Επιμέλεια ιστοσελίδας: Ρούσσος Στράτος & Σακοράφας Θάνος
Τμήμα Α3 της Α΄ Τάξης - Α΄ Αρσάκειο Λύκειο Ψυχικού
Σχολικό έτος 2021-2022
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Η ελονοσία είναι λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από πρωτόζωα του γένους Πλασμώδιο που παρασιτούν στα ερυθροκύτταρα των οργανισμών.Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις έλος και νόσος, καθώς είχε παρατηρηθεί ότι η νόσος ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη γύρω από ελώδεις περιοχές. Διεθνώς αποκαλείται μαλάρια από την πεποίθηση που επικρατούσε κάποτε ότι η ασθένεια προκαλούνταν από τον "κακό αέρα" κοντά στα έλη. Η ελονοσία προκαλεί συμπτώματα που συνήθως περιλαμβάνουν πυρετό, κούραση, εμετούς και πονοκεφάλους. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει ίκτερο, επιληπτικές κρίσεις, κώμα ή θάνατο. Τα συμπτώματα αυτά ξεκινούν δέκα με δεκαπέντε μέρες μετά το τσίμπημα. Σε αυτούς που δεν έχουν θεραπευτεί κατάλληλα, η ασθένεια μπορεί να επανεμφανισθεί μήνες αργότερα. Σε αυτούς που μόλις ξεπέρασαν μια μόλυνση, η επαναμόλυνση συνήθως προκαλεί ηπιότερα συμπτώματα. Αυτή η μερική ανοσία εξαφανίζεται για μήνες έως χρόνια, αν δεν υπάρχει τρέχουσα έκθεση στην ελονοσία.
Κατά κύριο λόγο, η ασθένεια μεταδίδεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα ενός θηλυκού κουνουπιού του γένους Ανωφελές . Το τσίμπημα εισάγει τα παράσιτα από το σάλιο του κουνουπιού μέσα στο ανθρώπινο αίμα.Τα παράσιτα έπειτα ταξιδεύουν μέχρι το ήπαρ, όπου ωριμάζουν και αναπαράγονται. Πέντε είδη του Πλασμωδίου μπορούν να μολύνουν και να εξαπλωθούν από τους ανθρώπους.Οι περισσότεροι θάνατοι προκαλούνται από το P. falciparum καθώς τα P. vivax, P. ovale και P. malariae, γενικά, προκαλούν μία ηπιότερη μορφή ελονοσίας . Τα είδη P. Knowlesi σπάνια προκαλούν ασθένεια στους ανθρώπους.Η ελονοσία διαγιγνώσκεται συνήθως με μικροσκοπικές εξετάσεις αίματος χρησιμοποιώντας επιχρίσματα αίματος ή με γρήγορα διαγνωστικά τεστ βασισμένα σε αντιγόνα.Έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι που χρησιμοποιούν την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) για να ανιχνεύουν το DNA των παρασίτων, αλλά δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενες σε περιοχές όπου εμφανίζεται η ελονοσία, λόγω του κόστους και της πολυπλοκότητάς τους.
Τα συμπτώματα της ελονοσίας αρχίζουν τυπικά 8-25 ημέρες μετά τη μόλυνση.Ωστόσο, τα συμπτώματα μπορεί να εμφανισθούν αργότερα σε όσους έλαβαν ανθελονοσιακά φάρμακα ως μέθοδο πρόληψης.Οι αρχικές εκδηλώσεις της νόσου, κοινές σε όλα τα είδη της ελονοσίας, είναι παρόμοιες με τα συμπτώματα της γρίπηςκαι μπορεί να μοιάζουν με άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως η σηψαιμία, η γαστρεντερίτιδα και ιογενείς παθήσεις.Η κλινική εικόνα μπορεί να περιλαμβάνει πονοκέφαλο, πυρετό, ρίγη, πόνο στις αρθρώσεις, εμέτους, αιμολυτική αναιμία, ίκτερο, αιμοσφαιρίνη στα ούρα, λεύκανση του αμφιβληστροειδούς και σπασμούς.
Η ελονοσία θεραπεύεται με ανθελονοσιακά φάρμακα· το ένα που χρησιμοποιείται βασίζεται στον τύπο και τη δριμύτητα της νόσου. Ενώ τα αντιπυρετικά φάρμακα είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα, τα αποτελέσματα τους δεν είναι σαφή.Η απλή ελονοσία μπορεί να θεραπευτεί με από του στόματος φαρμακευτική αγωγή. Η πιο αποτελεσματική θεραπεία για τη μόλυνση από το P. Falciparum είναι η χρήση της αρτεμισινίνης σε συνδυασμό με άλλα ανθελονοσιακά (γνωστή ως θεραπεία συνδυασμού αρτεμισινίνης,ή ACT ) η οποία μειώνει την αντίσταση σε κάθε μεμονωμένο συστατικό του φαρμάκου
Η ελονοσία κατατάσσεται είτε σε «σοβαρή» είτε σε «ήπια» από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Θεωρείται σοβαρή όταν κάποιο από τα ακόλουθα κριτήρια είναι παρόν, αλλιώς θεωρείται ήπια.
Διαταραχές της συνείδησης
Σημαντική αδυναμία τέτοια ώστε το άτομο να μην είναι σε θέση να περπατήσει
Αδυναμία να σιτιστεί ο ασθενής
Δύο ή περισσότεροι σπασμοί
Χαμηλή αρτηριακή πίεση (λιγότερο από 70mmHg σε ενήλικες και 50mmHg σε παιδιά)
Κυκλοφορική καταπληξία (shock)
Αιμορραγία ή αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 50 g / L
Λόγω της μη ειδικής φύσης της παρουσίασης των συμπτωμάτων, η διάγνωση της ελονοσίας σε μη ενδημικές περιοχές απαιτεί υψηλό βαθμό υποψίας, η οποία θα μπορούσε να γεννηθεί από οτιδήποτε από τα ακόλουθα: ιστορικό πρόσφατου ταξιδιού, διογκωμένος σπλήνας, πυρετός, μικρός αριθμός αιμοπεταλίων στο αίμα, καθώς και υψηλότερα από το κανονικό επίπεδα της χολερυθρίνης στο αίμα σε συνδυασμό με φυσιολογικό επίπεδο λευκών αιμοσφαιρίων.Τα επιχρίσματα αίματος αναλύονται για τη διάγνωση της ελονοσίας.Η ελονοσία συνήθως επιβεβαιώνεται με τη μικροσκοπική εξέταση επιχρίσματος αίματος ή με τα ταχέα διαγνωστικά τεστ (Rapid Diagnostic Tests-RDTs) που ανιχνεύουν με ανοσοχρωματογραφία ειδικά αντιγόνα. Η μικροσκοπική ανάλυση είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη μέθοδος για την ανίχνευση του παρασίτου της ελονοσίας—περίπου 165 εκατομμύρια επιχρίσματα αίματος εξετάστηκαν για την ελονοσία το 2010
Η ηπατική ανεπάρκεια ως αποτέλεσμα της ελονοσίας, είναι ασυνήθης και συνήθως εμφανίζεται μόνο σε εκείνους που πάσχουν από άλλες παθολογικές ηπατικές καταστάσεις, λ.χ. ιογενή ηπατίτιδα ή χρόνια ηπατική νόσο.Το σύνδρομο ονομάζεται μερικές φορές ηπατίτιδα από ελονοσία. Αν και θεωρείται σπάνιο περιστατικό, η ηπατοπάθεια από ελονοσία παρουσιάζει αύξηση, ιδιαίτερα στη Νοτιοανατολική Ασία και την Ινδία. Η ηπατική βλάβη στους ασθενείς με ελονοσία σχετίζεται με μεγαλύτερη πιθανότητα επιπλοκών και θανάτου.