ηβορίζω, ρ.: λιχνίζω / ηβορίζ’νε, ηβόρριζα, ηβορρίζω, ηβορρίουμαι, ηβόρτσα, το ηβόρισμαν, ιβορίζ’νε, ιβορίζω, ιβόρισμαν.
ηλάζω, ρ.: γαβγίζω / ηλάζ’νε, ήλαζα, ήλαζαν, ήλαξα, ήλαξαν, ήλαξον = γάβγισε.
ηλάσκουμαι, ρ.: ηλιάζομαι / ηλάστα = ηλιάστηκα.
ηλέπορον, το: το εύηλιο μέρος, το λιακωτό.
ήλον, ο: ο ήλιος / ήλöς, ήλες, ηλοξάψιμον = λιοπύρι, ηλοχάραγμαν = ανατολή ήλιου.
ηλιόπαρμαν ή ηλέπαρμαν, το: η ανατολή του ήλιου.
ηλόβρεχη, η: η βροχή με ήλιο.
ηλοκόρασον, το: κορίτσι πολύ όμορφο.
ημερκόν, το: το μεροκάματο / ημερομίστιν.
ήμπαν, επίρ.: όπου / ήμποι = όποιοι, ήμποιεσα = όποια, ήμποιος = όποιος.
ημ’σός, ημ’σή, επίθ.: ο μισός / ημ’σοί, ημ’σά, ημ’σόν.
ήνταν, αντων.: οτιδήποτε / ήντιναν = όποιον, όποιαν, ήντιαν = ότι, ήντιν’ = όποιοι, ήντινος = όποιου.
ήντζαν, αντων.: όποιος / ήντζ’, ήντσαν, ήμποιος.
ήπαρη, η: το συκώτι, ο αφαλός.
ησυχίζω, ρ.: ησυχάζω / η ησύχαση, η ησυχασία, ηήσυχεσα = ήσυχη.
θαλασσάκρα, τα: η ακρογιαλιά / το θαλασσάκριν, θαλασσέα = θαλάσσια αύρα, θαλασσομάνα = μέδουσα, τσούχτρα, θαλασσοπούλ’, το θαλάσσωμα = τρικυμία.
θαμαστός, επίθ.: θαυμαστός, παράξενος / η θαμαστέσα, το θάμαν, το θάμαγμαν = θαυμασμός, θαμάζω, η θαμαντουρία = μεγάλο θαύμα, το θάμασμαν.
θανατίτζα, η: το κακό σπυρί,το εξάνθημα άνθρακας / θανατέα = ετοιμοθάνατος, θανατίτα = πικρόχορτο, θανέσα, η: το μετά την κηδεία γεύμα.
θάφτω, ρ.: θάβω / θάφκουμαι, θάψον.
θεκάριν, το: η θήκη / θεκάρ’.
θέκω, ρ.: βάζω, θέτω / θέκ’ς, θεκ’.
θέκλα, η: κουτσομπόλα / θεκλεύκουμαι, ο θεκλέας = χαϊδεμένος, η θεκλού, η θεκλεία = χάιδεμα.
θελκός, ο: θηλυκός / θελκέσα.
θέλω, ρ.: θέλω / θελτς, θέλ’νε, εθέλ’να, θέλ’μαν,θέλσιμον, θελ’ματάρτς.
θεμέλ’ ή τεμέλ, το: το θεμέλιο.
θεοτικός, ο: θεοσεβής / θεοτικέσα, θεόφοβος, θεοξύριστος = σπανός, θεοπάλαλος.
Θερ’νός ή θερ’νόν ή χορτοθέρτς, ο: ο Ιούλιος.
θέρωτρα, τα: τα προγαμιαία δώρα του γαμπρού στη νύφη.
θημίζω, ρ: λέω τα κάλαντα, χορεύω το γαμήλιο χορό / το θήμισμαν, το θημιστόν = ειδικός γαμήλιος χορός.
‘θόγαλα, το: αθόγαλα, ανθόγαλα, καϊμάκι του γάλακτος / ‘θογαλοχάβιτσον, θογαλίζω = χωρίζω το ανθόγαλο, θογαλότανον = αριάνι.
θρέφω, ρ: τρέφω / θρέβω, θρέφτω, θρέφκομαι, θροφή.
θρυμούλιν, το: ψίχουλο από ψωμί / θρυμμουλίζω, θρουμούλ’, θρουμουλίζω, θρουμούλιν.
θύμαρη, η: το θυμάρι / θομάριν, θομάρ’, θομαρέα = μυρωδιά θυμαριού.
θυμίαμαν, το: θυμίαμα, λιβάνι / θυμίωμαν, θυμιαματέα = μυρουδιά θυμιάματος, θυμιαντόν = λιβανιστήρι.
θυμούμαι, ρ.: θυμάμαι / εθυμέθα, εθυμέθαν.
θωρέα, η: όψη, εμφάνιση / θεωρητικός = παρουσιαστικός, θεωρητικέσσα.
ιβριστόν, το: ζυμαρικό του Πόντου προψημένο/ εβριστόν.
ιγδίν, το: γουδί.
ιγεύω, ρ.: ταιριάζω <(τουρ) uydurmak / ιεύω, ίεμαν = ταίριασμα, ίεψα.
ίδρος, ο: ιδρώτας / ιδροκοπώ, ιδρωματέα = μυρωδιά ιδρώτα, ιδροφτείρα = ψείρα από ιδρώτα, ίρδος, ιρδώνω, ίρδωνα, ίρδωσα.
ιθάκιν, το: ο μαστός της αγελάδας.
ίλα, επίρ.: ιδίως, προπαντός / ίλαμ.
ιλοίφιν, το: πάνινη μικρή σακούλα για λούσιμο με το σαπούνι.
ιμαρέτ, το: φιλανθρωπικό ίδρυμα, πτωχοκομείο < (τουρ) imaret.
ιμπρίκ, το: το μπρίκι, < (τουρ) ibrik.
ινανεύω, ρ.: πιστεύω, εμπιστεύομαι < (τουρ )inammak, ινάνευα, ινάνεψα, το ινάνεμα = πίστη, ινανμάζης = αμετάπειστος, ινανμάζαινα, ινανμάζ.
ιşτέ, επιφ.: να, ορίστε, δηλαδή < (τουρ) işte.
ίστονιν, το: αντρικό εσώρουχο / ισλίκ.
ιστορίζω, ρ.: αφηγούμαι, διηγούμαι.
καβάκια, τα: οι λεύκες < (τουρ) kavak / το καβάκιν.
καβαλάρτς, ο: καβαλάρης, ο ιππέας / η καβαλαρέα.
καβουρμάδες, τα: κομμάτια από κρέας που τσιγαρισμένα με λίπος τα διατηρούσαν όλο το χειμώνα < (τουρ) kavurma / η καβουρμά, γαβουρμά / καβουρεύω = τηγανίζω.
καγάν’, το: δρεπάνι με κοντή ξύλινη λαβή.
κάζ’, το: η χήνα < (τουρ) kaz.
καζανεύω, ρ.: κερδίζω < (τουρ) kazanmak.
καθαροψώμ’,το: το ψωμί από σκέτο σιτάρι.
κάθκα, ρ.: κάθισε / καθκά, καθέστεν.
καϊσ’, το: η ζώνη < (τουρ) kayiş / γαϊσ’..
κακόσυρτος, επιθ.: δύστροπος
κακοφέρκουμαι, ρ. συμπεριφέρομαι άσχημα / εκακοφέρθα.
κακοχάπαρος, επίθ.: εκείνος που φέρνει κακές ειδήσεις.
καλαμόπον, το: το καλαμάκι.
Καλαντάρτς, ο: ο Ιανουάριος / καλαντοκούρ’, καλαντόνερον, Καλαντόφωτα.
καλαπαλούκ’, το: καλαμπαλίκι, περιττό πράγμα < (τουρ) kalabalik.
καλάπως, επίρ.: βέβαια.
καλατσεύω, ρ.: μιλάω / καλατσή, τα καλατσίας, καλατσεύνε, καλάτσευα = μιλούσα, καλάτσευαν, καλάτσεμαν, καλατσεμένα = μιλημένα, καλάτσεψα.
κάλη, η: η σύντροφος, η αγαπημένη / καλλεμέντσα = όμορφη, τα κάλλεα = η ομορφιά.
καλκεύω, ρ.: καβαλώ / κάλκεψον.
καλλίον, επίρ.: καλύτερα / καλός, καλέσα, καλλύνω = θεραπεύομαι.
καλομάνα, η: η γιαγιά / λυκοκαλομάνα, αρκοκαλομάνα, λυκοπάππον, αρκοπάππον.
Καλομηνάς, ο: ο Μάιος.
καλοτερώ, ρ.: κυττάζω προσεκτικά, ξαναβλέπω.
καλωσηρθίασμαν, το: καλωσόρισμα / η καλωσωρία.
κάμα, η: σπαθί γυριστό, χαντζάρι < (τουρ) kama.
καμαρωτέρ’, το: πέπλο με το οποίο σκέπαζαν το κεφάλι της νύφης / το καμαρωτέριν, η καμάρα.
καματερός, επίθ.: δουλευτάρης / καματερέσα πβ. κακούργεσα, καλόχρονεσα, κοτυλεμέντσα = αδύνατη, κοντέσα = κοντή, κουτσέσα = κουτσή, λεγνέσα, λιφτέσα = ελαφρόμυαλη, λουσμέντσα = λουσμένη, λυγερέσα, μικρέσα, μυξέσα.
καμίαν, επίρ: ποτέ.
καμίσ’, το: αντρικό ή γυναικείο πουκάμισο.
κανείται, ρ.: φτάνει / κανείνταν, εκανέθεν, κανείσαι.
κανόνιν, το: το νεκροκρέβατο που είχε η εκκλησία κάθε ενορίας.
καντσίν, το: η ψύχα του ξηρού καρπού.
κάουμαι, ρ.: καίγομαι.
καπίτς, το: το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά.
καπούσκα, η: φαγητό με χοιρινό κρέας, λάχανο τουρσί, κόκκινη πιπεριά και βούτυρο < (τουρ) kapuska.
καρακόλιν, το: αστυνομικό τμήμα < (τουρ) karakol.
καρβών’, το: το κάρβουνο / καρβώνιν, τσιλίδ’.
καρκαρίζω,ρ.: κάνω θόρυβο, βροντώ.
καρμενέτσα, η: ρόκα, ηλακάτη, ξύλινο εργαλείο για το γνέσιμο του μαλλιού.
καρτάσ’, το: ο αδελφός < (τουρ) kardaş / καρτά</>σιν.
καρτόφα, τα: οι πατάτες / το καρτόφιν, καρτοφοφούστορον, καρτοφοτήγανον.
καρτοφοτήγανον, το: πρόχειρο φαγητό με πατάτες που βράζονται και τηγανίζονται με κρεμμύδι και λάδι.
κασκάρα, η: καρακάξα
κάστρεν, ο: το κάστρο.
καταλαχού, επίρ.: κατά τύχη.
καταμάγια, η: σκούπα από κουρέλια για το φούρνο.
κατενίζω, ρ.: ξεπλύνω / κατενίζ’νε, κατενόν = καθαρό.
κατσίν, το: πρόσωπο / τα κατσία.
καυκία, τα: ποτήρια, τάσια / καυκίν.
καφούλιν, το: θάμνος / τα καφούλα, καφουλόπον ,.
καφτάν’, το: πολυτελές επίσημο πανωφόρι < (τουρ) kaftan.
κεβεζελεύω, ρ.: μιλάω πολύ / κεβεζελεύ’νε, κεβεζέας = πολυλογάς, κεβεζού.
κελπεστία, τα: οι μπριζόλες.
κεμεντζέ, η: η λύρα του Πόντου < (τουρ) kemençe / κεμεντζές, κεμανές.
κεντίρ, το: η ινδική κάνναβη, χασίσι < τουρ) kendir.
Κερεκή, η: Κυριακή, Δευτέραν, Τρίτ’, Τετράδ’, Πέφτ’, Παρασκευήν, Σάββαν.
κερεντή, η: μεγάλο δρεπάνι με ξύλινο χερούλι.
κεσκέκ’, το: γαμήλιο ή εορταστικό γεύμα με κρέας από κοτόπουλο ή κατσίκι ή μοσχάρι και αποφλοιωμένο σιτάρι και περιχυμένο με λειωμένο βούτυρο < (τουρ) keşkek.
κι άλλο </>xειρ’, επίρ: χειρότερα.
‘κι εν, ρ.: δεν είναι (ενικός) / ‘κ’ είναι = δεν είναι (πληθυντικός), ‘κι’ έχω = δεν έχω, ‘κι’ έχνε.
κιντέας, τα: οι τσουκνίδες / κιντέατα, κινθέα, κνιδέα.
κιφάλ’, το: το κεφάλι / ξερόν κιφάλ’, τρανόν κιφάλ’,
κλαινίζω, ρ.: κάνω κάποιον να κλαίει.
κλέμια, τα: η ζώνη.
κλιβάν’, το: εστία, ταντούρ, ορθογώνιο κτίσμα στην κουζίνα ύψους εβδομήντα εκατοστών με μεταλλικό κύλινδρο διαμέτρου πενήντα εκατοστών.
κλίσκουμαι, ρ.: σκύβω / κλίσκουνταν.
κλώθω, ρ.: επιστρέφω / κλώσον, κλώσκουμαι, κλωστός, κλωστοτήγανον.
κοβλάκια, τα: κουβάδες από ξύλο έλατου για το γάλα / κοβλάκ’.
κοεμτζής, ο: ο χρυσοχόος < (τουρ) kuyumcu / γοεμτζής, κουιμτζής.
κοζέρ’, το: μεγάλο κόσκινο για το στάρι.
κοκίν, το: σιτάρι / κοκία = κόλυβα.
κοκκύμελον, το: το κορόμηλο, το δαμάσκηνο, η δαμασκηνιά / κοκκίμελον, κοκκίμελα.
κοκνέτσα, η: μάλλινο τετράγωνο ύφασμα το τύλιγαν οι γυναίκες πάνω από τη ζιπούνα από τη μέση μέχρι τις γάμπες.
κολλίζω, ρ.: ανάβω, καίγομαι.
κολόθα, τα: μικρά ψωμάκια που τα μοίραζαν για τις ψυχές των νεκρών.
κομές, το: κοτέτσι < (τουρ) kümes.
κομπώνω, ρ.: ξεγελώ / κομπών’νε, κόμπωμαν.
κονεύω, ρ.: μένω, κάθομαι, σταθμεύω < (τουρ) konmak / γονεύω.
κοντέσ’, το: τσόχινη ζακέτα, τη φορούσαν οι γυναίκες πάνω από τη ζιπούνα μέχρι τη μέση.
κοπάλα, τα: ξύλινοι κόπανοι για την αποφλοίωση του σιταριού / το κοπάλ’, το κοπάλιν, κοπαλίχτρα.
κοπροθέσ’, το: λάκος για την κοπριά των ζώων /η κοπροθέκα.
κόρασον, το: το κορίτσι / κορτσόπον.
κορδιλάουμαι, ρ.: μπερδεύομαι / εκορδιλάεν, κορδίλ’ = κόμπος, κορδίλα.
κορκότα, τα: αποφλοιωμένο κοπανισμένο και χονδροαλεσμένο σιτάρι χωρίς βράσιμο. Γίνονταν και από καλαμπόκι και από κριθάρι / κορκότον, κορκοτοφάσουλον.
κορνακότζ’, το: παιδικό παιχνίδι, το κουτσό.
κοσάρας, τα: οι κότες / η κοσάρα, η κοσού = η κλώσα.
κοσμοδέβαση, η: η καταστροφή.
κότ’, το: το κότι, μονάδα βάρους περίπου έξι οκάδων, όπως και το πατμάνι / το κότιν.
κότζεμαν ή κότσεμαν, το: η μετακόμιση, η μετοικεσία < (τουρ) göçmek.
κότς, το: χορός παμποντιακός.
κοτσορύμ’, το: το ρυάκι, ποταμάκι / κοτσορύμιν.
κοτύλα, η : το σβέρκο / κοτυλεύω = αδυνατίζω, κοτυλεύ’νε, κοτυλεμένος, κοτυλεμέντσα.
κουβανέφκουμαι, ρ.: εμπιστεύομαι < (τουρ) güvenmek / κουβανέφκουνταν.
κουή, η: το πηγάδι, η παραλία, το κουίν = το υπόγειο < kuyu.
κουίζω, ρ.: φωνάζω / κουίζ’νε, κούξον = φώναξε.
κουιμαλία, τα: πίτες στο φούρνο με κιμά < (τουρ) kıymalı / το κουιμαλίν.
κουκουβάκια, τα: μανιτάρια.
κουκούμ’, το: χάλκινη στάμνα νερού / το κουκούμιν.
κουλανεύω, ρ.: χρησιμοποιώ < (τουρ) kulanmak.
κουμποσπάλερον, το: μεταξωτό επιστήθιο ύφασμα της νύφης.
κουνίν, το: η κούνια / κουνίζω, κουνίζ’νε, τα κουνία.
κούντα, ρ.: σπρώξε / κούντεμαν, κουντώ = σπρώχνω, κουντούν.
κουντάχ’, το: οι φασκιές < (τουρ) kundak.
κουντούρας, τα: η κουντούρα, παπούτσια γυναικεία με χαμηλά τακούνια συνήθως μαύρα.
Κούντουρον, ο: Φεβρουάριος.
κουρτώ, ρ.: καταπίνω / κουρτούν.
κουσκουντέρα, η: μεγάλη σκούπα από αγκαθωτό θάμνο.
κουσκούρ’, το: ξεραμένη κοπριά αγελάδας που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη / το κουσκούριν.
κουτίν, το: το φέρετρο.
κούτσα, η: η μυρμηγκιά / τα κούτσας.
κουτσή, η: κορίτσι, κοπέλα / ή πουτσή.
κόφτω, ρ.: κόβω / κόψον.
κοχλίδα, τα: τα σαλιγκάρια / το κοχλίδιν = σαλιγκάρι, χρυσή αλυσίδα.
κράνια, τα: οι καρποί της κρανιάς, δενδρύλλιου μέτριου μεγέθους με καρπούς σαν της ελιάς αλλά κόκκινους.
κρεατοκούρ’, το: χοντρό σανίδι για το κόψιμο του κρέατος / κρεατοκούριν.
κρενίν, το: η βρύση.
κρούω, ρ.: κτυπώ / κρούγ’νε.
κρυφτερίτσα, η: παιχνίδι των παιδιών, το κρυφτό / κρύφκουμαι.
κυμιόνιν, το: το κύμινο.
κυνηγεύω, ρ.: κυνηγώ.
κύρης, ο: ο πατέρας, ο πεθερός.
κωλισάφρα, η: η σαύρα.
λαβάσα, τα: λεπτές πίτες από ζυμάρι ψωμιού που τις έψηναν στο ταντούρ ή το σάτσι ή το φούρνο.
λαγγεύω, ρ.: πηδώ / λαγκεύ’νε = πηδούν, λάγκεμαν.
λαγήν’, το: πήλινη στάμνα.
λαζούδα, τα: τα καλαμπόκια.
λαϊστέρα, η: παιδικό παιχνίδι, η κούνια / λαϊζω = κουνώ, λαϊζ’νε, λαϊσκουμαι, λαήσκουνταν = κουνιούνται.
λακουρτία, τα: οι ομιλίες , (τουρ) lakırdı.
λαλάγκα, η: πρόχειρο φαγητό, με νερουλή ζύμη που χυνόταν πάνω στο σάτσι και τρωγόταν περιχυμένη με βούτυρο.
λαλα</>χού, η: η χαϊδεμένη.
λαλία, η: η φωνή / τα λαλίας, λαλόπον, λαλώ, λαλεμέντζα = προσκεκλημένη, λαλασία = ομιλία.
λαμψία, τα: ελαφριά παπούτσια που τα φορούσαν μέσα από τις γαλότσες.
λανάρ’, το: μεταλλικό οικιακό εργαλείο για το λανάρισμα του μαλλιού με πενήντα περίπου βελόνες κολλημένες σε δύο σειρές σε μεταλλική βάση.
λαρώνω, ρ.: γιατρεύω / λαρών’νε, λαρούμαι, λαρούνταν.
λάσκουμαι, ρ: περιφέρομαι / λάσκουνταν.
λαταρίγουμαι, ρ.: κουνιέμαι / λαταρίγουνταν.
λαχανοκούταλον, το: κουτάλα τρυπητή για ανακάτεμα ή σερβίρισμα του φαγητού.
λαχμάζω, ρ.: λαχανιάζω / λαχμάζ’νε.
λαχόριν, το: τετράγωνο ύφασμα που το έδεναν οι γυναίκες στη μέση.
λαχτίζω, ρ.: κλωτσώ / λαχτίζ’νε, λάχταν = κλωτσιά, τα λάχτας = κλωτσιές.
λεγνός, επίθ.: λεπτός, αδύνατος.
λείβ’, το: σύννεφο, τα λείβα / λειβώνω = σκοτεινιάζω, λειβών’.
λειφτός, επίθ.: λειψός / λειφτάζω.
λέλεκον, ο: πελαργός.
λελεύω σε, ρ.: να σε χαρώ.
λετσέκ’, το: και λετζέκ, βαμβακερό κάλυμμα κεφαλής γυναίκας, ανοιχτόχρωμο για τις νέες και σκούρο για τις ηλικιωμένες.
λεφτοκάρα, τα: φουντούκια < λεπτοκάρυα / το λεφτοκάρ’ .
λιγμετέρ’, το: και λιχμετέρ’, μεγάλο ξύλινο πιρούνι με έξι δόντια, το χρησιμοποιούσαν στο αλώνισμα.
λιγούμαι, ρ.: λιγώνομαι / λιγούνταν = λιγώνονται.
λιθάρ’, το: πέτρα / λιθάρα, λιθαρόπα.
λιμπαντέ, η: γυναικείο παλτό από χρωματιστό βαμβακερό ύφασμα.
λίντζα, τα: παιδικό παιχνίδι, τα πεντόβολα.
λογαρία, η: ο λογαριασμός / λογαρέζω = λογαριάζω, λογαρέζ’νε.
λογομάντιλον, το: μαντίλι που έστελναν οι γονείς της νέας στους γονείς του αρραβωνιαστικού για δήλωση αποδοχής του γάμου.
λογόπαρμαν, το: η τελική συμφωνία για την τέλεση του γάμου.
λοχούσα, η: η λεχώνα.
λυκοκαλομάνα, η: η μαμά της γιαγιάς.
λώματα, τα: τα ρούχα / λωμόπα = ρουχαλάκια.
μαγαρούτζα, τα: δώρα και τραπέζωμα για καλορίζικα.
μάγλα, τα: μάγουλα / μάγλον.
μαθίζω, ρ.: διδάσκω / μαθάνω = μαθαίνω, μαθάν’νε, μαθεύκεται.
μακαρίνα, η: ζυμαρικό σαν τα μακαρόνια, λεπτό φύλλο από ζύμη με αλεύρι σιταριού που κοβόταν σε στενές λωρίδες και ξεραίνο- νταν στον ήλιο.
μακέλ’, το: η αξίνα, ο κασμάς / τα μακέλα.
μαλάζω, ρ.: πιάνω / μαλάζ’νε.
μαλλοδέματα, τα: στολίδια για τα μαλλιά, μεταξωτά ή ασημένια.
μαντζάνες, τα: οι μελιτζάνες.
μαντζιρίζω, ρ.: δε νηστεύω / μαντζιρίζ’νε.
μαντίν, το: ζυμαρικό από σιταρίσιο αλεύρι. Η ζύμη κόβεται σε μικρά τετράγωνα πλάτους ενός εκατοστού που ξεραίνονται στον ήλιο. Αφού βράσει με νερό προστίθεται γιαούρτι και σκόρδο, < mantı.
μαροκούμαι, ρ.: αναμασώ / μαροκούνταν = αναμασούν.
μασίνα, η: αποθηκευτικός χώρος και χώρος εργασίας ανοιχτός από μπροστά.
μασλάχ’: γυναικείο ρούχο χωρίς μανίκια < maşlah.
μαστραπά, η: χάλκινο ποτήρι νερού < maşrapa.
μασχαρεύω, ρ.: αστειεύομαι / μασχαρεύ’νε, μασχαρίας, μασχαράνος, μασχαρεφτά = στ’ αστεία.
μαχ, το: το έθιμο σιωπής της νύφης προς τα πεθερικά της.
μαχανά, η: η αφορμή, η δικαιολογία.
μεϊβέδες, τα: φρούτα < meyve.
μειζοτέρ’, οι: οι μεγαλύτεροι / μιζέτερος, μιζέτερα.
μελεσσίδ’, το: η μέλισσα, το μελίσσι / τα μελεσσίδα.
μένεμαν, το: μήνυμα / μενέματα, μενώ = παραγγέλνω, μενούν = παραγγέλνουν.
μέρ’, επίρ.: πού / μέρ’ έν’.
μερία, τα: οι μηροί.
μερσίνα, τα: ψάρια οξύρρυγχοι.
μέστα, τα: ελαφριά παπούτσια χωρίς τακούνι για μέσα στο σπίτι.
μετζίτι, το: νόμισμα που το χρυσό είχε μία χρυσή λίρα και το ασημένιο είκοσι πέντε γρόσια.
μικρέσσα, η: μικρή.
μιλέτ, το: ο λαός, ο κόσμος, το έθνος < (τουρ) millet.
μιντέρια, τα: μαξιλάρια για κάθισμα < minder.
μισίριν, το: καλαμπόκι < mısır.
μοθοπώρ’, το: φθινόπωρο.
μοιράουμαι, ρ.: μοιράζομαι.
μομότσα, τα: τα κουκουνάρια / μομότς.
μοναχία, η: η μοναξιά.
μουσκάρ’, το: μοσχάρι / μουσκάρα.
μουσκόφυλλον, το: το φασκόμηλο.
μούστα, η: η γροθιά / τα μούστας.
μουστερήδες, οι: οι πελάτες < müşteri.
μουστρώνω, ρ.: σκυθρωπιάζω.
μουχατσίρ, ο: μετανάστης, πρόσφυγας < (τουρ) muhacir.
μουχτάρτς, ο: ο πρόεδρος του χωριού < (τουρ) muhtar.
μουχτερόν, το: το γουρούνι / μουχτερόπον.
μπατανίας, τα: οι κουβέρτες < battaniye.
μπουρμαλίν, το: τυλιχτό, στριφτό γλυκό σαν το σαραγλί, η πουρμά.
μυντζίν, το: είδος τυριού από άπαχο γάλα.
μύα, η: η μύγα
μυξέας, ο: μυξιάρης / μυξέσα.
μύρα, η: η μυρωδιά.