Η οδοντογλυφίδα στο πάτωμα

Μια τεράστια μορφή των ελληνικών γραμμάτων, ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του «ΑΣΚΗΤΙΚΗ» γράφει: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή». Φως λοιπόν, ίσον ζωή.Η ζωή ξεκινάει για τον καθένα μας μια λαμπερή ημέρα, λουσμένη στο φως. Συνεχίζει να μας πλημμυρίζει, έως την ώρα που θα περάσουμε το κατώφλι για να μπούμε στη νέα άβυσσο. Κι αυτό το γεγονός της καθημερινής λαμπρής ημέρας μας, της λουσμένης με το φως, θα έπρεπε από μόνο του να είναι για εμάς μια γιορτή. Αν κάποιος κοιτάξει ολόγυρά του θα δει το φως να κυριαρχεί παντού. Κι αν κάποιος κοιτάξει γύρω του ακόμα καλύτερα θα διαπιστώσει, χωρίς ιδιαίτερο κόπο είναι η αλήθεια, πως η ζωή -δηλαδή το φως- κυριαρχεί παντού. Στον λόγο, στις παρέες, στα μικρά καφέ, στα πάρκα, στους δρόμους, στις πλατείες. Άραγε υπάρχει κάτι που μπορεί να το κρύψει; Να μας κάνει τυφλούς και να μην μπορούμε να το δούμε; Ο ΘΥΜΟΣ. Μόνο ο θυμός μπορεί να μας τυφλώσει. Ο θυμός είναι το απόλυτο σκοτάδι. Κάποια εποχή, χρόνια πριν, είχα μοιραστεί το ίδιο ταξί με μια εξαιρετικά καλοβαλμένη γυναίκα, αρκετά προχωρημένης ηλικίας θα τολμούσα να πω. Ο οδηγός, κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της κοινής μας διαδρομής, επιχείρησε έναν απότομο ελιγμό, ώστε να αποφύγει μιαν ενδεχόμενη σύγκρουση με κάποιο άλλο όχημα, που είχε κινηθεί ενάντια στο ταξί του. Είχε, πραγματικά, εξαγριωθεί. Η κουβέντα που του ξεστόμισε τότε -εκείνη η γυναίκα- με είχε αφήσει άναυδο. «Μην θυμώνεις, παιδί μου, Να ξέρεις πως ο θυμός είναι το πιο θανάσιμο αμάρτημα». Όταν την προέτρεψα να συνεχίσει, με απόλυτα φυσικό τρόπο, η γυναίκα είπε: «Γίνεσαι άγριο θηρίο, εάν έβλεπες τον εαυτό σου θυμωμένο, είμαι σίγουρη πως δεν θα μπορούσες να πιστέψεις ότι είσαι εσύ ή, κι αν το πίστευες θα κατέβαζες το κεφάλι σου από ντροπή».Ρίζωσε μέσα στο μυαλό μου η κουβέντα της. Πολλά χρόνια αργότερα μιλώντας και εγώ με κάποιους φίλους, προέτρεψα το ίδιο ακριβώς πράγμα, έναν κατά είκοσι χρόνια μικρότερό μου φίλο. Να μην θυμώνει. «Γιατί;» ήταν η απλοϊκή του ερώτηση.Τι να του απαντούσα; Τότε, έχοντας την εικόνα εκείνης της γυναίκας μέσα στο ταξί στο μυαλό μου, ξεθωριασμένη σίγουρα από τα χρόνια που έχουν περάσει, του αφηγήθηκα το εξής: «Ας υποθέσουμε πως βρίσκεσαι στο σπίτι. Στον πάγκο της κουζίνας υπάρχει αφημένο ένα κουτί με οδοντογλυφίδες. Από μιαν απροσεξία σου πέφτουν όλες κάτω και σκορπίζονται στο πάτωμα. Νευριάζεις, σκύβεις και μία-μία τις βάζεις μετά από ώρα και πάλι στο κουτί τους. Όμως, ξεχνάς μία. Σιγά το πράγμα, θα πεις. Μετά από μερικά λεπτά επιστρέφει η γυναίκα σου από τη δουλειά. Όλο νεύρα και εκείνη από τη σκληρή ημέρα ή, από την κίνηση στους δρόμους. Το μάτι της, περιέργως, πέφτει επάνω στην οδοντογλυφίδα που είναι ακόμα στο πάτωμα. Σε ρωτάει. Της εξηγείς και απλά σου κάνει μια παρατήρηση. Γιατί αφού τις μάζεψες όλες εκείνη την άφησες στο πάτωμα; Και αμέσως σκύβει να την πιάσει. Εσύ, θυμώνεις, όμως και εκείνη το ίδιο. Κάτι της λες, κάτι σου λέει και ξεκινάει μια κόντρα, η οποία λόγω του θυμού και των δύο, έχει ανέβει πια σε ένα άλλο επίπεδο. Εάν εκείνη τη στιγμή ο ένας από τους δύο δεν καταφέρει να χαλιναγωγήσει τον θυμό του, τότε ακόμα και μια σχέση μπορεί να έχει περάσει στην ιστορία».Μπορεί; Είναι άραγε δυνατόν ένα ζευγάρι να φτάσει ακόμα και στον χωρισμό εξαιτίας μιας οδοντογλυφίδας που απέμεινε στο πάτωμα; Δεν το πιστεύεται; Κι όμως τα χάος προέρχεται μέσα από την τάξη. Κανένας από τους δύο δεν ψάχνει να πατήσει στο φως. Τους έχει κυριεύσει και τους δύο το σκοτάδι. Ο θυμός. «Τότε που εσύ…», «Εγώ;», «Έχεις να πεις κι άλλα;»…Είναι εκείνη η στιγμιαία αρρώστια του νου, η κακιά η ώρα κατ’ όπως την λένε, που κανένας μας δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του. Θυμηθείτε. Πόσα εγκλήματα; Πόσοι πόλεμοι; Πόσος πόνος μπορεί να έχει κυριεύσει ολόκληρο τον πλανήτη για ένα μέτρο γης; Από μια στιγμή «βρασμού» της ψυχής, ενός ή, ακόμα και πολλών ανθρώπων.Ας είναι. Πρόκειται απλά για μιαν οδοντογλυφίδα. Ένα ξύλινο κομματάκι που -να έτσι δα να κάνεις- θα σπάσει. Άμα φυσήξει αέρας θα την πάρει μακριά, θα την εξαφανίσει. Ίσως, την καταπιεί η ηλεκτρική σκούπα. Ίσως. Ίσως, όμως και όχι. Θα εξαρτηθεί από το φως που θα αναζητήσει ο καθένας μας την συγκεκριμένη στιγμή, αποφεύγοντας επιμελώς τον θυμό. Το σκοτάδι. Με μια συγνώμη ή, μια βόλτα στο πάρκο. Με κάτι που ήθελες να αγοράσεις από το σούπερ-μάρκετ ή, το περίπτερο και το αμελούσες συνεχώς όλη την ημέρα. Τέτοια ώρα; Ναι! Ναι! Τέτοια ώρα. Βγαίνοντας πάλι στο φως και αποφεύγοντας το σκοτάδι, εκείνη η οδοντογλυφίδα, να ξέρεις σίγουρα πως, δεν θα είναι πια πεσμένη στο πάτωμα.