Διηγήματα
Τις νύχτες, είναι άλλος. Η ψυχή του δραπετεύει στο σκοτάδι. «Πεινασμένη», τις κλεμμένες ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα αρπάζει, να σωθεί .
...
Το διήγημα βραβεύτηκε με έπαινο στον 4ο διαγωνισμό διηγήματος του δικτυακού τόπου Bonsaistories, το 2017.Μια ζωή σκόρπισε στους ανέμους, χωρίς αναπαμό και προσμονές. Φτερό αφέθηκε στη δίνη τους και άλλαζε τους τόπους.
...
Το διήγημα συμμετείχε στον διαγωνισμό διηγήματος με θέμα: " Η Αθήνα και το βιβλίο" των εκδόσεων ΙΑΝΟΣ. 2018.Ένας ναυτίλος είναι η Γη μέσα στο Χρόνο, ένας αρμενιστής στον ούριο άνεμο του Σύμπαντος.
...
Το διήγημα πήρε μέρος στον διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού MAGMAX τον Ιούνιο του 2017 . Ψηφίστηκε στα 20 πρώτα σε σύνολο 240 διηγημάτων.Το πανηγύρι άστραφτε σαν πυγολαμπίδα σε καλοκαιρινό βράδι. Οι ήχοι της εξοχής θάβονταν μέσα στη νύχτα, στο σκοτάδι της απουσίας του φεγγαριού, κάτω από τη σκαμμένη γη των αγρών.
...
Σκελετωμένο το κορμί κείτεται σε στάση εμβρυϊκή πάνω απ’ το φουσκωτό το στρώμα, μην «ανοίξει». Ανάσα αργή λικνίζει ρυθμικά το σκέπασμα. Έχει ζωή ακόμη εκεί.
...
Η Δάφνη γύρισε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Ήταν ένα ηλιόλουστο, υγρό απόγευμα του Μαρτίου από αυτά που ο καυτός ήλιος, η υγρασία και η πολυκοσμία στους δρόμους χτυπούν κατευθείαν σε ημικρανία.
...
Ήτανε γεννημένος κυνηγός. Να αλωνίζει το βουνό για πετροπέρδικα. Να βουτάει στον υγρότοπο για φασιανό. Να «φερμάρει» τη μπεκάτσα στο καστανόδασος. Να ξεφωλιάζει ...
Μια μικρή φώκια «Μονάχους μονάχους» μεγαλώνει στο Θαλάσσιο Πάρκο της Αλοννήσου. Σε μια μοναχική περιπλάνηση μιας μέρας, μακριά από τις άλλες φώκιες, γνωρίζει και ερωτεύεται τους ανθρώπους. Η εμπειρία της αυτή την κάνει να αποζητά την παρουσία τους και να αποφασίζει στο τέλος να ζήσει κοντά τους.
Η αγοροπαρέα χάζευε στον μεσημεριάτικο ήλιο μετά το σχόλασμα του γυμνασίου. Kατηφόριζε ως το ακρογιάλι πίσω από τον ταρσανά με τα μέλη της να αλληλοπειράζονται χαρούμενα, να σιγοτραγουδούν και να μιλάνε για κορίτσια. Αυτή η βόλτα τους χαλάρωνε μετά το βαρύ εξάωρο των μαθημάτων και καθυστερούσε τον αποχωρισμό τους. ...
Η γύφτισσα καθόταν κι άπλωνε μπροστά το πληγιασμένο πoδάρι της φράζοντας το δρόμο στους περαστικούς. Με κλαψιάρικη φωνή, πνιγμένη μέσα σε χίλιες ικεσίες, ψάρευε τον οίκτο τους. Το πόδι ήταν το όριο, η έσχατη παγίδα συνείδησης. ...
Η προσμονή είναι κάτι μαγικό. Μια χαραυγή ηλιόλουστης μέρας. Ένα άφοβο σπουργίτι στο παράθυρο. Οι μυρωδιές της Άνοιξης καταχείμωνο. Ένα στήριγμα στο αβάσταχτο παρόν που σε συνθλίβει. ...
Το διήγημα διακρίθηκε στα 35 πρώτα του διαγωνισμού για το Φεστιβάλ Φαντασμαγορίας του 2019 και εκδόθηκε στον τόμο "Το έπος της Φαντασίας" τόμος ΙΙΙ.
Οι Επιζώντες είναι ένα ευθυμογράφημα για την ενεργειακή κρίση και τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.
Ποιήματα
ΑΚΡΟΒΑΣΙΕΣ
Τις νύχτες
Κόμπους δένει στης ζωής του το σκοινί.
Να σιγουρέψει νίκες πρόσκαιρες.
Να μην λοξοδρομήσει στις επιθυμίες.
Σε στόχους άστοχους να ξεχαστεί.
Μόνο τις νύχτες της ολόγιομης σελήνης
Τον κυριεύει δύναμη ανεξήγητη.
Το κρύο δέρμα του πετάει στο πάτωμα.
Ρίχνει απέναντι των κόμπων το σκοινί.
Για να διαβεί.
Να ισορροπήσει.
Τον εκδικούνται τότε οι κόμποι του.
Παλεύουν στη σειρά για να τον ρίξουν.
Και πισωγυρνά.
Να άλλαζε έτσι εύκολα η ζωή.
Με μιαν απόφαση.
Β.Σ. 23-10-2018
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ
Στον δρόμο τον παλιό, τον γνώριμο
Τα βήματά μου έσυρα σκυφτός
Αντίκρυ του εστάθηκα,
Να το θωρώ που κρέμεται
Στην άκρη του μαντρότοιχου.
Με παραθύρια σφαλιστά,
Ωσάν τα μάτια που έκλεισε για πάντα ο θάνατος.
Όψη ωχρή,
Κιτρίνισμα του ασβέστη με το χρόνο.
Πουλιά φωλιάζουν τώρα στις τρύπες της σκεπής.
Μεσ’ τη στεγνή υδρορροή γλιστρά το σαλαμίδι.
Ίχνη ζωής η αράχνη παγιδεύει στον ιστό της.
Φαρμάκι στάζει του σφαλαγγιού το δάγκαμα.
Βασίλειο έγινε των τρωκτικών το σκοτεινό υπόγειο.
Στα θεριεμένα τα δεντριά του κήπου,
Αφέθηκε
Να το σφιχταγκαλιάσουν
Μη σωριαστεί στον άνεμο.
Πόνος οξύς, απότομος
Στα χείλη μου η καύτρα του τσιγάρου.
Πόνος βουβός, αργόσυρτος
Η απουσία
των φωνών, των γέλιων
και των προσευχών,
των στεναγμών και των λυγμών,
που μεσ’ την ασφυξία της κλεισούρας στοίχειωσαν,
στις χαραμάδες ζουν.
Όχι. Δεν είν’ το σπίτι μου αυτό.
Φάντασμα είναι.
Κι εγώ που μέσα εκεί δεν κατοικώ,
Τη γόπα σβήνω καταγής.
Διαβάτης γίνομαι.
Περνώ.
Β.Σ. 22/8/2018
Tα ποιήματα αυτά δημοσιεύτηκαν στο blog Ηomo Universalis Homo Universalis: ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΑΦΑΚΑ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο Βάλτος
Το βλέμμα σέρνει ράθυμο στ’ ασάλευτο νερό.
Ακινησία βλέπει.
Αδράνεια.
Στην υγρασία πνίγεται η ανάσα του.
Το κάμα του ήλιου τον λιγοθυμά.
Ο βάλτος τον κουράζει.
Άλλες πατρίδες τότε ονειρεύεται:
λιόδενδρα αργυρόχρωμα,
των αμπελιών ολόχρυσα σταφύλια,
περήφανα πλατάνια σκιερά,
κίτρινες θάλασσες με στάχυα.
Στους κάμπους, στα βουνά,
τα όνειρά του ξεπεζεύει.
Δεν βλέπει
το γρήγορο του ερωδιού το μάτι,
να κυνηγά ανύποπτο το ψάρι.
Τη σύναξη των φρύνων μες στα βούρλα
και της βαλτόπαπιας την πολύβουη αποικία,
δεν ακούει.
Δεν νιώθει
μη στην τρομάρα του σπάσει τ’αυγά ο πελεκάνος
κι αν στο λειμώνα
ο βασιλαετός ξεχειμωνιάσει.
Τη λεπτομύτα, τη χαλκόκοτα που λιγοστεύουν,
δεν τις νοιάζεται.
Και τα υδρόβια λιβάδια της ζωστέρας,
Νούφαρα και νερόκρινα,
δεν ξέρει.
Βαλτώνει λέει.
Κι ας είν’ εκεί, στα πόδια του, όλη η ζωή.
Εκείνος, δεν τη βλέπει.
Παλιό λιμάνι
Θυμάται …
Το σφύριγμα του πλοίου να πνίγει την οχλοβοή
και του φουγάρου τον καπνό ν’ αλλάζει τον αέρα.
Την μπουκαπόρτα στο άνοιγμά της να ξεβράζει πλήθος,
ζέστα και μυρωδιά αποπνικτική απ’ το μηχανοστάσιο.
Τα ατέλειωτα βήματα.
Τις πατημένες γόπες των τσιγάρων και τους χυμένους πρωινούς καφέδες.
Τον ήχο της σφυρίχτρας των λιμενικών με τα ιδρωμένα πουκάμισα.
Τα αυτοκίνητα στη σειρά με αναμμένες μηχανές.
Τις μανούβρες των φορτηγών τιγκαρισμένων στο εμπόρευμα.
Τα δέματα με τα γραμμένα ανορθόγραφα ονόματα.
Το βάσανο της τακτοποίησης για το νέο ταξίδι.
Του χρόνου τον εκβιασμό.
Θυμάται…
Για να ξεχάσει πως απόμεινε
με λίγες βάρκες να σαπίζουν στο καρνάγιο του,
τους κάβους σκουριασμένους
τα γλαροπούλια και τους πεινασμένους γάτους,
με μισοβυθισμένη την προβλήτα.
Της θάλασσάς του μόνο καταφύγιο.
Πως γέρασε η ζωή.
Tα ποιήματα αυτά δημοσιεύτηκαν στο blog Με ανοιχτα βιβλία Με ανοιχτά βιβλία: Βασιλική Σιαφάκα