Συγκλονιστικές είναι οι μαρτυρίες των ανθρώπων που επέζησαν της γενοκτονίας. Ένας από αυτούς είναι και ο Σάββας Κανταρτζής, ο οποίος εξέδωσε τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη.
Μία από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλάν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες. Ο λόγος, λοιπόν, σε έναν πονεμένο Πόντιο. Γιατί η τραγωδία του χωριού του, του Μπεϊαλάν, θα μπορούσε να είναι η τραγωδία χιλιάδων ελληνικών χωριών, χιλιάδων Ελλήνων, στον Πόντο του 1916, την Ιωνία του 1922, την Πόλη του 1955 ή κάποιου χωριού της Κυρήνειας το 1974…
«Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση ότι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια.
Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία. Αλλιώς απειλούσαν ότι θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν. Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ΄ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν από τσέτες που παραμόνευαν πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω. Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλομες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, έτρεμαν με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες, άλλες με τους γέρους γονείς κι άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, στοιβάχτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο σαν πρόβατα για τη σφαγή σε δυο σπίτια, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές, θρήνους και κοπετούς.
Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς «ήρωες» του νεοτουρκικού εγκλήματος της γενοκτονίας… Και όταν ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα και οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μιαν άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση… Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της επιχείρησης των θλιβερών συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δε χρειάστηκαν παρά μιαν αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέτουρα (χαρτώματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα και απ΄ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται…
Οι μητέρες, ξετρελαμένες, έσφιγγαν -αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους- στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν «μάνα, μανίτσα!». Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους και άρχισαν να γλείφουν το κορμί οι φλόγες. Μερικές γυναίκες και κοπέλες, πάνω στον πόνο, τη φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στη φωτιά.
Οι τσέτες, που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους: Τις πυροβόλησαν και τις σκότωσαν. Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ώσπου μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ώσπου μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν».
http://www.huffingtonpost.gr/2015/11/03/politiki-katartzis-ypoyrgos-_n_8462882.html
ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Φίλων Κτενίδης
Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν,
ολονυχτίς τριγύριζεν ολόγερα σον Κάστρεν,
σον Κάστρεν, σα καστρότειχα τη μαύρο - Τραπεζούντας,
που έχ' τα ρίζας σον γιαλόν και την κορφήν ατ΄ς σ'άστρα
π'είχεν δέκα καστρόπορτας, κι ούλα χαλκοδεμένα,
κι απ΄εξ'ας σα κσατρόπορτας, ορμία και ποτάμα
ντο έδεναν και έλυναν γεφύρα σιδερένα...
Όλεν ο κάστρεν έλαμπεν, άμον ντο λάμπ' ο ήλεν,
και το παλάτιν έλαμπεν άμον διαμάντ' σον φέγγον,
τη βασιλέα το Παλάτ', τη Κομνηνών φωλέα,
π'έτον τρανόν και θαμαστόν, κάστρεν απάν'σον κάστρεν.
Κάποτε εγέντονε σεισμός κ'η γη όλεν εσείεν,
κ'έναν Δεκαπενταύγουστον κι έναν μαύρον ημέραν
επάρθεν τα κλειδία θε, κι ο Κάστρεν εκρεμίεν...
'Πέμναν τα πόρτας ανοιχτά, το Παλάτ' δίχως θρόνον
και δίχως τοι παλατιανούς και χώρις βασιλέαν
.....και ο Κάστρεν ο θεόρατον εγέντον κοιμητήρι.
Χρόνα έρθαν κ'εδέβανε, καιροί έρθαν και πάγ νε...
Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν,
ολονυχτίς τριγύριζεν γύρω τα καστροπόδα,
π'επέμναν έρμα κι άκλερα, γομάτα κωλισάφρας.
Ολονυχτίς τριγύριζεν με τα φτερά'νοιγμένα,
και επεστάθεν την αυγήν κ'εκάτσεν σ'έναν άκραν
μονάκριβου παρασταρί', δίχως επανωθύρι,
απομεινάρ'τη Παλατί, κιντέας ντ'εγομώθεν.
Τερεί απάν', τερεί αφκά, τερεί οπίσ' και έμπρα,
μακρογουλίζ', καλοτερεί σ'ανατολή και δύσην
κι αρχινά να μοιρολογά μ'ανθρώπινον λαλίαν.
Θεέ μ'! Δείξον τη δύναμη'σ! Χριστέ μ' ποίσον το θάμα σ'!
Ποίσον με ποταμόπετραν βαρύν τη καταρράχτε,
Ποίσον με σπελιας κατωθύρ' 'σ σην γην καταχωμένον.
Ποίσον μ', αν θέλτς, μικρόν λιθάρ, αν θέλτ'σ, ποίσο με χώμαν.
Θεε μ'... ποίσον με ιντίαν θέλ'τς... μόνον 'σ σον τόπο μ' αφ'σ με
Θεέ μ', ποίσον με ίντα θελ' τς, μόνο σον τόπο μ' άφς ‘με .
Αφς ΄με αδά να θάφκουμαι, σον τόπο ντ' εγενέθα ,
σο μνήμαν όμπου έθαψαν την μάνα μ' και τον κύρη μ'