Τα μεσογειακά δάση


Μια περιγραφή της βιοποικιλότητας

των ελληνικών δασών

Αν κάποιος ταξιδέψει αυτή τη χώρα από άκρη σε άκρη θα εντυπωσιαστεί με την ποικιλία των εικόνων που θα αντικρίσει. Μεγαλύτερη εντύπωση όμως θα κάνει στον εδικό αλλά και στον απλό περιηγητή, η ποικιλία των τοπίων, των οικοσυστημάτων που θα γνωρίσει. Ο πλούτος αυτός υπάρχει και στα δασικά οικοσυστήματα. Πυκνά υγρά δάση, βγαλμένα θαρρείς από παραμύθι, σκαρφαλώνουν αγέρωχα βουνά ενώ σε μικρή απόσταση από αυτά, την ίδια στιγμή, θαμνότοποι μπορεί να δοκιμάζουν την αντοχή τους στην ξηρασία και να κατηφορίζουν ως τη θάλασσα.

Η μεγάλη αυτή ποικιλομορφία σίγουρα δεν είναι τυχαία. Σε μια χώρα στην οποία υπάρχουν περιοχές με ετήσιο ύψος βροχής 2000 mm (όσο το βροχερό Λονδίνο) ενώ παράλληλα κάποιες άλλες, με τιμή που δεν ξεπερνά τα 400 mm και με αντίστοιχες μεταβολές στη θερμοκρασία, καταλαβαίνουμε ότι το κλίμα μπορεί να εμφανίζει μεγάλο εύρος. Ανάλογες είναι οι εναλλαγές που εμφανίζει το ανάγλυφο, όπου βουνά εναλλάσσονται με πεδιάδες, οροσειρές προσεγγίζουν τις ακτές, ενώ το υδάτινο στοιχείο κάνει αισθητή την παρουσία του σε όλη την επικράτεια, κυρίως με τη μορφή θάλασσας, αλλά και ως λίμνες, ή ποτάμια. Η ανθρώπινη παρουσία επίσης, στο χώρο αυτό της Μεσογείου έχει ποικιλοτρόπως επιδράσει εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Όλα αυτά έχουν σα συνέπεια μέσα στον ελλαδικό χώρο να μπορούμε να διακρίνουμε ουσιαστικά όλα τα είδη δασικών οικοσυστημάτων που συναντώνται στην Ευρώπη. Μια επίσκεψη στο Βάι της Κρήτης θα μας φέρει μπροστά σε υποτροπική βλάστηση με κυρίαρχο είδος το φοινικόδεντρο (Phoenix theophrastii).

Μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειότερα και θα βρεθούμε σε δάση με κυρίαρχο είδος τη σημύδα (Betula pendula) φυτό που συναντούμε στα βόρεια της σκανδιναβικής χερσονήσου. Στα ενδιάμεσα θα συναντήσουμε ποικίλες μορφές βλάστησης, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος στο οποίο βρισκόμαστε, το υψόμετρο, την επίδραση της θάλασσας κ.α.

Η κλιμάκωση αυτή είναι εντυπωσιακή και μοναδική τουλάχιστον για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Έτσι, μορφή μωσαϊκού εμφανίζουν τα δασικά οικοσυστήματα μας, μη καταλαμβάνοντας το καθένα από αυτά αχανείς εκτάσεις, αλλά εναλλασσόμενα συνεχώς, αφαιρώντας κάθε έννοια μονοτονίας από το χαρακτηρισμό τους.

ΦΡΥΓΑΝΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Αν και δεν αποτελούν δασικούς σχηματισμούς, έχουν την δική τους οικολογική αξία. Τα συναντάμε σε νότιες, παραθαλάσσιες περιοχές, χαμηλού υψομέτρου όπως στις Κυκλάδες, Κρήτη, Πελοπόννησο, Αττική.

Συχνά είναι αποτέλεσμα υποβάθμισης, λόγω συχνών πυρκαγιών ή έντονης υπερβόσκησης. Φυτά ιδιαίτερα ανθεκτικά στην παρατεταμένη ξηρασία και στα άγονα εδάφη. Χαρακτηριστικά είδη : θυμάρι, αφάνα, λαδανιά, λεβάντα, φασκόμηλο, ρείκι, δενδρολίβανο κ.α

ΑΕΙΦΥΛΛΑ ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΑ (Μακία βλάστηση)

Πρόκειται για μορφή βλάστησης που περιλαμβάνει θάμνους. Συνήθως σκεπάζουν τις χαμηλές πλαγιές των βουνών σε όλη την επικράτεια, φτάνοντας συχνά και δίπλα στη θάλασσα, καταλαμβάνοντας το 48,42% των δασικών μας εκτάσεων.

Φυτά που συνθέτουν τη μακία βλάστηση είναι η αγριελιά (Olea europae), η κουμαριά (Arbutus), η χαρουπιά (Ceratonia siliqua), η δάφνη (Laurus nobilis), το σχίνο (Pistacia lentiscus), οι άρκευθοι (Juniperus), τα πουρνάρια (Quercus coccifer), η κουτσουπιά (Cercis siliquastrum), τα φιλλύκια (Phyllirea latifolia), η αγριοτσικουδιά (Pistacia terebinthus) κ.α.

Οι θάμνοι αυτοί μπορούν να φτάσουν σε αξιόλογο ύψος, και να αποκτήσουν δενδρώδη μορφή όταν δεν δέχονται πιέσεις που τους οδηγούν στην υποβάθμιση (βόσκηση, συχνές πυρκαγιές, υπερβολική υλοτόμηση ). Στην κατάσταση αυτή, ο μεγάλος αριθμός ειδών, η ποικιλία των αρωμάτων, και χρωμάτων, η δυνατότητα να προσφέρουν τροφή και καταφύγιο σε ζώα (λαγούς, νυφίτσες, ασβούς, αγριόγατους, αλεπούδες, λύκους κ.α.) τους προσδίδει ιδιαίτερη οικολογική και αισθητική αξία.

Η καλοκαιρινή ξηρασία και οι υψηλές θερμοκρασίες αντιμετωπίζονται από τα φυτά αυτά, με το βαθύ ριζικό σύστημα και τις προσαρμογές των φύλλων τους. Έτσι μπορούμε να τα συναντήσουμε σε ξηρές περιοχές, συχνά και σε άγονα εδάφη, ενώ το ριζικό τους σύστημα συμβάλει ιδιαίτερα στην προστασία των εδαφών από τη διάβρωση. Μηχανισμούς επίσης έχουν αναπτύξει και για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών μιας και είναι ιδιαίτερα εύφλεκτα οικοσυστήματα. Έτσι λοιπόν μπορούν και πρεμνοβλαστάνουν μετά την καύση του υπέργειου τμήματός τους, ενώ οι σπόροι αναπτύσσουν φυτροτικότητα .

Δυστυχώς όμως, συχνά ο συνδυασμός της υπερβόσκησης με τις συχνές πυρκαγιές (το μεγαλύτερο ποσοστό των καιγομένων εκτάσεων κάθε χρόνο υπάγονται σε αυτόν τον τύπο οικοσυστημάτων) έχουν μετατρέψει τη μορφή αυτή της βλάστησης σε χαμηλούς, φτωχούς θαμνότοπους. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις η έντονη υποβάθμιση, τους εξαφάνισε αντικαθιστώντας τους με φρύγανα. ( Κρήτη, Πελοπόννησος, νησιά Αιγαίου)

ΘΕΡΜΟΦΙΛΑ ΚΩΝΟΦΟΡΑ

Τα γνωστά μας πεύκα. Εδώ συμπεριλαμβάνονται τα δάση της χαλέπιας πεύκης (Pinus halepensis), της τραχείας πεύκης (Pinus brutia), της κουκουναριάς (Pinus pinea) καθώς και του κυπαρισσιού (Cypressus sempervirens). Αποτελούν περίπου το 8,72% των δασών μας.

Χαλέπια πεύκη θα συναντήσουμε κυρίως στην Αττική, Εύβοια, βόρεια-βορειοδυτική και βορειοανατολική Πελοπόννησο, στα παράλια της Βοιωτίας και Φθιώτιδας, τη Χαλκιδική, στα νησιά του Αργοσαρωνικού, τη Ζάκυνθο και τη Λευκάδα. Δάση τραχείας πεύκης θα βρούμε στη Θράκη, τη Θάσο, τα νησιά του κεντρικού και βόριου Αιγαίου, και την Κρήτη. Τα δάση της κουκουναριάς έχουν περιοριστεί σε ελάχιστες περιοχές της χώρας και μπορούμε πλέον να τα συναντήσουμε μόνο στην Ηλεία (Κοτύχι), την Αττική (Σχινιάς) και τη Σκιάθο. Το κυπαρίσσι δεν σχηματίζει συνήθως αμιγή δάση, αλλά μικτές συστάδες με άλλα θερμόφιλα κωνοφόρα ή μακία βλάστηση. Μπορούμε να το βρούμε στη Σάμο, Ρόδο, Κρήτη σε αυτοφυή μορφή, ή στη δυτική Ελλάδα που έχει μεταφερθεί από τον άνθρωπο με τεχνητές αναδασώσεις.

Τα θερμόφιλα κωνοφόρα εξαπλώνονται σε σχετικά χαμηλά υψόμετρα έως 1000 μέτρα και συχνά απαρτίζουν περιαστικά δάση (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα κ.α.). Έτσι λοιπόν εκτός από τη μεγάλη οικολογική τους αξία συμβάλλουν ιδιαίτερα και στην επαφή του ανθρώπου των μεγαλουπόλεων με την φύση.

Η αντοχή τους στην ξηρασία και στα φτωχά ασβεστολιθικά εδάφη, είναι μεγάλη ειδικά για τη χαλέπια πεύκη και το κυπαρίσσι. Η κουκουναριά όμως απαιτεί υγρά χαλαρά εδάφη, ενώ δεν ενοχλείται καθόλου από την αρμύρα της θάλασσας, γι αυτό και παλαιότερα κάλυπτε μεγάλες εκτάσεις παραλιακής ζώνης ενώ σήμερα έχει περιοριστεί σημαντικά. Η κατηγορία αυτών των δασών έχοντας παρόμοιες απαιτήσεις με αυτές της μακίας βλάστησης μπορεί να καταλαμβάνει τους ίδιους οικότοπους με αυτή. Θεωρείται μάλιστα ότι την έχει αντικαταστήσει σε πολλές περιοχές.

Η μορφή τους είναι σε πολλούς γνωστή. Τα περισσότερα από αυτά μπορούν να φτάσουν έως και τα 20-30 μέτρα ύψος, ενώ κάτω από τα δέντρα μπορούμε να συναντήσουμε πουρνάρια, σχίνα και άλλους θάμνους οι οποίοι συμπληρώνουν την εικόνα του δάσους αλλά παράλληλα βοηθούν στην εκδήλωση και μετάδοση των πυρκαγιών.

Τα θερμόφιλα κωνοφόρα έχουν εξελίξει μηχανισμούς για να αντιμετωπίζουν την ξηρασία και τα φτωχά εδάφη ενώ είναι αξιοσημείωτη η ικανότητα αναγέννησης τους μετά από πυρκαγιά. Αυτό επιτυγχάνεται μιας και οι σπόροι τους, αντέχουν τις υψηλές θερμοκρασίες και διατηρούν τη φυτροτηκότητά τους, με αποτέλεσμα με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου να έχουμε τη φύτρωση νεαρών φυτών που θα ξαναδημιουργήσουν το δάσος. Η πυρκαγιά είναι ενταγμένη στην οικολογία αυτών των οικοσυστημάτων, έτσι που σπάνια συναντούμε πευκοδάσος στη χώρα μας ηλικίας άνω των 200 χρόνων. (Αυτό πρέπει να το έχουν υπ όψιν τους όσοι χτίζουν νόμιμα ή παράνομα κοντά ή μέσα σε τέτοια δάση, μιας και θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα πληγούν από αυτό το φυσικό φαινόμενο.)

Τα τελευταία 20-30 χρόνια στη χώρα μας όμως, η συχνότητα των πυρκαγιών που επαναλαμβάνονται στις ίδιες περιοχές, ξεπερνούν τη δυνατότητα αναγέννησης των κωνοφόρων. Στην περίπτωση αυτή τα δέντρα δεν προλαβαίνουν να δημιουργήσουν σπόρους, μιας και συχνά χρειάζονται 15 ή και 20 χρόνια για να καρποφορήσουν. Έτσι διπλοκαμένο πευκοδάσος σε χρόνο μικρότερο του προαναφερθέντος οδηγείται στην υποβάθμιση. Η βόσκηση επίσης που μπορεί υπάρξει σε καμένα δάση καταστρέφει τη φυσική αναγέννηση, μιας και τα ζώα τρώνε ή ποδοπατούν τα τρυφερά δενδρύλλια. Τέλος σε περιοχές κοντά σε αστικά κέντρα ή γενικότερα όπου υπάρχει οικοδομική ανάπτυξη, ο κίνδυνος τσιμεντοποίησης είναι υπαρκτός, αν δεν τηρηθούν οι νομικές διατάξεις. Από τα 5.677.310 στρέμματα πευκοδασών που έχουν απογραφεί στην Ελλάδα πολλά είναι σε κατάσταση αναγέννησης και πρέπει να προστατευθούν ιδιαίτερα ώστε να μην χαθούν οριστικά. Και όσοι έχουν θαυμάσει τη συννεφοειδή υφή των σχημάτων, όσοι έχουν ξεκουράσει το βλέμμα τους στο γλυκό πράσινο χρώμα, όσοι έχουν γεμίσει την ανάσα τους και την ψυχή τους με το μοναδικό άρωμα του πεύκου, θα καταλάβουν το μέγεθος μιας τέτοιας απώλειας.

ΒΕΛΑΝΙΔΙΕΣ (ΔΡΥΣ) και λοιπά πλατύφυλλα.

Τα δάση αυτά καταλαμβάνουν το υψηλότερο ποσοστό των βιομηχανικών δασών της χώρας (22,6%). Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αποτελούνται από τα 12 είδη βελανιδιάς (Quercus) και λιγότερο από φτελιές (Ulmus), σφενδάμια, (Acer), τρικοκκιές (Crataegus), οστρυές (Ostrya), φράξους (Fraxinus), καστανιές (Castanea sativa) κ.α. Κατανέμονται σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα από τη Θράκη ως την Πελοπόννησο, μεγαλύτερη όμως είναι η συχνότητά τους στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα σε χαμηλά και μεσαία υψόμετρα.

Επιβιώνουν σε ψυχρότερες περιοχές όπου οι χειμώνες είναι δριμύτεροι και το καλοκαίρι συντομότερο.

Στα δάση αυτά θα συναντήσουμε πολλά από τα προαναφερθέντα είδη τόσο σε δενδρώδη όσο και σε θαμνώδη μορφή, ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες (εντατική υλοτόμηση, υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές, ποιότητα εδάφους κ.α.). Πάντως δάση με ώριμες βελανιδιές, αιωνόβιες και μεγάλου μεγέθους, σπανίζουν πλέον στη χώρα μας εξαιτίας των προαναφερθέντων λόγων.

Οι βιότοποι αυτοί μπορούν να συντηρήσουν αξιόλογη πανίδα μιας και προσφέρουν τροφή, (βελανίδια, έντομα που ζουν στο φλοιό και κορμό ειδικά των γερασμένων δέντρων) και δυνατότητα φωλιάσματος. Στο πλούσιο φυλλόχωμα που αναπτύσσεται κάτω από τα δέντρα εξαιτίας της χειμερινής φυλλόπτωσης θα απαντήσουμε πόες και μανιτάρια, στα κλαδιά θα αισθανθούμε τα φτερουγίσματα πολλών και συχνά σπάνιων πουλιών, ενώ ο προσεκτικός παρατηρητής θα αναγνωρίσει ίχνη από αγριογούρουνα, ζαρκάδια, λύκους ασβούς αλεπούδες κ.α.

ΟΞΥΑ (Fagus)

Τα δάση οξυάς που καταλαμβάνουν το 5,17% της δασικής μας έκτασης, συναντιόνται στη βόρεια, τη βορειοδυτική, και τη βόρειο-κεντρική Ελλάδα. Το νοτιότερο σημείο εξάπλωσής της είναι το βουνό Οξυά στα Βαρδούσια.

Σχηματίζει δάση σε καλά και υγρά εδάφη και συνήθως σε υψόμετρο πάνω από 1000 μέτρα και συχνά συνυπάρχει με την ελάτη και τη μαύρη πεύκη.

Στα δάση αυτά η δύσκολη εποχή είναι ο δριμύς χειμώνας ενώ ακόμα και το καλοκαίρι δε λείπουν οι βροχοπτώσεις.

Το ύψος αυτών των φυλλοβόλων δέντρων φτάνει τα 35 μέτρα, ενώ η πυκνή διάταξη των φύλλων τους, δεν επιτρέπει τη διείσδυση μεγάλης έντασης φωτός. Αυτό έχει σα συνέπεια να μην υπάρχει δυνατότητα να αναπτυχθούν άλλα φυτά κάτω από τις οξιές. Τα δάση αυτά είναι παραγωγικά δίνοντας σημαντικές ποσότητες ξυλείας

Όσοι έχουν περπατήσει φθινόπωρο μέσα σε τέτοια δάση θα έχουν εντυπωσιαστεί από την ποικιλία χρωμάτων που έχουν αποκτήσει τα φύλλα τους, όπου όλες οι αποχρώσεις του κίτρινου, του κόκκινου, του καφέ, συνθέτουν ένα ονειρικό περιβάλλον.

ΟΡΕΙΝΑ ΚΩΝΟΦΟΡΑ

α. Μαύρη πεύκη (Pinus nigra)

Τα μαυρόπευκα θα τα συναντήσουμε στη δυτική, βορειοκεντρική, και βόρεια Ελλάδα κυρίως. Σε μικρότερους πληθυσμούς όμως απαντώνται στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Καταλαμβάνουν το 4,33% των δασών μας, και η αντοχή τους στις χαμηλές θερμοκρασίες το καθιστά ικανά να καταλάβουν μεγάλα υψόμετρα, στα ορεινά μας συγκροτήματα πάνω από 600 μέτρα.

Δέντρα ευθυτενή που μπορούν να φτάσουν τα 30 μέτρα ύψος και διάμετρο κορμού μέχρι 1,5 μέτρα, κατάλληλα για παραγωγή ξυλείας. Αν και δεν πλήττονται εύκολα από πυρκαγιές, τα πράγματα αντιστρέφονται τις ξηρές και θερμές χρονιές.

β. Ελάτη (Abies cephalonica, Abies alba)

Γνωστό και αγαπημένο δέντρο το έλατο, το συναντάμε κυρίως στη νότια και δυτικοκεντρική Ελλάδα όπου σχηματίζει αμιγή δάση (Πελοπόννησος, Κεφαλλονιά, Στερεά, Πίνδος.). Στη βόρεια Ελλάδα σχηματίζει μικτές συστάδες μαζί με μαυρόπευκα, oξυές κ.α. πάντα όμως σε μεγάλα υψόμετρα πάνω από 700 μέτρα.

Τα έλατα μπορούν να φτάσουν 15-30 μέτρα ύψος και αποκτούν χαρακτηριστική πυραμιδοειδή κόμη. Προτιμούν βαθιά γόνιμα υγρά εδάφη, αλλά μπορεί να αναπτυχθεί και σε ξηρότερα και λιγότερο γόνιμα εδάφη. Στις περιπτώσεις αυτές όμως και ειδικά σε συνθήκες παρατεταμένης ξηρασίας μπορούν να προσβληθούν από έντομα τα οποία επιφέρουν την ξήρανση. Ανθεκτικό στο κρύο και στις πυρκαγιές. Παράλληλα όμως επειδή τα νεαρά έλατα αναπτύσσονται στην σκιά, είναι δύσκολο να αναγεννηθούν σε περίπτωση καταστροφής τους

Στα αμιγή ελατόδασα δε θα συναντήσουμε μεγάλη ποικιλία άλλων δέντρων ή θάμνων, καθώς και ορνιθοπανίδας. Μια βόλτα όμως σε ένα χιονισμένο τέτοιο δάσος θα μας μείνει αξέχαστη

ΨΥΧΡΟΒΙΑ ΚΩΝΟΦΟΡΑ

Στα μεγάλα υψόμετρα κυρίως της βόρειας Ελλάδας, εκεί όπου το κλίμα ξεφεύγει από το Μεσογειακό, έχουν προσαρμοστεί και επιβιώνουν η δασική πεύκη (Pinus sylvestris), το ρόμπολο (Pinus heldreichii), η ερυθρελάτη (Picea abies), σχηματίζοντας μικτές συστάδες συνήθως, μεταξύ τους ή και με άλλα είδη. Είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά στις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες του δριμύ και παρατεταμένου χειμώνα. Το συνολικό τους ποσοστό εκτιμάται σε 0,4%. Τέτοιας μορφής δάση, όπως και οξυάς, δε θα συναντήσουμε στη νότια Ελλάδα όσο ψηλά και αν ανεβούμε ένα βουνό.

Δέντρα εντυπωσιακά που μπορούν να φτάσουν και τα 60 μέτρα (ερυθρελάτη). Η οικολογική τους αξία είναι πολύ μεγάλη, και για πολλά από αυτά η Ελλάδα αποτελεί το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης. Συχνά αποτελούν καταφύγιο σπάνιων ζώων, όπως αρκούδας, λύκου κ.α. Μεγάλη όμως είναι και η παραγωγικότητά τους σε ξυλεία συμβάλλοντας στην οικονομική στήριξη των ορεινών πληθυσμών, όπως άλλωστε και τα άλλα ξυλοπαραγωγικά δάση μας (ορεινά κωνοφόρα, οξυά)

Το παρθένο δάσος της Ροδόπης, μοναδικό στον Ευρωπαϊκό χώρο ανήκει σε αυτή τη ζώνη. Ένα δάσος 8.500 στρεμμάτων περίπου, που αξίζει να επισκεφθούμε για να δούμε, να θαυμάσουμε, να νιώσουμε πως μπορεί να είναι ένα οικοσύστημα στο οποίο δεν έχει υπάρξει η παραμικρή ανθρώπινη παρέμβαση για χιλιάδες χρόνια. Εκεί η πυκνότητα, η ποικιλία, το μέγεθος των ερυθρελατών που ζωντανές ή νεκρές ορθώνονται σε ύψος συχνά ως τα 60 μέτρα μας στέλνει αρχέγονα μηνύματα μας καλεί σε μια άμεση κοινωνία με τη μητέρα φύση, προκαλώντας ανάταση ψυχής και σώματος.

Στη ζώνη αυτή μπορούμε να συναντήσουμε και τη σημύδα (Betula pendula). Φυλλοβόλο είδος, εξαιρετικά ψυχρόβιο. Το νοτιότερο σημείο εξάπλωσής της στην Ευρώπη, είναι στην οροσειρά της Ροδόπης όπου σχηματίζει δάσος έκτασης 14.500 στρεμμάτων

ΑΛΠΙΚΗ ΖΩΝΗ

Πρόκειται για εκτάσεις που λόγω της δριμύτητας του χειμώνα, της παρατεταμένης χιονοκάλυψης και των ισχυρών ανέμων δεν μπορούν να συντηρήσουν δάση. Είναι οι κορφές των ψηλών βουνών μας, (πάνω από τα 2400 ή 1700 μέτρα) στα νότια και βόρεια της χώρας αντίστοιχα. Η βλάστηση στις περιοχές αυτές είναι ποώδης, μιας και αυτή μπορεί να καλυφθεί από το χιόνι, το οποίο δρα μονωτικά διατηρώντας τη θερμοκρασία κοντά στους μηδέν βαθμούς και όχι χαμηλότερα. Αργά την άνοιξη και το καλοκαίρι αγριολούλουδα και παχύ χορτάρι προσφέρουν ένα υπέροχο θέαμα σε επισκέπτες, καθώς και πλούσια γεύματα σε φυτοφάγα ζώα άγρια (π.χ. αγριόγιδο) ή εξημερωμένα (γιδοπρόβατα).

ΠΑΡΟΧΘΙΑ ΒΛΑΣΤΗΣΗ

Όταν το νερό έχει έντονη παρουσία (ποτάμια, λίμνες) τότε συναντάμε υδρόφιλα είδη όπως ο πλάτανος (Platanus orientalis), γνωστός και τραγουδισμένος με ποσοστό 1,33%, αλλά και το σκλήθρο (Almus), η ιτιά,( Salix), η λεύκα (Populus) κ.α

Στα δάση αυτά μπορούμε να συναντήσουμε αναρριχώμενα όπως κισσούς αγριοκληματαριές (Vitis vinifera ) κ.α. να σκαρφαλώνουν στα ψηλά δέντρα, δίνοντας την εικόνα πραγματικής ζούγκλας. Δυστυχώς τα περισσότερα από αυτά έχουν αποψιλωθεί για να μετατραπούν σε καλλιέργειες. Γνωστό και μοναδικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα το δάσος του Κοτζά Ορμάν στο δέλτα του Νέστου, όπου από την αλλοτινή μεγάλη έκταση των χιλιάδων στρεμμάτων έχουν απομείνει μόλις μερικές εκατοντάδες στρέμματα. Η μοναδικότητα και σπανιότητα αυτών των δασών αλλά και η μεγάλη τους οικολογική σημασία, επιβάλλει τη διατήρηση και προστασία τους

Στις νότιες περιοχές της χώρας μέσα σε ρεματιές που το καλοκαίρι συχνά στεγνώνουν από νερό θα συναντήσουμε την πικροδάφνη (Nerium oleander) που το καλοκαίρι πλημμυρίζει με χρώματα, τη λυγαριά (Vitex agnus- castus) κ.α.

Αθήνα 2000

Για το WWF-Ελλας

Ακύλας Μάρκος-Βιολόγος