Θαλάσματα

"Η θάλασσα είναι χιλιοτραγουδισμένη. Ποιητές, τραγουδοποιοί, καπεταναίοι και ναύτες, χιλιάδες άνθρωποι, ίσως και εκατομμύρια επάνω στη γη άλλοι να μίλησαν γι΄αυτήν. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και σήμερα νοιώθω κυριολεκτικά μαγεμένος μόλις φτάσω κοντά της. Συγκλονίζομαι, όπως και τότε παιδάκι ακόμα, όταν έτρεχα να βουτήξω τα πόδια μου μέσα στο δροσάτο νερό της. Ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα παιχνίδια μου.

Ετούτη η νουβέλα ήταν το αποτέλεσμα μιας πρώτης δύσκολης, θα την χαρακτήριζα, προσπάθειας για μια τετραλογία που ούτε και εγώ γνωρίζω ακόμα που θα με οδηγήσει. Το αποκαλώ ΘΑΜΑ και αυτό το πρώτο βιβλίο με τον τίτλο ΘΑΛΑΣΜΑΤΑ είναι το ένα από τα τέσσερα γράμματα αυτής της λέξης που διάλεξα χωρίς και να ξέρω γιατί. Το δεύτερο θα έχει τον τίτλο ΑΠΟΔΑΙΜΟΝΕΨΗ και μέχρι να ολοκληρώσω αυτό που έχω μέσα στην κούτρα μου, θα χρειαστεί ακόμα πολύς καιρός.

Ένας άνθρωπος που παλεύει με το νερό, με τον εαυτό του, τη φύση, τον Θεό, την ίδια την ύπαρξή του. Σεργιανάει παντού με το μυαλό και τη σκέψη του. Όλο τον κόσμο, χωρίς ποτέ να τα καταφέρει να "ξεκολλήσει" από την άκρη της γαλήνιας της θάλασσας. Νικά και νικιέται. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Εκεί, στ' ακροθαλάσσι που έχει διαλέξει να σηκώσει τις πλάτες του τη ζωή του, θα νικηθεί ακόμα μια φορά. Κατά κράτος. Οριστικά. Αμετάκλητα. Θα νικηθεί απ' αυτό που πιστεύει μέσα του για Θεό του κι όχι από την σκληράδα Του ή την τιμωρία Του. Όχι. Θα νικηθεί μία και μοναδική φορά απ' την αφόρητη... αγάπη Του.

Είναι λυρική η γραφή του κειμένου. Μοιάζει όλη αυτή η ιστορία μ' ένα τραγούδι, με μοιρολόι ίσως, περισσότερο, παρά με μια συνηθισμένη ιστορία που βρήκε διέξοδο και αποτυπώθηκε επάνω στο χαρτί. Όμως για εμένα, είναι η πρώτη από τις πολλές αλήθειες που θέλω να πω και έκαμα απόφαση να μην τις κρύβω πια μέσα μου".

Γ.Κ.

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Ο μεγαλύτερος …θόρυβος οπ’ άκουσα στη ζήση μ’ ούλη ήτονε τ’ αλμυρό κύμα της θάλασσας. Εντός της περιδιάβηκαν, όμοια με μιαν βόλτα Σάββατο απόγεμα στ’ ακροθαλάσσι, άθρωποι κι άθρωποι. Τρανοί και σπουδαίοι, φτωχοί και πλούσιοι, καλοί κι άδικοι, ποιητές κι ονειροπόλοι και φρόντισαν με τη ζήση τους καθημερινά να την αντριέψουν, να την φουσκώσουν από καμάρι κι όνειρα, να την χιλιοτραγουδήσουν, να χορέψουν εμπρός της χορούς λεβέντικους. Ήτον’ ούλοι τους πιασμένοι ‘ πο τα χέρια, ‘ πο τον Θεό, ‘ πο την αγάπη. Κι η θάλασσα πότε δεχτική και πότες άγρια τους άφηνε να ‘ναι μαζί της και να τραβούν απ’ εντός της θησαυρούς κι όνειρα. Μα, δεν είναι να ‘ σαι ούτε ναυτικός, ούτε και στεριανός να ‘σαι. Μόνο να σου ‘ναι μπορετό να πατάς τη μια σου πατούσα εντός στο δροσάτο νερό είναι πρέπον. Ε! Τότε είναι οπού η θάλασσα μοιάζει με τον πολύτιμο Θεό, όπου κάποτ’ αντάμωσες. Μα, δείχνει να μοιάζει και με κάτι, ίσως ακόμη πιο πολύτιμο. Με μια καπετάνισσα. Με μια γυναίκα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: "ΔΩΔΩΝΗ" 2010