Η διάβρωση των ακτών είναι μια φυσική διεργασία που μπορεί να αποτελέσει απειλή με πολλές αρνητικές κοινωνικό-οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις για αρκετές παράκτιες.
Η παράκτια διάβρωση προκαλείται τόσο από διεργασίες όπως είναι ο κυματισμός, τα παράκτια ρεύματα και η άνοδος της θαλασσιάς στάθμης και αυτές που σχετίζονται με τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Το πρόβλημα της διάβρωσης των ακτών εντείνεται παγκοσμίως όλο και περισσότερο. Όσον άφορα την Ελλάδα, η παράκτια διάβρωση αποτελεί ίσως μια από τις σημαντικότερες περιβαλλοντικές απειλές αφού περίπου το 32% της ακτογραμμής (το 25% περίπου της νησιώτικης) υπόκειται σε υποχώρηση. Η διάβρωση των ελληνικών ακτών έχει σημαντικές κοινωνικό-οικονομικές συνέπειες, αφού ο θερινός παράκτιος τουρισμός αποτελεί μια πολύ σημαντική οικονομική δραστηριότητα Ο πινάκας 14.1 περιλαμβάνει τα ποσοστά των ακτών ανά ευρωπαϊκή χωρά που υπόκεινται σε διάβρωση από τη δράση των θαλάσσιων. Τα ποσοστά αυτά διαφέρουν από χωρά σε χωρά ανάλογα με τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά των θαλάσσιων λεκανών και το βαθμό της ανθρωπογενούς παρέμβασης παράκτιο χώρο.
Η αλλαγή του κλίματος έχει ήδη εμφανή αποτελέσματα, που εκτείνονται από την αύξηση της θερμοκρασίας έως την άνοδο της στάθμης της θάλασσας σαν αποτέλεσμα της τήξης των πολικών παγετών, καθώς και τη συχνότερη εμφάνιση καταιγίδων και πλημμυρών. Οι μεταβολές αυτές θα επιφέρουν με τη σειρά τους σοβαρές επιπτώσεις στην ακεραιότητα των οικοσυστημάτων, τους υδατικούς πόρους, τη δημόσια υγεία, την προσφορά τροφής, τη βιομηχανία, τις γεωργικές καλλιέργειες, τις μεταφορές και τις υποδομές. Η σοβαρότητα των αναμενόμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής κυμαίνεται ανάλογα με την περιφέρεια.
Τα στοιχεία, από τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Διακυβερνητική Ομάδα για την Kλιματική Aλλαγή (Intergovermental Panel for Climate Change – IPCC) στο πλαίσιο της 5ης έκθεσης αξιολόγησης (5th Assessment report – AR5), επιβεβαιώνουν πέραν πάσης αμφιβολίας τις αρνητικές επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί λήψη μέτρων περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και προσαρμογής σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο.
Σε εθνικό επίπεδο η αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος, αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις προτεραιότητες της κυβέρνησης και του Υπουργείου μας.
Οι δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής οφείλουν να εμπεριέχουν μία αλλαγή του υφιστάμενου αναπτυξιακού μοντέλου, προς την κατεύθυνση μιας βιώσιμης, πράσινης οικονομίας χαμηλών ή και μηδενικών εκπομπών άνθρακα με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας. Η ανάπτυξη του μοντέλου αυτού θα πρέπει να στηριχθεί στον οριζόντιο συντονισμό των πολιτικών μετριασμού αλλά και προσαρμογής, στους τομείς της ενέργειας, της βιομηχανίας, της γεωργικής παραγωγής και σε πολλούς άλλους. Το κόστος του περιορισμού των εκπομπών και της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή μπορεί να φαίνεται αρχικά υψηλό, αλλά είναι πολύ χαμηλό σε σύγκριση με το κόστος που θα αναγκαστούμε να καταβάλουμε λόγω απραξίας.