ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
(από την εργασία-εισήγηση του Θοδ. Τζουμέκη "Εγκαταστάσεις προσφύγων στη Φθιώτιδα", πρακτικά Συνεδρίου Φθιωτικής Ιστορίας )
Χρήσιμα συμπεράσματα θα εξάγουμε από τη λεπτομερή εξέταση του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Μαγνησίας, ο οποίος αποτέλεσε ένα είδος «μοντέλου» για την αστική αποκατάσταση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '30.
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ ΝΕΑΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες οι πρόσφυγες της Νέας Μαγνησίας προέρχονταν από τις περιφέρειες Κυδωνιών, Περγάμου και Σμύρνης. Τον Οκτώβριο του 1927 απαλλοτριώθηκε έκταση 101 στρεμμάτων, η οποία ανήκε σε Ροδιτσιώτες, για την ανέγερση του συνοικισμού. Η τοποθεσία είχε τα μειονεκτήματα της απόστασης από τη Λαμία και της γειτνίασης με τα έλη της Μεγάλης Βρύσης. Από το Νοέμβριο του 1927 μέχρι κάποια στιγμή μέσα στο 1929 ανεγέρθηκαν 80 σπίτια, από πρόσφυγες εργολάβους από την Κοκκινιά. Τα σπίτια ήταν των 13,5 τετραγωνικών μέτρων (χολ, δωμάτιο, κουζίνα), συνήθως ισόγεια και μερικά μονώροφα. Το 1930 οι πρόσφυγες δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσουν το χρέος για το σπίτι, πράγμα που έκαναν με πληθωριστικά χρήματα κατά την Κατοχή ή με το νόμο 18/1944 μετά από αυτή.
Ο συνοικισμός από την πρώτη στιγμή είχε σοβαρά προβλήματα υποδομής. Η ύδρευση αρχικά γινόταν με βυτία του Δήμου Λαμιέων. Το δίκτυο επεκτάθηκε από τη Λαμία στη Νέα Μαγνησία μεταξύ των ετών 1930 - 34, οπότε οι κάτοικοι έπαιρναν νερό από δημόσιες βρύσες με τη σειρά. Επιπλέον, οι χωματόδρομοι του συνοικισμού μετατρέπονταν το χειμώνα σε μονοπάτια από λάσπη δυσκολεύοντας έτσι τη μετακίνηση.
Η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, η οποία χρησιμοποιήθηκε προσωρινά και ως σχολείο, οικοδομήθηκε με εράνους και προσωπική εργασία των κατοίκων. Ακόμα, το Ταμείο Ανταλλαξίμων χορήγησε ποσό 20.000 δραχμών και ιερά σκεύη. Το σχολείο στεγαζόταν σε ένα σπίτι όπου έκαναν μάθημα πολλές τάξεις.
Γενικά, ο συνοικισμός μετά την ίδρυση του είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη του και έτσι οι πρόσφυγες στηρίχτηκαν στις δικές τους δυνάμεις.
Οι προσφυγικές αποζημιώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι μια πρώτη βάση της οικονομικής αποκατάστασης των προσφύγων, ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 23.000 δραχμές και δόθηκαν κατά τα 4/5 σε ομολογίες και κατά το 1/5 σε μετρητά. Η αξία τους όμως σε σχέση με την εγκαταλειμμένη περιουσία ήταν μηδαμινή.
Η σκληρή δουλειά ήταν μονόδρομος για τις προσφυγικές οικογένειες: εργάζονταν όλα τα μέλη της οικογένειας, για δέκα και πλέον ώρες, χωρίς αργία την Κυριακή και με ημερομίσθιο 20 - 50 δρχ. Απασχολούνταν ως απλοί εργάτες σε χειρωνακτικές εργασίες (κυρίως σε οικοδομές) και σε καλλιέργειες βαμβακιού, σιταριού και καπνού στη Ροδίτσα. Αυτή η βιοπάλη τους τοποθέτησε στον πυθμένα της κοινωνικοοικονομικής δομής του ελλαδικού κράτους.
Αρχικά ήταν από άσχημες ως φανερά εχθρικές. Οι αιτίες ήταν οι ακόλουθες: η άρνηση της ελληνικότητας των προσφύγων από τους αυτόχθονες, η αντίληψη ότι οι πρώτοι ήταν τεμπέληδες και είχαν ακόρεστες και υπερβολικές απαιτήσεις από τους κρατικούς φορείς, ο μεταξύ τους οικονομικός ανταγωνισμός (μείωση ημερομισθίων και ευκαιριών για απασχόληση) και η βενιζελική τοποθέτηση των επήλυδων. Ωστόσο, η σύσφιγξη των σχέσεων επήλθε με μικτούς γάμους και με την κοινή εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το συναίσθημα πολιτιστικής ανωτερότητας που έχουν οι πρόσφυγες έναντι των γηγενών.
Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑ
Με εξαίρεση το Νέο Μοναστήρι και τη Νέα Μαγνησία, οι άλλοι προσφυγικοί συνοικισμοί ήταν επέκταση - συνέχεια των οικισμών των γηγενών, πράγμα που προμηνούσε γρήγορη αφομοίωση του προσφυγικού πληθυσμού.
Το 1923 υπήρχαν 590 πρόσφυγες και το 1928 303 από την Αν. Θράκη, τη Βουλγαρία και τη Μ. Ασία. Το 1927 απαλλοτριώθηκαν 25 στρέμματα από ιδιώτες και προσφέρθηκε δωρεάν γη του δήμου για ανέγερση 40 "αστικών" οικιών. Το οικιστικό πρόγραμμα είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1930, το πιθανότερο όμως είναι αυτό να είχε γίνε μέσα στο 1929.
Το 1926 συναντάμε 30 αγροτικές οικογένειες στην απαλλοτριωμένη γη του τσιφλικούχου Στεργιόπουλου. Ωστόσο, μέχρι το 1929 το πιο εύφορο μέρος των γαιών αυτών κατακρατούνταν παράνομα από το Στεργιόπουλο. Η έκταση του κάθε κλήρου ήταν 59 στρέμματα. Γενικά, ο συνοικισμός παρουσίαζε το 1930 πολλές ελλείψεις.
Το 1922 - 23 εγκαθίστανται αγρότες πρόσφυγες από την Αν. Θράκη, έτσι ώστε 168 από τους 262 κατοίκους το 1928 να είναι πρόσφυγες. Το 1925 ξεκίνησε η διαδικασία απαλλοτρίωσης και το 1930 έγινε η οριστική διανομή 40 κλήρων έκτασης 22 στρεμμάτων ο καθένας.
Το φθινόπωρο του 1922 ήλθαν στην Αταλάντη 218 άτομα κυρίως από τη Μ. Ασία και κατά δεύτερο λόγο από την Αν. Θράκη, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Οι πρόσφυγες του Μώλου είχαν υποβάλει επανειλημμένα αιτήματα για απαλλοτρίωση έκτασης που θα χρησιμοποιούνταν για ανέγερση συνοικισμού και για καλλιέργεια. Αξιοσημείωτη είναι η δραστηριότητα του τοπικού βουλευτή Βασιλειάδη υπέρ των προσφύγων με επερωτήσεις στη Βουλή. Τελικά, απαλλοτριώθηκαν το 1931 για συνοικισμούς έξι στρέμματα στο Μώλο και τριάντα για την Αταλάντη.
Το 1925 200 οικογένειες από το Μεγάλο Μοναστήρι και 15 οικογένειες από το Μικρό Μοναστήρι της Αν. Ρωμυλίας εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε έκταση 65 στρεμμάτων για κάθε κλήρο από κτήμα των αδελφών Μαραθέα. Η οριστική διανομή έγινε το 1934.
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ
Η λειτουργία των προσφυγικών οργανώσεων ήταν η διεκδίκηση των αποζημιώσεων και η συμμετοχή σε αντίστοιχες επιτροπές, η έκδοση προσφυγικών ταυτοτήτων καθώς και η εύρεση εργασίας, και επιπλέον η ενημέρωση και η αλληλοϋποστήριξη των μελών. Οι προσφυγικές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν στο νομό Φθιώτιδας ήταν οι ακόλουθες: ο «Σύνδεσμος των εν Φθιώτιδι Αλυτρώτων η Ελπίς», που υπήρχε από το 1918, ο «Παμπροσφυγικός Σύνδεσμος Λαμίας Νέα Ζωή», που ιδρύθηκε το 1928 από διαγραφέντα μέλη του προηγούμενου συλλόγου, ο «Σύνδεσμος προσφύγων Οικιστών Νέας Μαγνησίας» το 1931, ο «Προσφυγικός Σύλλογος Αταλάντης και Περιχώρων» το 1926, ο «Σύνδεσμος των εν τω δήμω Φαλάρων προσφύγων» το 1928 και το «Σωματείον Προσφύγων Στυλίδας» το 1932. Αυτοί οι σύλλογοι συμμετείχαν σε πανελλήνια προσφυγικά συνέδρια και προώθησαν αιτήματα στη Βουλή από κοινού με άλλες οργανώσεις.
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η πληθυσμιακή επίπτωση των προσφύγων στη Φθιώτιδα υπήρξε ελάχιστη. Το 1923 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 4% του πληθυσμού (4.834 σε σύνολο 118.895). Από τότε ο αριθμός των προσφύγων μειωνόταν συνεχώς για να φτάσει στο 2,4% του πληθυσμού το 1928. Αυτή τη χρονιά, το 1/2 των προσφύγων βρισκόταν στην επαρχία Φθιώτιδας, το ? στην επαρχία Λοκρίδας και το ? στην επαρχία Δομοκού. Στην τελευταία επαρχία οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 4% του πληθυσμού, ενώ στις άλλες δύο το 2%. Στην ίδια επαρχία οι πρόσφυγες προέρχονταν κυρίως από τη Βουλγαρία, σε αντίθεση με τις άλλες δύο επαρχίες και την πόλη της Λαμίας, όπου υπερτερούσαν οι προερχόμενοι από τη Μ. Ασία. Μόνο μια καινούργια κοινότητα δημιουργήθηκε από πρόσφυγες, το Νέο Μοναστήρι στην επαρχία Δομοκού (η Νέα Μαγνησία υπαγόταν διοικητικά στην πόλη της Λαμίας). Σημαντικός αριθμός προσφύγων ζούσε το 1928 στον Αγ. Κων/νο, την Αταλάντη, την Ελάτεια, το Μώλο, τη Λαμία, τη Μεγάλη Βρύση, τη Ροδίτσα, τη Στυλίδα, την Αγ. Μαρίνα και το Αχλάδι. Στο Αχλάδι και το Νέο Μοναστήρι οι πρόσφυγες πλειοψηφούσαν σε αντίθεση με τους άλλους οικισμούς. Αυτά τα δεδομένα θα είχαν ως αποτέλεσμα τη γρήγορη αφομοίωση των προσφύγων από τους γηγενείς εκτός από το Νέο Μοναστήρι, το Αχλάδι και τους συνοικισμούς της Νέας Μαγνησίας, της Στυλίδας, της Αταλάντης και του Μώλου.
Λίγα στοιχεία μας είναι γνωστά για την αγροτική αποκατάσταση. Στη Λαμία πάντως λειτουργούσε Γραφείο Εποικισμού, ενώ ως το Μάρτιο του 1925 είχαν διανεμηθεί σε πρόσφυγες 10.300 στρέμματα γης. Τη διετία 1924 - 25 έχουμε σωρεία απαλλοτριώσεων για προσφυγική αποκατάσταση (από την οποία επωφελούνται και γηγενείς ταυτόχρονα), ωστόσο από τότε ως το 1930 αυτές συμβαίνουν σποραδικά, αφού οι ιδιώτες πουλάνε εκούσια. Μεταξύ του 1925 - 1928 σημειώνεται αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων (αν και αυτό οφείλεται στους γηγενείς περισσότερο).
Οι πρόσφυγες της Στυλίδας και της Λαμίας επιδόθηκαν με επιτυχία στην παραγωγή καπνού και το παράδειγμα τους ακολούθησαν και οι ντόπιοι. Αν και ο παραγόμενος καπνός ήταν μέτριας ή κακής ποιότητας, η Στυλίδα εξελίχθηκε σε εξαγωγικό κέντρο καπνού. Ωστόσο, λόγω προβλημάτων στις εξαγωγές απαγορεύτηκε το 1931 η παραγωγή του καπνού στην Παλιά Ελλάδα.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προσφυγική επίδραση δεν υπήρξε απαρχή ραγδαίων εξελίξεων στο δημογραφικό και στο γεωργικό τομέα, όπως συνέβη αλλού. Ωστόσο, η άφιξη των προσφύγων ευθύνεται για την παρουσία δύο νέων παραγόντων στην οικονομία της περιοχής, δηλαδή την αντικατάσταση των τσιφλικιών από τη μικροϊδιοκτησία και την ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας, παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να προδιαγράψουν νέες προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη του νομού Φθιώτιδας.
(από (Από την εισήγηση του Θοδωρή Τζουμέκη στο Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας)