Οι μάχες συνεχίζονταν για εννέα ολόκληρα χρόνια. Ο Χρύσης, ιερέας του Απόλλωνα και πατέρας της Χρυσηίδας, προσήλθε στον Αγαμέμνονα και ζήτησε την απελευθέρωση της κόρης του. Όμως ο Αγαμέμνονας ήταν ανυποχώρητος και προσέβαλε βάναυσα τον ιερέα, ο οποίος προσευχήθηκε στον Απόλλωνα να πάρει εκδίκηση για την απαράδεκτη αυτή συμπεριφορά (ύβρις). Ο Απόλλωνας ανταποκρίθηκε και τιμώρησε με εξοντωτικό λοιμό τον αχαϊκό στρατό. Τελικά, ο Αγαμέμνονας, για να απαλλαχθεί από αυτή την συμφορά και μετά από πίεση των υπολοίπων Αχαιών, αναγκάστηκε να επιστρέψει την Χρυσηίδα στον πατέρα της.
Στη συνέχεια όμως κάνοντας επίδειξη δύναμης δήλωσε ότι θα έπαιρνε, και με τη βία αν χρειαζόταν, όποιο λάφυρο Αχαιού επιθυμούσε, ακόμα και τη Βρισηίδα από τη σκηνή του Αχιλλέα. Οι δύο άντρες καυγάδισαν και ο Αχιλλέας έφτασε στα όριά του να επιτεθεί με το ξίφος του στον Αγαμέμνονα. Η θεά Αθηνά όμως επενέβει αόρατη για να τον εξευμενίσει.
Ο Αχιλλέας τελικά δέχτηκε να παραδώσει την Βρισηίδα, αλλά το θεώρησε μεγάλη ατιμία και αρνήθηκε να συνεχίσει να μάχεται. Η οργή του (μήνις) ήταν τόσο μεγάλη που παρακάλεσε τη μητέρα του Θέτιδα να μεσολαβήσει στον Δία, για να προσφέρει συνεχείς επιτυχίες στους εχθρούς του Τρώες στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Έτσι και έγινε. Μετά από συνέλευση στις τάξεις των Αχαιών, αποφάσισαν να συνεχίσουν τον πόλεμο ακόμα και χωρίς τον Αχιλλέα καθώς οι θεοί τους οδήγησαν να πιστέψουν ότι το τέλος του πολέμου ήταν κοντά. Και τα δύο στρατόπεδα είχαν στη διάθεσή τους το σύνολο των συμμάχων τους, για πρώτη φορά από την αρχή των επιχειρήσεων.