Βιομηχανική Αρχαιολογία

Η Βιομηχανική Αρχαιολογία είναι ο επιστημονικός κλάδος της ιστορίας που ασχολείται με την έρευνα του βιομηχανικού παρελθόντος. Έργο της βιομηχανικής αρχαιολογίας είναι η περιγραφή και αξιολόγηση των μνημείων του τεχνικού πολιτισμού και σκοπός της είναι η καταγραφή της ιστορίας της βιομηχανικής εξέλιξης ως μέρους της γενικής κοινωνικής εξέλιξης, όπου τα μνημεία χρησιμεύουν ως φορείς κάθε είδους πληροφόρησης.


Όρος που εισήχθη από τον Ντόναλντ Ντάντλι (Donald Dudley) το 1950 για να περιγράψει τον αναδυόμενο τότε κλάδο της αρχαιολογίας, η οποία ασχολείτο ιδιαίτερα με μνημεία και δομές χρονολογημένες από τη Βιομηχανική επανάσταση και μεταγενέστερα. Ωστόσο, το πεδίο του συγκεκριμένου κλάδου διευρύνθηκε για να περιλάβει την βιομηχανία και τις επικοινωνίες οποιασδήποτε παρελθούσας εποχής. Εξαιτίας των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων που ανακύπτουν από ένα τέτοιο ερευνητικό πεδίο, η αρχαιολογία στην προκειμένη περίπτωση συνεργάζεται με άλλους επιστημονικούς κλάδους ή τέχνες, όπως είναι η μηχανική, η αρχιτεκτονική, η οικοδομική, η ναυπηγική και η υφαντική, όπως επίσης και με ειδικούς άλλων ιδιαίτερων πεδίων των τεχνών ή της παραγωγικής διαδικασίας (τεχνικούς εξορύξεων, μεταλλουργούς, ναυπηγούς, υφαντές κ.α.) Αν και μοιράζεται πολλές μεθόδους με άλλους τομείς της αρχαιολογίας, το γενικό της εννοιολογικό πλαίσιο είναι θεμελιωμένο στην περιγραφή και την έρευνα και συνεπώς η γενική αρχαιολογική θεωρία βρίσκει μικρή εφαρμογή στην περίπτωσή της. Εντούτοις μια τέτοια εφαρμογή είναι πιθανώς περισσότερο από αναγκαία, γιατί μπορεί να αναδείξει ευρύτερες κοινωνικές πρακτικές του παρελθόντος μέσω των υλικών ευρημάτων και της ερμηνείας τους.

Πηγή: [Βικιπαίδεια]