Η βιταμίνη D, γνωστή και ως «βιταμίνη του ήλιου» ή ορμόνη, είναι εξαιρετικά σημαντική βιταμίνη. Είναι σημαντική για την ενδυνάμωση του σκελετού, τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, τη προστασία της καρδιάς, την απώλεια βάρους ή ακόμη και την προστασία από τον καρκίνο κ.α
Υπάρχουν πέντε διαφορετικές μορφές βιταμίνης D;
Από αυτές ξεχωρίζουν η D2 και η D3 (επειδή αυτές τις δυο μορφές μπορεί ο οργανισμός μας να τις αξιοποιήσει καλυτέρα).
Η D2 ή αλλιώς εργοκαλσιφερόλη, η οποία συναντάται σε φυτικά προϊόντα (όπως τα μανιτάρια, το σέλερι και τα δημητριακά ολικής άλεσης) και η D3 ή αλλιώς χοληκαλσιφερόλη, η οποία συναντάται σε ζωικά προϊόντα ( στα αυγά και στα «λιπαρά» ψάρια (σολομός, σκουμπρί, τόνος, μπακαλιάρος, πέστροφα, σαρδέλες), το μουρουνέλαιο, τα αυγά (κρόκος), το βοδινό συκώτι, οι γαρίδες.
Τόσο η D2 όσο και η D3 πρέπει να περάσουν από μια διαδικασία επεξεργασίας για να απορροφηθούν,. Οι δύο τύποι βιταμίνης D μοιάζουν πολύ δομικά. Όμως σε μελέτη η οποία έγινε σε βρετανικό πανεπιστήμιο φαίνεται ότι η D2 η οποία συχνά προστίθεται σε τρόφιμα (π.χ. δημητριακά) ή σε χυμούς (π.χ. χυμός πορτοκάλι) ώστε να ενισχυθεί η διατροφική τους αξία, δεν έχει την ίδια δυναμική με την D3.
Η D3, αυξάνει σε διπλάσιο βαθμό τα συνολικά επίπεδα βιταμίνης D σε σύγκριση με τη D2, επομένως έχει καλύτερο ρυθμό απορρόφησης Τα ευρήματα αυτά δημοσιεύονται αναλυτικά στην επιθεώρηση American Journal of Clinical Nutrition.
Μια μικρή δόση βιταμίνης D λαμβάνουμε από τις ανωτέρω τροφές, ενώ ο ίδιος ο οργανισμός συνθέτει τη μεγαλύτερη ποσότητα που χρειαζόμαστε όταν το δέρμα εκτίθεται στον ήλιο. Υπολογίζεται ότι το 80% της βιταμίνης συντίθεται από τον ήλιο, ενώ μόλις το 20% προσλαμβάνεται μέσω της διατροφής. Ενδεικτικά 5 με 30 λεπτά έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία μεταξύ 10:00 και 15:00 μπορούν να οδηγήσουν σε παραγωγή 10.000 μονάδων (IU) βιταμίνης D σε ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα.
Η σύνθεση της βιταμίνης D στο δέρμα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, εκ των οποίων οι κυριότεροι αναφέρονται παρακάτω :
Δράσεις και Οφέλη της Βιταμίνης D
Η πιο γνωστή δράση της βιταμίνης D είναι η ρύθμιση της απορρόφησης ασβεστίου και φωσφόρου και η γενική καλή υγεία των οστών, των δοντιών και των μυών.. Η σοβαρή έλλειψή της οδηγεί σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα, ραχίτιδα στα παιδιά ( πάθηση που οδηγεί σε παραμόρφωση των οστών και καθυστέρηση της ανάπτυξης), οστεομαλακία και οστεοπόρωση – κατάγματα στους ενήλικες. Επίσης, τα άτομα με χαμηλή βιταμίνη D παρουσιάζουν αυξημένη συχνότητα πτώσεων. Όταν τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό είναι χαμηλά, τότε «διαρρέει» ασβέστιο από τα οστά και περνά στο αίμα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος κατάγματος. Μάλιστα, έρευνες δείχνουν ότι η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να επιταχύνει ή να επιδεινώσει την οστεοπόρωση.
Στο παρελθόν υπήρχε η αντίληψη ότι η δράση της βιταμίνης D περιοριζόταν μόνο στις οστικές δράσεις της. Τα τελευταία όμως χρόνια πλήθος επιστημονικών μελετών υπογραμμίζουν το σημαντικό ρόλο της βιταμίνης D όχι μόνο στη σκελετική, αλλά και στη συνολική υγεία του οργανισμού, τόσο τη σωματική όσο και τη ψυχική. Επίσης βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην καλή ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στη ρύθμιση του μεταβολισμού, στις ενδοκρινικές διαταραχές (σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία) και φαίνεται να έχει προστατευτική δράση ενάντια σε βαριές λοιμώξεις, όπως πνευμονία, σε, αυτοάνοσα νοσήματα (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτις), σε νοσήματα του θυρεοειδούς, και καρδιαγγειακά νοσήματα (υπέρταση, αρτηριοσκλήρυνση, έμφραγμα).
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ανεπάρκειά της μπορεί να σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου για αρκετές παθήσεις, όπως διάφορες κακοήθειες (μαστού, μήτρας, ωοθήκης, εντέρου), φλεγμονώδεις νόσοι (νόσος Crohn, φυματίωση) και νευρολογικές παθήσεις (νόσος Parkinson, σχιζοφρένια, κατάθλιψη, σκλήρυνση κατά πλάκας), Ωστόσο, για τα παραπάνω υπάρχουν κυρίως επιδημιολογικά δεδομένα και χρειάζονται περαιτέρω μελέτες, για πλήρη τεκμηρίωση των παραπάνω στοιχείων.
Βοηθάει στην απώλεια βάρους
Σύμφωνα με μελέτες, οι παχύσαρκοι άνθρωποι έχουν συχνά χαμηλά επίπεδα της συγκεκριμένης βιταμίνης στο αίμα τους. Το λίπος παγιδεύει τη βιταμίνη D, κάνοντάς την λιγότερο διαθέσιμη για τον οργανισμό. Δεν είναι σαφές αν η ίδια η παχυσαρκία προκαλεί τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D ή αν οφείλεται κάπου αλλού. Μια μικρή μελέτη διαιτολόγων όμως, έδειξε ότι προσθήκη βιταμίνης D σε μια δίαιτα περιορισμένων θερμίδων, μπορεί να βοηθήσει τα υπέρβαρα άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, να χάσουν βάρος πιο εύκολα. Σε κυτταρικό επίπεδο, η βιταμίνη D μπορεί ακόμη να αποτρέψει την ανάπτυξη και την ωρίμανση των λιποκυττάρων
Κατάθλιψη
Η έλλειψη βιταμίνης D συχνά συνυπάρχει με ένα επίμονο αίσθημα μελαγχολίας και θλίψης. Θεωρείται ότι η βιταμίνη D επιδρά σε περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται με την κατάθλιψη ή αλληλεπιδρά με νευροδιαβιβαστές που ελέγχουν τη διάθεση, όπως η σεροτονίνη.
Παθήσεις του θυρεοειδούς και βιταμίνη D
Η επάρκεια της βιταμίνης D αυξάνει την άμυνα του οργανισμού και ως εκ τούτου εμποδίζει ή περιορίζει την εξέλιξη αυτοάνοσων νοσημάτων που αφορούν τον θυρεοειδή. Η βιταμίνη D ενισχύει τους αμυντικούς μηχανισμούς και την ανοσία του οργανισμού. Αν λοιπόν τα επίπεδά της στον οργανισμό βρίσκονται εντός των φυσιολογικών ορίων, αποτρέπεται ή περιορίζεται η εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων στο θυρεοειδή, όπως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η οποία οδηγεί σε υποθυρεοειδισμό, ή η νόσος Graves, η οποία οδηγεί σε υπερθυρεοειδισμό.
Όταν ο θυρεοειδής παράγει περισσότερη θυροξίνη από εκείνη που πρέπει ή όταν ο ασθενής λαμβάνει επιπλέον θυροξίνη από εκείνη που παράγει ο θυρεοειδής του, είτε για να μειώσει όζους ή για να μειώσει τον όγκο του θυρεοειδούς, το πλεόνασμα της θυροξίνης οδηγεί σε απώλεια ασβεστίου από το αίμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, για να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε τα επίπεδα του ασβεστίου, μπορούμε να δώσουμε συμπληρωματικά βιταμίνη D, για να μπορέσουμε να «τραβήξουμε» το ασβέστιο από τις τροφές στο αίμα.
Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να καταρρίψουμε και έναν σοβαρό μύθο που υπάρχει γύρω από τη θυροξίνη. Έχει επικρατήσει σε πολλούς η άποψη ότι τα άτομα που λαμβάνουν θυροξίνη, για να αντιμετωπίσουν την υπολειτουργία του αδένα, θα έχουν προβλήματα στα οστά τους. Αυτό δεν ισχύει. Όταν ένας άνθρωπος λαμβάνει την ποσότητα θυροξίνης που ο οργανισμός του δεν είναι σε θέση να παράγει, δεν θα έχει κανένα πρόβλημα με τα οστά του. Είναι η ποσότητα της ορμόνης που πρέπει να κυκλοφορεί στο σώμα του, επομένως δεν οδηγεί σε έλλειμμα ασβεστίου. Πρόκειται απλώς για υποκατάσταση μιας ορμόνης η οποία είναι ελλειμματική στον οργανισμό.
Διάγνωση έλλειψης βιταμίνης D
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D θεωρείται ίσως η πιο διαδεδομένη διατροφική ανεπάρκεια και μία από τις πιο συχνά μη διαγνωσμένες παθολογικές καταστάσεις
Τα επίπεδα της βιταμίνης D εκτιμώνται με τη βοήθεια αιματολογικής εξέτασης.
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D διαγιγνώσκεται από την ανεύρεση χαμηλών επιπέδων αυτής στο αίμα. Για την εκτίμηση των επιπέδων της μετράται ο μεταβολίτης της 25-υδροξυ-βιταμίνη D. Εκτιμάται ότι επάρκεια βιταμίνης D υπάρχει όταν τα επίπεδα 25-υδροξυ βιταμίνης D3 >30ng/ml. Έλλειψη βιταμίνης D υπάρχει όταν τα επίπεδα της στο αίμα είναι <20ng/ml, ενώ ανεπάρκεια σε επίπεδα 21-29ng/ml. H έλλειψη ή η ανεπάρκεια βιταμίνης D αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες μεσογειακές χώρες, δε θα περίμενε κανείς να υπάρχει έλλειψη της βιταμίνης D, λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας. Μελέτες όμως έχουν δείξει ότι τα επίπεδα βιταμίνης D τόσο στον ελληνικό πληθυσμό, όσο και σε άλλους μεσογειακούς λαούς, πολύ συχνά είναι χαμηλότερα από τα φυσιολογικά και η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι συνηθέστερη από στις βορειότερες χώρες. Πρόσφατη μελέτη στον Ελληνικό πληθυσμό ανέδειξε πως το 57,7% έχει έλλειψη βιταμίνης D.
Οι κυριότερες αιτίες που εξηγούν αυτό το φαινόμενο είναι:
Αυξημένο κίνδυνο για έλλειψη βιταμίνης D διατρέχουν :
6.Παχύσαρκα άτομα (δείκτης μάζας σώματος >30) ή άτομα που έχουν υποβληθεί σε βαριατρική επέμβαση γαστρικής παράκαμψης.
8.Άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα
9.Βρέφη που θηλάζουν
10.Οι έγκυες γυναίκες και αυτές που θηλάζουν
11. Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, με αυξημένο κίνδυνο για οστεοπόρωση
οστεοπόρωση, μεταβολική οστική νόσο (ραχίτιδα, οστεομαλακία), μη τραυματικά κατάγματα
13.ηπατικές και νεφρικές παθήσεις
14.ενδοκρινικές παθήσεις : υπερπαραθυρεοειδισμός
15.κοκκιωματώδεις νόσοι, π.χ. σαρκοείδωση, φυματίωση, ιστοπλάσμωση, κοκκιδιομύκωση, βηρυλίωση.
16.σύνδρομα δυσαπορρόφησης, π.χ. κοιλιοκάκη, νόσος Crohn, κυστική ίνωση, παγκρεατίτιδα, χειρουργικές επεμβάσεις παράκαμψης στομάχου ή εντέρου
17.χρήση φαρμάκων: αντιεπιληπτικά, ψυχοτρόπα, κορτιζόνη, αντιφυματικά, αντιμυκητιασικά, φάρμακα για το AIDS κ.α.
18.εργαστηριακές ενδείξεις διαταραχής του μεταβολισμού του ασβεστίου και φωσφόρου
Tip: Η βιταμίνη D μαζί με τις βιταμίνες Α, Ε και Κ, ανήκουν στην κατηγορία των λιποδιαλυτών βιταμινών και για την αποτελεσματική απορρόφησή της είναι αναγκαίο το διατροφικό λίπος Έτσι, ο καταλληλότερος και πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η λήψη του συμπληρώματος βιταμίνης D κατά τη διάρκεια ενός κύριου γεύματος, το οποίο περιέχει λιπαρό στοιχείο (π.χ. το ελαιόλαδο στη σαλάτα).
Πρόληψη και αντιμετώπιση της έλλειψης της βιταμίνης D.
Φαίνεται πως μόνο η πρόσληψη με το φαγητό δεν είναι αρκετή, καθώς ελάχιστες φυσικές τροφές περιέχουν επαρκή ποσότητα βιταμίνης, ενώ και οι εμπλουτισμένες τροφές συνήθως δεν μπορούν από μόνες τους να καλύψουν πλήρως τις ημερήσιες ανάγκες. Έτσι, συνίστανται :
Ο χρόνος έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία που απαιτείται για τη σύνθεση των απαραίτητων ποσοτήτων βιταμίνης D εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, οι οποίοι αναφέρθηκαν παραπάνω.
Έκθεση του 18% του σώματος (άνω- κάτω άκρα, πρόσωπο) στο ηλιακό φως, για 10-15 από τις 10 πμ μέχρι τις 2 μμ, χωρίς αντηλιακό, τρεις φορές την εβδομάδα θεωρείται ικανό χρονικό διάστημα για να παράσχει στον οργανισμό την απαιτούμενη ποσότητα βιταμίνης D. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνουμε στην έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία για τον φόβο της πρόκλησης καρκίνου του δέρματος. Η παρατεταμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία πρέπει να αποφεύγεται, ιδίως στην παιδική ηλικία. Φαίνεται, πάντως, ότι η χρόνια – όχι έντονη – έκθεση στο ηλιακό φώς δεν είναι παράγων κινδύνου για εμφάνιση μελανώματος – αντίθετα ίσως είναι προστατευτική.
Ενδεικτικά, μία μερίδα σολομού 90 γραμμαρίων παρέχει 447 IU, μία μερίδα τόνου σε νερό 90 γραμμαρίων παρέχει 154 IU, ένα μεγάλο αυγό (ολόκληρο, καθώς η βιταμίνη D βρίσκεται στον κρόκο) παρέχει 41 IU και μία μερίδα κίτρινο τυρί 30 γραμμαρίων παρέχει 6 IU
Πόση βιταμίνη D χρειαζόμαστε
Είναι αρκετά δύσκολο να υπολογίσει κανείς πόση βιταμίνη D συνθέτει ο οργανισμός του όταν εκτίθεται στον ήλιο. Συστήνεται η καθημερινή λήψη 600 μονάδων βιταμίνης D, κατά προτίμηση σε μορφή D3.
Στις περιπτώσεις που οι ανάγκες του οργανισμού δεν καλύπτονται, χορηγείται βιταμίνη D από το στόμα. Οι κυριότερες μορφές βιταμίνης D είναι η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2, φυτικής προέλευσης) και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3, ζωϊκής πρόλευσης). Συνίσταται η χορήγηση χοληκαλσιφερόλης, καθόσον αποτελεσματικότερη
Στη χώρα μας κυκλοφορούν πολλά σκευάσματα βιταμίνης D, σε μορφή χαπιών ή σταγόνων, σε πολλές δοσολογίες. Επίσης, βιταμίνη D βρίσκουμε και σε πολλά συμπληρώματα διατροφής, μαζί με άλλες βιταμίνες. Υπάρχουν επίσης σκευάσματα βιταμίνης D μαζί με ασβέστιο.
Πόση βιταμίνη D πρέπει να παίρνω;
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Τροφίμων και Γεωργικών Επιστημών (IFAS), οι ποσότητες βιταμίνης D που πρέπει να λαμβάνουμε (διεθνείς μονάδες IU την ημέρα) έχουν ως εξής:
- παιδιά και έφηβοι: 600 IU
- ενήλικες έως 70 ετών: 600 IU
- ενήλικες άνω των 70 ετών: 800 IU
- εγκυμονούσες και γυναίκες που θηλάζουν: 600 IU [2]
Οι συνιστώμενες ημερήσιες δόσεις, από την Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρία (AACE) για ενήλικες είναι από 1.500 – 10.000 μονάδες ημερησίως, ανάλογα με τα επίπεδα και τις ανάγκες του κάθε ατόμου σε βιταμίνη D3.
Η Καναδική Παιδιατρική Εταιρεία το 2007, 5πλασίασε τη συνιστώμενη ημερήσια δόση για τις εγκύους και θεωρεί ασφαλείς δόσεις από 4.000 - 10.000 IU ημερησίως για την προστασία του εμβρύου από μελλοντικά προβλήματα υγείας.
Η συνιστώμενη δόση βιταμίνης D εξαρτάται από την ηλικία και το βαθμό ανεπάρκειάς της, όπως προκύπτει από τη μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα και καθορίζεται από τον θεράποντα γιατρό. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι είναι απαραίτητη η χορήγηση βιταμίνης D σε βρέφη, έγκυες και θηλάζουσες μητέρες, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις σπανίως καλύπτονται οι ανάγκες μόνο από τη διατροφική πρόσληψη και την έκθεση στον ήλιο. Στα παιδιά, στα νεογέννητα και στα βρέφη έχει επικρατήσει πλέον να μετρώνται τα επίπεδα της βιταμίνης D ή να γίνεται τυφλή χορήγηση της βιταμίνης. Κι αυτό γιατί αν τα παιδιά παρουσιάσουν έλλειψη της βιταμίνης, έχουν μεγάλες πιθανότητες να εμφανίσουν ραχιτισμό.
Συχνά, χρειάζονται αρκετά μεγάλες δόσεις (1800-4000 μονάδες καθημερινά), για να επιτευχθούν φυσιολογικά επίπεδα στο αίμα. Δεν πρέπει να χορηγούνται δόσεις μεγαλύτερες των 2000 μονάδων καθημερινά χωρίς ιατρική παρακολούθηση. Η χορηγούμενη δόση πρέπει να γίνεται σε σχέση με τα επίπεδα της βιταμίνης στο αίμα και όχι χωρίς εξέταση. Υπάρχει κίνδυνος δηλητηρίασης με βιταμίνη D όταν υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια. Η υπερβολική πρόσληψη βιταμίνης D μπορεί να είναι επιβλαβής, καθώς μπορεί να προκαλέσει υπεραπορρόφηση του ασβεστίου. Το υπερβολικό ασβέστιο στο αίμα μπορεί, με τη σειρά του, να οδηγήσει σε επιζήμια εναπόθεση ασβεστίου σε μαλακούς ιστούς, όπως η καρδιά και τα νεφρά. Πάντως, δε φαίνεται να υπάρχει κίνδυνος για επασβεστώσεις αγγείων ή νεφρολιθίαση, ακόμη και σε νεφροπαθείς όταν χορηγούνται οι απαραίτητες δόσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ