αβαρέσα, η: χασομέρα.
αβάσιμεσα, άβαφεσα, άβγαλτεσα, άβολεσα, αγαθέσα.
αβλούκα, τα (εν. το αβλούκιν ή τ’αβλούκ’): λάπατα, άγρια λαχανικά με πλατύ μακρύ φύλλο.
αγαπέσιμος, -ος, -ον, επίθ.: αγαπητός (θυλ. και αγαπητικιέσα, αγαπετικιέσα).
αγγείον, το: άσκαυλος, τουλούμ’, μουσικό όργανο σαν την γκάιντα.
αγγεύω, ρ. (αόρ. έγγευα): αναφέρω.
άγγιχτεσα, η: άγγιχτη.
αγγούριν ή αγγούρ’, το : αγγούρι.
αγέλαστον, ο: παιδικό παιχνίδι, το οποίο παιζόταν με δύο παίχτες, ο ένας έμενε ακίνητος και ο άλλος προσπαθούσε να κάνει τον άλλο να γελάσει.
αγέννητεσα, η: η αγέννητη.
αγιάτρευτεσα
αγιθοδώρισσα ή αϊθοδώρισσα, η: νεαρή κοπέλα, συνήθως αρραβωνιασμένη, που έκανε σκληρή νηστεία εν όψει του γάμου της (πβ. αεθοδώρισμαν, θοδώρισμαν, αεδοθωρίζ’).
αγληγορώ, ρ. (αγλήγορα): βιάζομαι.
αγναεύω, ρ. (εγνάψα): καταλαβαίνω (< τουρκ. ağnamak).
αγνέστικα, επίρ.: θεονήστικα.
αγνεφίζω, ρ.: ξυπνώ.
αγνός, -ἐσα, -ὀν, επίθ.: περίεργος, σπουδαίος· αγνά άρα: εκλεκτά φαγώσιμα· ντ’ άγνα: πώς.
αγούδα, η: θαμνώδες φυτό με φύλλα σαν της ελιάς και κίτρινα άνθη· το υγρό από τα φύλλα το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τη φαγούρα.
άγουρος ή άγουρον, ο (οι αγούρ’, τη αγουρίων, τοι αγούρτς, τα αγούραι): άνδρας· ο άγουρομ’ = ο άντρας μου· το αγουρόπον, τα αγουρόπα = παιδάκι.
αγουροσύνε ή αγουρότε, η: γενναιότητα, ανδρεία, σεξουαλική ικανότητα.
Άγουστον ή Αλωνάρτς, ο : Αύγουστος (πβ. Καλαντάρτς, Κούντουρον, Μάρτς, Απρίλτς, Καλομηνάς, Κερασινόν, Θερ’νός, Σταυρίτες, Τρυγομηνάς, Αεργίτες, Χριστιανάρτς).
αγράνθρωπος, ο: …
αγρασεύω, ρ.: προσπαθώ (< τουρκ. uğraşmak).
αγράσκεμος, -ος, -ον: κακάσχημος.
αγρέλαφον, το : το άγριο ελάφι.
αγρηγορότε, η: ταχύτητα, γρηγοράδα.
αγριοκοκκύμελον, το: το άγριο δαμάσκηνο.
ο άγριον, η αγριέσα (ή και ο άγρες, άγρεν): ο άγριος.
αγριόγατεσα
αγριοχάπαρον, το: η κακή είδηση (< ελλ. άγριος + τουρκ. haber)· ο αγροχάπαρος.
αγροικώ ή εγροικώ, ρ. (εγροικούν, εγροίκανα, εγροίξα, εγροίξαν): καταλαβαίνω.
αγροκάστανον ή αγροκάστανον, το: η άγρια καστανιά και ο καρπός της.
αγροκέρασον, αγροκοκκύμελον, αγροκόσαρον, αγροκύδωνον
αγρομούχτερον, το: το αγριογούρουνο.
αγρόμηλον, αγροσεύτελον, αγροστάφυλον, αγρόσυκον
αγροτερώ: αγριοκοιτάζω· αγροτέρεμαν: αγριοκοίταγμα· αγροτερίδ’: το σκιάχτρο.
αγρούμαι: αγριεύομαι, φοβάμαι.
αγρούστιν ή αγρώστιν, το: δέντρο του οποίου οι επιφανειακές ρίζες βρασμένες ήταν φάρμακο διουρητικό και λιθοτριπτικό.
άγρυπνος, -εσα
αγυναίκιστος, ο: ανύπαντρος.
αδακά, αδά, επίρ.: εδώ· αδακές: προς τα δω· αδά μερέαν: προς αυτήν τη μεριά· αδαπές: εδώ μέσα· απόθεν: από πού· απαδά, απαδάκα, απαδακές: από εδώ· απαδαπές: αποδώ μέσα.
αδελφόν, ο: ο αδελφός· αδελφέσα: αδερφή· αδελφοκόρτσα: ξαδέλφες.
αδιάντροπεσα, αδιάφορεσα
αζούχ, το: η τροφή για ταξίδι, για εργασία (< τουρκ. azık).
Αεργίτες, ο: Νοέμβριος.
αετέντς, αετόν ή αϊτόν, ο: αετός.
αέτς, επίρ.: έτσι· αέτς πα: και έτσι.
αζεμάτιστεσα, αζευγάρωτεσα, άζευτεσα, αζήλευτεσα, αθάνατεσα, άθαφτεσα, αθέατεσα, άθεεσα, αθεόφοβεσα, αθεράπευτεσα, αθλητικιέσα, άθλιεσα, αθόρυβεσα
αθέωτα, επιρ.: αλύπητα, άσπλαχνα.
αθόγαλαν, το: το καϊμάκι.
άθρεφτεσα, η: άθρεφτη.
αθώεσα
αΐκος, αΐκον (θυλ. και αΐκσα, αΐκα), αντ.: τέτοιος.
αιχμάλωτεσα, ακάθαρτεσα, άκακιεσα, ακάλεστεσα, ακάλυπτεσα, ακαμάτεσα, ακαπνεσα, άκαρδεσα, ακατάδεχτεσα
ακεί, επίρ.: εκεί (επίσης ατουκά, ατουπές, ακειαπές, πλαν κεικά, ακέκα).
ακίνδυνεσα, άκλαυτεσα
άκλερεσα, η: καημένη.
άκληρεσα, η: άκληρη.
ακλοθώ, ρ.: ακολουθώ.
Ακ Νταγ Μαντέν, το: Μεταλλείο Λευκού Όρους, περιοχή στο νοτιοδυτικό άκρο του Πόντου και η πρωτεύουσα της περιοχής < (τουρ) Ak Dağ Madeni.
ακόλαστεσα, άκοπεσα, ακριβέσα
άκ’σον, ακ’σέτεν, ρ.: άκουσε, ακούστε (ακούω, έκ’σα, έκ’σαν, έκ’σεν α = το άκουσε).
άλειμμαν, το: το ζωικό λίπος (< αλείφω)· αλειμματοκέριν.
αλευρομάλεζον, το: η αλευρόσουπα.
αληθινέσα
άλλ΄, οι: οι άλλοι· τους άλλτς: τους άλλους.
αλλάζω, ρ. (ελλάγα): αλλάζω· αλλάη, η: η γιορτινή φορεσιά (< αλλαγή).
αλάι, το: η παρέα, η παρέα του γαμπρού στο γάμο, μοίρα στρατού.
αλάπαλουκ, το: η πέστροφα (< τουρκ. alabalık).
αλλέως, επιρ.: αλλιώς, διαφορετικά.
αλλομίαν, επιρ.: ξανά.
αλμεγάδιν, το: το ζώο που αρμέγεται· αλμεγάδιν χτήνον ή χτήνον: η αγελάδα.
αλμεχτέρ’ το: ξύλινος κουβάς για το άρμεγμα των ζώων.
αλυκέσα
αμάν ή χαμάν, επίρ.: αμέσως (< τουρκ. hemen).
αμελέ ταπουρού, τα: τα γερμανικής έμπνευσης τάγματα εργασίας που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για να εξοντώσουν τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου (< τουρκ. amele taburu).
αμάραντον ή μάραντον, το : το βλήτο.
άμον: σαν, όπως, καθώς.
αμπάρ’, το: το αμπάρι, το κελάρι, η αποθήκη (< τουρκ. ambar).
αμπάς, ο: το πανωφόρι, κάπα (< τουρκ. aba).
αμπελώνω, ρ.: φυτεύω αμπέλι, κάνω παιδιά.
άμποτε, επιφ.: μακάρι.
αναγνώριμος, -ος, -ον: άγνωστος.
αναθυμεθή, η: η ανάμνηση ή αναφορά απόντος προσώπου.
ανακατούμαι, ρ.: ανακατώνομαι.
άναλεσα
αναλλαγάδιν, το: πολυτελής ενδυμασία.
αναμένω, ρ. (αναμνόν): περιμένω.
ανάντριστος, η: ανύπαντρη γυναίκα.
ανάσκαμμαν, το: η βρισιά σε νεκρό.
ανασπάλω, ρ. (ανασπάλτς, ανασπάλ’, ενέσπαλα): ξεχνώ.
άναυα, πρόθ.: χωρίς, άνευ.
αναχάπαρα, επιρ.: ξαφνικά.
ανεμικά, τα (το ανεμικόν): οι ρευματισμοί.
ανεμοκαλίτζα ή ανεμοκαλή, η: ο σίφουνας, ο ανεμοστρόβιλος.
ανέντροπος, ο: ξεδιάντροπος.
ανέξερ’τα, επίρ.: εν αγνοία.
ανεφέλ’, το: ο καταρράκτης στο μάτι.
ανθρωπέα, η: η ανθρωπίλα, η μυρωδιά του ανθρώπινου σώματος.
ανιφτοκάτα, η (ο άνιφτος, η άνιφτεσα): ο άπλυτος, συνήθως αυτός που δεν πλένεται το πρωί.
ανοιγάρ’, το (τα ανοιγάρα): το κλειδί, (< ανοίγω, ένοιξα, ένοιξαν).
αντζίν, το (τα αντζία): το πόδι από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο, η γάμπα.
αντίκαλον, το: η ανταπόδοση.
αντιφέρκουμαι, ρ.: εναντιώνομαι.
αντίχαρα ή αντίγαμος: συμπόσιο στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης μία βδομάδα περίπου μετά το γάμο (πβ. τ’εφτά, τα λαλέματα, τα συμπέθερα).
αντράδελφος, ο (αντράλφος, ανατραδέλφα): κουνιάδος.
αντράχνα, η: αγριοκουμαριά, θάμνος· τα φύλλα του χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο κατά της αιμόπτυσης και της αιματουρίας.
αντρίζω (έντρισα, αντρίζνε, άντρισον)
ανυπόμονεσα
ανωχαλία, η: αδυναμία.
αξιναρίτζα, η: ο τσαλαπετεινός.
αούτος ή αούτ’, αούτε, αούτον, αντ. (και ατός, ατέ, ατό, ατοίν, ατά· αβούτος, αβούτε, αβούτεν, αβούτο, αβούτον, αβούτα, αβουτοίντς): αυτός, αυτή, αυτό.
απαλιμιδέα, η: το ξαρμύρισμα.
απάν΄, επίρ: επάνω (απάν’ ιμ: πάνω μου, απάν’ εσουν: πάνω σου, αποπάν’: από πάνω).
απανάρυμαν, το: αραίωμα των φυτών ή φιντανιών στο χωράφι.
απαντή, η: η συνάντηση στο δρόμο, η υποδοχή.
απανωδράνιν, το: ράφι πάνω από το τζάκι.
απαρδάλ΄, το: φόρεμα παρδαλό, φτηνό, οτιδήποτε είναι άξιο να καταστραφεί.
απαροθυμία ή απαραθυμία, η: η απουσία νοσταλγίας για κάτι.
απέσ΄, επίρ.: μέσα.
απιδαβασέας, τα: περάσματα βουνών (< απιδαβαίνω, η απιδαβασέα, επεδέβα).
απίδιν ή απίδ’ , το: το αχλάδι· απιδοζώμ’ ή απιδοζώμιν, απιδοτζίρ’: ξεραμένο στον ήλιο ή στο φούρνο αχλάδι.
απιτάγματα, τα : οι προσταγές.
απιταχτέρ’ ή επιταχτέρ’, το: το παιδί για θελέηματα.
αποδελαχτέρ’ ή αποδαλεχτήριν, το: αραιή γυναικεία χτένα.
αποζαγκούμαι, ρ. : ξεσκουριάζω.
αποκρίσκομαι, ρ. : απαντώ.
απόκαμαν, το: καούρες στο στομάχι, δυσπεψία.
αποκαμάρωμαν, το: αφαίρεση του νυφικού πέπλου (καμαρωτέρ’) από το κεφάλι της νύφης.
αποκόλλημαν, το: απογαλακτισμός μωρού.
αποκουμπιστέρ’ το: στήριγμα για ξεκούραση.
απολαδόστομος, ο: βλάκας, μωρός (πβ. αγλάγανος).
απονεγκάσκουμαι, ρ.: ξεκουράζομαι (πβ. αναπάουμαι).
απόνυφος, η: νύφη που σύντομα χήρεψε ή εγκαταλείφθηκε (πβ. απόγαμπρος).
αποπλυμάτ’, το: ξέπλυμα μαγειρικών σκευών.
απόρκισμαν, το: ο εξορκισμός.
αποσκευαρίζω, ρ. (αποσκευάρτσον): ετοιμάζω.
αποσκευάριμαν, το: μάζεμα των μαγειρικών σκευών μετά το γεύμα.
αποτενύ, επιρ: στο εξής, από δω και πέρα (πβ. άλλο).
απόχαρα ή αποχαρά, η: ματαίωση γάμου, απογοήτευση.
απόχασμα, το: το χασμουρητό.
απράναν, επίρ.: προ ολίγου.
αραεύω, ρ. (εράεψα, αράεψον, εράευα): ψάχνω (< τουρκ. aramak).
αραμπά, η: η άμαξα, το κάρο (< τουρκ. araba).
αραπίτζον, ο: πήλινο μαγειρικό σκεύος μαύρο από τη χρήση.
αρατώρα, επίρ.: τώρα δα (πβ. ατώρα).
αργαστέρ’, το: το εργαστήρι.
αργατία, η: ομάδα εργασίας 5, 10 ή 15 ανθρώπων.
αργεύω, ρ. (έργευα): αργώ.
Αργυρούπολη, η: πόλη του νομού Τραπεζούντας, τούρκικα Gümüşhane (Γκιουμουσχανέ, Κιμισχανέ).
αργώς κι απαργώς, επίρ.: εκτός χρόνου.
αρ καλά, επίρ: καλά λοιπόν.
αρκάλειμμαν, το: το λίπος αρκούδας (< άρκτος + αλείφω).
αρκατάσα, τα: φίλοι καλοί (< τουρκ. arkadaş).
αρκοκαλομάνα, η: η γιαγιά της γιαγιάς (πβ. λυκοκαλομάνα: η μαμά της γιαγιάς, καλομάνα: η γιαγιά, αρκοπάππον, λυκοπάππον).
αρματώνω,ρ. (ερμάτωσαν): στολίζω.
αρνίουμαι, ρ.: αρνούμαι
αρνίτζα, ή: είδος μανιταριού.
αροθυμώ ή αραθυμώ, ρ. (αραθυμούνε, αραθυμίαν, εροθύμεσα, ερεθύμεσα): νοσταλγώ (πβ. αροθυμία).
αρρωστικόν, το: φαγητό προσφερόμενο σε άρρωστο.
αρτούκ, επίρ.: πια, δηλαδή (< τουρκ. artık).
ασηρόχαντος ή ασηράχαντος, ο: ο σκαντζόχοιρος.
ασίχ, το: παιδικό παιχνίδι, το κότσι.
ασκεμεσα
ασλαεύω, ρ.: μπολιάζω (< τουρκ. aşılamak).
ασσού, σύνδ.: αφού.
ασπαλιγμένος, ο: κλεισμένος.
άσπλαχνεσα
ασχανές, ο: η κουζίνα, το μαγειρείο (< τουρκ. aşhane).
ατσάλ΄, το: η μοίρα, ο θάνατος.
ατσάπα, επίρ.: άραγε (< τουρκ. acaba).
ατσιελέν, το: το επείγον (< τουρκ. acele).
αφεντάδες, οι: τα αρσενικά μέλη της οικογένειας για τη νύφη (πβ. ο αφέντης ή αφέντας ή αφέντς, αφεντράδες = κυράδες).
αφερούμ, επίρ.: μπράβο (< τουρκ. aferin).
αφκά, επίρ.: κάτω.
αφκατοκόσκινον, το : κόσκινο για το στάρι.
αφορεσμένος, ο (αφορεζμέντσα): καταραμένος.
αφ’σον, ρ.: άφησε (αφήνω, εφήνα, εφέκα, εφέκαν, αφ’ς).
άφτω, ρ. (έψα): ανάβω (άψιμον).
αχά, επιφ.: να!· αχατοχάς: νάτος· αχατοχάδες.
άχαρος, -ος, -ον: δυστυχής.
αχερών, ο: αχυρώνας (το αχερώνιν, το αχερωνοκάλαθον).
αχούλ, το: μυαλό (< τουρκ. akıl)· αχουλανεύω: βάζω μυαλό· αχουλής, αχουλίσσα, αχουλίν.
αχπάνω, ρ.: βγάζω, ξεριζώνω.
αχπάραγμαν, το: ξαφνικός φόβος από δυνατό θόρυβο· αχπαράζω, αχπάγουμαι, αχπαραγμένος, αχπαράουνταν = τρομάζουν.
αχπάσκουμαι, ρ. (αχπάσκεσαι, αχπάσκεται, αχπάσκουμες, εχπάστα): ξεκινώ.
βαδίζω, ρ.: περπατώ . βαδίζ’νε.
βαθέα, επίρ.: βαθιά / πβ. βαρέα.
βαθυβολίζω, ρ.: σκέφτομαι βαθιά, λογικά.
βαΐτζα, η: ψωμάκι που έδιναν οι νοικοκυρές στα παιδιά που έψαλλαν τα κάλαντα του Λαζάρου.
βαλά, η: καλυμμα κεφαλής της νύφης.
βάλλω, ρ.: βάζω / βάλον.
βαρελόπον, το: βαρέλι μικρό / βαρέλ’ , τα βαρέλα.
βαρκίζω, ρ.: φωνάζω δυνατά / bαρκίζ’νε.
βασιέτ, το: η τελευταία επιθυμία μελλοθάνατου, διαθήκη < (τουρ) vasiyet.
βασιλέας, ο: βασιλιάς / βασιλοπούλιν, το: το βασιλόπουλο, η αλκυόνα.
βαχούτ’, το: ο καιρός, η εποχή < (τουρ) vakit.
βεζίρτς, ο: ο βεζίρης.
βελόνιν, το: η βελόνα / βελόν’ , τα βελόνα.
βεντούζας, τα: οι βεντούζες.
βερεσμέντσα, η: η έγκυος /η έμποδος.
βερκιλής, βερκιλίν: παραγωγικός, εύφορος < (τουρ) verkili.
βιλαέτ’, το: διοικητική περιφέρεια του Οθωμανικού Κράτους < (τουρ) vilayet.
βιντόφκας, τα: τα σχοινιά.
βλαττία, τα: μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα από την Τραπεζούντα κόκκινου χρώματος / το βλαττίν.
βόζια, τα: τα ηνία του αλόγου.
βολετινός, -ος, -όν: βολικός.
βολίζω, ρ.: βουλιάζω / βουλίζω, βουλίουμαι.
βουδ’, το: το βόδι / τα βούδα, η βουρκέντ’ = βουκέντρα, το βούτορον, τα βουτούρτα = βούτυρα.
βούκα,η: η μπουκιά / βουκώνω .
βούρα, η: η χούφτα / τα βούρας.
βουτυροχάρατσον, το: φαγητό με βούτυρο και κρεμμύδι.
βραδάσκουμαι, ρ.: βραδιάζομαι.
βραδή, η: το βράδυ, η βραδιά / βράδον = βράδυ, τα βράδα τα βράδια.
βρεχή, η: η βροχή / τα βρεχία, βρεχ’ = βρέχει.
βρακίν, το: το βρακί / τα βρακία = σώβρακα.
βρασόλ’, το: βραχιόλι / τα βρασόλα.
βρούλα, η: η φλόγα.
γαβάλ’, το: η φλογέρα, ο αυλός < (τουρ) kaval / τα γαβάλα.
γαβάνας, τα: ξύλινα κυκλικά η ελλειπτικά δοχεία για τη διατήρηση του βούτυρου / η γαβάνα.
γάβζ, το: η δυσκοιλιότητα < (τουρ) kabız.
γαβούν’, το: το πεπόνι, τα γαβούνα < (τουρ) kavun / καβούν’.
γαβράνα, η: η κυψέλη /το γουβάν’ < (τουρ) kovan.
γαζανέβω, ρ.: κερδίζω < (τουρ) kazanmak / γαζανέβ’νε.
γαϊδούρ’, το: το γαϊδούρι / τα γαϊδούρα, το γαϊδούριν.
γάλα – γάλα, επίρ.: σιγά – σιγά
γαλατομάλεζον, το: κρεμώδες φαγητό με γάλα, αλεύρι και βούτυρο.
γαλατοσύρβ’,το: σούπα με γάλα και κορκότα / γαλοσίρβ’.
γαλατοφάι, το: κρεμώδες φαγητό με γάλα και καλαμποκίσιο αλεύρι.
γαλατοχάβιτσον, το: κρεμώδες φαγητό με ανθόγαλα, αλεύρι και γιαούρτι.
γαλενός, ο: ήρεμος, γαλήνιος /γαλενά.
γαλιτσόσ’, το: φαγητό με τσορτάνια, βούτυρο και κρεμμύδι.
γαμοκέρα, τα: κεριά που στέλνονταν σε συγγενείς κατά το γάμο / ο γάμον, τα γάμ’τα.
γαμόστολος, ο: η γαμήλια πομπή.
γαμπροκάλεσμαν, το: η πρόσκληση για γλέντι στο γαμπρό και τους συγγενείς του από τους συγγενείς της νύφης.
γαμπροκούρ΄, το: χοντρό κούτσουρο που έπρεπε να σχίσει ο γαμπρός πριν από το γάμο / γαμπροκούριν.
γαμπρολάλα, τα: η επίσκεψη του υποψήφιου γαμπρού στο σπίτι της νύφης μετά από πρόσκληση.
γαμπροφούστορον, το: αβγά τηγανητά με βούτυρο που έπρεπε να πληρώσει για να φάει ο γαμπρός με τον κουμπάρο πριν μπουν στο σπίτι της νύφης.
γαντάρ’, το: το καντάρι, η ζυγαριά / το καντάρ’, τα γαντάρα,
γαπατεύω ή καπατεύω, ρ: κλείνω < (τουρ) kapatmak.
γαραλαΐσματα, τα: δυνατές γοερές κραυγές πόνου και τρόμου / το γραραλάισμαν, γαραλαΐζω.
γάραμσον, το: ο μαϊντανός / γάραμψον.
γαράσαπαν, το: είδος ξύλινου αρότρου με σιδερένιο υνί < (τουρ) karasaban.
γαργάν, το: χορός του Ακ Νταγ Μαντέν.
γαρή, η : η γυναίκα, η σύζυγος < (τουρ) karı / γαρήδες, γαρηδίων, καρή, γαρή μ’ = γυναίκα μου γαρή σ’ = γυναίκα σου, γαρή ατ’.
γαρσουλαεύω, ρ.: συγκρίνω < (τουρ) karşılaştırmak.
γελέκ’, το: το γιλέκ’ < (τουρ) yelek / γιλάκ’ , γελάκ’.
γέλος, το: γέλιο /γέλτον = γέλιο, τα γέλ’τα, εγέλανα.
γεμενία, τα: χαμηλά χωρίς τακούνι αντρικά παπούτσια από δέρμα κατσίκας.
γεμίσα, τα: φρούτα, καρποί.
γεννίουμαι, ρ.: γεννιέμαι / εγεννέθα, εγεννέθαν.
γερά, η: η πληγή < (τουρ) yara / τα γεράδες, οι γεραλαεμέν’.
γερανόφορος, η: ντυμένη με σκούρα ρούχα μεσόκοπη γυναίκα / γερανέεν = γαλάζιο.
γεργανόπον, το: το παπλωματάκι < (τουρ) yorgan / το γιοργάν, τα γιοργάνα.
γερντάνα, τα: το περιδέραιο < (τουρ) gerdan = λαιμός /το γερντάνιν / το γκερντανλούκ.
γιαγλία, τα: πίτες σε σχήμα βάρκας γεμισμένες με διάφορα υλικά, τυρί, κιμά, αυγά και ψημένες στο φούρνο < (τουρ) yağ = λίπος / το γιαγλίν.
γιαγμουρλία, τα: τα αδιάβροχα < (τουρ) yağmur = βροχή / το γιαγμουρλoύκ.
γιαϊλά, η: ορεινός εξοχικός τόπος, το παρχάρ’ < (τουρ) yayla.
γιαμ, σύν.: μήπως / γιόκσα, γιοκ = όχι, για … για + ή … ή < (τουρ) ya … ya.
γιαραεύω, ρ.: χρησιμεύω < (τουρ) yarama,yaramaz.
γιαρούσ’ , το: ο συναγωνισμ’ος, η άμιλλα < (τουρ) yarış.
γιασμάς, ο: χρωματιστό μαντίλι που τύλιγαν γύρω από το φέσι < (τουρ) yaşmak / ή γιαζμά.
γιατάκ’, το: το κρεβάτι, το στρώμα < (τουρ) yatak.
για το ποίον: γιατί, για ποιο λόγο / για τ’ ατό, για τ’εμέν, για τ’εσ’εν, για τ’ατείντζ.
γιαχνίν, το: φαγητό με κρέας, πατάτες, κρεμμύδια, σάλτσα.
γιαχού, το: έμπλαστρο < (τουρ) yakı.
γιοντζά, η: το τριφύλλι < (τουρ) yonca.
γιοσμάς, ο: κομψός νέος / το γιοσμαλίκιν, γιοσμαλούκ’, η γιοσμάσα.
γιουμουρταλία, τα: πίτες με αυγά < yumurta = αυγό.
γιούρτιν, το: βοσκότοπος σε κατηφορική πλαγιά βουνού.
γιουφκάδες, τα: λεπτά φύλλα από ζύμη ψημένα στο σάτσι < yufka.
γκιομλέκι, το: το πουκάμισο < (τουρ) gömlek.
γλιάζω, ρ.: γλιστρώ / γλιάζ’νε, εγλίαξα = γλίστρισα, εγλίαξαν.
γλυκοκαλάτζεμαν, το: η γλυκιά ομιλία.
γλύνω, ρ.: λειώνω
γναφίν, το: η γνάθος, το σαγόνι / τα γναφία = το πρόσωπο.
γνεφίζω, ρ.: ξυπνώ / γνεφίζ’νε, εγνέφ’σα, εγνέφ’σαν.
γνωρίζω, ρ.: εγνώρτσα, εγνώρτσαν.
γοϊμσής. ο: o χρυσοχόος < (τουρ) kuyumcu / κοϊμτζής, κουιμτζής.
γολτούκ’, το: η μασχάλη < (τουρ) koltuk / κολτούκ’.
γομάρ’, το: το φορτίο / γομάριν, σελέκ’, σαλάκ’.
γομώνω, ρ.: γεμίζω / εγόμωσα, εγόμωσαν.
γονάχ’ , το: το αρχοντικό, το παλάτι < (τουρ) konak / το κονάκ’, το κονάκιν, γονεύω = μένω, διανυκτερεύω.
γονουσεύω, ρ.: μιλώ, συζητώ < (τουρ) konuşmak / γονουσέματα.
γορόσα, τα: τα γρόσια, (τουρ) kuruş.
γοτζαμάνος, ο: ο γέρος, ο σύζυγος < (τουρ) kocaman / κοτζαμάνος.
γουεύω, ρ.: λυπάμαι / εγούεψα.
γουζέβω, ρ.: θυμώνω < (τουρ) küsmek / γουζέβ’νε, γουζεμένος = θυμωμένος, γουζεμέντσα, εγούζεψα, εγούζεψαν.
γούλα, η: ο λαιμός / τα γούλας = αμυγδαλίτιδα, το γουλάσ’ = διφθερίτιδα, γουλέας, γουλαρία, ση γούλα σ’ ερούξεν; η γούλα τ’ εγομώθεν = βούρκωσε.
γουή, η: η όχθη, η παραλία / το κουίν = πηγάδι, υπόγειο, το γουβίν.
γουρεύω, ρ.: στήνω, αρχίζω < (τουρ) kurmak.
γουρζουλάς, ο: η πανούκλα, ο διάβολος.
γουρνούμαι, ρ.: ουρλιάζω / το γούρνιαγμαν.
γουρουτζής, ο: αγροφύλακας < (τουρ) korucu.
γουρουχτζής, ο: πρακτικός γιατρός για κατάγματα < (τουρ) kırık.
γουρπάν, το: η θυσία < (τουρ) kurban / γουρπάν να ίνουμαι.
γουρταρεύω, ρ.: σ΄ψζω < (τουρ) < kurtarmak / το γουρτάρεμαν, εγουταρέφτα, εγουταρέφταν.
γραίας τηγάν’, το: ομελέτα με καλαμποκίσιο αλεύρι, αυγά και βούτυρο / γραία, γραιάδες.
γραμματισμέν’, οι: οι μορφωμένοι, ο γραμματισμένον, η γραμματισμέντσα.
γρίζεμαν, το: εκχέρσωση χέρσου εδάφους.
γριζομάκελον, το: μεγάλη τσάπα για βαθύ σκάψιμο.
γυναικίζω
γυροκλώσκουμαι, ρ.: τριγυρνώ.
δαβαίνω, ρ.: περνώ, διαβαίνω / δέβα, δεβάτεν, εδέβηνα, εδέβα, εδέβασες ατό κα, αποδαβαίνω, επεδέβα.
δάβολον, ο: ο διάβολος / τη δαβόλ’ η κάλτσα, δαβολσύνε.
δάκλυμαν, το: ο καθαρισμός, ο εξαγνισμός.
δακρ’, το: το, / δάκρυ, τα δάκρα.
δάκω, ρ.: δαγκώνω / δάκ’νε, δάκσον = δάγκωσε.
δάνος, το: ο δανεισμός πραγμάτων.
δαρμηνεία, η: η συμβουλή.
δασκάλτσα, η: δασκάλα / οι δασκάλ’, ο δασκαλον.
δασκεύω, ρ.: συμβουλεύω.
δατάζω, ρ.: διατάζω / δαταγή, δατάχκουμαι, εδατάχτα.
δαυκίν, το: το καρότο.
δέβα, ρ. : πήγαινε / δεβάτεν, το δέβα και έλα.
δέζ’μ΄, το: ο δυόσμος / τα δεζ’μα.
δεικνύζω, ρ.: δείχνω / δειξίζω, εδέκνιζα, εδέκνισα = έδειξα.
δειλασμένα, επιρ.: δειλά.
δελιάουμαι,ρ.: μπερδεύομαι.
δείσα, η: η ομίχλη.
δελάζω, ρ.: μπερδεύω, εμπλέκω / εδελίασα.
δεμέσια, τα: χορτόπιτες / το δεμέσιν.
δεξά, επίρ.: δεξιά.
δεξάμενος, ο: ο νουνός / δεξαμέντσα, σύντεκνος, συντέκν’σα, το δεξιμάτ’, η δεξιματέα = βαφτιστικιά.
δερνοκοπίουμαι, ρ.: θρηνώ, ολοφύρομαι.
δέχκουμαι, ρ.: δέχομαι / εδέχτα.
διαβολολάγηνον, το: το σταμνί με τη μαγιά για το τυρί.
διβώλισμα, το: το όργωμα του χωραφιού για δεύτερη φορά.
δίγω, ρ.: δίνω / δίεις ή δι’ς, δίγει ή δι, δίγ’νε, δίν’νε, εδώκα ή εδέκα, εδέκαν, δος, δι και παιρ’.
διδυμάρα, τα: τα δίδυμα.
δίκαια, τα: τα δώρα που έστελνε την παραμονή του γάμου ο γαμπρός στη νύφη.
δικούριν, το: το μαλλί του προβάτου που κουρεύεται για δεύτερη φορά.
δικράνιν, το: ξύλινο εργαλείο σε σχήμα διχάλας για τη φόρτωση του σανού.
δίλαβον, το: καζάνι μεγάλο με δύο λαβές / δίλαβον χαλκόν.
διχερέα, η: ποσότητα υλικών που χωράει στις δύο παλάμες / το διχέριν.
δίχωτα ή δίχουτα, επίρ.: με δυο γνώμες.
διώχω, ρ.: διώχνω / διώεις, διώχ’.
δόσα, τα: η προίκα.
δουρβάν’, το: ξύλινο εργαλείο σε σχήμα βαρελιού για το κτύπημα του γάλακτος και την παραγωγή του βουτύρου / δρουβάν’, ξυλλάγγ’, δουρβανίζω.
δουλεία, η: η δουλεία / δουλόπον.
δρανίν, το: ράφι σε τοίχο του σπιτιού.
δώμαν, το: οριζόντια από χώμα στέγη οικίας.
δώρημαν, το: το δώρο / δωρόπον.
έβγα, η: η έξοδος / εβγαίνω, εβγώνω, εβγών’νε ή εξέβα, έβγα, εβγάτεν,εβγάλω, εβγάλ’νε.
εβόρα, η: η σκιά
εβριστόν, το: ζυμαρικό του Πόντου προψημένο, ξερόν μακαρίνα / το ιβριστον.
εγάπ’, η: η αγάπη / εγάπανα, εγάπαναν, εγάπεσα, εγάπεσαν.
έγκα, έγκες, έγκε, ρ.: έφερα, έφερες, έφερε / φέρω.
εγκλεσία, η: η εκκλησία / τα εγκλεσίας.
εγνωρίζω, ρ.: γνωρίζω / γνωρίζω, εγνώρτσα = γνώρισα, εγνώρτσαν.
εθαρρώ, ρ.: θαρρώ, νομίζω / εθαρρούν, εθάρνα, εθάρναν.
έικιτι, επιφ.: επιφώνημα νοσταλγίας.
εκανέθεν, ρ.: φτάνει / κανείται.
εκειαπέσ’. επίρ.: εκεί μέσα / εκεπά = εκεί πέρα, εκέκα = εκεί, εκές = προς τα κει, επεκεί = αποκεί,κατόπιν.
έκλωσεν, ρ.: γύρισε, επέστρεψε / κλώσκουμαι, εκλώστεν, κλώστ’, κλωστός, άκλωστος .
εκόμπωσεν, ρ.: ξεγέλασε / κομπώνω.
εκούξεν, ρ.: φώναξε / κουίζω.
έλα, η: ο ερχομός, η επίσκεψη.
ελέπω, ρ.: βλέπω / ελεπ’ς, ελέπ’, έλεπα, έλεπον = δες.
Έλλενος ή Έλλενας, ο: ο Έλληνας / ελλενικός.
Εκαμώθα :προσποιήθικα
έμνοστος, -ος, -ον: νόστιμος, έμνοστα.
έμορφος, έμορφεσα, έμορφον: όμορφος / έμορφα.
εμπαίνω, ρ.. : μπαίνω / εμπαίντ’ς, η έμπα, εσέβα, έμπα, εμπάτεν.
εμποδέα, η: γυναικεία, συνήθως ριγωτή, ποδιά μακριά μέχρι τους αστραγάλους.
έμποδος, η: η έγκυος / η δίψυχος.
έμπρα, επίρ.: μπροστά / έμπρα μουν, έμπλα σουν, εμπρικέσ’.
εμπροκάρδα, τα: το στήθος της γυναίκας.
εμπρομαμή, η: η βοηθός της μαμής.
εμπροστάλιν, το: στηθόπανο, ένδυμα που φοριόταν πάνω από τα στήθη.
εμπροστία, η: ο σιδερένιος τρίποδας στο τζάκι για βράσιμο νερού.
έμπρουμεραν, επίρ.: προχθές.
εναύλια, τα: χωράφια που είναι κοντά στο χωριό.
ενεμείνα, ρ.: περίμενα / αναμένω.
ένοικον, το: το σπίτι, η κατοικία.
ενούντσεν, ρ.: σκέφτηκε / νουνίζω.
εντάμαν, επίρ.: μαζί.
εντρανώ, ρ.: φροντίζω.
εντώκα, ρ.: κτύπησα / κρούω.
εξαγούρεμαν, το: η εξομολόγηση / εξαβούρεμαν.
εξαπέσα, επίρ.: αλλοπρόσαλλα.
έξεργος, η: γιορτή, αργία
εξέρω, ρ.: ξέρω, γνωρίζω / εξέρτ’ς, έξερον = να ξέρεις.
εξηγίζω, ρ.: εξηγώ / εξηγί’εις.
εξωπότιν, το: το τελευταίο ποτήρι του ποτού.
εξώρας, επίρ.: αργά.
εξωτέρα, η: το πολιτικό δικαστήριο.
επ’ αληθείας, επίρ.: στ’ αλήθεια.
έπαρ’, ρ.: πάρε / παίρω, παίρνω.
επεβγάλω, ρ.: ξεπληρώνω.
επεΐ, επίρ.: αρκετά < (τουρ) epeyce.
επεκεί, επίρ.: έπειτα.
εποίκες, ρ.: έκανες / εφτάω, εποίν’να, εποίκα, ντ’ έποικες.
επλώθεν, ρ.: απλώθηκε / απλούμαι.
επορώ, ρ.: μπορώ / επόρνα, επόρναν.
έργανον, το: όργανο.
έργατα, τα: έργα
ερέχκουμαι, ρ.: μου αρέσει / ορέχκουμαι, ερέχτα.
εριάζω,η οριάζω ρ.: φυλάω / εριάζ’νε, ερίαζα, ερίαζαν, ερίαξα, ερίαξαν, ερία = πρόσεξε, ερίαμαν = σκοπιά, βάζω όρια.
εριστέας,ο : ο εριστικός.
έρχουμαι, ρ.: έρχομαι / έρται, έρτα ή έρθα.
ερωτώ, ρ.: ρωτάω / ερώτανα, ερώταναν, ερώτεσα, ερώτεσαν ερωτέθα, ερωτέθαν.
εσάσεψεν, ρ.: σαστίζω < (τουρ) şaşırmak / σασεύω.
εσγάρα, η: η σχάρα.
εστά, ρ. : στάσου / εσταθέστεν.
εσχωρώ, ρ.: συγχωρώ.
ετοιμάγουμαι, ρ.: ετοιμάζομαι / ετοιμαέστεν.
ετότες, επίρ.: τότε.
ευκαιρώνω, ρ.: αδειάζω / ευκαιρών’νε, ευκαίρωσα, ευκαιρώθεν, εύκαιρος = άδειος, απρόσεκτος, επιπόλαιος, η εύκαιρεσα = η άδεια.
ευκούμαι, ρ.: εύχομαι.
ευρεμάτ’, το: κάτι χαμένο που βρέθηκε / το ευρεμάτιν, ευρήκω, ευρίουμαι, εύρηκον = βρες.
ευρίσκω, ρ.: βρίσκω / ευρίκω, ευρίκ’νε, εύρα, εύραν, ευρίουμαι,ευρίουνταν .
ετέκ’, το: η φούστα < (τουρ) etek / ετέκιν.
εφέκα, ρ.: άφησα / αφήνω, εφήνα.
εφέρθα, ρ.: συμπεριφέρθηκα / φέρκουμαι.
εφτάω, ρ.: κάνω / εφτάγω, εφτάς, ευτάει, εποίκα.
εφτάνω, ρ.: φθάνω / εφτάνε = φθάνουν.
εχάθα, ρ.: χάθηκα / χάμαι = χάνομαι.
εχετεία, η: η περιουσία.
εχολομανίγα, ρ.: νευρίασα / χολομανίουμαι.
εχπούλ, το: το μικρό πουλί που βγαίνει από το αυγό / το πιλίτζ’, το πιλιτζιν.
εχτήθα, επίρ.: από στήθους, παπαγαλία.
έχω, έεις, εσ’, ρ.: έχω, έχεις, έχει / έχνε.
ζα, τα: τα ζώα.
ζαγάρ’, το: το ζαγάρι.
ζαγκότσον, ο: ο καντηλανάφτης / ζαγκότζ’.
ζαγκώνω, ρ.: σκουριάζω / ζαγκωμένος.
ζαέρ, επίρ.: πιθανώς. ίσως.
ζαλίουμαι, ρ.: ζαλίζομαι / ζαλίγουμαι, εζαλίγα = ζαλίστηκα, εζαλίγαν.
ζαμάν, το: ο καιρός, διάστημα < (τουρ) zaman / έναν καιρόν κι έναν ζαμάν.
ζαντός, ο: ο τρελός / παλαλός, ζαντίνω, εζάντινα = τρελάθηκα, εζάντιναν, ζαντέ = τρελέ, η ζάντενα = τρελή, η ζαντέσα = τρελή, τα ζαντίας = τρέλες.
ζαρούδα, τα: οι ζάρες / το ζαρούδιν.
ζατί, επιρ.: εξάλλου < (τουρ) zaten / ζατίμ.
ζελεύω, ρ.: ζηλεύω.
ζεμία, η: η ζημία.
ζενγκίν,ο: ο πλούσιος < (τουρ)zengin .
ζεπίρες, οι: τα κουνάβια / η ζεπίρα.
ζερταλίδιν, το: το βερίκοκο.
ζίλ’, το: η ψιλή φωνή της λύρας.
ζιντζίρα, τα: οι αλυσίδες < (τουρ) zincir = αλυσίδα.
ζίπκα, η: παντελόνι αντρικό μέχρι τους αστραγάλους, χωρίς άνοιγμα μπροστά, με ζώνη.
ζιπούνα, η: σταυρωτό πουκάμισο για τους άνδρες, για τις γυναικες το μακρύ μέχρι τους αστραγάλους ριχτό με φαρδιά μανίκια φόρεμα / ζουπούνα.
ζογούδ’, το: η πυκνή χλόη του βουνού.
ζουρνά, η: ο ζουρνάς, οξύαυλος.
ζύμωτρον, το: σκάφη για ζύμωμα / το ζυμαρομάντιλο, ο ζυμοστάτες, ζουμάρ’, ζουμώνω = ζυμώνω, ζουμών’νε.
ζωνάρ’ τη Παναγίας: το ουράνιο τόξο.