ναϊλί, επιφ.: αλίμονο / ναϊλί εμέν, ναϊλί τη μάνα σ’.
νασάν, επιφ.: είθε, μακάρι να / νασάν εσέν, νασάν την μάναν.
νε, μόριο: νε αφορισμένε! / νε .. νε = ούτε … ούτε.
νεγάμ’κα, τα: νεονυφιάτικα.
νεγκασία, η: η κούραση / νεγκασμένος, νεγκασμέντσα, νεγκάζω, νεγκάσκουμαι, νεγκάσκουνταν.
Νεοχρονία, η: η Πρωτοχρονιά.
νέπαι : βρε, καλέ / νέψα = καλέ, μωρή.
νεράσκουμαι, ρ.: σιχαίνομαι / νεραξία = σιχαμένη.
νεσβήνω, ρ.: σβήνω / νεσβήγα.
νεσπάλω, ρ.: ξεχνώ / νεσπάλ’νε.
νιμέ, η: παιχνίδι παιδικό ομαδικό.
νισαλούς, ο: μνηστήρας < (τουρ) nişan / νισαλούσα.
νίφτω, ρ.: πλένω / νίφ’νε, νίφκουμαι, νίφκουνταν.
νόμα, ρ.: δος μου / δίγω.
νουνίζω, ρ. : σκέφτομαι / νούντσον = σκέψου, νουνισμένος, νουνισμέντσα, νουνιγμένος, ενούντσα, νοΐζω = αντιλαμβάνομαι.
ντελικανλής, ο: νέος, παλικάρι < delikanlı.
ντό: τι, εκείνο που / ντ’ έφτάς, ντ’ έποικες; ντ’ άγνα = πώς.
ντος, ρ.: κτύπα / ντόσιμον, κρούω, ντοχτούμαι.
ντοσέκια, τα: τα στρώματα < döşek.
νυφείον, το: χώρος διασκευασμένος πρόχειρα για να υποδεχθεί τη νύφη μόλις επιστρέψει από την εκκλησία / νύφε, νυφάδες, νύφεσα, νυφόπαρμαν.
νυχτοπούλ’, το: νυχτοπούλι / τα νυχτοπούλα.
ξάι, επίρ.: καθόλου / έναν ξάι = λίγο.
ξαμώνω, ρ.: συγκρίνω, ξαμών’νε.
ξυλάγγ’, το: το δουρβάνιν, ξύλινο εργαλείο σε σχήμα βαρελιού για το κτύπημα του γάλακτος και την παραγωγή του βουτύρου.
ξαν, επίρ.: ξανά.
ξέντσα, η: η ξένη / ο ξένον, ξενιτέας, ξενιτία.
ξύγαλαν, το: γιαούρτι / τα ξυγάλτα.
ξυλέα, η: το κτύπημα, το χαστούκι / τα ξυλέας.
ξυμήτς, ο: ο ψηλομύτης.
ξύνω, ρ.: χύνω / ξύουμαι, ξύουνταν.
ξύσκουμαι, ρ.: ξύνομαι / ξύσκουνταν, το ξυστήρ’, τα ξυστήρα.
οβόν, το: το αυγό / τα οβά, οβάζ’ = κάνει αυγό.
ογρήγορα, επίρ.: γρήγορα / ογρηγορώ.
οκνέας, ο: ο τεμπέλης / οκνέσα, οκνώ, οκνούν.
ολόγος, ο: αναίσθητος, απαθής.
ολόες, ο: επίθ.: ολόκληρος / ολόεν, ολόερα, όλος, όλε, όλ’, όλτς.
ομάζω, ρ.: μοιάζω.
ομάλ’, το: χορός παμποντιακός / ομαλίζω = ισοπεδώνω.
ομάτ’ το: το μάτι /ομμάτ’, ομμάτα.
ομούτ’, το: η ελπίδα < (τουρ) umut.
ονέρ’τα, τα: τα όνειρα.
όντες, σύνδ.: όταν / όντας.
οξουκά, επίρ.: έξω / οξούκα, οξουκές = εκεί έξω.
οξύγαλαν, το: γιαούρτι.
οπουρνά, επίρ.: αύριο.
ορέχκομαι, ρ.: επιθυμώ.
ορθία, η: η αλήθεια.
ορθώνω, ρ.: επιδιορθώνω.
ορμάν, το: το δάσος < (τουρ) orman.
ορμίν, το: το μικρό ποτάμι / τα ορμία, τα ορμόπα.
ορτάρα, τα: μάλλινες κάλτσες.
οσήμερον, επίρ.: σήμερα.
οσπιτόπον, το: το σπιτάκι / οσπιτανός.
οτά, η: το δωμάτιο < (τουρ) oda.
ούβας, τα: οι χουρμάδες.
ούμπαν, επιρ.: όπου.
ούσνα, σύνδ.: μέχρι, έως.
οφέτος, επίρ.: φέτος.
οψάρ’, το: το ψάρι / τα οψάρα, η οψαρέα = ψαρίλα.
οψεζ’νόν, ο: ο χθεσινός / οψέ, οψικέσ’ = χθες, οψεκές = τις προάλλες, οψεμπριμέραν = προχθές.
παγκανότα, τα: τα χαρτονομίσματα < (τουρ) banknot.
παθάνω, ρ.: παθαίνω.
παιδάς, ο: ο νέος, το παιδί, το παλικάρι / παιδοποιώ, παιδοποίγω.
παινεύκουμαι, ρ.: παινεύομαι / παινεύκουνταν.
παίρω, ρ.: παίρνω / έπαρ’.
παϊτόνιν, το : μόνιππο, αμάξι με ένα άλογο < payton.
παλαλέ: παλαβέ, παλαλός = παλαβός / παλαλούμαι, παλαλώνω, παλαλοσύνε, παλαλά = τρελά, τα παλαλίτσας.
παλικάρ’, το: παλικάρι, τα παλικάρα, η παλικάρενα, το παλικαρόπον.
παλουχτζής, ο: ο ψαράς < (τουρ) balıkçı.
πανοΰρ, το: πανηγύρι.
παρακαλία, η: παράκληση,/ τα παρακαλίας.
παρακαμίν’, το: η εστία.
παρλαεύω, ρ.: λάμπω, γυαλίζω < (τουρ) parlamak.
παρουσιάσκουμαι, ρ.: παρουσιάζομαι.
παρχάρα, τα: θερινός βοσκότοπος / παρχαρεύω, ο παρχάρτς, η παρχαρομάνα, τα παρχαρομύτα = βουνοκορφές.
πασκιτάν, το: αποβουτυρωμένο, στραγγισμένο, αλατισμένο γιαούρτι.
πασκίμ, σύνδ.: μήπως.
πασμάδες, τα: τσίτια, βαμβακερό εμπριμέ ύφασμα.
παστάν, επίρ.: τελείως < (τουρ) baştan.
παστρεύω, ρ.: καθαρίζω / πάστρεψον.
παταλεύω, ρ.: εμποδίζω, ενοχλώ.
πατίκιν, το: χάλκινο σκεύος που το έβαζε η πεθερά στο κατώφλι για να το πατήσει η νύφη όταν ερχόταν από την εκκλησία.
πατμάνια, τα: μονάδες βάρους έξι οκάδων < batman / πατουμάνια.
πατούλα, η: ή πιπιλομάταινα, χορός παμποντιακός.
παχόκολον, ο: ο χοντρόκωλος.
παχτσέ, η: ο κήπος < (τουρ) bahçe.
παχύνω, ρ.: παχαίνω.
πε, ρ.: πες / πέτεν, λέγω, πέα την, πέα τον, πέα τσε.
πεγαδομάτα, τα: οι πηγές.
πεϊνιρλία, τα: πίτες σε σχήμα βάρκας γεμισμένες με τυρί και ψημένες στο φούρνο < peynir = τυρί.
πεκιάρ’ς, ο: ο ανύπαντρος < (τουρ) bekar.
πελίτια, τα: οι βελανιδιές < pelit.
πέλκι, επίρ.: ίσως, πιθανόν < (τουρ) belki.
πεντικόν, ο: ποντικός.
περεσκία, τα: τα πιροσκί.
περήδες, οι: νεράιδες < peri.
περισάντς, ο: φουκαράς < (τουρ) perişan / περισάντσα.
περμένω, ρ.: περιμένω.
πέσκον, ο: η σόμπα.
πετεινάρ’, το: ο κόκορας / τα πετειναρόπα, πιλίτς = πετιναράκι, πιλίτσα.
πινακίδ’, το: πινακίδα γραφής.
πίνω, ρ.: πίνω / πία, πιάτεν, η ποτή.
πιπιλομάταινα, η: εκείνη που έχει μικρά μάτια.
πιρίφτε, η: ξύλινο φτυάρι για το φούρνισμα του ψωμιού ή του φαγητού / πιρίφτω = φουρνίζω, πυρίφτ’νε.
πιρνά πιρνά, επίρ.: πρωί πρωί / πουρνά, το πιρνόν = το επόμενο πρωί.
πιρπιρίμα, τα: οι γλιστρίδες.
πισία, τα: τηγανίτες πλατιές και μεγάλες περιχυμένες με πετιμέζι ή μέλι ή πασπαλισμένες με ζάχαρη < pişmek = ψήνω.
πισταμπάλ’, το: ποδιά από μάλλινο ύφασμα.
πιστόφ’, το: πιστόλι, όπλο < pişton.
πλαν, επίρ.: πέρα.
πλεθύνω, ρ.: πληθύνω.
πλουμίδ’, το: το στολίδι / πλουμίδα, πλουμιστά, πλουμιστός, πλουμιστέσα.
πλύσκουμαι, ρ.: πλένομαι / πλύσκουνταν.
ποδεδίζω σε, ρ.: να σε χαρώ.
ποιώ, ρ.: κάνω / εποίνα, εποίκα, ποίσον, ποίστεν.
πόνα, τα: οι πόνοι.
πορανία, τα: μπουρανί, φαγητό με χόρτα ή παντζαρόφυλλα τηγανισμένα με βούτυρο και περιχυμένα με πασκιτάν.
ποστάλα, τα: γυναικεία χαμηλά παπούτσια < postal.
ποταμάκριν, το: η ακροποταμιά.
ποτισκούμαι, ρ.: πίνομαι, ποτίζομαι / ποτίω.
ποτισώνα, η: η ποτίστρα.
ποτούριν, το: αντρικό φαρδύ παντελόνι < potur.
πουγαλεύκουμαι, ρ.: αγανακτώ < (τουρ) buğalmak / οι πουαλεμέν’.
πουδέν, επίρ.: πουθενά / πουθέν.
πουίχ’, το: μουστάκι < (τουρ) bıyık / το πουίκιν.
πουλούλα, τα: πιθάρια / το πουλούλ’.
πουρτίν, το: ύφασμα / τα πουρτία.
πουσιντάλευρον, το: το κριθαρίσιο καβουρδισμένο αλεύρι.
πουτσή, η: η κόρη / κουτσή, νέπουτση, νέκουτση.
πρέσκουμαι, ρ.: πρήζομαι / πρέσκουνταν, πρεσμέντσα.
πυκναράευτος, ο: ο ποθητός.
ρακάν, το: η βουνοπλαγιά.
ράχα, η: η ράχη / ρασόπον = ραχούλα.
ραχίν, το: βουνό / τα ραχία, ραχιόπουλον = πουλί του βουνού, ραχιοκέφαλα = οι βουνοκορφές.
ριγώ, ρ.: κρυώνω / το ρίγαμαν, ριγωμένος, ριγωμέντσα.
ρίζα μ’, προσφώνηση: ψυχή μου!
ρούζω, ρ.: πέφτω / ρούζ’νε, ερούζ’να, ερούξα, ρούξιμον.
ρουκάν’, το: ο αυτοσχέδιος αποχιονιστήρας.
σαεύω, ρ.: σέβομαι.
σαβουρεύω, ρ.: τινάσσω, σκορπίζω < (τουρ) savurmak.
σα βρατέρα, επίρ.: στο δειλινό / σο μέρωμαν, σο κιντίν.
σάγκα, η: μοχλός, κλειδαριά πόρτας.
σάγκι, σύνδ.: σάν να < (τουρ) sanki.
σαλάκ’, το: φόρτωμα πλάτης, συνήθως δεμάτι ξύλα ή κλαδιά.
σαλαχανάς, ο: αργόσχολος, σαλαχανέσα.
σαμάρα, η: το χαστούκι < (τουρ) şamar / η σαπλάκα, τα σαπλάκας, σαπλακίζω, σαπλακίζ’νε.
σαρεύω, ρ.: αρέσω.
σαρής, ο: ο ξανθός / σαρήσα, σαρίν < (τούρ) sarı.
σασεύω, ρ.: σαστίζω < (τουρ) şaşırmak / εσάσεψα, σασιρεμένος, σασσιρεμέντσα.
σάτσι, το: στρογγυλή λαμαρίνα για το ψήσιμο των γιουφκάδων < sac.
σαφλέας,ο: σαλιάρης, σαφλίζω, σαφλίζ’νε.
σαχάνια, τα: πιάτα < sahan.
σαχτάρα, τα: οι στάχτες.
σεβάσκουμαι, ρ.: σέβομαι.
σεβνταλής, ο: ο ερωτευμένος < (τουρ) sevdalı / η σεβτά, τα σεβτάδες.
σειμουγκόν, ο: χειμώνας.
σέρα, η: ποντιακός πολεμικός χορός.
σερομίλ’, το: η μυλόπετρα / τα σερομίλα.
σέφτελα, τα: παντζάρια / το σέφτελον, σεύτελον, ο σεύτελον = ο ανόητος, h σέφτελεσα, η σεφτελοσύνη.
σιλεγνίζω, ρ.: κοσκινίζω, λεπτολογώ.
σιλευτέρ’ το: σφουγγαρόπανο / σιλεύω = σφουγγαρίζω, σιλεύ’νε.
σίμισκα, η: ηλιόσπορος, τα σίμισκας.
σινίν, το: μεγάλος χάλκινος δίσκος < sini.
σιργούνιν, το: η εξορία < (τουρ) sürgün.
σισέ, η: το μπουκάλι ,(τουρ) şişe.
σίτα, σύνδ.: όταν, ενώ, καθώς
σιτλία, τα: ρυζόγαλα < sütlü.
σιφτέν, επίρ.: στην αρχή.
σκαλώνω, ρ.: αρχίζω.
σκεπίδ’, το: η σφήκα.
σκοτία, η: το σκοτάδι.
σκούμαι, ρ.: σηκώνομαι / σούκ’ = σήκω, σκώνω.
σκουτουλίζω, ρ.: ευωδιάζω / εσκουτούλτσα, η σκουτούλα, σκουντουλοδέσμια = άρωμα δυόσμου.
σκυλάζω, ρ.: βρωμάω.
σκώνω, ρ.: σηκώνω / έσκωσα.
σοέβω, ρ.: ληστεύω < (τουρ) soymak.
σουμά, επίρ.: κοντά / σουμώνω.
σουμάδεμαν, το: ο αρραβώνας / σουμαδεύω, ο σουμαδεμένον, η σουμαδεμέντσα, τα σουμάδα, σουμαδεύκουμαι, σουμαδεύκουνταν.
σοφράς, ο: τραπέζι κοντό στρογγυλό < sofra.
σπάζω, ρ.: σφάζω / σπάξιμον.
σπαρέλιν, το: κάλυμμα γυναικείου στήθους / σπαρελόπον.
σπιτίτζας, τα: παιδικό παιχνίδι, οι κουμπάρες.
σπιχτέσα, η: η τσιγκούνα / ο σπιχτόν, σπίγγω, σπίχκουμαι, σπίγγουμαι, σπίγγουνταν.
Σταυριώτες, οι: οι κάτοικοι του χωριού Σταυρίν της Αργυρούπολης πολλοί από τους οποίους εξισλαμίστηκαν αλλά παρέμειναν κρυπτοχριστιανοί.
στέκω, ρ.: στέκομαι / στα, εστά, εσταθέστεν.
στέφανον, το: ο σύζυγος.
στοιβαχτόν, το: ο μουσακάς.
στουδ΄, το: το κόκαλο / τα στούδα.
στρούλιγμαν, το: το έθιμο για το ξύρισμα του γαμπρού.
στύπας, τα: τα τουρσιά / η στύπα.
στυχαρία, η: η αναγγελία ευχάριστης είδησης / στυχαριάζω, στυχαρίασον, στυχαρέζω, στυχαρέζ’νε.
σύννυχτα, επίρ.: πριν ξημερώσει.
συντάγουμαι, ρ.: κάνω συμφωνία.
συντιβάλλω, ρ.: διαβάλλω.
συρίζω, ρ.: σφυρίζω / σουρίζω, το σύριμαν, η συρίχτα.
σύρσιμον, το: απαγωγή κόρης με σκοπό το γάμο / σύρκουμαι = υποφέρομαι.
σωρεύω, ρ.: μαζεύω / σωρεύκουμαι.