[Δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου 2014, στο ένθετο "Επτά" της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας]
Κάνοντας λόγο για ποιητική γενιά της επανεκκίνησης, η αναφορά περιλαμβάνει το ποιητικό έργο όσων πρωτοδημοσίευσαν λίγο πριν - λίγο μετά το γύρισμα της χιλιετίας, έχουν εκδώσει τουλάχιστον 3-4 συλλογές, ώστε να ανιχνεύεται ένα ποιητικό πρόσωπο, και γειτνιάζουν κάπως ηλικιακά, οπότε μοιράζονται ορισμένες παραστάσεις, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1965 και 1975 (συν πλην 2 έτη).
Ερωτήματα όπως, για παράδειγμα, αν ο Αγης Μπράτσος (γεννηθείς το 1963) ή ο Δημήτρης Ελευθεράκης (γεννηθείς το 1978) ανήκουν στη γενιά της επανεκκίνησης, περνάνε σε δεύτερο πλάνο, ακόμα και αν η απάντηση είναι καταφατική. Οι αρχικές οριοθετήσεις επιδιώκουν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά και όχι ως προκρούστεια κλίνη, δίνοντας προτεραιότητα στα κείμενα και τη συνακόλουθη χαρτογράφηση ρευμάτων. Κάτι που θα άξιζε να επαναληφθεί έπειτα από μια δεκαετία, ενσωματώνοντας τις όποιες αναθεωρήσεις στα ονόματα καθώς εξελίσσεται η γραφή τους.
Η χαρτογράφηση προϋποθέτει μιαν αποσαφήνιση στις ορίζουσες του ποιητικού χώρου. Αυτές προσδιορίστηκαν ως προς τέσσερις διαστάσεις: τρόπος, αναφορά, επιρροές, αίσθηση (βλ. «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», Επτά, 20.4.2014). Περιοριζόμενοι στις πρώτες τρεις -πιο διυποκειμενικές- διαστάσεις (τρόπος, αναφορά, επιρροή), είναι δυνατό να φανούν ομοιότητες, διαφορές και αναλογίες στην έκφραση. Δύο ποιητές, για παράδειγμα, με ομοιότητα ως προς τον τρόπο, μπορεί να έχουν διαφορετικό πεδίο αναφοράς. Ή εκκινώντας από παρόμοια επιρροή, να πηγαίνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ανάλογα με το πώς αναμετρώνται μαζί της. Οπότε το σχήμα των τεσσάρων διαστάσεων μας επιτρέπει, αφ' ενός να προσδιορίσουμε το στίγμα ενός ποιητικού έργου, αφ' ετέρου να συλλάβουμε την πολυρρυθμία στη γενιά της επανεκκίνησης. Στη συνέχεια, μια πιο δύσκολη διερεύνηση αφορά τις γειτνιάσεις στο στίγμα ενός εκάστου ποιητή, αναδεικνύοντας τυχόν ομαδοποιήσεις ή ρεύματα.
Δίνοντας έμφαση σε αυτές τις γειτνιάσεις, και ξεκινώντας από τον κρίσιμο τρόπο των λέξεων, μια πρώτη διαπίστωση είναι η επανεκκίνηση του φορμαλισμού, ως μέλημα της μορφής. Στίχοι απέριττοι με αιφνίδιες συναντήσεις λέξεων, όπως φανερώνονται στα εύμορφα και λεπταίσθητα ποιήματα των Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, Θεώνης Κοτίνη, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Πάνου Δρακόπουλου, Γιάννη Ευθυμιάδη, Γιώργου Παναγιωτίδη, ή στις ρυθμικές μεταπτώσεις της Αριστέας Παπαλεξάνδρου. Στον ίδιο φορμαλισμό εντάσσεται, έστω και ως οριακή περίπτωση, η συνέχιση της ομοιόμορφης ποίησης ως επιστροφή στην παραδοσιακή στιχουργική. Το νήμα των Καψάλη, Κοροπούλη και Λάγιου ξετυλίγουν οι Δημήτρης Κοσμόπουλος και Κώστας Κουτσουρέλης. Η δε άμορφη ποίηση, στην οποία ο στίχος συμπλέει με την καθημερινή γλωσσική χρήση, αν και ατονεί, εκπροσωπείται, για παράδειγμα, από ποιήματα της Μαρίας Τοπάλη.
Ομως εδώ ο φορμαλισμός επανεκκινεί ταυτόχρονα και το αίτημα της αναφοράς έξωθεν του υποκειμένου, κάνοντας σταδιακά τη μετατόπιση, από μιαν ερμητική αυτοαναφορά (έντονο χαρακτηριστικό στη γενιά του '80) προς μια εξωστρέφεια. Οι Γιάννης Στίγκας και Σταμάτης Πολενάκης μάς θυμίζουν κάτι ξεχασμένο στη σύγχρονη ποίηση: με λίγες λέξεις-πινελιές μπορούν να σκιαγραφηθούν πρόσωπα και μεστά τους χαρακτηριστικά. Στα δε αντίστοιχα ποιήματα επιβάλλονται σαφής ειρμός και ξεκάθαρα περιγράμματα, χωρίς ο αναγνώστης να χάνεται στου μοντερνισμού τα ενίοτε χαώδη διάκενα μεταξύ των στίχων, ενώ φιλοξενούνται φωνές από διαφορετικές αφηγηματικές γωνίες. Επιπλέον, όψεις του κοινωνικού σχηματισμού, από καίριες στιγμές ή συμβολικές καταστάσεις του παρόντος χρόνου, εισέρχονται σε ποιήματα των Δημήτρη Αγγελή, Δημήτρη Κοσμόπουλου και Κώστα Κουτσουρέλη. Στους δύο πρώτους μέσα από μια θρησκευτική πνοή, στον τελευταίο μέσα από έναν κονδυλικό μηδενισμό.
Βέβαια, ο υπαρξιακός πυρήνας παραμένει στη γενιά της επανεκκίνησης, σε ποικιλία αποχρώσεων. Ο ερωτισμός στη Λένα Σαμαρά ή την Ελσα Κορνέτη, ο αισθαντισμός στον Βασίλη Ρούβαλη, δίπλα στον γκρεμό ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης, στίχοι-αναμμένα κάρβουνα στον Γιάννη Αντιόχου, χαμηλόφωνοι ψυχικοί κραδασμοί στον Αργύρη Παλούκα, μνήμη και φυσιολατρεία στον Γιώργο Λίλλη, η εναλλαγή τρυφερότητας και ειρωνείας στο ρεαλισμό της Γιώτας Αργυροπούλου. Ομως πέραν της μετάβασης από την ερμητική αυτοαναφορά σε έναν περιεχομενικό φορμαλισμό, το κρίσιμο ερώτημα για τους ποιητές της επανακκίνησης θέτει εμμέσως ένας εξ αυτών, ο Γιάννης Λειβαδάς, σε ένα δοκίμιό του για τη γενιά του '30: υπάρχει κάτι το αυτοφυές στη γραφή τους;
Αναζητώντας αυτό το κάτι, έχοντας ως αφετηρία την τέταρτη -υποκειμενική- διάσταση της ποιητικής γραφής, μπορεί να απομονωθεί μια αίσθηση διάθλασης. Στη διάθλαση ως φυσικό φαινόμενο, μια ενεργειακή δέσμη εκτρέπεται ή διασπάται, καθώς περνά από στρώματα διαφορετικής σύστασης. Τούτο ανιχνεύεται σε ορισμένες ποιήτριες ή ποιητές που ήδη αναφέρθηκαν, όπως για παράδειγμα στον Πάνο Δρακόπουλο. Γίνεται ακόμα πιο εμφανές σε κείμενα όπως αυτά της Φοίβης Γιαννίση. Η γραπτή ποιητική έκφραση διαθλάται στην ηχητική εκφορά, ή στην παράθεση με ομόρριζα κείμενα της αρχαιότητας. Κάπως έτσι, λέξεις εναλλάσσονται από το παρασκήνιο στο προσκήνιο, ένας διαφορετικός φωτισμός συντελείται, νέες σκιάσεις αναδεικνύονται. Κάτι ανάλογο ανιχνεύεται σε κείμενα του Βασίλη Αμανατίδη. Εδώ η ποιητική ενέργεια, περνώντας από την ψηφιακή εποχή και τις μεταγλώσσες της, σπάει σε δεκάδες φωνές.
Ταυτόχρονα όμως η διάθλαση, ως θλάση μιας ευπιστίας, γεννά μέσα από τις σπασμένες φωνές το αίτημα μιας ενότητας, μιας αφήγησης έστω και με άλφα μικρό, υπερβαίνοντας τον επιμερισμό της μεταμοντέρνας συνθήκης ή τα γραφικά παιχνίδια λέξεων. Το ποιητικό έργο γίνεται όλο και πιο αρτιωμένο καλλιτεχνικά αν από τα διάσπαρτα χρώματα σχηματιστεί ένα ουράνιο τόξο, ικανό να εκτοξεύσει τη συγκίνηση στον ορίζοντα της ποίησης. Ικανό να δημιουργήσει ποιητικό ύφος. Τούτο το αίτημα, ή μάλλον στοίχημα, είναι πιο ορατό στις διαθλάσεις του Σωτήρη Σελαβή (σε άλλο μήκος κύματος από εκείνες των Γιαννίση και Αμανατίδη). Τα περάσματά του από την παραδοσιακή μετρική στα πεζόμορφα ποιήματα συνυπάρχουν με ένα λόγο συμπαντικό. Η επιδιωκόμενη ενότητα δεν μοιάζει με εκείνη του ρομαντισμού, αφού η ποίηση δεν αντιδρά στον επιστημονικό λόγο αλλά τον οικειοποιείται (όπως συμβαίνει με την αστρονομία στον Σελαβή), περιλαμβάνεται στα δικά της θραύσματα, προκειμένου να αποτεθούν όλα σε έναν καμβά, συνεισφέροντας σε μια εποπτική θέα της ανθρώπινης περιπέτειας. Κάπως έτσι, η γενιά της επανεκκίνησης, διά του περιεχομενικού φορμαλισμού και της διαθλώμενης ποιητικής ενέργειας, αναμετράται με την εποχή της και τις δίνες που περιέχει.
Πέτρος Πολυμένης