Γράμματα στη Γ...

Το καλό σκυλάκι με το όνομα Σίσσυ…

Αγαπημένη μου Γ…Το καλό μας σκυλάκι, η Σίσσυ δεν είναι πια κοντά μας. Ήθελα από καιρό να σου πω πως νιώθω γι’ αυτή την απώλεια που είχαμε μέσα στο σπίτι μας. Ένιωσα να μου τρυπούν την καρδιά με κάποιο μαχαίρι την ώρα που την άφησα στα χέρια του γιατρού για την ευθανασία. Ήταν ένα ελάχιστο στιγμιαίο τσίμπημα. Το ένιωσα όμως. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια με αυτό το βλέμμα της απορίας, το βλέμμα της αγάπης, που τόσες και τόσες φορές μας είχε κοιτάξει και τους δυο μας. Έσκυψα και τη φίλησα. Δε σου κρύβω πως δάκρυσα. Για μένα ήταν σα να έχασα κάποιον πολύ δικό μου άνθρωπο, όχι απλά το σκυλί μας.Δεν θα μελαγχολήσω άλλο, όμως. Θα μείνω σε εκείνες τις όμορφες στιγμές που περάσαμε όλοι μαζί. Όπως τότε που έπαιζα κιθάρα στον καναπέ και τραγούδαγα και η Σίσσυ -κουτάβι ακόμα- αλύχταγε μαζί μου λες και, ή ήθελε και εκείνη να τραγουδήσει ή με αποδοκίμαζε ολοφάνερα για την (τόσο μελωδική) φωνή μου!Θα μείνω στη φωτογραφία που σε κοιτάζει να τρως γλυκό στον καναπέ και να μην της δίνεις. Ήταν πάντοτε ευπρόσδεκτη μια λιχουδιά ακόμα. Θυμάμαι την πρώτη φορά που οι πατούσες της πάτησαν στο χιόνι. Ακόμα θυμάμαι τα καλοκαίρια στη θάλασσα που έμενε έξω και γάβγιζε όταν έφευγες από κοντά της για να πας κολυμπήσεις. Θυμάμαι, που σου έγλυφε τις γυμνές πατούσες σου όταν ήσουν ξαπλωμένη στον καναπέ. Μασάζ, έλεγες πως σου έκανε. Όμως εκείνη σε φρόντιζε, όπως την είχες τόσες φορές φροντίσει και εσύ. Θυμάσαι πως έτρεχε πίσω από το αυτοκίνητο όταν ο πατέρας σου και η μάνα σου έφευγαν για το χωριό; Αν δεν σταμάταγαν να τους χαιρετήσει -όπως εκείνη ήθελε (ανεβαίνοντας με τα δυο της μπροστινά πόδια στο τζάμι να την χαϊδέψουν) θα έφτανε μαζί τους έως την Καλαμάτα. Ικανή ήταν. Ή τότε που έφερε χαρούμενη μέσα στο στόμα της εκείνη την μικρή οχιά που είχε βρει στη μεγάλη αλάνα δίπλα από το σπίτι στο χωριό. Η κυρα-Κωνσταντίνα κόντεψε να λιποθυμήσει.
Θυμάμαι ακόμα πόσο αγρίευε η τρίχα της όταν κάποιος άγνωστος πλησίαζε τα παιδιά. Τα παιδιά που τόσο πολύ αγαπούσε και υπέμενε στωικά όλα τους τα μαρτύρια, χωρίς καν να ακούγεται ή να προσπαθεί να τους ξεφύγει. Τραβούσαν τρίχες, πόδια, βλέφαρα, την καβαλούσαν, αλλά η Σίσσυ δεν αντιδρούσε. Ξάπλωνε, θαρρείς για να το απολαύσει. Ή πάλι θυμάμαι τότε που τράβηξε και πέταξε κάτω τη μάνα μου που την έβγαλε βόλτα, για να πάει να παίξει στο πάρκο με τον φίλο της τον Ερμή (ένα Χάσκι Σιβηρίας). Τότε που έφαγε μια σακούλα τροφή, όταν κατάφερε τελικά να την πλησιάσει. Ή ακόμα και τότε που βάφαμε το σπίτι και περνούσε ανάμεσα σε μπογιές και πινέλα χωρίς να ακουμπήσει πουθενά. Μα, τι κυρία, αυτή η Σίσσυ!!! Όταν έτρεχε κουτρουβαλώντας στις σκάλες για να «προστατέψει» και καλά, το σπίτι μόλις ερχόταν να μας επισκεφτεί κάποιος ξένος ή όταν άκουγε να έρχεται “delivery” στην εξώπορτα. Χαμός!Ξέρεις τι λένε για τα σκυλιά σαν τη Σίσσυ. «Πως καταλαβαίνεις ότι έχει μπει κλέφτης στο σπίτι όταν έχεις ένα Labrador; Μα, ακούς την ουρά του να χτυπάει απ’ τη χαρά του επάνω στην πόρτα». Αυτή η ουρά. Πόσα βάζα είχε σπάσει στην είσοδο; Πόσες φορές την είχες αποκαλέσει μαστίγιο; Πόσες φορές δεν είχαμε ταλαιπωρηθεί από τις τρίχες που άφηνε ξοπίσω της; Πόσο απελπιστήκαμε όταν ο κτηνίατρος μας είπε πως είχε Καλαζάρ; Και πόσες φορές αυτό το βλέμμα, αυτή η γλώσσα, αυτό το χνουδωτό πράγμα μας είχε ξεκουράσει; Μας είχε αγκαλιάσει με απέραντη στοργή και αφοσίωση. Μας είχε ηρεμήσει. Μας είχε κάνει να αισθανθούμε τι είναι η αγάπη. Η ηρεμία και κυρίως ο σεβασμός. Όχι μόνο απέναντί της, αλλά και μεταξύ μας. Δεν υπήρχε κούραση, δεν υπήρχε ταλαιπωρία για να βρεθούμε κοντά της. Να την πάμε βόλτα, να παίξουμε μαζί της, να της μιλήσουμε. Να την χαϊδέψουμε. Ήταν γεμάτη έννοιες η ζωή μας μαζί της (που θα την αφήσουμε, να γυρίσουμε γρήγορα να μην μείνει μόνη της), όμως σήμερα που τα θυμόμαστε, η ζωή μας ήταν τόσο, μα τόσο ξέγνοιαστη τελικά. Σήμερα, αυτά απολαμβάνουμε. Δεν υπάρχει κούραση, ταλαιπωρία ή οτιδήποτε άλλο για να είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο, όπως κάναμε και τότε μαζί της. Γιατί απλά έτσι μάθαμε.Θα σταθώ μόνο τότε, όταν γύρισες από το νοσοκομείο και σε είδε μετά από κάμποσες ημέρες έτρεξε να πέσει στην αγκαλιά σου. Θυμάσαι όμως; Φρέναρε, γλιστρώντας επάνω στα μάρμαρα της εισόδου. Μόλις σε είδε πως δεν περπατούσες καλά, σταμάτησε ξαφνικά να τρέχει. Δεν έπεσε με την τόση λαχτάρα της επάνω σου, όπως συνήθως έκανε όταν σε έβλεπε. Έκανε τρεις βόλτες τριγύρω σου, σε περιεργάστηκε καλά-καλά και σε ακολούθησε έως το σπίτι. Ήσυχα. Εσύ κι αυτή. Κανείς άλλος. Κατάλαβε τα πάντα, χωρίς να της πει κανείς τίποτε. Και εμείς; Εμείς συνεχίσαμε τη ζωή μας σα να ήταν εκείνη κοντά μας κι αυτόν τον σεβασμό και την αγάπη που έχουμε μεταξύ μας, ειλικρινά πιστεύω πως ως έναν βαθμό τουλάχιστον τα οφείλουμε και σε εκείνη. Γιατί ήταν αυτό το καλό σκυλάκι με το όνομα Σίσσυ, που μας τα δίδαξε στην πράξη. Και εμείς, ίσως και χωρίς να το θέλουμε τα καταλάβαμε εξαιτίας της σε υπερθετικό βαθμό. Γιατί τα βλέπαμε να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας. Στις 25 Νοεμβρίου, μόλις δύο ημέρες πριν, δηλαδή, ήταν η παγκόσμια ημέρα για την εξάλειψε της βίας κατά των γυναικών. Θυμάσαι πως όρμαγε κατά πάνω μου, όταν για πλάκα έκανα πως σε χτύπαγα και της φώναζες: «Αααα! Βοήθεια Σίσσυ, αυτός με βαράει. Κάνε κάτι…» Αυτή, είναι μια απαράμιλλη διδαχή του σεβασμού από αυτό το σκυλάκι, όχι μόνο σε μένα, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν το νιώθεις και ‘συ; Πόσους και πόσους ανθρώπους γνωρίσαμε και μιλήσαμε μαζί τους μόνο και μόνο επειδή εκείνη ήταν μαζί μας; Πόσοι μας βρίσκουν ακόμα και σήμερα να περπατάμε στο δρόμο και να μας ρωτούν τι κάνουμε εξαιτίας της; Για να μην πούμε πόσοι ακόμα, που δεν ξέρουν, μας ρωτούν: «Τι κάνει η Σίσσυ;»Η Σίσσυ, λοιπόν, είναι καλά. Εκπλήρωσε με άριστα την αποστολή της και «έφυγε» θαρρώ ευτυχισμένη. Γιατί με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο, έκανε δύο ανθρώπους τρισευτυχισμένους. Πως; Διδάσκοντας τι σημαίνει σεβασμός, συνέπεια και πολύ, πολύ αγάπη. Αυτό, λοιπόν, ήταν το καλό σκυλάκι με το όνομα… Σίσσυ!