Νίκος Γκάτσος - Ἀμοργός

==========

Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε από τον braintumorguy, στην Αθήνα, ΕΛΛΑΔΑ.

(1) (2) (3) (5)

(4) 01-05-2016 me and my Masters, the Great Ancient Greek Philosophers Plato, and Aristotle.

(5) 30-05-2016 Beautiful Greece & the Greek Islands from Space on a beautiful clear day.Thank you NASA.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με εμένα, παρακαλώ επισκεφθείτε την κύρια ιστοσελίδα μου

(1) 15-08-2015 εγώ με τον Βασιληά Λεωνίδα της Σπάρτης, μπροστά στο Μουσείο της Ακρόπολης.

(2) 22-11-2015 μπροστά στην Ακρόπολη.

(3) 26-11-2015 στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά στο κτίριο της Βουλής.- ανάμεσα στο Συντριβάνι και το Δένδρο των Χριστουγέννων.

Νίκος Γκάτσος - Ἀμοργός

Νίκος Γκάτσος (1911-1992): ποιητής, μεταφραστὴς καὶ στιχουργὸς ἀπὸ τὴν Ἀσέα Γορτυνίας.

Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ

καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.

HPAKΛEITOΣ

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα

Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια

Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα

Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια

Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν

Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη

Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια

Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα

Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι

Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες

Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων

Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας

Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια

Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους

Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν

Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα

Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι

Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια

Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON

Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι

Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου

Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου

Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.

Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους

Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου

Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα

Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι

Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων

Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται

Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους

Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς

Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας

Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες

Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα

Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς

Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι

Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες

Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου

Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε

Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν

Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα

Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια

Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα

Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν

Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη

Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες

Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι

Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ

Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν

Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.

Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο

Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ

Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει

Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη

Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι

Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της

Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη

Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!

Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα

Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα

Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων

Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.

Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας

Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει

Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια

Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.

Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει

Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται

Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα

Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.

Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;

Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του

Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του

Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει

Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις

Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει

Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου

Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια

Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη

Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα

Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις

Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.

Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.

Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει

Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο

Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου

Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ

Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου

Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο

Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων

Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων

Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας

Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη

Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι

Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο

Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει

Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα

Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς

Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα

Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα

Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ

Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει

Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει

Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης

Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο

Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας

Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου

Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο

Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι

Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος

N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη

Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα

Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου

Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του

Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του

Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων

Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.

Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω

Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας

Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους

Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι

Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει

Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα

Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει

Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες

Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη

Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε

Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων

Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε

Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι

Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια

Τόσους αἰῶνες φευγάτο

Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης

Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.

Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε

Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;

Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;

Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;

Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;

Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης

Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.

Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα

Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη

Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι

Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια

Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους

Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του

Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα

Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.

Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου

Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα

Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς

Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω

Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας

Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους

Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι

Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

==

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/nikos_gkatsos_amorgos.htm

==========

19/04/2017, 11:26 ΠΜ

Το ατόφιο χρυσάφι της «Αμοργού»: Μικρό κείμενο για τον Γκάτσο

Γράφει η Μηλίτσα Πιέτρη – Αυγούστη //

Νίκος Γκάτσος

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στην Ασέα της Αρκαδίας. Τελείωσε το γυμνάσιο στην Τρίπολη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε στο τμήμα φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1931 εμφανίζεται στη λογοτεχνία με το ποίημα «της μοναξιάς». Το 1943 εξέδωσε την «ΑΜΟΡΓΟ», ποιητική συλλογή ορόσημο στην ιστορία της Ελληνικής υπερρεαλιστικής ποίησης. Μετά την ΑΜΟΡΓΟ δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα. «Ελεγείο», «Ο Ιππότης και ο θάνατος» και «Το Τραγούδι του παλιού καιρού». Μετέφρασε Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (Ματωμένος Γάμος, Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Στρίμπερκ (ο Πατέρας), Ευγένιο Ο΄νηλ (Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα) και Τένεσι Ουίλιαμς (Λεωφορείο ο Πόθος).

Από την δεκαετία του πενήντα ασχολήθηκε με τη στιχουργική. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μάνο Χατζιδάκη, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Λουκιανό Κηλαηδόνη και άλλους Έλληνες συνθέτες. Τιμήθηκε με το βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του (1987). Πέθανε στην Αθήνα το 1992.

Η μοναδική ποιητική συλλογή του Νίκου Γκάτσου τιτλοφορείται χωρίς εμφανή λόγο «Αμοργός» 1943. Η γλώσσα αυτών των ποιημάτων είναι πλούσια σε όρους που αντλούνται από την παραδοσιακή αγροτική ζωή της Ελλάδας. Τραγουδάει την εκάστοτε αγάπη του ως μια μυρτιά, μια βαγιά, μια γαριφαλιά, μια μυγδαλιά, λες και οι αγάπες του φυτρώνουν στον κήπο των ερώτων, από τους καρπούς που πέφτουν από των άστρων τα κλαδιά.

«Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω,

εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας

και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα

και χορέψαμε μεσ’ τους καλοκαιριάτικους κάμπους,

πάνω στην θερισμένη καλαμιά».

Αν ξεκινήσουμε από την πεποίθηση του Γκάτσου ότι η γλώσσα είναι πατρίδα και η θάλασσα μαύρη μεγάλη μοναξιά «Μαύρη μεγάλη θάλασσα, με τόσα βότσαλα τριγύρω, στο λαιμό, τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου» γράφει ο Γκάτσος.

Κι αν προσθέσουμε τη γενική παραδοχή ότι η χώρα μας είναι θαλασσινή και τη δική του διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα είναι παντοτινή καταφυγή θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλλίτερα το γιατί οι μοναχικές και μοναδικές γυναικείες υπάρξεις του ποιητικού του τόπου δεν περιδιαβαίνουν τον μεγάλο κόσμο μα τον μικρό και πολυσήμαντα Ελληνικό ως τον εγγύτερο του ποιητή.

Ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης σε μία αναφορά του στους «Ορίζοντες» γράφει: «Ομολογώ πως ο τίτλος Αμοργός με πλάνεψε και ίσως τούτο να οφείλεται στο ότι χρωστάω σε ένα ταξίδι μου στο νησί αυτό παλιές αξέχαστες μνήμες. Διαβάζοντας το ποίημα έβλεπα καθαρά μέσα τις πλούσιες εικόνες του, τοπία Πελοποννησιακά και τότε τούτο μου έκανε έκπληξη, μη μπορώντας να εξηγήσω γιατί πρέπει η Αμοργός να θυμίζει Πελοπόννησο. Πιο μεγάλη ήταν η έκπληξη μου, όταν από το στόμα του ίδιου του ποιητή έμαθα ότι ολόκληρο το ποίημα μυρίζει Πελοπόννησο και πως ο τίτλος του μόνο ηχητικά σαν ένα τμήμα Ελληνικό διαλέχτηκε χωρίς άλλη αξίωση. Για τη λογοτεχνική αξία της Αμοργού και την ερμηνεία της ο Ευγένιος Αρανίτσης γράφει: «Η μαγνητική δύναμη που ασκεί αυτό το ποίημα έγκειται ίσως στη συνειδητή του νηφαλιότητα. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος δράματος ή δέους ή Διδαχής στην Αμοργό. Ο Γκάτσος είναι ο μόνος σύγχρονος Έλληνας ποιητής που δεν θέλησε ούτε για μια στιγμή να σώσει τον κόσμο με προσευχές».

Στην «Αμοργό» ο κόσμος είναι αυτός που φαίνεται, ούτε για τη χαρά φτιαγμένος, ούτε για τη θλίψη, μόνο ανοιχτός στην κλίση του ανθρώπου για σύλληψη εικόνων. Ο άνθρωπος είναι νικητής και ηττημένος ταυτόχρονα και μπορεί να πολεμάει χωρίς να χάσει τη γαλήνη του κύκλου των εποχών.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος για την Αμοργό λέει: «Είναι ο πύργος ενός ελληνικού αλλά και παγκόσμιου οράματος ζωής – έρωτα, πόνου, θανάτου, ελπίδας, ανάστασης».

Ο Μάνος Χατζιδάκις τονίζει την ποιητική αξία των στίχων του Γκάτσου. Είναι από ατόφιο χρυσάφι αυτές οι είκοσι σελίδες της Αμοργού, για να συντηρήσουν τόσα χρόνια το κύρος και τη δύναμη του δημιουργού τους.

==

http://fractalart.gr/amorgos-nikos-gkatsos/

==========

Νίκος Γκάτσος - Αμοργός

ParaskeviKoutouba

Published on May 8, 2011

Νίκος Γκάτσος, Αμοργός (απόσπασμα)

Μουσική: Zbigniew Preisner - Claires Dance

από την ταινία "Κουαρτέτο σε τέσσερεις κινήσεις" της Λουκίας Ρικάκη (1994)

02:08

https://www.youtube.com/watch?v=OuRFaPTtLBQ

==

==========