συμφύρω, αναμαλάζω, συνονθυλεύω)

ανακεφαλαιώνω (συνοψίζω)

ανακοινώνω (αγγέλλω, διαμηνύω, διακηρύσσω)

ανακουφίζω (εξευμαρίζω)

ανακρίνω (εξετάζω, εξελέγχω, ξεκοσκινίζω, ψιλορωτώ, διεξερούμαι, ανετάζω)

αναλαμβάνω (δυναμώνω, στανιάρω, συνέρχομαι, αναρρωνύω)

αναλογίζομαι (αναπολώ, αναστορούμαι, ανασυλλογίζομαι)

αναλώνομαι (φθείρομαι, εξατμίζομαι, ατμοποιούμαι)

αναλώνω (καταναλώνω)

αναμειγνύομαι (επεμβαίνω, μπλέκω, ανακατεύομαι)

αναμένω (προσδοκώ, περιμένω, καρτερώ) [επίκειται=αναμένεται]

αναμηρυκάζω (ξαναμασώ)

ανανήφω (συνέρχομαι, ανανογιέμαι)

αναξέω (αναμοχλεύω, ανασκαλεύω) [αναλοστεύω=υποχλίζω, ήτοι ανασηκώνω με λοστό, με μοχλό]

αναπαράγω (ξαναδημιουργώ, αναγεννώ)

αναπαύω (ξεκουράζω)

αναπληρώνω (καλύπτω, ξαναγεμίζω) [ανταναπληρώ=σκαντζάρω]

αναποδογυρίζω (ανατρέπω, τουμπάρω, αναστρέφω, ξεγυρίζω, κουλτουμπιάζω, αντιστρέφω)

αναρμοστώ (ασυμφωνώ, απεμφαίνω)

αναρπάζω (εξαφανίζω) [έγινε ανάρπαστος=εξαφανίστηκε] [απαμαλδύνω=εξαφανίζω]

αναρριπίζω (ξανανάβω)

αναρριχώμαι (σκαρφαλώνω, σκαλώνω, ανέρπω, αγγριφώνω) [σκαλωσιά=ικρίωμα]

ανασκατζώθηκε (εξαγριώθηκε, εξοργίστηκε)

ανασκιρτώ (αναπηδώ, ανατινάσσομαι, άλλομαι)

ανασκουμπώνομαι (προθυμοποιούμαι, ανακομβούμαι)

ανασπώ (ανελκύω, ανασύρω)

ανασταίνω (ξαναζωντανεύω, αναζωοποιώ)

ανασυγκροτώ (ανασυνθέτω)

ανασυσταίνω (επανιδρύω, αναστηλώνω, ανασυνιστώ, ξαναϊδρύω)

ανατάσσω (επαναφέρω, επανορθώνω)

ανατέλλω (προβάλλω)

ανατίθεται (δίδεται, προσφέρεται, εκχωρείται)

ανατιμώ (ακριβαίνω)

ανατινάζω (εκσφενδονίζω, εκτοξεύω)

ανατρανίζω (περιεργάζομαι)

ανατρέφω (εκπαιδεύω, διδάσκω, διαπαιδαγωγώ)

ανατρέχω (αναπολώ, αναθυμούμαι, αναδρομώ)

ανατσουτσουρώνομαι (αγριεύω ή ανατριχιάζω, αναχεντρώνω)

ανατυπώνω (επανεκδίδω, αναδημοσιεύω)

αναφύω (ξαναφυτρώνω)

αναχαιτίζω (ανακόπτω, αποκρούω, κοντοκρατώ, αντικόπτω, ερυκάνω, 

σταματώ, ανατρέπω, απωθώ, συγκρατώ, φρενάρω, αλεύω)

ανδραποδίζω (σκλαβώνω, υποδουλώνω, καθυποτάσσω) [κατακυριεύω=καθυποτάσσω]

ανεμίζει (κυματίζει) [τρικυμίζω=λαιλαπίζω]

ανεξαρτητοποιούμαι (αυτονομούμαι, αυτοδιοικούμαι)

ανέχομαι (υπομένω, παραβλέπω, υποφέρω)

ανήκει (παραμένει) [απαρθενεύω=ανήκω]

ανήκω (συγκαταλέγομαι, υπάγομαι) [καθυπάγομαι=υποτάσσομαι]

ανθαμιλλώμαι (ανταγωνίζομαι, διαζηλεύομαι)

ανθίζω (λουλουδίζω, ανθοβολώ, ροδαμίζω, ανθοφορώ)

ανθίσταμαι (αμύνομαι, αντιστέκομαι, αντιδρώ, αντέχω)

ανθρωπεύω (εξευγενίζομαι)

ανθρωποφαγώ (ανθρωποβορώ)

ανθώ (ακμάζω, θάλλω)

ανίσταμαι (σηκώνομαι, ανορθώνομαι)

ανιχνεύομαι (εντοπίζομαι)

ανοίγομαι (εξωτερικεύομαι, εκμυστηρεύομαι, εξομολογούμαι)

ανοίγω (αποσφραγίζω, ξεκλειδώνω, απασφαλίζω) [ξανασφραγίζω=ξανακλείνω]

ανορθώνω (αποκαθιστώ, επαναφέρω)

ατασθαλώ (ανοσιουργώ)

ανταμώνω (συνευρίσκομαι, συναντιέμαι, συγγίγνομαι)

αντανακλώ (αντιφεγγίζω, ανακλώ)

ανταπαντώ (ανθυποφέρω, ανθυποκρίνομαι)

ανταποδίδω (ξεπληρώνω, ανταμείβω, μεριτιάζω, ξαντιμεύω, αντιπληρώνω)

ανταποκρίνεται (τηρεί, συμμορφώνεται, εκπληρώνει)

ανταριάζει (σκοτεινιάζει, μαυρίζει)  [ξεσκοτεινιάζει=φωτίζει]

αντενδείκνυται (απαγορεύεται, αποτρέπεται)

αντεπεξέρχομαι (επαρκώ, αντέχω, αντιμετωπίζω, ξεπερνώ, κουλαντρίζω) 

αντηχώ (αντιλαλώ, αντιβοώ, αχολογώ, αντιδονώ, καναχίζω, αντικροτώ)

αντιγνωμονώ (κοντραστάρω, αντιμιλώ, ανταγορεύω, 

αντιρρημονώ, αντιλέγω, αντιτάσσομαι, αντοίομαι, 

αντιγνωμώ, αντεμφαίνω, εναντιολογώ, εναντιοφωνώ) 

αντιδιαστέλλω (αντιπαραθέτω, παρεξετάζω, αντισυγκρίνω)

αντικαθίσταμαι (αλλάζομαι) [αντικαταστάθηκε=αλλάχθηκε]

αντικαθιστώ (αναπληρώ, ανανεώνω, αλλάζω,

διαδέχομαι, αντικαθαιρώ, αντικατατάσσω, αντικατασταίνω) 

αντικόβω (εμποδίζω, φρενάρω, σταματώ, φράζω)

αντικρίζω (βλέπω, αγναντίζω)

αντικρούω (ανασκευάζω, αναιρώ)

αντιλαμβάνομαι (αισθάνομαι, γνωρίζω, γινώσκω, ανανοώ, 

κατανοώ, καταλαβαίνω, αγρικώ, αφομοιώνω, συνειδητοποιώ)

αντιλογώ (διαφωνώ, διχογνωμώ, αντιφρονώ, εναντιογνωμώ, γνωσιμαχώ, αντιδοξώ, αντιγνωμονώ, αντιδογματίζω, αντιδοκώ)

αντιπαθώ (απεχθάνομαι, μισώ, αποστρέφομαι, αποστυγώ) 

αντιπαλεύω (αντιμάχομαι, αντιπολεμώ, αντιδιατίθεμαι)

αντιπαρέρχομαι (αποσιωπώ, προσπερνώ, 

παραλείπω, παραβλέπω, παρορώ, εθελοτυφλώ, παραθεωρώ) 

αντιπαρέχω (ανταποδίδω, ανταποτίνω, ανταποστρέφω)

αντιπολιτεύομαι (καταπολιτεύομαι, αντιδιαστατώ)

αντιπροσωπεύω (εκπροσωπώ)

αντισταθμίζω (ισορροπώ, αντερύομαι)

αντιστέκομαι (αμύνομαι, ανθίσταμαι, αντιπίπτω)

αντιστυλώνω (αντιστηρίζω, αντερείδω)

αντιτάσσομαι (εναντιώνομαι, ανθίσταμαι, εναντιοπραγώ, 

αντιτίθεμαι, αντιστρατεύομαι, αντίκειμαι, αντιστατώ, 

κοντραστάρω, αντιπράττω, αντιμετωπίζω, αντιπαλαίω, 

αντιμάχομαι, αντιβαίνω, αντιδιατίθεμαι, αντιξοώ, εναντιάζομαι) 

αντιτείνω (αντιλέγω, αντιγνωμώ, αντισχυρίζομαι, αμφιλογούμαι)

αντιφεγγίζω (αντανακλώ, αντικαθρεφτίζω, αντικατοπτρίζω)

ανυπομονώ (αδημονώ)

ανυψώνω (ανασηκώνω, ανατείνω, αναίρω, ανοχμάζω) [βιράρω=ανασηκώνω]

ανωμαλεύω (εκφυλίζομαι, παρεκτρέπομαι, παρεγκλίνω)

αξίζω (κοστίζω, στοιχίζω, τιμώμαι)

αξίζει (ωφελεί, συμφέρει)

αξιώνομαι (πετυχαίνω)

αξιώνω (απαιτώ, δικαιούμαι)

αοριστολογώ (γενικολογώ) [δυστατώ=αοριστώ, ήτοι είμαι ασαφής]

απαγκιστρώνομαι (αποδεσμεύομαι) [εκλύεται=αποδεσμεύεται]

απαγκιστρώνω (ξεγαντζώνω, ξεκοτσάρω, αφάπτω, εξαγκυρίζω, ξαγκιστρώνω)

άπαγε (ξεκουμπίσου, φύγε)

απαγκιάζομαι (νηνεμώ, απογωνιάζομαι) [=αποφεύγω τα ρεύματα του αέρα]

απαγορεύω (εμποδίζω)

απάγω (αποσύρω) [επανάγω=ξαναφέρνω, εφεσιβάλλω]

απάδει (ασυμφωνεί, αφαρμόζει)

απαλλάσσω (ελευθερώνω, λυτρώνω, αποδεσμεύω)

απανθρακώνω (αποτεφρώνω, ανθρακοποιώ) [εξανθρακώνω=ανθρακεύω, ήτοι  καίω κάτι και το κάνω κάρβουνο] [τεφρώ=σποδίζω]

απανθρωπεύομαι (μισανθρωπώ)  [μετανθρωπίζομαι=μεταπλάθομαι]

απαντυχαίνω (αναμένω, παντέχω)

απαντώ (αποκρίνομαι, αντιλέγω, αντικραίνω, απολογούμαι, αντιφωνώ)

απαξιώνω (καταφρονώ, υποτιμώ, υπερφρονώ, επιφαυλίζω)

απαρέσκω (δυσαρεστώ, ενοχλώ, αφανδάνω)

απαριθμώ (αραδιάζω, απογράφω)

απαρνιέμαι (αποτάσσω, απορρίπτω)

απασφαλίζω (αποδεσμεύω ή αποδεσμεύομαι)

απατώ (ξεγελώ, πλανώ, κομπώνω, διαβουκολώ,

παροδηγώ, παρασύρω, φενακίζω, ψεύδομαι,

ψευδολογώ, αλωπεκίζω)

απασχολώ (περισπώ) [αντιπερισπώ=αποδιαστρέφω]

απαυδώ (κουράζομαι, αποκάμνω, αποσταίνω, κομμαρεύω)

απεγκλωβίζω (αποδεσμεύω, ξεμπλοκάρω)

απειθαρχώ (απειθώ, στασιάζω, ανταρσιάζω, ανυποτακτώ, λυάζω)

απειλώ (εκφοβίζω, φοβερίζω, διασοβώ) [επαπειλείται=επιφέρεται, επικρέμαται]

απεκδύομαι (ξεντύνομαι)

απεκμυζώ (απορροφώ)

απελαύνω (εξορίζω, αποδιώκω) [αντεπελαύνω=αντιπορεύομαι, αντιβαδίζω]

απελευθερώνω (ξεσκλαβώνω)

απελπίζω (αποθαρρύνω, απογοητεύω)

απεμπολώ (προδίδω)

απενεργοποιώ (αδρανοποιώ)

απέρχομαι (αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι, φεύγω, ξεμακραίνω, αποτραβιέμαι, αποβαδίζω)

απευθύνω (ισιώνω ή στέλλω)

απεύχομαι (αποστρέφομαι, απευφημώ)

απεχθάνομαι (μισώ, αντιπαθώ, αηδίζομαι) [μυσάττομαι=σικχαίνομαι]

απέχω (αφίσταμαι, εγκρατεύομαι) [ακρατεύομαι=ασωτεύομαι]

απηχεί (παρεμφαίνει, εκφράζει, αντανακλά, συμβολίζει)

απιστώ (παρακούω)

απισχναίνω (λεπταίνω)

απλοποιώ (απλουστεύω)

απλοχερίζω (προσφέρω, δίδω)

απλώνω (εκτείνω) [εγκατασπείρω=εξαπλώνω]

αποβαίνω (καταντώ, καταλήγω)

αποβάλλω (βγάζω) [εξαμβλώνω=εκτιτρώσκω, απορρίχνω]

αποβιβάζω (ξεφορτώνω)

αποβουβώνω (μουγκαίνω) [αλαλώ=βουβαίνω, μουγγαίνω]

απογαλακτίζομαι (ξεβυζάνω)

απογαλακτίζω (αποθηλάζω, σακάζω, αποκόβω, αποβυζαίνω)

απογειώνω (εξυψώνω, αποθεώνω)

απογίνομαι (καταλήγω) [εγγίγνομαι=εμφυτεύομαι]

απογλιτώνω (σώζομαι)

απογυμνώνω (γδύνω, απεκδύω, αφοπλίζω, απαμφίζω, ξεντύνω) [αφιματώ=εκδύω]

απογοητεύω (απελπίζω, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω)

αποδεκατίζω (εξαφανίζω, ολοθρεύω, αποσποδώ)

αποδέχομαι (συμφωνώ, ομοβουλώ) [επιδέχεται=επιτρέπει, σηκώνει]

αποδημώ (ξενιτεύομαι)

αποδιοργανώνομαι (καταρρέω, ξεχαρβαλώνομαι,διαλύομαι, σμπαραλιάζω, δυσλειτουργώ)

αποδοκιμάζω (κατακρίνω)

αποδομώ (γκρεμίζω, σαρίζω, διαλύω)

αποδρέπω (καρπολογώ, οπωρίζω)

απόειδα (αποθαρρύνθηκα)

αποζημιώνω (αποκαθιστώ) [αποζημιώνομαι=πληρώνομαι]

αποζητώ (λαχταρώ, ποθώ, αποθυμώ) [ερατίζω=υπερεπιθυμώ, λίπτομαι, μενοινώ]

αποθαλασσώνω (διαταράσσω, αναστατώνω)

αποθέτω (τοποθετώ, απιθώνω) [αντιθέτω=αντιπαρατάσσω]

αποθηριώνω (εκβαρβαρίζω, αγριοποιώ) [απαγροικίζομαι=απαγριούμαι]

αποθησαυρίζω (αποταμιεύω, κεμεριάζω)

αποκαλύπτω (ξεσκεπάζω, φανεροποιώ, ξεφανερώνω, εξωτερικεύω)

αποκαλώ (ονομάζω) [προσονομάζομαι=προσωνυμούμαι, προσωνύμιο=παρατσούκλι, παραγκώμι] [μετονομάζω=μετακλήζω] [ονοματοθετώ=ονοματίζω, ονομαθετώ]

απόκειται (εξαρτάται)

αποκηρύσσω (αρνούμαι, απορρίπτω, αποποιούμαι,

αποστέργω, απαρνούμαι, απαναίνομαι)

αποκλείομαι (εμποδίζομαι)

αποκλείω (μπλοκάρω)

αποκλιμακώνω (μετριάζω, απαμβλύνω)

αποκλίνει (ξεφεύγει)

αποκνίζω (γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, νυχιάζω, καταμύσσω, αδαχώ, επιξέω)

αποκολλώ (αποσπώ)

αποκομίζω (κερδίζω, κεστάρω)

αποκρυσταλλώνεται (παγιώνεται, οριστικοποιείται)

αποκρούω (απορρίπτω)

αποκτηνώνω (εκβαρβαρώνω) [βαρβαρίζω=καμψικίζω, καρβαΐζω, οππικίζω]

αποκτώ (κερδίζω, κτώμαι)

αποκωδικοποιώ (αποκρυπτογραφώ)

απολακτίζω (απωθώ, αποβάλλω, κλοτσώ, εκκρούω)

απολαμβάνω (εντρυφώ, τέρπομαι, επαυρώ) [επεντρυφώ=καταπολαύω]

απολαύω (φχαριστιέμαι)

απολείπω (αφήνω)

απολογούμαι (λογοδοτώ)

απολύεται (αποδεσμεύεται)

απολυμαίνω (εξυγιαίνω) [αποστειρώνω=απολυμαίνω, παστερίζω]

απολυτρώνω (ελευθερώνω)

απολύω (ξαμολώ, αποφυλακίζω) [ξεβαίνω=αποφυλακίζομαι]

απομακρύνω (αποτραβώ, αλεύω)

απομανθάνω (απεθίζομαι, απεξαρτώμαι) [καλοκαταλαβαίνω=καταμανθάνω]

απομένει (υπολείπεται, εναπολείπεται)

απομνημονεύω (αποστηθίζω)

απομονώνω (ξεμοναχιάζω) [ξακρίζω=ξεμοναχιάζω]

απομυθοποιώ (εξελέγχω, ξεμασκαρεύω) [=παρουσιάζω κάτι με τις πραγματικές του διαστάσεις]

απονεκρώνω (αναισθητοποιώ)

απονέμω (δίνω) [προσνέμω=απονέμω]

απονοούμαι (απελπίζομαι, απογοητεύομαι) [απογιγνώσκω=δεσπεράρω, απεγνωσμένος=απελπισμένος]

αποξενώνω (αλλοτριώνω, εκποιώ)

αποξεραίνω (εξικμάζω)

αποπαίρνω (μαλώνω)

αποπατώ (αφοδεύω, εκκοπρίζω)

αποπέμπω (διώχνω, εκπαραθυρώνω, απανιστώ, αποθυρίζω)

αποπιστοποιείται (ακυρώνεται)

αποπλέω (πλωρίζω, σαλπάρω, ξεγιαλίζω, απαίρω, εξορμίζομαι)

αποπλύνω (απολούω, απονίπτω) [περιλούω=περιβρέχω]

αποπνέω (μυρίζω, απόζω) [πνέω=φυσώ]

αποπροσανατολίζω (περισπώ, παροδηγώ, παραστρατίζω, εκτρέπω, παρεξάγω)

απορραθυμώ (αποσχολάζω)

απορρέω (προέρχομαι)

απορρίπτω (αρνούμαι, αποκηρύσσω, απευδοκώ)

απορροφώ (απομυζώ)

απορφανίζομαι (αποστερούμαι)

απορώ (παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, σαστίζω, διερωτώμαι, εξίσταμαι, ξενίζομαι, αηθίζομαι)

αποσαθρώνω (διαλύω)

αποσαφηνίζω (ξεκαθαρίζω)

αποσβήνω (εξαλείφω, απαλείφω)

αποσβολώνω (κατακεραυνώνω)

αποσείω (αποτινάσσω, αποβάλλω)

αποσιωπώ (αποσιγώ)

αποσκιρτώ (αποσχίζομαι, αποστατώ, αποχωρίζομαι) 

αποσκοπώ (αποβλέπω, παραστοχάζομαι)

αποσπώ (αφαιρώ, κλέβω, αφαρπάζω)

αποσοβώ (εμποδίζω, αποτρέπω, αλέξω) 

αποστασιοποιούμαι (αποτραβιέμαι, απέχω)

αποστέλλω (εκπέμπω)

αποστερώ (αφαιρώ, αμέρδω, χάζω)

αποστηθίζω (απομνημονεύω, αποτυπώνω)

αποστομώνω (καταστομίζω)

αποστραγγίζω (αποξεραίνω, αποσταλάζω)

αποστρέφω (στρίβω)

αποσυνδέω (διαχωρίζω, αποσυνάπτω, ξεσυνδέω)

αποσυνθέτω (διαλύω, αποσυγκροτώ)

αποσυντονίζω (απορρυθμίζω)

αποσύρω (αποτραβώ, υπεκφέρω)

αποσυσκευάζω (ξεπακετάρω, ξεμπαλάρω)

αποσχίζω (αποχωρίζω, αποδιορίζω)

αποτείνομαι (απευθύνομαι, στρέφομαι)

αποτελειώνω (ολοκληρώνω, ξετελεύω)  [ολίζω=ολοκληρώνω]  [ολούμαι=ολοκληρώνομαι]

αποτελματώνομαι (αδρανοποιούμαι)

αποτελώ (συγκροτώ)

αποτραχηλίζω (αγχονίζω, στραγγαλίζω)  [σκληροτραχηλώ=παλιτραχηλίζω, ήτοι είμαι ανυποχώρητος, πείσμων]

αποτρέπω (αποκρούω, απομακρύνω, απορραπίζω)

απουσιάζω (λείπω, απέχω)

αποφαίνομαι (προτείνω, γνωματεύω, δογματίζω) [δογματοποιώ=διαδοξάζω, ήτοι διαμορφώνω αναντίρρητη αντίληψη για κάτι]

αποφεύγω (γλιτώνω)

αποφλοιώνω (ξεφλουδίζω)

αποφοιτώ  (ξεσκολνώ)

αποφορτίζεται (ξεφορτώνεται)

αποχρωματίζω (ξεβάφω, αποβάφω)

αποχωρίζω (αποσπώ, αποκόπτω, ξεχωρίζω, απομερίζω, αποσυμβάλλω, αποδιορίζω, απορρηγνύω, εκλοχίζω)

αραδίζω (φροντίζω, προσέχω)

αρατίζω (αποδιώκω, απεξωθώ)  [αποσεύω=εκδιώκω]

αραχνιάζω (παραμελούμαι, εγκαταλείπομαι, αφήνομαι)

αργάζει (σιτεύει)

αργεύω (βραδύνω, αργοπορώ)  [υπερημερεύω=παραργώ, καταβραδύνω, εκπροθεσμώ]

αργοπορώ (καθυστερώ, αργώ, υστερεύω, μακροχρονίζω, μακροχρονώ)

αρδεύω (ποτίζω, υγραίνω, δεύω, αμαρεύω)

αρέσκομαι (ευχαριστιέμαι)

αρέσω (ευαρεστώ, ευχαριστώ, τέρπω, ευφραίνω, ικανοποιώ, εφανδάνω)

αριθμώ (μετρώ, λογαριάζω, αριθμολογώ)  [αριθμοθετώ=αριθμίζω]

αριστεύω (πρωτεύω, πρωτιστεύω)

αρκεί (φτάνει)

αρκούμαι (ευχαριστιέμαι)  [ενασμενίζω=φιληδώ, ενευπαθώ, εναγάλλομαι]

αρματώνω (εξοπλίζω, εξαρτίζω)  [οπλιτεύω=στρατεύομαι, ήτοι υπηρετώ ως στρατιώτης]

αρμέγω (απομυζώ)

αρμενίζω (ιστιοδρομώ)

αρμόζω (ταιριάζω, συνάπτω, αρμολογώ)

αρμολογώ (συναρμόζω, φηλιάζω)

αρνούμαι (απορρίπτω, αποκηρύσσω, αποφάσκω, ανανεύω, αποτάσσομαι, αντιλογώ)

αρπάζω (κλέβω, ληστεύω, συρώ)

αρρωσταίνω (ασθενώ)  [βαριαρρωσταίνει=κακοψυχάει]  [εκνοσώ=βαριαρρωστώ] 

αρταίνομαι (μαντζιρίζω, απονηστίζομαι)

αρύομαι (αντλώ, βγάζω, εξάγω, ανασύρω)  [υπεξάγω=υπεκφέρω, ήτοι μεταφέρω κρυφίως]

αρχηγεύω (ηγούμαι, κεφαλαρχώ)

αρχίζω (ξεκινώ, άρχομαι, κατάρχω)

άρχω (κυβερνώ, διοικώ, αρχηγετεύω, ενδυναστεύω, αισυμνώ , ποδουχώ)

ασεβώ (ασεπτώ, αλιτρώ)  [αλιτρός=ασεβής, αμαρτωλός]  [ευσεβώ=θεοσεβώ]

ασελγώ (ακολασταίνω, ατιμάζω, αισχρουργώ, αισχροπραγώ, αρρητουργώ, 

αισχροποιώ, καταισχύνω, εκτραχηλίζομαι, λαγνεύω, σιναμωρώ)

ασημαντολογώ (μικρολογώ, ψιλοκουβεντιάζω)  [σμικρολογούμαι=ακριδολογώ, ματαιοσπουδώ]

ασημώνω (επαργυρώνω)

ασθενώ (νοσώ, πάσχω, αλυσθαίνω)

ασκητεύω (μονάζω, οινάζω, απιδιάζω)

ασκώ (γυμνάζω, εκπαιδεύω)  [ντρεσάρω=πωλεύω, ήτοι εκπαιδεύω ζώα]

ασπάζομαι (φιλώ, αγκαλιάζω, χαιρετίζω)   [αδελφοποιώ=αδελφίζω]

ασπρίζω (λευκαίνω, λευκουργώ)  [ασπρογαλιάζω=λευκαθίζω, λευκάζω, φαληριώ] 

ασπροβολάει (λαμποκοπάει, γυαλοκοπάει)

αστατώ (περιφέρομαι, τριγυρίζω, κλωθογυρίζω, γυρνοβολώ, κλωθοφέρνω) [λοξοπολώ=περιπλανιέμαι]

αστειεύομαι (παίζω, χωρατεύω, καλαμπουρίζω,

μπαλαφαρίζω, λογοπαικτώ, αστειολογώ, χαριεντολογώ, ευθυμολογώ)

αστεΐζομαι (χαριτολογώ, ευφυολογώ, χαριεντίζομαι)

αστοχώ (αμαρτάνω, σφάλλω, λαθεύω)

αστράπτω (λαμποκοπώ)

ασφαλίζω (σιγουρεύω)

ασχημίζω (αμορφύνω)  [μορφάζω=διαμυλλαίνω]

ασχημονώ (αυθαδιάζω, θρασύνομαι)

ασχολούμαι (δραστηριοποιούμαι, καταγίνομαι,

ενεργοποιούμαι, επιμελούμαι, επιτηδεύομαι,

τυρβάζω, εργάζομαι, ενδιατρίβω, προσπονούμαι) 

ασωτεύω (κατασπαταλώ, ακολασταίνω, τρυφαίνω,

αποχαλινώνομαι, παραστρατώ, ξετσιπώνομαι, καθυδηπαθώ, 

κακοστρατίζω, ξεστρατίζω, κατατρυφώ, στρηνιώ, κακοσχολώ)

ατακτώ (απειθαρχώ, παρεκτρέπομαι, ακοσμώ)

ατενίζω (κοιτάζω, εμβλέπω)

ατιμάζω (περιφρονώ, αψηφώ, καταρρακώνω, ντροπιάζω, απαξιώνω, καταισχύνω, κατακουρελιάζω)

ατιμώνω (προσβάλλω, ευτελίζω)

ατονώ (εξασθενώ, λαγαρούμαι)    [ρουτινιάζω=ατονώ]

ατρεμίζω (ηρεμώ, γαληνεύω)  [μαϊνάρω=γαληνεύω]

ατροφώ (ισχναίνω)

ατυχώ (αποτυχαίνω)

αυγάζω (φέγγω, φωτίζω, σελαγώ, φωταγωγώ, αστράφτω, φωτοποιώ, ζαρίζω, γλαύσσω, αμαρύσσω)

αυθαδιάζω (αποθρασύνομαι, τσιλημπουρδίζω, ξεδιαντρέπομαι, αποδιαντρέπομαι, 

αναισχυντώ, ασχημονώ, εκχυδαΐζομαι, προστυχεύω, παραθαρρεύω, λιραίνω)  

αυλακώνω (διαξύω, ραβδώνω, αυλακοτομώ, αλοκίζω, καταλοκίζω)

αυνανίζομαι (ψωλοκοπανώ, αναφλώ)  [αποψωλώ=περιτέμνω, αποσκολύπτω]

αυξάνεται (απλώνεται)  [διπλοΐζω=διπλασιάζω] [αυξάνομαι=πληθύνομαι]

αυξάνω (μεγαλώνω, μεγεθύνω, αβγαταίνω, πληθαίνω, αλδαίνω, 

πολλαπλασιάζω, αβγατίζω, μπολικαίνω, μεγεθοποιώ, πληθοποιώ)

αυξομειώνομαι (ανεβοκατεβαίνω, διακυμαίνομαι)

αυταρχώ (αυτοκρατορεύω)

αυτοκτονώ (αυτοχειριάζομαι,αυτοκαταστρέφομαι)

αυτολανσάρεται (αυτοπροβάλλεται, αυτοδιαφημίζεται)

αυτοπροσδιορίζομαι (αυτοκαλούμαι)  [αυτοφέρεται=αυτοπροσδιορίζεται] [αυτοφερόμενος ως Ορθόδοξος=αυτοπροσδιοριζόμενος ως Ορθόδοξος]

αφανίζω (εξοντώνω, εξαλείπω)

αφαιρώ (αποσπώ, κλέβω)

αφαλοκόβω (ομφαλοτομώ)

αφηγούμαι (λέγω, ομιλώ, ιστορώ, φιλογάω, διαμυθολογώ)  [μυθηγορώ=μυθιάζομαι, μυθολογώ] 

αφηνιάζω (αγριεύω, εξαγρίζομαι, γοργούμαι)

αφήνω (εγκαταλείπω)

αφιερώνω (χαρίζω, αναθέτω)

αφικνούμαι (φθάνω, έρχομαι)

αφιονίζω (φανατίζω)

αφογκράζομαι (ακούω, ακροώμαι, αφουγκράζομαι, αφηγκριάζομαι, ακουρμαίνομαι)

αφοπλίζω (ξαρματώνω)

αφοσιώνομαι (αφιερώνομαι, απορροφώμαι)  [ανάκειμαι=ανατίθεμαι, αφιερώνομαι]

αφορά (αναφέρεται, σχετίζεται)

αφορίζω (αναθεματίζω, αποκηρύσσω, αποτάσσω, εκκόπτω, εκκηρύσσω) [=αποκόπτω κάποιον από το εκκλησίασμα]

αφορμίζω (ερεθίζω)

αφορμώμαι (ξεκινάω)

αφοσιώνω (προσφέρω, αφιερώνω)

αφρίζω (οργίζομαι, λυσσομανώ, αποσκυδμαίνω)

αφυγραίνω (αφυδατώνω, αποξηραίνω, ξηροποιώ, καταζαίνω)

αφυπνίζω (ξυπνώ)

αχθοφορώ (φορτηγώ, φορταγωγώ, αγκαλιδαγωγώ, φορτοφορώ)

αχλύω (σκοτεινιάζω, ζοφώ)  [αχλύς=σκοτεινιά, θολούρα]

αχνίζω (ατμίζω)

αχνοφαίνεται (ξελιαγκρίζει, γλυκοφαγγρίζει, υποφαίνεται) [ο υποφαινόμενος=ο υπογεγραμμένος]

αχρηστεύω (εκμηδενίζω, απαχρειώ, αχρηστοποιώ)  [αχρηστεύομαι=ακινητοποιούμαι, νεκρώνομαι, καταπαλαιούμαι]

αψηφώ (περιφρονώ, ατίζω)  

αψιμαχώ  (ακροβολίζομαι)

αψιώνω (φλέγομαι)


Β


βαβάζω (αλαλάζω, εκβοώ) [σαλαγώ=περιβοώ]

βαδίζω (περπατώ, πορεύομαι, στείχω, κελεύθω)  [καλοβαδίζω=ευοδώ]

βαζουκοπάει (βαβουρίζει, θορυβεί)   [γκουντουρντίζω=βαβουρίζω]

βάζω (τοποθετώ, εγκαθιστώ)  [επανατοποθετώ=ξαναβάζω, ξανατοποθετώ]  [εμβάζω=ενθέτω]

βαθαίνω (βαθουλώνω)

βαθιοκοιμούμαι (βαριοκοιμούμαι, καθυπνώ)

βαίνω (περπατώ, πορεύομαι, βηματίζω, πηγαίνω, νέομαι)

βακτηρεύω (βακτρίζω)

βαλαντώνω (γανιάζω)

βάλθηκε (προσπάθησε)

βαλλίζω (σκαίρω, αναπηδώ)

βάλλω (ρίχνω)

βαλσαμώνω (ταριχεύω)

βαλτώνω (βουλιάζω)

βαραίνω (νωθρεύω, νωχελεύομαι)

βαρβατιάζω (εφάλλομαι, λαβρούμαι, δυνατεύω)

βαριεστώ (μπουχτίζω, πλήττω, μπεζερίζω, βαριέμαι, ανιώ, αποδυσπετώ)

βαρύνω (επιδεινώνω, επιβαρύνω)

βαρυωπώ (κουτσοβλέπω)

βαρώ (χτυπώ, τύπτω, παίω)  [πολυτύπτω=παραβαρώ]

βασανίζω (ταλαιπωρώ, καταπιέζω, χειμαίνω)

βασίζομαι (εμπιστεύομαι, παρακατατίθεμαι)

βασίζω (στηρίζω, θεμελιώνω, στερεώνω)

βασιλεύω (ανάσσω, κυριαρχώ)

βασκαίνω (ματιάζω, φταρμίζω, φασκαίνω)

βαστώ (βαστάζω, φέρω, κρατώ)   [βαστιέμαι=πιάνομαι]

βατσινώνω (εμβολιάζω)

βαυκαλίζομαι (νανουρίζομαι, αποκοιμίζομαι ή αυταπατώμαι)

βαυκαλίζω (αποκοιμίζω, νανουρίζω, ναναρίζω, βαυβώ, βαυβαλίζω)

βαυκίζω (τρυφερεύομαι)  [= κάνω νάζια]

βάφω (χρωματίζω, μπογιατίζω, θωριάζω, δευσοποιώ)

βγάζω (αφαιρώ)

βγαίνω (εξέρχομαι)

βδελύσσομαι (αποστρέφομαι, μισώ, αηδιάζω, απεχθαίρω, κριντζάρω, 

σιχαίνομαι, αποτροπιάζομαι, στυγώ, ασκαίνομαι, αποδιάκειμαι)

βεβαιώνω (πιστοποιώ, επικυρώνω, καταφάσκω, συνομολογώ, συγκατανεύω)

βεβηλώνω (μολύνω, σπιλώνω)

βελάζω (σκούζω, βληχώμαι, μηκάζω)

βελτιώνω (καλυτερεύω)

βερμπαλίζω (παρλάρω)

βερνικώνω (στιλβώνω)

βηματίζω (περπατώ)

βήχω (χελύττω, βήσσω, γκουχώ, βηχολογώ)  [γκουχ = ήχος του βήχοντος]  [βραγχιώ=βραχνιάζω] [καταρροϊζομαι=σιχουνιάζω, συναχώνομαι, κορυζώ] 

βιάζομαι (σπεύδω, τρέχω)  [παρεκτρέχω=γοργοβαδίζω]

βιάζω (εξαναγκάζω, αγκανάρω)

βιαιοπραγώ (κακοποιώ, κακουργώ)

βιβρώσκω (τρώω, έδω)  [έδεσμα=φαγί]  [ξηροσιτώ=ξηροφαγώ]

βιγλίζω (προκοιτώ, νυκτοφυλακώ)  [ημερωρώ=ημεροφυλακώ]

βιδώνω (κοχλιώνω, εγκοχλιώ)

βιοτεύω (ζω)

βιώνω (γεύομαι)  [προδοκιμάζω=προγεύομαι, προτενθεύω]

βλακεύω (ανοηταίνω, αβδηριτίζω, κουτοφέρνω,

αλαφροφέρνω, ηλιθιάζω, αλαφροζυγιάζω, μωροφέρνω,

ληροφρονώ, αγαθεύω, μπουνταλοφέρνω, μωροποιώ,

χαζοφέρνω, αγαθοφέρνω, βλακοφέρνω, μωρεύω,

φυρομυαλίζω, μωραίνω, ηλαίνω, μωρονοώ, απρονοητώ, 

αφραίνω, χαλιφρονώ, ζεβζεκοφέρνω, μπανταλιάζω, αφραδώ)

βλάπτω (ζημιώνω, φθείρω, κακουχώ, επισίνομαι)  [παραβλάπτομαι=ζημιούμαι]

βλαστημώ (αναθεματίζω, καταριέμαι, ψολογώ, αιξωνεύομαι)

βλέπω (κοιτάζω, παρατηρώ, θωρώ, ανεντρανίζω)

βλεφαρίζω (σκαρδαμυκτώ)  [ασκαρδαμυκτί=ατενώς ή ακαριαία]

βογκώ (αναστενάζω, στένω)

βοδώνω (προφταίνω)

βοηθώ (υποστηρίζω, επικουρώ, αγιουτάρω,

παραστέκομαι, υπερασπίζω, περιθάλπω,

συμπαρίσταμαι, συνεργώ, αϊδαρίζω,

συμπαραστέκομαι, ενισχύω, συντρέχω)

βολεί (βολεύει, ευκολύνει, ευχεραίνει)

βολεύω (τακτοποιώ) [καλοβολεύομαι=καλοπαθώ] 

βολιδοσκοπώ (διερευνώ)  [ακτινογραφώ=διεξερευνώ, διεξετάζω]

βολοδέρνω (υποφέρω, κακοπαθίζω, παραδέρνω, υπερκακώ, τληπαθώ, στενοπαθώ)

βολτάρω (γκιζερίζω, τσαρκάρω)

βορβορύζω (γουργουρίζω, βουρβουρακιάζω, κορκορυγώ)

βορβορώ (λασπώνω)

βόσκω (τρώω, εσθίω)   [βοσκάω=χορτοφαγώ]

βοστρυχώνω (σγουρίζω, οντουλάρω, κατσαρώνω)

βοτανίζω (ξεχορταριάζω)

βουβαίνομαι (σιωπώ)

βουκινίζω (σαλπίζω, βουκανώ)

βουλάει (χωράει)

βουλεύομαι (σκέφτομαι)  [διαβουλεύομαι=διασκέπτομαι]

βουλιάζω (βυθίζομαι, υφιζάνω, βυθοδρομώ)  [βυσσαλεύω=βυθίζομαι, εμβαπτίζομαι, εγκαταδύομαι, εμβυθίζομαι, βουλίζω]

βούλομαι (θέλω, επιθυμώ, προτιμώ, θεληματαίνω)

βουλώνω (φράσσω, στουπώνω, κλείνω, σφραγίζω, κατασημαίνω)   [στυπώνω=ταμπονάρω, ήτοι απορροφώ τα υγρά]

βουρβουλακιάζω (βρικολακιάζω)  [βουρβούλακας=βρικόλακας]

βουρκώνω (δακρύζω, κλαίω, δακρυρροώ, δακρυχέω, δακρυοβολώ)

βουρλίζομαι (ταράσσομαι, συγχύζομαι)

βουτώ (αρπάζω, ζαμπλακιάζω)

βοώ (φωνάζω, κράζω, κελωρύω)

βραβεύω (τιμώ, αμείβω, γεραίρω, δοξάζω, αγάζομαι, αγλαΐζω)  [μυριοδοξάζω=μυριοεπαινώ] 

βραδιάζει (νυχτώνει, μουχρώνει, σουρουπώνει)

βραδιάζομαι (νυκτώνομαι)

βραδύνω (αργοπορώ, βραδυπορώ, χρονίζω, ξαργώ, στραγγεύομαι, διαμέλλω, 

χρονοτριβώ, αργώ, καθυστερώ, παρελκύω, δηθύνω, ολιγοδρομώ)

βραδυπλοώ (αργοπλέω)

βραδυπορώ (αργοπορώ)

βράζω (κοχλάζω, ζέω, χοχλακιάζω)  [αναβράζω=ανακοχλάζω, αναζέω] [σιγοβράζει=κουφοβράζει]

βρέχω (υγραίνω, μουσκεύω, καταιονώ, σουλαντίζω, πουρτσαλώ, διαίνω)

βρίζω (προπηλακίζω, κατακρίνω)

βρίθω (γέμω)

βρίσκω (ανακαλύπτω, εξιχνεύω)

βρομίζω (ρυπαίνω, λερώνω, μουρδώνω)  [παρφουμαρίζω=αρωματίζω, μυρώνω] 

βρομοκοπώ (ζέχνω, εξωδώ, μεφιτίζω, σκυλοβρομάω, ζεχνοβολώ)

βρομώ (όζω, ζέχνω, δυσοσμώ, κακοσμώ)

βροντολαλώ (βροντοφωνώ)

βροντοχτυπώ (παταγώ, βροντοκοπώ)

βροντώ (αντηχώ, βαρυηχώ)

βροτοκτονώ (ανθρωποκτονώ)

βρυάζω (ξεχειλίζω, φλύζω)

βρυχώμαι (ουρλιάζω, μουγκρίζω, μουκανίζω)

βυζαίνω (γαλουχώ, θηλάζω, απομυζώ, φλουμίζω, απομαστεύω, μυζώ)

βυθίζω (βουλιάζω)  [βαπτίζω=εμβάπτω, εναποβάπτω] [βαπτίζομαι=εξαγνίζομαι]

βυρσοδεψώ (σκυτοδεψώ, δέφω, βυρσεύω)  [βυρσώ=περιδιφθερώ]  [καταδερματώ=καταβυρσώ, καταδιφθερώ] 

βυσσοδομώ (σκευωρώ)

βωλοκοπώ (ψιλοχωματίζω, σβολοκόβω, βωλοτομώ, βωλοτσακίζω) [βωλοστροφώ=βωλογυρίζω]

βωμολοχώ (χοντρολογώ, χυδαιολογώ, βαναυσολογώ, μιαρολογώ, 

ασχημολογώ, αισχρολογώ, αθυροστομώ, αχρειολογώ, καταισχρεύομαι, 

γλωσσεύω, αισχρορρημονώ, κοπρολογώ, σκατολογώ,

βρομολογώ, αθυρογλωσσώ, αισχρομυθώ, αισχροεπώ, κιναιδολογώ, χεσιφωνώ)

βωχάει (όζει, βρωμάει, βρομάει, ζένει)

Γ

γαβγίζω (υλακτώ)

γαϊδουρεύω (γαϊδουροφέρνω, γαϊδουροδείχνω, γομαροφέρνω)

γαϊδουροδένω (γομαροδένω)

γαλαζιάζω (μπλαβίζω)

γαλατώνω (ασβεστώνω)

γαλουχώ (θηλάζω, γαλακτοτροφώ, γαλακτοδοτώ, τιθηνώ)

γαληνεύω (ησυχάζω, ηρεμώ, ειρηνεύω, ξεθυμαίνω, αταρακτώ, λαγάζω) [ανοκωχεύω=ειρηνοποιώ] 

γαμπρίζω (κορτάρω) [γαμπρολογιέμαι=νυφοπαζαρεύομαι]

γανιάζω (κουράζομαι, εγκάμνω)

γαντζώνω (αγκιστρώνω, αγκυρίζω)

γανώνω (επικασσιτερώνω)

γαργαλάω (υποκνίζω, προσκνήθω, γαγγαλίζω, κασκαλίζω)

γαργαρίζει (κελαρύζει)

γαριάζω (λερώνω)

γαρνιρίζω (στολίζω)

γατσιάζω (υποπτήσσω)

γαυριάζω (μαίνομαι, φρενιτίζω, μαργώ)

γδέρνω (αποδερματίζω, εκδέρω, ξεπεδουλίζω, ξεπετσιάζω, ξετσιπώνω)

γδύνω (ξεγυμνώνω, αποδύω)

γέγονε (συνέβη)

γειάνω (θεραπεύομαι, απονοσώ) [απαλθαίνομαι=αποθεραπεύομαι]

γειτονεύω (συνορεύω, πρόσκειμαι, αγχιστεύω, αγχιθυρώ, παρυπάρχω, 

γειτνιάζω, ομορώ, παράκειμαι, συνομορώ, προσοικώ)

γελιέμαι (πλανώμαι)

γελοιοποιώ (διακωμωδώ, θεατρίζω)

γελώ (χαμογελώ ή κοροϊδεύω) [σαρδάζω=πικρογελώ]

γεμίζω (πληρώ, φουλάρω, φισκάρω, τιγκάρω, αναμεστώ, πληστεύω)

γέμω (πληρούμαι, πλήθω) 

γενικεύω (καθολικεύω)

γεννοβολώ (συχνογεννώ, φιλοτοκώ)

γεννώ (τίκτω, τεκνοποιώ, τεκνογονώ, παιδοποιώ, γονεύω, γονοποιώ, αποκυώ, παιδοκοπώ)

γέρνω (ρέπω, κλίνω, βαγίζω, μπατάρω, λυγίζω)

γερνώ (γηράσκω, γεράζω) [γεροντοφέρνω=γεροντοδείχνω]

γεροδένω (καλοδένω) [σφιχτοδένω=συσφηκώ]

γεροθρέφω (γηροκομώ, γηροτροφώ, γεραματίζω, γεροντοκομώ)

γεύομαι (τρώω) [πρωτογεύομαι=πρωτοτρώω]

γεφυρώνω (συνδέω)

γεωπονώ (γεωργώ)

γητεύω (μαγεύω)

γιατρεύω (θεραπεύω, υγιοποιώ) [ξαναθεραπεύω=ξαναγιατρεύω, ανιατρεύω]

γίνομαι (καθίσταμαι, συντελούμαι)  [ξεγίνεται=αλλάζει] [επαναλαμβάνομαι=ξαναγίνομαι]

γιομόζω (γομώνω)

γιορτάζω (πανηγυρίζω)

γιουτίζω ή γιουντίζω (συνδυάζομαι, συσχετίζομαι)

γιουχαΐζω (ξεφωνίζω, αποδοκιμάζω, κατακράζω)

γκαζώνω (μαρσάρω)

γκαρίζω (ογκανίζω, γκανίζω)

γκαστρώνω (παρακουράζω ή υποκύω, επισπερμαίνω) [αποσπερματίζω=εκσπερματώνω]

γκερανάω (αναστρέφω)

γκουβρίζω (δυσανασχετώ)

γκρεμνοβολώ (κατακρημνίζω)

γκρεμοτσακίζομαι (σπεύδω)

γκρινιάζω (μεμψιμοιρώ, μιζεριάζω)

γλακώ (τρέχω, βουρώ) [έδραμε=έτρεξε] [ομοτροχώ=συνθέω] 

γλαρώνω (νυστάζω)

γλείφω (κολακεύω, υποσαίνω)

γλεντώ (διασκεδάζω, ξεφαντώνω, ξεσκάζω, ξεδίνω, ξεραθυμώ, καθηδυπαθώ, 

γλεντοκοπώ, γλεντοβολώ, χαροκοπώ, ρεμπετεύω, κραμβαλίζω, πανθοινώ)

γληγορεύομαι (βιάζομαι)

γλιδιάζομαι (λερώνομαι, ρυπαρεύομαι, φορύνομαι, πιναρούμαι)

γλιστρώ (ολισθαίνω)  [πατινάρει=γλιστράει, π.χ. ο συμπλέκτης πατινάρει]

γλιτσιάζω (λιγδιάζω) [πινιάζω=λιγδιάζω]

γλιτώνω (λυτρώνω, σώζω)

γλίχομαι (ορέγομαι, ποθώ, λιξεύω)

γλυκοκοιμούμαι (καλοκοιμούμαι)

γλυκομιλώ (καλομιλώ, ηδυλογώ, γλυκολαλώ,

γλυκοκουβεντιάζω, χαριτογλωσσώ, γλυκολογώ,

ευμορφολογώ, γλυκυφωνώ, ηδυλίζω)

γλυκυθυμώ (αρέσκω, ευαρεστώ, ανδάνω)

γλύφω (χαράσσω, σκαλίζω, καλεμίζω)

γλωσσοκοπώ (πολυλογώ, φλυαρολογώ) [γλωσσοτομώ=απογλωττίζω] [αειλογώ=πολυλογώ]  [ευροώ=ευγλωττώ, πολυφραδώ]

γλωσσοκρατώ (εχεμυθώ)

γλωσσοτρώω (γρουσουζεύω, γουρσουζεύω, γκαντεμιάζω)

γνέθω (κλώθω, νήθω)

γνωμοδοτώ (γνωματεύω, γνωμονεύω)

γνωρίζω (αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, επίσταμαι, κοννώ, οίδα, 

κατέχω, ξέρω, επιγιγνώσκω) [επαΐω=επίσταμαι]

γνωστικεύω (λογικεύομαι, σωφρονίζομαι) [σωφρονώ=αρτιφρονώ, πέπνυμαι, ευλογιστώ] [αναφρονώ=ξαναφρονιμεύω]

γνωστοποιώ (δηλώνω, φανερώνω)

γογγύζω (παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ, αζουδεύομαι, σκομβρίζω)

γογγυλεύω (στρογγυλώνω)

γοητεύω (σαγηνεύω, θέλγω, συναρπάζω, συνεπαίρνω, λιγαίνω)

γονατίζω (γονυπετώ, γονυκλινώ, γονυκλιτώ)

γονιμοποιώ (σπερμαίνω, γεννώ)

γουρμάζω (ωριμάζω, ουρμάζω)

γουρουνοφέρνω (γουρουνίζω, υηνώ, χοιρίζω)

γουστάρω (επιθυμώ, κεφάρω)

γουφιάζω (βαθουλώνω, γουβιάζω, κοιλαίνω, επικολπώ, κουφώνω)

γραντίζομαι (δαιμονίζομαι, διαβολίζομαι)  [δαίμων=κακό πνεύμα]

γραπώνομαι (γαντζώνομαι, γραπατσώνομαι)

γρασάρω (λιπαίνω)

γράφω (χαράσσω, ζωγραφίζω) [επιγράφεται=τιτλοφορείται, καταγράφω=καταχωρίζω, καταλέγω] [αναγράφεται=αποτυπώνεται]

γρηγορώ (αγρυπνώ, προσέχω)

γριβίζω (γκριζάρω, ψαραίνω, πολιάζω)

γροθίζω (γρονθοκοπώ, μπουνιάζω)

γρυλίζω (γρούζω, σκούζω)

γρυλώνω (γουρλώνω)

γρυπώνω (καμπουριάζω, κάμπτομαι, κύφω, γομπιάζω, σκύβω)

γυαλίζω (στιλβώνω)

γυμνάζω (ασκώ, εκπαιδεύω) [πονούμαι=ασκούμαι]

γυναικίζω (εκθηλύνομαι, εκθρύπτομαι, γυναικοφέρνω, βαταλίζομαι,

θηλυκεύομαι, σαυλούμαι, ενθηλυπαθώ)

γυρεύω (αιτώ, ζητώ)

γυρίζω (επιστρέφω, επανακάμπτω, παλιντροπώμαι, μετατροπάζομαι, πισωγυρίζω)

γυρνάω (περιπατώ) [αναγυρίζω=κοσμογυρεύω, ήτοι τριγυρνώ παντού]

Δ

δαγκώνω (δάκνω, τσιμπώ, μασίζω, οδακτίζω)

δαιδάλλω (καλλιτεχνώ, διακαλλωπίζω) [τεχνουργώ=τεχνοποιώ] [αψιδώ=θολοποιώ, θόλος=είλημα, καμάρα, έγερμα]

δαιμονίζω (παροργίζω)

δαιμονοποιώ (παραφουσκώνω, παραλέγω) [=προσδίδω μη ρεαλιστικές ή

μη πιστευτές ή υπερβολικές διαστάσεις]

δακρύζω (βουρκώνω, κλαίω)

δαμάζω (τιθασεύω, ημερώνω, υποτάσσω, χαλιναγωγώ, υπωπιάζω, κτιλεύω)

δανειοδοτώ (πιστοδοτώ) 

δαπανώ (ξοδεύω, σπαταλώ, εξαντλώ, αφειδώ)

δασεύω (πυκνώνω)

δασκαλεύω (συμβουλεύω, καλαναρχώ)

δαψιλεύεται (γέμει, πλήθει)

δαψιλεύω (εξευπορώ)

δειγματίζω (εκφαίνω)

δεικνύω (προφαίνω, παρουσιάζω)

δειλιάζω (φοβούμαι, διστάζω, αποθαρρύνομαι, φιλοψυχώ, 

κιοτεύω, αποδειλιώ, μικροψυχώ, αποκαρδιώνομαι, ατολμώ)

δεινοπαθώ (υποφέρω, πάσχω, βαρυαλγώ, πικροκακοπαθώ, ισχυροπαθώ, περικακώ)

δειπνώ (γευματίζω, τρώγω, γιοματίζω, ξενηστικώνομαι, δορπώ)

δείχνω (εξηγώ, παρουσιάζω)

δεκάζω (δωροδοκώ) [δωροδοκούμαι=αργυρίζομαι]

δένω (δεσμεύω, πεδώ) [διαδηματίζομαι=διαδηματοφορώ, διάδημα=στεφάνι, στέμμα]

δελεάζω (ξεγελώ, εξαπατώ, ρουμπώνω, φηλητεύω) [ελεφαίρομαι=διαβουκολώ]

δεματιάζω (αμαλλεύω, χεροβολιάζω, δεματοποιώ, δραγμεύω)

δεξιώνομαι (προϋπαντώ, καλωσορίζω, προσδέχομαι)

δέομαι (ικετεύω, εκλιπαρώ, γουνάζομαι, λιτάζομαι, ικεσιάζω, ικετηριάζω)

δέρνω (μαστιγώνω, χτυπώ, ραβδίζω, βακλίζω,

βουρδουλίζω, ραπίζω, φραγγελλώνω, βιτσίζω,

γροθοκοπώ, καταχερίζω, χειροδικώ, βεργίζω,

μπατσίζω, χαστουκίζω, παραγουλιάζω, χειροτονώ,

τουλουμιάζω, τουμπανιάζω, σκαμπιλίζω, λωρίζω, 

καρπαζώνω, μακελεύω, ξυλίζω, ξυλοκοπανίζω,

κολαφίζω, στουμπίζω, ξυλοκοπώ, βαράω, πυκταλίζω, 

βιαιοπραγώ, σφαλιαρίζω, παταρίζω, σαπλακιάζω,

θωμίζω, λουρίζω, τσιαταλίζω, σβουγκανίζω,

στειλιαρώνω, μαπίζω, δαίρω, καμτσικίζω, χερικώνω, 

ξυλοφορτώνω, πετσώνω, ξυλοδέρνω, καταχεριάζω, 

ματσουκώνω, μερεμετίζω, μαγκουρώνω, μακλαβοκοπώ,

κατραπακιάζω, κατακεφαλιάζω, σβουρίζω, ζαγλίζω,

σφονδυλίζω, πλατσιανίζω, ματσουκοκοπώ, λουροδέρνω,

κονδυλίζω, γροθοκοπανώ, σβερκώνω)

δεσμεύομαι (παντρεύομαι, νυμφεύομαι) [δευτεροπαντρεύομαι=ξαναπαντρεύομαι]

δεσμεύω (δένω) [επιδένω=επιδεσμώ, καταταινιώ, μπαντάρω]

δεσπόζω (κυριαρχώ, εξουσιάζω, διαφεντεύω, άρχω)

δευτερώνω (ξανακάνω, επαναλαμβάνω, δευτερίζω)

δέχομαι (λαμβάνω, παίρνω, στέργω, συμφωνώ, συνυπογράφω,  

συναινώ, επιδοκιμάζω, συγκατατίθεμαι, συνευδοκώ, συνεπινεύω, 

συγκατανεύω, εισακούω, ανομολογώ, ευδοκώ, στρέχω)

δηλώνω (φανερώνω, γνωστοποιώ, εκφαίνω, διασημαίνω)

δημηγορώ (ρητορεύω, δημολογώ)

δημιουργώ (πράττω, ποιώ, φτιάχνω) [μπλατσαρώνω=κακοφτιάνω]

δημοκοπώ (δημαγωγώ, πολιτοκοπώ, δημούμαι)

δημοπρατώ (πλειστηριάζω)

δημοσιεύω (γνωστοποιώ, δηλοποιώ)

δημοσιοποιώ (κρατικοποιώ, εθνικοποιώ)

διαβάζω (μελετώ, εξετάζω) [επαναγιγνώσκω=ξαναδιαβάζω]

διαβαίνω (περνώ, διασκελίζω, διέρχομαι, διανύω,

διατρέχω, διαπορεύομαι, διοδεύω, διαστείχω, διοιχνώ)

διαβάλλω (συκοφαντώ, δυσφημώ, ρουφιανεύω, ψευδοκατηγορώ, 

γλωσσοβολώ, αδικοβγάζω, γλωσσοδέρνω, κακοφημίζω)

διαβεβαιώνω (εγγυώμαι, αναδέχομαι)

διαβολοστέλνω (αποσκορακίζω)

διαβουλεύομαι (συσκέπτομαι, κοινοβουλώ)

διαβλέπω (διαγιγνώσκω)

διαγίγνεται (παρέρχεται, περνάει)

διαγουμίζω (λεηλατώ, προνομεύω, εξαλαπάζω)

διαγράφω (σβήνω, εξαλείφω)

διάγω (διαβιώ)

διαγωνίζομαι (αμιλλώμαι)

διαδέχεται (επακολουθεί, κληρονομεί)

διαδραματίζεται (εκτυλίσσεται)

διαδραματίζω (επιτελώ, εκπληρώνω)

διαδωρούμαι (ρογεύω) [ρόγα=δώρο]

διαθέτω (παραχωρώ) [ανθυποχωρώ=αντιπαραχωρώ]

διαιρώ (σχίζω, τέμνω) [στημορραγώ=κατασχίζομαι, κουρελιάζομαι]

διαισθάνομαι (κατανοώ, διαβλέπω)

διαιτητεύω (διαμεσολαβώ)

διαιτώμαι (διατρέφομαι)

διακατέχω (κρατώ) [ανέχω=βαστάζω, ανεκτός=υποφερτός] 

διακινώ (μεταφέρω)

διακανονίζω (ρυθμίζω, διασταθμώμαι)

διάκειμαι (διατίθεμαι) [π.χ. διάκειμαι ευνοϊκά προς την κόρη του]

διακηρύσσω (γνωστοποιώ, διαγορεύω)

διακιγκλίζω (καγκελώνω, κιγκλιδώνω)

διακλαδίζεται (χωρίζεται, διαιρείται) [κλαρώνω=διακλαδίζομαι]

διακλαδώνομαι (πλεκτανούμαι)

διακομίζω (μεταφέρω, διαβιβάζω)

διακονώ (υπηρετώ, καθυπουργώ)

διακόπτω (σταματώ)

διακοσμώ (στολίζω, διαρρυθμίζω, διαποικίλλω)

διακρίνομαι (υπερτερώ, υπερέχω, καίνυμαι, επιπρέπω)

διακρίνομαι (φαίνομαι)

διακρίνω (ξεχωρίζω, ξεδιακρίνω, ξεκρίνω)

διακυβερνώ (διοικώ) [κακοδιοικώ=κακοκυβερνώ, αντίθετον του καλοκυβερνώ]

διακυβεύω (διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ, αποθαρρεύω, 

ρισκάρω, αποκοτώ, παρακινδυνεύω)

διακωμωδώ (γελοιοποιώ)

διαλαλώ (διαφημίζω, διαδίδω, ντελαλίζω,

διασαλπίζω, διατυμπανίζω, διασπείρω, βουκινίζω,

διαθρυλώ, κοινολογώ, κοινοποιώ, διακωδωνίζω,

φημολογώ, σπερμολογώ, διαγνωρίζω, εκφερομυθώ)

διαλαμβάνω (αναφέρω, μνημονεύω) [προδιαλαμβάνομαι=προαναφέρομαι]

διαλάμπω (ακτινοβολώ, φαυσιβολώ, αστροβολώ)

διαλανθάνω (κρύπτομαι)

διαλέγω (ξεχωρίζω, προτιμώ, σταχυολογώ, 

ανθολογώ, απανθίζω, ερανίζομαι, εκλέγω)

διαλείπω (διακόπτω)  [διάλειμμα=διακοπή]

διαλύω (αποσυνθέτω)

διαμείβομαι (ανταλλάσσω) [τα διαμειφθέντα=τα λόγια που αντάλλαξαν]

διαμελίζω (τεμαχίζω)

διαμένω (κατοικώ)  [εσκήνωσε=κατοίκησε] [παροικώ=προσηλυτεύω] 

διαμεσολαβώ (μεσιτεύω)

διαμηνύω (ανακοινώνω, αγγέλλω, αναξυνώ)

διαμοιράζω (διανέμω, επινέμω)

διαμορφώνω (διασχηματίζω, διαπλάσσω, διαρτίζω)

διανέμω (κατανέμω)

διανεύομαι (νογώ)

διανθίζω (ανθοστολίζω, διακοσμώ)

διανίσταμαι (απομακρύνομαι)

διανοούμαι (στοχάζομαι, επιφρονώ, δοκεύω)

διανυκτερεύω (ξαγρυπνώ, ξενυχτώ, διαγρηγορώ)

διανύω (διατρέχω, διαδρομώ)  [ανύω=πραγματοποιώ, ανυστός=κατορθωτός]

διαξιφίζομαι (λογομαχώ ή ξιφομαχώ)

διαπαιδαγωγώ (μορφώνω, ανατρέφω, χρησιμολογώ)

διαπερνώ (διατρυπώ, διαπερώ, τερώ, διείρω)

διαπιστώνω (διακριβώνω, συγκεκριμενοποιώ, ατρεκώ)

διαπλάθω (διαμορφώνω) [αναπλάθω=ξαναπλάσσω, ξανακάνω]

διαπλατύνω (διευρύνω, επεκτείνω)

διαπλέκεται (συνδέεται, συναλλάσσεται)

διαπλέκω (συναρτώ)

διαπληκτίζομαι (τσακώνομαι, ευχερίζομαι, εχθοδοπώ)

διαπνέομαι (εμφορούμαι)

διαποιμαίνω (κουμαντάρω)

διαπομπεύω (γελοιοποιώ, εξευτελίζω, διασύρω, διατιμάζω, 

ξεγιβεντίζω, ρεζιλεύω, εκθεατρίζω)

διαπονώ (καλλιεργώ, εξεργάζομαι, κατανεώ)

διαποτίζω (διαβρέχω)

διαπραγματεύομαι (παζαρεύω)

διαπράττω (εκτελώ) [συνδιαπράττω=συντεχνάζω]

διαπρέπω (διακρίνομαι, υπερτερώ, διαλάμπω, αριστεύω, εξέχω, εμπρέπω)

διαρθρώνω (συναρμόττω)

διαρκώ (χρονίζω, επιχρονίζω, διεθίζω)

διαρρέω (εκρέω, εκχύνομαι)

διαρρηγνύω (σπάζω, κόπτω)

διαρρυθμίζω (τακτοποιώ)

διασαλεύω (διαταράσσω)  [ανταρεύω=αναταράσσω] [ζουρζουλεύω=διαθορυβώ]

διασαλπίζω (διαδίδω, διατυμπανίζω)

διασαφηνίζω (εξηγώ, ερμηνεύω, ξεδιαλύνω, τρανοποιώ, 

ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω, διευκρινίζω, αναλύω,

ξεμπερδεύω, αναπτύσσω, διερμηνεύω)

διασκεδάζω (γλεντώ, ξεφαντώνω)

διασκελίζω (πλίσσομαι, δρασκελίζω)

διασκευάζω (τροποποιώ) [τροπολογώ=παραλλάσσω]

διασκορπίζω (διασπαθίζω)

διασπείρω (διαδίδω) [κατασπείρομαι=διασκορπίζομαι, κίδναμαι, κατασπαρμένος=πυκνοσπαρμένος]

διασπώ (διαχωρίζω)

διαστέλλω (ξεχωρίζω) [αποδιαστέλλω=ξεχωρίζω]

διαστρέφω (διαστρεβλώνω)

διασύρω (εξευτελίζω, ατιμολογώ, αποφλαυρίζω)

διασφαλίζω (σιγουρεύω)

διασχίζω (διανύω)

διασώζω (διατηρώ, διαφυλάσσω)

διαταράσσω (διασαλεύω)

διατάσσω (εντέλλομαι, παραγγέλλω, επιτέλλω) [μηνώ=παραγγέλνω]

διατείνομαι (ισχυρίζομαι)

διατελώ (ενδιατίθεμαι)

διατοιχεί (κλυδωνίζεται, παρακυλάει, μποτζάρει)

διατρανώνω (βροντοφωνάζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ)

διατρέφω (τροφοδοτώ, εμβρωματίζω)

διατρέχω (διανύω)

διατρίβω (διαμένω) [ξωμένω=ενδιώ, ήτοι κατοικώ στην ύπαιθρο]

διατρυπώ (διατορώ, διαπερνώ, διαπείρω, περιπείρω)

διατυπώνω (εκθέτω, εκφράζω, εκφέρω)

διαυγάζω (φέγγω, λάμπω)

διαφαίνεται (εμφανίζεται, προβάλλει) [προεμφανίζεται=προθεωρείται]

διαφεντεύω (εξουσιάζω, αυθεντώ)

διαφέρω (ξεχωρίζω)

διαφθείρω (εκφαυλίζω, εξαχρειώνω, εκλύω, εκφυλίζω) [αχρειεύω=διαφθείρομαι]

διαφοροποιούμαι (διαφέρω, ανομοιούμαι)

διαφοροποιώ (μεταβάλλω, ποικίλλω, ανομοιώ)

διαφορώ (σκεδάζω)

διαφυλάσσω (διατηρώ, περισώζω, αποσώζω, περισώνω)

διαφωνώ (αμφισβητώ, αρνούμαι)

διαφωτίζω (διδάσκω, εκπαιδεύω, προσανατολίζω,

κατατοπίζω, κατευθύνω, καθοδηγώ, ευάγω)

διαχειμάζω (ξεχειμωνιάζω) [χειμωνιάζει=κακοκαιριάζει]

διαχειρίζομαι (ρυθμίζω, κουμαντάρω, διοικώ, περιοικονομώ)

διαχέομαι (διασκορπίζομαι)

διαχέω (διασκορπίζω, εγκατασπείρω, διαρρίπτω)

διαψεύδω (κατελέγχω)

διδάσκομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι, απομαθαίνω) [φιλομαθώ=φιλιστορώ]

διδάσκω (εκπαιδεύω, διαφωτίζω)

διεγείρω (ερεθίζω, εξάπτω) [εξερεθίζομαι=αναψοκοκκινίζω]

διεισδύω (εισχωρώ) [υπεισδύω=υπεισβαίνω, ήτοι εισέρχομαι κρυφίως]

διεκδικώ (διαφιλονικώ, διαμφισβητώ)

διεκπεραιώνω (ολοκληρώνω, ξεπετώ)

διενεργώ (διεξάγω) [ταυτοενεργώ=ταυτοεργώ] [συνδιεξάγω=συνδιενεργώ]

διέπεται (ρυθμίζεται)

διερευνώ (εξονυχίζω, ανιχνεύω) [αναθηρώ=κατασκοπώ, ανερευνώ] 

διερωτώμαι (απορώ) 

διευθετώ (τακτοποιώ, ευτρεπίζω, ταξινομώ, 

ταξιθετώ, κλασάρω, συγυρίζω, βολεύω, ευθετίζω, 

ανασυντάσσω, διασκευάζω, συμμαζεύω, διοικονομώ, 

συστηματοποιώ, ετοιμάζω, ανασκυρίζω, ευθετώ, 

ορδινιάζω, διαστοιχίζω)

διευθύνω (διοικώ)

διευκολύνω (εξυπηρετώ)

διευκρινίζω (διασαφηνίζω, επεξηγώ)

διευρύνω (διαπλατύνω)

διέχω (εμποδίζω, αναχαιτίζω, κατίσχω, ανακωχεύω, αλικοτώ)

διηγούμαι (εξιστορώ, ανιστορώ, μυθολογεύω)

διηθώ (σουρώνω)

διίσταμαι (διαφωνώ, ετερογνωμώ, ετεροφρονώ)

δικάζω (θεμιστεύω, θεμίζω)  [δικάζομαι=κρισολογούμαι] [διαδικώ=εκδικάζω] 

δικαιολογώ (δικαιώνω, ευλογοποιώ) [δικαιολογούμαι=σκήπτομαι, προφασίζομαι]

δικαιοπραγώ (θεσμολογώ)  [δικαιοδοτώ=δικαιονομώ]

δικτατορεύω (επιδεσπόζω, κατεξουσιάζω) [=ασκώ απεριόριστον εξουσίαν]

δίνω (παρέχω, προσφέρω, χορηγώ) [επιπορσαίνω=χορηγώ, σπονσοράρω]

διογκώνω (φουσκώνω, ογκοποιώ, κολπώνω) [πρήσκομαι=φουσκώνω]

διολισθαίνω (ξεγλιστρώ, διαφεύγω, λανθάνω)

διομολογώ (συγκατατίθεμαι)

διονυχίζω (εξελέγχω, εξετάζω, εξερευνώ)

διοργανώνω (προετοιμάζω, προσχεδιαζω, πορσύνω, προδιατυπώνω) 

διορθώνω (επισκευάζω)

διορίζομαι (τοποθετούμαι)

διοχετεύω (μετακενώνω, μεταφέρω) [αμαρεύω=οχετεύω] [μεταρδεύω=παροχετεύω]

διπλιάζω (πτυχώνω, πλισάρω)

διπλώνω (κάμπτω)

διστάζω (δειλιάζω, φοβούμαι, ενδοιάζω, αμφιγνωμονώ, αμφιδοξώ)

διυλίζω (διηθώ, φιλτράρω, στραγγίζω)

διχάζω (διαμερίζω, διαιρώ)

διχογνωμώ (διαφωνώ, διχοφρονώ)

διχοτομώ (διατέμνω, ημισεύω, μισιάζω, δυάζω, μεσοτομώ) [γωνιάζω=γωνιοποιώ]

διψώ (λαλακιάζω, κορακιάζω, τζιτζικώνομαι, ψοφοδιψώ, πιπιδιάζω)

διώκω (αποπέμπω, εξαποστέλλω, εξελαύνω, εξελώ, σουτάρω, αποστυφελίζω)

δοκιμάζω (αποπειρώμαι, πειραματίζομαι, προβάρω, τεστάρω)

δολιεύομαι (εξαπατώ, ξεγελώ, πανουργεύομαι,

μαριολεύω, αλωπεκίζω, ζιγανεύω, κακοπραγμονώ) [παιπαλώ=πανουργώ] 

δομώ (κτίζω, ανεγείρω, δωμώ)

δονώ (σείω, πάλλω, κουνάω, κιγκλίζω)

δοξάζω (εξυμνώ, κυδαίνω, αποσεμνύνω, κλεζω) [δοξοποιώ=αινοποιώ]

δοξολογώ (εγκωμιάζω, ανευφημώ)

δουλαγωγώ (σκλαβώνω, δουλοκρατώ) [δουλοφρονώ=δουλοφέρνω, υποσαίνω]

δουλεύω (εργάζομαι, κοπιάζω, μοχθώ, εργατεύω, μογώ)

δουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω)

δραπετεύω (σκαπετίζω, αποδιδράσκω, σκαπουλάρω, διαδρηστεύω)

δραστηριοποιώ (κινητοποιώ)

δράττομαι (φουχτώνω, αδράχνω, χεριάζω, τσακώνω) [χεροπιάνω=χειροκρατώ]

δράχνω (αρπάζω, παίρνω)

δρέπω (αποσπώ, αποκόπτω, αποτέμνω, μαζεύω)

δριμαίνω (σκληραίνω, τραχύνω, αδροποιώ)

δριμώνω (αγριεύω, θυμώνω, γινατώνω)

δρομολογώ (προγραμματίζω)

δροσίζομαι (αναψύχομαι)

δροσίζω (αναψύχω, αερινίζω, δροσολογώ, δροσερεύω, δροσοβολώ)

δρύπτω (ξεσχίζω, ξεσκελίζω, κατασπάζω) [αμφιδρύπτομαι=καταξεσχίζομαι]

δρω (ενεργώ, επιχειρώ, δραίνω, διάζω)

δυναμιτίζω (διαταράσσω, πολώνω)

δυναστεύω (κατατυραννώ) [μυριοτυραννίζω=καταταλαιπωρώ]

δυσαρεστούμαι (γογγύζω)

δυσαρεστώ (στενοχωρώ, οχλώ, βαριοκαρδίζω)

δυσκολεύω (δυσχεραίνω)

δυσκολοχωνεύω (στομαχιάζομαι)

δυσκωφώ (βαριακούω, κουφαίνω, κουφίζω, βαρυκουφώ)

δυσπιστώ (αμφιβάλλω)  [αναμφιβόλως=ανενδοιάστως]

δυσσεβώ (ασεπτώ)

δυστυχώ (δυσπραγώ, δυσημερώ, αχνάζω, ανευδαιμονώ) [αποκακώ=φτωχοδέρνω]

δυσφημώ (διαβάλλω, συκοφαντώ, διαλαλίζω, κακοσυσταίνω)

δυσφορώ (υποφέρω, δυσανασχετώ, στενοχωρούμαι,

βαρυγκομώ, σχετλιάζω, αναγκεύομαι, βαργομίζω)

δυσωπώ (θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ, καταντιβολώ)

δύω (βασιλεύω)

δωρίζω (χαρίζω, προσφέρω, χαλαλίζω, κανισκίζω, δωροφορώ, δωρούμαι)

δωροδοκώ (εξαγοράζω, δεκάζω, τραμπουκάρω, λαδώνω)

Ε

εγγίζω  (άπτω)

εγγράφω (καταχωρίζω) [ταχυγραφώ=οξυγραφώ]

εγγυώμαι (σιγουρεύω, διασφαλίζω)

εγκαθιδρύω (θεμελιώνω, εγκαθιστώ) [καταναίω=εγκαθιστώ]

εγκαθίσταμαι (ριζώνω)

εγκατοικώ (ενοικώ)

εγκληματώ (κακουργώ, κακοποιώ) [κακοτροπώ=εθελοκακώ]

εγκλωβίζω (φυλακίζω, παγιδεύω, βραχυκυκλώνω)

εγκύπτω (επιμελούμαι)

εγκωμιάζω (επαινώ, εξυμνώ, εκθειάζω, αποθεώνω,

ευφημίζω, μεγαλύνω, δοξάζω, εξαίρω, εξυψώνω,

θεοποιώ, επευφημώ, υμνολογώ, τιμώ, μεγαλοποιώ,

ευλογώ, δοξολογώ, αίνώ, αποσεμνύνω, ευηγορώ,

αναμέλπω, εκγαυρούμαι, φημίζω, σεμνοποιώ,

σεμνύνω, υποκορίζομαι, λαμπρύνω, υμνηγορώ,

δοξοποιώ, αγλαοποιώ, λαμπρολογώ, καλολογίζω)

εγχαλινούμαι (συγκρατιέμαι)

έδει (έπρεπε)

εδραιώνω (στερεώνω, θεμελιώνω, παγιώνω, εμπεδώνω)

εδρεύω (κάθομαι, κατοικώ) [παρεδρεύω=συγκάθημαι, συνθωκεύω, παρακάθημαι, παρίζω, παρεδριώ] [προσεδρεύω=παρενδιώ]

εθίζομαι (συνηθίζω, εξοικειώνομαι, εγκλιματίζομαι, γλυκαίνομαι)

εθίζω (συνοικειώνω, εξοικειώνω)  [είθισται=συνηθίζεται]

εικάζω (συμπεραίνω, υποθέτω, διαπεραίνω, τοπάζω)

εικονίζω (ζωγραφίζω) [ενεικονίζω=ενειδοφορώ] 

εικοτολογώ (πιθανολογώ, πιθανεύομαι)

είμαι (υπάρχω)

είργω (εμποδίζω, κωλύω, αμποδώ)

ειρωνεύομαι (περιπαίζω, σαρκάζω, σατιρίζω, λωβεύω)

εισάγω (μπάζω, εισωθώ)

εισδύω (εισβάλλω, εισχωρώ, τρυπώνω, εισορμώ, εισέρρω, 

μπουκάρω, εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω, χώνομαι)

εισκομίζω (εισάγω)

εισφέρω (παρέχω)

εκβιάζω (εξαναγκάζω, διαπειλώ, κατάγχω)

εκδηλώνομαι (εξωτερικεύομαι)

εκδηλώνω (φανερώνω, εκσημαίνω)

εκδίδω (δημοσιεύω, κυκλοφορώ)

εκδουλεύω (αμφιπολεύω, παραδιακονώ) [εκδούλευση=προσφορά υπηρεσίας σε κάποιον]

εκκενώνω (αδειάζω, ξεγεμίζω, απογεμίζω, ευκαιρώνω) [απογομώ=απογέμω]

εκκλησιάζομαι (μυσταγωγούμαι)

εκκλίνω (παρεκτρέπομαι)

εκκολάπτομαι (ξεπουλιάζω) [χνοΐζομαι=χνουδιάζω, λαχνούμαι]

εκκοσμικεύομαι (φιλοκοσμώ, τρυφητιώ) [=επιθυμώ τις απολαύσεις της ζωής]

εκκρεμεί (εξετάζεται)

εκκρίνω (αποβάλλω)

εκλαϊκεύω (απλουστεύω, απλοποιώ)

εκλαμβάνω (αντιλαμβάνομαι) [εκλαμβάνεται=λογίζεται]

εκλείπω (χάνομαι, εξαφανίζομαι, θνήσκω, απόλλυμαι, αφαντώνομαι)

εκμαιεύω (αγρεύω) [μαιεύω=ξεγεννώ]

εκμαυλίζω (αποπλανώ)

εκμηδενίζω (εξουδετερώνω, εξουθενώνω)

εκνεοσσεύω (ξεκλωσσώ)

εκνοσηλεύω (αποθεραπεύω, εξυγιάζω)

εκπαιδεύω (γυμνάζω, ασκώ)

εκπειράζω (ελέγχω, δοκιμάζω, τεστάρω)

εκπίπτω (υποτιμώμαι, ελαττώνομαι, υποβιβάζομαι)

εκπληρώνω (περαίνω, τελειώνω, περατεύω)

εκπλήσσω (εντυπωσιάζω)

εκποιώ (αποξενώνω, αλλοτριώνω)

εκπολιτίζω (εξανθρωπίζω, εξευγενίζω, εκλεπτύνω, ανθρωποποιώ)

εκπονώ (επεξεργάζομαι,κατασκευάζω,καταρτίζω)

εκπορεύεται (εκπηγάζει, απορρέει, εκχέεται, προέρχεται)

εκπορθώ (κυριεύω, εκπολιορκώ)

εκπορνεύω (προαγωγεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω)

εκρίπτομαι (αποβάλλομαι, πετιέμαι)

εκστασιάζομαι (υπεράγαμαι, αποθαυμάζω, υπερθαυμάζω, τερατούμαι, καταθαμβούμαι, εκπαγλούμαι)

εκστράτευσε (φουσάτευσε)

εκσυγχρονίζω (ανακαινίζω) [ανακαινοποιώ=ανακαινουργώ]

εκτείνομαι (απλώνομαι, διήκω, ξανοίγομαι) [εκτείνεται=φθάνει]

εκτοπίζω (παραμερίζω, αναμερίζω) [παρεκβάλλω=παραμερίζω]

εκτραχύνω (σκληρύνω, σκληροποιώ, αποτραχύνω) [σκιρώ=σκληρύνω]

εκτρέπω (παρεκκλίνω)

εκτριχώ (αποτίλλω, αποτριχώνω)

εκτυλίσσομαι (αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι)

εκφοβίζω (απειλώ, φοβερίζω)  [καταπτοώ=κατατρομάζω, εκδειματώ, υπερτρομάζω]

εκφράζομαι (ομιλώ, μυθαρεύομαι)

εκφράζω (διατυπώνω)

εκφωνώ (απαγγέλλω) [αναφωνώ=αναβοώ]

εκχυλίζω (εκμυζώ)

εκχωρώ (παραχωρώ)

ελαττώνω (μειώνω, μικραίνω, ολιγοποιώ, μικρύνω, μινύθω)

ελαύνω (τρέχω, προχωρώ) [ελαύνομαι=οδηγούμαι]

ελαφροκοιμάμαι (μισοκοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι) [λαγοκυνηγώ=λαγοθηρώ] [ορνιθεύω=ορνιθοθηρώ]

ελαφροποιώ (ελαφρύνω) [ελαφρίζω=αλαφραίνω]

ελαφρώνω (επικουφίζω)

ελέγχω (εξετάζω, ερευνώ, τσεκάρω) [καρατσεκάρω=διακριβώνω]

ελεημονώ (ελεώ)

ελευθερώνω (λυτρώνω, απαλλάσσω, αμολάω, αποδεσμεύω, ξεσκλαβώνω, αποδουλώνω)

ελεώ (οικτίρω, ευσπλαχνίζομαι, ευιλατεύω)

ελίσσω (περιστρέφω)

έλκω (τραβώ, σύρω, διέλκω, ολκάζω) 

ελλείπω (απουσιάζω, απογίγνομαι)

ελλοχεύω (ενεδρεύω, παραμονεύω, καραδοκώ, αρκυωρώ) [οδουρώ=οδοσκοπώ, οδοφυλακώ]

ελπίζω (προσδοκώ, πιστεύω)

εμβαθύνω (βαθουλώνω)

εμβατεύω (μαρκαλώ, οχεύω) [οχώμαι=φιτσώνω]

εμμένω (επιμένω, ενδελεχίζω)

εμπεδορκώ (ευορκώ)

εμπίπτω (περιλαμβάνομαι, περιέχομαι, ενυπάρχω)

εμπλουτίζω (επιπροσθέτω, παρεισάγω) [πλουτοποιώ=πλουτίζω] [αδικοπλουτίζω=αδικομαζώνω] 

εμποδίζω (κωλύω, είργω, φρενάρω, απαγορεύω)

εμπούριξε (μετέφερε, μετέδωσε, μεταβίβασε)

εμφυσώ (εμπνέω, εμβάλλω, ενσταλάζω, εμπνευματώ)

ενάγω (εγκαλώ, καταγγέλλω, καταγορεύω) [αντεγκαλώ=αντικατηγορώ]

εναποθέτω (βασίζω, ερείδω, στηρίζω)

εναποθηκεύεται (διαφυλάσσεται, διατηρείται, διασώζεται)

εναποτίθεμαι (εντάσσω, εντάσσομαι ή επαφίεμαι, βασίζομαι)

εναρμονίζομαι (ευθυγραμμίζομαι, συνταυτίζομαι)

εναρμονίζω (προσαρμόζω, εναραρίσκω)

ενασχολώ (επιφορτίζω, απασχολώ)

ενδελεχώ (διαρκώ)

ενδείκνυται (συνιστάται, προτείνεται, εγκρίνεται,

υποδεικνύεται, ωφελεί, συμφέρει)

ενδέχεται (μπορεί)

ενδιαφέρει (εντυπωσιάζει, προσελκύει)

ενδίδω (υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι, λαγγάζω, παρείκω)

ενεδρεύω (ελλοχεύω, παραμονεύω, εμφωλεύω) [φωλιάζω=μονιάζω]

ενεπλήσθη (γέμισε)

ενεργοποιούμαι (δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι, πραγματοκοπώ)

ενεργούμαι (αφοδεύω, σπορίζομαι)

ενέχω (εμπεριέχω)

ενθέτω (εμβάλλω, εισάγω)

ενίζομαι (ενώνομαι)

ενισχύω (δυναμώνω, ισχυροποιώ, κραταιώνω)

εννοώ (καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, σκαμπάζω, χαμπαρίζω)

ενορχηστρώνω (ρυθμίζω, συντονίζω, οργανώνω, μεθοδεύω, σκηνοθετώ)

ενοχλούμαι (ταράσσομαι)

ενοχλώ (λυπώ, στενοχωρώ, εκκεντώ, παραλυπώ)

ενσαρκώνομαι (ενανθρωπίζομαι, βροτούμαι, σαρκοποιούμαι)

ενσαρκώνω (σωματοποιώ)

ενσπείρω (εμφυτεύω, επιφέρω)

ενστερνίζομαι (αποδέχομαι, αναγνωρίζω, υιοθετώ,

εγκολπώνομαι, επιδοκιμάζω, προσοικειώνομαι)

ενσωματώνω (συμπεριλαμβάνω) [αφομοιώνομαι=συγχωνεύομαι, ενσωματώνομαι]

εντείνω (τεντώνω, επιτείνω, τεντάρω, εντατικοποιώ)

εντρίβω (μαλάσσω)

εντυπώνω (εγγράφω, εγχαράσσω)

ενώνω (συναρμόζω, συνδέω)

εξευμενίζω (εξιλεώνω, καταπραΰνω, μειλίσσω) [μελιτουργώ=μελιτοποιώ]

εξαγγέλλω (γνωστοποιώ)

εξαγιάζω (αγιοποιώ)

εξαγορεύω (εξομολογώ, πνευματεύω)

εξαθλιώνω(καταβαραθρώνω)

εξαιρώ (παραμερίζω, ξεχωρίζω, παραλείπω, απαλλάσσω)

εξαίρω (εκθειάζω)

εξακολουθώ (συνεχίζω)

εξακοντίζω (εκσφενδονίζω, σφλιτζουρίζω, χειροβολώ, εκτινάσσω)

εξακριβώνω (διαπιστώνω)

εξανεμίζω (κατασπαταλώ)

εξανθρωπίζω (εκπολιτίζω, εξευγενίζω) [εξελληνίζομαι=γραικίζομαι] [γραικίζω=ελληνίζω]

εξαντλώ (αδειάζω, κενώνω, εξανεμίζω, ξαγκλίζω)

εξαπατώ (ξεγελώ, πλανεύω, φρεναπατώ, παραιολίζω) [παραποδίζομαι=εξαπατώμαι] 

εξαπολύω (εκτοξεύω, ρίχνω)

εξαποστέλλω (διώχνω)

εξάπτω (διεγείρω, ερεθίζω)

εξαργυρίζω (λικιντάρω)

εξαρθρώνω (ξεσφοντυλιάζω, στραμπουλίζω, εκμοχλεύω) [εξαρθρώνομαι=διαλύομαι]

εξασθενίζω (αδυνατίζω, αποδυναμώνω, αχαμνεύω)

εξασκώ (εκγυμνάζω) [εξασκούμαι=εγγυμνάζομαι, εγκατατρίβομαι]

εξασφαλίζω (σιγουρεύω)

εξετάζω (ελέγχω, ερευνώ, πολυπραγμονώ,

πραγματεύομαι, περιεργάζομαι, ξεκοσκινίζω,

διασκοπώ, ανατέμνω, ανερωτώ)

εξατμίζω (εξαερώνω, ατμοποιώ, εξαχνίζω, αεροποιώ) [αιθερούμαι=εξαερώνομαι]

εξαχρειώνω (εξευτελίζω)

εξελίσσω (αναπτύσσω)

εξεντερίζω (εκσπλαγχνίζω, ξεκοιλιάζω)

εξιδιάζω (διαφέρω)

εξιλεώνω (καταπραΰνω)  [εξιλεώνομαι=εξαγνίζομαι, ευαγούμαι]

εξισλαμίζομαι (αγαρίζω, τουρκεύω)

εξιστορώ (διηγούμαι, καλαμογραφώ) [λεπτοεπώ=εκδιηγούμαι, διιστορώ, καθερμηνεύω] 

εξισώνω (εξομοιώνω, ομοιώνω, ανισάζω, απισώ, αντεκτείνω, καθομοιώ, παρεξισάζω)

εξιχνιάζω (διαλευκαίνω)

εξοικειώνομαι (συνηθίζω) [προσοικειούμαι=προσεταιρίζομαι]

εξοικονομώ (πορίζομαι, εξευρίσκω)

εξοκέλλω (παραστρατίζω) [αλλαξοστρατίζω=αλλαξοδρομώ]

εξομαλύνω (ισιώνω, ομαλοποιώ)

εξομόνω (αλλαξοπιστώ)

εξοντώνω (αφανίζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, αποτυμπανίζω)

εξοπίζω (εκχυμώ) [οπός=χυμός ή γαλακτώδης χυμός]

εξοργίζω (ερεθίζω, ορσολοπεύω)

εξορθολογίζω (νοικοκυρεύω)

εξορύσσω (ξεσκάβω, εκταφρεύω) 

εξοστρακίζω (εξορίζω, εκπατρίζω, υπερορίζω)

εξουδετερώνω (εκμηδενίζω, εξουθενώνω)

εξοφλώ (αποπληρώνω)

εξυβρίζω (προσβάλλω, αγριολογώ)

εξυμνώ (εγκωμιάζω, επαινώ, εξαίρω)

εξυπηρετώ (ωφελώ, βοηθώ)

εξωθώ (παρακινώ)

επαγρυπνώ (παραμονεύω, εφημερίζω)

επαινώ (εγκωμιάζω, εξυμνώ, επιβραβεύω) [συνεξυμνώ=συμμέλπω]

επακολουθώ (παρέπομαι, επισυμβαίνω)

επαναπαύομαι (εφησυχάζω)

επαναστατώ (ανταίρω, ανταρτεύω, επανίσταμαι, εγείρομαι)  [ανταρσία=στάση]

επανορθώνω (αποζημιώνω)

επαφίεμαι (επαναπαύομαι)

επείγομαι (βιάζομαι, επισπεύδω, συνταχύνω, κατεγκονώ) [επείγει=πιέζει]

επεμβαίνω (μεσολαβώ)

επενδύεται (καλύπτεται, ντύνεται, σκεπάζεται)

επεσβολώ (κακομιλώ)

επευφημώ (επιδοκιμάζω, επικροτώ, μπιζάρω)

επηρεάζω (χειραγωγώ, ποδηγετώ, επιδρώ, επενεργώ)

έπιασε (φύτρωσε, ρίζωσε)

επιβάλλω (αναγκάζω) [αντιμεταβάλλω=αντιστρέφω, παραμείβω, παραμεύω]

επιβαρύνω (επιφορτίζω)

επιβεβαιώνω (επικυρώνω)

επιβιώνω (επιζώ, μεταβιώνω) [εναπομένω=επιζώ, απομένω=υπολείπομαι]

επιβλέπομαι (επιτηρούμαι, οφθαλμοβολούμαι)

επιβραδύνω (χρονοτριβώ, εγχρονίζω)

επιδεικνύω (παρουσιάζω, φλεξάρω)

επιδεινώνω (επιβαρύνω, χειροτερεύω)

επιδίδομαι (ενασχολούμαι) [ενημερεύω=ενδιατρίβω, ενασχολούμαι]

επιδίδω (εγχειρίζω, εγγυαλίζω, ενθεναρίζω) [αυτουργώ=αυτοχειρίζω]

επιδιορθώνω (επισκευάζω)

επιδιώκω (προσπαθώ)

επιδοκιμάζω (εγκρίνω, επικυρώνω, επικροτώ)

επιδρώ (επενεργώ)  [αντενεργώ=αντιδρώ]

επιζητώ (επιδιώκω)

επιθεωρώ (ελέγχω, εποπτεύω)

επιθυμώ (βούλομαι, θέλω, λαχταρώ, εφίεμαι, έλδομαι)

επικάθημαι (επιστηρίζομαι ή επικολλώμαι)

επικαιροποιώ (ανανεώνω, φρεσκάρω) [π.χ. επικαιροποίησαν τις άδειες ιδιωτικών σχολείων]

επικαλούμαι (ονοματίζω, αναφέρω) [επιλέγομαι=προτιμώμαι ή επονομάζομαι, επικαλούμαι] [ονοματοδοτώ, ονοματοθετώ=επονομάζω]

επίκειται (επέρχεται, επικρέμαται, επαπειλείται)

επικοινωνώ (συνδέομαι, σχετίζομαι, συμμετέχω)

επικολλώ (προσαρτώ)

επικουρώ (βοηθώ, υποστηρίζω, αβαντάρω)

επικρατώ (νικώ, υπερέχω, περιγίγνομαι, καταδαμαζω)

επικρίνω (κατηγορώ, απελέγχω)

επικυρώνω (βεβαιώνω, πιστοποιώ, επισφραγίζω, καθυπογράφω)

επιλανθάνομαι (λησμονώ, ξεχνώ, ξαστοχώ)

επιλύω (διευθετώ)

επιμελούμαι (φροντίζω, μεριμνώ, γνοιάζομαι, βαγιλίζω, αλεγύνω, αλεγίζω)

επιμένω (ισχυρίζομαι, υποστηρίζω)

επινοώ (μηχανεύομαι, τεχνάζομαι, σκαρφίζομαι, σκαρώνω, εμφαντάζομαι, στενολογώ)

επιπλέω (επιπολάζω)

επιπλήττω (επιτιμώ, επιρραπίζω) [μυριοτιμώ=περιτίω, πολυτιμητίζω, κατακυδαίνω, περιτιμώ] 

επισείω (επικραδαίνω)

επισημαίνω (υπογραμμίζω)

επισημοποιώ (επικυρώνω)

επισιτίζω (ταΐζω, βρωματίζω)

επισκήπτει (επέρχεται, καταφθάνει) [εισκωμάζω=ενσκήπτω]

επισκιάζει (μειώνει, εξαλείφει, εκμηδενίζει)

επισκοπώ (παρατηρώ)

επισπεύδω (επιταχύνω, γρηγορεύω)

επιστατώ (επιβλέπω, εφορώ, εφίσταμαι)

επιστρέφω (επανέρχομαι, υπονοστώ, γιαγέρνω)

επιστρώνω (επικαλύπτω, επενδύω) [πλακοστρώνω=αβακοστρώνω]

επισυμβαίνει (επακολουθεί)

επισυνάπτω (προσαρτώ, προσδένω,

συνυποβάλλω, καθυποβάλλω, προσυποτάσσω)

επιτάσσω (προστάζω, παρακελεύω) [επιτάχθηκε=δεσμεύθηκε]

επιτελώ (πραγματοποιώ, προσφέρω, εξανύω)

επιτρέπεται (έξεστι, εγχωρεί, συγχωρείται, παραχωρείται)

επιτρέπω (ανέχομαι)

επιτροπεύω (κηδεμονεύω)

επιτυγχάνω (καταφέρνω, ευστοχώ, κατορθώνω)

επιφέρω (προξενώ, προκαλώ, επισύρω, επάγω)  [επάγεται=επιφέρει]

επιφιλοτιμούμαι (επιδαψιλεύω)

επιφορτίζω (επιβαρύνω, επιπροσθέτω)

επιφυλάσσομαι (συγκρατιέμαι, διστάζω)

επιχρυσώνω (μαλαματώνω, βαρακώνω)

επιχειρώ (προσπαθώ, επιχειρίζομαι)

επιχέω (ρίχνω, διασπείρω) [εγχέω=ενστάζω] 

επιχορηγώ (χρηματοδοτώ) [φιλαργυρώ=φιλοχρημονώ, φιλοχρηματώ] 

έπομαι (ακολουθώ, συνοδεύω, δορυφορώ, παρέπομαι)

εποπτεύω (επιβλέπω, επιστατώ, επιθεωρώ, 

επιτηρώ, εφορεύω, παρακολουθώ)

επουλώνεται (τρέφει, θρέφει) [επουλώθηκε=κουκούδιασε, καρκάδιασε] [κουκουδιάζω=σπυριάζω] [εσχαρούμαι=επουλώνομαι]

επουλώνω (θεραπεύω)

εποφθαλμιώ (υποβλέπω, επιβουλεύομαι,

καταδολιεύομαι, κακοβουλεύομαι) [καταδολιεύω=ξεμαυλίζω]

επωμίζομαι (φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, ζαλικώνομαι)

εργάζομαι (δουλεύω)  [λεπτουργώ=ψιλοδουλεύω]

εργαλειοποιώ (εναποχρώμαι) [=χρησιμοποιώ κάτι για ίδιον όφελος]

ερεθίζω (εξάπτω, διεγείρω, ζοχαδιάζω, προκαλώ,

εμποιώ, αψώνω, αγγρίζω, εξαγριώνω, εκνευρίζω,

εξιτάρω, παροξύνω, νευριάζω, ξανάβω, τσατίζω,

αντροκαλώ)

ερείδομαι (στηρίζομαι, ακουμπώ, αγαντάρω, εδράζομαι, επακουμβίζω)

ερειπώνω (γκρεμίζω, χαλαβρώνω)

ερευνώ (εξετάζω, ελέγχω, αναδιφώ, ψάχνω, ματεύω, 

ανιχνεύω, εξακριβώνω, αναζητώ, επιφυλλίζω)

ερημώνω (λεηλατώ, ληστεύω)

ερίζω (φιλονικώ, καβγαδίζω, διχογνωμώ, διχονοώ)

ερματίζω (σαβουρώνω)

ερμηνεύω (εξηγώ)

έρπω (σέρνομαι, γλιστρώ, ολισθαίνω, ερπύζω) [προσερπύζω=προσέρπω]

ερρέθη (ελέχθη, ειπώθηκε)

ερυθριώ (φοινίσσομαι) [απερυθριώ=ξεκοκκινίζω]

έρχομαι (φθάνω, αφικνούμαι, κουβαλιέμαι)

ερωτεύομαι (έραμαι)

ερωτοχτυπιέμαι (καψουρεύομαι)

εσθίω (τρώγω, καταβροχθίζω, χλαπακιάζω, σαβουρώνω, ντερλικώνω, χλαπανάω, χλαπατώ)

εστιάζω (επικεντρώνω, εντοπίζω, προσδιορίζω)

εσωκλείεται (εμπεριέχεται)

ετοιμάζω (παρασκευάζω, καταρτίζω, χαζιρεύω, ευτυκάζομαι, καταρτύω, εντύνω)

ετυμηγορώ (αληθολογώ, αληθομυθώ, αψευδώ, απαληθεύω)

ετυμολογούμαι (παρωνυμούμαι)

ευγνωμονώ (ευχαριστώ) [ευχαρίζομαι=επευχαριστώ] [κοντεντάρω=ευχαριστώ]

ευδαιμονίζω (μακαρίζω, καλοτυχίζω, ολβίζω)

ευδαιμονώ (ευτυχώ, ευημερώ, ευπραγώ, ολβονομώ, αγαθοδαιμονώ, ευοχθώ)

ευδοξώ (τιμώμαι, επαινούμαι, ευφημούμαι) [αδοξώ=αγνοούμαι, παραβλέπομαι]

ευηθίζομαι (ηλιθιάζω, ανοηταίνω, μωρίζω)

ευημερώ (ευδαιμονώ, ευτυχώ, ευπορώ, ευπραγώ, ευροώ)

ευθυγραμμίζεται (συνταυτίζεται, συμπίπτει)

ευθυμώ (ευπαθώ, ξεσκάω)

ευθυπορώ (ευθυδρομώ, ιθυδρομώ, ορθοβατώ, ιθυπορώ) [κυκλοπορώ=κοντογυρίζω]

ευκαιρώ (αδειάζω, ξελασκάρω, σχολάζω, ξαδειάζω, ευσχολώ)

ευκολύνω (ευχεραίνω)

ευλογώ (υμνώ, δοξολογώ) [αγαθολογώ=ευλογώ]

ευνουχίζω (μουνουχίζω, στειρώνω, ορχοτομώ, θλαδιώ, στειροποιώ)

ευνοώ (χαρίζομαι, χαριστώ)

ευποιώ (ευεργετώ, καλοποιώ, αγαθοποιώ, αγαθοεργώ, αγαθοπραγώ) [αντευεργετώ=αντευποιώ]

ευπρεπίζω (καλλωπίζω, διακαλλύνω, αγάλλω)

ευρίσκω (ανακαλύπτω, επινοώ) [ανευρίσκω=ανακαλύπτω]

ευρύνω (πλαταίνω, φαρδαίνω)

ευσπλαχνίζομαι (ελεώ, οικτίρω)

ευτακτώ (πειθαρχώ)

ευτραφώ (καλοταΐζομαι)

ευτροφώ (καλοτρώγω, καλοθρέφομαι, μοσχοτρώω, ευτραπεζεύομαι, φιλοτροφούμαι)

ευτυχώ (ευημερώ, ευδαιμονώ, καλοριζικεύω, καλοπραγώ)

ευφραίνομαι (χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ασμενίζομαι,

ικανοποιούμαι, τέρπομαι, ήδομαι, αγάλλομαι, ευληματώ, 

ηδύνομαι, ευθυμώ, ευπαθώ, ευαρεστούμαι, θυμαρώ, 

επιχαίρω, ιλαρεύομαι, χαίρω, γήθομαι, εμφαιδρύνομαι,

κουντεντιάζω, αγαλλιάζω, γελοκοπώ)

ευφραίνω (χαροποιώ, αλεγράρω, γλυκοκαρδίζω, ιλαροποιώ)

ευχαριστιέμαι (ευφραίνομαι, χαίρομαι, ηδύνομαι) [μυριοευχαριστούμαι=εξευφραίνομαι]

ευχαριστώ (ευγνωμονώ, ευαρεστώ, καθηδύνω)

ευχολογώ (εύχομαι) [εξορκίζω=ενεύχομαι, εφορκίζω] [συγκατεύχομαι=συμπροσεύχομαι]

ευψυχώ (ανδρίζομαι, εγκαρτερώ)  [ανανδρούμαι=ευνουχίζομαι]

ευωδιάζω (μοσχοβολώ, μοσχομυρίζω, αρωματίζω, μοσχοραίνω, ευοσμώ)

ευωχούμαι (συντρώγω, συμποσιάζω, τρωγοπίνω, ομοσιτώ)  [συμπίνω=συμποσιάζω]

εφαπλώ (επιστρώνω) [εφάπλωμα=πάπλωμα]

εφάπτεται (ακουμπάει)

εφαρμόζω (ταιριάζω)

εφεδρεύω (παραμονεύω)

εφευρίσκω (επινοώ)

εφημερεύω (επιβλέπω, επιτηρώ)

εφοδιάζω (προμηθεύω, τροφοδοτώ, εκπορίζω)

εφορεύω (εποπτεύω)

εφορμώ (επιτίθεμαι, επέρχομαι, εισελαύνω, επελαύνω, θουρώ, κατασκήπτω, ιθύω, χυμάω, ορούω)

εχθρεύομαι (αντιπαθώ, μισώ, κακεύω, δυσνοώ) [εχθρωδώ=επιδυσμενούμαι, δυσμεναίνω]

έχω (κατέχω, διακρατώ, παμωχώ, κατακρατώ, κατασχέθω)

εωλίζω (παλαιώνω, αναχρονίζω)

Ζ

ζαβλακώνω (αποβλακώνω,ξεμωραίνω,ξεκουτιαίνω, ζαλαίνω, κακοφρονίζω)

ζαβολιάζω (ατακτώ)

ζαβώνω (στραβώνω)

ζακατάω (προσκλίνω, κάμπτομαι, λυγίζω, βαΐζω)

ζαλίζομαι (σκοτοδινιώ, βελιουργιάζομαι, ζανταλώνομαι) [ξεζαλίζομαι=ξεθολώνω]

ζαλίζω (στροφοδινώ)  [στροφοδινούμαι=αμφιδινούμαι]

ζαλικώνω (φορτώνω, ζαλώνω)

ζαλοκουνήθηκε (χάζεψε, κατσίρτσε)

ζαμουριάζω (καχεκτώ) [καχεκτεύομαι=κακοσταθώ, κακηπελώ]

ζαμπουνιάζω (αδυνατίζω, λιανεύω)

ζαντζιάζω (δυστροπώ, κατσιποδιάζω, τσινώ, αναποδιάζω)

ζαπώνω (αρπάζω, αποσπώ)

ζαριφίζω (κομψεύω) [κομψολογώ=καλλιλογώ, καλλιεπώ, καλλιρρημονώ, καλλιλεκτώ]

ζαρώνω (παπουδιάζω, σουφρώνω, γριλιάζω,

πτυχούμαι, σταφιδιάζω, ρικνούμαι, ρυτιδώνομαι,

γατσιάζω, σαφρακιάζω, συμπτύσσομαι, ζαρουκλιάζω,

συμμαζεύομαι, ζαρωματιάζω)

ζαχαρώνω (ορέγομαι)

ζεματάω (καίω) [κατακαίω=εκπυρώ, καταφλέγω]

ζεματίζω (καίω)

ζεσταίνω (θερμαίνω, θάλπω) [υπερθερμαίνω=παρακαίω, καταθέρω, παραθερμαίνω, παραζεσταίνω]

ζεστοκοπάω (λιβακώνομαι, ζεσταίνομαι, ανεμοκαίγομαι)

ζευγαριάζω (συνταιριάζω, συναρμόζω)

ζευγαρώνω (συζεύγω, συντροφιάζω) [συζεύγνυμαι=ζευγαρώνομαι]

ζεύω (υποζυγώ, ζευγνύω) [συζυγώ=συστοιχώ, ήτοι ευρίσκομαι εις την αυτήν σειράν ή παράταξιν]

ζέχνω (όζω, βρομώ)

ζέω (βράζω, κοχλάζω, χοχλακώ) [καζανιάζω=λεβητίζω]

ζηλεύω (φθονώ, ζηλοτυπώ, συνερίζομαι, κασκαντώ)

ζηλώ (μιμούμαι)

ζημιώνω (βλάπτω, αδικώ, λωβώμαι, αδικεύω)

ζητιανεύω (διακονεύω, επαιτώ, αγυρτεύω, ψωμοζητώ, χειραπλώνω, ζητεύω)

ζητώ (γυρεύω, αιτώ, μαστεύω)

ζητωκραυγάζω (επευφημώ, αποθεώνω, επιφημίζω)

ζιζανεύει (διχάζει, ταραχοποιεί, σκανδαλοποιεί)

ζογκιάζομαι (εξοιδώ, πρήζομαι) [ζόγκος ή ζιόγκος=εξόγκωμα, οίδημα]

ζορίζω (αναγκάζω, υποχρεώνω)

ζορλίζω (εξαναγκάζω) [ζόρλα = με το ζόρι]

ζουγλαίνω (πηρώ)

ζουζουνίζω (ζιζινίζω, βουΐζω)

ζουμάρω (εστιάζω ή αυξομειώνω)

ζουπώ (πιέζω, ζουλώ, καταβαρώ)

ζουριάζω (μαραζώνω)

ζοχαδιάζω (εκνευρίζω, ερεθίζω)

ζυγαριάζω (σταθμίζω)

ζυγιάζω (σταθμίζω)

ζυγοστατώ (σταθμίζω)

ζυγώνω (προσεγγίζω, πλησιάζω, σιμώνω, κοντοσώνω) [κρυφοζυγώνω=κρυφοπλησιάζω]

ζυμώνω (φυρώ, εκμάσσω, αναπιάνω, διαφυρώ) [φύρω=αναμιγνύω, φορύνω, κατακιρνώ]

ζω (κατοικώ, μένω, οικετεύω, οικώ) [οικοτριβώ=εποικουρώ]

ζωγραφίζω (εικονογραφώ, ιχνογραφώ, σκιτσάρω, απεικονίζω, αποζωγραφώ)

ζωγρώ (αιχμαλωτίζω, ζωντοπιάνω)

ζωμοποιούμαι (σουπιάζω) [ζωμοποιώ=ζωμεύω]

ζώνεται (περικυκλώνεται)

ζωντανεύω (ζωηρεύω)

ζώνω (περιβάλλω, περικλείω, ζωννύω)

ζωογονώ (ενδυναμώνω, ινάσσω)

ζωοποιώ (ζωοδοτώ, ζωώ)

ζωοτροφώ (κτηνοτροφώ, θρεμματοτροφώ, χιλεύω)

ζωπυρώ (φλέγω) [τα ζώπυρα της πίστης=οι φλόγες (η φλόγα) της πίστης]

Η

ηγεμονεύω (διοικώ, αρχηγετεύω)

ηγούμαι (προΐσταμαι)

ήδομαι (ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι)

ηδονίζομαι (ευχαριστιέμαι)

ηδυλογώ (καλολογώ, καλοκρένω)

ηδύνω (γλυκαίνω, ηδυποιώ) [καταμελιτώ=καταγλυκαίνω, καταγλυκάζω] 

ηδυφιλώ (γλυκοφιλώ, καλοφιλώ) [προσφιλώ=εναγκαλίζομαι] 

ηθικοποιώ (εξευγενίζω)

ηλεκτρίζω (διεγείρω)

ηλικιώνομαι (ωριμάζω, ανδρώνομαι)

ημεροποιώ (ημερώνω)

ημερώνω (δαμάζω, τιθασεύω)

ημπορώ (δύναμαι, δυνάζομαι) [αλκάζω=ανδραγαθώ]

ηνιοχεύω (διευθύνω)

ηνιοχώ (αμαξηλατώ, αρματηλατώ, αρματεύω, αρματοδρομώ) [αρματοπηγώ=αρματοποιώ]

ηξεύρω (γινώσκω, επίσταμαι)

ηπεροπεύω (ξεμαυλίζω)

ηρεμίζω (κατευνάζω, καταπραΰνω, καταλαγιάζω,

απαλύνω, σιγανεύω, αποφορτίζω, ηπιαίνω, 

διαγαληνίζω, ηπιώ, κατακηλαίνω, αγαθύνω)

ηρεμώ (γαληνεύω, ησυχάζω, απαγαδιάζω,

μαλακώνω, καλμάρω, κουλάρω, νηνεμώ)

ηρωδιάζει (παρεκτρέπεται)

ησυχάζω (ηρεμώ, γαληνεύω, αγαλιάζω, ατρεμώ)

ηττώμαι (νικιέμαι, μειώνομαι, κατατροπώνομαι, καταβάλλομαι)

ηχογραφώ (μαγνητοφωνώ)

ηχολογώ (αντιλαλώ, ηχοβολώ)

ηχώ (βομβώ, σημαίνω, λαλάζω, μορμυρίζω, λάσκω)

 

Θ

θαλασσοδέρνομαι (δεινοπαθώ) [ανεμοδέρνομαι=αεροδέρνομαι, αεροχτυπιέμαι]

θαλασσοπορώ (ποντοπορώ, θαλασσοδρομώ)  [αντίθετον: χερσοπορώ]

θαλασσομαχώ (θαλασσοπαλεύω)

θαλασσώνω (αποτυγχάνω, διαμαρτάνω, ατευκτώ)

θάλλω (ανθώ, ακμάζω, ευδοκιμώ)

θάλπω (ζεσταίνω, θερμαίνω)

θαμπώνομαι (εντυπωσιάζομαι)

θαμπώνω (θολώνω, αμυδρώ) [επισκοτίζω=θολώνω]

θανατικώνω (μολεύω) [λοιμώττω=μολύνομαι]

θανατώνω (σκοτώνω, φονεύω, αποκτείνω)

θαραπαύκα (φχαριστήθηκα)

θαρρεύω (εμψυχώνομαι, ενθαρρύνομαι)

θαρρώ (νομίζω, δοκεύω)

θαυμάζω (καμαρώνω, μπεγεντίζω)

θαυμαστώνω (εξυψώνω, μεγαλύνω, λαμπρύνω, περικοσμώ)

θαυματουργώ (θαυματοποιώ, θαυμασιουργώ)

θέλγω (γοητεύω, σαγηνεύω, μαγεύω)

θέλω (βούλομαι, επιθυμώ)

θεμελιώνω (ιδρύω, κτίζω)

θεοδρομώ (θρησκεύω)  [θεηγορώ=θεολογώ] [θεηκολώ=ιερατεύω, κολώ=περιποιούμαι, βουκολώ=φροντίζω τις αγελάδες]

θεοληπτούμαι (θεοφορούμαι) [αθεΐζω=αθεώ, ήτοι είμαι άθεος]

θεοποιώ (αποθεώνω, απαθανατίζω) [αθανατίζω=αφθαρτίζω]

θεραπεύω (γιατρεύω, νοσηλεύω, γιατροπορεύω, ιαίνω, υγιάζω)

θεριακλώνω (περιπαθώ)

θεριεύω (υπεραυξάνω, γιγαντώνομαι, θεριακώνω) [μυριομεγαλύνω=εξοφέλλω] 

θερίζει (εξολοθρεύει)

θερμαίνω (ζεσταίνω, θάλπω)

θερμοπαρακαλώ (ικετεύω)

θεσμοθετώ (νομοθετώ, θεσμοποιώ, νομοποιώ, νομοδοτώ)

θέτω (βάζω)

θεώμαι (βλέπω, παρατηρώ, καθορώ)

θηλάζω (βυζαίνω, μαστοδοτώ) [γαλακτοφορώ=γαλακτουργώ, ήτοι παράγω γάλα]

θηλύνω (εκθηλύνω) [αντίθετον: αρρενοποιώ]

θηλυτοκώ (θηλυγονώ)  [αρρενοκυώ=αρρενοτοκώ, αρρενογονώ]

θηρεύω (κυνηγώ) [ιξεύω=ιξοβολώ]

θηρολετώ (θηροκτονώ, θηροφονώ)

θησαυρίζω (ταμιεύω, αποθηκεύω, εσοδεύω, θησαυροποιώ, 

εναποθέτω, πλουτίζω, κεφαλαιώνω, οικονομώ, εισπράττω)  [αμπαριάζω=αποθηκεύω]

θητεύω (υπηρετώ, εργάζομαι)

θίγω (αγγίζω, καταπιάνομαι, επιλαμβάνομαι, άπτομαι)

θλίβομαι (αθυμώ, λυπούμαι, βαρυθυμώ, δυσθυμώ,

αγκουσεύομαι, άχθομαι, στενοχωρούμαι, βαρυαχθώ, 

μελαγχολώ, χολοσκάζω, βαρυγνωμώ, νταλκαδιάζομαι, 

κακοφορούμαι, περιαλγώ, κακοθυμώ, αλυσθαίνω)

θλίβω (λυπώ, στενοχωρώ, δυσαρεστώ, πικραίνω, αλγύνω, βαρυκαρδίζω, ακαχίζω)

θνήσκω (πεθαίνω, εκπνέω, αποβιώνω)

θολιάζω (θαμπίζω)

θορυβώ (βροντώ, κροτώ, βαβουρίζω, αρβαλώ, αραβώ, σφαραγίζω, οτοβώ, ραθαγώ, 

θορυβοποιώ, γδουπώ, βροντοβολώ, σμαραγώ, τριζοβολώ, πλαταγίζω, κροταλίζω, πρατσιανάω)

θρασεύω (θρασομανώ, φουντώνω)

θρασυστομώ (αυθαδιάζω, λαβροστομώ, θρασυλογώ, λαβραγορώ)

θραύω (σπάζω, κομματιάζω, τσακίζω, διασπώ,

διαρρηγνύω, θρύβω, θρυμματίζω, θρυψαλιάζω,

θρουβαλίζω, θρύπτω, κλω, σπάνω, διαθλώ,

θραυματίζω, κερματίζω, θρουψαλιάζω, θλω,

θρουλίζω, μιστυλλεύω)

θρέφω (ταΐζω, σιτίζω)

θρηνώ (οδύρομαι, κλαίω, γοώ, κόπτομαι, δερνοκοπιέμαι, αναμυχθίζομαι, ιαλεμίζω) [σαλαΐζω=κωκύω, ήτοι θρηνώ ηχηρώς]  

θριαμβεύω (υπερισχύω, τροπαιοφορώ, μεγαλουργώ)

θριαμβολογώ (επαίρομαι)

θροΐζω (υποθορυβώ, φουρφουρίζω)

θρονιάζομαι (στρογγυλοκάθομαι)

θρυμματίζω (κομματιάζω, λιανίζω, κερματίζω, μυττωτεύω)

θρύπτω (κατακερματίζω)

θυλακίζω (τσεπώνω, σακουλιάζω, σακιάζω, τσουβαλιάζω, πουγκιάζω, τουρβαδιάζω)

θυλακώνω (τσεπώνω, εγκολπώνω)

θυμάμαι (μνήσκομαι) [ενστηθίζω=διαμιμνήσκομαι, αλασταίνω]

θυματοποιούμαι (τσαλαπατιέμαι)[=με μεταχειρίζονται χωρίς να υπολογίζουν τη βούλησή μου]

θυμιατίζω (λιβανίζω, θυμιώ, θυμιάζω)

θυμίζω (αναφέρω, μνημονεύω, επιψαύω)

θυμώνω (αγανακτώ, οργίζομαι, κακοσυνεύω, σκυδμαίνω, 

αρπάζομαι, οξυθυμώ, οργαίνω, οξυχολώ, ακροχολώ)

θυσιάζομαι (δίνομαι, προσφέρομαι)

θύω (θυσιάζω)

θωπεύω (χαϊδεύω, περιποιούμαι, κορίζομαι, κανακεύω, μαλαχατεύω, αικάλλω)

θωρακίζω (οχυρώνω, περιτειχίζω, ασφαλίζω) [τειχίζω=τειχοποιώ, τειχοδομώ]

θωρώ (βλέπω, παρατηρώ)

 

Ι

ιάλλω (σφλιτζουρίζω)

ιαματουργώ (ιαίνω)

ιαμβίζω (υβρίζω, πηλακίζω)

ιάπτω (τύπτω, τιτρώσκω, ουτάζω)

ιατρεύω (θεραπεύω, αλθαίνω)

ιαύω (καθεύδω, εύδω)

ιαχώ (φωνάζω)

ιβυκινίζω (ευάζω, βοώ)

ιβύω (κελωρύω, βοώ)

ιγδίζω (ολμοκοπώ)

ιδανικεύω (υπερυψώνω, εξιδανικεύω)

ιδεάζομαι (ψυλλιάζομαι)

ιδεάζω (προδιαθέτω)

ιδιάζω (ξεχωρίζω, διαφέρω)

ιδιοβουλεύω (αυτενεργώ, εκουσιάζομαι)

ιδιοβουλώ (ιδιογνωμώ, ιδιοπραγώ, αυτενεργώ, αυτογνωμονώ, ιδιοπραγμονώ)

ιδιοκρατώ (αυτοκυβερνιέμαι)

ιδιολογώ (αποφαίνομαι)

ιδιοποιούμαι (νοσφίζομαι, διαρπάζω)

ιδιοποιώ (νοσφίζομαι, αντιποιώ) [εξιδιοποιούμαι=ιδιοποιούμαι]

ιδιοτροπιάζω (παραξενιάζω, αλλοτριάζω)

ιδιοτροπώ (δυστροπώ)

ιδιούμαι (οικειούμαι, εκνοσφίζομαι)

ιδιωτεύω (οικειοπραγώ, αυτοπραγώ) [=ασχολούμαι με τις δικές μου υποθέσεις] [αντίθετον: αλλοτριοπραγώ]

ιδνούμαι (κυρταίνω) 

ιδού (κοίτα, δες, ίδε)

ιδροκοπώ (κατακοπιάζω, αποκάμνω) [μπετώνω=κατακόβομαι, αποκάμω, γκεστίζω, αποστέκω]

ιδρύω (κτίζω, θεμελιώνω)

ιδρώνω (ιδρωτοποιούμαι, ανιδίω ή κοπιάζω)

ιεραρχώ (ταξιθετώ, κλασάρω, ταξινομώ, διαβαθμίζω)  [διαβαθμίζω=βαθμολογώ]

ιερεύω (ιεράζω)  [= ασκώ  το  αξίωμα του  ιερέως]

ιεροθυτώ (θυσιάζω, καθιερεύω)

ιεροκαυτώ (ιεροθυτώ)

ιερολογώ (ιεροπρακτώ, ευλογώ)

ιεροποιώ (αγιάζω, αγιστεύω, ιερίζω)

ιεροσυλώ (βεβηλώ)

ιερουργώ (τελετουργώ, ιεροπρακτώ, μυσταγωγώ, ιερατεύω, οσιουργώ, χοροστατώ)

ιεροφορώ (ρασοφορώ)

ιεροφωρώ (βεβηλώνω)

ιερώνω (καθοσιώνω)

ιζάνω (κατακαθίζω, καθιζάνω)

ιθαίνω (χαρίζομαι, ευφρονώ)

ιθύνω (κατευθύνω)

ικανοποιούμαι (ευχαριστιέμαι, ευαρεστούμαι, ευδοκώ, επαρέσκομαι, ασμενίζω)

ικανοποιώ (δικαιώνω, επανορθώνω)

ικάνω (φθάνω) [ικανώ=επαρκώ]

ικελώ (εξομοιώ)

ικετεύω (εκδυσωπώ)

ικμαίνω (νοτίζω, διαβρέχω)

ικνούμαι (έρχομαι, ξεκαμπίζομαι)

ιλαρεύομαι (εμφαιδρύνομαι, νταλκαδιάζω)

ιλαρώνω (ευφραίνω, χαροποιώ, αλεγράρω, φαιδρύνω)

ιλάσκομαι (εξευμενίζω, εξιλεώνω, ιλεώμαι)

ιλεούμαι (μειλίσσω)

ιλιγγιώ (ζαλίζομαι, νταλώνομαι, αντραλίζομαι)

ιλυσπώμαι (καθέρπω)

ιλύω (καταλασπώνω) [ιλύς=λάσπη]

ιμάσσω (καμουτσικίζω)

ιματίζω (ενδύω, αμφιέζω, αμφιάζω)

ιμείρομαι (κατεπιθυμώ, προσσπαίρω, ορμαίνω)

ιμώ (αρύω) [ιμητός=ο δυνάμενος να αντληθεί, ιμάς=λουρί, ιμονιά=πηγαδόσχοινο]

ινατώνω (θυμώνω)

ινδάλλομαι (ομοιάζω, οειδίζω)  [ίνδαλμα=ομοίωμα, είδωλο]  [ινδαλματίζω=μορφοποιώ]

ιντριγκάρω (τσιγκλώ)

ινώ (κατακενώ)

ιουδαΐζω (εβραΐζω)

ιππεύω (καβαλικεύω, κελητίζω)

ιππηλατώ (ηνιοχώ)

ίπταμαι (πετώ, φτερουγίζω, φλετουράω)

ιρίζω (ιριδίζω) [=εκπέμπω την σειράν χρωμάτων της ίριδος]

ισάρω (αναίρω)

ισηγορώ (ισολογώ)

ισιάζω (ευθύνω, ευθειάζω, ομαλύνω, ευθυγραμμίζω, σιάχνω)

ισιώνω (ομαλύνω, ισάζω, καθομαλίζω, ισώνω, εξισάζω)

ισκιώνω (κατασκιάζω)

ισογνωμώ (ομοφρονώ, ομογνωμώ, συνθυμώ, συμφρονώ, ταυτογνωμονώ)

ισοδρομώ (συμπορεύομαι)

ισοδυναμεί (ισούται, αντιστοιχεί, αναλογεί)

ισοζυγώ (ισοσταθμώ, ισοστατώ) [ισοβαρώ=ισοζυγώ] [ισοζυγίζω=αντανισώ]

ισοκρατώ (ισοσθενώ) 

ισομετρούμαι (εξισώνομαι)

ισονοούμαι (ισομετρούμαι)

ισοπεδώνω (γκρεμίζω, κατεδαφίζω, εξεδαφίζω)

ισορροπώ (εξισώνω, ισοσταθμίζω, ισοζυγίζω)

ισοσθενώ (ισοδυναμώ, ισοπαλώ)

ισοσκελίζω (εξισορροπώ)

ισοτροπώ (ομοτροπώ) [αντίθετον: ετεροτροπώ]

ισοτυπώ (συγκατασχηματίζομαι, συνομοιούμαι, ομοιοσχημονώ) 

ισοφαρίζω (εξισώνομαι)

ίσταμαι (στέκομαι, ορθώνομαι, ορθοστατώ) [περιίσταμαι=περικάθημαι, περίκειμαι]

ιστιοπλοώ (αρμενίζω, ιστιοδρομώ)

ιστοθετώ (αλμπουρίζω) [ιστός=άλμπουρο, κατάρτι]

ιστορίζω (αναπαριστώ)  [παριστορώ=ψευδοϊστορώ, μυθεύω] [μυθεύματα=ψευδείς ιστορίες]

ισχναίνω (φυραίνω, αδυνατίζω, χωνεύω, αχαμναίνω, 

λιγνεύω, αποστεώνομαι, αποσκελετώνομαι, λιανεύω)

ισχάνω (αναχαιτίζω)

ισχνεύω (λεπτύνω, λεπτίζω)

ισχνομυθώ (λεπτολογώ, σχοινολογώ, ευρυλογώ, τερθρεύομαι, λεπτομυθώ, ισχνολογώ, ισχνοεπώ)

ισχνοφωνώ (σιγομιλάω, ψιθυρίζω, υπολαλώ, ψιλοφωνάζω)

ισχυρογνωμώ (πεισμώνω, μονογνωμώ)

ισχυροποιώ (δυναμώνω, σφοδρύνω) [τσελικώνω=ισχυροποιώ]

ισχύω (επικρατώ, επιβάλλομαι)

ισχυρίζομαι (υποστηρίζω, επιμένω, διατείνομαι)

ίσχω (επικρατώ)

ιταμεύομαι (αδιαντροπεύομαι, κατασχημονώ, ενασχημονώ, ενσατυρίζω, προπετεύομαι)

ίτε (υπάγετε)

ιύζω (βοώ)

ιχανώ (λιξεύω, υπεριμείρομαι, υπερποθώ, ψυχοδέρνομαι, κατεπιθυμώ, μυριορέγομαι] 

ιχθυβολώ (καμακώνω) [ιχθυοβολεύς=καμακευτής]

ιχνεύω (διερευνώ, φερμάρω) [σταλκάρω=διϊχνεύω] 

ιχνηλατώ (ιχνολογώ, καταποδώ, στιβάζομαι, εφομαρτώ, στιβεύω)

ιχνογραφώ (σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ, σχεδιοποιώ)

ιχνομυθώ (ξεδιηγώ, διεξιστορώ, επεξηγούμαι)

ιχνοπατώ (ιχνοποδοπατώ) [=θέτω τον πόδα επί του ίχνους τινός]

ιχνοποιώ (αποτυπώνω)

ιχνοσκοπώ (ιχνώμαι)

ιχωρροώ (πυορροώ) [εμπυάζω=πυοποιώ]

ιώμαι (γερεύω, ξαρρωσταίνω, γιατρεύομαι)

ιωτίζω (ιωτογραφώ)

 

Κ

καβαλικεύω (καβαλάω, ιππεύω, νωτοβατώ)

καβγαδίζω (ερίζω, φιλονικώ, πληκτίζομαι, συμπλέκομαι)

καβουρδίζω (φρύγω, ξεροψήνω)

καγχάζω (λοιδορώ, ειρωνεύομαι)

καθαιμάσσω (καταματώνω) [καθημαγμένος=καταματωμένος]

καθαιρώ (καταργώ)

καθάπτεται (αγγίζει)

καθαρίζω (σκουπίζω, παστρεύω, καθαίρω, καθαροποιώ, ξελιγδιάζω)

καθηλώνω (ακινητοποιώ)

κάθημαι (αδρανώ, ακινητοποιούμαι)

καθησυχάζω (ηρεμίζω, απογαληνίζω)

καθιερώνω (νομιμοποιώ, θεσπίζω)

καθίζω (κάθημαι, στρώνομαι)

καθιστώ (ορίζω, κάνω) 

καθορίζω (προσδιορίζω, διασαφηνίζω) [στοχοθετώ=προκαθορίζω, σκοποθετώ, προσχεδιάζω]

καθοσιώνω (καθαγιάζω, εξαγνίζω, περικαθαίρω) [αγίζω=καθαγνίζω]

καθρεπτίζομαι (γυαλίζομαι, κατοπτρίζομαι, εσοπτρίζομαι)

καθυποκλέπτω (ξαγιάζω)

καινοτομώ (νεοτερίζω, μοντερνίζω, νεοχμίζω, νεαλογώ, νεοπραγώ)

καινουργώ (ανανεώνω, καινίζω, καινοποιώ, καινοτοκώ, καινοπραγώ) [αναβαπτίζω=καινουργιώνω]

καϊπώνω (κρύπτω, χωνιάζω)

καιροσκοπώ (καιροτηρώ)

καιροφυλακτώ (καραδοκώ, παραμονεύω)

καίω (πυρπολώ, καυτηριάζω, αίθω, εμπυρίζω) [κουφοκαίω=σιγοκαίω, κρυφοκαίω, διαθερμαίνω, διασμύχω]

κακαρίζω (φλυαρώ, φλυαροκοπώ, πολυλαλώ, σαλίζω)

κακαρώνω (αποθνήσκω, απεκβιώ) [κατοίχεται=τέθνηκε]

κακίζω (επιπλήττω)

κακοβάνω (κακομελετώ, κακογνώθω, κακαφορούμαι)

κακοδαιμονώ (δυστυχώ, κακοτυχώ, κακομοιριάζω, βαρυδαιμονώ, 

κακοριζικεύω, κακοπαθώ, κακοπέφτω, δυσποτμώ, ακληρώ)

κακοηθώ (κακοτροπεύομαι, αγενίζω, αυθαδίζομαι, λοξοεργώ, ασχημοφέρνομαι, αγριοφέρνω)

κακοθωρώ (κακοκοιτάζω)

κακοκαρδίζω (στενοχωρώ, κακοφανίζω)

κακοκοιμούμαι (δυσκοιτώ)

κακοκρίνω (λαθεύω, παραγιγνώσκω, παρακρίνω)

κακολογώ (διαβάλλω, κακοστομώ, θάβω,

αβανεύω, κακογλωσσεύω, αδικοκραίνω,

κουσκουσουρεύω, αβανιάζω, κακορρημονώ,

δυστομώ, κακοκρένω, στοβάζω, κακορροθώ)

κακομαθαίνω (κακοσυνηθίζω)

κακοπαθαίνω (ταλανίζομαι)

κακοπερνώ (κακοζωίζω, ψευτοζώ, ψευτοπερνώ,

φυτοζωώ, καψοζώ, φτωχοδέρνω, κακοπορεύω, αδικοπερνώ)

κακοποιώ (κακομεταχειρίζομαι, ατέμβω)

κακοσμώ (ζέχνω)

κακοτυχίζω (ελεεινολογώ, κακοδαιμονίζω)

κακουχώ (ταλαιπωρώ, εντρυχώ, κριτηριάζω)

κακοφαίνεται (απαρέσκει, βαριοφαίνεται, αποδοκεί)

κακοφορμίζω (μολύνομαι)

κακοφρονώ (κακοθέλω, επιβουλεύω, κακολογιάζω, κακονοώ, κακογνωμώ) [αντεπιβουλεύω=αντιμηχανώμαι]

κακοχρονίζω (υβρίζω, διαολίζω, δεννάζω)

καλαθιάζω (κοφινιάζω)

καλιμπράρω (ευαρμονίζω, καλορυθμίζω) [π.χ. καλιμπράρω τα χρώματα της οθόνης]

καλλιεργώ (προάγω, αναπτύσσω)

καλλιστεύω (ευμορφαίνω, καλλιώ)

καλλωπίζω (στολίζω, ομορφαίνω, ευπρεπίζω, λουσάρω) [αποκαλλωπίζω=ξεστολίζω, απαγλαΐζω]

καλμάρω (ηρεμώ)

καλογρικώ (καλακούω, κατακούω)

καλοεξετάζω (καλοσκοπώ, ορθοσκοπώ, περισκέπτομαι)

καλοζώ (καλοπερνώ, καλοπορεύω, ευζωώ) [ακακοπαθώ=καλοπερνώ]

καλοζωίζω (καλοπερνώ, ευημερώ, τρυφώ, ηδυπαθώ)

καλοθανατίζω (απευθανατίζω)

καλοθέλω (ευδοκώ)

καλοθρέφω (καλοταΐζω, μοσχαναθρέφω)

καλοθωρώ (καλοτηρώ, οξυδερκώ, οξυβλεπτώ, οξυωπώ, οξυδορκώ)

καλοκαιρίζει (ευδιάζει, ξανοίγει, ξεσυννεφιάζει, ξεκόβει) [εαρίζει=ανθίζει]

καλοκαρδίζω (ευφραίνω, χαροποιώ, ιλαρύνω, κατευχαριστώ)

καλοκοιτάζω (καλοβλέπω)

καλοκρίνω (διορθεύω) [=ορθώς κρίνω]

καλοξέρω (καλογνωρίζω)

καλοπιάνω (κολακεύω, γλειφοβολώ)

καλοπληρώνομαι (αδροπληρώνομαι)

καλοριζικεύω (ευμοιρώ, ευτυχαίνω, ευτυχοτυχώ, ευκληρώ)

καλοσκαμνίζω (καλοδέχομαι, ροσιλαρεύομαι, καλοϋποδέχομαι)

καλοσκέπτομαι (καλομελετώ, καλοσυλλογίζομαι, καλοστοχάζομαι, καλολογιάζω, περινοώ)

καλοστρατίζω (καλοδρομίζω)

καλοτερίζομαι (τακτοποιούμαι, βολεύομαι, διευθετούμαι, συγυρίζομαι)

καλοτυχίζω (μακαρίζω, ευτυχίζω, επολβίζω)

καλουπιάζω (τυποποιώ)

καλουπώνω (φορμάρω, προτυπώνω, τυπάζω) [ξεφορμάρω=ξεκαλουπώνω]

καλοφαίνεται (αρέσκει)

καλοχωνεύω (ευπεπτώ) [κακοχωνεύω=κακοστομαχιάζω]

καλπάζω (τριποδίζω, εξιππάζομαι)

καλύπτω (σκεπάζω, υποκρύπτω)

καλυτερεύω (βελτιώνω)

καλώ (φωνάζω, προσκαλώ, προσβοώμαι, ηπύω)

καμαρώνω (κομπάζω, επαίρομαι, κορδώνομαι, λαμπρίζομαι, συγχαυνούμαι, 

ναρκισσεύομαι, υπερηφανεύομαι, περιαυτολογώ, καπαρτίζομαι, 

καυχησιολογώ, αλαζονεύομαι, κομπορρημονώ, πλατύζομαι, θρασύνω, 

υψηλοφρονώ, γαυριώ, καυχώμαι, κλασαυχενίζομαι, υπερεντρυφώ, 

μεγαλοφρονώ, μεγαλαυχώ, αυτοεπαινούμαι, βαυκίζομαι, φιλοκομπώ, 

κοκορεύομαι, υπερορώ, αρχοντοπιάνομαι, ρέμπομαι, κατακομπολακυθώ, 

σεμνύνομαι, στομφάζω, λαμπρύνομαι, λαβρεύομαι, πυργούμαι, πλεθρίζω, 

μεγαλύνομαι, υπερφρονώ, περπερεύομαι, υψαυχενώ, ογκύλλομαι, 

παινεύομαι, ξιπάζομαι, μεγαλορρημονώ, υπεραυχώ, αγερωχεύομαι,

μεγαληγορώ, μεγαλολογώ, ψηλοπατώ, τυφούμαι, περιαυθαδίζομαι,

ψηλαρμενίζω, κοτσώνομαι, εγκαλλωπίζομαι, τραχηλιώ, φιλοπλατύνομαι, 

υπεροφρυούμαι, εμφυσιώνομαι, θρύπτομαι, σεμνοκομπώ, ακριβάζω, 

μεγαλεύομαι, παραπαίρνομαι, λαπίζω, κατοίομαι, κορωνιώ, επαυχώ, 

προπετεύομαι, περιαυτίζομαι, υψηλολογώ, φαρφαρίζω, υπερφυσούμαι, 

ρέμπομαι, στομφολογώ, κομπολογώ, βρενθύομαι, ριψαυχενώ, καταμεγαλοφρονώ, 

επαγλαΐζομαι, διακομπώ, αβρύνομαι, υψηγορώ, θεμερύνομαι, πλατυγίζω, 

ψηλοκρατιέμαι, ενασμενίζομαι, υπεραίρομαι, κυδιώ, κορυπτιώ,

περηφανολογώ, διαυχενίζομαι, φυσιούμαι, μεγαλίζομαι, διασοβούμαι, εξεπεύχομαι,

σαλακωνεύομαι, κομπολακώ, κομποποιώ, εξεύχομαι, μετεωροφρονώ)

καμουτσικίζω (μαστιγώνω)

καμπανιάζω (τιμωρώ, προστιμάρω)

κάμπτομαι (κυρτούμαι, λυγίζω, γαμψούμαι,

καμπυλώνομαι, βλαισούμαι, δοχμούμαι)

κάμπτω (λυγίζω, καμπυλιάζω, αγκύλλω, στραβογυρίζω)

καμώνομαι (προσποιούμαι, επιμορφίζω) [φαρισαΐζω=υποκρίνομαι, φαρισαϊσμός=υποκρισία]

κανιβαλίζω (καταξεσχίζω, κατασπαράζω, καταγνάφω)

κανονίζω (ρυθμίζω, τακτοποιώ, διέπω, συντονίζω)

κανταριάζω (συζυγοστατώ)

κάνω (φτιάχνω, κατασκευάζω, τεχνεύω, κατασταίνω)

καπακώνω (αποκρύπτω)  [κουπώνω=καπακώνω]

καπαρώνω (προαγοράζω, αγκαζάρω, προσυμφωνώ)

καπελώνω (χειραγωγώ, πατρονάρω, παρευθύνω)

καπηλεύομαι (επωφελούμαι)

καπνίσει (αρέσει) [π.χ. κάνει ό,τι του καπνίσει]

καπριτσώθηκε (πεισμάτωσε)

καραδοκώ (καιροφυλακτώ, παραφυλάω)

καρατομώ (αποκεφαλίζω, αυχενίζω, λαιμοτομώ, κουτσοκεφαλίζω, κοψολαιμιάζω,  

τραχηλοκοπώ, απαυχενίζω, κοψοκεφαλιάζω, δειροτομώ, κεφαλοτομώ, αποκρανίζω, απολαιμίζω, κεφαλίζω)

καραφλιάζω (φαλακραίνω, ψεδνούμαι)

καράφλιασα (εξεπλάγην)

καρδαμώνω (ενδυναμώνομαι, αναρρώνω, τονώνομαι)

καρδιοχτυπώ (αγωνιώ)

καρκινοβατώ (βραδυπορώ, καθυστερώ) [ακροβατώ=ακροβαμονώ, ακροβηματίζω]

καρπίζω (καρποφορώ, οπωροφορώ, καρπογονώ, καρποτοκώ, καρποδοτώ, καρποφυώ)

καρπώνομαι (απολαμβάνω, επωφελούμαι)

καρτερώ (υπομένω, ανέχομαι, μακροθυμώ,

ανεξικακώ, αμνησικακώ, αντέχω)

καρφιτσώνω (συμπερονώ, αποπερονώ)

καρφώνω (προδίδω, καταδίνω)

κασκαντώ (ζηλεύω)

κασσιτερώνω (γανώνω, καλαΐζω, καλαϊτζίζω)

καταβάλλομαι (εξαντλούμαι, τενιάζω, ρέβω, ρεύω, αποτελειώνομαι) [ρεύομαι=ερυγμαίνω, ερυγγάνω] [ξεπλατίζομαι=καταβάλλομαι, κατακουράζομαι]

καταβάλλω (νικώ) [αντεμβάλλω=αντικαθιστώ]

καταβοώ (γιουχαΐζω)

καταγγέλλω (μαρτυρώ, μηνύω)

κατάγομαι (βαστώ, γονοκρατιέμαι, ορμώμαι) [ευστατώ=καλοβαστιέμαι, καλοκρατιέμαι]

κατάγω (κατεβάζω)

καταδεικνύω (επιδηλώ, φανερώνω, υπεκφαίνω)

καταδέχομαι (συγκαταβαίνω, ντενιάρομαι)

καταδίδω (προδίδω, υπαγγέλλω)

καταδικάζω (καταγιγνώσκω)

καταδιώκω (κατατρέχω)

καταδρομώ (προσβάλλω) [π.χ. οι παλιές το σώμα σου καταδρομούν πληγές (Γρυπάρης)]

καταδύω (βουτώ) [αλιδύω=κατακολυμβώ, καταδύομαι]

καταζητώ (καταδιώκω, καταμαστεύω)

καταθέτω (αποθέτω, παρακαταβαλλω)

καταθορυβώ (αναστατώνω, ενθορυβώ, καταταράζω)

καταιγίζομαι (καταβρέχομαι)

καταιονώ (καταβρέχω, μουσκεύω, καθυγραίνω, καταδεύω)

κατάκειμαι (ασθενώ)

κατακεραυνώνω (κεραυνοβολώ) [κεραυνοβολούμαι=κεραυνοβάλλομαι]

κατακερματίζω (κατακομματιάζω, διαδάπτω)

κατακλέβω (απολωπίζω, λωποδυτώ)

κατακλίνομαι (ξαπλώνω, τεντώνομαι, ξαπλαρώνω, τουμπιάζομαι,

οριζοντιώνομαι, ταβλιάζομαι, ταμπλαρώνομαι, ανακλίνομαι)

κατακλύζω (πλημμυρίζω, ξεχειλίζω)

κατακοσμούμαι (λαμπρύνομαι)

κατακουρελιάζω (πατσαβουριάζω)

κατακρεουργώ (κατασφάζω, κιμαδιάζω, κεραΐζω)

κατακρίνω (αιτιώμαι, κατηγορώ, επιτιμώ, επιπλήττω, αγριοπαίρνω, 

στηλιτεύω, στιγματίζω, κακίζω, καταλαλώ, ψέγω,

κατσαδιάζω, αποπαίρνω, μαλώνω, λαβίζω, ονοτάζω, μωμοσκοπώ)

κατακτώ (κυριεύω, καταλαμβάνω) [ανακαταλαμβάνω=ξαναποκτάω, ανακτώ]

κατακυρώνω (επιδικάζω)

καταλαβαίνω (εννοώ, αντιλαμβάνομαι) [αλληλοκαταλαβαινόμαστε=συνεννοούμαστε]

καταλέγω (συγκαταριθμώ)

καταλογίζω (καταμαρτυρώ, μέμφομαι)

καταλυπώ (καρδιομαραίνω, καταπικραίνω, καταθλίβω, καταστενοχωρώ)

καταμαρτυρώ (καταγγέλλω)

καταμερίζω (κομματιάζω, μελίζω, κορμάζω)

καταναγκάζω (υποχρεώνω)

καταναλώνω (ξοδεύω)

κατανέμω (διαμοιράζω, διατεκμαίρομαι)

κατανεύω (συγκατατίθεμαι, θελοποιούμαι) 

κατανοώ (καταλαβαίνω) [ακαταληπτώ=αδηλώ, δυσαισθητώ, αδιαληπτεύω,  ήτοι αδυνατώ να αντιληφθώ κάτι]

καταντώ (ξεπέφτω, καταπίπτω, καταρρέω, απολωβώμαι, 

αποβαίνω, καταλήγω, απογίνομαι, κατολισθαίνω,

περιέρχομαι, εξαθλιώνομαι, περιάγομαι, περιπίπτω)

κατανύσσομαι (κατασυγκινούμαι)

καταξιώνομαι (αναγνωρίζομαι, δικαιώνομαι)

καταπιέζω (τυραννώ, καταδυναστεύω, βασανίζω, ταλαιπωρώ)

καταπίνω (καταβροχθίζω, χάφτω, λάπτομαι) [βροχθίζω=καταπίνω, εγκοληβάζω]

καταπλακώνω (καταθλίβω, καταπιέζω, κατασκεπάζω)

καταπλέω (προσορμίζομαι, αριβάρω)

καταπλήσσω (εντυπωσιάζω)

καταπολαύω (καταφχαριστιέμαι)

καταπολεμώ (κατατροπώνω)

καταπονώ (ταλαιπωρώ, κατατρύχω, εξαντλώ,

καταβάλλω, κουράζω, παιδεύω, ταλανίζω, σκεντζεύω)

καταργώ (ακυρώνω, καταλύω, αχρηστεύω, καθαιρώ)

καταριέμαι (αναθεματίζω, βλασφημώ)

καταριθμώ (καταγράφω, συγκαταλέγω, αναγράφω)

καταρρέω (πίπτω, εκπίπτω) [παρέπεσε=χάθηκε]

καταρρίπτω (γκρεμίζω)

καταρτίζω (εκπαιδεύω, επιμορφώνω, κατατοπίζω)

κατασιγάζω (ηρεμίζω)

κατασκευάζω (φτιάχνω, τεκταίνω)

κατασκοπεύω (ατενίζω, διοπτεύω)

κατασπιλώνω (ατιμάζω)

κατασταλάζω (καταλήγω) [μυδώ=σταλάζω, απολιβάζω]

καταστέλλω (καταπνίγω)

καταστρέφω  (λυμαίνομαι, λεηλατώ, καταλώ)

καταστρώνω (καταρτίζω)

κατάσχω (αποσπώ, δημεύω)

κατατάσσω (ταξινομώ, κατηγοροποιώ)  [συγκατατάσσω=συγκαταλέγω]

κατατείνω (κατευθύνομαι, προσανατολίζομαι, επιρρέπω)

κατατεμαχίζω (κατακομματιάζω, κατατέμνω, αρβελίζω)

κατατοπίζω (ενημερώνω)

κατατρέχω (καταδιώκω)

καταφέρνω (κατορθώνω) [συνεφέρνω=τονώνω, αναστηλώνω]

καταφέρομαι (εναντιώνομαι, αντοφθαλμώ)

καταφεύγω (προστρέχω)

καταφοιτώ (κατέρχομαι)

καταφρονώ (αψηφώ, καταλογώ, κατασοβαρεύομαι) [παρεξουθενώ=αποσκυβαλίζω, μυριοκαταφρονώ]

καταχνιάζω (ανταριάζω, ομιχλαίνω)

καταχρώμαι (κακομεταχειρίζομαι)

καταχωρίζω (καταγράφω)

καταψηφίζομαι (μαυρίζομαι)

καταψηφίζω (μπαλοτάρω) [ξαναψηφίζω=αναψηφοφορώ]

καταψύχω (παγώνω) [κρυσταλλούμαι=ψύχομαι, παγώνω, παχνούμαι, κρουσταλλιάζω]

κατεβάζω (μειώνω)

κατεβαίνω (κατηφορίζω, κατωφορούμαι)

κατεδαφίζω (γκρεμίζω) [εδαφίζεται=αεροπροσγειώνεται, π.χ. ως κόνις εδαφίζεται]

κατευθύνω (καθοδηγώ) [συνευοδιάζω=προσανατολίζω]

κατευνάζω (καθησυχάζω)

κατευοδώνω (ξεπροβοδίζω, ξεβγατίζω)

κατηγορώ (κατακρίνω, μέμφομαι, δυσφημώ, αντικοτώ, μυμαρίζω, 

κακολογώ, διαβάλλω, ενοχοποιώ, κουσελεύω, ξομπλιάζω, μωμώμαι, 

διασύρω, ξεφωνίζω, ψεγαδιάζω, καταφέρομαι, επαιτιώμαι)

κατηχούμαι (μυσταγωγούμαι)

κατιάζω (εμφωλεύω, κουρνιάζω, κοιτάζομαι, επαυλίζομαι, ευνάζομαι)

κατολισθαίνω (κατρακυλώ, κατωδρομώ)

κατοπτεύω (παρατηρώ, καταθεώμαι, σκοπιάζω)

κατορθώνω (καταφέρνω, ευστοχώ, επιτυγχάνω)

κατοχυρώνομαι (διασφαλίζομαι, σιγουρεύομαι)

κατοχυρώνω (διασφαλίζω)

κατρακυλώ (κρημνίζομαι, κουτρουβαλώ, κουρδοκυλώ, κουλουμουντρίζω)

κατραμίζω  (πισσώνω, κωνώ)

κατράω (ουρώ) [εξουρώ=κατουρώ, ομιχώ]

καυσαλίζω (φρυγανίζω, καβουρδίζω)

καυτηριάζω (κατακρίνω)

καυχώμαι (κομπάζω, κομπορρημονώ)

καψώνω (λιβακώνομαι, καματώνομαι, ζεστοκοπιέμαι)

κείμαι (βρίσκομαι, κείτομαι)  [εναπόκειται=επαφίεται]

κείτομαι (ξαπλώνω, κοιμάμαι)  [συγκοιμώμαι=παρευνάζομαι, ομευνετώ]

κεκράξονται (βοήσονται)

κελεύω (παρακινώ, παροτρύνω) [παρακελεύομαι=παρακατατίθεμαι]

κεντρίζω (παροτρύνω)

κέντρωσε (βάρεσε, φύτρωσε)

κεντώ (τσιμπώ, οιστροβολώ, νύσσω)

κενώνω (αδειάζω, απαντλώ)

κερατώνω (απιστώ)

κεραυνώνω (κεραυνοβολώ)

κερδίζω (πορίζομαι, αποκτώ, καρπούμαι, καζαντίζω,

νέμομαι, εκμεταλλεύομαι, ωφελούμαι, απολαμβάνω,

αποκερδαίνω, διαφορεύω, αρμέγω, αλφάνω) [κερδίζω=υπερισχύω]

κεροτυπώ (κουτρίζω, κουτουλίζω, κερατίζω, κυρίττω, κορύπτω, κεράσσω, σκυρίπτω) [κερατοφορώ=κερασφορώ]

κερώνω (χλομιάζω, κιτρινίζω)

κεφαλαλγώ (κεφαλοπονώ, κεφαλγώ, πονοκεφαλώ, καρηβαρώ) [κεφαλαλγία=κεφαλόπονος]

κηδεύω (ενταφιάζω, εξοδίζω, νεκροταφώ, ενσοριάζω)

κηλιδώνω (σπιλώνω)

κηρύσσω (αναγγέλλω, γνωστοποιώ)

κιβδηλεύω (νοθεύω, ανακογχυλιάζω, νοθηφορώ)

κινδυνεύω (παραβολεύομαι, απειλούμαι) [κινδυνολογώ=περιφοβώ]

κινητοποιώ (ενεργοποιώ)

κινώ (μετατοπίζω) [αντιμεταχωρώ=μετατοπίζομαι]

κλαγγάζω (αντηχώ, αχοβολώ)

κλαίω (οδύρομαι, θρηνώ, ολοφύρομαι) [αναλυγγιάζω=λυγκαίνω, ήτοι κλαίω με αναφιλητά]

κλαρίζω (κλαδοτομώ, κλαδοκοπώ, κλαδεύω, ξεκλαρίζω, αποδρεπανίζω, 

κλωνοκοπώ, κλωνίζω, κωλοτομώ, κλαδολογώ, κλαροκοπώ)

κλέβω (ληστεύω, αρπάζω, υπεξαιρώ, καταχρώμαι, παραφαιρώ, 

αμακώνω, ξαφρίζω, λαθροχειρώ, ζαπώνω, υφαιρώ)

κλείω (κλειδώνω, φράσσω, σφαλίζω, βαδώνω, αμπαρώνω)  [ανοιγοσφαλώ=ανοιγοκλείνω] [καλοκλείνω=επιλάζυμαι]

κληροδοτώ (απαφήνω, καταλείπω, ληγατεύω)

κλιμακώνω (εντείνω)

κλίνω (ρέπω, γέρνω)

κλονίζω (τραντάζω, ταρακουνώ)

κλοτσώ (λακτίζω, τσινώ, λακτοκοπώ, λάζω)

κλυδωνίζομαι (κυμαίνομαι, ταράσσομαι, κλυδάζομαι)

κλώθομαι (στριφογυρνάω)

κλωσώ (επωάζω, πυρκάζω, νεοσσεύω)

κόβει (νογάει)

κόβω (τεμαχίζω, τέμνω)

κοζάρω (τηράω)

κοιλιάζει (κυρτώνει)

κοιμίζω (βαυκαλίζω, υπνίζω, ευνάζω)

κοιμώμαι (καθεύδω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι, αωτώ, δαρθάνω, κνώσσω)

κοινολογώ (κοινοποιώ, διαθροώ)

κοιτάζω (βλέπω, παρατηρώ)

κοιταστείτε (κειταστείτε, πλαγιάστε, κοιμηθείτε)

κοκαλώνω (αποσβολώνομαι, μαρμαρώνω)

κοκκινίζω (ερυθραίνω, ροδίζω, πορφυρώ) [ερεύθω=κοκκινίζω, πυρσαίνω, επιφοινίσσω, μιλτώ] [κατακοκκινίζω=κατερυθραίνω] [κοκκινοβολώ=πυρριώ]

κοκοβιάζω (παραξενεύομαι, ξενίζομαι, εκπλήττομαι, ξενοπαθώ)

κοκορεύομαι (κομπάζω, μεγαλαυχώ)

κολάζω (τιμωρώ, βασανίζω)

κολάζομαι (αμαρταίνω) [αλιτρεύω=αμαρταίνω]

κολακεύω (καλοπιάνω, περιποιούμαι, κομπλιμεντάρω,

λιβανίζω, γαλιφίζω, γλωσσοχαριτώ)

κολατσίζω (προγευματίζω, αριστίζομαι, γιοματίζω, αριστοποιούμαι)

κολλώ (προσαρτώ)

κολοβώνω (σκολύπτω, κουτσουρεύω, σιφλώ, κολεύω, κολούω)

κολυμπώ (επινέω, νήχομαι)

κομίζω (μεταφέρω, αποκινώ)

κομματιάζω (θραύω, σπάζω, παρτσαδιάζω)

κομπιάζω (ντηριέμαι, τραυλίζω, ξεροκαταπίνω)

κομπλάρω (διστάζω, δειλογνωμώ)

κομπλεξάρομαι (απολείπομαι)[=υστερώ σε σχέση με κάποιον άλλον, ευρίσκομαι σε μειονεκτική θέση]

κομποδιάζω (κομποδένω, αμματίζω) [ξεκομποδιάζω=ξεμματίζω]

κομψεύομαι (σενιαρίζομαι, ενωραΐζομαι, σουλουπώνομαι, ταιριάζομαι)

κονεύω (καταλύω, κονακιάζω, σταθμεύω, οικονεύω) [καλυβίζω=σπιτώνω, στεγάζω, καλυβόσπιτο=λιάσα] [ξεστεγάζω=εκδωματώ, αποστεγάζω, ξεσπιτώνω] [σπιτώνομαι=δωματούμαι]

κονιοποιούμαι (αφανίζομαι)

κονταίνω (μικραίνω, κοντοκόβω)

κοντεύω (σιμώνω ή σμικρύνω)

κοντοστέκομαι (κοντοσταματώ)

κοντοφτάνω (πλησιάζω, αγχίζω, κοντοσιμώνω, κοντοζυγώνω) [πρωτοφτάνω=προαφικνούμαι]

κοντραρίζομαι (αντιπαρατίθεμαι)

κοντράρω (αντιτίθεμαι)

κοντρολάρω (ελέγχω)

κοπάζω (λιγοστεύω, ελαττώνομαι)

κοπανίζω (στουμπίζω)  [κοπανιέμαι=χτυπιέμαι]

κοπιάζω (μοχθώ, κουράζομαι, πασχίζω, ιδροκοπώ, φιλοπονώ, φερεπονώ, διαπονώ)

κοπρίζω (αφοδεύω, αποπατώ, κουτσουλίζω, τσιλάω, 

τσιρλίζω, τσιρλοκοπώ, βολβιτώ)

κοπροσκυλιάζω (οκνεύω, σκυλοβαριέμαι)

κορδώνομαι (περηφανεύομαι, υψαυχενίζω)

κοροϊδεύω (λοιδορώ, χλευάζω, ειρωνεύομαι, περικοκκάζω, 

κογιονάρω, μυκτηρίζω, περιπαίζω, περιγελώ, κερβολώ, 

σκώπτω, σαρκάζω, αναμπαίζω, επιτωθάζω, μυχθίζω,

μωκίζω, κερτομώ, καταμιμούμαι, εμπαίζω, λασθαίνω, 

αναγελώ, κερκωπίζω, επισκώπτω, κηκάζω, σκιμαλίζω, 

διακωμωδώ, σκερβόλλω, δουλεύω, προσπαίζω, μουκίζω)

κορυβαντιώ (παραφέρομαι, μανιάζω, εκμαίνω)

κορυφώνω (υπερυψώνω)

κορφολογώ (βλαστολογώ, κορυφολογώ, ακρολογώ)

κορώνω (ξανάβω, εξάπτομαι, αγρίζομαι)

κοσίζω (δρεπανίζω, θερίζω, θρίζω)

κοσκινίζω (σινιάζω, κρησαρίζω, σήθω, κοσκινεύω)

κοσμώ (στολίζω, ομορφαίνω, μορφίζω, πρεπίζω) [κοσμητεύω=διευθύνω, διοικώ]

κοστίζω (στοιχίζω)  [στοιχίζω=ταξινομώ] [στοιχηγορώ=στοιχομυθώ] 

κοστουμαρίζω (καλοντύνω) [κουστουμαρισμένος=καλοντυμένος]

κοτσάρω (προσαρτώ)

κουβαλώ (μεταφέρω, εκκομίζω, κοβαλεύω)

κουβαριάζομαι (μαζεύομαι)

κουβαριάζω (περιτυλίγω, σφουρλιάζω, τυλιγαδιάζω, μηρύομαι, περιείλω) [ροδανίζω=βραδανίζω]

κουβεντιάζω (ομιλώ, συζητώ, διαλέγομαι)

κουδουνίζω (καμπανίζω)

κουκουλώνω (σκεπάζω, περικαλύπτω, πυκάζω)

κουλουριάζω (περιελίσσω, ελύω, στρουφίζω)

κουμαντάρω (διευθύνω)

κουμπουριάσου (εξαφανίσου)  [πιστολίζω=κουμπουριάζω]

κουμπώθηκε (δίστασε)

κουμπώνω (θηλυκώνω) [τσαμπώνω=κουμπώνω π.χ. τσαμπώνω τους σωλήνες άρδευσης του αγρού]

κουνώ (σείω, ζαγκανάω, αιωρώ)

κουράζομαι (μοχθώ, κοπιάζω, μπαφιάζω, αποκάνω,

εξαντλούμαι, κλατάρω, ρέβω, βαλαντώνω, γανιάζω,

κατατρίβομαι, καταπονούμαι, ποζουρτώ, ξεμεσιάζομαι,

κόβομαι, εξουθενώνομαι, παραλύομαι)

κουράζω (καταπονώ, ξεμεσιάζω, ξεγοφιάζω, κοψομεσιάζω)

κουράρω (νοσηλεύω, περιποιούμαι, βαγιλίζω, περιέπω)

κουρδοκλιέμαι (κυλινδούμαι, κυλιέμαι)

κουρελιάζω (κατεξευτελίζω)

κουρεύω (μπαρμπερίζω, ψαλιδίζω, κείρω, ποκίζω, κορσώ) [κακοκουρεύω=κωλοκουρίζω] [εκάρη=κουρεύτηκε]

κουρκουτιάζω (αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, κλουβιάζω) [κλουβιαίνω=κλουβιάζω]

κουρντίζω (ερεθίζω, εκνευρίζω)

κουρσεύω (κυριεύω)

κουτρουβαλώ (κατρακυλώ)

κουτσαίνω (χωλαίνω) [αποκουτσαίνω=αποχωλεύω]

κουτσοκαταφέρνω (κουτσοβολεύω, κοντοβολεύω)

κουτσομαθαίνω (μισομαθαίνω)

κουτσομπολεύω (σουρεύγω)

κουτσοπίνω (σιγοπίνω)

κουτσουρεύω (μειώνω)

κουφάθηκα (εξεπλάγην)

κουφολογώ (ανοητολογώ, βλακολογώ, μωρολογώ, υθλομυθώ, 

χαζοκουβεντιάζω, κενοφωνώ, παραλαλώ, ληρολογώ)

κοψομεσιάζομαι (καταπονούμαι)

κραδαίνω (σείω, τραντάζω, πελεμίζω)

κράζω (βοώ, φωνάζω, κλώζω)

κραιπαλώ (οινούμαι)   [κραιπάλη=μέθη]

κράσαρε (αποδιοργανώθηκε, παρέλυσε)

κρατσανάω (τραγανίζω)

κρατύνω (ενισχύω, ισχυροποιώ, ατσαλώνω)

κρατώ (βαστώ, επέχω)

κραυγάζω (αλαλάζω, φωνάζω, ξελαρυγγιάζομαι, φωνασκώ, δυνατοφωνάζω, ιάζω, επιθωΐζω, ληκυθίζω, εξορθιάζω, χουγιάζω, παραβοώ, αγριοφωνάζω, κραγγάνομαι)

κρεβατώνομαι (αρρωσταίνω)

κρέμαμαι (αιωρούμαι, μετεωρίζομαι)

κρεματζουλιέμαι (κρέμομαι)

κρεμώ (αναρτώ)

κρένομαι (μιλιέμαι)  [δεν κρένεται=δεν μιλιέται]

κρεουργώ (βακίζω, κρεοκοπώ, κρεοτομώ, δαιτρεύω)

κρεοφαγώ (σαρκοφαγώ, κρεοβορώ)

κρεπάρω (καταθλίβομαι, οδυνώ)

κρημνίζω (πρανίζω, πρηνίζω)

κριματίζομαι (αμαρτάνω)

κρίνω (νομίζω, φρονώ, εξεικάζω) [κρίνεται=αντιμετριέται]

κριτικάρω (αξιολογώ)

κροτώ (ηχώ, βροντώ)

κρουσταίνω (πυκνούμαι)

κρούω (χτυπώ, κουρταλώ)

κρυαδιάζει (ψυχραίνει, βορίζει)

κρύβω (καλύπτω, σκεπάζω, καϊπώνω)

κρυφακούω (ωτακουστώ, υποκλύω)

κρυφοδαγκώνω (κρυφοδακώ)

κρυφολέω (κρυφομιλώ, κρυφοκουβεντιάζω)

κρυφομπάζω (παρεισάγω, παρεισφέρω, παρεμπολώ)

κρυφοτηράω (κρυφοκοιτάζω, κρυφοβλέπω, μπανίζω, κρυφοθωρώ)

κρυώνω (μαργώνω, επιψύχομαι)

κτίζω (οικοδομώ, θεμελιώνω) [εποικοδομώ=επιβοηθώ, ήτοι συμβάλλω σε κάτι θετικά]

κτυπώ (πλήττω, πληγώνω, κρούω)

κυανίζω (γαλαζώνω) [=γίνομαι γαλάζιος, θαλασσής]

κυβερνώ (εξουσιάζω, άρχω, περικρατώ, κοιρανώ, καταυθεντώ, αυθεντεύω, μέδω) [μοναρχώ=μονοκρατορώ, μονοκρατώ]

κυβιστώ (πηδώ, σκιρτώ)

κυκλοφορώ (τριγυρίζω, περιφέρομαι, γυροφέρνω,

γυροβολώ, αμφιβαίνω, κυκλοδρομώ, σκαλαπάζω, κυκλάζω)

κυκλώνω (περιτριγυρίζω, γυρώνω, περιζώνω, περισφίγγω) [ανακυκλώνω=μεταστρέφω, μεταγυρίζω]

κυλλώ (κουτσαίνω, χωλαίνω)

κυνηγώ (θηρεύω, αγρεύω, αναγρεύομαι)

κυοφορώ (εγκυμονώ, κοιλιοφορώ, κυώ, κυαίνω, γκαστρολογιέμαι)

κυριαρχώ (εξουσιάζω)

κυριεύω (κατακτώ)

κυριολεκτώ (κυριολογώ, ακριβολογώ, αρτιολογώ, αρτιστομώ, καθαρολογώ)

κυρτώνω (σκολιώ, λυγίζω) [κορωνιώ=υπερηφανεύομαι ή κυρτώνομαι]

κωλοβαράω (βαριέμαι, μουργελιάζω, οκνίζω)

κωλογυρίζω (αδιαφορώ, απολιγωρώ)

κωλοτανιέμαι (οκνίζω)  [κωλοσφίγγομαι=πιέζομαι, στριμώχνομαι]

κωλοτουμπιάζω (υπαναχωρώ ή κυβιστώ)

κωλοτρίβεται (επιθυμεί)

κωλυσιεργώ (παρεμποδίζω, απείργω, εμποδοστατώ)

κωλύω (εμποδίζω, είργω, αλικοντίζω)

κωλώνω (διστάζω, δειλοσκοπίζω, φυγομαχώ)

κωφεύω (αδιαφορώ, εθελοκωφώ, ανηκουστώ) 


Λ

λαβίζω (αποπαίρνω, φωνάζω, επιπλήττω, παραμαζώνω)

λαβώνω (τραυματίζω)

λαγγεύω (επιθυμώ, λαχταρώ, μαιμώ)

λαγχάνει (λαχαίνει, τυχαίνει)

λαδώνω (λιπαίνω)

λαθεύω (σφάλλω, αβλεπτώ)

λαθροβιώ (ξεμοναχιάζομαι, αποξενώνομαι)

λαθροκοιτώ (μοιχεύω)

λαθροπορώ (κρυφοπερπατώ, κρυφοδιαβαίνω)

λαϊκίζω (δημίζω)

λαιμαργώ (γαστριμαργώ, αδηφαγώ, λαβροφαγώ) [πολυφαγώ=πολυσιτώ, λαμιώνω]

λαιμίζω (σφάζω)

λακκίζω (περισκάπτω, ορύσσω, γουρνιάζω) [αναβοθρεύω=ανορύσσω]

λακτίζω (κλοτσώ, κλοτσοβολώ)

λακώ (νωτίζω)

λακωνίζω (βραχυλογώ, βραχυμυθώ, κοντολογώ, ολιγολαλώ,  ολιγορρημονώ)

λάλησε (μωράθηκε)

λαλώ (ομιλώ, λέγω, κρένω) [αυδάζομαι=λαλώ, άναυδος=άλαλος]

λαμανίζω (ταλανίζω)

λαμβάνω (παίρνω, δέχομαι)

λάμνω (κωπηλατώ, ερέσσω, ροθιάζω)

λαμπαδιάζω (φλέγομαι)

λαμπικάρω (ξεθολώνω, απαχλύω)

λαμπρύνω (ευμορφαίνω) [λαμπροφορώ=λαμπρειμονώ]

λάμπω (ακτινοβολώ, απαστράπτω, σελαγίζω, στραφταλίζω,

αιγλοβολώ, φεγγοβολώ, λαμποκοπώ, φεγγίζω, παμφαίνω, αιγλάζω, 

λαμπυρίζω, φωτοβολώ, καταυγάζω, σελασφορούμαι, αιθροβολώ)

λαναρίζω (ξαίνω)

λανθάνω (λαθεύω) [κατακεύθομαι=παραλανθάνω]

λανσάρω (προβάλλω)

λαξεύω (χαράσσω, σκαλίζω, λατυπώ)

λαρυγγίζω (σκούζω, κρώζω, βερβερίζω, κλάζω, επορθοβοώ)

λαρώνω (ηρεμώ)

λασκάρω (χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξετανίζω, ξεκαργάρω)

λασπολογώ (διασύρω, συκοφαντώ, αβανίζω)

λασπώνω (πηχτώνω)

λατομώ (λιθοτομώ, πετροκοπώ)

λατρεύω (αγαπώ, συμπαθώ)

λαφυραγωγώ (λεηλατώ, διαγουμίζω, συλώ, λαφυρεύω) [αστυδρομούμαι=συλούμαι]

λαχανιάζω (ασθμαίνω, κοντανασαίνω, αγκομαχώ, βραχυπνοώ, 

πνευστιώ, βαριανασαίνω, λαφάζω, γκουσουμανώ, ασκομαχώ)

λέγω (ομιλώ, αφηγούμαι, αποστοματίζω, μυθούμαι, φατίζω, μυθίζω) [λέγομαι=ονομάζομαι] [λεχθήτω=ρηθήτω, ειρήσθω]

λεηλατώ (ερημώνω, ληστεύω, κουρσεύω,

διαρπάζω, λαφυραγωγώ, ρυσιάζω, σχιδεύω)

λειαίνω (εξομαλύνω, λειοποιώ, ξετραχύνω, λειουργώ)

λείπω (απουσιάζω)

λειτουργεί (δουλεύει, εργάζεται) [απολειτουργώ=σχολάζω, αποπονώ]

λείχω (γλείφω, λιχνεύω)

λειψαίνω (ολιγοστεύω)

λεκιάζω (λερώνω)

λεονταρίζω (παλικαρίζω, λεβεντεύω) [=καμώνομαι τον γενναίο, τον παράτολμο]

λεπταίνω (ισχναίνω, λεπτοποιώ)

λερώνω (βρομίζω, ρυπαίνω)

λευκαίνω (ασπρίζω, τρακταΐζω)

λευκοφορώ (ασπροφορώ) [μελανηφορώ=μαυροφορώ, μελανειμονώ, πενθοφορώ]

λήγω (τελειώνω, σταματώ, καταστέλλω, παύω) [απολήγω=καταλήγω, καθήκω, απόληξη=το τέρμα, η άκρη]

λησμονώ (ξεχνώ, αμνημονώ, αμνηστώ, αλησμονώ) [απολανθάνομαι=αποξεχνώ, απολησμονώ]

ληστεύω (αρπάζω, κλέβω, πλιατσικολογώ, σκυλεύω, πειρατεύω, εξεναρίζω)

λιάζομαι (προσηλιάζομαι, ηλιοθερώ)

λιανίζω (τεμαχίζω, λεπτοτομώ, λεπτοκοπώ, μυττωτεύω)

λιατσάζω (συνθλίβω, πατσιάζω, καταστείβω)

λιγδώνω (λεκιάζω)

λιγοθυμώ (λιποθυμώ, ολιγοσθενώ)

λιγοστεύω (ελαττώνω)

λιγουρεύομαι (λιμπίζομαι, λιμβεύομαι)

λιγώνω (λειχουδεύομαι)

λιθοβολώ (πετροβολώ, λιθοδικτώ, λιθάζω, λιθεύω, καταλεύω, καταλιθώ, λαϊβολώ)

λικνίζω (πάλλω)

λιμάρω (ρινίζω)

λιμοκτονώ (λιμάζω, λιμουριάζω) [καλοπεινώ=λιμάζω, καταπεινώ, λιμαίνω]

λιμπίζομαι (ποθώ, ορέγομαι)

λιποδρανώ (αχαμνεύω)

λιποσαρκώ (αποστεώνομαι)

λιποτακτώ (λιποστρατώ, αυτομολώ)

λιποψυχώ (λιποθυμώ, ολιγούμαι, εκκακώ, αψυχώ) [μεγαλοψυχώ=μεγαλογνωμονώ, μεγαλογνωμώ]

λιχνίζω (πτυάζω, λικμώ, ανεμίζω, απαχυρίζω)

λιώνω (ρευστοποιώ) [σιγολιώνω=εξασθενούμαι, μωλύνομαι, υπομαραίνομαι]

λογαριάζω (μετρώ, αριθμώ) [καταλογίζεται=καταριθμείται, προσαποδίδεται]

λογίζομαι (θεωρούμαι)

λογικεύομαι (ορθοφρονώ, σοβαρεύομαι, αναφρονώ, 

συνετίζομαι, εχεφρονώ, ορθογνωμονώ, ορθογνωμώ)

λογικεύω (συνετίζω, φρονίζω)

λογοαθετώ (ξελέγω)

λογοδοτώ (απολογούμαι)

λογοκοπώ (αερολογώ, αεροκοπανίζω, ρησικοπώ, κενολεκτώ, αερομυθώ)

λογοκρίνω (φιμώνω, βουβαίνω, μουγκαίνω)

λογομαχώ (λογοφέρνω)

λογοποιώ (συγγράφω, λογογραφώ, ιστορώ)

λοιδορώ (κοροϊδεύω, χλευάζω, αναγελώ)

λοξεύω (στραβώνω)

λοξοκοιτάζω (λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω, ιλλίζω, 

ζαβοθωρώ, στραβοθωρώ, λοξοτηράω, υφορώ, στραβοβλέπω, 

παρασκοπώ, λοξοβλεπτώ, επιλοξώ, ιλλωπίζω)

λοξυγκιάζω (λυγκιάζω)

λουλουδίζω (ανθίζω)

λουρώνω (μαλακώνω) [ευνάζομαι=απαλύνομαι]

λουστράρω (στιλβώνω)

λουτρίζω (λούζω)

λουτσίζομαι (καταβρέχομαι)

λουφάζω (λαγιάζω, μουλώνω, πτωσκάζω)

λοχερεύω (χλοάζω) [ανθηρεύομαι=χλοαίνομαι]

λοχεύω (τίκτω, γεννώ, μαιεύομαι)

λυγίζω (κάμπτω, γνάμπτω, καμπύλλω) [περιγνάμπτω=καβατζάρω,  σκαβαντάρω]

λυμαίνομαι (καταστρέφω, λεηλατώ) [λοιμεύομαι=λυμαίνομαι]

λυτρώνομαι (γλιτώνω)

λυτρώνω (απαλλάσσω, ελευθερώνω)

λυπούμαι (θλίβομαι, αθυμώ, ακαχίζομαι)

λυπώ (θλίβω, στενοχωρώ, πικροκαρδίζω)

λωβιάζω (λεπριάζω, λεπριώ)

λωλαίνω (τρελαίνω, κουζουλαίνω, κρούζω)

 

Μ

μαγαρίζω (βρομίζω)

μαγγανεύω (γοητεύω, μαγεύω)

μαγειρεύω (μηχανεύομαι)

μαγεύω (γοητεύω, θέλγω)

μαγκεύω (πονηρεύω, μαγκοφέρνω)

μαγκώνω (πιάνω) [χειραπτώ=πιάνω]

μαγνητίζω (σαγηνεύω)

μαδώ (αποψιλώνω, αποπτιλώ, εκποκίζω, λουβώ, ολόπτω, 

ξεπουπουλιάζω, τριχομαλλώ, ξεφτερίζω, μαδάρω) 

μαζεύω (αθροίζω, συλλέγω, συνάζω, ομαδεύω, επισυνάγω, 

συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συγκομίζω, κατανέω, σεσουλιάζω)

μαζοποιώ (συμφύρω, συναναμιγνύω, συγκερκίζω, συμμαλάσσω)

μαθαίνω (πληροφορούμαι, διδάσκομαι)

μαθεύτηκε (γνωστοποιήθηκε, κοινοποιήθηκε)

μαθητεύω (σπουδάζω, διδάσκομαι) [διασπουδάζω=πραγματολογώ] 

μαϊμουνεύω (ξεγελώ, εξαπατώ)  (μαϊμουνιές=λαμογιές)

μαίνομαι (οργιάζω, λυσσομανώ)

μακαρίζω (επαινώ, εγκωμιάζω)

μακιγιάρω (φκιασιδώνω)

μακραίνω (επιμηκύνω, σπίζω, ματίζω, προεκτείνω)

μακρηγορώ (απεραντολογώ, πλατυλογώ)

μακροημερεύω (πολυημερεύω, μακροβιώ, πολυχρονίζω)

μακροθωρώ (προορώ)

μακροποιώ (μηκοποιώ)

μαλάζω (μαλακώνω, μαλακοποιώ, αμαλδύνω)

μαλακώνω (πραΰνω, ηρεμίζω, απαγαδιάζω)

μαλλιαγρίζω (κακομεταχειρίζομαι)

μαλώνω (φιλονικώ) [φιλεριστώ=φιλονικώ]

μανατζάρω (περιοικονομώ)

μανδρίζω (αυλίζω)

μανιπουλάρω (χειραγωγώ ή κιβδηλεύω)

μανουβράρω (ελίσσομαι)  [μανούβρα=ελιγμός]

μανουριάζω (τσαμπουκαλεύομαι, ερίζω)

μαντάρω (καρικώνω)

μαντεύω (προλέγω, προφητεύω, θεοφατίζω, φοιβάζω)

μαντρώνω (περιφράσσω, σηκάζω, δρυφάσσω, μανδρεύω) [περιθριγκώ=αυλαγιάζω]

μαραζώνω (μαραγκιάζω)

μαραίνω (μαραγκιάζω, κατσιάζω) [απομαραίνω=καταξεραίνω, καταστεγνώνω]

μαραίνομαι (κιτρινίζω)

μαργιολεύω (τεχνάζομαι, δολοφρονώ) [δολιώ=ολοφρονώ]

μαρκάρω (σημαδεύω)

μαρταριάζω (πανιάζω)

μαρτυρώ (καταγγέλλω, βεβαιώνω ή εναλγούμαι, στενοπαθώ)

μασάω (στομοκοπώ, ματσαλάω, μαστάζω, μαμαλάω, χναύω)

μαστιγώνω (χτυπώ, δέρνω, μαστίζω)

μαστορεύω (μερεμετίζω, επιδιορθώνω, μαστρολογώ)

μαστουρώνω (φτιάχνομαι, ναρκώνομαι, χασισώνομαι)

ματαβλέπω (ξαναβλέπω, αναβλέπω) [ξετυφλώνομαι=ξαναβλέπω]

ματαιοπονώ (ματαιοπραγώ, αδικομαχώ, σκιαμαχώ, αερομετρώ, 

κενοπονώ, ματαιομοχθώ, κενοκοπώ, αερομαχώ)

ματαιοφρονώ (ματαιοδοξώ, κενοδοξώ, εκτυφούμαι)

ματαιώνω (ακυρώνω, παρεμποδίζω, αποτρέπω)

ματώνω (αιμορραγώ, αιμορροώ, αιμάσσω, λιφαιμώ, αιματίζω, αιματορροώ)

μαυρίζω (μελαίνω, μελανώνω, απαμαυρώ) [καρβουνιάζω=ασβολαίνω]

μάχομαι (πολεμώ, αγωνίζομαι, συγκρούομαι)

μεγαλοπιάνομαι (αρχοντοπιάνομαι, αετοπιάνομαι)

μεγαλοποιώ (εξογκώνω, υπερβάλλω, ογκοποιώ, εκτραγωδώ, εκδεινώ, δεινοποιώ)

μεγαλώνω (αυξάνω, μεγεθύνω) [μεγαλοφέρνω=μεγαλοδείχνω]

μεγεθύνω (αυξάνω, μεγαλώνω) [επαυξάνω=αβγατίζω, επικεφαλαιώ] 

μεγιστοποιώ (υπερμεγεθύνω)

μεθαρμόζω (αναπροσαρμόζω)

μεθάω (μπεκρουλιάζω, διοινούμαι, μεθύζω, μεθύω, 

σουρώνω, μεθοκοπώ, κρασώνομαι, κωθωνίζομαι, μεθώ, 

μπεκροπίνω, μπεκρολογώ, σβανάρω, οινοφλυγώ, κραιπαλίζω)

μεθερμηνεύω (μεταφράζω) [μεταγλωττίζω=μεταφράζω]

μεθίσταμαι (μεταφέρομαι)

μεθοδεύομαι (σοφίζομαι, επινοώ, μητίομαι)

μειγνύω (ανακατώνω, συμφύρω, χαρχαλεύω, συνονθυλεύω, σμίγω)

μειονεκτώ (υστερώ, υποβαίνω)

μειώνομαι (νικιέμαι, ηττώμαι, ταπεινώνομαι)

μειώνω (ελαττώνω, μικραίνω)

μελαγχολώ (βαρυθυμώ)

μελανιάζω (μαυρίζω, μαυριάζω) [επιπερκάζω=κελαινούμαι]

μελετώ (διαβάζω, εξετάζω) [εκμελετώ=εξασκούμαι]

μέλλει (πρόκειται)   [μέλει=νοιάζει]

μελοποιώ (μελουργώ, μουσοποιώ, μουσουργώ)

μελωδώ (τραγουδώ, μέλπω)

μέμφομαι (κατηγορώ, κατακρίνω, μεμψιβολώ)

μεμψιμοιρώ (παραπονιέμαι, κλαίγομαι, γκρινιάζω,

κλαψουρίζω, τσιαουνίζω, μινυρίζω, κλαουρίζω)

μένω (κατοικώ)  [παραμένω=διατηρούμαι ή πολυστέκω]

μερακλώνομαι (υπεξαίρομαι)

μερίζω (διαμοιράζω)

μερικεύω (ειδικεύω)

μεριμνώ (επιμελούμαι, φροντίζω, ενδιαφέρομαι,

προνοώ, τημελώ, προμηθούμαι, κόπτομαι, αλέγω, μελεδαίνω)

μεροληπτώ (ετερομερώ, προσωποληπτώ, καταχαρίζομαι)

μεσημβρίζω (μεσημεριάζω)

μεσιτεύω (μεσολαβώ)

μεσοκόβω (μεσοτομώ)

μεσολαβώ (μεσιτεύω, παρεμβαίνω, μεσάζω, πρεσβεύω, παρεμβάλλομαι, παρεμπίπτω)

μεσουρανώ (ακμάζω, ευδοκιμώ) [υπερευδοξώ=παρευδοκιμώ]

μεταβαίνω (μεθίσταμαι, μεταπηδώ)

μεταβάλλω (αλλάζω, μετατρέπω, μεταπλάσσω)

μεταβιβάζεται (περιέρχεται, ανήκει)

μεταβιβάζω (μεταφέρω, μετακομίζω)

μεταγνωμίζω (μεταστρέφομαι, μετανογώ, ξελέω,

μεταγινώσκω, μεταβουλεύω, μεταγνώθω, μεταδοκώ,

μεταλογίζομαι, παλινδρομώ, ξαναλογίζομαι)

μετάγω (μετακομίζω, μεταφέρω, μετακινώ, μετατοπίζω, μεταίρω)

μεταδίδω (κοινοποιώ)

μεταθέτω (μετατοπίζω, μετακυλίω) [αποκυλίω=αποκυλινδώ] [μετακυλώ=μετακυλινδώ]

μεταλαβαίνω (κοινωνώ)

μεταλαμπαδεύω (διαφωτίζω) [φωτοφορώ=φωσφορώ]

μεταλλάσσω (μεταβάλλω) [αντιμεταθέτω=εναλλάσσω, επαλλάσσω, ήτοι αλλάσσω αμοιβαίως]

μεταμελούμαι (μετανοώ, γνωσιμαχώ, μεταβουλεύομαι, μεταψέφω)

μεταμορφώνω (μετασχηματίζω, αλλοιοτροπώ, αλλομορφώ, μεταμορφάζω) [μετασχηματίζομαι=μεταπλάθομαι]

μεταμφιέζω (μασκαρεύω, καμουφλάρω, παραλλάζω, μετενδύω)

μεταναστεύω (εκπατρίζομαι, αποδημώ, παροικίζομαι, μετανίσταμαι)

μετανοώ (μετανιώνω, μεταμελούμαι, αλλαξογνωμώ)

μεταπείθω (μεταστρέφω, μεταδιδάσκω, αναπείθω,

παρατρωπώ, αποσυμβουλεύω, απονουθετώ, καταδιδάσκω)

μεταπέμπω (μετακαλώ)

μεταπίπτω (μεταβάλλομαι)

μεταποιώ (τροποποιώ)

μεταπωλώ (μεταπρατώ) [μοσχοπουλώ=καλοπουλώ]

μεταρρυθμίζω (αναδιοργανώνω, αναμορφώνω, νεοχμίζω)

μεταρσιώνω (ανυψώνω)

μετασκευάζω (ανασχηματίζω)

μεταστοιχειώ (μεταπλάθω)

μετατάσσω (μεταθέτω) [αντιτάσσω=αντεκφέρω, αντιφέρω]

μετατοπίζω (μετακινώ, μεταφέρω, μετασπώ)

μετατρέπω (αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ)

μεταφράζω (ερμηνεύω)

μεταφυτεύω (μοσχεύω)

μεταχειρίζομαι (χρησιμοποιώ, χρώμαι) [επαναχρησιμοποιώ=ξαναχρησιμοποιω]

μετέρχομαι (χρησιμοποιώ, επιχειρίζομαι)  [διεξέρχομαι=αναλύω]

μετέχω (συμμετέχω, συνεπιλαμβάνω)

μετοικώ (αποδημώ)

μετουσιώνεται (μετουσιάζεται)

μετριάζω (αμβλύνω, εκτονώνω, χαλαρώνω, χαλατονώ)

μετριοπαθώ (συγγιγνώσκω)

μετριοφρονώ (ταπεινοφρονώ, χθαμαλοφρονώ)

μετρώ (αριθμώ, λογαριάζω) [εξαριθμώ=καταμετρώ] [στιχουργώ=μετροποιώ] 

μηδενίζω (εξαφανίζω, ουδενίζω) [εξαϋλώνομαι=εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εξαχνίζομαι] [αδηλοποιώ=εξαφανίζω]

μηνίω (εξοργίζομαι, διαγριαίνω) [οδύσσομαι=διοργίζομαι, επαλαστώ]

μηνύω (καταγγέλλω, εγκαλώ)

μηρυκάζω (αναχαράζω, αναμασώ, μαρκιούμαι)

μηχανεύομαι (τεχνάζομαι, επινοώ, περισοφίζομαι)

μηχανορραφώ (σκευωρώ, κακοβουλώ)

μιαίνω (μολύνω, μολεύω, χραίνω) [νοσοποιώ=μολύνω, νοσίζω]

μικραίνω (ελαττώνω, μειώνω, μικροποιώ)

μικροφέρνω (μικροδείχνω) [μικροπρεπεύομαι=σμικροπρεπεύομαι, ξεπέφτω]

μιμούμαι (πιθηκίζω, αντιγράφω, κοπιάρω, ιμιτάρω, μιμηλάζω) [συνακολουθώ=εκμιμούμαι]

μιρλιάζω (παραπονιέμαι, μιρλίζω) [πέπρωται=καθείμαρται, ήτοι είναι γραμμένο από τη μοίρα]

μισεύω (ξενιτεύομαι)

μισοτσακίζω (μισοσπάζω)

μισώ (απεχθάνομαι, αντιπαθώ, εχθρεύομαι, εχθραίνω, αμαχεύω, μαχίζομαι) [αμαχεύω=υποθηκεύω ή εχθρεύομαι]

μνημονεύω (αναφέρω, θυμίζω) [προμνημονεύομαι=προκαταλέγομαι, π.χ. οι προμνημονευθέντες φιλόσοφοι]

μνησικακώ (μανιοκρατώ, μνησιπονηρώ)

μνηστεύω (αρραβωνιάζω)

μοιραίνω (καλοτυχίζω)

μονοιάζω (συμφιλιώνω, καταλλάσσω, συμβιβάζω, φιλιάζω)

μοιράζω (μερίζω, διανέμω, μοιρώ) [παραμοιράζω=αποκληρώνω, αβστινατεύω]  

μοιρολογώ (θρηνολογώ, θρηνωδώ) [αναθρηνώ=ανολοφύρομαι]

μολάρω (αμολάω, αφήνω)

μολύνω (μιαίνω, λερώνω, βορβορώ, φορύνω)

μονάζω (ασκητεύω, καλογερεύω)

μοντάρω (συναρμολογώ, συναρμόζω, αμματίζω)

μοντελοποιώ (εξεικονίζω, αποπλάσσομαι) [=φτιάχνω ακριβές ομοίωμα, αντίγραφο]

μοντερνίζω (καινοτομώ, νεοτεριζω, νεωτερίζω, νεωτεροποιώ)

μορφοποιώ (διαμορφώνω, κατασχηματίζω)

μορφώνω (σχηματίζω, διαρτίζω)

μοστράρω (εκθέτω)

μοσχόφαγε (καλόφαγε)

μουγκρίζω (βρυχώμαι, βρουχίζω, μουγκούμαι, μουγκαλιέμαι, μυκώμαι)

μουδιάζω (αιμωδώ) [μουδιάζω=διστάζω]

μουθουνίζω (ερρινίζω)

μουλαρώνω (πεισματώνω, κατσικώνομαι, δρασκελώνομαι, στριτζώνω, προσκαρτερώ)

μουντζουρώνω (μελανιώ, μουντζαλώνω)

μουντίζω (σκοτεινιάζω, μαυρολογώ) [καταχλυούμαι=αποσκοτούμαι, σκοταδιάζω, αποζοφούμαι, δνοφούμαι] 

μουρμουρίζω (ψιθυρίζω)

μουρνταρεύω (βρομίζω)

μούτεψε (μουγγάθηκε)

μουτρώνω (κατσουφιάζω, στυγνάζω, σκυθράζω)

μουχλιάζω (σαχνιάζω, λυθριάζω)

μοχθώ (κοπιάζω, κουράζομαι, καταπονούμαι)

μοχλεύω (κινητοποιώ) [οχλίζω=μοχλεύω, μόχλευσις=δια μοχλού μετατόπισις]

μπαγιατεύω (παλιώνω, πολυκαιρίζω) [απαρχαιώνομαι=παλιώνω]

μπάζω (συμπτύσσομαι)

μπαζώνω (επιχωματώνω, προσχώνω, χωματίζω, μωλώνω)

μπαίνω (εισχωρώ, εισέρχομαι, εισπορεύομαι, εισβαίνω, εισφρέω, εισοιχνώ, εμπατώ) [εισοδεύεται=εισέρχεται]

μπακακίζω (βατραχίζω)

μπακιρώνω (επιχαλκώνω)  [μπακιρτζής=χαλκωματάς]

μπαλαλώ (αφρονώ, παραλαλώ, αδιανοητεύομαι, παπαρίζω, κουκουνιάζω) [μπάλαλα=τα μη δυνάμενα να σκεφτούν, τα μη έχοντα σκέψιν]

μπαλαμουτιάζω (παραμυθιάζω)  [πουλάει μπαλαμούτι=προσπαθεί να  πείσει  με  ψευτιές]

μπαλιάζω (δεματοποιώ) [π.χ. μπαλιάζω το τριφύλλι]

μπαλώνω (επιδιορθώνω, επισκευάζω, επιρράπτω)  [μπαλώθηκε=τακτοποιήθηκε]

μπανάρω (απορρίπτω, αποβάλλω)

μπανιαρίζομαι (λούομαι) [μπανιέρα=λουτήρας]

μπαστακώνομαι (στυλώνομαι, παλουκώνομαι) [στύω=αναστύφω]

μπασταρδεύω (νοθεύω)

μπατάρω (γέρνω, αποκλίνω)

μπατιρίζω (χρεοκοπώ)

μπεγλερίζω (μανιτζάρω, κουσουμάρω)

μπερδεύω (αναμειγνύω)

μπήγω (χώνω, καρφώνω)

μπιρμπαντεύω (τσιλιμπουρδάω)

μπιτίζω (τελειώνω)

μπλανώθηκε (επιχωματίστηκε)

μπλετσώνομαι (παρατρώω, ταρατσώνω, υπερεσθίω)

μπλοκάρω (περικυκλώνω) [αμφιέπω=εγκυκλεύω, διαζωννύω]

μπογιατίζω (χρωματίζω, βάφω, θωριάζω, χροιώ)

μπολιάζω (εγκεντρίζω, ενθεματίζω, εμβολιάζω,

ενοφθαλμίζω, φελιάζω, εμφυλλίζω)

μπορώ (δύναμαι, σθένω)

μποσικάρω (καλουμάρω)

μπουγεύω (απλώνω)  [μπούγιο=μεγάλος όγκος]

μπουμπουκιάζω (ανθίζω, αναθάλλω)

μπουμπουνίζει (κρατσιανοβολάει, βομβάζει)

μπουνταλοφέρνω (χαζοφέρνω, βλακοφέρνω, αγαθοφέρνω, φυρομυαλίζω)

μπουρδολογώ (σαχλαμαρίζω)

μπουρδουκλώνω (κουκουλώνω)

μπουρμπουλώνομαι (κουκουλώνομαι, κατσουλώνομαι) [μαντιλώνω=μαντιλοδένω]

μπουσουλάω (αρκουδίζω)

μπρουμυτίζω (πιστομίζω)

μυκτηρίζω (σκώπτω, περιγελώ, κοροϊδεύω)

μυούμαι (τελίσκομαι) [μύηση=προπαίδευση σε μυστικά, σε μυστήρια]

μυτερώνω (καταστομώ, οξύνω, σουβλερώνω) [ρινοτομώ=ρινοκοπώ]

μυώ (διδάσκω, κατηχώ, μυσταγωγώ)

μωλωπίζω (πληγιάζω)

μωραίνω (αποβλακώνω, κουτιαίνω, αποχαζεύω, απομωρώνω, απηλιθιώ) [μακκοώ=μωραίνομαι]

μωρώνω (ηρεμίζω)

Ν

ναρκισσεύομαι (αυτοθαυμάζομαι, καμαρώνομαι, αυτοεπαίρομαι)

ναρκοθετώ (υπονομεύω)

ναυαγώ (καταποντίζομαι, καραβοτσακίζομαι)

ναυκρατώ (θαλασσοκρατώ)

ναυλοχώ (αγκυροβολώ, αραξοβολώ)

ναυσιπλοώ (ποντοπορώ, θαλασσοδρομώ)

ναυτίλλομαι (θαλασσοπορώ, ναυπορώ, νηοπορώ, ναυστολώ)

ναυτιώ (εμώ, αηδιάζω, αναγουλιάζω, ξερνοβολώ)

ναυτολογούμαι (μπαρκάρω, εμβαρκαρίζομαι) [αντίθετον: ξεμπαρκάρω]

νεανιεύομαι (κορδώνομαι)

νεκρώνω (θανατώνω, αψυχώνω)

νέμω (μοιράζω)  [ανανέμω=ξαναμοιράζω]

νεοτεριζω (καινοτομώ, μοντερνίζω, εκσυγχρονίζομαι)

νεροκάηκα (δίψασα)

νερουλιάζω (πλαδαρεύω, εξυδαρούμαι, λυσισωματώ)

νερώνω (υδατώνω)  [προσυδατώθηκε=προσθαλασσώθηκε]

νετάρω (αποτελειώνω,ξεμπερδεύω,ξεμπλέκω)

νευριάζω (τσατίζω)

νευροκοπώ (νευροτομώ, απονευρώνω)

νεύω (γνέφω, συναινώ, νευστάζω, διανεύω)

νεφελούται (συννεφιάζει)

νεώνω (ανακαινίζω, νεοποιώ, νεουργώ)

νεωτερίζω Βλέπε: νεοτερίζω

νηστεύω (σαρακοστεύω, αποσιτώ, αποκρεύω) [ξενηστεύω=απονηστίζομαι] [αρτοφαγώ=αρτοσιτώ]

νίβομαι (πλένομαι)

νικιέμαι (ηττώμαι, μειώνομαι)

νικώ (επικρατώ, υπερέχω, κατατροπώνω, κατισχύω, υπερτερώ)

νίπτω (πλύνω, κατανίζω)

νοθεύω (παραποιώ, παραχαράσσω, κιβδηλεύω,

μπασταρδεύω, απομιμούμαι, μανιπουλάρω,

ψευτίζω, ψευδοποιώ, πλαστεύω, παραγλύφω)

νοιάζομαι (μεριμνώ) [επωριάζω=μεριμνώ]

νοικιάζω (μισθώνω)[=πληρώνω ενοίκιο] [εκμισθώνω=απομισθώ, ήτοι δίδω ιδιοκτησίαν μου προς ενοικίασιν] [υπενοικιάζω=υπεκμισθώνω, μετεκμισθώνω]

νοικοκυρεύω (ευπρεπίζω, συγυρίζω)

νομίζω (κρίνω, φρονώ, φαντάζομαι, υποθέτω, θεωρώ, θαρρώ)

νοσηλεύω (θεραπεύω, γιατρεύω, υγιοποιώ, νοσοκομώ, αλθαίνω) [γιατρολογώ=γιατροκομώ]

νοσταλγώ (ποθώ)

νοστιμεύομαι (ορέγομαι) [ξανοστεύω=ανοστίζω]

νοστιμεύω (εφηδύνω, γλυκαίνω, παραρτύω) [καρυκεύω=αρτύω, νοστιμίζω]

νοσώ (ασθενώ, πάσχω, αδιαθετώ, ανημπορώ, κακοδιαθετώ, ανημπορεύω, κακηπελώ)

νοώ (αντιλαμβάνομαι, νογάω)

νταγιαντίζω (υπομένω)

νταϊανάω (κρατάω, βαστάω)

νταλακιάζω (παραπίνω, υπερπίνω, πολυπίνω, πολυποτώ, παρεμπίνω)

ντανιάζω (στοιβάζω, στακάρω)

νταντεύω (βρεφοκομώ, βαγιουλεύω, βρεφοτροφώ) [νυμφοκομώ=νυμφοκοσμώ]

νταραβερίζομαι (αλισβερίζομαι, συναλλάσσομαι)

ντεραπάρω (ανατρέπομαι, μπαταναρίζω)

ντιλάρω (προωθώ)  [π.χ. ντιλάρω τη νέα τεχνολογία]

ντουμανιάζει (μπουριάζει) [τίκλωσε=ντουμάνιασε, ξετίκλωσε=ξεντουμάνιασε]

ντουρώνω (ορμώ, γιουρτάω, μουρώνω)

ντρακανιέμαι (ταλαντεύομαι, κλυδωνίζομαι, ζυγαρίζω, κινύσσομαι)

ντρέπομαι (αισχύνομαι, ευλαβούμαι)

ντύνω (ενδύω)

νυκτερεύω (αγρυπνώ, παννυχίζω, νυχεύω)

νυκτοπερπατώ (νυκτοπορεύω, νυκτοβαδίζω, νυχτογυρίζω, νυκτοπορώ, νυχτοδιαβαίνω)

νυκτώνει (βραδιάζει)

νυμφεύω (παντρεύω) [καλόπεσε=καλοπαντρεύτηκε] [κακόπεσε=κακοπαντρεύτηκε]

νυστάζω (γλαρώνω, κουτουλώ, υπνώττω)

νωθρεύω (οκνεύω, επιρραθυμώ, απραγμονώ)

νωτίζω (λακίζω)

νωτοφορώ (νωταγωγώ)


Ξ

ξαγρυπνώ (εγρηγορώ, νυκτερεύω)

ξαίνω (λαναρίζω) [αναξαίνω=ξαναλαναρίζω]

ξακούγεται (φημίζεται)

ξαλλάζω (αλλαξοφορώ, μετεκδύομαι) [πρωτοβάζω=πρωτοφορώ]

ξαλαφρώνω (ανακουφίζομαι, αναλωφώ)

ξαμολιέμαι (ξεχύνομαι, εξορμώ, προτύπτω) [καταρράσσω=ξεχύνομαι, καταρράκτης=ο κινούμενος με ορμή]

ξαναγυρίζω (επιστρέφω, επανέρχομαι, επαναλύω, υποστρέφω, αναπαλινδρομώ)

ξανανιώνω (ανηβώ, νεάζω, ανανεάζω, κουρίζω)

ξανασαίνω (αναπαύομαι, ξαργιάζω, ενσαββατίζω) [αναπνέω=ανασαίνω]

ξανατοποθετώ (ανατάσσω)

ξανθίζω (ξανθοποιώ)

ξαπλώνω (πλαγιάζω, ανακλίνω)

ξαστερώνω (αιθριάζω, καλοκαιρεύω) [καλοκαιριάζω=παραθερίζω]

ξαφρίζω (αφρολογώ)

ξεβιδώνω (αποκοχλιώνω)

ξεβλαστίζω (θάλλω) [αναβλαστάνω=ξαναφυτρώνω]

ξεβοτανίζω (εκθαμνίζω, ξεχορταριάζω, ξεχορτίζω, ανασκαφίζω)

ξεβουλώνω (αποφράζω)

ξεβράζω (εκβάλλω, ξερνώ, αποφλύζω) [εξώνω=εκβάλλω] 

ξεβρακώνω (ξεγυμνώνω)

ξεβρομίζω (ξεμαγαρίζω, εκκαθαρίζω)

ξεγελώ (απατώ, πλανώ, παροδηγώ, κακομηχανώμαι, κακορραφώ)  [ξεπλανώ=αποβουκολώ, αποπαιδαγωγώ]

ξεγραπώνομαι (απαγκιστρώνομαι)

ξεγράφω (διαγράφω)

ξεγυμνώνω (γδύνω, ξεμπλετσώνω)

ξεδένω (λύνω, ξελύνω)

ξεδιαλέγω (επιλέγω)

ξεδιπλώνω (ξετυλίγω, ανελίσσω, αναπετάσω, ανειλώ)

ξεδιψώ (αδιψώ, αποδιψώ)

ξεδοντιάζομαι (φαφουτιάζω) [φαφουτίζω=μασταρίζω] [οδοντιάζω=οδοντοφυώ]

ξεζαλώνω (ξεφορτώνω) 

ξεζουμίζω (απομυζώ, στίβω, εκθλίβω, ξεσταλιάζω, εκστραγγίζω, εκπιέζω, αποθλίβω)

ξεθάβω (ξεχώνω, ξεχωνιάζω)

ξεθεμελιώνω (κατασκάπτω, σαρίζω, καταγκρεμίζω)

ξεθηκαρώνω (ξιφουλκώ)

ξεθηλυκώνω (ξεκουμπώνω)

ξεθυμαίνεται (ατονεί)

ξεθυμαίνω (καταπραΰνομαι, μειλίσσομαι ή ξεσπώ)  [δυσθυμαίνω=αχεύω, κακοκεφιάζω]

ξεθυμώνω (ξεκακιώνω)

ξεθωριάζω (ξασπρίζω, αποχρωματίζομαι, ετεροχροώ, ξεπλένομαι)  [ξεχρωματίζομαι=αχροώ, άχρους=άχρωμος]

ξεκαθίζω (ανελκύω) [καθελκύω=αβαράρω, κατερύω]

ξεκαλιγώνω (ξεπεταλώνω)

ξεκάνω (εξοντώνω, σφαγιάζω, πετσοκόβω)

ξεκαπακώνω (ξεσκεπάζω, εκκαλύπτω)

ξεκαρφώνω (ξηλώνω, ξεπροκίζω, απογομφώ) [αποκαθηλώνω=ξεκρεμάω, ξηλώνω]

ξεκατινιάζω (καταπονώ, τρύχω)

ξεκλέβω (εξοικονομώ, διαθέτω)

ξεκλειδώνω (ξεμανταλώνω)

ξεκληρίζω (αποδεκατίζω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω, ξεπατώνω)

ξεκόβομαι (αποσπώμαι, αποχωρίζομαι, αποξενώνομαι)

ξεκόβω (απομακρύνω)

ξεκοκαλίζω (καταβιβρώσκω) [εξοστεΐζω=ξεκοκαλιάζω]

ξεκολλώ (αποσπώ, αποσυγκολλώ) [βεντουζιάζω=συγκολλιέμαι]

ξεκουβαριάζω (ξεσφουρλιάζω, ξετυλίγω) [περιείλω=τυλίγω]

ξεκουκουτσίζω (εκκοκκίζω, ξεκουκιάζω, εκπυρηνίζω)

ξεκουμπίζομαι (απέρχομαι, φεύγω, αποπορεύομαι, τζάζω, εκβαίνω, αποβλώσκω, αποχάζομαι, αποστείχω)

ξεκουράζομαι (αναπαύομαι, χουζουρεύω, 

ραχατεύω, τεμπελιάζω, ρεμπελεύω, αποσχολάζω,

ριλαξάρω, ανακουφίζομαι, εφησυχάζω,

ξαποσταίνω, λωφώ, αλλαγιάζω)

ξελαιμιάζομαι  (ξεσβερκιάζομαι)

ξελακκίζω (ξεχώνω, ξεσκάφτω)

ξελαμπικάρισα (ξεθόλωσα)

ξελαργεύω (αραιώνω, αναριεύω, αγανεύω, αναργιώνω)

ξελασπώθηκα (σώθηκα, γλίτωσα, σιάχτηκα, φτιάχτηκα)

ξελασπώνομαι (ορθοπατώ, ορθοποδίζω)

ξελιγώνω (κατακουράζω)

ξελογιάζω (ξεμυαλίζω, παραπλανώ)

ξεμαλλιάζω (αποτίλλω, σουρομαλλιάζω) [σουρομαδώ=τσουρομαδάω]

ξεματιάζω (ξεβασκαίνω, σταυρώνω)

ξεμεθώ (ανανήφω, αποκραιπαλίζομαι, απομεθύσκομαι) 

ξεμένω (στερούμαι, αμοιρώ)

ξεμοναχιάζω (απομονώνω)

ξεμοντάρω (αποσυναρμολογώ, αποσυνθέτω, εξαρμόζω, αποσυνάπτω)

ξεμουδιάζω (ξεπιάνομαι)

ξεμουχλιάζω (ανακαρώνω, αναπαίρνω)

ξεμπλετσώνομαι (γυμνούμαι, απεσθούμαι)

ξεμπουκάρω (ξεπετάγομαι)

ξεμπουρνταλιάζω (εξαναισχυντώ, προστυχεύω, ξεβγαίνω, αδιαντροπεύω)

ξεμπροστιάζω (απογυμνώνω, εκθέτω)

ξεμυτίζω (ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι, ανακύπτω,

ξεφυτρώνω, επιφαίνομαι, ξετσουπίζω)

ξενιτεύομαι (αποδημώ, μισεύω, εκπατρίζομαι)

ξενοιάζω (ηρεμώ, ξεσκοτίζομαι, αμεριμνώ, χαρατεύω, ξαλεγράρω)

ξενομανώ (αλλοτριονομώ)

ξεντροπιάζω (ευφημίζω)

ξενυχτώ (αγρυπνώ, διανυκτερεύω, απονυκτερεύω, ολονυκτίζω) [εναυλίζω=εννυχεύω]

ξενώνω (εκποιώ, πωλώ)

ξεξασπρίζω (καταλευκαίνω)

ξεπαγιάζω (μαργώνω)

ξεπαγώνω (αποψύχω)

ξεπακιάζομαι (παραφορτώνομαι)

ξεπαπουτσώνω (υπολύω, ξυπολύνω)

ξεπαραδιάζομαι (καταξοδεύομαι, ξηλώνομαι, ξεπενταρίζομαι, ξεπουγκίζομαι)

ξεπαρθενεύω (αποπαρθενεύω, διακορεύω, προυνικεύω) [διαπαρθενεύω=διακορίζω]

ξεπατηκώνω (αντιγράφω, ξεσηκώνω, αποτυπώνω, αναπαριστάνω, αποπλάσσομαι)

ξεπέφτω (παρακμάζω, ξεφουσκώνω)

ξεπηδώ (εκπηγάζω)

ξεπιάνομαι (ανακουφίζομαι, απαλγώ)

ξεπλένω (απονίζω, απονίπτω, διακλύζω, ξεβγάζω) [αποκλύζω=καλοπλένω]

ξεποδαριάζω (ξεθεώνω)

ξεπορτίζω (ξεμυτίζω)

ξεπουλώ (εκποιώ, απεμπολώ, ξεκάνω) [εμπολώ=εμπορεύομαι]

ξεπουπουλιάζομαι (μαδιέμαι, πτερορροώ, τίλλομαι)

ξεπρεσάρω (ξεσφίγγω)

ξεραίνω (στεγνώνω, εξικμάζω)

ξερηχαίνω (αναβαθαίνω)  [ρηχαίνω=ξεβαθαίνω]

ξεριζώνω (αφανίζω) [πρεμνίζω=εκριζώνω]

ξερνώ (εξεμώ, εκχύνω)

ξερογλείφομαι (λιγουρεύομαι)

ξεροσταλιάζω (στήνομαι, περιμένω, καρτερώ)

ξεσαβουριάζω (αφερματίζω)

ξεσαλώνω (αποχαλινώνομαι, παρεκτρέπομαι, εκτροχιάζομαι)

ξεσηκώνω (διεγείρω)

ξεσκαλώνω (ξεμπλέκω, ξεσέρνω)

ξεσκαρτάρω (αποδιαλέγω)

ξεσκεπάζω (φανερώνω, ξεκουκουλώνω)

ξεσκίζω (κατακομματιάζω, κατακόπτω, διακείρω, κατασχίζω)

ξεσκονίζω (καθαρίζω) [κουρνιαχτίζομαι=σκονίζομαι]

ξεσπάει (αρχίζει, κινάει)

ξεσπαθώνω (ξεσπώ) [σπαθίζω=σπαθοκοπώ]

ξεσπιτίζω (εξοικίζω)

ξεσπώ (εκρήγνυμαι)

ξεσταχίζω (σταχυοβολώ, σταχυοφυώ)

ξεστολίζω (αποκοσμώ)

ξεστραβώνομαι (διαφωτίζομαι)

ξεστραβώνω (ισιώνω)

ξεστρατίζω (παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, λοξοδρομώ,

παρεκβαίνω, λοξοπορώ, ντελαπάρω, λοξεύω) [παρεκτρέπω=ξεστρατίζω] 

ξεστρίβω (χαλαρώνω, ξεσφίγγω)

ξεσυνηθίζω (ξεμαθαίνω, απεθίζω, αποσυνεθίζω)

ξεταπώνω (εκπωματίζω, αποπωματίζω, ξεπωματίζω)

ξεταιριάζω (αποσυναρμολογώ)

ξετικάρω (αποεπιλέγω, ξετσεκάρω)

ξετινάζω (ξεπαραδιάζω)

ξετρελαίνομαι (ενθουσιάζομαι)

ξετρελαίνω (μαγεύω)

ξετρυπώνω (ξεπροβάλλω, αναβγαίνω, αναφαίνομαι)

ξετσαλακώνω (ισιάζω, ευθειοποιώ)

ξετσαουλιάζομαι (ξεσαγονιάζομαι)

ξεφεύγω (γλιτώνω)

ξεφλουδίζω (αποφλοιώνω, απολεπίζω, εκβολβίζω,

αποκαυκαλίζω, εκλεπίζω, φλοΐζω, λεπυριώ)

ξεφορτώνομαι (ξεμπλέκω, ξεκάνω, ξεμπερδεύω)

ξεφουρνίζω (ξεστομίζω) [φουρνίζω=κλιβανίζω]

ξεφράζω (ξεβουλώνω, ξεμπουκώνω)

ξεφτιλίζω (ταπεινώνω) [εκταπεινώ=αποβηματίζω]

ξεφυλλίζω (μετροφυλλώ, φυλλομετρώ, φυλλολογώ, φυλλουργώ)

ξεφυσώ (εκπνέω, αποπνέω) [ρουθουνίζω=μουσουνίζω, φριμάζω]

ξεχαρβαλιάζω (χαλνώ)

ξεχαρμανιάζω (αναψύχομαι)

ξεχασκίζω (αποσβολώνομαι, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, ατύζομαι, εξαφνίζομαι, θαυματίζομαι)

ξεχέζω (περιυβρίζω, μπινελικώνω) [καταχέζω=κατατιλώ]

ξεχειλώνω (χαλαρώνω)

ξεψαρώνω (αναθαρρεύω) [ψαρώνω=υποτρομώ]

ξεψειρίζω (αποφθειριώ, ξεκονιδιάζω)

ξεψυχίζω (πεθαίνω)

ξηλώνω (ξεράβω)

ξηραίνω (σκέλλω, στεγνώνω, ανικμάζω, τερσαίνω, ισχνώ, καγκαίνω) [κατασκέλλομαι=αποσκελετώνομαι] [καταυαίνω=καταξηραίνω]

ξινίζω (οξίζω)

ξοδεύω (δαπανώ, σπαταλώ, ξοδιάζω)

ξουραφίζω (ξυρίζω, επιξυρώ, ξυραφίζω)  [ξυστρίζω=στλεγγίζω]

ξοφλώ (ξεχρεώνω, αποπληρώνω, νετάρω, 

απαγαδίζω, χρεολυτώ, χρεοδοτώ)

ξυέται (ξύνεται)

ξυλεύεται (καρπώνεται, νέμεται)

ξυλιάζω (παγώνω)

ξύνω (λειαίνω, ξέω)

ξυπνώ (αφυπνίζω, επεγείρω) [ορθρίζω=αγουροξυπνώ, επορθρεύω, αυγίζω]

ξυπολιέμαι (υπολύομαι, ανυποδητώ)

ξωπετάνε (εκπαραθυρώνουν) [θυροκοπώ=θυροκρουστώ, θυροκροτώ]

 

Ο

ογκώνω (διαστέλλω, φουσκώνω)

όγκωσα (χόρτασα, ταράτσωσα)

οδεύω (πορεύομαι, προχωρώ, δρομώνω, δρομώ) [εφοδεύω=κερκετεύω, περιπολώ]

οδοιπορώ (πεζοπορώ, ατραπίζω)

οδηγώ (άγω, φέρω)

οδύρομαι (θρηνώ, κλαίω, πλαντάζω, βρέμω, χουχουλιέμαι, ποτνιώμαι)

οιδαίνω (πρήζομαι, τουμπανιάζω, ογκυλούμαι, διογκώνομαι, εξογκώνομαι, ορκεύω, εξοιδαίνομαι, κονδυλούμαι, νταουλιάζω) [οιδοποιώ=εξογκώνω]

οικειοποιούμαι (σφετερίζομαι, εξιδιάζομαι, παραιρούμαι)

οικοδομώ (κτίζω, θεμελιώνω, οικοποιώ)

οικονομώ (αποταμιεύω, ποτάζω)

οικτίρω (ευσπλαχνίζομαι, λυπούμαι, συμπονώ, ψυχοπονώ)

οινοποτώ (κρασοπίνω) [υδροποτώ=υδατοποτώ]

οινοχοώ (κρασοκερνώ)  [οινοχόος=κρασοκεραστής]

οιστρηλατούμαι (παθιάζομαι) [εξοιστρώ=μανιουργώ]

οιωνίζομαι (προφητεύω, χρηστηριάζω, ορνιθεύομαι, οιωνοσκοπώ, κληδονίζομαι)  [οιωνός=πτηνόν, όρνις]

οκλάζω (κιμβάζω, ανακουρκουδίζω, ανακλαδίζομαι, κουκουβίζω, σκιμβάζω) [=κάθημαι οκλαδόν]

οκνοποιώ (οκνηρεύω)

οκνώ (τεμπελιάζω, ραθυμώ, νωθρεύω, σελεμίζω, κατασχολάζω, 

ακαματεύω, κοπροσκυλιάζω, απρακτώ, χασομερώ, ραστωνεύω)

ολβιώ (μακαριώ)

ολιγοδρανώ (χαλαρώνομαι, λιποτονώ)

ολιγορρημονώ (ολιγολαλώ)

ολιγωρώ (αμελώ, αδιαφορώ, αωρώ, ευωριάζω, καταβλακεύω)

ολισθαίνω (γλιστρώ, ολισθράζω)

ολοκαυτώ (απανθρακώ, ολοκαώ, ολοκαυτίζω) [=θυσιάζω στην πυρά ολομελή θύματα]

ολοκληρώνεται (περατώνεται)

ολοκληρώνω (αρτιώνω, συμπληρώνω, διεκπεραίνω)

ολοφύρομαι (θρηνώ, οδύρομαι, ολολύζω, θρηνοβολώ, αιάζω, καταστενάζω, βαρυαναστενάζω)

ομαλύνω (ισιάζω, ισοπεδώνω, διομαλίζω, επιπεδώνω, απεδίζω)

ομιλώ (κουβεντιάζω, συζητώ, διαλέγομαι, μασλατεύω)

ομιχλούμαι (καταχνιάζομαι)

ομνύω (ορκίζομαι, ομόνω, ορκοδοτώ, ορκωμοτώ, αμόνω)

ομογνωμονώ (συμφωνώ, συμπλέω, συστοιχούμαι, ομοψηφώ)

ομοδυναμώ (ισοδυναμώ, ταυτοδυναμώ)

ομολογώ (συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω, επευδοκώ) [αυθομολογείται=καταφαίνεται]

ομορφαίνω (καλλωπίζω, στολίζω)

ομοφωνώ (ομοδογματώ, ταυτοφωνώ, ισογνωμώ)

ομοφρονώ (ομοδοξώ, ομονοώ, ομοθυμώ)

ομοψηφώ (συγκατατίθεμαι, ανθομολογώ)

ονειδίζω (κατηγορώ, κατακρίνω, προσβάλλω, θίγω, καθάπτομαι)

ονειρεύομαι (ενυπνιάζομαι, νείρομαι)

ονειροπολώ (φαντασιοκοπώ, ονειροβατώ) [ουρανοπλοώ=ουρανοβατώ, ουρανοδρομώ, ουρανοφοιτώ]

ονομάζω (αποκαλώ, προσαγορεύω, φωνώ)  [επονομάζομαι=επικαλούμαι, επωνυμούμαι, κλεΐζομαι=ονομάζομαι] [διονομάζομαι=διαθρυλούμαι, φημίζομαι]

ονοματοποιώ (ονοματουργώ)

ονυχοκοπώ (περιονυχίζω, απονυχίζω)

οξειδώνομαι (σκουριάζω, κατιούμαι) [εκσκωριάζω=ξεσκουριάζω]

οξύνω (εντείνω)

οπισθοδρομώ (οπισθοχωρώ, ανατροχάζω, υποποδίζω)

οπλίζω (αρματώνω, οπλοδοτώ)

οπτεύω (ορώ)

οραματίζομαι (οπτασιάζομαι)

οργανώνω (τακτοποιώ)

οργίζομαι (θυμώνω, αγανακτώ, σκυλιάζω, κακιώνω)

οργίζω (εξάπτω, ερεθίζω, συγχύζω)

οργώνω (αροτριώ, αλετρίζω, υνιάζω, ζευγαρίζω, αροτριάζω, καματεύω, αροτρεύω)

ορέγομαι (επιθυμώ, θέλω, λιμπίζομαι, γλίχομαι)

οριστικοποιώ (παγιώνω)

ορθιάζω (ορθοστήνω, ορθώνω)

ορθοποδώ (ευδοκιμώ, ευημερώ)

ορθορρημονώ (ορθοεπώ, ορθολογώ, ορθολεκτώ, απαρτιλογώ)

ορθοτομώ (καλοσυμβουλεύω, δαδουχώ, αναδιδάσκω) [κακοβουλεύω=κακοδιδασκαλώ]

ορθώνομαι (στυλώνομαι, σηκώνομαι, υψώνομαι)

ορθώνω (υψώνω, σηκώνω)

ορίζω (διατάσσω, επιβάλλω, καθορίζω)

ορμίζω (προσαράσσω, αγκυροβολώ, αγκυρώνω)

ορμώ (χιμίζω, επιτίθεμαι, βουρώ, γιουρντώ, μουντάρω, επιπίπτω, επιτροχώ, επιτρέχω, θυμοβολώ)

ορμώμαι (κατάγομαι)

οροθετώ (οροσημαίνω, οριοθετώ, διαχαράσσω)

ορρωδώ (φοβούμαι, δειλιάζω, πτήσσω, πτύρομαι) [ξεθαρρεύω=ξεδειλιώ]

οσμώμαι (οσφραίνομαι)

οσφραίνομαι (οσμίζομαι, μυρίζω)  [μυροβλύζω=μυροβλυτώ]  [μυρώνω=μυραλειφώ]

ουδετεροποιούμαι (αποσυνδέομαι, αποδεσμεύομαι)

ουρανοβατώ (νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ)

ουρλιάζω (σκούζω, σκληρίζω, τσιρίζω, στριγγλίζω, κούζω)

οχλαγωγώ (θορυβοποιώ, ομαδώ)

οχυρώνω (ταμπουρώνω, οχυροποιώ)

οψίζει (υστερίζει) [εσχατίζω=υστερίζω]

οψιμίζει (οψιμοκαρπίζει)


Π

παγιδεύω (τσακώνω)

παζαρεύω (διαπραγματεύομαι)

παθαίνω (υφίσταμαι)

παθιάζομαι (συγκινούμαι, ενθουσιάζομαι, παθαίνομαι)

παιδαγωγώ (διδάσκω, εκπαιδεύω, ανατρέφω, μορφώνω, πωλοδαμνώ)

παιδεύω (βασανίζω, τυραννώ) [τυραγνώ=μαγκλαβίζω, σκεντσεύω]

παιδιαρίζω (παιδιακίζω, μειρακεύομαι, μωρουδίζω, νηπιαχεύω, 

νηπιάζω, νηπυτιεύομαι, παιδαριεύομαι, νηπιεύομαι)

παιδοκομώ (παιδοτροφώ) [κομώ=περιποιούμαι]

παιδοφιλώ (παιδεραστώ)

παιδοφονώ (παιδοκτονώ)

παίζεται (διακυβεύεται)

παίζω (διασκεδάζω, αστειεύομαι, αθύρω)

παίρνω (δέχομαι, λαμβάνω)

πακετάρω (συσκευάζω, αμπαλάρω)

παλαβώνω (μουρλαίνω) [αποτρελαίνω=απομουρλαίνω]

παλαντζάρει (ανεβοκατεβαίνει, κυμαίνεται)

παλεύω (αγωνίζομαι,  μάχομαι, εναθλώ) [παλαιμονώ=παλαιστώ, παλαιστής=αγωνιστής, μαχητής]

παλιλλογώ (ταυτολογώ, ταυτοεπώ)

παλινωδώ (αναιρώ, ανακαλώ, αποκυρώ)

παλιώνω (πολυκαιρίζω, μπαγιατεύω) [εωλίζομαι=μπαγιατεύω]

πάλλω (σείω, κραδαίνω)

παλουκώνω (ανασκολοπίζω, ανασκινδυλεύω) [ξεσουβλίζω=αποβελίζω]

πανικοβάλλω (τρομάζω)

παντελονιάζω (εισπράττω)

παντρεύω (νυμφεύω, συζεύγω) [ευγαμώ=καλοπαντρεύομαι] [κακοπαντρεύομαι=αδικοπαντρεύομαι] [διαμηρίζω=απαυτώνω, σπεκλώ, συνουσιάζομαι]

πανωθιάζω (στοιβάζω, επεισκυκλώ, κορθύνω)

παξιμαδιάζω (καταστραγγίζομαι)

παπουτσώνω (ποδεύω, ποδένω)

παραβαίνω (παραβιάζω, καταπατώ, παρατυπώ, καταστρατηγώ, παρεγχειρώ) [χακάρω=παραβιάζω, παρεγχειρώ] [παραβιάζεται=διασαλεύται, διαταράσσεται]

παραβάλλω (συγκρίνω, παρομοιώνω, αντεξετάζω, παραμετρώ, παρεικάζω)

παραβγαίνω (αναμετριέμαι)

παραβλέπω (υπομένω, ανέχομαι)

παραγνωρίζω (υποτιμώ, αλαφροπαίρνω)

παραγνωρίζω (αλλογνοώ) [=εκλαμβάνω κάτι ως κάτι άλλο]

παραγράφω (σβήνω, εξαλείφω)

παράγω (αποφέρω, αποδίδω, ευφορώ, γενεσιουργώ, ζαφορώ, ευγονώ, πολυφορώ)

παραδέχομαι (αποδέχομαι, εγκρίνω, καθομολογώ, προσυπογράφω)

παραδίνομαι (υποκύπτω)

παραδοξολογώ (τερατολογώ)

παραέγινε (υπερωρίμασε)

παραθέτω (παραλληλίζω)

παραισθάνομαι (παρερμηνεύω, κενοπαθώ) [παραίσθηση=παραποιημένη παράσταση]

παραιτούμαι (αποτραβιέμαι, εγκαταλείπω, αδιαφορώ)

παρακάμπτω (προσπερνώ, προσδιαβαίνω)

παρακάνω (παραξηλώνω)

παρακινώ (κελεύω, παροτρύνω)

παρακολουθώ (κατασκοπεύω, μετιχνιώμαι)

παρακούω (απειθαρχώ)

παρακρατάει (παρατραβάει, παραβαστάει, παραγίνεται)  [παραβαστώ=παρακρατώ]

παρακρούομαι (καταλαιπωρούμαι, περισσοπαθώ, περικακώ) [μυριοτσιγαρίζομαι=τυραννιέμαι]

παρακωλύω (παρεμποδίζω)

παραλαμβάνω (εκδέχομαι)

παραλλάσσω (τροποποιώ, αλλοτροπώ)

παραλείπω (παρατώ, προσπερνώ)

παραληρώ (παραμιλώ, μονολογώ) [φρενιτίζω=παραλαλώ, φρενίτιδα=ντελίριο]

παραλληλίζω (παραβάλλω, παρομοιάζω, προσομοιώνω)

παραλογίζομαι (μαίνομαι, ανοηταίνω, καταλυττώ, 

ανισορροπώ, αφρονώ, αλογιστώ)

παραλύω (εξασθενώ) [ξεστρίβομαι=παραλύω]

παραμακραίνω (παρατεντώνω)

παραμελώ (αδιαφορώ, απομεριμνώ, παραρραθυμώ)

παραμερίζω (παραγκωνίζω, αναμεριάζω, 

υποσκελίζω, απαριάζω, περιθωριοποιώ, ακρίζω)

παραμονεύω (ελλοχεύω, ενεδρεύω, καραουλίζω, αμφιδοκεύω, λοχάζω)

παραμορφώνω (διαστρεβλώνω)

παραμυθιάζω (παραπείθω, ξεγελώ, γελγηθεύω)

παραμυθολογώ (παραμυθεύγω) [μυθοποιώ=μυθουργώ, μυθοπλαστώ]

παρανομώ (αδικώ, αθεμιτουργώ, παραθεμιστεύω) [φιλοδικώ=πολυδικώ]

παρανοώ (παρεξηγώ, παρυπολαμβάνω)

παραπαίρνω (συμπαρασύρω)

παραπαίω (τρικλίζω, νταλοδέρνω)

παραπετιέμαι (παραμελούμαι)  [παραπετώ=παραρίπτω]

παραποδίζω (περδικλώνομαι)

παραποιώ (αλλοιώνω, μεταβάλλω, απαλλοτριώνω)

παραπονιέμαι (διαμαρτύρομαι, αποικτίζομαι, προσκλαίομαι)

παρασέρνω (παραπλανώ, συγκαταβιβάζω)

παρασιτεύω (σελεμίζω)

παρασιωπώ (παρατρέχω)

παρασπονδώ (αθετώ, παραβαίνω, παρορκώ)

παραστρατώ (λοξοδρομώ, εξερωώ, παρεξοδεύω)

παρασυμβάλλομαι (εξομοιώνομαι)

παρασύρομαι (φέρομαι) [φέρεται=φημολογείται]

παρατάσσω (αραδιάζω, στιχίζω) 

παρατείνω (τρενάρω, παρελκύω, επιβραδύνω,

μηκύνω, μακραίνω, μακροχρονίζω, διαιωνίζω)

παρατηρώ (κοιτάζω, βλέπω, ατενίζω, αντρανίζω, εντρανίζω, εισορώ, ενατενίζω)

παρατρέφω (υπερσιτίζω)

παρατώ (αφήνω, εγκαταλείπω, προλείπω, εκπρολείπω) [ακαθεκτώ=παρατώ, αφήνω, ακάθεκτος=ασυγκράτητος]

παραφέρομαι (παρεκτρέπομαι, εκμαίνομαι, ατοπώ)

παραφορτώνω (υπερφορτώνω)

παραφρονώ (τρελαίνομαι, παραλογιάζω, αλλοφάσσω, 

βουρλαίνομαι, αλλοφρονώ, μουρλαίνομαι, κρούζομαι, δαιμονώ, 

ζουρλαίνομαι, λωλαίνομαι, λωλεύω, αεροπαίρνω)

παραχαϊδεύω (κακοπαιδεύω)

παραχαράσσω (παραποιώ, παρασημαίνω)

παραχώνω (θάβω, τυμβεύω, καταχωνιάζω) [τυμβωρυχώ=τυμβορυκτώ]

παραχωρώ (δίνω, παραδίδω) [μεταχωρώ=μετακινούμαι]

παρδαλίζω (προστυχεύω)

παρέδραμε (προσπέρασε)

παρεισδύω (παρεισφρέω, υφέρπω, παρεισέρχομαι, υποικουρώ)

παρεκτρέπομαι (παραστρατώ)

παρενείρω (παρεμβάλλω, παρενθέτω, παρείρω, παρεντάσσω)

παρεμβύω (ονθυλεύω, παραγεμίζω) [παρέμβυσμα=το παρεμβαλλόμενον μεταξύ δύο μερών]

παρενοχλώ (πειράζω)

παρεντίθεμαι (παρεμβάλλομαι)

παραξενεύω (εκπλήσσω)

παρεξηγώ (παρανοώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω, παρεκδέχομαι)

παρέρχομαι (περνώ, φεύγω, παροδεύω, παροίχομαι) [παρωχημένος χρόνος=ο παρελθών χρόνος]

παρευρίσκομαι (παρίσταμαι, παρυπάρχω) [παραστέκω=παραστατώ]

παρέχω (δίνω, προσφέρω) [αποτίω=αποδίδω]

παρηγορώ (ενθαρρύνω, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω, θαρσοποιώ, θυμοποιώ, αναθαρρύνω, θαρρύνω, καταφρονηματίζω, εμπτερώ)

παρρησιάζομαι (ευθυρρημονώ, ορθοστομώ, εκτρανώ)

παροινιάζω (κακοτροπεύομαι, κακοηθεύομαι)

παρομοιάζω (εξομοιώνω, προσεικάζω)

παροξύνομαι (εξάπτομαι)

παροπλίζω (αφοπλίζω)

παροργίζω (εκνευρίζω)

παρορώ (παραβλέπω, αγνοώ)  [ανεπιστημονώ=αγνοώ, αγνώσσω,  ανεπιστήμων=αδαής]

παροτρύνω (κελεύω, παρακινώ, παρωθώ, παρορμώ)

παρουσιάζω (εκθέτω, επιδεικνύω, προβάλλω, μοστράρω, εμφανίζω, παραθέτω)

πασάρω (μεταβιβάζω)

πασπαλίζω (περιχύνω, κουκκίζω) [αλευρώνω=αλευρογυρίζω]  

πασπατεύω (θωπεύω, χαϊδεύω, κορίζομαι, χειροτριβώ, καταρρέζω)

πασχίζω (προσπαθώ)

πάσχω (ασθενώ, νοσώ, υποφέρω, δεινοπαθώ, μοροπονώ)

πάτα (ξεκουμπίσου, φύγε, στρίψε)

πατάσσω (χτυπώ) [αναπατάσσω=ξαναχτυπώ]

πατσίζω (εξισώνομαι) [εξισούμαι=αντιφερίζω]

πατώ (στηρίζομαι, εμβατεύω)

παύω (σταματώ, λήγω, διακόπτω)

παφλάζω (κοχλάζω, φλοισβίζω, πομφολύζω)

παχαίνω (χοντραίνω) [μπαταλεύω=χονδρύνω]

πεδικλώνομαι (σκοντάφτω)

πεζεύω (ξεκαβαλικεύω, αφιππεύω)

πεζολογώ (πεζολεκτώ, πεζογραφώ)

πεθαίνω (τελευτώ, εκπνέω, αποβιώνω) [αδικοπεθαίνω=αδικοπηγαίνω] 

πειθαρχώ (υπακούω, ευπειθώ, θεληματεύω)

πείθω (ψήνω, καθησυχάζω, καλάρω)

πεινώ (λιμώττω, λιμάζω, ψωμολυσσώ, ψωμολιμάζω, βουλιμιώ)

πειράζω (ενοχλώ, εκνευρίζω, κεντρίζω, τσιγκλώ,

κουρντίζω, θίγω, πικάρω, σκιντώ)

πεισματώνω (εξοργίζω, χολιάζω)

πεζοπορώ (πεζολατώ, περπατώ, οδοιπορώ, δρομοκοπώ, πεζοβατώ)

πελαγίζω (θαλασσεύω)

πελαγοδρομώ (παραπαίω, κουτουλιέμαι)

πελάζω (προσεγγίζω, πλησιάζω, προσβαίνω)  

πέμπω (στέλλω) [ανταποστέλλω=αντιπέμπω, επιστρέφω]

πενθώ (θλίβομαι, θρηνώ) [βαρυπενθώ=δυσπενθώ, κατοδύρομαι, πολυδακρύζω]  [αποπενθώ=ξεπενθώ]

πένομαι (στερούμαι, απορώ, λιμοκτονώ, λυσσοπεινώ, πενίχρομαι, λιπερνώ) [ζαπλουτώ=υπερπλουτώ, καταπλουτώ, πολυπλουτώ]

πέπτω (χωνεύω)

περαίνω (τελειώνω, εκπληρώνω, τερματίζω, περατώνω) [πεπερασμένος=ο έχων πέρας]

περαιώνω (αποπερατώνω)

πέρδομαι (βδέω, αερίζομαι, κλάνω, πορδοκλάνω)

περεχώ (περιβρέχω) [περικλύζομαι=περιρρέομαι, περιβρέχομαι]

περιάγω (περιφέρω, κυκλογυρίζω)

περιαυτολογώ (καυχιέμαι, αυτοεπαινούμαι)

περιβάλλω (περιτριγυρίζω, περικυκλώνω, περιθέω)

περιγελώ (κοροϊδεύω, εκμυκτηρίζω)

περιγράφω (αναπαρασταίνω)

περιδιαβάζω (σουλατσάρω)

περιδινώ (στροβιλίζω, ανεμοκυκλίζω, στριφογυρίζω, ανακυκλίζω, ειλυφάζω, συστρέφω, περιστροβώ) [δινοποιώ=περιτινάσσω, δνοπαλίζω, ρυστάζω]

περιδρομιάζω (παρατρώγω, παραχορταίνω,

υπερσιτίζομαι, λαιμάσσω) [κατατρώω=δάπτω]

περιθάλπω (βοηθώ, παρηγορώ, κουράρω)

περιθωριοποιούμαι (παραγκωνίζομαι)

περικυκλώνω (αποκλείω, μπλοκάρω, πολιορκώ) [αμφιστρατώμαι=πολιορκώ]

περικλείω (περιβάλλω, περιστοιχίζω) 

περιλαβαίνω (τσακώνω, περιαδράχνω, περιδράττομαι, κουτουπώνω, περιαρπάζω)

περιλαμβάνω (περιέχω)

περιμαζεύω (περιποιούμαι)

περιμένω (προσδοκώ, ελπίζω, απαντέχω)

περιοδεύω (τριγυρνάω, περιέρχομαι, περιπορεύομαι, περιοδοιπορώ)

περιορίζω (περιστέλλω)

περιουσιάζω (πληθωρούμαι, ευπορώ, πλήθω) [περιουσία=πλούτος, ευπορία]

περιπαίζω (κοροϊδεύω)

περιπλέκω (δυσκολεύω, μπερδεύω)

περιπλανώμαι (περιφέρομαι, πλάζομαι, αλητεύω, αλαίνω, 

γκιζερίζω, αλανιαρίζω, τριγυρίζω, σουρτουκεύω, διαφοιτώ, 

ολογυρνώ, ρέμβομαι, πολεύω, περιπολίζω, οδοιπλανώ)

περιπολώ (πέλομαι, περιφέρομαι, περιπολεύω) [πολώ=στρέφω, περιφέρομαι]

περισκάπτω (σκαλίζω, αμφιλαχαίνω) [ξαναοργώνω=διβολίζω, δισκαφίζω, βωλοστροφώ]

περισκοπώ (περιβλέπω, περιορώ, περιαθρώ, περιδέρκομαι)

περισσεύω (πλεονάζω) [παρέλκει=περιττεύει]

περιστρέφω (στριφογυρίζω, κυκλίζω, περιγυρίζω)

περισυνάγω (περισυλλέγω, περιμαζεύω) [ακανθολογώ=ακανθίζω]

περιτρέπομαι (αναποδογυρίζω, τουμπάρω)

περιττολογώ (πλατειάζω, παρακουβεντιάζω, σχολαστικίζω, τερθεύομαι, περισσοεπώ, πλατυστομώ)

περιφέρω (περιγυρίζω)

περιφρουρώ (προστατεύω, ασπίζω)

περιχαρακώνω (οχυρώνω) [περισταυρώ=περιχαρακώνω]

περνώ (διέρχομαι, διοδεύω) [συχνοπερνώ=συχνοδιαβαίνω]

περόνιασε (διαπέρασε, επηρέασε, σάρκωσε)

περπατώ (βαδίζω, πορεύομαι, σεργιανίζω, περιδιαβάζω, σουλατσάρω)

πεταλώνω (καλιγώνω)

πεταρίζει (σκιρτάει)

πετρώνω (απολιθώνομαι, στουμπιάζω, αποπετρούμαι) [λιθοποιώ=απολιθώνω]

πετσιάζω (κοριάζω)

πετσικάρει (σκεβρώνει)  [σκέβρωμα=κύρτωση]

πετυχαίνω (καταφέρνω)

πηγάζω (απορρέω)

πηγαινοέρχομαι (σουρμανάω, τραβολογιέμαι, ποιπνύω)

πηγαίνω (προχωρώ, πορεύομαι, κατευθύνομαι, κινούμαι, πετάγομαι, οίχομαι)

πηδαλιουχώ (κατευθύνω, καθοδηγώ, τιμονεύω, οιακίζω, οιακονομώ)

πήζω (πηκτώνομαι) [διαπήσσω=πήζω]

πηλώνομαι (λασπώνομαι, πηλούμαι)

πηνίζω (καρουλιάζω) [αναπηνίζομαι=περιελίσσομαι]

πηχτώνω (συμπυκνώνω, πυκνοποιώ)

πιάνω (συλλαμβάνω, γραπώνω, μπαγλαρώνω, μάρπτω)

πιέζω (αναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω, αγχώνω)

πικάρω (χολώνω)

πικραίνω (στενοχωρώ, λυπώ)

πιλατεύω (ενοχλώ, βασανίζω, μαγκλαβίζω)

πίνω (ρουφώ)

πιπιλίζω (επαναλαμβάνω, ξαναλέω, διλογώ, δισσολογώ)

πιστεύω (ελπίζω, νομίζω)  [διαπιστεύομαι=επιπρεσβεύομαι]

πιστομίζω (αναποδογυρίζω, αναποδοβολώ)

πιστοποιώ (επικυρώνω, βεβαιώνω, συνεπιμαρτυρώ) [αυθεντικοποιώ=πιστοποιώ, ήτοι καθιστώ έγκυρόν τι]

πιστούμαι (υπόσχομαι)

πιστρώνομαι (στρογγυλοκάθομαι)

πιστρώνω (αναδιπλώνω) [επιπλώνω=μομπιλάρω]

πισωδρομώ (οπισθοχωρώ) [παγοδρομώ=πατινάρω]

πισωκωλιάζω (εμποδίζω ή πισωβολώ)

πιττακώνω (διαπλατύνω)

πλάθω (μορφοποιώ, σχηματοποιώ, πλαστουργώ) [κοσμοποιώ=κοσμουργώ]

πλαισιώνω (περιστοιχίζω)

πλακώνω (συμπιέζω, συνθλίβω, ζουπακιάζω, πιλώ)

πλαλάω (τρέχω, λιταργίζω) [εντρέχω=ενδρομώ] [περιτρέχω=αμφιτρέχω]

πλανίζω (ροκανίζω, πλανάρω)

πλανώ (ξεγελώ, εξαπατώ, παραπείθω, παγιδεύω, περιβουκολώ, λουρδεύω)

πλαταγίζω (ροχθώ)

πλαταίνω (ευρύνω)

πλατσιουρίζω (πλατσανάω, τσαλαβουτάω)

πλέκω (συνθέτω)

πλένω (διηθώ, καθαρίζω)

πλεονάζω (αφθονώ, περισσεύω)

πλεονεκτώ (υπερέχω, υπερτερώ, ταμαχιάζω, υπερανίσχω)

πλευρίζω (διπλαρώνω)

πλευροκοπώ (πλαγιοκοπώ)

πλέω (νηοπορώ, αρμενίζω, πλωΐζω, πλωτεύω) [ορθοπλοώ=ουριοδρομώ]

πληγώνω (πλήττω, χτυπώ)  [διελκώ=καταπληγώνω, κατατραυματίζω] 

πληθαίνω (πολλαπλασιάζομαι, μυριάζω) [πληθύνω=πολλαίνω, πολύνω]

πλημμυρίζω (ξεχειλίζω, κατακλύζω, υπερκλύζω) [κατακλύζομαι=υπερκαλύπτομαι, υπερπληρούμαι]

πληροφορούμαι (διδάσκομαι, μαθαίνω)

πληροφορώ (ενημερώνω)

πληρώ (γεμίζω)

πλησιάζω (πελάζω, προσεγγίζω)

πλήττω (χτυπώ, πληγώνω, κατακρούω) [κλικάρω=πλήττω, χτυπώ, π.χ. κλίκαρε με το ποντίκι του υπολογιστή στον παρακάτω σύνδεσμο]

πλιατσικολογώ (λαφυραγωγώ, συλαγωγώ)

πλινθοποιώ (πλινθουργώ, πλινθεύω)

πλοηγώ (πιλοτάρω, πηδαλιουχώ)

πλουμίζω (στολίζω, καταποικίλλω)

πλουταίνω (ευπορώ, ματσώνομαι, καλοβαστιέμαι, αρχονταίνω) [Φραγκώνομαι=ματσώνομαι, φραγκωμένος=ματσωμένος]

πνίγω (απαγχονίζω, στραγγαλίζω, κρούβω, καρυδώνω)

ποδαρίζω (ποδοχτυπώ, κατακροαίνω, ποδοκροτώ)

ποδένομαι (παπουτσώνομαι, υποδούμαι, υποδέω)

ποδηγετώ (καθοδηγώ)

ποδίζω (αράζω, αγκυροβολώ, εφορμίζω, λιμενίζω)

ποδοβολώ (επιταχύνω, καλπάζω)

ποθώ (επιθυμώ)

ποικίλλω (στολίζω, εξωραΐζω, διακοσμώ, επανθίζω, καταμουσώ)

ποιμαίνω (καθοδηγώ, καθηγούμαι)

ποιώ (πράττω, δημιουργώ, ρέζω) [ορθοπραγώ=ευπράττω]

πολεμώ (μάχομαι, αγωνίζομαι) [φιλοπολεμώ=φιλομαχώ] [αντιπολεμώ=προσμάχομαι, μάρναμαι] 

πολιτεύομαι (διάγω)

πολτοποιώ (χυλοποιώ)

πολυλογώ (φλυαρώ, λογολεσχώ, μπαμπαλίζω, λαλαγώ, πολυστομώ, 

γλωσσοκοπανώ, φαφλατάω, καταστωμύλλομαι, λεσχάζω, βατταλαλώ)

πολυτοκώ (πολυγονώ) [νεκροτοκώ=νεκρογεννώ]

πομπαρίζομαι (ενισχύομαι, ενδυναμώνομαι)

πομπεύω (ρεζιλεύω, γελοιοποιώ, εντροπιάζω)

πονηρεύω (διαβολεύω) [κακύνω=πονηρεύω, ήτοι βάζω κακές σκέψεις σε κάποιον] 

πονοκεφαλιάζω (σκοτίζομαι, φροντιδοκοπούμαι)

ποντάρω (στηρίζομαι)

ποντίζω (φουντάρω, βυθίζω)

πονώ (αλγώ) [απαλγώ=πραΰνομαι] [εξοδυνώ=περιωδυνώ, καταλγώ]

πορεύομαι (βαδίζω, περπατώ) [παρεισρέω=παρεισπορεύομαι, παρεισοδεύω]

πορεύω (βολεύομαι)

πορθώ (καταστρέφω, λεηλατώ)

πορίζω (προμηθεύω, εφοδιάζω, φουρνίρω)

πορνεύω (εταιρώ, κασωρεύω, λαικάζω) [χαλιμάζω=πορνεύομαι]

ποτίζω (αρδεύω, ναματίζω, υδραίνω)

πουλεύω (διαφεύγω) [πάρε τον πούλο = ξεκουμπίσου]

πουντιάζω (ξεπαγιάζω, κρυολογώ)

πουσάρω (ενισχύω)

πραγματεύομαι (ασχολούμαι) [παρασχολούμαι=κενοσπουδώ, σμικρολογούμαι]

πραγματώνω (κατορθώνω)

πραξικοπώ (καταδολιεύομαι) [=παραβιάζω δολίως την νομιμότητα]

πράττω (ποιώ, δημιουργώ)

πραΰνω (μαλακώνω, ηρεμίζω, αρνεύω)

πρέπει (αρμόζει, ταιριάζει, επιβάλλεται, χρειάζεται) [συμπρέπει=αρμόζει]

πρεσάρω (πιέζω) [μπουχνίζω=επιθλίβω, καταπιέζω, μουρτεύω, π.χ. μη με μπουχνίζεις άλλο, δεν αντέχω]

πρεσβεύω (φρονώ)

πρήζω (διογκώνω)

πριμοδοτώ (επιχορηγώ) [μισθοδοτώ=μισθοποιούμαι]

πριονίζω (πρίζω, εκπρίζω, σαρακίζω)

πριτσινώνω (καρφοδένω, συνηλώ)

προάγω (προβιβάζω)

προαιρούμαι (διαλέγω, προτιμώ)

προαισθάνομαι (προμαντεύω, μυρίζομαι, προγιγνώσκω, ανθίζομαι, οττεύομαι)

προαλείφομαι (προετοιμάζομαι)

προασπίζω (προστατεύω)

προβαδίζω (προπορεύομαι, πρωτοπορώ, προοδηγώ)

προβαίνω (αρχινώ)

προβάλλω (εμφανίζομαι) [εμφαίνομαι=εμφανίζομαι]

προβάρω (δοκιμάζω)

προβιβάζω (προάγω)

προβλέπω (προμαντεύω, προθωρώ, προσκοπώ)

προβληματίζω (σκοτίζω, ζαλίζω, ζουρλαίνω, αλαλιάζω)

προβοκάρω (διερεθίζω)

προγκίζω (αποπαίρνω, κατσαδιάζω ή σκορπίζω)

προγράφω (επικηρύσσω)

προγυμνάζομαι (προπονούμαι) [αθλώ=αγωνίζομαι, γυμνάζομαι]

προδιαθέτω (προκαταλαμβάνω, προϊδεάζω) [προκατέχω=προκαταλαμβάνω]

προδιαμορφώνεται (προκαθορίζεται) [προοδοποιώ=προδιαμορφώνω, προσχεδιάζω]

προδίδω (απεμπολώ, μαντατεύω, σπιουνεύω)

προδικάζω (προεξοφλώ)

προεξέχω (ξεκορφίζω, υπερέκκειμαι) [προέχω=πρόκειμαι, προκείμενος=ο ευρισκόμενος μπροστά]

προεξάρχω (προΐσταμαι, πρωτοστατώ, προεδρεύω)

προέρχομαι (κατάγομαι)

προηγούμαι (προπορεύομαι)

προθυμοποιούμαι (τσακίζομαι, κατασκοτώνομαι, ευηκοώ, μενεαίνω)

προικίζω (εφοδιάζω)

προκαθορίζω (προαποφασίζω) [προκαθορίζεται=προγράφεται, προγεγραμμένος=προκαθορισμένος]

προκάνω (προφταίνω)

προκαλώ (ερεθίζω, διεγείρω)  [εφιστώ=διεγείρω, π.χ. εφιστώ την προσοχήν]

προκαταγγέλλω (προειδοποιώ)

προκαταβάλλω (προπληρώνω, προεισφέρω)  [μισθωτεύω=μισθοφορώ]

προκηρύσσω (προαναγγέλλω, προφράζω, προεξαγγέλλω)

προκόβω (προοδεύω)

προκρίνω (προτιμώ, επιλέγω) [προκρίνομαι=προτιμώμαι]

προκύπτω (αναφύομαι, παρουσιάζομαι) [αυτοσυστήνομαι=αυτοπαρουσιάζομαι]

προλαβαίνω (προφτάνω, προκάνω)

προλαμβάνω (αποσοβώ, αποτρέπω)

προλέγω (μαντεύω, προφητεύω) [προλογίζω=προοιμιάζομαι]

προλειαίνω (προπαρασκευάζω, προετοιμάζω)

προμαχώ (υπερασπίζομαι)

προμελετώ (προσχεδιάζω)

προμηθεύω (εφοδιάζω, εξοπλίζω)

προμοτάρω (περιφαίνω)

προνοΐζω (προμηθούμαι)

προνοώ (φροντίζω, προβλέπω) [ακριβοκοιτάζω=πολυωρώ, καταφροντίζω, περικήδομαι]

προξενεύω (παντρολογώ, προξενολογώ)

προξενώ (προκαλώ, καταφέρω) [τρεσάρω=καταφέρω, π.χ. Εάν σου τρεσάρω μια γροθιά, θα καταλάβεις]

προοδεύω (προκόβω, εξελίσσομαι, ευδοκιμώ, χαϊρώνω, αρεταίνω)

προοικονομώ (προσχεδιάζω)

προοιωνίζομαι (προμαντεύω,προαγγέλλω,

προμηνύω, προσημαίνω, προεικάζω, προαποφαίνομαι)

προορίζω (διαθέτω)

προπαρασκευάζω (προετοιμάζω) [αποσκευάζω=απεκδύω, εκβάλλω]

προπέμπω (ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω, ξεβγάζω, αποχαιρετώ)

προπηλακίζω (βρίζω, κατακρίνω)

προπονώ (προγυμνάζω, κοουτσάρω)

προσαγορεύω (προσφωνώ, προσμυθούμαι, επευάζω, προσηγορώ)

προσάγω (προσκομίζω) [οδηγούμαι=προσάγομαι]

προσαπαντώ (επισκέπτομαι, βιζιτάρω)

προσάπτω (προσκολλώ)

προσαρμόζομαι (εξοικειώνομαι, συνηθίζω)

προσαρμόζω (ταιριάζω, εισαρτίζω) [ευαρμοστώ=ταιριάζω]

προσβάλλω (θίγω)

προσβλέπω (ελπίζω)

προσγειώνω (προσεδαφίζω, προσουδίζω)  [προσγειώσου=λογικέψου]

προσδαπανώ (προσαναλίσκω)

προσδοκώ (ελπίζω, περιμένω, απεκδέχομαι, απαντέχω, ευελπιστώ) 

προσεγγίζω (πλησιάζω, πελάζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω, κοντοζυγώνω, αγχιμολώ, πολυσιμώνω, παραπλησιάζω)

προσελκύω (τραβώ, επισπώ)

προσέρχομαι (πλησιάζω, προσκύρω, προσοίχομαι, προσγίγνομαι)  [κοπιάστε=προσέλθετε]

προσεύχομαι (παρακαλιέμαι, θεοκαλώ, θεοκλυτώ, προστρέπω, κατεύχομαι)

προσέχω (φροντίζω, περιποιούμαι, ωρεύω) [ακριβοκοιτάζω=πολυωρώ]

προσηλώνομαι (αφοσιώνομαι, απορροφώμαι, ισχανώμαι)

προσηλώνω (στερεώνω, καρφώνω)

προσθέτω (επιθέτω, προσεισάγω)

προσιδιάζει (ταιριάζει)

προσκολλώμαι (προσδένομαι, αφοσιώνομαι, προσφύομαι)

προσκομίζω (προσάγω)

προσκρούω (τρακάρω, στουκάρω)

προσκυνώ (υποκλίνομαι, υποτάσσομαι)

προσλαμβάνω (παίρνω)

προσμένω (προσδοκώ, καρτερώ, αποκαραδοκώ)

προσπίπτω (προσκρούω)

προσομοιάζω (παραφέρνω, προσφέρνω, συντομοιάζω) [προσομοιάζω=παρεμφέρω, παρεμφερής=παρόμοιος]

προσορμίζω (αγκυροβολώ, προσκέλλω)

προσπαθώ (αποπειρώμαι)

προσπελάζω (πλησιάζω)

προσπορίζω (εφοδιάζω, προμηθεύω)

προσπτύσσομαι (εναγκαλίζομαι, προσπηχύνομαι)

προστάζω (εντέλλομαι)

προστατεύω (περιφρουρώ, προφυλάσσω)

προσφέρω (παρέχω, δίνω, επιδαψιλεύω)

προσχεδιάζω (προμελετώ, προβουλεύομαι)

προσχωρώ (προσαρτώμαι, προσκολλώμαι, προσδένομαι, αγκιστρώνομαι)

προσωποδέρνω (επιπλήττω)

προτάσσω (προβάλλω)

προτείνω (υποδεικνύω)  [αντιπροτείνω=αντιπροβάλλω]

προτεραιοποιείται (προτερεί)

προτίθεμαι (σκοπεύω, μέλλω, σχεδιάζω, δοκώ, σκοπώ)

προτιμώ (επιλέγω)

προτρέπω (παρακινώ, διακελεύομαι, παρακλητεύω)

προτρέχω (σπεύδω, οξυδρομώ, οξυποδώ)

προϋποθέτει (προδηλοί) [υποτίθεται=πιθανολογείται] [υποτεθείσθω=έστω]

προφασίζομαι (προκαλύπτομαι)

προφητεύω (μαντεύω, προλέγω)

προφταίνω (προλαβαίνω)

προχειρολογώ (αποσχεδιάζω, αυτοσχεδιάζω)

προωθώ (προβιβάζω) [συνεπουρίζω=προωθώ] 

πρυτανεύω (κυριαρχώ, επικρατώ)

πρωτομιλάω (πρωτολαλώ, προλαλώ)

πρωτοστατώ (ηγούμαι, προΐσταμαι)

πρωτεύω (αριστεύω, διαπρέπω) [αριστοπραγώ=αριστεύω]

πρωτοεμφανίστηκε (πρωτοβγήκε)

πρωτοτυπώ (καινοτομώ)

πταίω (ευθύνομαι, ενέχομαι, σφάλλω, σφαίνω)

πτερούμαι (πτεροφυώ, πτεροβολώ)  [= βγάζω φτερά]

πτύσσω (διπλώνω)

πτωχίζω (πενητοποιώ, πτωχοποιώ) [ευκερματώ=πλουτώ, πλουσιώ, ευχρημονώ, ευχρηματώ]

πτωχοζώ (κακοζώ, ακτημονώ)

πυγμαχώ (διαπυκτεύω, πυκτομαχώ)

πυκνώνω (συμπτύσσω, συμπιέζω, συμπιλώ, συνειλώ)

πυνθάνομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι)

πυροβολώ (ντουφεκώ, σμπαράρω) [ευθυβολώ=ευστοχώ, ορθοβολώ]

πυροδοτεί (εξάπτει)

πυρπολώ (καίω, πυρεύω) [εκπυρούμαι=κατακαίομαι]

πυρώνομαι (ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι)

πυρώνω (θερμαίνω, θάλπω) [πυρακτώνω=πυράζω, εμπυρσεύω]

πωλώ (εκποιώ, εξαργυρώνω, εκπλειστηριάζω, ξεκάνω, διαθέτω, αποπρατίζομαι)

πωμώνομαι (πνίγομαι, ασφυκτιώ, καταφτιάζομαι)

πωρώνομαι (αναισθητοποιούμαι, αδροπετσιάζω)

 

Ρ


ραβδίζω (ξυλίζω)

ράβω (γαζώνω, βελονιάζω)

ραγίζω (σπάζω)

ραδιουργώ (δολοπλοκώ, υπουλεύομαι)

ραθυμώ (οκνώ, τεμπελιάζω)

ραίνω (ραντίζω, ραθαμίζω)

ρακοφορώ (ρακενδυτώ) [ρακοδυτώ=γυμνητεύω]

ραμφίζω (μυτίζω, ραμφοκοπώ)

ραπίζω (χαστουκίζω, κολαφίζω)

ραφινάρω (φιλτράρω, λαγαρίζω)

ρεγουλάρω (ρυθμίζω) [ρυθμούμαι=τυποποιούμαι, ρυθμίζεται=τακτοποιείται, διευθετείται]

ρεγχάζω (ροχαλίζω, ρέγχω)

ρεζιλεύω (καταισχύνω, καταντροπιάζω, πομπιάζω)

ρεκλαμάρω (διαφημίζω, διαλαλώ, θρυλώ)

ρελιάζω (στριφώνω, μαργελώνω, μπιρμπιλώνω)

ρεμβάζω (ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ, 

ρομαντζάρω, αρμενίζω, αποθαυμάζω)

ρεμουλάρω (επωφελούμαι)

ρεμπεσκεύω (ραχατεύω)

ρέπω (κλίνω, γέρνω, συγκύπτω)

ρετάρω (τρεμοπαίζω, τρεμοσβήνω)

ρετουσάρω (αρτιώνω, τελειοποιώ, τελειουργώ)

ρεφάρω (ανακτώ, ξανακερδίζω, ανασώζω)

ρέω (κυλώ, χύνομαι) 

ρημάζω (ερημώνω, κατερειπώνω)

ρητορεύω (αγορεύω, ομιλώ)  [δικολογώ=δικηγορώ]

ριγώ (τουρτουρίζω, τρεμουλιάζω, τουρλιάζω)

ριγώνω (χαρακώνω, αραδώνω, γραμμώνω, διαγραμμίζω)

ριζοβολώ (ριζώνω, φυτρώνω, εμφύομαι, εκφύω)

ρικνώνομαι (ζαρώνω, ρυτιδώνομαι, ρυτιάζω)

ρινίζω (ακονίζω, λιμάρω, αρναρίζω) [καταρινώ=κατισχναίνω] 

ριπίζω (ανεμίζω)

ρίπτω (βάλλω)

ρισκάρω (διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, επιθαρσώ) [ριψοκινδυνώ=θερμουργώ]

ρίχνομαι (ορμώ)

ρίχνω (εκσφενδονίζω, πετώ)

ροβολώ (κατηφορίζω, κατεβαίνω, κατέρχομαι, χυταρίζω)

ροδαμίζω (βλασταίνω, ανθίζω, λουβώνω)

ροδίζω (ερυθραίνομαι, κοκκινίζω, υπερεύθομαι) [ροδοκοκκινίζω=πυρακίζω] 

ροζιάζω (περιτυλούμαι) [τύλος=ρόζος]

ροκανίζω (κατατρώγω, απεσθίω, κατεσθίω)

ρουμπώνω (εξαπατώ ή αποστομώνω)

ρουφώ (απομυζώ)

ρόχνεται (αρέσκει) [π.χ. κάνει ό,τι του ρόχνεται]

ρυθμίζω (τακτοποιώ, κανονίζω, διαρμίζω)

ρυμουλκώ (σέρνω, τραβώ, ανέλκω, εφέλκω, αλάρω)

ρύομαι(λυτρώνω) [ρύστης, ρύτωρ = σωτήρας]

ρυπαίνω (λερώνω, βρομίζω, γαριάζω, αποπινώ)

ρύπτω (απορρυπαίνω) [σαπουνίζω=ρύπτω, σμήχω]

ρυτιδώνω (ζαρώνω, πτυχώνω)

ρωτώ (ερευνώ) [εξανερωτώ=διαπυνθάνομαι]

Σ

σαβανώνω (λαζαρώνω)

σαγηνεύω (θέλγω, γοητεύω, νεραϊδοπαίρνω)  [καταθέλγω=κατακηλώ, καταμαγεύω, τριπάρω, εξεριθεύομαι, ελκύζω]

σαϊτεύω (τοξεύω, δοξεύω, οϊστεύω)  [αποτοξεύω=παλτάζω]

σακατεύω (μακελεύω, μισερεύω)

σαλεύω (σείω)

σαλιαρίζω (κορτάρω, αισθηματολογώ, ερωτολογώ)

σαλπάρω (αποπλέω, εξανάγομαι, ξανοίγομαι)

σαλτάρω (πηδώ)

σαλτοκοπώ (χοροπηδώ, κουτσοπηδώ, ασκαρίζω)

σαμαρώνω (σαγίζω, επισάττω, σελλώνω)  [αποσάττω=ξεσαμαρώνω]

σαμποτάρω (υπονομεύω, υπεργάζομαι)

σαπακιάζω (ξυλοφορτώνω, δέρνω, ματσουκίζω)

σαπίζω (αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, μουχλιάζω, 

αποσαθρώνομαι, σήπομαι, σαχνιάζω, λαθρακιάζω)

σαπρίζω (σηπεύω)

σαραβαλιάζω (διαλύω)  [σαψαλιάζω=σαραβαλιάζω]

σαρκάζω (ειρωνεύομαι)

σαρώνω (καταστρέφω, ερειπώνω)

σαστίζω (συγχύζομαι, νταλνταϊζομαι)

σατραπεύω (τυραννεύω)  [=συμπεριφέρομαι αυταρχικά]

σαφρακιάζω (αχαμνεύω)

σαχνιάζω (μουχλιάζω)

σβαγκανάω (καταρουφώ)

σβαρνίζομαι (σέρνομαι)

σβαρνίζω (σύρω)

σβήνω (διαγράφω)  [αργοσβήνω=αργοπεθαίνω, σιγοσβήνω]

σβουρίζω (σφουρλίζω, στροφαλίζω)

σέβομαι (ευλαβούμαι, αισχύνομαι, εκτιμώ, ψηφώ, διευλαβούμαι, οπίζομαι)

σείομαι (μαρμάζω, κουνιέμαι)

σεκλετίζομαι (βαρυθυμώ, αγρίσκομαι)

σεληνιάζομαι (φεγγαριάζομαι)

σεμνολογώ (σοβαρολογώ, χρηστολογώ, σεμνομυθώ, ευσχημολογώ)

σεντουκιάζω (κασελιάζω, μπαουλιάζω)

σερβίρω (παραθέτω, προσφέρω, κενώνω)

σεργιανίζω (σουλατσάρω)

σέρνω (σβαρνίζω, τραβώ)

σετάρω (συνταιριάζω)

σηκώνομαι (εγείρομαι, αφυπνίζομαι, ορθούμαι) 

σηκώνω (αίρω, υψώνω)  [ακροσηκώνω=μισοσηκώνω, παρεγείρω]  

σημαδεύω (σημειώνω, αχναρίζω, μαρκάρω)

σημαίνω (φανερώνω, γνωστοποιώ)  [σημαίνομαι=σηματίζομαι, σημαδεύομαι, σεσημασμένος=σταμπαρισμένος]

σημειώνω (καταγράφω, διαμνημονεύω)

σιάνομαι (συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι)

σιγοβαδίζω (αργοβαδίζω, αργοδιαβαίνω)  [βραδυκινούμαι=αργοκινούμαι]

σιγώ (σωπαίνω)

σιμοποιώ (πλακουτσώνω)

σιμώνω (ζυγώνω, πλησιάζω)

σιτεύω (τρυφεραίνω)

σιτίζω (ταΐζω, τρέφω, σιτεύω, κουναρώ)

σκάβω (σκαλίζω, τσαπίζω, ορύσσω, ανασγαρλίζω, σκαλαθύρω, 

βαλαρίζω, γεωρυχώ, αυλακώνω, εκχωματώνω)

σκάζω (εκρήγνυμαι)

σκανάρω (σαρώνω)   [σκάνερ=σαρωτής]

σκανδαλίζω (κολάζω)

σκαντζώνομαι (ανασηκώνομαι)

σκαρίζω (εννέμω)  [σκάρισμα = βόσκηση κοπαδιού έξω από τη στάνη]

σκαριφώ (σκιαγραφώ, υποτυπώνω)

σκαρτεύω (αχρηστεύω, χαλώ, χαρβαλώνω, μπαταλιάζω)

σκαρφαλώνω (αναρριχώμαι)  [βουνοβατώ=αναρριχώμαι]

σκαρώνω (σχεδιάζω)

σκεβρώνω (κυρτώνω, καμπυλώνω)  [σκαμβάζω=σκολιάζω, γρυπιάζω, ήτοι είμαι κυρτός, γρυπός]

σκεπάζω (καλύπτω, στεγάζω, σκέπω)  [κεραμιδώνω=κεραμώνω]  [κατερέφω=στεγάζω] 

σκευωρώ (μηχανορραφώ, μηχανεύομαι, χαλκεύω,

τεκταίνομαι, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, εξυφαίνω, 

ραδιουργώ, μινάρω, υπονομεύω, αναχουχουλεύω,

συνωμοτώ, δολορραφώ)  [φατριάζω=συνωμοτώ] 

σκιάζω (τρομάζω, κοψοχολιάζω, ξιπάζω)  

σκλαβώνω (ανδραποδίζω, υποδουλώνω)  [υποδουλούμαι=υποζυγούμαι]

σκληρύνομαι (αδριαίνω, τραχύνομαι, τσαγκεύω, αδρύνομαι)

σκονίζω (κονιορτώ, κονίζω, κορνιακτίζω)

σκοντάφτω (προσκόπτω, πεδικλώνομαι, σκουντουφλώ, περισφάλλομαι, κοντυλώ)

σκοπεύω (στοχεύω, εξαμώνω, καραματιάζω)

σκορπίζω (διαχέω)  

σκοτώνω (θανατώνω, φονεύω, κτείνω, νεκροποιώ, φονοκτονώ) [φονεύομαι=σκοτώνομαι, εναπόλλυμαι]

σκούζω (στριγκλίζω, ρεκάζω)

σκουληκιάζω (αποσαθρώνομαι, κατατρώγομαι, σκωληκούμαι)

σκουντώ (ωθώ, σπρώχνω, εξαγκωνίζω) [αγκωνιάζομαι=σκουντιέμαι]

σκουπίζω (φουκαλίζω, σφουγγαρίζω, σαρώνω, φροκαλώ, 

διαρμίζω, σπαρτεύω, φροκαλίζω, κορίζω)

σκουραίνω (αμαυρώνω, περκάζω, ορφνώνω, αποχραίνω)

σκρουβαλιάζω (σβολιάζω, γρουμπουλιάζω)  [σβωλιάζω=θρομβούμαι]

σκυβαλίζομαι (ευτελίζομαι)

σκύβω (κάμπτομαι, καμπουριάζω)  [κύπτω=σκύφτω, επικύπτω]

σκυθρωπάζω (κατσουφιάζω, μουτρώνω, μουρτζουφλιάζω,  κατηφώ, υπογνοφούμαι, 

συνοφρυούμαι, σκουντουφλιάζω, μουτσουνιάζω, βομπιριάζω)

σκυλιάζω (θυμώνω, αφαρπάζομαι)

σκυλοβρίζω (καθυβρίζω, επιχλευάζω)

σκυλοντρέπομαι (μεταμελούμαι)

σκυλοτρώγονται (καβγαδίζουν)

σκώπτω (κοροϊδεύω, χλευάζω)

σμίγω (ανακατεύω, συγκιρνώ)

σμικρύνω (ελαττώνω, συντομεύω, συστέλλω, στείνω, συγκόπτω)

σμιλεύω (λαξεύω, γλύφω, κολάπτω)

σμύχω (χτυπώ, βασανίζω)

σνομπάρω (περιφρονώ, υποτιμώ, αθερίζω, κατανωτίζομαι)

σοβώ (υποβόσκω) [σεσοβημένος=εξεζητημένος, επιτηδευμένος, προσποιητός, π.χ. βάδισμα σεσοβημένον]

σοδομίζω (ασελγαίνω)   [καταλαγνεύομαι=καπρώ, καταπυγίζω, πριαπίζω, μαχλώ]  [αρσενοκοιτώ=ανδροβατώ] [πριαπίζω=μαχλώ, καταπυγίζω, καταπρωκτίζω, καταλαγνεύομαι] [κιναιδίζω=παθικεύομαι, κιναιδεύομαι, μαλθακιάζω]

σοκάρει (εκφοβίζει, τρομάζει, τρομοκρατεί, ξαφνίζει,

πανικοβάλλει, καταφοβίζει, εκθορυβεί, καταπλήσσει)

σοκάρομαι (κατατρομάζω, ανατριχιάζω, καταθροούμαι)

σοκάρω (Βλέπε: σοκάρει)

σολιάζω (κασσύω)

σουβλίζω (αγκυλώνω, κεντρίζω, νύσσω, οβελίζω, κνίζω, σουγλίζω, πείρω, αναπείρω)

σουλουπώνω (ευτρεπίζω, εντύνω)

σουμάρω (αθροίζω)

σούρνει (επιπλήττει, καταιτιάται, καταμαρτυρεί)

σουσουλιάζομαι (εξάπτομαι)

σουσουμιάζω (εξεικονίζω, εικονοποιώ, οπτικοποιώ)

σοφίζομαι (μηχανεύομαι, επινοώ, μερμηρίζω)

σοφίζω (σοφοποιώ)

σοφιστεύω (εκμηχανώμαι, διασοφίζομαι, ευρεσιλογώ)

σπάζω (κομματιάζω, θραύω)

σπανίζω (απολιγαίνω, λιγοστεύω)

σπαράσσω (ξεσκίζω)   [απασπαίρω=σπαράζω]

σπαρνώ (πάλλομαι)

σπαρταρώ (σφαδάζω, ασπαίρω, οξυπαθώ)

σπαταλώ (ξοδεύω, δαπανώ, διασπαθίζω,

καταναλίσκω, πολυξοδιάζω, κατασωτεύω,

καταξοδιάζω, κακοξοδεύω)

σπένδομαι (συνθηκολογώ, συμφιλιώνομαι)

σπέρνω (φυτεύω)   [ξεφυτεύω=ξελογγώνω] 

σπεύδω (τρέχω, βιάζομαι, λιταργίζω, εγκονώ)

σπιθίζω (σπινθηροβολώ, σειράζω)

σπιλώνω (ατιμάζω)

σπινθηρίζω (τσακμακίζω)

σπογγίζω (αποσμήχω, σφουγγίζω, απομάσσω, ομοργάζω)

σπουδάζω (μελετώ, εκπαιδεύομαι)  [σπουδαρχώ=θεσιθηρώ]

σπρώχνω (ωθώ, σκουντώ)

σταβλίζομαι (συναγελάζομαι)

στάζει (χύνεται)

στάζω (λείβω, εκνοτίζω, διαπιδύω, λιβάζω, γράζω)

σταθεροποιώ (στερεώνω, σταθερώνω, μονιμοποιώ, πακτώνω, μποτσάρω, εχμάζω, σταθερεύω)

σταθερώνομαι (ευσταθώ, ευσταθμώ)

σταθμίζω (ζυγίζω, υπολογίζω, εξετάζω, κρίνω,

καρατάρω, αξιολογώ, αποτιμώ) 

σταλίζουν (αναπαύονται, παραμένουν, σταλοβολούν)

σταλικώνω (οριοθετώ)

σταλώνω (τραχαίνω)

σταματώ (τελειώνω, λήγω)

σταμπάρω (εναποσημαίνω)   [στίζω=βουλλώνω]  [στίζεται=εναποσημαίνεται, εστιγμένος=στιγματηφόρος]

στασιοποιώ (εξεγείρω)

σταυροκοπιέμαι (ευλαβούμαι)  [διασταυρώνω=διερευνώ, π.χ. διασταυρώνω τα στοιχεία ή τις πληροφορίες]

σταχυολογώ (απανθίζω)  [αποδελτιώνω=απερανίζομαι]

στέκομαι (ακινητώ, λιμνάζω, σταλιάζω)

στέκω (κάθομαι)

στελεχώνω (επανδρώνω)

στενάζω (οιμώζω, οδύρομαι)

στένεψε (μάζεψε)

στενοχωρώ (θλίβω, λυπώ, σεκλετίζω)

στενώνω (συστέλλω, στενεύω)

στεργιώνω (σταθεροποιούμαι, εδραιώνομαι)

στέργω (αποδέχομαι, θελοποιώ)

στερεύω (στείβω, στεγνώνω, στερφεύω, λειψυδρώ)

στερώ (αφαιρώ, απονοσφίζω)

στέφω (στεφανώνω, επιβραβεύω, αμπυκάζω)  [στεφανώνομαι=ταινιούμαι]  [επιστέφω=επισφραγίζω, επιστεγάζω]

στηθοκοπιέμαι (στηθοδέρνομαι, στερνοκοπιέμαι, στερνοτυπούμαι)

στήνω (υψώνω, ορθώνω, εγείρω)

στηρίζω (εδραιώνω, στερεώνω, υποβαστάζω)

στιγματίζω (ατιμάζω)

στίλβω (λάμπω, γυαλίζω, μαρμαίρω)  [φλασάρει=λαμπυρίζει]

στιλβώνω (λουστράρω, γυαλίζω, στιλπνώ, στιλβοποιώ)

στοιβάζω (επισωρεύω, πανωθιάζω)

στοιχηματίζω (ποντάρω, προδιαγράφω, προεξοφλώ)

στοιχίζω (κοστίζω, τιμολογούμαι, αξίζω)  

στολίζω (ομορφαίνω, καλλωπίζω, γαρνίρω)

στουμπιάζει (πετρώνει, πήγνυται)

στοχάζομαι (σκέπτομαι, διανοούμαι, λογιάζω, νουνίζω)

στοχεύω (σκοπεύω, σημαδεύω)  [στοχοποιώ=δαχτυλοδείχνω, καδράρω]

στραβίζω (αλληθωρίζω, γκαβίζω, γκαλιουρίζω, ιλλαίνω)

στραβομουτσουνιάζω (κακιώνω, τσιβουρδίζω)  [στραβομουριάζω=στραβομουτσουνιάζω] [αλλαξομουριάζω=αλλαξοπροσωπιάζω] 

στραβοξυλιάζω (αναποδιάζω)

στραπατσάρω (παραμορφώνω)

στρατολογώ (επιστρατεύω)    [στρατηγεί=ηγείται]

στρατουλίζω (στραταρίζω)

στρεβλώνω (παραμορφώνω)  

στρέφω (στρίβω, μετακλίνω)

στρηνιάζω (αλαζονεύομαι,  κατισχυρεύομαι, σελλίζομαι, καταφρυάττομαι, κατεπιδείκνυμαι)

στριμώχνω (συνωθώ, συγκέλλω)

στρογγυλεύω (στρογγυλοποιώ, συσφαιρώ, σφαιροποιώ, περιτορνεύω)

στρουθοκαμηλίζω (εθελοτυφλώ)

στρουμπουλεύω (χοντραίνω)  [παραχοντραίνω=παραπαχαίνω]

στρουφώνομαι (περιστρέφομαι)  [συστρέφομαι=συνδινούμαι]

στροφάρω (νογάω, σακουλεύομαι)

στρώνω (εξομαλύνω)

στύβω (ξεζουμίζω, ξεσταλιάζω, αποθλίβω)  [στρεύγομαι=ξεζουμίζομαι]

στυλώνομαι (καρδαμώνω)

συγκαλύπτω (αποσιωπώ)

συγκαλώ (προσκαλώ, συναθροίζω)

συγκαταλέγεται (περιλαμβάνεται, συνυπολογίζεται,

συμπεριλαμβάνεται, συναριθμείται, εγγράφεται)

συγκινώ (ευαισθητοποιώ)

συγκλίνω (συνταυτίζομαι)

συγκλονίζω (συνταράζω)

συγκολλώ (συρράπτω)

συγκόπτομαι (συντέμνομαι, περιορίζομαι,

σμικρύνομαι, βραχύνομαι, περιστέλλομαι, κολοβώνομαι)

συγκρατώ (χαλιναγωγώ)  [συνέχω=συγκρατώ]

συγκρίνω (αντιπαραβάλλω, παραλληλίζω, αντιπαραθέτω, συσχετίζω, παρεξετάζω)

συγκροτώ (αποτελώ, απαρτίζω)

συγχέω (μπερδεύω)

συγχρωτίζομαι (συναναστρέφομαι, συναδολεσχώ, εφομιλώ, συνδιατρίβω, μεθομιλώ, ομίλλω)  [αναστρέφομαι=αναποδογυρίζω]

συγχύζω (σκοτίζω, εκνευρίζω, ψυχοταράζω, κεραίνω)

συγχωνεύω (ενοποιώ, ομογενοποιώ)

συγχωρώ (συγγιγνώσκω)

συζητιέται (αναφέρεται, διαδίδεται)

συζητώ (κουβεντιάζω, συνομιλώ, διαβουλεύομαι, συνδιαλέγομαι, λεσχηνεύω, διαμυθολογώ, λακριντίζω )

συζώ (συμβιώνω, συγκατοικώ, συμβιοτεύω, συνανθρωπεύομαι, συνδιάγω, συνδιαιτώμαι)

συκοφαντώ (διαβάλλω, δυσφημώ, αδικοβάλλω, λασποβολώ, καταψεύδομαι, καταψιθυρίζω)

συλλαμβάνομαι (αλίσκομαι)

συλλαμβάνω (πιάνω, αδράχνω, χερακώνω)

συλλέγω (μαζεύω, αθροίζω, θαμυρίζω)

συλλογίζομαι (σκέπτομαι, στοχάζομαι, επιλογίζομαι, διαγνωμονώ)

συλλυπούμαι (παραμυθούμαι)

συμβαδίζω (συμπορεύομαι, ομοστιχώ, ομαρτώ, ομοδρομώ, κηθεύω)

συμβάλλω (βοηθώ, συνεισφέρω, συντελώ, συντείνω)

συμβιβάζω (συμφιλιώνω, συβάζω)

συμβιώνω (συγκατοικώ, ομοδημώ, συνδιαζώ)  [συγκατοικίζω=συνοικίζω]

συμβολίζω (παριστάνω)

συμβουλεύω (δασκαλεύω, νουθετώ, υποδεικνύω,

καθοδηγώ, παραινώ, συνιστώ, εισηγούμαι, παρεγγυώ, 

προτείνω, κανοναρχώ, ορμηνεύω) 

συμμαζεύω (τακτοποιώ)  [απομαζεύω=αποσυνάγω, αποσυνάγωγος=απόβλητος, απωστός]

συμμαχώ (συστρατεύομαι, συμπαρατάσσομαι)  [αποστρατεύομαι=αφυπηρετώ]

συμμερίζομαι (ασπάζομαι, δέχομαι)

συμμορφώνω (ευτρεπίζω)

συμπαθώ (λατρεύω, αγαπώ)

συμπαρατάσσομαι (συνεργάζομαι, αλληλοσυνάπτομαι, αλληλοσυμπράττω)

συμπάω (συνδαυλίζω, συμπαίνω)

συμπεθεριάζω (γαμβρεύω)

συμπεραίνω (εικάζω, υποθέτω, διαγιγνώσκω, διαστοχάζομαι)

συμπιέζω (συνθλίβω)

συμπίπτω (συνταυτίζομαι)   [συνομοιούμαι=ταυτίζομαι]

συμπλέω (ομοπλοώ)

συμπολεμώ (συμμάχομαι, συγκαταστρατεύω, συγκινδυνεύω)

συμπολιτεύομαι (συγκυβερνώ)  [αναρχούμαι=κακοκυβερνιέμαι]

συμπονώ (συναλγώ, συμπάσχω, συγκακοπαθώ, συνυποφέρω, συνομοιοπαθώ)  [συνδιατίθεμαι=συμπάσχω]

συμφιλώ (ανταγαπώ, αντιφιλώ, αντασπάζομαι) [φιλιώνω=συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνομαι=αδελφώνομαι]

συμφιλιώνω (ειρηνεύω, συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω,

αδερφώνω, μονοιάζω, αγαπίζω, ειρηναγωγώ)

συμφύρω (ανακατώνω, μειγνύω)  [συμπιλώ=συμφύρω]

συμφωνώ (συγκατανεύω)

συμψηφίζω (εξισώνω, ισοζυγίζω)

συναγωνίζομαι (συμπαραβάλλομαι)

συνάδει (ταιριάζει, αρμόζει, συμφωνεί, συμβιβάζεται, εμπρέπει, καθήκει, προσήκει)

συνάζω (συσσωρεύω, συμφορώ, καταμώμαι)

συναθροίζομαι (ομηγυρίζομαι)

συναθροίζω (συγκεντρώνω, συναλίζω)

συναισθάνομαι (κατανοώ, αντιλαμβάνομαι)

συναλλάσσομαι (αλισβερίζομαι, νταραβερίζομαι)

συναντώ (εντυγχάνω, ανταμώνω, μπλατσιάζω, υπαντώ, κιχάνω) [επικύρω=περιτυγχάνω, παρατυγχάνω, συναπαντώ, ήτοι συναντώ τυχαία] [συντυχαίνω=συντυγχάνω]

συναπαρτίζω (συναποτελώ)

συνάπτομαι (συνδέομαι)  [συνεφάπτομαι=συνεγγίζω]

συνάπτω (ταιριάζω, αρμόζω, συνδέω, κολλώ, αρθμώ)  [περιάπτω=προσδίδω]

συναριθμώ (συνυπολογίζω)  [αναμετρώ=υπολογίζω]

συναρμολογώ (διαρθρώνω, αραρίσκω)  [συναρθρώνω=συνδεσμεύω]

συναρπάζω (γοητεύω)  [συναρπαγή=γοητεία]

συναρτώ (αλληλεξαρτώ)

συνδέω (ενώνω)   [επισυνδέομαι=συναρτώμαι, επισύνδεση=συνδέσμευση]

συνδιαχειρίζομαι (συνεκπονώ, συντολυπεύω)

συνδράμω (ενισχύω, βοηθώ, παρασυνίσταμαι)

συνδυάζω (συνταιριάζω, συναρμόζω, συναρτίζω)

συνεδριάζω (συσκέπτομαι, συναποφασίζω)  [προβουλεύω=προαποφασίζω]

συνείρω (συνδέω, συνάπτω, αρμαθιάζω, ορμαθίζω, συνοχμάζω)  [αλληλουχώ=συνδεσμεύω]

συνεισφέρω (συγχορηγώ)

συνενώνω (εναρμόζω, καλοταιριάζω, σοφιλιάζω, επαρτύω) [συνενώνομαι=συνασπίζομαι]

συνεπάγεται (συνεπιφέρει, συναποφέρει)

συνεργάζομαι (συμπράττω, κοινοπραγώ, συνδρώ ομοπραγώ, κοινοπρακτώ, κοινοεργώ)

συνεργώ (βοηθώ)

συνέρχομαι (λογικεύομαι)

συνετίζω (σωφρονίζω)

συνέχεται (διακατέχεται)

συνεχίζεται (εξακολουθεί, διαρκεί, παρατείνεται, σουρντίζει)

συνεχίζω (παρατείνω, εξακολουθώ, επιμηκύνω, παρεκτείνω)

συνθλίβω (συμπιέζω)

συνθλώμαι (συντ΄ρίβομαι, κατατσακίζομαι)

συνίσταμαι (απαρτίζομαι, αποτελούμαι, σύγκειμαι)  [σύγκειται=συμφωνείται]

συνιστώ (προτείνω)

συνοδεύω (συνοδοιπορώ, συντροφεύω, παρομαρτώ)

συνοικώ (ομοστεγώ, συγκατοικώ, συνναίω, ομοσκηνώ)

συνομιλώ (συζητώ)

συνοφρυώνομαι (σκυθρωπιάζω)

συνοψίζω (συντομεύω, συντέμνω, συμπτύσσω, συγκεφαλαιώνω)

συνταράσσω (στυφελίζω, διασείω, διακλονώ)

συντάσσω (παρατάσσω)

συνταυτίζω (συνομοιώ)

συντελώ (συμβάλλω)

συντηρούμαι (θρέφομαι)  [αποζώ=συντηρούμαι]

συντηρώ (διαφυλάττω)

συντονίζω (συνταιριάζω)

συντρέχω (βοηθώ)  [παρτάρω=συμπαρίσταμαι]

συντρίβω (καταστρέφω, συντελεύω) [καταλοώ=κατασυντρίβω, αποτσακίζω] [περικατάσσομαι=συντρίβομαι]

συνυπάρχω (συνεναπόκειμαι, συμπαρευρίσκομαι, περιχωρώ )

συνυπογράφω (συγκατατίθεμαι, προσεπιδοξάζω, προσομολογώ)

συνυπολογίζομαι (συμποσούμαι)

συνωστίζομαι (σπρώχνομαι, διαγκωνίζομαι,

συμπιέζομαι, στριμώχνομαι, συνωθούμαι,

σκουντιούμαι, πιτώνομαι)

σύρε (πήγαινε)

συρρέω (συμπορεύομαι)

συρταρώνω ή συρτώνω (μανταλώνω, ζυγωθρίζω)

σύρω (τραβώ, έλκω, αντισπώ, αμπρεύω)

συσκοτίζω (αποθολώνω)

συσπειρώνω (συσσωματώνω)

συσπώμαι (συστέλλομαι)

συσσωρεύω (συγκεντρώνω)  [αποσυγκεντρώνω=αποκεντρώνω]

συστέλλομαι (συμπτύσσομαι, μαζεύω, μπάζω, συρρικνούμαι)

συστέλλω (συμμαζεύω, συρρικνώνω, συμπτύσσω, συσπώ)

συσχετίζω (συγκρίνω)

συσχηματίζομαι (προσαρμόζομαι)

συφοριάζω (δυστυχίζω, κακοπραγώ, βλάπτω, πημαίνω, κακώνω)

συχνάζω (φοιτώ, θαμίζω, ζαρίζω, επιχωριάζω, μπαινοβγαίνω)  [πολυσυχνάζω=θαμιζω]

σφάλλω (αμαρτάνω, αστοχώ)

σφετερίζομαι (ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, νοσφίζομαι, αντιποιούμαι)

σφηνώθηκε (μπήκε)

σφηνώνω (γομφώ, μπήγω, εμβάλλω, μπήζω, εντεκταίνομαι)

σφήνωσε (μάγκωσε)

σφίγγω (περιπιέζω, αμφιπιέζω)  [μαγγανίζω=συσφίγγω]

σφριγώ (υγιαίνω, ακμάζω, νταβραντίζω, σφύζω, ευπυγμώ, βριώ, ευτονώ, 

σπαργώ, έρρωμαι, διαφλύζω, ευεκτώ, ευσθενώ, ευσωματώ)

σφυρηλατώ (διαπλάθω, διαμορφώνω)  [σφυρώ=σφυρηλατώ]

σφυρίζω (συρίζω, σιουράω, βοΐζω)

σφυροκοπώ (κεραυνοβολώ, σφυροκτυπώ) [βομβαρδίζω=σφυροκοπώ, π.χ. τον βομβάρδιζε με απανωτές ερωτήσεις]

σχάζω (σχίζω, τέμνω)  [διασχάζω=φλεβοτομώ, εξαιματίζω]

σχεδιογραφώ (απεικονίζω, σχεδιάζω)

σχετίζω (παραλληλίζω)

σχετίζομαι (συγγενεύω)

σχετικοποιώ (συνδέω, συμπλέκω)  [συνυφαίνω=συμπλέκω]

σχηματίζω (διαμορφώνω, πλάθω)  [αποσχηματίζομαι=ξεκαλογερεύω, αποσχηματίζω=ξεπαπαδεύω ]

σχίζω (διαιρώ, τέμνω, αιγίζω)  [δρύπτω=διανοίγω]  [ρακετρίζω=διακεάζω]

σχολιάζω (υπομνηματίζω)

σώζω (διατηρώ, φυλάσσω)

σώνεται (τελειώνει, μπιτίζει)     [σώνει=φτάνει]

σωπαίνω (βουβαίνομαι, κλειδοστομιάζω)

σωρεύω (στοιβάζω, σωριάζω, θημωνιάζω, βουνίζω, σωρώνω, θημωνοθετώ, σωρουλιάζω, θημολογώ)

σωριάζομαι (κρημνίζομαι, σωροβολιάζομαι, καταρρέω, αποστομιέμαι)

σωφρονίζω (νουθετώ, συνετίζω, φρονηματίζω)

 

Τ

ταγκάρω (αναρτώ, ποστάρω)

τάζω (υπόσχομαι)

ταΐζω (τρέφω, σιτίζω)

ταιριάζω (αρμόζω, συνάπτω)

τακιμιάζω (συνταιριάζω) [κοληγιάζω=κορδιάζω] [συμφιλιάζω=τακιμιάζω, εταιρίζω, προσφιλιώ, φιλιαίνομαι] 

τακτοποιώ (κανονίζω, ρυθμίζω, ορδινεύω)

ταλαιπωρώ (καταπιέζω, βασανίζω, λαρμανίζω)

ταλανίζω (ταλαιπωρώ)

ταλαντεύω (πάλλω, λικνίζω, σαλεύω, σείω, τανταλίζω)

ταμπελοποιούμαι (σταμπάρομαι, εναποσημαίνομαι)

ταμπουρώνω (οχυρώνω, θωρακίζω, περιχαρακώνω)

τανιέμαι (τσιτώνομαι)

τάνυσε (ξεχείλωσε)

τανύω (τεντώνω, τανάω, κατσιλώνω)

ταξιδεύω (περιηγούμαι)

ταξινομώ (τακτοποιώ)

ταπεινολογώ (σεμνολογώ)

ταπεινώνω (ευτελίζω, χαμηλώνω, μειώνω, υποτιμώ,

γελοιοποιώ, υποβιβάζω, απαξιώνω, φαυλίζω)

ταπώνω (πωματίζω, βουλώνω, πωμάζω, βύω) [εμφιαλώνω=μποτιλιάρω]

ταρακουνώ (δονώ, σείω)

ταριχεύω (βαλσαμώνω, παστώνω, μομιοποιώ)

τάσσω (συγκαταλέγω)

ταυτίζω (εξομοιώνω, ταυτοποιώ)

ταυτοδυναμεί (ταυτίζεται)

ταχύνω (επισπεύδω)  [ανυπερθέτω=σπεύδω, ανυπερθέτως=εσπευσμένως]

τέγγω (μαλακώνω)  [άτεγκτος=σκληρός]

τεζάρω (τεντώνω) [τέζαρε=έθανε]

τείνω (τεντώνω, κορδώνω, τσιτώνω, επιμηκύνω)

τεκμαίρομαι (συμπεραίνω, απεικάζω)

τεκμηριώνω (επαληθεύω, αποδεικνύω, αληθοποιώ,

διαπιστώνω, στοιχειοθετώ, ντοκουμεντάρω, επαληθίζω)

τελεί (υπόκειται) [υπόκειμαι=υποβάλλομαι]

τελειώνω (λήγω, σταματώ, αποσώνω, περαίνω,

τελεύω, τερματίζω, αποπερατώνω, νετάρω, σπατσάρω)

τελεσφορώ (επιτυγχάνω, ευοδώνομαι, ευστοχώ,

καρποφορώ, τελεσιουργώ)

τελευτώ (εκπνέω, πεθαίνω)

τελματώνω (λιμνάζω)

τελώ (πράττω, πραγματοποιώ, ποιώ) [υπεκτελώ=λαθραιοπραγώ] 

τεμαχίζω (κόβω, τέμνω)

τέμνω (κόβω, σχίζω)

τεμπελιάζω (φυγοπονώ, ραθυμώ, μισοπονώ)

τενιάζω (καταπονούμαι, ξεθεώνομαι, μπαϊλντίζω, ξεκωλώνομαι, ξεπατώνομαι)

τεντώθηκε (ξάπλωσε)

τεντώνω (τείνω, τσιτώνω, τεζάρω, κορδώνω)

τερματίζω (περατώνω)

τέρπω (χαροποιώ, ευφραίνω, ιλαρύνω, ευθυμοποιώ) [επασμενίζω=επιτέρπομαι]

τετοιώνω (φκιάνω)

τεχνάζομαι (επινοώ, μηχανεύομαι, απεργάζομαι,

τριβωνεύομαι)

τζερεμετίζω (ζημιώ)   [τζερεμέδες=ζημιές]

τζερεφιάζω (ισχναίνω)

τζουνιέμαι (αγκυλώνομαι, βατσινίζομαι, τζινιέμαι)

τζουφιάζω (κουφιάζω)

τζουφλάω (κεντρίζω, αγκυλώνω, αγκυλίζω) [εξακανθίζω=ακανθοφορώ, ακανθοφυώ]

τήκω (λιώνω, ρευστοποιώ, συντήκω, κατατήκω)

τηρώ (διαφυλάττω) [προστηρώ=μελεταίνω]

τιθασεύω (ημερώνω, δαμάζω)

τίθεμαι (περιέρχομαι, υπόκειμαι) [π.χ. τίθεμαι σε διαθεσιμότητα]

τίκτω (γεννώ, τεκνοποιώ, βρεφουργώ, παιδοποιώ, γεννοσπέρνω,

παιδοσπορώ, παιδοτοκώ, παιδουργώ)

τιμαλφούμαι (τιμώμαι)   [τιμαλφές=πολύτιμο]

τιμαρεύω (αποθέτω, απιθώνω)

τιμώ (σέβομαι, εκτιμώ, σεβίζω) [πολυωροῡμαι=εκτιμώμαι, υπολογίζομαι]

τιμωρώ (κολάζω, βασανίζω, παιδεύω, εκδικούμαι,

καταδικάζω)

τινάζω (σείω)

τιποτενίζω (εξουδενώνω, εκμηδενίζω, ελαχιστοποιώ)

τιτλοφορώ (αναγράφω, τιτλώ)

τολμώ (ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω, κοτάω, θαρσώ, θαρσαλεύω, ευθαρσώ, ληματιώ)

τονίζω (επισημαίνω)

τονώνω (δυναμώνω)

τοξεύω (δοξαρεύω, σαϊτεύω)

τοποθετώ (βάζω)

τορνεύω (στρογγυλεύω, καμπυλώνω, περιξέω, περιχαράσσω)

τορπιλίζω (ματαιώνω)

τουλουπώνομαι (σκεπάζομαι)

τουμπάρω (ανατρέπομαι)

τουμπεκιάζομαι (βουβαίνομαι, σιωπαίνω)

τούρκεψε (υπεξαιρέθηκε)

τουρλώνω (τεντώνω, προβάλλω)

τουρτουρίζω (τρεμουλιάζω) [σιγοτρέμω=αλαφροτρέμω, λειανοτρέμω]

τράβηξε (κατευθύνθηκε)

τραβολογώ (ταλανίζω, σουρμαλίζω, ρυστάζω, περισύρω, αμφέλκω)

τραβώ (έλκω, σύρω)

τραγουδώ (άδω, ψάλλω, ασματολογώ, μολπάζω) [ευστομώ=γλυκοτραγουδώ, γλυκοκηλαδώ, καλοφωνίζω, αδίζω]

τρακαρίζομαι (καταθορυβούμαι) [τρακ=φόβισμα]

τρακάρω (συγκρούομαι)

τρανεύω (μεγαλώνω, μεγεθούμαι)

τραντάζω (ταρακουνάω, αμφελελίζω)

τραπεζώνω (φιλεύω, εστιώ, ευωχιάζω, θοινίζω)

τρατάρω (κερνώ)

τραυματίζω (πληγώνω, λαβώνω, τιτρώσκω, κατουτώ) [καθελκούμαι=πληγώνομαι, τραυματίζομαι]

τρελοφέρνω (απομαίνομαι)

τρέμω (δειλιάζω, φοβάμαι, πτύρομαι) [δειλαίνομαι=δειλανδρώ, μαλακοψυχώ, κακοσπλαγχνώ, δειλοσκοπούμαι, λιγοψυχώ] 

τρενάρω (αναβάλλω, μακροσκοινίζω)

τρέπω (στρέφω)

τρέφομαι (σιτίζομαι)

τρέφω (σιτίζω, ταΐζω, αμαλθεύω) [βοράζω=τρέφω, βορά=τροφή]

τρέχω (βιάζομαι, σπεύδω, δρομώνω, ταχυπορώ,

κοσεύω, δρέμω, πηλαλώ, γοργοπορώ, δραμούμαι)

τριβελίζω (ενοχλώ, διαβολίζω)

τρίβω (αλέθω, κοπανίζω, στουμπίζω, κατασώχω, μυλωθρώ)

τριγυρίζω (περιφέρομαι, περινοστώ, αιολώμαι, κυκλοδρομώ)

τρίζω (ροθώ, κροτώ, τριζοβολάω, τριζοκοπάω) [βρύχω=γομφιάζω, βρυχή=οδόντων τρίξιμον]

τρικλίζω (στραβοπατώ, παραπατώ, παραπαίω, καλανταρίζω, νταλοδέρνω)

τριμάρω (περικόπτω, περικόβω)

τριχοφυώ (μαλλιάζω) [γενειώ=τριχούμαι]

τρολάρω (παρατροπώ, παρατρέπω) [=στρέφω κάποιον ή κάτι σε άλλη κατεύθυνση]

τρομάζω (καταπτοούμαι)

τρομπάρω (αρύω, μεταγγίζω, μεταχύνω, μετεγχέω, μετοχετεύω, μεταντλώ, μετερώ)

τροποποιώ (αλλοιώνω, μεταβάλλω, διασκευάζω)

τροπούμαι (καταφοβίζω, διαπτοώ, κατατροπώνω) [κατανικώ=κατατροπώνω]

τροφοδοτώ (ταΐζω, τροφοφορώ)

τροχίζω (ακονίζω, οξύνω, θήγω)

τρυγώ (απομυζώ) [π.χ. τρυγούσε την περιουσία του ένας τσαρλατάνος]

τρυπώ (διακορεύω, τιτρώ, τιτραίνω)

τρυπώνω (αποκρύπτω, καϊπώνω)

τρυπώνω (υπεισέρχομαι) [τρούπωσε=τρύπωσε]

τρυφεραίνω (μαλακώνω, αφρατεύω)

τρώω (μασώ, καταβροχθίζω, ρουπώνω, μαντζάρω) [μονοσιτώ=μονοφαγώ] 

τσακίζω (σπάζω, κλάω)

τσαλακώνω (ζαρώνω)

τσαλαπατάω (ποδοπατώ, κολετρώ, λακπατώ)

τσαμπουνώ (φληναφώ)

τσαντηρώνομαι  (κατασκηνώνω, επισκηνώ) [τσαντήρι=σκηνή]

τσατίζομαι (μπουρινιάζω, γινατώνω)

τσατσαλίζω (συντρίβω, κονιορτοποιώ) [διαμαθύνω=κονιορτοποιώ]

τσεκάρω (ελέγχω, εξετάζω, ανασκοπώ) [προεξετάζω=προεξερευνώ]

τσεκουρώνω (πελεκίζω, κυβηλίζω)

τσεπώνω (ενθυλακώνω)

τσιγαρίζω (σοτάρω)

τσιγκλίζω (προκαλώ)

τσιγκουνεύομαι (φειδωλεύομαι, γλισχρεύομαι, φιλαργυρεύομαι)

τσιμεντώνω (σταθερώνω)

τσιμπλιάζω (λημώ, τσιμβλώ)

τσιμπολογώ (χναύω)

τσιτάρω (τεζάρω ή παραθέτω)

τσιτσιδώνομαι (ξεγυμνώνομαι, γδύνομαι, απεκδύομαι, ανακωλώνομαι)

τσιτσιρίζω (τιτιβίζω, κελαηδώ, τσιουνίζω, κατάδω) [τσίου=ήχος πουλιού] [βαβράζω=τερετίζω]

τσιτώνω (τεντώνω)

τσοκανίζω (στουμπίζω)

τσοντάρω (συμπληρώνω)

τσουγκρανίζω (γραβαλίζω)

τσουγκρίζω (αντιπληκτίζω, τσακώνομαι, αντιδικώ,

συγκρούομαι, συνδιαμάχομαι, αντιπαρατίθεμαι,

εριδαίνω, τρώγομαι)

τσούζει (θίγει)

τσουκνιδίζομαι (μυρμηκιάζω, κνησιώ, μυρμηδίζω, μυρμηκιώ)

τσουλώνομαι (κορδώνομαι)

τσουλώ (κυλώ, ρολάρω) [καλινδούμαι=κυλίομαι]

τσουπώνομαι (ευρωστώ)

τσουρναρίζω (επιρρυώ)

τσουρουφλίζω (καυτηριάζω, επικαίω, τσουδίζω)

τσουρτσουρίζει (ψιλοβρέχει)

τυλώνω (παραγεμίζω, παραφουσκώνω, αναμεστώνω)

τυπώνω (τυπογραφώ)

τυραννώ (παιδεύω, βασανίζω)

τυροποιώ (τυρεύω, τυροπεύω, τυροκομώ)

τυφλώνω (εξομματώ, γκαβώνω)

τυχαίνει (συμβαίνει, γίνεται)

 

Υ

υβρίζομαι (προσκαταλαλούμαι)

υβρίζω (προπηλακίζω, ονειδίζω, σιχτιρίζω, αγριολογώ, κυδάζω, εγχλίω)

υβριοπαθώ (κακολογούμαι)

υγιαίνω (ευρωστώ, αδρούμαι)

υγραίνομαι (διαβρέχομαι, μουσκεύομαι, υγράζω)

υγραίνω (νοτίζω, μουσκεύω, μουλιάζω, εμποτίζω, ικμαίνω)

υγροποιώ (ρευστοποιώ)  [αντίθετον: στερεοποιώ]

υδρεύω (αρδεύω, επομβρίζω, υδραίνω)

υδροδοτούμαι (υδρεύομαι)

υδρωπικιάζω (υδεραίνω)

υετίζω (βρέχω, ομβρίζω)

υιοθετώ (ενστερνίζομαι, ασπάζομαι, εγκολπώνομαι, κομποδένω, εισποιώ)

υιοποιώ (υιοθετώ, παιδοθετώ, τεκνοθετώ)

υλακτώ (γαβγίζω, ουρλιάζω, βαβίζω, αλυχτώ

γκλαφουνίζω, αλυχτουρώ, λάσσω, ζαρίζω, ράζω)

υλοποιώ (πραγματώνω, εφαρμόζω) [κανονικοποιώ=υλοποιώ, π.χ. κανονικοποιούμε τις φιλικές μας σχέσεις με τα γειτονικά κράτη]

υλοτομώ (δενδροτομώ, δενδροκοπώ, ξυλεύω, υλοκοπώ)

υμνώ (επαινώ, εγκωμιάζω, ευλογώ, μεγαλύνω, καυχίζω, ευφημώ)

υπαγορεύω (υποδεικνύω) [καναλιζάρω=υποδείχνω]

υπάγω (εντάσσω)

υπαινίσσομαι (υπονοώ, υποφράζομαι)

υπακούω (πειθαρχώ, συμμορφώνομαι, 

υποτάσσομαι, υποκύπτω, ακολουθώ)

υπαναχωρώ (ανακαλώ, αναιρώ, ξελέγω)

υπάρχω (υφίσταμαι, ζω) [προϋπάρχω=προϋφίσταμαι, προγίγνομαι]

υπεισέρχεται (παρεμβάλλεται, υπεισδύει, 

τρυπώνει, παρολισθαίνει, παρεισοδεύει)

υπεκφεύγω (ξεγλιστρώ, ξεστρίβω, παραλανθάνω)

υπενθυμίζω (μνημονεύω, υπομιμνήσκω)

υπενοικιάζω (υπομισθώνω)

υπεξαιρώ (κλέπτω, κλωπεύω, τσουρνεύω) [κλεψιτυπώ=τυποκλοπώ, λογοκλοπώ=κλεψιλογώ]

υπεραγαπώ (πολυαγαπώ, περιαγαπώ, υπερστέργω)

υπεραίρω (υπερεξυψώνω)

υπερακοντίζω (ξεπερνώ, απερνώ)  [ακοντίζω=κονταρεύω]

υπερασπίζω (βοηθώ, υποστηρίζω, προστατεύω,

προφυλάσσω, συνηγορώ, περιφρουρώ, 

υπεραμύνομαι, υπερμαχώ, υπερίσταμαι)

υπερβαίνω (ξεπερνώ)

υπερβάλλω (μεγαλοποιώ, εξογκώνω, παραλέω)

υπερεκτιμώ (περιτίω) [διατιμώ=τιμογραφώ]

υπερεπαρκώ (υπεραφθονώ, υπερπλεονάζω, υπεργίγνομαι, υπερπερισσεύω)

υπερέχω (επικρατώ, νικώ, νικηφορώ)

υπερθεματίζω (πλειοδοτώ, αβαντζάρω)

υπερισχύω (επικρατώ, νικώ, κραταιούμαι)

υπέρκειμαι (υπερτίθεμαι)

υπερκερώ (υπερφαλαγγίζω, υπερκεράζω)

υπερμεγεθύνω (τραγικοποιώ, δραματοποιώ)

υπερνικώ (υπερισχύω, καταπαλαίω)

υπερπηδώ (υπερνικώ)

υπερπληρώ (εμφορώ)

υπερτερώ (πλεονεκτώ, υπερέχω, κρατιστεύω)

υπερτιμώ (ακριβαίνω)  [υπερτιμάται=παραφουσκώνεται]

υπερτονίζω (μεγεθοποιώ)

υπερυψούται (κορυφώνεται)

υπερυψώνω (αναβιβάζω)

υπερφιλώ (υπεραγαπώ, ακριβαγαπώ, πολυαγαπώ, καταγαπώ, καταφιλώ)

υπερψηφίζω (αποδέχομαι, εγκρίνω)

υπέχω (φέρω, βαστώ)

υπηρετώ (περιποιούμαι, κομώ) [υπουργεί=υπηρετεί, συμβάλλει]

υπνώνω (αποκοιμίζω, ναρκώνω, υπνοποιώ)

υποβαθρώνω (θεμελιώνω) [βαθρώ=θεμελιώνω, βάθρον=θεμέλιο, στήριγμα]

υποβάλλω (παρουσιάζω) [ανθυποβάλλω=αντερωτώ]

υποβιβάζω (ταπεινώνω, υποτιμώ)

υποβλέπω (εποφθαλμιώ)

υποβόσκω (υπολανθάνω)

υπογραμμίζω (επισημαίνω, τονίζω)

υπογράφω (επιβεβαιώνω)

υποδαυλίζω (υποκινώ, ερεθίζω, ανασκαλίζω, υπεκκαίω)

υποδέχομαι (καλωσορίζω, εισδέχομαι)

υποδηλώνω (αινίσσομαι, υπονοώ, υπεμφαίνω, υποσημαίνω)

υποδιαιρώ (κατακομματιάζω)

υποδουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω, υποζυγώ, δουλοποιώ, κατειλωτίζω)

υποδύομαι (προσποιούμαι)

υποθάλπω (υποδαυλίζω) 

υποθέτω (συμπεραίνω, εικάζω)

υποθηκεύεται (ενεχυριάζεται)

υποκαθιστώ (αναπληρώνω, αντικαθιστώ)

υποκλίνομαι (σκύβω) [μετακλίνομαι=μεταστρέφομαι]

υποκομπώ (κουφοβροντώ)

υποκορίζεται (σμικρύνεται)

υποκρίνομαι (προσποιούμαι, καμώνομαι, μορφίζομαι, 

μεταμορφίζομαι, ακκίζομαι, υποποιούμαι)

υποκύπτω (υποτάσσομαι, υπόκειμαι, παρακύπτω)[υπέρχομαι=υποτάσσομαι]

υπολαμβάνω (νομίζω)

υπολέγω (υπαγορεύω)

υπολήπτομαι (εκτιμώ, στιμάρω, σέβομαι, ξετιμάω)

υπομειούται (υποπληθύνεται) [=λιγοστεύει σιγά σιγά] [πολλύνομαι=πληθύνομαι]

υπομένω (ανέχομαι, παραβλέπω)

υπονοείται (εξυπακούεται, υποδηλώνεται) [εξυπακούει=προϋποθέτει]

υπονοώ (υποδηλώνω, αινίσσομαι)

υποπίπτω (ξεπέφτω)

υποσκάπτω (υπονομεύω, αποσταθεροποιώ)

υποσκελίζω (παραμερίζω)

υποστέλλω (ελαττώνω, κατεβάζω)

υποστηρίζω (βοηθώ, επικουρώ, σιγοντάρω) [συνυποστηρίζω=συνεπικουρώ, συνεπισχύω]

υπόσχομαι (επαγγέλλομαι, τάζω, καταφατίζω, υπισχνούμαι, λογοδίνω)

υποτελώ (δασμοφορώ)

υποτροπιάζω (μεταγυρνάω, ανθυποστρέφω, ανακυλώ, επανανεάζω, ξανακυλώ)

υποφέρω (πάσχω, δεινάζω, μοχθίζω)

υποφώσκω (αχνοβολώ, φεγγρίζω, θαμποφέγγω, αχνοφέγγω)

υποχρεώνω (ζορίζω, αναγκάζω, επιβάλλω, επιτάσσω)

υποχωρώ (οπισθοχωρώ, αναποδίζω)

υποψιάζομαι (μυγιάζομαι, υποπτεύομαι, κακοβάζω,

πονηρεύομαι, ιδεάζομαι, σακουλεύομαι,

ψυχανεμίζομαι, υποτοπώ, υφορώμαι)

υπτιάζω (ανασκελώνομαι, αναπίπτω)

υστερώ (μειονεκτώ, υπολείπομαι)

υφαίνω (ιστουργώ, μηρύομαι)

υφαρπάζω (υποκλέπτω)

υψηλώνω (μεγαλύνω)

υψώνω (σηκώνω, αίρω)


Φ

φαγκρίζω ή φαγγρίζω (κατισχναίνω, αδυνατίζω, εγγαρίζω)

φαγοποτώ (τρωγοπίνω)

φαγώνεται (τσακώνεται)

φαιδρύνω (χαροποιώ, καθιλαρύνω)

φαίνομαι (διακρίνομαι, εμφανίζομαι, ορώμαι)

φαλκιδεύω (διαστρεβλώνω, αλλοιώνω)

φαλτσάρω (παραφωνώ) [πολυφωνώ=πολυηχώ]

φανερώνω (γνωστοποιώ, δηλώνω, ενσημαίνω, καταφαντάζω)

φανατίζω (αφιονίζω, εξάπτω, ντοπάρω)

φαντάζομαι (νομίζω, υποθέτω) [φαντασιώνομαι=φαντάζομαι]

φαντάζω (φιγουράρω, επιδεικνύομαι)

φαρδαίνω (διευρύνω)

φαρμακώνω (δηλητηριάζω, φαρμάζω, ψακώνω, αλοχεύω, ενιοβολώ) [ξεφαρμακώνομαι=αναγλυκαίνομαι]

φασκελώνω (μουντζώνω, δεκατιάζω, σφογγελιάζω)

φασκιώνω (σπαργανώνω)  [ξεφασκιώνω=αποσπαργανώνω, ξεσπαργανώνω]

φασώνεται (πασπατεύεται)

φέγγω (ακτινοβολώ, μαρμαρίζω) [τρεμοφέγγω=τρεμολάμπω, αντιλαρίζω] [γλυκοφέγγει=γλυκοχαράζει, γλυκοφεγγοβολάει]

φείδομαι (λυπούμαι, προνοώ, οικονομώ)

φενακίζω (εξαπατώ, ζιγανεύω)

φέρβω (εκτρέφω)  [ονοφορβός=εκτροφέας όνων]

φέρω (βαστάζω, κομίζω) [επιφέρεται=συντελείται, γίνεται]

φεύγω (αναχωρώ)

φημολογείται (διαδίδεται, λέγεται) [ειπώνονται=λέγονται, προφέρονται]

φθάνω (αφικνούμαι, έρχομαι, αριβάρω, βλώσκω)

φθέγγομαι (φωνάζω, κράζω, εκλαλώ, εκστομίζω, προφέρω)

φθείρω (καταστρέφω, βλάπτω, αποφθίνω, κατατρίβω, κεραΐζω, διαβρώνω, καταύω, κηραίνω)

φθηναίνω (λεπταίνω, ψιλαίνω)

φθίνω (παρακμάζω, ελαττούμαι, φθείρομαι, ξεφτίζω) [αποσκέλλω=σαρακιάζω]

φθονώ (ζηλεύω, ζηλοτυπώ, ζηλοφθονώ, σκανιάζω, μεγαίρω)

φιγουράρω (επιδεικνύομαι)

φιδοζώνομαι (καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι)

φιληδονώ (ακολασταίνω) [αφροδισιάζω=σαρκομανώ, καταδιασπλεκώ, ήτοι ρίχνομαι με πάθος στις σαρκικές απολαύσεις]

φιλονικώ (καβγαδίζω,ερίζω, τσακώνομαι, αντιφέρνω)

φιλοξενώ (φιλεύω, ξενίζω, ξενιάζω, ξεναποδέχομαι) [φιλοξενούμαι=επιξενούμαι, καταξενούμαι] [αντιξενίζω=αντεφεστιώ]

φιλοσοφώ (σπουδάζω) [σπουδή=ενασχόληση ή μελέτη για μάθηση]

φιλοτιμούμαι (προθυμοποιούμαι, διατίθεμαι)

φιλοτιμώ (ευαισθητοποιώ)

φιλοφρονώ (καλοπιάνω, σιργουλεύω) [ευπροσηγορώ=αγανοφρονώ, πραϋθυμώ, πραϋπαθώ]

φιλτράρω (στραγγίζω, σακελίζω, παρηθώ)

φιλώ (αγκαλιάζω, ασπάζομαι) [κατασπάζομαι=μυριοκαταφιλώ]

φινίρω (αρτιώνω)

φιξάρω (παγιώνω, σταθεροποιώ)

φλέγομαι (καίγομαι, αποτεφρώνομαι, πυρακτώνομαι, σταχτιάζω, 

απανθρακώνομαι, πυρπολούμαι, εμπυρίζομαι, λαβρίζω)

φλέγω (πυρπολώ, πυρσεύω) [υποφλέγομαι=σιγοκαίγομαι, αποσμύχομαι]

φλερτάρω (ερωτοτροπώ, σοροπιάζω, γλυκοσαλιάζω, οαρίζω)

φλιπάρω (ζουρλαίνομαι)

φλογίζω (καίω, καψαλίζω)

φλομώνω (μολύνω)

φλυαρώ (πολυλογώ, αδολεσχώ, λαλαγώ, γλωσσηματίζω, 

γλωσσοκοπανώ, απεραντολογώ, ματαιολογώ, φλυάσσω, 

πλατειάζω, μακρολογώ, βαττολογώ, φαφλατίζω, πολυμιλώ,

κενολογώ, αργολογώ, πολυρρημονώ, εικοβολώ, υπερλαλώ)

φοβερίζω (εκφοβίζω, απειλώ, τρομοκρατώ) [καταπτύρομαι=εκφοβίζομαι, τρομοκρατούμαι]

φοβίζω (πτοώ, φοβοποιώ, ξαφνίζω, ταρμύσσω, τρομοποιώ)

φοβούμαι (διστάζω, δειλιάζω, πτοούμαι, αθαρσώ, 

αγγελιάζομαι, αποθαρρύνομαι, τρομάζω, καταθυμώ, 

κοψοχολιάζομαι, τρέμω, σκιάζομαι, μορμολύττομαι, 

πανικοβάλλομαι, ολιγοκαρδίζω, δειμαίνω)

φοιτώ (συχνάζω) [συμμαθητεύω=συμφοιτώ] [ορειπολώ=ορειφοιτώ]

φονεύω (σκοτώνω, θανατώνω, εκτελώ, αιματοκυλίζω, ανθρωποκτονώ, διαχρώμαι)

φορμάρω (διαμορφώνω)

φοροδιαφεύγω (φοροκλέπτω)

φορολογώ (χαρατσώνω, δασμολογώ, δεκατεύω, φοροθετώ) [φορολογούμαι=φοροφορώ]

φορτσάρω (σχίζομαι, ρώννυμαι, αποδύομαι, κωλοχτυπιέμαι, 

ζορίζομαι, σφίγγομαι, επεντείνω, δυναστεύω, πλειστοδυναμώ, 

ανακομπώνω, κομματιάζομαι, δίνομαι, ξεσκίζομαι, επιρρώνυμαι)

φορτώνω (ζαλώνω, ζαλικώνω, φορτίζω, καργάρω, ζαπακώνω)

φορώ (ντύνομαι, βάνω, περιτίθεμαι)  [λευκοφορώ=λευχειμονώ]

φουλτακιάζω (φλεγμαίνω) [μπιμπικιάζω=φαγουρίζομαι, φαγουρώνομαι]

φουμάρω (καπνίζω)

φουντώνω (δυναμώνω)

φουρκίζω (εξοργίζω, θηριοποιώ, εξαγριαίνω, εξορίνω, οροθύνω)

φουρτουνιάζω (αναστατώνομαι, ανταριεύομαι) [μπουνατσάρει=εξευδιάζει, λειοκυμαίνει]

φουσκίζω (επικοπρίζω)

φουσκώνω (διογκώνω, πρήζω)

φραγγελώνω (μαστιγώνω)

φρακάρω (ακινητοποιώ)

φρεζάρω (λειαίνω, εκτρίβω, ομαλίζω)

φρενάρω (τροχοπεδώ)

φρεσκάρω (ανανεώνω, ανακαινίζω, νεαροποιώ)

φρίττω (ανατριχιάζω, τρομάζω, φρικιάζω, αναρριγώ, τσουτσουριάζω, φρικάρω)

φρονηματίζω (σωφρονίζω)

φρονιμεύω (σωφρονίζομαι, λογικεύομαι, γνωστεύω, μυαλώνω)

φροντίζω (μεριμνώ, επιμελούμαι, καλοσκαμνίζω, εμπάζομαι, 

επαγρυπνώ, προσέχω, κοιτάζω, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι)

φρονώ (νομίζω, κρίνω, σκέπτομαι, διανοούμαι, πρεσβεύω)

φρουρώ (επιτηρώ, φυλάσσω, νυχτερεύω, νυκτοφυλακώ)

φρουσκαλιάζω (φλυκταινούμαι, φλοιδώ) [φρουσκάλα=φλύκταινα, φουσκάλα]

φρύγω (καψαλίζω, φρυγανίζω, καυματίζω, αφεύω)

φρυκτωρώ (φωτοβολώ)

φταίω (σφάλλω, παραλιταίνω)

φτουρώ (επαρκώ, εξαρκώ)  [αποχρώ=επαρκώ, αποχρών λόγος=επαρκής λόγος]

φτύνω (αποπυτίζω, αποπτύω, πτύω) [καταπτύω=καταφρονώ] [αποχρέμπτομαι=αποφλεγματίζομαι]

φτωχεύω (πενητεύω)

φυγαδεύω (φευγατίζω)

φύει (αναδίδει, παράγει, αναδύει)

φυλάγομαι (προσέχω)

φυλακίζω (δεσμεύω, καθείργω, μπουζουριάζω, 

εγκλείω, ρεστάρω)

φυλάσσω (διατηρώ, σώζω)

φύομαι (φυτρώνω, βλασταίνω, ξεβλασταρώνω)

φυσάει (πνέει)

φυσομανάει (φυσοκοπάει)

φυτεύω (χώνω, μπήγω, φιτύω, φυταλίζω)

φυτρώνω (βλαστάνω, φυλλοφορώ, αναδίνω, βλαστοφυώ)

φωνάζω (κραυγάζω, αλαλάζω, ανακράζω, επιβοώ, εκβομβούμαι, ιβύζω, παραφωνάζω)

φωρώμαι (επισημαίνομαι)

φωτίζομαι (πυρσούμαι) [ελλάμπομαι=φωτίζομαι]


Χ

χαζεύω (αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι)

χαζοπαζαρεύομαι (μωρολογώ, χαζολογώ, καρδαμίζω, προγλωσσεύω, ερεσχελώ, 

φαιδρολογώ, μουαμπετίζω, ριψολογώ, αλλοτριολογώ, κενεμβατώ, 

ακαιρολογώ, αχρηστολογώ, λωλομιλώ, ταυτοπολυλογώ, ελαφρολογώ, περιλέγω)

χαϊδολογώ (θωπεύω, καλοπιάνω, βαβαλίζω)

χαίνω (χάσκω)

χαιρετίζω (προσφωνώ, καλωσορίζω) [αντιχαιρετίζω=αντασπάζομαι]

χαιρετώ (ασπάζομαι)

χαίρομαι (ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι, αναγαλλιάζω,

αμεριμνώ, αγάλλομαι, αγαλλιώ, θυμηδώ, προσχαίρω, σαίνω) [περιχαίρω=μυριοχαίρομαι, καταχαίρω]

χαλβαδιάζω (γλυκοκοιτάζω)

χαλεπαίνω (οργίζομαι, δυσφορώ, γκουβρίζω, θυμαίνω)

χαλεύω (γυρεύω, ψάχνω, εκζητώ, ματεύω)

χαλινώνω (καπιστρώνω) [ξεχαλινώνω=ξεκαπιστρώνω]

χαλυβδώνω (δυναμώνω, ανδρίζω)

χαλώ (αποσυνθέτω, καταστρέφω, φθείρω, φθοροποιώ,

ξεχαρβαλώνω, διαλύω, σαθροποιώ, φθειροποιώ)

χαμαικοιτώ (χαμοκοιμάμαι, χαμοκοιτώ, χαμευνώ) 

χαμαιτυπώ (πορνεύομαι)

χαμευνώ (χαμαικοιτώ)

χαμογελώ (μειδιώ, αχνογελάω) [σεμνοπροσωπώ=αγελαστώ]

χαμπαριάζω (κατανοώ, νογάω)

χαντακώνω (καταστρέφω, βαραθρώνω, βοθριάζω, αμαλάπτω)

χάνω (ζημιούμαι) [απώλεσε=έχασε, στερήθηκε π.χ. απώλεσε το δικαίωμα ψήφου] [χάνω=απολλύω]

χαράζει (ξημερώνει)

χαρακτηρίζω (προσδιορίζω)

χαραμίζω (σπαταλώ)

χαράσσω (αυλακώνω, γράφω) [αναχαράσσω=αποξύω]

χαρατσώνω (καταφορολογώ)

χαριεντίζομαι (αστειεύομαι, χωρατεύω, ευτραπελίζομαι)

χαρίζομαι (ευνοώ, ρουσφετολογώ, προσωποληπτώ)

χαριτολογώ (ευφυολογώ)

χαριτώνω (χαριτοποιώ)

χαροκοπώ (διασκεδάζω, γλεντώ)

χαροπαλεύω (ψυχορραγώ, ψοφολογώ, θανατιώ, ολεθριώ)

χασμουριέμαι (νυστάζω, χασμώμαι)

χασομερώ (χρονοτριβώ, κενοτομώ, μουσμουλεύω, τριψημερώ, κλοτοπεύω)

χαστουκίζω (μπατσίζω, κοσσίζω)

χαυνώνω (εξασθενίζω, μαλθακώνω, ασθενοποιώ) [μαλθακίζομαι=χαυνούμαι, πλαδαρούμαι, πλαδώ]

χαχανίζω (χασκογελάω, βροντογελάω, γελοκακανίζω, χασκαρίζω, χαχλανίζω)

χειμάζομαι (ταλαιπωρούμαι, παραδέρνομαι, δοκιμάζομαι)

χειρίζομαι (κουμαντάρω)

χειροδικώ (βιαιοπραγώ)

χειροθετούμαι (ευλογούμαι) [χειροθετώ=χειροτονώ] [προχειρίζομαι=χειροτονούμαι]

χειροκροτώ (επικροτώ)

χειρούμαι (εξουσιάζω, ορίζω)

χερακλώνω (επιψαύω)

χερομαχώ (χειρωνακτώ, παλαμώμαι, συγχειροπονώ)

χερσώνω (χερσοποιώ, νειοποιώ) [ξεχερσώνω=χερσοκοπώ, εκχερσώνω]

χηρεύει (κενώνεται, ερημώνεται)

χιμώ (ορμώ, επιτίθεμαι) [αντεπιτίθεμαι=αντεφορμώ, αντεπέρχομαι]

χιονίζει (νείφει, χιονοβολάει, κατανείφει)  [χειμωνιάζει=χειμερίζει]

χλευάζω (κοροϊδεύω, λοιδορώ)

χλιαραίνω (μαλακώνω, μετριάζω, απαλαίνω)

χλομιάζω (ωχριώ)

χλωρίζω (θάλλω, πρασινίζω) [χλωραίνεται=πρασινίζει]

χολοσκώ (στενοχωριέμαι, θλίβομαι, λυπάμαι, δυσοίζω)

χολώνομαι (θυμώνω, αγανακτώ) [θυμομαχώ=οκριάζω, χολαίνω]   

χοντραίνω (παχαίνω)

χορεύω (ορχούμαι)  [συνορχούμαι=συγχορεύω]

χορταίνω (γαστρίζομαι, κορεννύω)

χορταριάζω (χορτομανώ)

χουγιάζω (λαβίζω, μαλώνω)

χουζουρεύω (οκνεύω)

χουσμετεύω (απασχολούμαι, δουλεύω)

χουφτώνω (παλαμιάζω, χουφταλιάζω, φουχτίζω, χερουκλώνω)

χρεμετίζω (χλιμιντρίζω)

χρεοκοπώ (πτωχεύω, φαλιρίζω, μπατιρίζω, μουφλουζεύω, αποπλουτώ)

χρήζει (απαιτεί) [επιδέομαι=χρήζω, έχω ανάγκην]

χρημάτισε (διετέλεσε) [χρηματίζομαι=εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι]

χρησιμεύω (χρειάζομαι) [εφιστάται=χρειάζεται, απαιτείται]

χρησιμοποιώ (μεταχειρίζομαι, μετέρχομαι, πεδέρχομαι)

χρησμολογώ (προμαντεύω, χρησμοδοτώ, αποθεσπίζω)

χρηστεύομαι (καλλοποιώ, καλοκαγαθώ)

χρίζω (επαλείφω, πασαλείβω, πασαλείφω) [επιχρίω=αλείφω] [ασταρώνω=επιχρίω]

χρυσώνω (μαλαματώνω)

χρωματίζω (βάφω, μπογιατίζω, χρώζω)

χρωστώ (οφείλω, λοιπάζω)

χρωτίζομαι (αναμιγνύομαι, συνεγγίζω)

χτενίζω (πολυεξετάζω, καλοξετάζω, περιθεωρώ)

χτικιάζω (μαραζιάζω, ζαϊφιάζω, βερεμιάζω, τσιφνιάζω, φθισιώ)

χτυπώ (δέρνω, μαστιγώνω, πατάσσω, καταχερίζω, σακατεύω)

χυλώνω (πολτοποιώ, σμελώνω)

χύνω (σκορπίζω)

χωλαίνω (κουτσαίνω, υποσκάζω)

χωνεύω (φυραίνω)

χώνω (θάβω)

χωρατεύω (αστεΐζομαι, αστειορρημονώ, ευτραπελεύομαι)

χωριατίζω (χωριατοφέρνω, αγροικεύομαι, αγεννίζω, oλοχωρικεύομαι) [σκαιουργώ=αναιδεύομαι, σιληπορδώ] [αγροδιαιτώ=αγρικεύω]

χωρίζω (διαιρώ)

χωρομετρώ (γεωμετρώ, γεωδαιτώ)

χωροσταθμώ (σταφνίζω, αλφαδιάζω, ευθυγραμμώ)

χωρώ (περιέχομαι)

 

Ψ

ψαλιδίζω (περικόπτω, ψαλίζω)

ψάλλω (τραγουδώ, άδω, μελωδώ, μολπάζω)

ψαλτωδώ (ψαλμολογώ, ψαλμωδώ)

ψαρεύω (αλιεύω, πεσκάρω, ιχθυάζομαι, καλαμεύω)

ψαύω (αγγίζω)

ψάχνω (ερευνώ, εξετάζω, χαρχαλεύω, ψαχουλεύω, χαλεύω)

ψέγω (κατηγορώ, κατακρίνω)

ψειριάζω (κονιδιάζω)

ψειρίζω (ψιλοκοσκινίζω, λεπτολογώ, ξεψαχνίζω, λεπτολεκτώ, αμφιφράζομαι, μακροκοσκινίζω)

ψελλίζω (τραυλίζω, τσεβδίζω, βατταρίζω, βαρταλίζω) [βραδυστομώ=βραδυλαλώ]

ψευδίζω (τραυλίζω, γλωσσοκομπιάζω)

ψευδοδοξώ (κακοκρίνω, ολισθογνωμώ, ολισθογνωμονώ)

ψευδολογώ (ψεύδομαι, ψευδοστομώ, ψευδηγορώ,

ανακριβολογώ, παραμυθολογώ, ψευδοεπώ, ψευματώ,

ψευδομυθώ, ψευστώ, ψεματίζω, ψευδογλωττώ, πλαστολογώ)

ψευδορκώ (επιορκώ, ψευδωμοτώ)

ψευτίζω (νοθεύω, φαλσεύω, ψευδοποιώ)

ψευτοκλαίω (μυξοκλαίω, μουτζουκλαίω) [μυξιάζω=κορυζάω]

ψηλαφίζω (ψαχουλεύω)

ψηλαφώ (ψαύω, αγγίζω, λαιφάσσω, διφώ, διαψαλάσσομαι)

ψήνομαι (ωριμάζω)

ψήνω (οπτώ) [κνισσώ=τσικνίζω] [προψήνω=προμαγειρεύω]

ψηφίζω (αποφασίζω, ψηφοφορώ)

ψήχω (βουρτσίζω, τρίβω, ψηκτρίζω)

ψιθυρίζω (μουρμουρίζω, σιγομιλώ)

ψιλοκόβω (λειοτριβώ, κονιορτοποιώ, κονιοποιώ,

ψιλοκοπανίζω, σμικρίζω, ψιλοτρίβω, αλευροποιώ)

ψιλολογώ (λεπτολογώ, ισχνομυθώ, λεπτηγορώ)

ψιλώνω (γυμνώνω)

ψιμυθιώνομαι (καλλωπίζομαι, φτιασιδώνομαι, 

μακιγιάρομαι, πουδραρίζομαι, ομορφίζομαι) [κοκετάρομαι=κοκεταρίζομαι]

ψιττακίζω (παπαγαλίζω)

ψιχαλίζω (ψιλοβρέχω, ψεκάζω, πιτσιλίζω, πτυαλίζω) [λιανοβρέχει=ψιχαλίζει]

ψοφοζώ (ψωμοζώ, κουτσοζώ, κουτσοπερνώ, κουτσοφέρνω, λαγυρίζομαι)

ψοφολογώ (ψυχομαχώ)

ψοφώ (θνήσκω, γκουρλώνομαι)

ψυχαγωγώ (τέρπω, διασκεδάζω)

ψυχανεμίζομαι (υποψιάζομαι)

ψυχοδέρνομαι (απολυσσώ, χατεύω)

ψυχοπλακώνομαι (αγχώνομαι, στρεσάρομαι, πονοψυχώ)

ψυχορραγώ (χαροπαλεύω, ψυχομαχώ, αγγελοθωρώ, θυμοφονώ, ολλυνούμαι) [αγγελοσκιάζομαι=αγγελοκρούομαι]

ψυχοτρώω (ψυχομαραίνω)

ψυχραίνω (ψύχω, παγώνω)

ψυχρολογώ (ψυχρορρημονώ)

ψυχώνω (ζοωγονώ, ενισχύω, αναπτερώνω, ενθαρρύνω, φτερώνω)

ψωμίζω (ταΐζω, μπουκώνω)

ψωμώνω (μεστώνω, αδρούμαι)

ψωνίζω (αγοράζω, προμηθεύομαι)


Ω

ωδινώμαι (αγωνιώ, σπαζοκεφαλιάζω, σκοτίζομαι, παιδεύομαι)

ωθίζομαι (συνωστίζομαι, στριμώχνομαι, στοιβάζομαι)

ωθώ (σπρώχνω, σκουντώ, αμπώχνω, παραγκωνίζω, τζαρτζάρω)

ωίζω (κλωσώ)

ωκύνω (ταχύνω, γρηγορεύω, γοργεύω)

ωκυποδώ (ωκυδρομώ, ευδρομώ)

ωκυπορώ (γοργοδιαβαίνω, γοργοπερνώ)

ωλιγγιώ (νυκταλωπώ)

ωμίζομαι (ωμοφορώ)

ωμοβαστάζω (ωμοφορώ)

ωμοθετώ (ιεροθυτώ)

ωμοποιώ (αληπασαδίζω) [=φέρομαι βαναύσως]

ωμοτοκώ (αγουρογεννώ)[=τίκτω προώρως]

ωμοτομώ (αγουροκόβω, αγουρομαζεύω)

ωνούμαι (αγοράζω, οψωνώ) [εξωνούμαι=εξαγοράζομαι]

ωοτοκώ (ωογονώ) [δυστοκώ=κακογεννώ] [ευτοκώ=καλογεννώ]

ωοφορώ (αβγογεννώ) [αβγοκόβω=αβγώνω]

ωπάζομαι (κοιτάζω, οπιπτεύω, προσατενίζω)

ωραΐζω (καλλωπίζω, καλλύνω, αγλαΐζω, σενιάρω, 

ομορφίζω, ευπρεπίζω, αβρύνω, κομψεύω, καλοστολίζω) [κομμωτίζω=καθωραΐζω, κομμώ]

ωραιογραφώ (καλλιγραφώ)

ωραιοποιώ (καλλύνω) [φιλοτεχνώ=καλοφτιάνω, καλοδουλεύω]

ωρακίζω (κιτρινιάζω)

ωριαίνω (ομορφαίνω)

ωριμάζω (μεστώνω, γινώνω, γουρμάζω, αδρύνω,

ψωμώνω, καλοκαμώνομαι, παραγίνομαι, αδρούμαι, ζουμιάζω)

ωροδρομώ (γενεθλιαλογώ, θεματίζω)

ωροσκοπώ (γενεθλιαλογώ) [=κάνω προβλέψεις για το μέλλον κάποιου]

ωρύομαι (ουρλιάζω, θρηνολογώ, ρυάζομαι, λακάζω)

ωστίζομαι (ωθούμαι)

ωτοκοπώ (ξεκουφαίνω, εκκωφώ)

ωτακουστώ (κρυφακούω, αφτιάζομαι, κρυφαγρικώ,

επακούω, παρακαθίζω, αγροικιάζομαι, ακουάζομαι)

ωτοκωφώ (βαριακούω, κακογροικώ, δυσηκοώ)

ωφελούμαι (κερδαίνω, απολαβαίνω, διαφορεύω, καρπώνομαι)

ωφελώ (βοηθώ, εξυπηρετώ, λυσιτελώ, ευεργετώ)

ώφθητε (φανήκατε)

ωχραίνομαι (κιτρινιάζω, πυξίζω, πελιδνούμαι)

ωχριώ (χλομιάζω, κιτρινίζω, κερώνω, πανιάζω)

Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

.........................

Βλέπε και "Λεξικό συνωνύμων

Εάν δεν βρίσκετε τη λέξη στην αλφαβητική της σειρά, χρησιμοποιήστε το ευρετήριο 🔍 της ιστοσελίδος επάνω δεξιά (βάζοντας τόνους στη λέξη) ή καλύτερα το ευρετήριο λέξεων του περιηγητή (browser) πατώντας Ctrl + F

Σημείωση:
——————
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν συνώνυμες λέξεις.
Κάθε λέξη έχει ιδιαίτερο, το δικό της, νόημα.
——————
Στα λεξικά της  ιστοσελίδος  καταχωρίστηκαν και λέξεις που άκουσα
για πρώτη φορά μέσα στο οικογενειακό μου περιβάλλον, όπως π.χ.

αμπούχαβος ή

καρχανατζής.
—————— 

Σημείωση 2 :

Αντί να αντιγράφουν κάποιοι τα λεξικά της 

παρούσης ιστοσελίδος, είναι σωστό, πρέπον

και νόμιμο να καταχωρίζουν στα sites τους 

συνδέσμους (links).

Γ. Α.

Λάρισα 7-12- 2011

Λέξεις αναζήτησης: συνώνυμο, συνώνυμου, συνώνυμα, συνωνύμων, συνώνυμη, συνώνυμης, συνώνυμες, συνωνυμία, synonyms, αντώνυμο, αντώνυμου, αντώνυμα, αντωνύμων, αντώνυμη, αντώνυμης, αντώνυμες, antonyms, antonyme, synonyme, thetidiolarisa, thetidio, θετίδιο, θετιδίου, αλχανί, σουπλί, αντίθετο, αντίθετου, αντιθέτων, αντίθετα, αντίθετες, αντίθετη, αντίθετης, λέξη, λέξεις, ηλεκτρονικό, λεξικό, λεξικού, ηλεκτρονικά, λεξικά, online, λεξικών, λεξιλόγιο, λεξιλόγια, λεξιλογίου, λεξιλογίων, συνώνυμα ρήματα google sites, ρημάτων, σημασία, τι σημαίνει, ερμηνεία, μετάφραση, ορισμός, αρχικοί χρόνοι, ανώμαλα ρήματα, θησαυρός συνωνύμων, φιλοσοφικό λεξικό.

Όλα τα online λεξικά του διαδικτύου εδώ

Στη σελίδα Φιλοσοφικό λεξικό

θα βρείτε τέσσερα online Λεξικά φιλοσοφίας κι ένα Κοινωνιολογίας