Διατροφή - Μαγειρική

ΤΥΡΟΠΙΤΑ ΧΩΡΙΣ ΦΥΛΛΟ

Υλικά (για 8 μερίδες)

  • 500 γρ. τυριά διάφορα (καλύτερα να υπερισχύει η φέτα)

  • 250 γρ. γάλα

  • 1 κούπα αλεύρι που φουσκώνει μόνο του

  • 1/2 κούπα ελαιόλαδο + λίγο για το σκεύος

  • 3 αυγά μεσαίου μεγέθους ή 2 μεγάλα

  • 1/2 κεσεδάκι (100 γρ.) γιαούρτι

Διαδικασία

Θρυμματίζουμε τη φέτα με τα χέρια μας και τρίβουμε τα υπόλοιπα τυριά. Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180° C.

Βάζουμε στο μίξερ το γάλα, το αλεύρι και το ελαιόλαδο. Χτυπάμε σε μέτρια ταχύτητα μέχρι να ομογενοποιηθούν. ( Εναλλακτικά μπορούμε να ανακατέψουμε και με το χέρι).

Ρίχνουμε ένα-ένα τα αυγά, συνεχίζοντας το χτύπημα. Σταματάμε το μίξερ και ενσωματώνουμε τα τυριά, ανακατεύοντας με ένα κουτάλι.

Λαδώνουμε ένα πυρέξ ή ένα αντικολλητικό ταψί. Απλώνουμε σε αυτό το μείγμα.

Ψήνουμε στον προθερμασμένο φούρνο για 35-40 λεπτά, μέχρι να πάρει χρώμα η τυρόπιτα.

Τη σερβίρουμε ζεστή ή κρύα.

Επιμέλεια: Β3

Βερίκοκο: Το βερίκοκο κατάγεται από τη Βόρεια Κίνα, Μαντζουρία και Μογγολία και ήρθε στην Ευρώπη από την Αρμενία απ΄ όπου πήρε και το όνομά της. Η καλλιέργειά της ήταν γνωστή στην Κίνα από το 2.200 π.Χ. και φαίνεται ότι μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από τον Μέγα Αλέξανδρο, γιατί δεν αναφέρεται από τον Θεόφραστο (400 π.Χ.). Ο Διοσκουρίδης ανέφερε τα βερίκοκα ως αρμενικά μήλα, λόγω της προέλευσης του φυτού. Στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα το ονομάζουν χρυσόμηλο, ενώ σε άλλα μέρη της Ελλάδος χρησιμοποιούν το όνομα ζαρδελιά.



Η ονομασία «βερίκοκο» προήλθε πιθανώς από το λατινικόpraecocia που σημαίνει «πρώιμα», επειδή παρουσιάζει πρώιμη ωρίμανση. Από την ελληνική ονομασία προέρχεται η αραβική berkuk.

Είναι σαρκώδης, σφαιρικός, με αυλακωτή κοιλιακή ραφή. Ο πυρήνας (κουκούτσι) είναι ξυλώδης και στο εσωτερικό του περιέχει 1-2 σπόρια με πικρή γεύση που μοιάζουν με αμύγδαλα και χρησιμοποιούνται στην φαρμακοποιία.Το σαρκώδες και χυμώδες περικάρπιο είναι εύγευστο, γλυκό και έχει χρώμα πορτοκαλοκίτρινο. Το εξωτερικό του βερίκοκου (φλούδα) είναι λεπτό, συνήθως χνουδωτό και είναι χρώματος κίτρινου με μερικές κόκκινες κηλίδες στη μπροστινή του πλευρά.

Επιμέλεια: Λιζάρδος Ορφέας

Ακτινίδιο

Το ακτινίδιο είναι θάμνος με άνθη χρώματος κόκκινου ή λευκού. Τα φύλλα του έχουν ωοειδές σχήμα και στο κάτω μέρος τους έχουν χνούδι. Ο καρπός του είναι ράγα και είναι εδώδιμος, με γλυκόξινη γεύση. Το εξωτερικό του μέρος είναι χρώματος καφέ και το εσωτερικό είναι χυμώδες, με πράσινο χρώμα και μικρά σποράκια, χρώματος μαύρου.

Η Κίνα θεωρείται επικρατέστερη πατρίδα του ακτινιδίου, από τα αρχαία χρόνια. Το συναντάμε και σε περιοχές της Σιβηρίας, της Ιαπωνίας, της Κορέας και της Μαλαισίας. Το γνωστότερο είδος που καλλιεργείται στην Ελλάδα ονομάζεται Ακτινίδιον το σινικό. Το φυτό ήταν αυτοφυές στην Κίνα και ταξίδεψε μετά το 19ο αιώνα στη Βρετανία και το 1906 στη Νέα Ζηλανδία.

Η ονομασία του όμως κίουι (Kiwi) προέρχεται από το ομώνυμο πτηνό, το οποίο είναι εθνικό σύμβολο της Νέας Ζηλανδίας, όπου ζει αποκλειστικά. Την ονομασία αυτή την πήρε το ακτινίδιο από το φυτοκόμο Hayward Wright (1873-1959), ο οποίος πειραματίστηκε με τα φυτά και κατόρθωσε να δημιουργήσει την ποικιλία που είναι γνωστή σήμερα. Με τη σημερινή μορφή του, το ακτινίδιο καλλιεργείται από το 1950, συγκεκριμένα το είδος Ακτινίδιο το νόστιμο. Επιμέλεια: Β3