αντώνυμα ρήματα

(Δες την παλιά σελίδα όλων των αντωνύμων-16.000 λέξεις- εδώ)

Α
αβανίζω / επαινώαβαντσάρω / μειονεκτώαγανακτώ / ηρεμώαγαπώ / μισώαγγέλλω / αποσιωπώαγναντεύω / καταμύωαγνοώ / γνωρίζωαγοράζω / πωλώαγρυπνώ / κοιμάμαιαγωνίζομαι / αδρανώαδικοκραίνω / επαινώαδικώ / ωφελώαθροίζω / σκορπίζωαθυμώ / χαίρομαιαιθριάζω / συννεφιάζωαίρω / κατεβάζωαισθάνομαι / αναισθητοποιούμαιαισχρολογώ / γλυκομιλώαισχύνομαι / αυθαδιάζωαιτιώμαι / επαινώ αιτώ / δίνωαιφνιδιάζω / προειδοποιώακμάζω / φθίνωακολουθώ / προπορεύομαιακροβολίζομαι / συμπλέκομαιαλαζονεύομαι / ταπεινοφρονώαλαργαίνω / σιμώνωαλγώ / χαίρομαι
αληθορκώ / ψευδορκώ
αλλάζω / σταθεροποιώαλλοιώνω / σταθεροποιώαλλοτριώνω / κρατώαλογισταίνω / σωφρονώαμαξοδρομώ / πεζολατώαμβλύνω / οξύνωαμαρτάνω / ευστοχώαμαυρώνω / λαμπρύνωαμελώ / φροντίζωαμνημονώ / ενθυμούμαιαμύνομαι / επιτίθεμαιαμφισβητώ / βεβαιώνωανάβω / σβήνωαναγκάζομαι / αυτενεργώαναγκάζω / πείθωαναδεύω / ακινητοποιώαναιρώ / επικυρώνω
ανασκευάζω / αποδέχομαι
αναστέλλω / αρχίζωανατριχιάζω / ησυχάζωανδραποδίζω / ελευθερώνωανέχομαι / δυσφορώανθώ / παρακμάζωανοίγω / κλείνωαντικαθιστώ / διατηρώαντιμετωπίζω / ενδίδωαντιτίθεμαι / συμπορεύομαιαξιοποιούμαι / χαραμίζομαιαπαρνιέμαι/αποδέχομαιαπατώ / καθοδηγώαπειλώ / καθησυχάζωαπεχθάνομαι / συμπαθώαποδέχομαι / απορρίπτωαποδημώ / ενδημώαποκαρδιώνω / ενθαρρύνωαποκτηνώνω / εξανθρωπίζωαπολαμβάνω / στερούμαιαπομονώνομαι / συναναστρέφομαιαποστομώνομαι / αντιλέγωαπουσιάζω / παρευρίσκομαιαργεύω / ταχυπορώαρμόζω / αποσυνδέωαρνούμαι / δέχομαιαρπάζω / προσφέρωασθενώ / υγιαίνωασκούμαι / αδρανώασπάζομαι / αποδοκιμάζωαστειεύομαι / σοβαρολογώαυξάνω / μειώνωαφαιρώ / προσθέτωαφικνούμαι / απομακρύνομαιΒβαβουρίζω / ησυχάζωβαδίζω / τρέχωβαίνω / στέκομαιβαλαντώνω / ανακουφίζομαιβαριακούω / καλακούωβαριέμαι / ευαρεστούμαιβαρυγκωμώ / χαίρομαιβαρυγνωμώ / χαίρομαιβαρυθυμώ / χαίρομαιβαρύνω / ελαφρύνωβάφω / αποχρωματίζωβασανίζω / καλομεταχειρίζομαιβδελύσσομαι / λαχταρώβεβαιώνω / αμφισβητώβεβηλώνω / σέβομαιβελτιώνω / χειροτερεύωβιαιοπραγώ / καλομεταχειρίζομαιβλάπτω / ωφελώβλασφημώ / ευλογώβλέπω / τυφλώνομαιβοηθώ / κατατρέχωβορβορώ / ξεβρομίζωβουβαίνoμαι / φωνάζωβούλομαι / αποποιούμαιβουρλίζω / ηρεμίζωβουτώ / αναδύομαιβοώ / σιγώβραβεύω / ατιμάζωβραδύνω / σπεύδωβραχυλογώ / περιττολογώβρίθω / κενούμαιβρομίζω / ξεμαγαρίζωβρομώ / ευωδιάζωβροντογελώ / αχνογελώβρυάζω / κενούμαιβυθίζομαι / αναδύομαιβωμολοχώ / γλυκομιλώΓγαληνεύω / ταράσσομαιγαλιφίζω / επιπλήττωγαυριώ / μετριοφρονώγειτνιάζω / αφίσταμαιγελώ / κλαίωγελοιοποιώ / εξυψώνωγεμίζω / αδειάζωγενικεύω / ειδικεύωγεννιέμαι / τελευτώγεννώ / στειρώνομαιγερεύω / νοσώγιγαντεύω / σμικρύνωγιουχαϊζω / επιδοκιμάζωγηράσκω / νεάζωγλακώ / βαδίζωγλαρώνω / ξενυστάζωγλεντώ / ψυχοπλακώνομαιγλιτώνω / κινδυνεύωγλωσσεύω / επαινώγλωσσοτρώγω / επαινώγνωρίζω / αγνοώγογγύζω / συναινώγοητεύω / αηδιάζωγονιμοποιώ / στειροποιώγοργοκλώθω / μπροστολακώγοώ / χαίρομαιγυαλίζω / θαμπώνωγυμνώνω / ενδύωγυρίζω / φεύγωγυρνοβολώ / ξεροσταλιάζωΔδαμάζω / εξαγριώνωδαπανώ / αποταμιεύωδαψιλεύω / τσιγκουνεύομαιδεικνύω / αποκρύπτωδειλιάζω / θαρρεύωδεινοπαθώ / καλοπερνώδελεάζω / ενημερώνωδεσμεύω / ελευθερώνωδετώνω / ανηφορίζωδέχομαι / αποποιούμαιδηλώνω / αποκρύπτωδημαγωγώ / ποδηγετώδημοκρατούμαι / ολιγαρχούμαιδηώνω / καλομεταχειρίζομαιδιαβάλλω / επαινώδιαγουμίζω / ωφελώδιαιρώ / ενώνωδιαιωνίζω / συντομεύωδιακονεύω / επαρκώδιακρίνω / εξομοιώνωδιαλευκαίνω / περιπλέκωδιαλλάσσομαι / ερίζωδιαλύω / ενώνωδιαμελίζω / ενώνωδιαπληκτίζομαι / διαλλάσσομαιδιαπρέπω / λανθάνωδιασκορπίζω / συνάγωδιασπώ / ενώνωδιασύρω / επαινώδιαφωτίζω / προπαγανδίζωδιαψεύδω / επαληθεύωδιεγείρω / ηρεμίζωδιευθετώ / θαλασσώνωδικαιολογώ / στηλιτεύωδίνω / λαμβάνωδιστάζω / τολμώδιχάζω / μονοιάζωδιχογνωμώ / συμφωνώδιχοτομώ / ενώνωδιώχνω / προσκαλώδοκιμάζομαι / ανακουφίζομαιδονώ / καλμάρωδοξάζω / ατιμάζωδουλεύω / αργώδουλώνω / ελευθερώνωδραστηριοποιούμαι / ναρκώνομαιδροσίζομαι / ζεσταίνομαιδρω / απρακτώδύναμαι / αδυνατώδυναμώνω / εξασθενίζωδυσανασχετώ / υπομένωδυσαρεστούμαι / ευφραίνομαιδυσθυμώ / ευθυμώδυσπραγώ / ευτυχώδυστυχώ / ευτυχώδυσφημώ / επαινώδυσφορώ / ανέχομαιδυσχεραίνω / ευκολύνωδύω / ανατέλλωΕεγκαρδιώνω / αποθαρρύνωεγκωμιάζω / κατακρίνωείργω / αποδεσμεύωεισπράττω / ξοδεύωελαττώνω / αυξάνωελεώ / περιφρονώελευθεροστομώ / φιμώνομαιελευθερώνω / σκλαβώνωέλκω / ωθώελπίζω / απογοητεύομαιεμπιστεύομαι / υποψιάζομαιεμποδίζω / αποδεσμεύωκατατρέχω / βοηθώεναγκαλίζομαι / αποχωρίζομαιενδημώ / αποδημώενδύω / γυμνώνωενημερώνω / παραπλανώενώνω / διαλύωεξαγριώνω / δαμάζωεξαιρώ / υποχρεώνωεξάπτω / ηρεμίζωεξασθενίζω / δυναμώνωεξευτελίζομαι / θριαμβεύωεξυπηρετώ / υπονομεύωεορτάζω / βιοπαλαίωεπαινώ / κατακρίνωεπιδημώ / αποδημώεπιθυμώ / αποστρέφομαιεπικουρώ / κατατρέχωεπιμελούμαι / αδιαφορώεπιτίθεμαι / αμύνομαιεπιτρέπω / απαγορεύωέπομαι / προπορεύομαιεργάζομαι / αργώερεθίζω / ηρεμίζωερίζω / διαλλάσσομαιέρχομαι / φεύγωευδαιμονώ / δυστυχώευθυγραμμίζω / κλίνωευλογώ / βλασφημώευστοχώ / αμαρτάνωευφραίνομαι / λυπούμαιΖζαβλακώνω / τονώνωζαβώνω / ισιώνωζαρώνω / ισιώνωζηλεύω / συγχαίρωζαλίζω / ηρεμίζωζεματώ / ψύχωζεσταίνω / ψύχωζευγνύω / χωρίζωζεύω / ξεζεύωζέχνω / ευωδιάζω ζημιώνομαι / κερδίζωζημιώνω / ωφελώζητιανεύω / επαρκώζητώ / δίνωζιζανεύω / μονοιάζωζορίζω / ανακουφίζωζουριάζω / δυναμώνωζουρλαίνω / φρονιμεύωζοχαδιάζω / ηρεμίζωζυγώνω / απομακρύνομαιζωγρώ / απολυτρώνωζωηρεύω / εξασθενίζωζωογονώ / εξασθενίζωζωπυρώ / σβήνωζω / αποθνήσκωΗηγεμονεύω / υπηρετώηγούμαι / ακολουθώηγουμενεύω / διακονώήδομαι / λυπούμαιηδύνω / πικραίνωημερεύω / αγριεύωηρεμώ / ταράσσομαιησυχάζω / ταράσσομαιηττώμαι / νικώηχώ / σιγώΘθαλασσώνω / τακτοποιώθάλλω / παρακμάζωθάλπω / ψυχραίνωθαμπώνω / στίλβωθαρρεύω / δειλιάζωθαυμάζω / καταφρονώθέλγω / αηδιάζωθέλω / αποστρέφομαιθεριακώνω / σμικρύνωθεριεύω / ημερεύωθερμαίνω / ψύχωθέτω / αίρωθηλάζω / απογαλακτίζωθηλυκώνω / ξεκουμπώνωθησαυρίζω / σπαταλώθίγω / αποστασιοποιούμαιθλίβω / χαροποιώθνήσκω / ζωθολώνω / ξεθολώνωθορυβώ / σιγώθραύω / ενώνωθρηνώ / χαίρομαιθριαμβεύω / εξευτελίζομαιθυμάμαι / λησμονώθυμίζω / παραλείπωθυμώνω / ηρεμώθωπεύω / κακομεταχειρίζομαιθωρακίζω / εκθέτωΙιδεάζομαι / εμπιστεύομαιιδιάζω / ομοιάζωιδιωτεύω / κοινωνικοποιούμαιιδροκοπώ / τεμπελιάζωιδρύω / ξεθεμελιώνωιεροσυλώ / σέβομαιιππεύω / αφιππεύωισιάζω / στραβώνωισιώνω / ζαβώνωισορροπώ / παλατζάρωισχναίνω / παχαίνωισχυρίζομαι / νομίζωισχυροποιώ / αποδυναμώνωΚκαβαλικεύω / ξεπεζεύωκαβγαδίζω / διαλλάσσομαικαθαιρώ / ανυψώνωκαθαρίζω / βρομίζω
καθέλκομαι / ανέλκομαι
καθεύδω / ξενυχτώκάθημαι / σηκώνομαικαθησυχάζω / απειλώκαθιερώνω / καταργώκαθολικεύω / ειδικεύωκαθυστερώ / επιταχύνωκαινοτομώ / διατηρώκακαρώνω / ζωκακίζω / επαινώκακιώνω / καλμάρωκακοδαιμονώ / ευτυχώκακοζώ / καλοπερνώκακοκαρδίζω / ευφραίνωκακολογώ / εγκωμιάζωκακοποιώ / καλομεταχειρίζομαικακοτυχίζω / μακαρίζωκακουργώ / ευεργετώκαλαμπουρίζω / σοβαρολογώκαλλιεργώ / χερσώνωκαλλύνω / ασχημίζωκαλλωπίζω / ασχημίζωκαλπάζω / βραδυπορώκαμαρώνω / ντρέπομαικαματεύω / τεμπελιάζωκαμμύω / γουρλώνωκαμπουριάζω / ευθυγραμμίζομαικάμπτω / ορθώνωκανακεύω / κακομεταχειρίζομαικανονίζω / απορρυθμίζωκαπακώνω / ξεσκεπάζωκαργάρω / λασκάρωκαρδαμώνω / ατονώκαρδιοχτυπώ  / ηρεμώκαρπαζώνω / χαϊδεύωκαρπώνομαι / ζημιώνωκαρτερώ / ανυπομονώκαρώνω / διεγείρωκαταδικάζω / αθωώνωκαταισχύνω / τιμώκατακερματίζω / συνάπτωκαταλαλώ / επαινώκαταλογίζω / απαλλάσσωκαταναλώνω / ταμιεύωκατανεύω / διαφωνώκαταπιέζω / ανακουφίζωκαταπτοώ / ενθαρρύνωκαταργώ / διατηρώκαταρρακώνω / επαινώκαταρώμαι / ευλογώκαταστέλλω / ξεσηκώνωκατατοπίζω / παραπλανώκατατρέχω / βοηθώκατατροπώνω / ηττώμαικατατρύχω / κανακεύωκαταυγάζω / σκοτεινιάζωκαταφάσκω / αρνούμαικαταφέρνω / αποτυγχάνωκαταφέρομαι / επαινώκαταφρονώ / τιμώκατεβάζω / αίρωκατεδαφίζω / κτίζωκατευνάζω / διεγείρωκατηγορώ / επαινώκατηφορίζω / ανηφορίζωκατισχύω / ηττώμαικατορθώνω / αποτυγχάνωκατσαδιάζω / καλοπιάνωκατσιάζω / αναθαρρώκατσιποδιάζω / συναινώκατσουφιάζω / αγάλλομαικαυχιέμαι / ταπεινοφρονώκαχεκτώ / υγιαίνωκαψώνω / κρυώνωκείτομαι / εγείρομαικελεύω / παρακαλώκενώνω / γεμίζωκερδίζω / ζημιώνομαικήδομαι / αμελώκηλιδώνω / τιμώκηρύσσω / αποσιωπώκινδυνεύω / διασφαλίζομαικιοτεύω / θαρρεύωκλαίω / χαίρομαικλασαυχενίζομαι / ταπεινοφρονώκληροδοτώ / κληρονομώκλίνω / ευθυγραμμίζωκλονίζω / σταθεροποιώκόβω / ενώνωκοιμάμαι / αγρυπνώκοιμίζω / αφυπνίζωκοντεύω / μακραίνωκολάζω / αθωώνωκολακεύω / επιπλήττωκολαφίζω / εξυψώνωκολλώ / αποσυνδέωκολοβώνω / επιμηκύνωκομπάζω / ταπεινοφρονώκομπλάρω / αναθαρρώκομψεύω / ασχημίζωκοντράρω / συμπαραστέκομαικοπάζω / διογκώνομαικοπιάζω / τεμπελιάζωκοπρίζω / ξεβρομίζωκορδώνομαι / ταπεινοφρονώκορυβαντιώ / ηρεμώκορυφώνω / καταποντίζωκορώνω / ηρεμώκοσμώ / ασχημίζωκοτώ / διστάζωκουκουλώνω / αποκαλύπτωκουλάρω / εξάπτομαικουμαντάρω / απορρυθμίζωκουνώ / σταθεροποιώκουράζομαι / οκνώκουτοφέρνω / σωφρονώκουτσομπολεύω / επαινώκουφαίνομαι / ακούωκουφίζω / ακούωκοψοχολιάζω / καθησυχάζωκραταιώνω / εξασθενίζωκρατικοποιώ / ιδιωτικοποιώκρατύνω / εξασθενίζωκρατώ / αποδεσμεύωκρημνίζω / ορθώνωκρύβομαι / φανερώνομαικρυώνω / ζεσταίνομαικτίζω / ξεθεμελιώνωκυριολεκτώ / ανακριβολογώκυρτώνω / ορθώνωκωλύω / αποδεσμεύωκωλώνω / θαρρεύωκωμωδώ / επαινώΛλαγιάζω / απλώνομαιλαθεύω / ευστοχώλαθρακιάζω / δυναμώνωλακίζω / βαδίζωλακωνίζω / φλυαρώλαμβάνω / δίνωλαμποκοπώ / λερώνομαιλαμπρύνω / θαμπώνωλάμπω / σκοτεινιάζωλανθάνω / μνημονεύομαιλασκάρω / τεντώνωλασπολογώ / επαινώλατρεύω / μισώλαφιάζω / καθησυχάζωλαχταρίζω / καθησυχάζωλαχταρώ / αποστρέφομαιλέγω / σιωπώλεηλατώ / καλομεταχειρίζομαιλειαίνω / τραχύνωλείπω / παρευρίσκομαιλεκιάζω / ξεβρομίζωλεπταίνω / παχαίνωλεπτοτομώ / χοντροκόβωλευκάζω / μελαίνωλευκαίνω / μαυρίζωλήγω / αρχίζωλησμονώ / ενθυμούμαιλιανεύω / χοντραίνωλιανίζω / χοντροκόβωλιβακώνομαι / κρυώνωλιγδιάζω / ξεβρομίζωλιγδώνω / ξεβρομίζωλιγουρεύομαι / αποστρέφομαιλιγοψυχώ / θαρρεύωλιμάζω / χορταίνωλιμοκτονώ / περιδρομιάζωλιμώττω / χορταίνωλιποτακτώ / μάχομαιλιώνω / στερεοποιώλογικεύομαι / παραλογίζομαιλοιδορώ / επαινώλοξοδρομώ / ευθυπορώλουρώνω / σκληραίνωλουστράρω / θαμπώνωλουφάζω / αντιλέγωλυγίζω / ανθίσταμαιλυμαίνομαι / καλομεταχειρίζομαιλυπούμαι / ευφραίνομαιλυπώ / τέρπωλυσιτελώ / ζημιώνωλυτρώνω / περιορίζωλωλαίνομαι / λογικεύομαιΜμαγαρίζω / ξεβρομίζωμαγκώνω / ξεσφίγγωμαζεύω / σκορπίζωμαϊμουδίζω / πρωτοτυπώμαίνομαι / ηρεμώμαθαίνω / αγνοώμακαρίζω / κακοτυχίζωμακροθυμώ / δυσφορώμακρυγορώ / λακωνίζωμανίζω / ηρεμώμανιώνω / ηρεμώμανουριάζω / διαλλάσσομαιμανταλώνω / ξεκλειδώνωμαραγκιάζω / θάλλωμαραζώνω / ζωηρεύωμαργώνω / ζεσταίνομαιμαρτυρώ / αποσιωπώμαστιγώνω / καλομεταχειρίζομαιμαστίζω / καλομεταχειρίζομαιμαστουρώνω / δραστηριοποιούμαιμάχομαι / διαλλάσσομαιμεγαλαυχώ / ταπεινοφρονώμεγαλορρημονώ / ταπεινοφρονώμεγαλώνω / ελαττώνωμειγνύω / ξεχωρίζωμειοδοτώ / πλειοδοτώμειοψηφώ / πλειοψηφώμειώνω / αυξάνωμελαγχολώ / ευθυμώμέμφομαι / επαινώμένω / φεύγωμερικεύω / γενικεύωμεριμνώ / αμελώμεταβάλλω / σταθεροποιώμετανοώ / εμμένωμετατρέπω / σταθεροποιώμετριάζω / αυξάνωμετριοφρονώ / κομπάζωμετωρίζομαι / σοβαρολογώμηνίω / ηρεμώμηνύω / αποσιωπώμιαίνω / απολυμαίνωμιμούμαι / πρωτοτυπώμισεύω / επαναπατρίζομαιμισθώνω / εκμισθώνωμισώ / αγαπώμνημονεύω / λησμονώμνησικακώ / συγχωρώμοιάζω / διαφέρωμολεύω / γιατρεύωμονοιάζω / διχάζωμουγκαίνομαι / ομιλώμουλαρώνω / αποδέχομαιμουλώνω / θαρρεύωμουρλαίνομαι / λογικεύομαιμουτρώνω / αγάλλομαιμοχθώ / οκνώμπαγλαρώνω / αποδεσμεύωμπερδεύω / ξεχωρίζωμπιτίζω / αρχίζωμπογιατίζω / αποχρωματίζωμπολικαίνω / σπανίζωμποσικάρω / τεντώνωμυκτηρίζω / επαινώμύρομαι / χαίρομαιΝναρκώνομαι / δραστηριοποιούμαινεοτεριζω / αρχαϊζωνευριάζω / ηρεμώνευρώνω / εξασθενίζωνηνεμώ / ταράσσομαινικώ / ηττώμαινοιάζομαι / αδιαφορώνομίζω / ισχυρίζομαινοστώ / ξενιτεύομαινοσώ / υγιαίνωνοτίζω / αφυδατώνωνταγιαντίζω / δυσφορώντοπάρω / αποχαυνώνωντρέπομαι / αυθαδιάζωντροπιάζω / εξυψώνωΞξαγγρίζω / ηρεμίζωξαποσταίνω / κουράζομαιξαρμυρίζω / αλατίζωξαστοχώ / ενθυμούμαιξεβρομίζω / ρυπαίνωξεδιαλύνω / μπερδεύωξεδίνω / ψυχοπλακώνομαιξεθαρρεύω / διστάζωξεθεμελιώνω / κτίζωξεθεώνω / ξεκουράζωξεθηλυκώνω / κουμπώνωξεθυμαίνω / δυναμώνωξεθωριάζω / τονίζωξεκαθαρίζω / περιπλέκωξεκακιώνω / θυμώνωξεκαπιστρώνω / χαλινώνωξεκουμπώνω / θηλυκώνωξεκουράζομαι / κοπιάζωξελαρυγγίζομαι / σιγοψιθυρίζωξελασκάρω / σφίγγωξελογιάζω / σωφρονίζωξεμαγαρίζω / βρομίζωξεμακραίνω / συναναστρέφομαιξεμοναχιάζω / συντροφεύωξεμυαλίζω / σωφρονίζωξεμωραίνω / σωφρονίζωξενηλατώ / φιλοξενώξενίζω / ευαρεστώξενιτεύομαι / επαναπατρίζομαιξενυχτίζω / κοιμίζωξεπαγιάζω / ζεσταίνομαιξεπέφτω / ακμάζωξεπορτίζω / σπιτώνομαιξεπροβοδίζω / εξαποστέλλωξεραίνω / υγραίνωξεριζώνω / φυτεύωξεροσταλιάζω / στριφογυρίζωξεσαλώνω / φρονιμεύωξεσηκώνω / καταστέλλωξεσκεπάζω / καλύπτωξεσπώ / ηρεμώ
ξεστοκάρω /στοκάρω
ξετσιπώνομαι / αισχύνομαιξεφαντώνω / ψυχοπλακώνομαιξεχαρβαλώνω / οργανώνωξεχωρίζω / μειγνύωξηλώνω / ράβωξιπάζω / ταπεινοφρονώξοδεύω / σοδεύωξυλοκοπώ / κανακεύωξυπνώ / κοιμάμαιΟοδυνώμαι / χαίρομαιοδύρομαι / χαίρομαιόζω / ευωδιάζωοικοδομώ / ξεθεμελιώνωοικονομώ / σπαταλώοκνώ / μοχθώολιγωρώ / φροντίζωολοφύρομαι / χαίρομαιομιλώ / σιωπώομοιώνω / διαστέλλωομοφρονώ / διαφωνώονειδίζω / επαινώοξύνω / αμβλύνωοπισθοχωρώ / προχωρώοπλίζω / αφοπλίζωοργανώνω / ξεχαρβαλώνωοργίζομαι / ησυχάζωοργίζω / ηρεμίζωορέγομαι / αποστρέφομαιορθοβατώ / περιπλανώμαιορθοδρομώ / λοξοδρομώορθοποδώ / ξεπέφτωορθώνω / ρίχνωορμίζομαι / αποπλέωορμώ / ακινητοποιούμαιορρωδώ / θαρρεύωουραγώ / πρωτοπορώοχυρώνω / εκθέτωοψιμίζω / πρωιμίζωΠπαγιώνω / μεταβάλλωπαιδεύω / ανακουφίζωπαινεύομαι / ταπεινοφρονώπαλιννοστώ / ξενιτεύομαιπαλαιώνω / καινουργώπαλατζάρω / ακινητοποιούμαιπάλλω / ακινητοποιώπανικοβάλλομαι / ηρεμώπαρακμάζω / θάλλωπαραμυθώ / απελπίζωπαραπλανώ / ενημερώνωπαραπονιέμαι / συναινώπαραφέρομαι / σωφρονώπαραφρονώ / σωφρονώπαρευρίσκομαι / λείπωπασχίζω / αδρανώπάσχω / υγιαίνωπατάσσω / καλομεταχειρίζομαιπαύω / αρχίζωπαχαίνω / λεπταίνωπεζοπορώ / εποχούμαιπείθω / αναγκάζωπεινώ / χορταίνωπειράζω / καλοπιάνωπελάζω / απομακρύνομαιπενθώ / χαίρομαιπεραίνω / αρχίζωπολλαπλασιάζω / ολιγοστεύωπορθώ / ωφελώπεριαυτολογώ / ταπεινοφρονώπεριορίζω / λυτρώνωπεριπλανιέμαι / ορθοβατώπερισσεύω / λείπωπεριφρονώ / τιμώπηγάζω / στερεύωπηλαλώ / βαδίζωπιέζω / ανακουφίζωπιλατεύω / κανακεύωπιστεύω / αμφιβάλλωπιστοποιώ / αμφισβητώπλαγιάζω / σηκώνομαιπλανεύω / ενημερώνωπλαντάζω / χαίρομαιπλανώ / καθοδηγώπλατειάζω / λακωνίζωπλαταίνω / στενεύωπλεονάζω / λείπωπλεονεκτώ / μειονεκτώπληθύνω / λιγοστεύωπληρώ / αδειάζωπλησιάζω / απομακρύνομαιπλήττω / περιποιούμαιπλουτίζω / φτωχαίνωπλύνω / βρομίζωποδηγετώ / δημαγωγώποθώ / απεχθάνομαιποιώ / αδρανώπολεμώ / διαλλάσσομαιπονώ / χαίρομαιπορεύομαι / σταματώπραγματεύομαι / προχειρολογώπράττω / αδρανώπραϋνω / σκληραίνωπροάγω / υποβιβάζωπροβιβάζω / υποβιβάζωπροκόβω / οπισθοδρομώπροοδεύω / οπισθοδρομώπροπαγανδίζω / διαφωτίζωπροπηλακίζω / επαινώπροπορεύομαι / ακολουθώπροσαρτώ / αποσυνδέωπροσδοκώ / απελπίζομαιπροσεγγίζω /  απομακρύνομαιπροσθέτω / αφαιρώπροσλαμβάνω / απολύωπροσφέρω / αρπάζωπρωιμίζω / οψιμίζωπυκνώνω / αραιώνωπωλώ / αγοράζωπωρώνω / ευαισθητοποιώΡράβω / ξηλώνωραθυμώ / δραστηριοποιούμαιρεζιλεύω / εγκωμιάζωρισκάρω / διστάζωρίχνω / ορθώνωριψοκινδυνεύω / διστάζωρυάζομαι / ησυχάζωρυθμίζω / αναστατώνωρυπαίνω / ξεβρομίζωΣσαγηνεύω / αηδιάζωσακάζω / θηλάζωσαρκάζω / επαινώσαστίζω / ηρεμώσαχλαμαρίζω / σοβαρολογώσαψαλιάζω / δυναμώνωσβήνω / ανάβωσέβομαι / ατιμάζωσείω / καλμάρωσιγοντάρω / υποσκάπτωσιγώ / βοώσιμώνω / απομακρύνομαισιτεύω / σκληραίνωσιχαίνομαι / λαχταρώσιχτιρίζω / εξυμνώσιωπώ / λέγωσκιάζω / καθησυχάζωσκληραίνω / πραϋνωσκορπίζω / αθροίζωσκοτίζω / φωτίζωσκυθρωπάζω / αγάλλομαισκώπτω / επαινώσμίγω / χωρίζωσπανίζω / αφθονώσπαταλώ / αποταμιεύωσπεύδω / αργοπορώσπιλώνω / τιμώσταθεροποιώ / αλλάζωσταματώ / πορεύομαιστανιάρω / ατονώστασιάζω / πειθαρχώστεγνώνω / υγραίνωστενάζω / γαληνεύωστενοχωρώ / χαροποιώστέργω / μισώστερεοποιώ / υγροποιώστερεύω / αναβλύζωστερούμαι / απολαμβάνωστερώ / προσφέρωστηλιτεύω / επαινώστίλβω / θαμπώνωσυγκροτώ / διαλύωσυγυρίζω / αναστατώνωσυγχαίρω / ζηλεύωσυγχέω / ξεμπερδεύωσυγχρωτίζομαι / απομονώνομαισυκοφαντώ / επαινώσυλλαμβάνομαι / ελευθερώνομαισυλλέγω / σκορπίζωσυμβιβάζω / ζιζανεύωσυμμαζεύω / απλώνωσυμπαθω / απεχθάνομαισυμπλέκομαι / ακροβολίζομαισυμπτύσσω / απλώνωσυμφωνώ/διαφωνώσυνάγω / διασκορπίζωσυναινώ / γογγύζωσυναναστρέφομαι / απομονώνομαισυνάπτω / διαλύωσυνασπίζω / διαμελίζωσυνδράμω / κατατρέχωσυννεφιάζω / ξαστερώνωσυνορεύω / απέχωσυντρέχω / κατατρέχωσυσκοτίζω / διασαφηνίζωσυστέλλω / διαστέλλωσυχνάζω / ξεκόβωσφετερίζομαι / αποδίδωσφάλλω / ευστοχώσχίζω / ενώνωσχολάζω / εργάζομαισώζω / χάνωσωρεύω / αποστοιβάζωΤταιριάζω / διαλύωτακτοποιώ / απορρυθμίζωταλαιπωρώ / καλομεταχειρίζομαιταλανίζω / κανακεύωταμιεύω / σπαταλώτανύζω / χαλαρώνωταξινομώ / αποδιοργανώνωταπεινοφρονώ / καυχιέμαιταπεινώνω / εξυψώνωταράσσω / γαληνεύωταυτίζω / διαφοροποιώταχύνω / επιβραδύνωταχυπορώ / βραδυπορώτέγγω / σκληραίνωτεζάρω / λασκάρωτείνω / χαλαρώνωτεκμηριώνω / διαψεύδωτελειώνω / αρχίζωτελεσφορώ / αποτυγχάνωτελευτώ / γεννιέμαιτελεύω / αρχίζωτέμνω / ενώνωτεμπελιάζω / δραστηριοποιούμαιτερματίζω / αρχίζωτέρπω / λυπώτήκω / πήζωτηρώ / αθετώτιθασεύω / εξαγριώνωτιμώ / περιφρονώτιμωρώ / αθωώνωτολμώ / διστάζωτονίζω / ξεθωριάζωτονώνω / χαλαρώνωτουμπανιάζω / ξεπρήζομαιτουρλώνω / ξεφουσκώνωτρανεύω / μικραίνωτραντάζω / καλμάρωτραχύνω / λειαίνωτρέμω / ηρεμώτρέχω / αργοπορώτριγυρίζω / ξεροσταλιάζωτρομάζω / καθησυχάζωτρομοκρατώ / καθησυχάζωτρυφεραίνω / σκληραίνωτρυφώ / πένομαιτρύχω / αναπαύωτσακίζω / ενώνωτσακώνω / αφήνωτσακώνομαι / συμφιλιώνομαιτσαλακώνω / ισιώνωτσαμπουνώ / σοβαρολογώτσατίζω / ηρεμίζωτσιγκουνεύομαι / δαπανώτσινώ / ηρεμώτσιτώνω / χαλαρώνωτυραννώ / καλομεταχειρίζομαιτυφλώνομαι / βλέπωΥυβρίζω / υμνώυγιαίνω / ασθενώυγραίνω / στεγνώνωυδατώνω / αφυδατώνωυμνώ / υβρίζωυπαινίσσομαι / ακριβολογώυπακούω / απειθαρχώυπάρχω / εκλείπωυπεραίρομαι / ταπεινοφρονώυπεραπλουστεύω / περιπλέκωυπερβάλλω / μετριάζωυπερέχω / μειονεκτώυπερηφανεύομαι / ταπεινοφρονώυπερθεματίζω / μειοδοτώυπερισχύω / ηττώμαιυπερτερώ / μειονεκτώυποκρίνομαι / αυθομολογούμαιυπομένω / δυσφορώυπονομεύω / υποστηρίζωυποπτεύομαι / εμπιστεύομαιυποστέλλω / υψώνωυποστηρίζω / υποσκάπτωυποτάσσομαι / απειθαρχώυποτάσσω / απελευθερώνωυποχρεώνω / απαλλάσσωυποφώσκω / φεγγοβολώυποψιάζομαι / εμπιστεύομαιυστερώ / πλεονεκτώυψώνω / χαμηλώνωΦφαίνομαι / κρύβομαιφαιδρολογώ / σοβαρολογώφαιδρύνω / θλίβωφανατίζω / φρονιμεύωφανερώνω / αποκρύπτωφαντάζω / λανθάνωφαρδαίνω / στενεύωφείδομαι / δαπανώφενακίζω / ενημερώνωφέρω / αποσύρωφεύγω / έρχομαιφημίζομαι / λανθάνωφημίζω / κακολογώφθάνω / αναχωρώφθέγγομαι / σιωπώφθείρω / ωφελώφθηναίνω / ακριβαίνωφθίνω / ακμάζωφθονώ / επαινώφιλιώνω / διχάζωφιλονικώ / διαλλάσσομαιφιλοφρονώ / υβρίζωφιλώ / μισώφιμώνομαι / ξεστομίζωφληναφώ / λακωνίζωφλυαρώ / λακωνίζωφοβούμαι / θαρρεύωφραγγελώνω / καλομεταχειρίζομαιφράσσω / ξεφράζωφρενιάζω / ηρεμώφροντίζω / αμελώφρονώ / διαβεβαιώνωφρυάζω / ηρεμώφυλακίζω / αποφυλακίζωφυραίνω / ογκούμαιφωνάζω / σιωπώφωτίζω / σκοτεινιάζωΧχαϊδεύω / κακομεταχειρίζομαιχαίρομαι / λυπούμαιχαζολογώ / σοβαρολογώχαζοφέρνω / φρονιμεύωχαλαρώνω / τεντώνωχαμογελώ / ξεκαρδίζομαιχάνω / βρίσκωχαρίζω / λαμβάνωχασομερώ / φειδωλεύομαιχειμάζομαι / ανακουφίζομαιχειραγωγώ / χειραφετώχηρεύω / αναπληρώνομαιχλευάζω / επαινώχολιάζω / ηρεμώχολοσκάω / ευαρεστούμαιχολώνω / ηρεμίζωχορηγώ / λαμβάνωχορταίνω / πεινώχουζουρεύω / δραστηριοποιούμαιχρειάζομαι / επαρκώχρεώνω / πιστώνωχρήζω / επαρκώχρησιμεύω / επιβαρύνωχρησιμοποιώ / αχρηστεύωχρονίζω / συντομεύωχρωματίζω / ξεβάφωχρωστώ / ξοφλώχτυπώ / καλομεταχειρίζομαιχυδαϊζω / γλυκομιλώχύνω / μαζεύωχυταρίζω / ανηφορίζωχωρατεύω / σοβαρολογώχωρίζω / ενώνωΨψαρώνω / θαρρεύωψάχνω / βρίσκωψέγω / επαινώψεύδομαι / ακριβολογώψευτοζώ / ευημερώψηλώνω / κονταίνωψηφώ / αψηφώψιλοκόβω / χοντροκόβωψιλώνω / καλύπτωψυλλιάζομαι / εμπιστεύομαιψυχανεμίζομαι / εμπιστεύομαιψυχοπλακώνομαι / ξεδίνωψύχω / θερμαίνωψυχώνω / απελπίζωψωνίζω / πωλώΩωδίνω / ανακουφίζομαιωθώ / έλκωωνούμαι / πωλώωραϊζω / ασχημίζωωριμάζω / παιδιακίζωωρύομαι / ησυχάζωωφελώ / βλάπτω
Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
(2011)

Δες επίσης
Λεξικό αντωνύμων
Αλφάλεξο αντιθέτων

Σύνθεταχρηστικών λέξεων 
Α
αγγελία (αγγελιοφόρος, αγγελιόσημο, ευαγγέλιο)άγιος (τρισάγιο, πανάγιος, αγιολόγιο)άγριος (αγριόχορτο, αγριοβρώμη, αγριόγατος)αγρός (αγροτουρισμός, αγρόκτημα, αγροτεμάχιο)αδελφός (φιλάδελφος, αδελφοκτονία, γυναικάδελφος)αέρας (αεροβόλο, αεροφαγία, αερομαχία)αθλητής (πρωταθλητής, αθλητικογράφος, αθλητίατρος)αίμα (αιμορραγία, γλυκοαίματος, αιματοκρίτης)αιχμή (αιχμάλωτος, αιχμοφόρος, αιχμοειδής)αισχρός (αισχρολογία, αισχροέπεια, αισχροκέρδεια)αλάτι (αλατούχος, αλατόνερο, αλατοποίηση)άμαξα (αμαξηλάτης, αυτοκινητάμαξα, αμαξοστοιχία)αμπέλι (αμπελουργός, αμπελόφυλλο, αμπελοχώραφο)άνθος (ανθοδέσμη, ανθοπώλης, ανθοφορία)άρθρο (αρθρογράφος, αρθροπαθής, άναρθρος)άρτος (αρτοποιός, αρτοκλασία, αρτοβιομηχανία)άσχημος (ασχημόπαπο, πανάσχημος, ασχημοπόδαρος)ατμός (ατμόπλοιο, ατμόλουτρο, ατμόσφαιρα)αυγή (χαραυγή, χρυσαυγή, φωταύγεια)
Β
βαθμός (βαθμολογία, ισοβαθμία, υψηλόβαθμος)βαθύς (βαθύνους, βαθυστόχαστος, αβαθής)
Γ γίγαντας (γιγαντόσωμος, γιγαντομαχία, γιγαντοοθόνη)γλυκός (γλυκοαίματος, γλυκομίλητος, υπογλυκαιμία)γυμνός (γυμνόστηθος, ολόγυμνος, ημίγυμνος)
Δ δαίμονας (δαιμονοπληξία, δαιμονολογία, δαιμονολατρία)δάκτυλο (εξαδάκτυλος, δακτυλόσχημος, δακτυλογράφος)δάσος (πευκοδάσος, δασοφύλακας, δασονόμος)δεξιός (δεξιόστροφος, αδέξιος, δεξιοτέχνης)δεσμός (δεσμοφύλακας, ανθοδέσμη, στηθόδεσμος)δεσπότης (οικοδεσπότης, πυργοδεσπότης, αδέσποτος)δίκαιος (δικαιολογία, ακριβοδίκαιος, δικαιοδοσία)διοίκηση (αυτοδιοίκητος, κακοδιοίκηση, αδιοίκητος)δόλος (δολοφόνος, άδολος, δολοπλόκος)δράμα (δραματουργός, μελόδραμα, χορόδραμα)δύναμη (παντοδύναμος, αδυναμία, ισοδύναμος)
Ε
έθνος (εθνόσημο, διεθνολόγος, εθνολατρία)εικόνα (εικονομάχος, εικονολάτρης, εικονοστάσι)ειρήνη (ειρηνόφιλος, ειρηνοδρόμος, ειρηνοποιός)εκλογή (εκλογολογία, εκλογομάγειρας, εκλογοδικείο)ελευθερία (φιλελεύθερος, ανελεύθερος, ελευθεροτυπία)έμπορος (λαθρέμπορος, σιτέμπορος, καπνέμπορος)εξουσία (εξουσιομανής, πληρεξούσιος, εξουσιοδότηση)εχθρός (εχθροφοβία, εχθροπραξία, εχθροπάθεια) Ζ
ζήλια (αξιοζήλευτος, ζηλότυπος, ζηλόφθονος)
Η ηδονή (φιλήδονος, ηδονοθήρας, ηδονοβλεψίας)ήλιος (ηλιοφάνεια, ηλιοτρόπιο, ηλιοστάσιο)ημέρα (νυχθήμερο, πενθήμερο, ολοήμερο)
Θ
θάνατος (ετοιμοθάνατος, μελλοθάνατος, θανατηφόρος)θερμός (θερμόαιμος, θερμόμετρο, θερμοπληξία)θηρίο (θηριοδαμαστής, θηριοτροφείο, θηριομαχία)
Ι
ιδέα (ιδεοληψία, ιδεοκρατία, ιδεολόγος)ιερός (ιερομόναχος, ιεροψάλτης, ιεροκήρυκας)ίππος (ιπποδρόμιο, ιπποπόταμος, ιππόκαμπος) Κ καπνός (καπνοδόχος, καπνέμπορος, καπνοπώλης)καρπός (καρποφόρο, ολιγόκαρπο, καρποφάγο)καρφί (ξυλόκαρφο, ατσαλόκαρφο, αλληλοκάρφωμα)κεφάλαιο (κεφαλαιοκρατία, μεγαλοκεφαλαιούχος, κεφαλαιοποίηση)κλήρος (κληρονομιά, κληροδότημα, άκληρος)κόμμα (κομματάρχης, παλαιοκομματισμός, κομματικοποίηση)κόλακας (αυλοκόλακας, ψευδοκόλακας, φιλοκόλακας)κρότος (χειροκρότημα, εκπυρσοκρότηση, πυροκρότημα)κύκλος (ημικύκλιο, δίκυκλο, κυκλοφοία)κύμα (τρικυμία, κυματοδαρμένος, κυματοθραύστης) Λ λάδι (λαδοφάναρο, λαδόνερο, λαδολέμονο)λαθραίος (λαθρέμπορος, λαθροχειρία, λαθρομετανάστης)λευκός (λευκότριχος, λευκόχρυσος, ολόλευκος) Μ μάγειρας (οινομαγειρείο, αρχιμάγειρας, εκλογομάγειρας)μάχη (λογομαχία, κοκορομαχία, τιτανομαχία)μέταλλο (μεταλλουργείο, μεταλλοτεχνία, μεταλλειολόγος)μόνος (μοναχοκόρη, μοναχογιός, μοναχοπαίδι)μύθος (μυθοπλάστης, μυθιστόρημα, μυθομανής) Ν νάρκη (ναρκομανής, ναρκοπέδιο, ναρκοσυλλέκτης)ναύτης (πεζοναύτης, αστροναύτης, ναυτεργάτης)νεύρο (νευρολόγος, νευρασθενής, νευροχειρουργός)νους (βαθύνους, αγχίνους, νουνεχής) Ξ ξύλο (ξυλοδομή, ξυλοκόπος, ξυλογλυπτική)
Ο
όλος (ολόκληρος, ολοκαύτωμα, ολοτελής)όμοιος (ομοιοκαταληξία, ομοιόπτωτος, ομοιοπαθής)όνομα (ονοματεπώνυμο, ευώνυμος, ψευδώνυμος)ουρανός (ουρανοξύστης, ουρανόχρωμος, μεσουράνημα)οφειλή (χρηματοφειλή, χρεοφειλέτης, μικροοφειλέτης)όχλος (οχλαγωγία, οχλοβοή, οχλοκρατία)
Π
παιδί (παιδαγωγός, παιδίατρος, μοναχοπαίδι)πας (πανοπλία, πανουργία, παρρησία)πάθος (αδενοπάθεια, ομοιοπαθής, μετριοπαθής)πατέρας (πατροκτόνος, πατροπαράδοτος, πατρολάτρης)πίστη (ολιγόπιστος, πιστοποίηση, πιστολήπτης)πείρα (πολύπειρος, εμπειροπόλεμος, απειρόκακος)ποτό (ηδύποτο, φαγοπότι, οινοπότης)πλατύς (πλατύσκαλο, πλατυποδία, πλατύφυλλο)πλοκή (αραιόπλεκτος, καλαθοπλέκτης, συρματόπλεγμα)πλούτος (πάμπλουτος, πλουτοπαραγωγικός, ζάπλουτος)ποίηση (ευποιϊα, κακοποιός, σκηνοποιός)ποιμένας (ποιμνιοστάσιο, ποιμενάρχης, ποιμνιοβοσκή)πόδι (ποδάγρα, τετράποδο, ανδράποδο)πόλη (ακρόπολη, μεγαλούπολη, κωμόπολη)πολύς (πολυτελής, πολυλογάς, πολυποίκιλος)πόνος (πονοκέφαλος, κοιλόπονος, πονόδοντος)πορεία (πρωτοπόρος, αεροπορία, οδοιπορία)πράξη (εχθροπραξία, κοινοπραξία, απραξία)
Ρ
ραβδί (ραβδούχος, ραβδομαχία, ραβδοσκόπος)ρήση (παρρησία, άρρητος, μεγαλορρήμων)
Σ
σέβας (ευσέβεια, θεοσεβής, ασεβής)σθένος (ασθενής, φιλάσθενος, ασθενοφόρο)σιτάρι (σιταποθήκη, σιτάλευρο, σιτέμπορος)σκεύος (επιπλοσκευή, οπλοσκευή, αρτοσκεύασμα)σκηνή (σκηνοποιός, σκηνοπηγία, σκηνοθέτης)σκληρός (σκληραγωγία, σκληρόκαρδος, σκληροτράχηλος)σκοπός (σκοποβολή, διπλοσκοπιά, αυτοσκοπός)σκοτάδι (μισοσκόταδο, θεοσκόταδο, σκοτοδίνη)σοφός (θεοσοφία, φιλοσοφία, πάνσοφος)στρατός (στρατάρχης, στρατηγός, στρατόπεδο)σωτηρία (εθνοσωτήριος, κοσμοσωτήριος, λαοσωτήριος)σώμα (σωματοφύλακας, ψυχοσωματικός, ολόσωμο)
Τ
τάξη (ευταξία, ταξιαρχία, ταξινόμηση)ταραχή (θαλασσοταραχή, ταραχοποιός, ανεμοταραχή)τέλος (ημιτελικός, ημιτελής, τελολογία)τέχνη (τεχνοτροπία, καλλιτέχνης, κομψοτέχνημα)τιμή (φιλότιμο, τιμοκατάλογος, τιμολόγιο)τόπος (τοποτηρητής, τοποθεσία, τοπογράφος)τραγούδι (πεζοτράγουδο, λιανοτράγουδο, τραγουδοποιός)τραύμα (τραυματοδέτης, τραυματιοφορέας, τραυματολογία)τρόμος (τρομοκρατία, τρομονόμος, ατρόμητος)τρόπος (τροπολογία, τροποποίηση, δύστροπος)τύπος (αρχέτυπο, τυπογραφείο, τηλέτυπος)τύχη (καλότυχος, τυχοδιώκτης, δυστυχής) Υ
υγεία (υγιεινολόγος, υγειονομικός, υγειολογία)υγρός (υγρόμετρο, υγροβιότοπος, υγροποίηση)ύλη (υλοτόμος, υλοποίηση, υλοζωισμός)ύψος (υψόμετρο, υψοφοβία, υψοδείκτης)
Φ
φαντασία (ευφάνταστος, φαντασιόπληκτος, φαντασιοκόπος)φάρμακο (φαρμακαποθήκη, φαρμακοτρίφτης, φαρμακοποιός)φήμη (φημολογία, κακόφημος, καλόφημος)φίλος (φιλόδοξος, φιλόξενος, φιλόπονος)φόβος (ξενοφοβία, αραχνοφοβία, υψοφοβία)φτωχός (φιλόπτωχος, φτωχογειτονιά, φτωχόπαιδο)φυλακή (χωροφυλακή, οπισθοφυλακή, αγροφυλακή)φυτό (φυτοφάγος, φυτοζοώ, φυτοθεραπεία, φυτολογία)φωνή (πολυφωνία, καλλίφωνος, μικρόφωνο) Χ
χρέος (χρεοφειλέτης, χρεόγραφο, χρεοκοπία)χρήμα (χρηματοπιστωτικός, χρηματοκιβώτιο, χρηματαγορά)χρυσός (χρυσοχοείο, χρυσωρυχείο, χρυσοθήρας)
ψ
ψάρι (ψαρόλακκος, ψαρότοπος, ψαροπούλι)ψεύδος (ψευδοπροφήτης, ψευδομάρτυρας, ψευδορκία)ψήφος (ψηφοθηρία, ψηφοφόρος, ψηφοδέκτης)ψυχή (επτάψυχος, ευψυχία, ψυχαγωγία)ψωμί (σταφιδόψωμο, σκορδόψωμο, ψωμοτύρι)
Ω
ωκεανός (ωκεανογράφος, ωκεανοπλοΐα, ωκεανολογία)ώμος (ωμοφόρι, ωμοπλάτη, ωμαλγία)ώρα (ωροδείκτης, ωρομίσθιος, ωρολογοποιός)
Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Λεξικό παραγώγων

Παράγωγα χρηστικών ρημάτων


Α


αγαπώ (αγαπητός, αγαπητικός)

αγγέλλω (άγγελος, άγγελμα)

αγείρω (αγορά, συναγερμός)

άγνυμι (κάταγμα, ναυαγός)

αγορεύω (δικηγόρος, αγορητής)

άγω (αγωγή, παιδαγωγός)

αγωνίζομαι (αγώνισμα, αγωνιστικός)

άδω (ωδή, άσμα)

αθλώ (αθλητής, άθλημα)

αθροίζω (αθροισμα, άθροιση)

αιδούμαι (αιδώς, αισχρός)

αινώ (επαινέτης, επαίνεση)

αιρώ, αιρούμαι (αίρεση, αιρετός)

αίρω (άρση, αιώρα)

αισθάνομαι (αίσθημα, αίσθηση)

αιτώ, αιτούμαι (αίτημα, αίτηση)

ακοντίζω (ακοντισμός, ακοντιστής)

ακούω (άκουσμα, υπήκοος)

αλγώ (ανάλγητος, αναλγησία)

αλέθω, αλέω (άλεση, άλεσμα)

αλείφω (αλοιφή, άλειμμα)

αλίσκομαι (άλωση, αιχμάλωτος)

αλλοιώνω, αλλοιώ

(αλλοίωση, αναλλοίωτος)

αλωνίζω (αλώνισμα, αλωνιστής)

αμαρτάνω (αμαρτία, αμαρτωλός)

αμφιέννυμι (αμφίεση, άμφια)

αμφισβητώ (αμφισβήτηση, αμφισβητήσιμος)

ανέχομαι (ανοχή, ανεκτικός)

ανοίγω (άνοιγμα, ανοιχτός)

αντλώ (άντληση, ανεξάντλητος)

αξιώ (αξίωση, αξίωμα)

απλώνω, απλώ

(απλώστρα, απλωτός)

απολαύω (απόλαυση, απολαυστικός)

αράσσω (άραγμα, προσάραξη)

αρρωστώ (αρρωστιάρης, αρρωστιάρικο)

αρτύω (άρτυμα, άρτος)

αρτώ (εξάρτημα, ανάρτηση)

αστράπτω (αστραπή, αστραφτερός)

Β

βαδίζω (βάδισμα, βάδιση)

βαίνω (βάθρο, βήμα)

βάλλω (βολή, βέλος)

βαπτίζω (βάπτισμα, βαπτιστήρι)

βασανίζω (βασάνισμα, βασανισμός)

βάφω, βάπτω (βαφέας, βάψιμο)

βεβαιώ (βεβαίωση, επιβεβαιωτικός)

βιβάζω (επιβίβαση, διαβιβαστής)

βιβρώσκω (βρώση, βρώσιμος)

βιδώνω (βίδωμα, βιδωτός)

βιώ (βίωμα, αναβίωση)

βλάπτω (βλάβη, βλαπτικός)

βλέπω (βλέμμα, βλεφαρίδα)

βοηθώ (βοήθημα, βοηθητικός)

βουλεύομαι (βουλευτής, βουλευτήριο)

βούλομαι (βούληση, βουλητικός)

βραβεύω (βράβευση, βραβείο)

βράζω (βράση, βράσιμο)

βρέχω (βρέξιμο, βροχή)

Γ

γαζώνω (γάζωμα, γαζωτός)

γαλουχώ (γαλούχημα, γαλούχηση)

γδύνω (γδύσιμο, γδυτός)

γελώ (γέλιο, γελαστός)

γεμίζω (γέμισμα, γεμιστήρας)

γεννώ (γέννηση, γέννημα)

γεύω, γεύομαι (γεύμα, γεύση)

γηράσκω (γήρανση, γήρασμα)

γίγνομαι (γένεση, γονέας)

γιγνώσκω (γνώση, αναγνωστικό)

γλείφω (γλείψιμο, γλείφτης)

γλυκαίνω (γλυκασμός, γλυκαντικός)

γλύφω (γλύπτης, γλυπτική)

γνωρίζω (γνώρισμα, αγνώριστος)

γοητεύω (γοητεία, γόητρο)

γράφω (γράμμα, γραμματέας)

γυμνάζω (γυμναστική, γυμναστήριο)

γυρίζω (γύρισμα, γυρισμός)

Δ

δαγκώνω (δάγκωμα, δαγκωματιά)

δάκνω (δήγμα, δάκος)

δαμάζω (δαμαστής, δαμασμός)

δανείζω (δανειστής, δανειστήριο)

δαπανώ (δαπάνηση, δαπανηρός)

δείδω=φοβούμαι (δεισιδαιμονία, δεισιδαίμων)

δείκνυμι

(δείκτης, δείγμα)

δελεάζω (δελέασμα, δελεασμός)

δέομαι (δέηση, δεητικός)

δέχομαι (δοχείο, δεξαμενή)

δέω=δένω (δεσμός, υπόδημα)

δηλώ (δήλωση, εκδηλωτικός)

δημεύω (δήμευση, δημευτικός)

δημοσιεύω (δημοσίευμα, δημοσίευση)

διαιτώ (διαίτημα=τρόπος ζωής, διαιτητής)

διδάσκω (δίδαγμα, διδασκαλείο)

διδράσκω (απόδραση, αναπόδραστος)

δίδωμι (δόση, δότης)

δικάζω (δικαστής, δικαστήριο)

διώκω (δίωξη, διώκτης)

δοκώ (δόξα, δόγμα)

δράττομαι (δραχμή, δράκα=χούφτα)

δρω (δραστήριος, δράμα)

δύω (δύση, ένδυμα)

δωρούμαι, δωρέω

(δωρητής, δωρεά ή ως επίρρημα δωρεάν)

Ε

εγγυώμαι (εγγύηση, εγγυητής)

εγείρω (έγερση, εγερτήριο)

έζομαι (έδρα, εδώλιο)

εικάζω (εικασία, εικαστικός)

είκω (εικόνα, επιεικής)

ειμί (ουσία, επιούσιος)

είμι (ιταμός, εξιτήριο)

ειρηνεύω (ειρήνευση, ειρηνευτής)

εκθειάζω (εκθειαστής, εκθειασμός)

ελαττώνω, ελαττώ

(ελάττωμα, ελαττωματικός)

ελαύνω (παρέλαση, στρατηλάτης)

ελεώ (ελεημοσύνη, ελεήμονας)

ελευθερώνω, ελευθερώ

(ελευθέρωμα, ελευθερωτής)

ελίσσω (ελιγμός, εξέλιξη)

έλκω (έλξη, ελκυστήρας)

ενεργώ (ενεργητικός, ενεργητικότητα)

ενοχλώ (ενόχληση, ενοχλητικός)

εξετάζω (εξέταση, εξεταστής)

εξομαλύνω (εξομάλυνση, εξομαλυντικός)

εξοπλίζω (εξοπλιστικός, εξοπλισμός)

επίσταμαι (επιστήμη, επιστήμονας)

επιχειρώ (επιχείρηση, επιχειρηματίας)

εργάζομαι (εργαλείο, εργάτης)

ερεθίζω (ερέθισμα, ερεθιστικός)

ερευνώ (ερευνητής, ερευνητικός)

εστιώ (εστίαση, εστιάτορας)

έρχομαι (έλευση, προσήλυτος)

ευθύνω (διευθυντής, διεύθυνση)

ευρίσκω (εύρεση, εύρημα)

έχω (σχέση, έξη=έξις=συνήθεια)

Ζ

ζαρώνω (ζάρωμα, ζαρωματιά)

ζευγνύω (ζεύξη, ζεύγος)

ζητώ (ζήτηση, ζήτημα)

ζυγίζω (ζύγισμα, ζυγιστής)

ζυμώνω, ζυμώ (ζύμωση, ζυμωτό)

ζω (ζωή, ζώο)

ζωγραφίζω (ζωγράφισμα, ζωγραφιστός)

ζώννυμι (ζώνη, ζωστήρας)

Η

ηγούμαι (ηγέτης, ηγεμόνας)

ήδομαι (ηδύποτο, ηδονή)

ηλώ (προσήλωση, καθήλωμα)

ημερώνω (ημέρωμα, ημέρωση)

ησυχάζω (ησυχασμός, ησυχαστήριο)

ηττώμαι (ήττα, αήττητος)

ηχώ (ηχηρός, ηχείο)

Θ

θάβω, θάπτω (ταφή, τάφος)

θάλπω (θαλπωρή, περίθαλψη)

θαμβώνω (θάμβωμα, εκθαμβωτικός)

θαυμάζω (θαυμασμός, θαυμαστικό)

θέλγω (θελκτικός, θέλγητρο)

θεραπεύω (θεραπεία, θεραπευτής)

θερίζω (θέρισμα, θεριστής)

θερμαίνω (θέρμανση, θερμάστρα)

θεσπίζω (θέσπιση, θέσπισμα)

θεώμαι (θέαμα, θέατρο)

θεωρώ (θεώρημα, θεώρηση)

θηλάζω (θήλασμα, θηλασμός)

θιγγάνω (άθικτος, θίξιμο)

θλίβω (θλίψη, θλιβερός)

θνήσκω (θνητός, θάνατος)

θραύω (θραύση, θραύμα ή θραύσμα)

θυσιάζω (θυσιαστήριο, θυσιαστής)

θύω (θύτης, θύμα)

θωπεύω (θωπεία, θωπευτικός)

θωρακίζω (θωράκιση, θωρακισμός)

Ι

ιδρύω (ίδρυμα, ιδρυτής)

ιερώ (αφιέρωμα, αφιέρωση)

ίζω (ίζημα, καθίζηση)

ίημι (ύφεση, άνετος)

ικνούμαι (ικέτης, ικανός)

ιλάσκομαι (εξιλασμός, εξιλαστήριο)

ίσταμαι, ίστημι (στάση, στάδιο)

ίσχω (ισχύς, ισχαιμία)

ιώμαι (ίαση, ιατρός)

Κ

καθίζω (κάθισμα, καθίζηση)

καίω (καύση, καύσιμο)

καθαίρω=καθαρίζω

(κάθαρση, καθαρτικό)

καλλωπίζω (καλλωπισμός, καλλωπιστικός)

καλύπτω (κάλυμμα, κάλυψη)

καλώ (κλήση, κάλεσμα)

κάμπτω (καμπή, κάμψη)

καπνίζω (κάπνισμα, καπνιστής)

καρφώνω (κάρφωμα, καρφωτός)

καυχώμαι (καύχηση, καύχημα)

κείμαι (κοίτη, κατάκοιτος)

κείρω (κουρέας, κέρμα)

κελεύω (κελευστής, κέλευμα ή κέλευσμα)

κεράννυμι (κράση, κράμα)

κηρύσσω (κήρυγμα, κήρυκας)

κινώ (κίνημα, κίνηση)

κλαίω (κλάμα, κλαυθμός)

κλέβω, κλέπτω

(κλέφτης, κλέψιμο)

κλείω (κλείστρο, κλειστός)

κληρώνω, κληρώ (κλήρωση, κληρωτός)

κλίνω (κλίνη, κατάκλιση)

κόβω, κόπτω (κόψη, κόμμα)

κολάζω (κόλαση, κολασμός)

κομίζω (κομιστής, κόμιστρο)

κορέννυμι (κόρος, κορεσμός)

κοσμώ (κόσμημα, διακοσμητής)

κράζω (κραυγή, κράχτης)

κρατώ (κράτημα, κρατητήριο)

κρεμώ (κρέμασμα, κρεμάλα)

κρίνω (κρίση, κριτής)

κρούω (κρούσμα, κρούση)

κρύβω, κρύπτω

(κρυφτός, κρύψιμο)

κτίζω (κτίσμα, κτίστης)

κτώμαι (κτήμα, κτήση)

κυκλώνω, κυκλώ (κύκλωμα, κύκλωση)

κυλίνδω (κύλισμα, κύλιση)

κυρώνω, κυρώ (επικύρωμα, επικύρωση)

Λ

λαγχάνω (λαχείο, λαχνός)

λαμβάνω (λήψη, λήμμα)

λάμπω (λαμπερός, λαμπτήρας)

λανθάνω (λάθος, λήθη)

λέγω (λέξη, λόγος)

λείπω (λείψανο, λοιπός)

λήγω (λήξη, καταληκτικός)

λύω (λύση, λύτρο-α)

Μ

μαγεύω (μάγευμα, μαγευτικός)

μαθαίνω, μανθάνω

(μάθηση, μαθητής)

μάσσω (μάζα, μάκτρο)

μάχομαι (μαχητής, μάχιμος)

μειγνύω (μείγμα, μεικτός)

μένω (μονή, μονιμότητα)

μείρομαι (μοίρα, μερίδα)

μετρώ (μέτρημα, μετρητής)

μηνύω (μήνυμα, μηνυτής)

μιαίνω (μίασμα, μιαρός)

μιμνήσκομαι (μνήμη, ανάμνηση)

μορφώνω, μορφώ

(μόρφωση, μορφωτικός)

Ν

ναυπηγώ (ναυπήγηση, ναυπηγείο)

νέμω (νομός, νόμος)

νεύω (νεύμα, κατάνευση)

νοθεύω (νόθευση, νοθευτής)

νομίζω (νόμισμα)

νοώ (νόημα, νόηση)

νυστάζω (νύσταγμα, νυσταλέος)

Ξ

ξαπλώνω (ξαπλώστρα, ξαπλωτός)

ξεριζώνω (ξερίζωμα, ξεριζωμός)

ξηραίνω (ξήρανση, ξηραντήριο)

ξύνω (ξύσμα, ξύσιμο)

ξυπνώ (ξύπνημα, ξυπνητήρι)

Ο

οδηγώ (οδήγημα, οδήγηση)

όζω (οσμή, ευώδης)

οίδα (είδηση, ειδήμονας)

οικοδομώ (οικοδόμημα, οικοδομήσιμος)

οικώ (οίκημα, συνοίκηση)

οίομαι, οίμαι (οίηση, οίημα)

όλλυμι (απώλεια, όλεθρος)

ομιλώ (ομιλητής, ομιλητικός)

όμνυμι (ορκωμοσία, συνωμότης)

ομοιώ (ομοίωμα, αφομοίωση)

ονομάζω (ονομαστός, ονομαστικός)

οξύνω (όξυνση, παροξυσμός)

οπλίζω (αφόπλιση, εξοπλισμός)

ορίζω (διορισμός, εξόριστος)

ορμώ (ορμητικός, ορμητήριο)

ορύσσω (όρυγμα, ορυκτό)

ορώ (όραμα, όψη)

οχούμαι, οχέω (όχημα, οχηματαγωγό)

οχυρώνω, οχυρώ

(οχύρωμα, οχυρωματικός)

Π

παγώνω (πάγωμα, παγωνιά)

παιδεύω (παιδεία, εκπαίδευση)

παίζω (παίχτης, παιχνίδι)

πάσχω (πάθημα, πάθηση)

πατώ (πάτημα, καταπάτηση)

παύω (παύση, παύλα)

πείθω (πειθώ, πειστήριο)

πειρώμαι (πείραμα, πειρασμός)

πελάζω (πελάτης, προσπέλαση)

πέμπω (πομπή, πομπός)

πέτομαι (πτήση, πτηνό)

πήγνυμι (πήξη, πάγος)

πιέζω (πίεση, πιεστήριο)

πίμπλημι (άπληστος, άπλετος)

πίμπρημι (εμπρησμός, εμπρηστής)

πίνω (πόση, πόσιμος)

πιπράσκω (μεταπράτης, δημοπρασία)

πίπτω (πτώση, πτώμα)

πλάθω, πλάσσω

(πλάστης, πλαστήρι)

πλέω (πλεύση, πλους)

πληρώ (πλήρωμα, αναπλήρωση)

πλήττω (πληγή, έκπληξη)

ποιώ (ποίηση, ποίημα)

πολιορκώ (πολιορκητής, πολιορκητικός)

ποτίζω (πότισμα, ποτιστήρι)

πράττω (πράξη, πράγμα)

πρεσβεύω (πρεσβεία, πρεσβευτής)

προσκυνώ (προσκύνημα, προσκυνητής)

πωλώ (πώληση, πωλητήριο)

Ρ

ράβω, ράπτω (ράφτης, ραφείο)

ρέπω (ροπή, ρόπαλο)

ρέω (ροή, ρυάκι)

ρήγνυμι (ρήγμα, ρωγμή)

ρίπτω (ρίψη, απόρριμμα)

ροφώ (ρόφημα, αναρρόφηση)

ροχαλίζω (ροχάλισμα, ροχαλητό)

ρυθμίζω (ρύθμιση, ρυθμιστής)

ρυπαίνω (ρύπανση, ρυπαντής)

ρώννυμι (άρρωστος, ανάρρωση)

Σ

σαγηνεύω (σαγήνευμα, σαγηνευτής)

σβέννυμι (κατάσβεση, πυροσβεστήρας)

σημαίνω (σημασία, σήμανση)

σιτίζω (σίτιση, σιτιστής)

σκάβω, σκάπτω

(σκάμμα, σκαφτός)

σκεδάννυμι (διασκέδαση, διασκεδαστής)

σκεπάζω (σκέπασμα, σκέπαστρο)

σκευάζω (συσκευασία, παρασκεύασμα)

σπάω (σπασμός, απόσπασμα)

σπεύδω (επίσπευση, σπουδή=γρηγοράδα)

σπείρω (σπέρμα, σπορά)

σπουδάζω (σπουδαστής, σπουδαστήριο)

στεγάζω (στέγασμα, στέγαστρο)

στέλλω (στόλος, στάλσιμο)

στερούμαι (στέρηση, στέρημα)

στηρίζω (στήριγμα, στήριξη)

στοχάζομαι (στοχαστής, στοχασμός)

στρατεύω (στράτευμα, εκστρατεία)

στρέφω (στρεβλός, στρέμμα)

συλλέγω (σύλλογος, συλλογή)

σφάλλω (σφάλμα, ασφαλής)

σφραγίζω (σφράγισμα, σφραγίδα)

σχηματίζω (σχηματισμός, σχημάτισμα)

σχολάζω (σχόλασμα, σχολασμός)

Τ

ταμιεύω (ταμείο, ταμιευτήρας)

τάσσω (τάξη, τάγμα)

τείνω (τάση, τόνος)

τελώ (τελετή, αποτέλεσμα)

τέμνω (τόμος, ταμίας)

τίθημι (θεμέλιο, θέση)

τίκτω (τοκετός, τόκος)

τιμώ (τίμιος, τιμητικός)

τιμωρώ (τιμωρία, ατιμώρητος)

τολμώ (τόλμημα, τολμηρός)

τραβώ (τράβηγμα, τράβηξη)

τραυματίζω (ταυματισμός, τραυματικός)

τρέμω (τρόμος, τρομάρα)

τρέφω (τροφός, θρεπτικός)

τρέχω (τροχός, τρέξιμο)

τρίβω (τρίφτης, τρίψιμο)

τρυπώ (τρύπημα, τρυπητήρι)

τυγχάνω (τύχη, επίτευγμα)

τυλίγω (τύλιγμα, τυλιχτός)

τυπώνω, τυπώ

(τύπωμα, τυπωτής)

τυφλώνω, τυφλώ

(τύφλωση, εκτυφλωτικός)

Υ

υβρίζω (υβριστής, εξύβριση)

υπάρχω (ύπαρξη, υπαρκτός)

υποκινώ (υποκίνηση, υποκινητής)

υποκρίνομαι (υποκριτής, υποκριτικότητα)

υστερώ (υστέρημα, υστέρηση)

υφαίνω (ύφανση, υφαντήριο)

υψώ (ύψωμα, ύψωση)

Φ

φαίνομαι (φανερός, φανάρι)

φάσκω (κατάφαση, καταφατικός)

φείδομαι (φειδώ, φειδωλός)

φέρω (φόρος, φορείο)

φεύγω (φευγαλέος, φευγάτος)

φημί (φήμη, φωνή)

φθάνω (φθάσιμο, άφθαστος)

φθείρω (φθορά, φθαρτικός)

φλέγω (φλόγα, ανάφλεξη)

φράσσω (φράγμα, περίφραξη)

φρίττω (φριχτός, φρικαλέος)

φροντίζω (φροντιστής, φροντιστήριο)

φρονώ (φρόνημα, καταφρόνηση)

φυλάσσω (φύλαγμα, φύλαξη)

φυσώ (φύσημα, φυσητήρας)

φύω (φυτό, φυλή)

Χ

χαίρω, χαίρομαι (χαρά, χάρμα)

χαράζω, χαράσσω

(χάραξη, χάραγμα)

χειρίζω, χειρίζομαι

(χειρισμός, χειριστής)

χλευάζω (χλευαστής, χλευαστικός)

χορεύω (χορευτής, χορευτικός)

χρώμαι (χρήση, χρήμα)

χώννυμι (χώμα, πρόσχωση)

Ψ

ψαλιδίζω (ψαλίδισμα, ψαλιδισμός)

ψάλλω (ψαλμός, ψάλσιμο)

ψεκάζω (ψεκασμός, ψεκαστήρας)

ψηλαφώ (ψηλάφηση, ψηλαφητός)

ψήνω (ψήστης, ψήσιμο)

ψηφίζω (ψήφισμα, καταψήφιση)

ψύχω (ψύξη, ψυγείο)

Ω

ωθώ (ώθηση, ωθητικός)

ωνούμαι (αργυρώνητος, τελώνης)

ωριμάζω (ωρίμαση, ωρίμασμα)

ωφελώ (ωφέλιμος, ωφελιμιστής)

Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Δες παράγωγα και εδώ
Οικογένειες λέξεων εδώ

Ομόρριζαχρηστικών λέξεων 
Α
αγγελία (άγγελος, επάγγελμα, ευαγγέλιο, παραγγελία)άγιος (αγίασμα, αγιοσύνη, αγιότητα, αγιογράφος)άγριος (αγρίεμα, αγριάδα, αγριότητα, αγριοκάτσικο)αγρός (αγρότης, αγροτιά, αγροτεμάχιο, αγροικία)αδελφός (αδελφότητα, αδελφοσύνη, αδέλφωμα, γυναικάδελφος)αέρας (αέριο, αερισμός, αέρινος, αεράτος)αθλητής (άθλημα, αθλητισμός, άθληση, αθλοπαιδιά)αίμα (αιμάτωμα, αιματηρός, αιματοκρίτης, αφαίμαξη)αίρεση (αναίρεση, διαίρεση, καθαίρεση, αιρετικός, αυθαίρετος)αιχμή (αιχμηρός, αιχμαλώτιση, αιχμάλωτος, αιχμαλωσία)αισχρός (αισχύνη, αισχρολογία, αισχροκέρδεια)ακοή (παρακοή, υπακοή, υπήκοος)αλάτι (αλιέας, παραλία, αιγιαλός)άλγος (ανάλγητος, αναλγησία, κεφαλαλγία)άμαξα (αμάξωμα, αμαξάς, αμαξηλάτης, αυτοκινητάμαξα)αμπέλι (αμπελώνας, αμπελουργός, αμπελόφυλλο, αμπελοχώραφο)άνθος (ανθηρός, άνθηση, άνθιση, ανθοδέσμη)άρθρο (άρθρωση, αρθρίτιδα, αρθρογράφος, άναρθρος)άρτος (αρτοποιός, αρτοπώλης, αρτοκλασία, αρτοβιομηχανία)αρχή (αρχικός, έναρξη, αρχείο, άρχοντας)άστυ (αστός, αστικός, αστυνόμευση, αστικοποίηση)άσχημος (ασχήμια, ασχημοσύνη, ασχημόπαπο, ασχημάτιστος)ατμός (εξάτμιση, ατμόπλοιο, ατμόλουτρο, ατμόσφαιρα)αυγή (αυγερινός, ανταύγεια, χαραυγή, χρυσαυγή)αφή (απτός, αψιμαχία,αψίκορος=αυτός που εύκολα χορταίνει, αψίδα)
Β
βαθμός (βαθμιαίος, βαθμίδα, βαθμολογία, ισοβαθμία)βαθύς (βάθος, εμβάθυνση, βαθύτηα, αβαθής)βασανισμός (βάσανο, βασάνισμα, βασανιστής, βασανιστήριο)βία (βίαιος, βιαστής, βιασμός, βιαιότητα)βίος (βίωμα, επιβίωση, βιοτικός, βιώσιμος)βουλευτής(βουλευτήριο, βούλευμα, βουλευτικός)βροχή (βρέξιμο, βροχερός, αδιάβροχο, βροχούλα)
Γ γελαστός (γέλωτας, κλαυσίγελως, καταγέλαστος, γέλιο)γεύση (γεύμα, γευστικός, εύγευστος, γευστικότητα)γη (γήινος, γήπεδο, γηγενής, γήλοφος)γίγαντας (γιγαντιαίος, γιγαντένιος, γιγαντόσωμος, γιγαντώδης)γλυκός (γλύκισμα, γλυκύτητα, γλυκασμός, γλυκάδι)γραφή (γράμμα, γραμματική, γραφιάς, γραμματέας)γυμνός (γύμνασμα, γυμναστική, γυμνισμός, ξεγύμνωμα)
Δ δαίμονας (δαιμόνιο, δαιμονικός, δαιμονισμένος, δαιμόνιος)δακτυλίδι (δάκτυλο, δακτύλιος, δακτυλήθρα, δακτυλογράφος)δάσος (δασώδης, δασικός, δασύλλιο, αναδάσωση)δεξιός (δεξιότητα, επιδέξιος, δεξίωση, δεξιοτέχνης)δεσμός (δεσμώτης, δέσμευση, δέσμη, δεσμωτήριο)δεσπότης (δεσποσύνη, δεσποτάτο, δεσποτισμός, αδέσποτος)δηλητήριο(δηλητηριώδης, δηλητηρίαση, δηλητηριασμός, δηλητηριαστής)διάκριτικός (διάκριση, διακριτικότητα, αδιάκριτος, διακεκριμένος)διάλυμα (διάλυση, διαλύτης, διαλυτός, διαλυτότητα)διδασκαλία (δάσκαλος, διδασκαλείο, διδακτήριο, δίδαγμα)δίκαιος (δικαίωμα, δικαίωση, δικαιοσύνη, δικαιοδοσία)διοίκηση (διοικητής, διοικητήριο, αυτοδιοίκητος, κακοδιοίκηση)δόλος (δολερός, δόλιος, δόλωμα, δολοπλόκος)δράμα (δραματικός, δραματικότητα, δραματουργός, μελόδραμα)δύναμη (δυναμικός, αδυναμία, δυνάμωμα, δυνατότητα)δύση (δυτικός, δύτης, αποδυτήριο, δυτικόφιλος)
Ε
έγκλημα (εγκληματίας, εγκληματικότητα, εγκληματικός, εγκληματολογία)έθνος (εθνικότητα, εθνικός, εθνικισμός, εθνικιστής)ειδικός (ειδικότητα, εξειδίκευση, ειδήμων, ανειδίκευτος)εικόνα (εικόνισμα, εικονικός, εικονίδιο, απεικόνιση)ειρήνη (ειρηνικός, ειρηνικότητα, ειρηνευτής, ειρηνιστής)εκκλησία (εκκλησάκι, εκκλησιασμός, εκκλησίασμα, έκκληση)εκλογή (εκλογιμότητα, εκλόγιμος, προεκλογικός, εκλογοδίκης)έκφραση(εκφραστικός, εκφραστικότητα, ανέκφραστος)ελάττωμα(ελαττωματικός, ελαττωματικότητα, ελάττωση)ελευθερία(ελευθέρωση, ελευθερωτής, ελευθεριότητα, ελευθεροτυπία)έμπορος (εμπορεία, εμπόρειο, εμπόρευμα, εμπορικότητα)ένταλμα (εντολή, εντολέας, εντολοδότης, εντολοδόχος)ένωση (ενότητα, ενωτικός, ενικός, ενιαίος)εξέταση(ανεξεταστέος, εξεταστήριο, εξεταστής, εξέτασμα)εξουσία (εξουσιαστής, εξουσιασμός, εξουσιοδότηση)εορτή (εορτασμός, εορταστικός, εόρτασμα, εορτάσιμος)επιστήμη(επιστημονικός, επιστήμονας, πανεπιστήμιο, επιστημοσύνη)εργασία (εργάτης, εργαλείο, εργατικός, εργατιά)ερημιά (έρημος, ερήμωμα, ερήμωση, ερημίτης)ερπετό (έρπης, ερπύστρια, ερπυστήρας)εστία (εστιατόριο, εστιάτορας, εστίαση, συνεστίαση)ευθεία (ευθύς, ευθύτητα, κατεύθυνση, ευθύγραμμος)εύρημα (ευρηματικός, εύρεση, δυσεύρητος, ευρετήριο)εχθρός (έχθρα, εχθρικός, εχθρικότητα, εχθροπραξία) Ζ
ζεύγος (ζευγάρι, ζευγάρωμα, ζευγάς, ζευγολάτης)ζήλια (ζήλος, ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλόφθονος)ζήτημα (ζητιάνος, ζητιανιά, αναζήτηση, συζήτηση)ζυγός (ζύγι, ζυγαριά, σύζυγος, υποζύγιο)
Η ηδονή (ηδύς, φιλήδονος, ηδύποτο, ηδύοσμο)ήλιος (ηλίαση, ηλίασμα, ηλιοβασίλεμα)ημέρα (εφήμερος, εφημερία, νυχθήμερο, καθημερινός)ήμισυ (ημιθανής, ημίτονο, ημίωρο)
Θ
θαμπός (θάμπωμα, θαμπάδα, θαμπωμένος, ξέθαμπο)θάνατος (θανάτωμα, θανάτωση, θανάσιμος, θανατηφόρος)θέατρο (θεατής, θέαμα, αξιοθέατος, θεατρόφιλος)θεμέλιο (θεμελίωση, θεμελίωμα, θεμελιώδης, θεμελιωτής)θερμότητα (θερμός, θερμάστρα, θέρμανση, θερμίδα)θεωρία (θεώρημα, θεώρηση, θεωρητικός, θεωρητικολογία)θηρίο (θήρα, θήραμα, χρυσοθήρας, θηριωδία)θολός (θόλωμα, θόλωση, θολώδης, θολότητα)θώρακας (θωράκιση, θωρακισμός, θωράκισμα, θωρηκτό)
Ι
ιδέα (ιδεατός, ιδεατός, ιδεώδης, ιδεολόγος)ιερός (ιερέας, ιεροσύνη, ιερότητα, ιερατείο)ιππέας (ίππος, ίππευση, ιππευτής, ίππευμα) Κ καύση (καύμα, καύσιμο, κάψιμο, καύσωνας)κάλυμμα (καλύπτρα, καλύβα, κάλυψη, ανακάλυψη)καμπή (καμπύλος, κάμψη, ακαμψία, καμπούρα)καπνός (καπνιά, καπνιστής, καπνίλα, καπνάδα)καρπός (καρπώδης, καρπερός, κάρπωση, κάρπωμα)καρφί (κάρφωμα, καρφωτής, καρφίτσα, καρφωτός)κατήγορος(κατηγόρημα, κατηγορηματικός, κατηγορητήριο)κεφάλαιο(κεφαλαιώδες, κεφάλι, κεφαλαίος, επικεφαλίδα)κηδεία (κήδευση, επικήδειος)κλάμα (κλαψιάρης, κλαυθμός, κλάψιμο, κλαυτός)κλήρος (κλήρωση, κληρικός, κληρωτίδα, κληρωτός)κλίση (κλίνη, κλιτύς, κλίμακα, επικλινής)κλοπή (κλεψιά, κλέφτης, κλέψιμο, κλοπιμαίος)κόμμα (κομμάτι, κομμάτιασμα, κομματισμός, κόψιμο)κόλακας (κολακεία, κολάκευμα, κολακευτής)κορυφή (κορυφαίος, κορύφωση, κορύφωμα, κορυφογραμμή)κρανίο (κράνος, κάρα, καρατόμηση, καραδοκώ)κρημνός (κρέμασμα, κρεμάστρα, κρεμαστός)κρίση (κρίμα, κριτής, κριτήριο, κριτική)κρότος (κροτάλισμα, κροταλίας, κροτίδα, πυροκρότημα)κύκλος (κύκλωμα, κύκλωση, κυκλικός, κυκλώνας)κύμα (κυματισμός, κυμάτισμα, κυματώδης, κυματοθραύστης) Λ λάδι (λάδωμα, λαδωτής, λαδερό, λαδιά)λάμψη (λαμπάδα, λαμπερός, λαμπτήρας, λαμπρότητα)λευκός (λεύκανση, λεύκωμα, λευκάδα, λευκότητα)λύση (λύσιμο, λύτης, λυτός, απολυτήριο) Μ μάγειρας (μαγειρική, μαγειρείο, μαγείρεμα, μαγειρευτός)μάθημα (μαθητής, μαθητεία, μάθηση, μαθητούδι)μάχη (μαχητής, μάχιμος, μαχητικός, μαχητικότητα)μέταλλο (μετάλλευμα, μεταλλείο, μετάλλιο, εκμεταλλευτής)μέτρο (μέτρημα, μετρητής, μέτρηση, μετροταινία)μνήμη (μνημείο, μνήμα, μνημόσυνο, μνημοσύνη)μορφή (μόρφωμα, μόρφωση, διαμορφωτής, μορφασμός)μύθος (μυθικός, μύθευμα, μυθώδης, μυθομανής) Ν νάρκη (νάρκωση, νάρκωμα, ναρκωτικό, ναρκωτής)νεύρο (νευρικός, νευρίασμα, νευρωτικός, νευρικότητα)νοθεία (νόθος, νόθευση, νόθευμα, νοθευτής)νους (νόηση, νόημα, νοητός, νοηματικός)ντροπή (ντρόπιασμα, ντροπιαστικός, ντροπαλός, ντροπαλότητα) Ξ ξύλο (ξυλεία, ξυλώδης, ξύλινος, ξυλογλυπτική)
Ο
όλεθρος(εξολοθρευτής, απώλεια, πανωλεθρία)όλος (ολόκληρος, ολοκαύτωμα, ολοτελής)όμοιος (ομοιότητα, ομοίωμα, παρόμοιος, ομοιοπαθής)όνομα (επώνυμο, ευώνυμος, ψευδώνυμος)ουρανός (ουράνιος, επουράνιος, μεσουράνημα)οφειλή (οφειλέτης, χρεοφειλέτης, όφελος)όχλος (ενόχληση, παρενόχληση, οχλοβοή)
Π
παιδί (παιδεία, παιδαγωγός, παιδίσκη, απαίδευτος)πας (πανοπλία, πανουργία, παρρησία, πανδοχείο)πάθος (πάθημα, συμπαθής, ομοιοπαθής, μετριοπαθής)πατέρας (πατριά, πατροπαράδοτος, πατρώος, πατρίδα)παύση (ανάπαυση, κατάπαυση, ακατάπαυστος)πίστη (απιστία, ολιγόπιστος, πιθανολογία)πείρα (πειρασμός, άπειρος, έμπειρος, απείραστος)ποτό (οινοπότης, συμπόσιο, ποτήρι)πτηνό (πτέρυγα, φτερό, πτήση, πτερύγιο)πτώση (πτώμα, παράπτωμα, έκπτωση, σύμπτωση)πλάση (πλάσμα, ανάπλαση, διάπλαση, πλαστός)πλατύς (πλατεία, διαπλάτυνση, πλάτος, πλάτανος)πλοκή (εμπλοκή, διαπλοκή, πλέγμα, καλαθοπλέκτης)πλεύση (πλοίο, πλοιάριο, πλους, διάπλους, απόπλευση)πλήρης (πλήρωμα, εκπλήρωση, αναπλήρωση, πληρότητα)πληγή (πλήγμα, πλήκτρο, έκπληξη, πλήκτης)πλούτος (πλούσιος, πλουτισμός, ζάπλουτος)πνοή (πνεύμα, πνευματικός, εκπνοή, έμπνευση)ποίηση (ποίημα, ευποιϊα, κακοποιός, σκηνοποιός)ποιμένας (ποίμνιο, ποιμνιοστάσιο, ποίμνη, αρχιποιμένας)πόδι (ποδήρης, υποπόδιο, τετράποδο, ανδράποδο)πόλη (πολιτεία, πολίτευμα, πολίτης, κωμόπολις)πολύς (πολυτελής, πολυλογάς, πολύτιμος, πολυποίκιλος)πόνος (πόνημα, καταπόνηση, πονόδοντος)πορεία (εύπορος, έμπορος, πορισμός, οδοιπορία)πράξη (πραγματεία, διαπραγμάτευση, πράγμα, πράκτορας)
Ρ
ραβδί (ραβδούχος, ράβδισμα, ραβδοσκόπος, ραβδισμός)ρήση (ρήμα, παρρησία, ρήτορας, άρρητος)
Σ
σεβαστός (ευσέβεια, σέβασμα, θεοσεβής, ασεβής)σημείο (άσημος, επίσημος, εύσημο, παράσημο)σθένος (ασθενής, ασθένεια, σθένημα, φιλάσθενος)σιτάρι (σίτιση, ασιτία, σιτευτός, επισιτισμός)σκεύος (παρασκευή, κατασκευή, επισκευή, αρτοσκεύασμα)σκηνή (κατασκήνωση, σκηνοποιός, σκηνοπηγία, σκήνωμα)σκληρός (σκληρότητα, σκληρόκαρδος, σκληροτράχηλος)σκοπός (σκοπευτής, σκοπιά, επίσκοπος, κατάσκοπος)σκοτάδι (σκότος, σκοτεινός, σκοτία, σκοτοδίνη)σοφός (σοφία, φιλοσοφία, σόφισμα, άσοφος)σπέρμα (σπορά, σπόρος, σπαρτός, σπορέας)στρατιά (στρατιώτης, στρατηγός, στράτευμα, εκστρατεία)στροφή (καταστροφή, στροφοδίνη, διάστρεμμα, στροφόμετρο)στρώμα(διαστρωμάτωση, στρωματάδικο, στρωματάς, στρωματογραφία)σφαγή (σφάγιο, σφάξιμο, σφαγιασμός, σφαγείο)σφάλμα (ασφάλεια, επισφαλής, ασφαλής)σωτηρία (σωτήρας, άσωτος, ασωτία, σωτήριος)σώμα (σωματώδης, σύσσωμος, σωματικός, ολόσωμο)
Τ
τάξη (τάγμα, διαταγή, τακτός, υποταγή)ταπεινός(ταπεινόφρονας, ταπείνωση, ταπεινοφροσύνη, ταπεινότητα)ταραχή (ταραξίας, διατάραξη, τάραχος, τάραγμα)τάση (ένταση, έκταση, πρόταση, παράταση)τέλος (τέλειος, τελευτή, τελείωση, συντέλεια)τέχνη (τεχνοτροπία, καλλιτέχνης, κομψοτέχνημα, άτεχνο, περίτεχνο)τιμή (τίμιος, έντιμος, αντίτιμο, υποτίμηση)τόλμη (τολμηρός, άτολμος, παρατολμία, τόλμημα)τόπος (τοπικός, τοπικιστής, τοποθεσία, τοπογράφος)τραγούδι(τραγουδιστής, παρατράγουδο, λιανοτράγουδο, τραγούδισμα)τραύμα (τραυματισμός, τραυματιοφορέας, τραυματίας)τριβή (ελαιοτριβείο, τρίμμα, τρίφτης, τρίψιμο)τρόμος (τρομοκρατία, έντρομος, τρομάρα, ατρόμητος)τρόπος (τροπολογία, τροποποίηση, δύστροπος, ιδιότροπος)τρύπα (τρύπιος, τρύπημα, τρυπητήρι, τρυπάνι)τύπος (έντυπο, εκτύπωση, τυπογραφείο, αποτύπωμα)τύχη (τυχερός, καλότυχος, τυχαίος, δυστυχής) Υ
υγεία (υγιής, υγιεινός, εξυγίανση, υγειονομικός)υγρασία (υγρός, υγραντήρας, ύγρανση, υγροποίηση)ύλη (υλικό, υλοποίηση, υλιστής, άϋλος)υπηρέτης(εξυπηρέτηση, υπηρεσία, υπηρεσιακός)ύψος (εξύψωση, ύψωμα, υψηλός, υψηλοφροσύνη)
Φ
φαντασία (φαντασία, φάντασμα, φαντασμένος, φαντασιόπληκτος)φάρμακο(φαρμακευτική, φαμακείο, φαρμακοποιός, φαρμάκωμα)φήμη (διαφήμιση, φημισμένος, κακόφημος, διαφημιστής)φίλος (φιλί, φιλία, φιλόξενος, συμφιλίωση)φόβος (άφοβος, φοβία, φοβέρισμα, υψοφοβία)φτωχός (φιλόπτωχος, φτώχεια, πτώχευση, φτωχογειτονιά)φυλακή (φύλαξη, φύλακας, αποφυλάκιση, φυλάκιο)φωνή (φώναγμα, καλλίφωνος, φωνήεν, μικρόφωνο) Χ
χάδι (χάιδεμα, χαδιάρης, χαϊδολόγημα, χαϊδεμένος)χορός (χορευτής, χορευτικός, χορευταράς, χορεία=σύνολο χορευτών)χρέος (χρεοφειλέτης, χρεώστης, χρέωση, χρεοκοπία)χρήμα(χρηματοπιστωτικός, χρηματιστήριο, χρηματιστής, χρηματαγορά)χρυσός (χρυσάφι, χρυσοχοείο, χρυσωρυχείο, χρυσοθήρας)χυλός (χύμα, χύτρα, χυμός, χυδαίος)
Ω
ώριμος (ωρίμαση, ωριμότητα, ωριμαστήριο, ανώριμος) Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

——————
Δες και
Λεξικό ομορρίζων
Επίσης εδώ  [μία λέξη ανά 24 ώρες]

Επιρρήματα λήγοντα σε - ν
[και  έχοντα μονολεκτικά  συνώνυμα]

δωρεάν=ανέξοδα, τζάμπα
άγαν=υπέρμετρα,  μάλα
υπεράγαν=υπερβολικά
κατευθείαν=ολόισια
λίαν=άγαν, πάνυ
πέραν=επέκεινα
μακράν=μακριά
τροχάδην=δρομαίως, τρεχάτα
επιτροχάδην=βιαστικά, εσπευσμένως
συλλήβδην=αδιακρίτως, αθρόως
αρπάγδην=αρπαχτά
στάγδην=σταγονηδόν
μίγδην=αναμίξ, ανάκατα, ανάμιγδα
συμμίγδην=συμμίκτως, συμμεμιγμένως
αμοιβηδόν=αμοιβαίως
αμυχηδόν=επιφανειακάαρπαγηδόν=αρπαχτάβασανηδόν=βασανιστικά
φύρδην=ατάκτως, συγκεχυμένως
διαρρήδην=εκδήλως, απεριφράστως
άρδην=σηκωτά, ολοκληρωτικά
χύδην=ατάκτως, συγκεχυμένως
μετωπηδόν=μετωπικά, όβδην
σωρηδόν=σωριαστά
τεμαχηδόν=κομματιαστά, τεμαχί
στοιχηδόν=αραδιαστά, αλληλοδιαδόχως, εξήςστιχηδόν=αραδιαστάαναφανδόν=απροκαλύπτως,  ολοφάνερα
βροχηδόν=τσουρνάρα
βάδην=βαδιστικῶς, περπατητάλογάδην=επιλεκτικάκαταλογάδην=πεζολογικῶςπροτροπάδην=εσπευσμένωςσποράδην=σποραδικώς, διασκορπιστάεκτάδην=απλωτά
κλοτσηδόν=βάναυσα,  κακότροπα
βομβηδόν=θορυβωδῶς
βοστρυχηδόν=σπειροειδώςεθελοντηδόν=εθελοντικώς, εκουσίως
ένδον=έσω, μέσα
εξόν=εκτός
κρυφηδόν=κρυφίως
ομαρτάδην=ομαδόν, συνάμα, ομαδικώς
κτηνηδόν=κτηνωδῶςκυκληδόν=κυκλικώς λαθρηδόν=κρυφίωςλυσσηδόν=λυσσωδώςμεληδόν=κομματιαστά, τεμαχίπρηνηδόν=μπρούμυτασαρδεληδόν=στριμωχτά
αιφνηδόν=αιφνιδίως, απροσδοκήτως, εξαπίνης
ακτινηδόν=ακτινωτάαλυσηδόν=αλυσιδωτά
όπισθεν=πίσω
έμπροσθεν=μπροστάουδαμόθεν=μηδαμόθενπανταχόθεν=ολούθεπριν=προγενεστέρωςπρώην=άλλοτε, πάλαι, πρόσθεναυθημερόν=μονομερίς, αυτήμαρβαθμηδόν=σταδιακά,  κλιμακηδόν
άγδην=τραβηχτά
σχεδόν=περίπου
αγεληδόν=κοπαδιαστά, ειληδόνδίκην=ωσάν
πόθεν=πούθε
αιέν=αεί, ακατάπαυστα, αείποτεανέκαθεν=παλαιόθεν, αρχήθενλοιπόν=τελοσπάντων, τελικά, τοίνυννυν=τώρα
εναντίον=κόντρα, κατεπάνω
ολίγον=λιγάκι
ουδοπόθεν=μηδοπόθεν
οίκοθεν=αυτομάτως, εκουσίως
αμφοτέρωθεν=εκατέρωθεν, συναλλήλως
φοράδην=βαστακτικώς,  κουβαλητά
άνωθεν=εξάνω, ύπερθεν
πιθανόν=ίσως
δήθεν=τάχα
κατόπιν=ύστερα
τυχόν=ίσως
μάλλον=καλύτερα
φορηδόν=σηκωτάιλαδόν=μαζικώς, αθρόως
έκτοσθεν=απέξω, έξωθεν
άντην=απέναντι, βιζαβί
ενωπαδόν=ενώπιον, προενώπια
κατέμπροσθεν=ενώπιον
νυχθημερόν=νυχτοήμερα, νυκτήμαρ
νόσφιν=χωρίς, χώρια
άπωθεν=μακρόθεν
κάτωθεν=υποκάτω
ταυρηδόν=απειλητικά
πόρρωθεν=απόπροθεν, μακρόθεν
έξωθεν=θύρηθεν
κύκλωθεν=πέριξ, ολόγυρα
πάντοθεν=πανταχόθεν
κατόπισθεν=κατόπιν
λύγδην=κλαψουριστά, θρηνητικώς
επιπλέον=ακόμη
επιμάλλον=ακόμη
πλέον=πια, ήδη
ομοθυμαδόν=ομοψύχως
πάλιν=ξανά
μάτην=ματαίως, ασκόπως
αποτάδην=εκτεταμένως, απλωτά
ορθοστάδην=ορθίως, ορθοσταδόν
άδην=δαψιλώς
αναίδην=αναισχύντως
ανέδην=απολελυμένως, αμολητά
έμπαλιν=αντιστρόφως, τούμπαλιν
αυτοσχεδόν=συστάδην, ομόθεν
ομιλαδόν=σωρηδόν
τουναντίον=απεναντίας, έμπαλιν
λεοντηδόν=λιονταρίσια
χαμόθεν=κάτωθεν
ωρυδόν=κλαυθμυρικώς,  κλαψιάρικα
βροντηδόν=βροντερά
πρότερον=πρωτύτερα
ύστερον=έπειτα, ύσταριν
ριζόθεν=σύρριζα, ριζηδόν
αστραπηδόν=σστραπιαία
ποταμηδόν=αφθόνως, προετικώς
κρουνηδόν=αφθόνως
αμοιβήδην=αμοιβαίως
εναλλάγδην=διαδοχικώς
διακριδόν=χωριστά
επικριδόν=επιλεκτικά
κυνηδόν=σκυλήσια, αδιάντροπα
ανασταδόν=ορθίως
ελκηδόν=συρτά
πανημαδόν=ολημερίς
στρομβηδόν=περιστροφικώς
σταδόν=ορθίως
ρυδόν=ρευστικώς
ρυμηδόν=ορμητικώς
συνοχηδόν=σφιχτά
πλησίον=κοντά, παρασταδόν
κυματηδόν=κυματοειδώς
ζυγηδόν=ζυγάδην, ζευγαρωτά
ζωηδόν=ζωωδώς, κτηνηδόν
καματηδὸν=κοπιαστικά, κοπιωδώς
κρεουργηδόν=τεμαχηδόν
οιστρηδόν=εμπλήγδην, μανιωδώς
ορμηδόν=ορμητικώς
οχληδόν=μαζικώς
μουναδόν=μονοτρόπως
πανσυδίην=κατεσπευσμένως
σύδην=ορμητικώς
αντήδην=παρακλητικώς

Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Φιλόσοφος, που έζησε στο τέλος του 19ου αιώνα διατύπωσε την άποψη - πρόβλεψη ότι η αισθητική (η ομορφιά) θα αποτελέσει την ηθική (την αξία) του μέλλοντος .

Πράγματι, σήμερα - ένα αιώνα και πλέον μετά το θάνατο του φιλοσόφου - διαπιστώνουμε ότι ο άνθρωπος δεν πιστεύει στην αξία του εαυτού του, δεν έχει πεποίθηση στον εαυτό του, αισθάνεται διαλυμένος, νιώθει την ψυχή του άδεια, νομίζει ότι η γαλήνη, που προσδιορίζει την ανθρώπινη ευτυχία, έχει δραπετεύσει από την ψυχή του οριστικά και αμετάκλητα.

Η εσωτερική ασχήμια της ψυχής του τον φοβίζει, τον τρομάζει, τον κάνει δυστυχισμένο.

Για να σκεπάσει, για να καλύψει την εσωτερική του ασχήμια, βάζει ένα όμορφο περιτύλιγμα.

Εργάζεται σκληρά αποβλέποντας στην απόκτηση πολλών χρημάτων με τα οποία θα οικοδομήσει την εξωτερική του αισθητική, την ομορφιά του, τουτέστιν την εξωτερική του αξία (πλαστικές αισθητικής φύσεως εγχειρίσεις, πολυτελής ενδυμασία, λυγερή και ελκυστική κορμοστασιά, πρωτότυπη ή εξεζητημένη κόμμωση, ακριβά κοσμήματα, πολυτελή αυτοκίνητα και σπίτια, συμμετοχή σε κοσμικές δεξιώσεις ή διασκεδάσεις από τις οποίες προσδοκά τη φήμη και τη δόξα).

Νομίζει, λοιπόν, σήμερα ο άνθρωπος ότι με την εξωτερική ομορφιά θα εξουδετερώσει την σωτερική ασχήμια της ψυχής του.

Στηρίζει πλέον την αξία του ως ανθρώπου στα υλικά αγαθά.

Επομένως, ομολογεί περίτρανα ότι ο ίδιος δεν έχει καμιάν αξία, αλλά αξία έχουν τα πανάκριβα ρούχα του, τα αρώματά του, τα σκουλαρίκια του, τα αυτοκίνητά του κ.λ.π. κ.λ.π.

Μην απορείτε, λοιπόν, γιατί το παιδί σας αναζητεί τις ακριβότερες ή αλλιώς επώνυμες φίρμες, για να ντυθεί και να στολισθεί.

Όσο ακριβότερα είναι τα ενδύματα που φορεί, τόσο μεγαλύτερη αξία νομίζει ότι αποκτά στα βλέμματα των συνανθρώπων του.

Άρα, το παιδί σας δεν θα αποκτήσει ποτέ πεποίθηση ή εσωτερική γαλήνη, δεν θα πιστεύσει ποτέ στην αξία του εαυτού του, αφού η αξία του εαυτού του αντικαταστάθηκε από την αξία των υλικών αγαθών.

Γ. Α.



Εάν δεν βρίσκετε τη λέξη στην αλφαβητική της σειρά, χρησιμοποιήστε το ευρετήριο 🔍 της ιστοσελίδος επάνω δεξιά (βάζοντας τόνους στη λέξη) ή καλύτερα το ευρετήριο λέξεων του περιηγητή (browser) πατώντας Ctrl + F

Λέξεις αναζήτησης: αντώνυμο, αντώνυμα, αντίθετο, αντίθετα, λεξικό αντιθέτων, σύνθετα, σύνθετες λέξεις, λεξικό συνθέτων λέξεων, ομόρριζο, ομόρριζα, λεξικό ομόρριζων λέξεων, παράγωγο, παράγωγα, λεξικό παραγώγων, online, PDF.

Προσοχή: Αν κάποιος δεν επιθυμεί να υπάρχει σύνδεσμος προς την ιστοσελίδα του ή προς το πνευματικό του δημιούργημα, να επικοινωνήσει, για να διαγραφεί.