Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
[...]
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
(«Τελευταίος Σταθμός», 65-67, 76-82. Ημερολόγιο καταστρώματος,
Β΄, 1944. Ποιήματα. Ίκαρος, 1974. 214-215).
Πηγη: Αφιερώματα, 3pointmagazine.gr
Παγκόσμια ημέρα ποίησης αλλά και παγκόσμια ημέρα κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας είναι η σημερινή. Με την προσφυγική κρίση να είναι εντονότερη από ποτέ, πολλοί σύγχρονοι ποιητές αφιερώνουν στίχους στους πρόσφυγες που χάνονται κάθε μέρα στο Αιγαίο και σε αυτούς που καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον πόλεμο και βρίσκονται αντιμέτωποι με τα κλειστά σύνορα, την αστυνομική καταστολή, την αδιαφορία και το ρατσισμό και τη ξενοφοβία.
Έξι αποσπάσματα από ποιήματα, σύγχρονα και παλιότερα, που μιλάνε για τους ξεριζωμένους όλης της γης.
Ουαρσάν Σαίρ
Πατρίδα
«Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις».
*Η πρώτη πλήρης ποιητική συλλογή της αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2016, ωστόσο έχει ήδη τιμηθεί με διάφορα βραβεία, μεταξύ αυτών το Βραβείο Αφρικανικής Ποίησης από το Πανεπιστήμιο Brunel (2013)
Νίκος-Λέξης Ασλάνογλου
Πρόσφυγες στην Άμμο
“Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε”.
*Από την ποιητικη σύλλογή : “Ο θάνατος του Μύρωνα “(1960)
Ορέστης Αλεξάκης
Πρόσφυγες
«Διωγμένοι από την όμορφη πατρίδα
τώρα στους δρόμους των γυμνών ωρών
νομάδες ουρανών
αλιείς άστρων
εμείς
οι δόλιοι πρόσφυγες
του απάνω κόσμου»
Από την ποιητική συλλογή Η λάμψη (1983)
Εύα Νεοκλέους
Χριστούγεννα του 2015
«Ανήμερα των Χριστουγέννων
οι καμπάνες κτύπησαν
πένθιμα.
Το φεγγάρι λαμπύριζε αίμα
στα παγωμένα νερά του Αιγαίου
κι οι παιδικές φωνούλες
έγιναν ηχώ στα κύματα
της ασπλαχνίας μας.
«Θέλω να ζήσω» φώναζαν»
Χριστός γεννάται!
Κι ο κόσμος σκοτείνιασε
για πάντα…
Ντίνος Σιώτης
Πρόσφυγες
Πολλοί απ’ αυτούς που σταμάτησαν
δεν ήξεραν πού έβγαζε ο δρόμος,
άλλοι ψάχναν για το λιμάνι,
άλλοι ρωτούσαν για το σταθμό,
ένας σκυφτός κούρδιζε το ρολόι
του σταματημένο εδώ και μέρες,
άραγε τι τον ένοιαζε η ώρα;
ήταν πρωί, ο ήλιος σηκωνόταν
κι όλα μυρίζαν άλλη μια σκάρτη μέρα.
*Από τη συλλογή «Δεν γνωρίζω δεν απαντώ», εκδ. Κέδρος, 2004
Βασίλκα Πέτροβα-Χατζηπαπά
Μακριά από την πατρίδα
Έρχονται κάποτε στιγμές –
αγωνίες, ταλαντεύσεις
βαθιές, σουβλερές
αποκαλύψεις.
Στο πάτωμα κάτω
κομματάκια αμέτρητα συντριμμένος
ο καθρέφτης
του εαυτού σου.
Εσύ από πάνω του
κομματάκι κομματάκι
μαζεύεις
μα είναι η εικόνα στρεβλωμένη.
Με ματωμένα δάκτυλα
μαζεύεις ξανά
τη μορφή σου.
Άνθος Λυκαυγής
Προσφυγιά
Διπλώνουν τ’ όνειρο πικρό στην πέτρα το σκεπάζουν
σηκώνουν και στενάζουν στα μπράτσα τον καιρό
στεγνά τα μάτια κι ο λυγμός ζωγραφιστό στο στόμα
στο σκλαβωμένο χώμα φωτιά και χαλασμός
Σταυρώνουν του ξεριζωμού τα πληγωμένα χέρια
στο στήθος τους μαχαίρια κι η μοίρα του χαμού
Σκυφτή κι η ανάσα μια κραυγή τα φυλλοκάρδια σπάζει
η νύχτα τους μαράζι τα φυλλοκάρδια σπάζει
κι η μέρα τους πληγή
Μαρτυρίες ανθολογημένες από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Στρατή Δούκα, Η ζωή ενός αιχμαλώτου
Ηλία Βενέζη, απόσπασμα από το "Νούμερο 31328"
«Ξεκινήσαμε. Περπατήσαμε ίσαμε δύο ώρες μες στα χωράφια. Τότε ήρθε η νέα συμφορά. Το παιδάκι δεν μπορούσε πια να βαδίσει. Κάθισε κάτου κ’ έκλαιγε. Ο πατέρας του αναγκάστηκε να το σηκώσει στον ώμο. Το τρυφερό βάρος λύγισε τηνεξαντλημένη αντοχή του σ’ απελπιστικό βαθμό.
Ήταν πολύ χοντρός. Βουτηγμένοςστον ίδρο και στην σκόνη έτρεχε να προφτάξει το καραβάνι. Ολοένα έμενε πίσω.
Με τα χέρια του, που βαστούσαν τώρα το μωρό, δεν μπορούσε να καθαρίζει τα γυμνά ποδάρια του από τα αγκάθια. Έτσι, όταν ο πόνος γινόταν αβάσταγος,
ή σανχτυπούσε σε καμιά πέτρα, έμπηγε τις φωνές. Πηδούσε, έτρεχε μια στιγμή πατώντας στο ένα ποδάρι, ύστερα έχανε την ισορροπία του, τσούπ! Ήταν ωραίο-να σκας στα γέλια. Τα δάκρυά του τρέχαν. Μαύριζαν την ίδια στιγμή απ ́ την σκόνη που βιαζόταν να κολλήσει πάνω τους.
- Για δεν κοίταζες, τότε που καθίσαμε, να τυλίξεις κι εσύ τα ποδάρια σου σε κανά παλιόπανο! του φώναξε κάποιος δικός μας. Κι αυτός παρακαλούσε να τον λυπηθούμε.
- Μη μ’ αφήνετε! ικέτευε σπαρακτικά.
Σε λίγο γονάτισε. Έμεινε. Από τα πόδια του έτρεχε μαύρο σκοτωμένο αίμα, εκεί προς τα χτυπημένα δάκτυλα.Το κοπάδι στάθηκε. Οι στρατιώτες πολέμησαν να τον κάμουν να πέσει πάλι στον δρόμο. Τον σπρώχνανε. Τίποτα. Τον χτυπούσαν με τα κλαδιά. Ύστερα με τα κοντάκια. Το παιδάκι έμπηξε τις φωνές.
- Θα τον σκοτώσετε! δεν το βλέπετε; χιμά έξαλλη η γυναίκα του, μπαίνοντας ανάμεσα στους στρατιώτες. Θα το σηκώσω εγώ το παιδί.
Έτρεμε τ’ αχείλι της. Η ματιά ήταν κρύα και σκληρή. Τέντωσε τα αδύνατα χέρια κι έβαλε το παιδί που έκλαιγε στον ώμο της. Δεν το χάιδεψε. Κανένας μας δεν κουνήθηκε να προσφερθεί.
- Δεν θα βαστάξει, γυναίκα είναι, λέει ένας δικός μας.
-Ναι, δεν θα βαστάξει.
Γύρισα και κοίταξα τον πλαϊνό μου. Κι αυτός κοίταζε παρακάτω. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Θα ήταν ένα τελευταίο ίχνος ντροπή από την παλιά ζεστή καρδιά
-που να την αγγίξεις.. Μα κανείς δεν κουνήθηκε.
Ο ρολογάς σηκώθηκε και ξεκινήσαμε. Σε λίγο η γυναίκα, η σκληρή ματιά, χαμήλωσε. Έπιασε να μερεύει. Κ’ έπειτα, σιωπηλά, βούρκωσε.
Έπεσε λίγο πιο πέρα. Άρπαξε φρενιασμένη το παιδάκι στην αγκαλιά της και ξέσπασε σε δάκρυα.
-Αφήστε μας! ... αφήστε μας να τελειώνουμε! ... φώναζε μες στ’ αναφιλητά.
- Ε! λέει φουρκισμένος ο αρχηγός της συνοδείας. Πάρτε ένας άλλος το παιδί! Κάμαμε όλοι μια ασυναίσθητη κίνηση, να ξεφύγουμε έναν κίνδυνο.
Οι στρατιώτες άρπαξαν έναν απ’ τους τελευταίους της γραμμής και του καθίσαν τοπαιδί στον ώμο. Πιο πέρα αυτός φώναξε να το δώσουν και σ’ άλλον.
Ήρθε κ’ η σειρά μου. Ήταν αληθινό μαρτύριο - γιατί τρέχαμε, πεινούσαμε, ήμαστε γυμνοί, ήμαστε για να πέσουμε από στιγμή σε στιγμή, εμείς οι ίδιοι.
Βάδιζα τρικλίζοντας, ύστερα φώναξα να το πάρει κι άλλος. Όλοι τρέχανε να βρεθούν στις πρώτες γραμμές, να ξεφύγουν. Σαν το ξεφορτώθηκα έπιασα κ’ εγώ να τρέχω, μη μου το ξαναδώσουν. Είχε γίνει φόβητρο -ένα παιδάκι. Η οργή σκλήραινε ολοένα τις τυραγνισμένες μας καρδιές.
-Τι θέλει και δεν ψοφά! ξέσπασε, άξαφνα, ένας άγρια.
-Μπας κ’ είναι να βαστάξει; λέει ένας άλλος, που νοιαζόταν να βρει και μια δικαιολογία. Ας το σκοτώσουν να ησυχάσει!
κανείς δεν είπε πως είναι κρίμα. Ήταν μίσος για ένα παιδάκι; Ναι.Ήταν.».....
Μόλις ηρέμησε λίγο η ατμόσφαιρα, ο Φώτης άρχισε να διαβάζει τις πρώτες λέξεις· βαθιά σιγή έπεσε στο καφενείο:
«Αισχροκέρδεια παντού. Οργιάζει, δύναται τις να πει, η βδελυρά αυτή επιδημία μεταξύ όλων των επαγγελμάτων και όλων των τάξεων. Ο πτωχός λαός στένει υπό την επήρειάν της».
«Επιτέλους, το πήρανε χαμπάρι» ακούστηκε μια φωνή από το βάθος του καφενείου. Ύστερα κι άλλη:
«Τόσες μέρες πάω για ψωμί κι ευτό που αγοράζω είναι σκέτο πίτουρο και κάθε μέρα παίρνει απάνω. Να τους κλείσουνε όλους και να μας δίνουνε το αλεύρι, να φτιάχνομε το ψωμί μονάχοι μας» πρότεινε ο μπακιρτζής φωναχτά.
«Δεν είν' κατάσταση αυτή· σε λιγάκι ε θα μπορούμε ούτε τον καφέ μας να πιούμε. Ακούς, Κούβακα;»
«Ακούω, ακούω» ψέλλισε ο καφετζής και έγειρε μπροστά το κεφάλι, έχωσε αμήχανα τους καρπούς μες στη μεγάλη τσέπη της άσπρης του ποδιάς, ήθελε λες να φυλάξει τα κέρματα κι έτρεξε να μπει πίσω από το τεζιάκι· σκυφτός πέρασε ανάμεσα από τον Φώτη και τους ακροατές του.
Ο Φώτης συνέχισε:
«Από σήμερον άρχονται αι επισκευαί της οδού Χίου-Καρδαμύλων. Αι εργασίαι, αίτινες θα απασχολήσωσι προς το παρόν περί τους οκτακόσιους πρόσφυγες εργατικούς, θέλουσι αρχίσει εις τα περί τον Αλμυρόν μέρη της οδού, όπου πλην των επιδιορθώσεων των βλαβών και της επιχωματώσεως αυτής, πρόκειται να υψωθεί, κατά τας γενομένας μελέτας, κατά εν και ήμισι μέτρον, όπως αυτή καταστεί βατή εις αμάξας».
«Άντε, Γιαννακό! Για σένα δουλεύει η προσφυγιά!» έσκισε μια φωνή την ησυχία, απευθύνθηκε προς τον απόντα χασάπη, πριν ακόμα ο Φώτης προλάβει να τελειώσει τη φράση του. «Ο Γιαννακός, ρε παιδιά, που πάει κι έρκεται κάθε τόσο στα Καρδάμυλα, ε θα φχαριστηθεί άμα φτιάξει ο δρόμος; Πόσες φορές μας είπε και μας ξανάπε για τον Αρμυρό και πως α τονε περάσει σέρνοντας από πίσω του και τα σφάγια; Τώρα α του κάμουνε ολάκερη λεωφόρο. Να βάζει κάρο για να κουβαλά τα ζα». Γέλια αντήχησαν παντού.
Μια εξαγριωμένη φωνή μπήχτηκε σαν καρφί στην αλαφρότητα:
«Πόσοι πρόσφυγες λέει ότι θα δουλέψουνε;»
«Οχτακόσιοι» ξαναδιάβασε ο Φώτης.
«Ορίστε» συνέχισε η ίδια φωνή, πιο εξαγριωμένη ακόμα. «Να, το κράτος μας ποιο είναι. Νοιάζεται να δώκει δουλειά στους τουρκομερίτες κι εμάς εδώ μας κατατρώει η αισχροκέρδεια κι η ανεργία. Βρε ίντα την εθέλαμε εμείς την Απελευτέρωση. Καλά εν ήτανε με τα τουρκιά;»
«Έχει δίκιο ο Παντελής» συμφώνησε ένας ακόμα, στριμωγμένος ανάμεσα στην πόρτα και στο τεζιάκι. «Με τους Τούρκους ήμεστεν αρχόντοι. Αφ' τον καιρό που λευτερωθήκαμε, εν έχομε δει άσπρη μέρα. Φόροι, ακρίβεια, πολέμοι, πρόσφυγες, πείνα. Κι ίντα θα δούμε ακόμα. Και η κυβέρνηση το μόνο που σκέφτεται είναι οι πρόσφυγες. Εμείς εγίναμε της Παλιάς Ελλάδας· απότομα».
Το ακροατήριο έπεσε σε σκέψεις. Οι πιο πολλοί ήσαν βενιζελικοί, συμβάδιζαν με τα οράματα της Ελλάδας, θύματα της κυρίαρχης εθνικής παράκρουσης, μα δεν είχαν τι να παραθέσουν για ν' αντιταχθούν. Δεν έβλεπαν τίποτα καλό να γίνεται στη ζωή τους. Κοιτούσαν από πάνω τους τα λιγδιασμένα από τη νικοτίνη κάντρα των ηγεμόνων, έσφιγγαν τα χείλη και κουνούσαν τα κεφάλια τους στενάζοντας με απογοήτευση.
(απόσπασμα - Ευγενία Φακίνου, Το έβδομο ρούχο, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 22-23 &100-101)
Τεσσάρων ήταν το '22 η Περσεφόνη μας. Τη θυμάσαι, Ανδρόνικε;… Εμ, βέβαια, γίνεται να μη τη θυμάσαι;… Σε χαιρέταγε απ' τη βάρκα και σου φώναζε «μπαμπούλη, γρήγορα κάνε». Κι εσύ, με τον Κλεομένη, κάτι κανονίζατε στο μόλο όταν ήρθαν… Πρώτα ακούσαμε τα ποδοβολητά κι ύστερα τα «γκιαούρ, γκιαούρ» και φώτισε η νύχτα απ' τις δάδες που κρατάγανε οι Τσέτες. Σαν έπεσε το ωραίο σου κεφάλι στο νερό, κομμένο, πλημμύρισε η θάλασσα αίμα. Το παιδί σκλήριζε «μπαμπά μου, μπαμπούλη μου» κι εγώ ρίχτηκα στη θάλασσα. Γιατί;… για να σε πάρω μαζί μου. Εσένα. Το ωραίο σου κεφάλι… Με τράβηξαν οι άλλοι με το ζόρι πάνω στη βάρκα. Και τραβώντας ξέφρενα κουπί, φτάσαμε το καΐκι του Αντρέα. Έπεσαν κι άλλα κεφάλια στη θάλασσα. Του Κλεομένη, του παραγιού του, του Περικλάκη, της Φρόσως. Το δικό σου, όμως, με ένοιαζε. Το ωραίο κεφάλι σου. Σ' αγαπώ πάντα, Ανδρόνικε. Μόνο εσένα αγάπησα… Το ξέρεις καλά… Ένα μόνο δε σου συγχωρώ… Όλο σε ρωτάω και ποτέ δε μου απαντάς… Για άλλα μου δίνεις μήνυμα, αλλά γι' αυτό ποτέ… Άλλη μια φορά σε ρωτάω, Ανδρόνικε. Ζει η Περσεφόνη μας ή πέθανε;…
[…]
Μετά την Καταστροφή, είχαμε πάει στη Χίο. Ήτονε κι άλλοι Μικρασιάτες εκεί. Σμυρνιοί, Αϊδινιώτες. Μέναμε όλοι σε κάτι αποθήκες λαδιού. Άμαθη όπως ήμουν, γρήγορα ξεπούλησα τα χρυσαφικά μας. Το βαφτιστικό σταυρό της Περσεφόνης είχα μόνο κρατήσει. Κι αυτόν τον πούλησα σ' ένα καϊκτσή για να μας πάει στην Καβάλα. Εκεί είχε συγγενείς ο Ανδρόνικος. Δυο αδελφές. Γιατί εκεί, στη Χίο, προκοπή δεν κάναμε. Οι ντόπιοι όλο «πρόσφυγοι» και «πρόσφυγοι» μας λέγανε. Κι όταν ζορίσανε πολύ τα πράματα, η Περσεφόνη άρχισε να φέρνει πότε κομμάτι ψωμάκι, πότε λίγες άψητες μαρίδες. Ζητιάνευε το κορίτσι μου!… Όχι, είπα, να μπαρκάρουμε καλύτερα για την Καβάλα. Χειρότερα αποδώ δε θα 'ναι!… Κι όμως, ήτονε… Οι κουνιάδες μου με διώξανε με το χειρότερο τρόπο. Έτσι φύγαμε πάλι… Όπου έβρισκα δουλειά, καθόμασταν. Εκεί έξω απ' την Καβάλα, σ' ένα χωριό, σταθήκαμε. Θα 'χα δουλειά ως το χειμώνα, είπε τ' αφεντικό. Κοιμόμασταν όλες οι εργάτριες με τα παιδιά μας στις αποθήκες που φυλάγανε τα καπνά. Βρώμαγε το νίτρο αλλά τι να κάναμε; Μας τάιζε κιόλας ο αφέντης. Το μεσημέρι ψωμοτύρι και το βράδυ ντοματόρυζο, πλιγούρι, τέτοια. Μας κράταγε κάτι γρόσια για τα παιδιά, αλλά αν μπορούσαμε ας βρίσκαμε κι αλλού. Εμείς δουλεύαμε στα χωράφια, τα μωρά παίζανε πιο κει. Έτσι κυνηγώντας το τόπι της η Περσεφόνη είδε εκείνο το καταπληκτικό λουλούδι, ένα νάρκισσο. Μου το 'παν οι φίλες της, τ' άλλα κορίτσια… Πώς χάθηκε το παιδί μου;… Μυστήριο!… Κάπου θα μπερδεύτηκε και δε θα 'βρισκε το δρόμο να γυρίσει. Έτσι είχα σκεφτεί τότε κι είχα πάρει τους δρόμους.
(Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Όταν άνθη εδένατε…», Ποιήματα και πεζά, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1998, σ. 93)
Όταν άνθη εδένατε στα τεφρά μαλλιά σας,
και μες στην καρδιά σας
αντηχούσαν σάλπιγγες, κι ήρθατε σε χώρα
πιο μεγάλη τώρα -
οι άνθρωποι με τα έξαλλα πρόσωπα, τα ρίγη,
είχαν όλοι φύγει.
Όταν άλλο επήρατε πρόσταγμα, άλλο δρόμο,
σκύβοντας τον ώμο,
τη βαθιάν ακούγοντας σιωπή, τους γρύλους,
στην άκρη του χείλους
ένα στάχυ βάζοντας με πικρία τόση -
είχε πια νυχτώσει.
Κι όταν εκινήσατε λυτρωμένα χέρια
πάνω από τ' αστέρια,
κι όταν στο κρυστάλλινο βλέμμα, που ανεστράφη,
ο ουρανός εγράφη,
κι όταν εφορέσατε το λαμπρό στεφάνι -
είχατε πεθάνει.
(απόσπασμα-Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
Αθήνα 261991 (1939), σσ. 45-48)
Στην κατασκήνωση των προσφύγων έγινε μικρή κίνηση. Οι άνθρωποι σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους δυο λόφους.
—Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να 'ναι;
Ήταν μια πομπή δεκαπέντε ίσαμε είκοσι Βλάχοι, νέοι και γέροντες. Με τα λιοκαμένα πρόσωπα, όλα με μακριές γενειάδες, με τις κάπες τους και τις γκλίτσες στα χέρια, πλησίαζαν σιωπηλά, μ' επισημότητα, φιγούρες ερχόμενες από παμπάλαιους χρόνους. Το αργό περπάτημα και η σιωπή τους σκόρπισε μονομιάς ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου στο κοπάδι των Φωκιανών.
Όλοι μαζευτήκαν ασυναίσθητα στο ίδιο μέρος, στο κέντρο της κατασκήνωσής τους. Σα να θέλαν να συγκεντρώσουν τη δύναμή τους.
—Ώρα καλή! είπε ο πρώτος βοσκός, ένας αψηλός γέροντας, ο πιο σεβάσμιος απ' όλους, ο ίδιος που ο αναγνώστης θυμάται, τη χτεσινή νύχτα, στην κορφή του βουνού. Ώρα καλή! είπε κι έφερε ένα γύρο τη ματιά του.
Από δεξιά κι από ζερβά κι από πίσω του σταθήκαν οι άλλοι οι δικοί του, οι βοσκοί, ακουμπώντας με τις μασχάλες στις γκλίτσες τους.
—Καλώς τους! αποκριθήκαν πολλά στόματα οι πρόσφυγες.
—Τι είσαστε; είπε πάλι αργά ο γέροντας.
—Πρόσφυγες είμαστε! Πατρίδα μας ήταν οι Φώκες!
—Και τώρα πούθε ερχόσαστε;
—Ένα χρόνο περιπλανηθήκαμε στα μέρη της Πελοπόννησος κι υποφέραμε πολύ. Τώρα μας δώσαν τη γη εδώ, για να μείνουμε.
Ανάμεσα στις στερεωμένες γκλίτσες των βοσκών έγινε μικρή κίνηση. Μετακινηθήκαν, σάλεψαν λίγο, πάλι ησυχάσαν. Κανένας δε μίλησε άλλος απ' το γέροντα.
—Σας δώσαν, είπες, τη γη αυτή; κι η φωνή του άρχισε να γίνεται τραχιά. Ποιος σας την έδωσε; Ποια γη;
—Το Κράτος μάς είπε: «Δική σας είναι η γη της Ανάβυσσος». Μας είπε να 'ρθουμε και να την πάρουμε!
—Σας είπε να 'ρθετε και να την πάρετε; Και πού 'ναι τα κοπάδια σας, τα ζωντανά σας;
—Δεν έχουμε κοπάδια. Δεν είμαστε βοσκοί. Θα ξεχερσώσουμε τη γη, και θα φυτέψουμε αμπέλια, και θα σπείρουμε σιτάρι.
—Τι μιλάς, άνθρωπε, για σιτάρι και για αμπέλια που θα φυτέψετε σ' αυτή τη γη! φωνάζει έξαλλος ο γέροντας. Τήρα λοιπόν κατά κει!
Σήκωσε το χέρι που βαστούσε το ραβδί του κι έγραψε έναν κύκλο σ' όλο το μικρό κάμπο τον κλεισμένο απ' τους λόφους. Χωρίς να το θέλουν, όλα τα μάτια ακολούθησαν τον κύκλο, υποταγμένα στην προσταγή της χειρονομίας.
—Από τότες που είμαστε εμείς εδώ, λέει η αυστηρή φωνή, κι από τότες που ήταν οι πατέρες μας, κι οι πατέρες τους, σ' ετούτη τη γη μοναχά βούρλα και πουρνάρι βλασταίνουν, και τίποτ' άλλο δεν έζησε εδώ εξόν τα κοπάδια μας! Λοιπόν, για τι σιτάρι και για τι αμπέλια μου μιλάς!
Είχε το βαρύ, το ακατάλυτο και ανελέητο των παμπάλαιων πραγμάτων, της μοίρας ή του θανάτου, η βαθιά φωνή που ερχόταν από μακρινούς χρόνους να υπερασπίσει τη γη τους απ' τους βαρβάρους.
—Μοναχά τα κοπάδια μας, σου είπα, κι εμείς μπορούμε να κάμουμε στον έρημο τούτον τόπο, γιατί έτσι το βρήκαμε απ' τους γονιούς μας! Μοναχά εμείς μπορούμε να βαστάξουμε εδώ, γιατί μας φωνάζει το χώμα, αυτό κι όχι άλλο! Λοιπόν, τι γυρεύετε εσείς, φουκαράδες, στα μέρη μας;
Έλεγε, έλεγε, κι η φωνή του έτρεμε, σα να προαισθανόταν πως η προσπάθεια ήταν μάταιη.
—Θα πεθάνετε στη δίψα! έλεγε. Πηγή νερό δε βρίσκεται εδώ. Κι αν σκάψετε βαθιά και βρείτε φλέβα, το νερό θα 'ναι γλυφό σα θάλασσα. Θα σας ρημάξουν οι πυρετοί, κι ο αγέρας κι ο άμμος. Αν γίνει και φυτρώσει σπαρτό, ο άμμος θα κάθεται απάνω στο φύλλο του και στον καρπό του και θα τον ξεραίνει. Πριν δείτε σοδειά, θα 'χετε πεθάνει, εσείς και τα παιδιά σας. Λοιπόν, φύγετε, σου λέω!
Το επανάλαβε ξερά, άγρια, τραχιά:
—Φύγετε, είπα, από δω!
Είπε, σώπασε, κι ακούμπησε το ραβδί του, κοιτάζοντας μες στα μάτια το κοπάδι τους Φωκιανούς.
Ένα σούσουρο έγινε τότε ανάμεσα στους πρόσφυγες. Η φωνή του τόπου, που μιλούσε μέσω του γέροντα, τα δεινά και το όραμα του θανάτου, φοβερού και βέβαιου, που έσυρε πάνω απ' τα κεφάλια τους, τους είχε μουδιάσει, σκόρπισε μέσα τους το φόβο, πυκνό σύννεφο σε γυμνό ουρανό. Στέκαν βουβοί, γυμνά δέντρα, γυμνές ρίζες που σαλεύουν στα τυφλά, μπλέκουν μες στον αγέρα τα πλοκάμια τους, τυραννισμένα και βίαια, γυρεύοντας, με το ένστιχτο των πραγμάτων, χώμα.
Στέκαν, ίσαμε που το αγέρι του Σαρωνικού που φύσησε τράβηξε από πάνω τους το πνεύμα του πανικού. Τότε, το ίδιο άγρια, σκληρά, μ' όλες τις σκοτεινές δυνάμεις των κορμιών που γύρευαν πια ν' ακουμπήσουν στέρεα, στην αρχή μια φωνή, ύστερα άλλη, ύστερα όλες μαζί, γυναίκες και γερόντοι και άντρες του κοπαδιού, άρχισαν να ουρλιάζουν:
—Δε φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!
Ο άνεμος πήρε τις φωνές και τις σκόρπισε, τις χτύπησε στις πλαγιές του βουνού και τις δυνάμωσε. Ένα σύννεφο άμμος σηκώθηκε και τους τύλιξε μέσα του. Αλάλαζαν και κουνούσαν τα χέρια τους ψηλά, μες στο θολό σύννεφο, θολοί σαν τέρατα του βυθού.
—Θα μείνουμε δω, κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια, κι ας πεθάνουμε!
Τότε ο θυμός που φούσκωνε ξέσπασε και στην άλλη μεριά, στους Βλάχους.
—Ε, λοιπόν! φώναζε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κι οι άλλοι βοσκοί. Μείνετε, λοιπόν, και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ' αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ' εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!
Είχαν χαθεί μες στη χαράδρα, απ' όπου είχαν έρθει, κι ακόμα ακούγονταν οι φοβερές φωνές τους.
Τότε το σύννεφο ο άμμος χαμήλωσε και κατακάθισε στη γη. Αμίλητο, βαρύ, πιεσμένο απ' το στυφό κύμα το φόβο, έγειρε και το κοπάδι των Φωκιανών στη γη.