ταβίζω, ρ.: μαλώνω / ταβίζ’νε, το τάβισμαν.
τάζω, ρ. : υπόσχομαι / τάουμαι.
ταής, ο: ο θείος < (τουρ) dayı.
ταβά, η: τηγάνι < (τουρ) tava.
ταμάμ, επίρ.: σωστά, εντάξει < (τουρ) tamam.
τανωμένον σουρβάν’, το: σούπα με τάνι και κορκότα ή πλιγούρι ή ρύζι / το τάν’, τανοσίρβ’.
τάπλα, η: κάλυμμα της κεφαλής των παντρεμένων γυναικών.
ταράουμαι, ρ.: ανακατεύομαι / ταράγουμαι, ταράγουνταν, ταράζω, ταράζ’νε.
ταραπολόζα, τα: γυναικείες ζώνες από την Τρίπολη της Λιβύης.
τάσι, το: κύπελο < (τουρ) tas.
ταφίν, το: ο τάφος / τα ταφία.
τεβόρα, τα: τα λευκά έλατα.
τελικανλής, ο: παλικάρι, θερμόαιμος < (τουρ) delikanlı.
τελόνω, ρ.: τελειώνω.
τεμέκ, επίρ: τάχα, δήθεν, λοιπόν < (τουρ) demek / τεά, τεάμ.
τεντελίζω, ρ.: τουρτουρίζω / τεντελίζ’νε.
τέντζερη, η: τσουκάλι για μαγείρεμα < (τουρ) tencere.
τεπελίκια, τα: κάλυμμα κεφαλής ανύπαντρων κοριτσιών < (τουρ) tepe = κορφή.
τέρεν, ρ.: κύττα / τερώ, τερέστεν.
τερλίκια, τα: κάλτσες από πολύ χοντρή κλωστή < (τουρ) terlik = παντόφλα.
τεστίν, το: στάμνα νερού < (τουρ) testi.
τέτσια, τα: χάλκινα δοχεία για τη φύλαξη των καβουρμάδων.
τεψίν, το: ταψί < (τουρ) tepsi.
τζαντζαρεύω, ρ.: = σκαρφαλώνω / τζαντζαρεύ’νε.
τζεβζέ, η : το μπρίκι < (τουρ) cezve.
τιδέν, αντ.: τίποτε / τιδέν ‘κ’ εν’.
τίκ, το: χορός παμποντιακός.
τοξάριν, το: το δοξάρι της λύρας.
τοουσεύω, ρ.: μαλώνω < (τουρ) dovüşmek.
τοπλαεύω, ρ.: μαζεύω < (τουρ) toplamak / τοπλαεύκουμαι, ετοπλαεύταν.
τουβάρ’, το: ο τοίχος, το ντουβάρι < (τουρ) duvar.
τουλουμτζήδες, οι: οι μουσικοί που έπαιζαν την γκαίντα < (τουρ) tulum.
τουλπίρ’, το: γυναικείο κόσμημα από ασημένιες αλυσίδες για το κεφάλι.
τουλώνω, ρ.: σωπαίνω / τούλωσον, τουλώστεν.
Τουρκάντ’, οι: οι Τούρκοι.
τραβωδία, η: το τραγούδι / η τραγωδία, ο τραγωδάνον.
τρανύνω, ρ.: μεγαλώνω / ο τρανον, η τρανέσα, τα τρανά, τρανύν’νε, τρανόν κορίτς = γεροντοκόρη, τρανόν αγούρ’.
τρίμμαν, το: κουρκούτι, φαγητό με αλεύρι από σιτάρι, κρεμμύδια και βούτυρο.
Τρίτη ασβολερή, η : αποφράδα ημέρα στον Πόντο ήταν η Τρίτη.
Τρυγομηνάς, ο: ο Οκτώβριος.
τρυγόνα, η: χορός του Ακ Νταγ Μαντέν.
τρυπίν, το: τρύπα / τα τρυπία, τρυπεμένα = τρυπημένα.
τσαγγίν’, το: παπούτσι, πόδι.
τσαγτσίρα, τα: στενό αντρικό παντελόνι.
τσαζούδες, οι: μάγισσες.
τσαΐζω, ρ.: φωνάζω δυνατά / τσάϊξον = φώναξε, τσαϊχτά = φωναχτά.
τσαΐρια, τα: λιβάδια, βοσκοτόπια < (τουρ) çayır.
τσακανίουμαι, ρ.: σέρνομαι στα πόδια μου, ταλαιπωρούμαι / τσακανίουμες.
τσακώνω, ρ.: σπάζω / τσακωμένον.
τσάλτικα, η: παιχνίδι παιδικό, τσιλίκι.
τσάμιας, τα: οι πλεξούδες / η τσάμια.
τσαμούρ’, το: η λάσπη < (τουρ) çamur / τα τσαμούρα, τσαμουρωμένος, τσαμουρωμέντσα, τσαμουρωμένα = λασπωμένα.
τσαούσης, ο: λοχίας < (τουρ) çavuş.
τσαράνα, η: λάμπα πετρελαίου.
τσαραχότ’, το: ή εμπροπίς, παμποντιακός χορός.
τσαρκούλιν, το: πέπλο που κάλυπτε το κεφάλι της νύφης ή καμαρωτέρ’.
τσατεύω, ρ.: συναντώ.
τσατσαλίζω, ρ.: ξεγυμνώνω / ο τσάτσαλον = ολόγυμνος, η τσάτσαλεσα, τσατσαλίζ’νε.
τσαφίζω, ρ.: ξύνω / τσαφίζ’νε.
τσερέζια, τα: ξηροί καρποί < (τουρ) çerez.
τσεχέλ’κον, το: άβγαλτο παιδί < (τουρ) cehil.
τσιγ κεφτές, ο: κεφτές με ωμό κιμά και πλιγούρι < (τουρ) çiğ köfte.
τσίζω, ρ.: λυπάμαι.
τσικάριμ: καρδούλα μου < (τουρ) ciğer = συκώτι.
τσιλίδ’, το: αναμμένο κάρβουνο.
τσιλτεύω, ρ.: κατουρώ / τα τσιλτούρα, τσιλτέας, τσίλτεμαν, τσιλτεύ’νε.
τσιμίδ’, το: ο νους, το μυαλό.
τσιμπουσ’, το: το συμπόσιο.
τσίπα, η: ο αφαλός.
τσιπ καλά, επίρ.: πολύ καλά.
τσίρια, τα: ξεραμένα φρούτα.
τσιριχτά, τα: οι λουκουμάδες.
τσιτσέκια, τα: λουλούδια < (τουρ) çiçek.
τσιτσίν, το: το βυζί / τα τσιτσία.
τσούνα, η: η σκύλα / τσούνας παιδίν.
τσορτάνα, τα: σβώλοι από πασκιτάν ξεραμένοι στον ήλιο / τσορτάν.
τυραννίουμαι, ρ.: τυραννιέμαι / τυραννίουνταν.
τυρομύντζ’, το: είδος τυριού σαν μυζήθρα.
υβρίζω, ρ.: βρίζω / η υβρισία, το ύβρισμαν, ο υβριστέας.
υεία, η: η υγεία /υία, ύαν, ύας, υείας και χαιρετίας.
υλάζω, ρ.: γαυγίζω / το ύλαγμαν, ο υλαγμός, υλάζ’νε, ύλαξα, υλάξτε.
υλίζω, ρ.: στραγγίζω / υλίζ’νε, το υλιστέρ’, το υλιστέριν, υλιστερόν = στραγγιστό, υλιστόν = στραγγισμένο γιαούρτι.
υπαντρία, η: ο γάμος / το υπάντρεμαν, υπαντρεύω, η ύπαντρος = παντρεμένη.
υπερηφανεύκομαι, ρ.: περηφανεύομαι, υπερηφανεύκουμαι, υπερηφανεύτα, η υπερηφανία.
υπνάσκουμαι, ρ.: νυστάζω, υπνοβατώ, ο υπνασμένος = υπνοβάτης, η υπνασμέντζα, ο υπνέας = υπναράς, η υπνού = υπναρού, η υπνωή = νύστα, υπνώνω = νυστάζω, ύπνωσα = νύσταξα.
υποψιάσκουμαι, ρ.: υποψιάζομαι, υποψιάστα.
υστερινός, ο: τελευταίος, υστερνά = στο τέλος, υστερναίος = κατοπινός, υστερνοκαίριν = φθινόπωρο, υστερνοπαίδ’, υστερνοπούλ’.
υφάδ’, το: υφάδι, υφαίνσιμον, υφαίστρα = υφάντρα, ύφαση = ύφανση, υφαστικά = υφαντικά.
φαγόπον, το: το φαγάκι / φαγοποτίζω, φα = φάε, φάζω = ταίζω, φάζ’νε, το φαΐν, τα φαΐα.
φαμελία, η: η οικογένεια.
φαρμακώνω, ρ.: δηλητηριάζω / το φαρμάκιν, τα φαρμάκα.
φέγγον, ο: το φεγγάρι.
φελία, τα: φέτες ψωμιού βουτηγμένες σε γάλα και αυγό και τηγανισμένες με λάδι / to φελίν.
φέρκουμαι, ρ.: συμπεριφέρομαι.
φεύω, ρ. : φεύγω / φευς, φευ, φεύ’νε.
φιλάρα, τα: ελαφριά πέδιλα για βρέφη.
φιλέρ’, το: φλαμούρι.
φιλώ, ρ.: αγαπώ / φιλίουμαι, φιλάσκουμαι = συμφιλιώνομαι, το φίλασμαν.
φοούμαι, ρ.: φοβάμαι / φογούμαι, φοούμες, φοούστουν, η φοβερέσα, o φοβετσέας = φοβητσιάρης.
φορίζω, ρ.: ντύνω / φορίστεν.
φορκάλ’, το: η σκούπα.
φορφάκα, η: ο βάτραχος / τα φορφάκας.
φοσίζω, ρ.: παραχώνω / φοσίζ’νε, φοσίγουμαι, φοσίγουνταν.
φοτά, η: η ποδιά.
φουλίρα, τα: τα φλουριά / φλωρίν.
φουντάριν, το: το καρβέλι το ψωμί.
φουρκίζω, ρ. : πνίγω / φουρκίζ’νε.
φουρνίν, το: ο φούρνος / τα φουρνία.
φούστορον, το: ομελέτα με αυγά και διάφορα άλλα υλικά / φούστορον, φούστουρα, φουστρολάβασον.
φουτίζω, ρ.: αερίζομαι / ο φουτέας.
φτείρα, η: η ψείρα / τα φτείρας, ο φτειρέας.
φτιλακίζω, ρ.: τρομάζω, σπαρταρώ / φτιλακίζ’νε, φτουλακίζω, το φτουλάκισμαν.
φτουλίζω, ρ.: ξεπουπουλιάζω.
φωτάζω, ρ.: φέγγω, λάμπω.
φωτίζω, ρ.: βαφτίζω / φωτίζ’νε.
χαβίτσ’, το: φαγητό με φουρνισμένο καλαμποκίσιο αλεύρι και βούτυρο.
χαίρουμαι, ρ.: χαίρομαι / χαρά = ο γάμος, η χαιρετία.
χαλαλοή, η: η φασαρία / η χαλασμονή = ο χαμός.
χαλκίν, το: ή χαλκόν, χάλκινο δοχείο και καζάνι με χερούλι.
χάμαι, ρ.: χάνομαι / χάθ’ = χάσου, χάνω, χαντς, χάν’, χάσον.
χαμαιλέτε, η: ο μύλος.
χαμάν, εππίρ.: αμέσως < (τουρ) hemen.
χαμελύνω, ρ.: χαμηλώνω / χαμελά, η χαμελέσα.
χαμούφτας, τα: άγριες φράουλες.
χαντιλιάουμαι, ρ.: θαμπώνουμαι.
χαπάρ’, το: η είδηση < (τουρ) haber / τα χαπάρα, χαπαράζω.
χαρά, η: ο γάμος / χαρεντερίζω, χάρουμαι, χάρουνταν.
χαρτίν, το: το χαρτί / τα χαρτία.
χαρτσεύω, ρ.: ξοδεύω < (τουρ) harcamak.
χασεύω, ρ.: ζεματίζω / χασεμένος.
χασίλ’, το: φαγητό με κορκότο σιταρίσιο ή καλαμποκίσιο.
χασλούκ’, το: το χαρτζιλίκι.
χάταλον, το: βρέφος, παιδί.
χαψία, τα: ψάρια μικρά, γαύρος < (τουρ) hamsi.
χεροκαλκ’, το: χάλκινο σκεύος για διάφορες χρήσεις.
χειλιαύρη, η: η φλογέρα.
χίλα : χίλια / ο χιλοπλούμιγον.
χειμωγκός, ο: ο χειμώνας.
χερ’, το : χέρι / χερέα = όσο χωράει στη χούφτα.
χινέα, η: φυτική βαφή ρόδινου χρώματος.
Χιντιρελές, ο: ο Άγιος Γεώργιος όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι.
χολάζω, ρ.: εξοργίζω / χολιούμαι, τα χολία, χολομανίγουμαι, χολέσκουμαι, χολέσκουνταν, χολεσμένος, χολεσμέντσα
χοντρολαλώ, ρ.: μιλώ μεγαλόφωνα.
Χορτοθέρτς, ο: ο Ιούλιος.
χοσλανεύκομαι, ρ.: μου αρέσει < (τουρ) hoşlanmak.
χουλένω, ρ.: ζεσταίνω / χουλέν = ζεστό, χούλεμαν, χουλίουμαι = ζεσταίνομαι, χουλίουνταν.
χουλιάρα, τα: τα κουτάλια / η χουλαρέα = η κουταλιά.
χρέσκουμαι, ρ.: χρειάζομαι / χράσκουμαι.
Χριστουγεννάρτς, ο: ο Δεκέμβριος / Χριστιανάρτς.
χτενίουμαι, ρ.: χτενίζομαι / χτενίουνταν.
χτήνα, τα: οι αγελάδες / το χτήνον, το αλμεγάδιν χτήνον.
χωρέτες, ο: ο χωρικός / η χωρέτ’σα.
ψαλαφώ, ρ.: ζητώ / η ψαλαφία, ψαλάφεμαν = πρόταση γάμου, το ψαλαφίον = αίτηση.
ψεματικά, επίρ.: ψεύτικα / ψεματικός.
ψένω, ρ.: ψήνω / ψεμένος, ψεμέντζα, ψημέντζα, ψητέσα, ψεμένον, ψέουμαι, η ψεσ’ = ψήση, ψέσιμον, ψέσκομαι, ψέσον.
ψεύτες, ο: ο ψεύτης / ο ψεύτας, η ψευτία, η ψεύτικεσα, ψευτύνω = διαψεύδω.
ψή, η: η ψυχή / τα ψήα, το ψόπον, ψυχόπον, ψυχοκόριτζον, ψυχοπαίδ’, ψυχομάχεμαν.
ψηλέσα, η: η ψηλή, ψηλόλεγνος, ψηλολεγνέσα, ψηλορραχέα, το ψήλος = ύψος.
ψηφίζω, ρ.: υπολογίζω.
ψίνα, τα: τα ψώνια / ψινίζω = ψωνίζω, το ψίνισμα, ψουνίζω, ψώντσον = ψώνισε.
ψοφεμένος, ο: ψόφιος / το ψόφεμαν = ψοφίμι, το ψοφεμάτ’, ψοφεμένος = τσιγκούνης, ψοφεμέντζα, ψοφένω, ψοφίζω.
ψύχος, το: ο πυρετός / ψυχούμαι = παθαίνω ελονοσία, ψυχωμένος.
ψωμίν το: το ψωμί / ψωμία, ψωμίτζα = φέτα ψωμιού, ψωμάς, ψωμάβα = γυναίκα φούρναρη, ψωμόπον, ψωμοτάρεζον = ράφι ψωμιών, ψωμοφούρνιν, ψωμοσάνιδον.
ωβάζω, ρ.: γεννώ αυγά / τα ωβά, ωβόπον, ωβάζ’νε, ώβασον, ώβασμαν, ωβαστάριν = κοτέτσι, ωβατσής = αβγουλάς, ωβότζεπλον.
ωμίν, το: ο ώμος / τα ωμία.
ωράζω, ρ: προσέχω, φυλάω / ωράζ’νε, ωρία = πρόσεχε, ωράγουμαι = φυλάγομαι, το ώρασμαν, ώράσον.
ώσπουτα, σύνδ.: έως ότου.
ωτίν, το: το αυτί / τα ωτία, ωτόπον, ωτόπονος.