Λεξικό ρημάτων νεοελληνικής γλώσσας - Συνώνυμα

10.000 ρήματα ----- (Δες και λεξικό συνωνύμων)

Α

αγανακτώ (θυμώνω, οργίζομαι, αγριεύω, δυσπαθώ,

αποθηριώνομαι, μανιάζω, εξανίσταμαι, φρενιάζω,

εξεγείρομαι, εξάπτομαι, εκρήγνυμαι, ξεσπάω, βριμαίνω,

φουρκίζομαι, φρυάζω, δυσανασχετώ, εξαγριώνομαι,

χολιάζω, ασχάλλω, μπαρουτιάζω, χολομανίζω, πλισκάω,

σκύζομαι, προσοχθίζω, παροργίζομαι, δυσπετώ,

νεμεσίζομαι, ξαγριεύω, θοούμαι, βράζω, μανιώνω,

δαιμονίζομαι, περισπέρχομαι, εκνευρίζομαι, ζαμενώ,

αγριαίνω, τσιακατίζομαι, παραμανίζω, φρουμάζω,

χαλέπτομαι, βριμούμαι, χολοταράζομαι, βαρυμηνιώ)

αγαπώ (συμπαθώ, λατρεύω, φιλοστοργώ)

αγγαρεύομαι (αγγαροφορώ)

αγγέλλω (ανακοινώνω, διαμηνύω, διακηρύσσω,

ειδοποιώ, πληροφορώ, ενημερώνω, δημοσιοποιώ,

γνωστοποιώ, κοινολογώ, δηλοποιώ, διαβοώ,

εφετμεύω, επιγνωρίζω, φραδάζω)

αγελοποιώ (κοπαδοποιώ) [αγέλη=κοπάδι]

αγκαλιάζω (ασπάζομαι, φιλώ, περιλαμπάζω,

περιπτύσσομαι, εγκολπούμαι)

αγναντεύω (αναδιάζω, παρατηρώ, αντιθωρώ)

αγνίζω (ξεμαγαρίζω, αποκαθαίρω)

αγνωμονώ (αχαριστώ)

αγοράζω (ψωνίζω, πουσουνίζω)

αγορεύω (ομιλώ, ρητορεύω, δημηγορώ, προσομιλώ)

αγριοκοιτώ (αγριοθωρώ, αγριοτηρώ)

άγχομαι (αγωνιώ, ανησυχώ, αδημονώ, αμηχανώ,

ανυπομονώ, πελαγώνω, τρακαρίζομαι, αλυκτάζω, εξαπορώ)

αγχώνω (καταστενοχωρώ)

άγω (φέρω, οδηγώ)

αγωνίζομαι (παλεύω, μάχομαι, προσπαθώ, μοχθώ)

αγωνιώ (ανησυχώ, φοβούμαι, αδημονώ)

αδιαφορώ (αμελώ, ολιγωρώ, ατημελώ) [αεροχάφτω=εξαδιαφορώ]

αδικώ (βλάπτω, ζημιώνω, αδικοπραγώ)

αδρανώ (αργώ, σχολάζω, αποχαυνώνομαι, ακινητώ,

ληθαργώ, αποχάσκω)

αδυνατώ (αδυναμώ)

άδω (ψάλλω, τραγουδώ, υμνολογώ)

αεροπορώ (αεροδρομώ)

αθλούμαι (ασκούμαι, αγωνίζομαι, αμιλλώμαι) [αθλοθετώ=αγωνοθετώ]

αθροίζω (μαζεύω, συλλέγω, σουμάρω, συνάγω, συγκεντρώνω, θωμεύω, αγυρτάζω)

αθυμώ (λυπούμαι, θλίβομαι, στενοχωρούμαι, απαρέσκομαι,

δυσανασχετώ, δυσφορώ, μελαγχολώ, διαγογγύζω,

πικραίνομαι, δυσαρεστούμαι, καρδιοπονώ, βαρυπαθώ,

άχομαι, άγχομαι, ανιώ, ασφυκτιώ, ακαχίζομαι,

πνίγομαι, σεκλετίζομαι, χλίβομαι, ανιάζω, βαρυφρονώ,

αλγύνομαι, γρυλώνω, δυσθετώ, οχθώ, νταουνιάζω)

αθωώνω (αποψηφίζομαι, απενοχοποιώ, αποδικάζω) [ενοχοποιούμαι=κατηγορούμαι]

αινίσσομαι (υπονοώ, υποδηλώνω, αλληγορώ,

παρεμφαίνω, αποσημαίνω, υπομαρτυρώ)

αίρω (υψώνω, σηκώνω, ανάγω)

αισθάνομαι (αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω, νιώθω)

αισθητοποιώ (υποστασιοποιώ, σωματουργώ, οντοποιώ)

αισιοδοξώ (αισιοφρονώ, ευελπιστώ) [δυσελπιστῶ=αποκρυαίνω, απογοητεύομαι]

αισχύνομαι (ντρέπομαι, αιδούμαι, συστέλλομαι)

αιτιολογώ (εξηγώ, διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω)

αιτιώμαι (κατηγορώ, κατακρίνω, μέμφομαι) [ανταιτιώμαι=αντικατηγορώ]

αιτώ (ζητώ, γυρεύω, αξιώνω, παρακαλώ)

αιωνίζω (αϊδίζω) [αΐδιος=αιώνιος]

ακαρπώ (αγονώ) [διφορώ=δικαρπώ, δικαρπίζω, ήτοι καρπίζω δις ανά έτος]

ακκίζομαι (σκερτσάρω)

ακμάζω (ανθώ, θάλλω, σφριγώ, σφύζω)

ακολουθώ (έπομαι, συνοδεύω, λουρκάζω, οπαδώ,

συμπαρομαρτώ, δορυφορώ, συμπορεύομαι, παραπορεύομαι,

μεταπορεύομαι, συνακολουθώ, οπισθοποδώ)

ακούομαι (υπολογίζομαι, λογαριάζομαι, εισακούομαι)

ακούω (ακροώμαι, αφογκράζομαι, αγρικώ)

ακριβοπληρώνω (χρυσοπληρώνω)

ακροώμαι (ακούω, αφογκράζομαι, ενωτίζομαι, ακροάζομαι)

ακρωτηριάζω (ακροτομώ, πηρώ)

ακυρολογώ (ακυρολεκτώ)

αλαλάζω (κραυγάζω, φωνάζω, κράζω, τσαουνίζω, φωνοκοπώ)

αλαργεύω (ξεμακραίνω) [αλαργοπέφτει=αφίσταται, απέχει]

αλατίζω (αλμεύω, αλμυρίζω) [ξαλμυραίνω=εξαλατίζω, αφαλατώνω]

αλαφιάζομαι (τρομάζω, λαχταρίζω)

αλγώ (πονώ, οδύνομαι, περιωδυνώ)

αληθεύει (επιβεβαιώνεται)

αλλάζω (μετατρέπω, μεταβάλλω, μετασχηματίζω)

αλλαξοπιστίζω (εξομόνω, εξομνύω)

αλληλοβλάπτομαι (αλληλοχαντακώνομαι)

αλληλογραφώ (επιστολογρααφώ)

αλληλοσφάζονται (αλληλοφονεύονται, αλληλοσκοτώνονται)

αλληλοϋποστηρίζονται (αλληλοβοηθούνται)

αλληλοχτυπιέμαι (αλληλοδέρνομαι)

αλλιωτεύω (αλλάζω)

αλλοδοξώ (ετεροδοξώ)

αλλοιώνω (τροποποιώ, μεταβάλλω, διαστρεβλώνω,

διαστρέφω, παραμορφώνω, ετερώ)

αλλοτριώνω (εκποιώ, αποξενώνω)

αλογώ (αλογεύομαι)

αλτσιδώνω (αλυσοδένω, αλυσώνω)

αλωνίζω (αυθαιρετώ) [αλωνεύω=αλωνίζω, αλωνοτρίβω]

αμαρτάνω (σφάλλω, αστοχώ, αποτυγχάνω,

κριματίζομαι, πλημμελώ, διαπίπτω)

αμείβομαι (πληρώνομαι, μισθοδοτούμαι)

αμελώ (αδιαφορώ, ολιγωρώ, αφροντιστώ, ακηδώ,

εγκαταλείπω, αβλεπώ, επιμηθούμαι)

αμιλλώμαι (αγωνίζομαι, αθλούμαι, παραβγαίνω,

αναμετρούμαι, αθλεύω)

αμνονοώ (μωρίζω)

αμπαλάρω (εγκιβωτίζω, κασονιάζω, δεματοποιώ)

αμύνομαι (αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, κοντράρω)

αμφιβάλλω (αμφιταλαντεύομαι, αμφιρρέπω, διγνωμίζω,

διστάζω, δυσπιστώ, τραμπαλίζομαι, επαμφοτερίζω,

ενδοιάζω, διχοστατώ, διαπορώ, επιφυλάσσομαι, διψυχώ,

διχάζομαι, παλαντζάρω, αναθιβάνω, αμφινοώ, αμφιγνοώ)

αμφισβητώ (διαφωνώ, αρνούμαι, αμφιλέγω) [αντιλέγεται=αμφισβητείται]

αναβαθμίζω (εξυψώνω)

αναβιώνω (ξαναζωντανεύω, αναζώ)

αναβρύζω (πηγάζω, αναβλύζω, πιδώ εξ ου πίδακας, κηκίω,

υπερεκχειλίζω, εκρέω, βουρβουλίζω, αναβρύω, αναβλυστάνω)

ανάβω (πυροδοτώ, πυρπολώ, πυρώ)

αναγκάζω (ζορίζω, υποχρεώνω)

αναγλιτσιάζομαι (καταλασπώνομαι, καταλερώνομαι)

αναγορεύω (ανακηρύσσω)

αναδεικνύω (εξυψώνω)

αναδεύω (ανακινώ, αναταράσσω, ανακατώνω,

κλουκουτώ, κουκλοτάω, ανακυκώ, ανασαλεύω)

αναδημιουργώ (ξαναφτιάχνω)

αναδίδω (εκπέμπω)

αναδιπλώνομαι (συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι, ζαρολογάω)

αναδιφώ (εξετάζω, ερευνώ, ξεσκαλίζω, ανασκαλεύω,

αναψηλαφώ)

αναδομώ (αναδιαρθρώνω, ξανακτίζω)

αναδρομίζω (πισωβολώ, κωλώνω, αναποδίζω,

οπισθοβατώ, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, οπισθοδρομώ, αναχάζω)

αναδύομαι (ξεπροβάλλω)

αναζωογονώ (τονώνω)

αναζωπυρώνω (ενεργοποιώ, ξανανάβω, αναθερμαίνω)

αναθαρρώ (εμψυχώνομαι, ανδρειεύω, θυμηγερώ)

αναθέτω (εμπιστεύομαι, εξουσιοδοτώ, επιφορτίζω)

αναθρώσκω (ανυψώνομαι, αναπέτομαι)

αναιρώ (καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ, αθετώ,

αναθεωρώ, καταλιμπάνω, αναστέλλω, αντιφάσκω,

ανασκευάζω, ματαιώνω, παλινωδώ, υπαναχωρώ,

ακυροποιώ, αποσύρω, επανεξετάζω, διαγράφω,

μετασκοπώ, διελέγχω, διακατελέγχομαι, απολέγω)

αναισθητοποιώ (ναρκώνω) [αναισθητώ=αποκαρώνω]

ανακάμπτω (ξαναγυρίζω)

ανακατώνω (μειγνύω, συμφύρω, αναμαλάζω, συνονθυλεύω)

ανακεφαλαιώνω (συνοψίζω)

ανακοινώνω (αγγέλλω, διαμηνύω, διακηρύσσω)

ανακουφίζω (εξευμαρίζω)

ανακρίνω (εξετάζω, εξελέγχω, ξεκοσκινίζω, ψιλορωτώ, διεξερούμαι, ανετάζω)

αναλαμβάνω (δυναμώνω, στανιάρω, συνέρχομαι, αναρρωνύω)

αναλογίζομαι (αναπολώ, αναστορούμαι)

αναλώνομαι (φθείρομαι, εξατμίζομαι, ατμοποιούμαι)

αναλώνω (καταναλώνω)

αναμειγνύομαι (επεμβαίνω, μπλέκω, ανακατεύομαι)

αναμένω (προσδοκώ, περιμένω, καρτερώ) [επίκειται=αναμένεται]

αναμηρυκάζω (ξαναμασώ)

ανανήφω (συνέρχομαι, ανανογιέμαι)

αναξέω (αναμοχλεύω, ανασκαλεύω)

αναπαράγω (ξαναδημιουργώ, αναγεννώ)

αναπαύω (ξεκουράζω)

αναπληρώνω (καλύπτω)

αναποδογυρίζω (ανατρέπω, τουμπάρω, αναστρέφω, ξεγυρίζω, κουλτουμπιάζω, αντιστρέφω)

αναρμοστώ (ασυμφωνώ)

αναρπάζω (εξαφανίζω) [έγινε ανάρπαστος=εξαφανίστηκε]

αναρριπίζω (ξανανάβω)

αναρριχώμαι (σκαρφαλώνω, σκαλώνω, ανέρπω, αγγριφώνω) [σκαλωσιά=ικρίωμα]

ανασκατζώθηκε (εξαγριώθηκε, εξοργίστηκε)

ανασκιρτώ (αναπηδώ, ανατινάσσομαι)

ανασκουμπώνομαι (προθυμοποιούμαι, ανακομβούμαι)

ανασπώ (ανελκύω, ανασύρω)

ανασταίνω (ξαναζωντανεύω, αναζωοποιώ)

ανασυγκροτώ (ανασυνθέτω)

ανασυσταίνω (επανιδρύω, αναστηλώνω)

ανατάσσω (επαναφέρω, επανορθώνω)

ανατέλλω (προβάλλω)

ανατίθεται (δίδεται, προσφέρεται, εκχωρείται)

ανατιμώ (ακριβαίνω)

ανατινάζω (εκσφενδονίζω, εκτοξεύω)

ανατρανίζω (περιεργάζομαι)

ανατρέφω (εκπαιδεύω, διδάσκω, διαπαιδαγωγώ)

ανατρέχω (αναπολώ, αναθυμούμαι)

ανατσουτσουρώνομαι (αγριεύω ή ανατριχιάζω)

ανατυπώνω (επανεκδίδω)

αναφύω (ξαναφυτρώνω)

αναχαιτίζω (ανακόπτω, αποκρούω, κοντοκρατώ, αντικόπτω,

σταματώ, ανατρέπω, απωθώ, συγκρατώ, φρενάρω)

ανδραποδίζω (σκλαβώνω, υποδουλώνω, καθυποτάσσω)

ανεμίζει (κυματίζει)

ανεξαρτητοποιούμαι (αυτονομούμαι, αυτοδιοικούμαι)

ανέχομαι (υπομένω, παραβλέπω, υποφέρω)

ανήκει (παραμένει)

ανήκω (συγκαταλέγομαι)

ανθαμιλλώμαι (ανταγωνίζομαι)

ανθίζω (λουλουδίζω, ανθοβολώ, ροδαμίζω, ανθοφορώ)

ανθίσταμαι (αμύνομαι, αντιστέκομαι, αντιδρώ, αντέχω)

ανθρωπεύω (εξευγενίζομαι)

ανθρωποφαγώ (ανθρωποβορώ)

ανθώ (ακμάζω, θάλλω)

ανίσταμαι (σηκώνομαι, ανορθώνομαι)

ανιχνεύομαι (εντοπίζομαι)

ανοίγομαι (εξωτερικεύομαι, εκμυστηρεύομαι, εξομολογούμαι)

ανοίγω (αποσφραγίζω, ξεκλειδώνω, απασφαλίζω)

ανορθώνω (αποκαθιστώ, επαναφέρω)

ανταμώνω (συνευρίσκομαι, συναντιέμαι, συγγίγνομαι)

αντανακλώ (αντιφεγγίζω, ανακλώ)

ανταπαντώ (ανθυποφέρω, ανθυποκρίνομαι)

ανταποδίδω (ξεπληρώνω, ανταμείβω, μεριτιάζω, ξαντιμεύω, αντιπληρώνω)

ανταποκρίνεται (τηρεί, συμμορφώνεται, εκπληρώνει)

ανταριάζει (σκοτεινιάζει, μαυρίζει) [ξεσκοτεινιάζει=φωτίζει]

αντενδείκνυται (απαγορεύεται, αποτρέπεται)

αντεπεξέρχομαι (επαρκώ, αντέχω, αντιμετωπίζω, ξεπερνώ, κουλαντρίζω)

αντηχώ (αντιλαλώ, αντιβοώ, αχολογώ, αντιδονώ, καναχίζω, αντικροτώ)

αντιγνωμονώ (κοντραστάρω, αντιμιλώ,

αντιρρημονώ, αντιλέγω, αντιτάσσομαι,

αντιγνωμώ, αντεμφαίνω, εναντιολογώ, εναντιοφωνώ)

αντιδιαστέλλω (αντιπαραθέτω, παρεξετάζω)

αντικαθίσταμαι (αλλάζομαι) [αντικαταστάθηκε=αλλάχθηκε]

αντικαθιστώ (αναπληρώ, ανανεώνω, αλλάζω,

διαδέχομαι, αντικαθαιρώ, αντικατατάσσω, αντικατασταίνω)

αντικόβω (εμποδίζω, φρενάρω, σταματώ, φράζω)

αντικρίζω (βλέπω, αγναντίζω)

αντικρούω (ανασκευάζω, αναιρώ)

αντιλαμβάνομαι (αισθάνομαι, γνωρίζω, γινώσκω,

κατανοώ, καταλαβαίνω, αγρικώ, αφομοιώνω, συνειδητοποιώ)

αντιλογώ (διαφωνώ, διχογνωμώ, αντιφρονώ, εναντιογνωμώ, γνωσιμαχώ)

αντιπαθώ (απεχθάνομαι, μισώ, αποστρέφομαι, αποστυγώ)

αντιπαλεύω (αντιμάχομαι, αντιπολεμώ, αντιδιατίθεμαι)

αντιπαρέρχομαι (αποσιωπώ, προσπερνώ,

παραλείπω, παραβλέπω, παρορώ, εθελοτυφλώ, παραθεωρώ)

αντιπαρέχω (ανταποδίδω, ανταποτίνω, ανταποστρέφω)

αντιπολιτεύομαι (καταπολιτεύομαι)

αντιπροσωπεύω (εκπροσωπώ)

αντισταθμίζω (ισορροπώ)

αντιστέκομαι (αμύνομαι, ανθίσταμαι, αντιπίπτω)

αντιστυλώνω (αντιστηρίζω, αντερείδω)

αντιτάσσομαι (εναντιώνομαι, ανθίσταμαι,

αντιτίθεμαι, αντιστρατεύομαι, αντίκειμαι,

κοντραστάρω, αντιπράττω, αντιμετωπίζω, αντιπαλαίω,

αντιμάχομαι, αντιβαίνω, αντιδιατίθεμαι)

αντιτείνω (αντιλέγω, αντιγνωμώ)

αντιφεγγίζω (αντανακλώ, αντικαθρεφτίζω, αντικατοπτρίζω)

ανυπομονώ (αδημονώ)

ανυψώνω (ανασηκώνω, ανατείνω)

ανωμαλεύω (εκφυλίζομαι, παρεκτρέπομαι)

αξίζω (κοστίζω, στοιχίζω, τιμώμαι)

αξίζει (ωφελεί, συμφέρει)

αξιώνομαι (πετυχαίνω)

αξιώνω (απαιτώ, δικαιούμαι)

αοριστολογώ (γενικολογώ)

απαγκιστρώνομαι (αποδεσμεύομαι) [εκλύεται=αποδεσμεύεται]

απαγκιστρώνω (ξεγαντζώνω, ξεκοτσάρω)

άπαγε (ξεκουμπίσου, φύγε)

απαγκιάζομαι (νηνεμώ, απογωνιάζομαι) [=αποφεύγω τα ρεύματα του αέρα]

απαγορεύω (εμποδίζω)

απάγω (αποσύρω) [επανάγω=ξαναφέρνω]

απάδει (ασυμφωνεί)

απαλλάσσω (ελευθερώνω, λυτρώνω, αποδεσμεύω)

απανθρακώνω (αποτεφρώνω, ανθρακοποιώ)

απανθρωπεύομαι (μισανθρωπώ) [μετανθρωπίζομαι=μεταπλάθομαι]

απαντυχαίνω (αναμένω, παντέχω)

απαντώ (αποκρίνομαι, αντιλέγω, αντικραίνω, απολογούμαι, αντιφωνώ)

απαξιώνω (καταφρονώ, υποτιμώ, υπερφρονώ)

απαρέσκω (δυσαρεστώ, ενοχλώ)

απαριθμώ (αραδιάζω)

απαρνιέμαι (αποτάσσω, απορρίπτω)

απασφαλίζω (αποδεσμεύω ή αποδεσμεύομαι)

απατώ (ξεγελώ, πλανώ, κομπώνω, διαβουκολώ,

παροδηγώ, παρασύρω, φενακίζω, ψεύδομαι,

ψευδολογώ, αλωπεκίζω)

απασχολώ (περισπώ)

απαυδώ (κουράζομαι, αποκάμνω, αποσταίνω, κομμαρεύω)

απεγκλωβίζω (αποδεσμεύω, ξεμπλοκάρω)

απειθαρχώ (απειθώ, στασιάζω)

απειλώ (εκφοβίζω, φοβερίζω)

απεκδύομαι (ξεντύνομαι)

απεκμυζώ (απορροφώ)

απελαύνω (εξορίζω, αποδιώκω)

απελευθερώνω (ξεσκλαβώνω)

απελπίζω (αποθαρρύνω, απογοητεύω)

απεμπολώ (προδίδω)

απενεργοποιώ (αδρανοποιώ)

απέρχομαι (αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι, φεύγω, ξεμακραίνω, αποτραβιέμαι)

απευθύνω (ισιώνω ή στέλλω)

απεύχομαι (αποστρέφομαι, απευφημώ)

απεχθάνομαι (μισώ, αντιπαθώ, αηδίζομαι) [μυσάττομαι=σικχαίνομαι]

απέχω (αφίσταμαι, εγκρατεύομαι) [ακρατεύομαι=ασωτεύομαι]

απηχεί (παρεμφαίνει, εκφράζει, αντανακλά, συμβολίζει)

απιστώ (παρακούω)

απισχναίνω (λεπταίνω)

απλοποιώ (απλουστεύω)

απλοχερίζω (προσφέρω, δίδω)

απλώνω (εκτείνω)

αποβαίνω (καταντώ, καταλήγω)

αποβάλλω (βγάζω) [εξαμβλώνω=εκτιτρώσκω, απορρίχνω]

αποβιβάζω (ξεφορτώνω)

αποβουβώνω (μουγκαίνω)

απογαλακτίζομαι (ξεβυζάνω)

απογαλακτίζω (αποθηλάζω, σακάζω, αποκόβω, αποβυζαίνω)

απογειώνω (εξυψώνω, αποθεώνω)

απογίνομαι (καταλήγω)

απογλιτώνω (σώζομαι)

απογυμνώνω (γδύνω, απεκδύω, αφοπλίζω)

απογοητεύω (απελπίζω, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω)

αποδεκατίζω (εξαφανίζω, ολοθρεύω, αποσποδώ)

αποδέχομαι (συμφωνώ, ομοβουλώ) [επιδέχεται=επιτρέπει, σηκώνει]

αποδημώ (ξενιτεύομαι)

αποδιοργανώνομαι (καταρρέω, ξεχαρβαλώνομαι,διαλύομαι, σμπαραλιάζω, δυσλειτουργώ)

αποδοκιμάζω (κατακρίνω)

αποδομώ (γκρεμίζω, σαρίζω, διαλύω)

αποδρέπω (καρπολογώ, οπωρίζω)

απόειδα (αποθαρρύνθηκα)

αποζημιώνω (αποκαθιστώ) [αποζημιώνομαι=πληρώνομαι]

αποζητώ (λαχταρώ, ποθώ, αποθυμώ)

αποθαλασσώνω (διαταράσσω, αναστατώνω)

αποθέτω (τοποθετώ, απιθώνω)

αποθηριώνω (εκβαρβαρίζω, αγριοποιώ)

αποθησαυρίζω (αποταμιεύω, κεμεριάζω)

αποκαλύπτω (ξεσκεπάζω, φανεροποιώ, ξεφανερώνω)

αποκαλώ (ονομάζω) [προσονομάζομαι=προσωνυμούμαι, προσωνύμιο=παρατσούκλι, παραγκώμι]

απόκειται (εξαρτάται)

αποκηρύσσω (αρνούμαι, απορρίπτω, αποποιούμαι,

αποστέργω, απαρνούμαι, απαναίνομαι)

αποκλείομαι (εμποδίζομαι)

αποκλείω (μπλοκάρω)

αποκλιμακώνω (μετριάζω, απαμβλύνω)

αποκλίνει (ξεφεύγει)

αποκνίζω (γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, νυχιάζω, καταμύσσω)

αποκολλώ (αποσπώ)

αποκομίζω (κερδίζω, κεστάρω)

αποκρυσταλλώνεται (παγιώνεται, οριστικοποιείται)

αποκρούω (απορρίπτω)

αποκτηνώνω (εκβαρβαρώνω)

αποκτώ (κερδίζω, κτώμαι)

αποκωδικοποιώ (αποκρυπτογραφώ)

απολακτίζω (απωθώ, αποβάλλω, κλοτσώ, εκκρούω)

απολαμβάνω (εντρυφώ, τέρπομαι) [επεντρυφώ=καταπολαύω]

απολαύω (φχαριστιέμαι)

απολείπω (αφήνω)

απολογούμαι (λογοδοτώ)

απολύεται (αποδεσμεύεται)

απολυμαίνω (εξυγιαίνω) [αποστειρώνω=απολυμαίνω, παστερίζω]

απολυτρώνω (ελευθερώνω)

απολύω (ξαμολώ, αποφυλακίζω)

απομακρύνω (αποτραβώ)

απομανθάνω (απεθίζομαι, απεξαρτώμαι)

απομένει (υπολείπεται, εναπολείπεται)

απομνημονεύω (αποστηθίζω)

απομονώνω (ξεμοναχιάζω)

απομυθοποιώ (εξελέγχω, ξεμασκαρεύω) [=παρουσιάζω κάτι με τις πραγματικές του διαστάσεις]

απονεκρώνω (αναισθητοποιώ)

απονέμω (δίνω)

απονοούμαι (απελπίζομαι, απογοητεύομαι) [απογιγνώσκω=απελπίζομαι, απεγνωσμένος=απελπισμένος]

αποξενώνω (αλλοτριώνω, εκποιώ)

αποξεραίνω (εξικμάζω)

αποπαίρνω (μαλώνω)

αποπατώ (αφοδεύω, εκκοπρίζω)

αποπέμπω (διώχνω, εκπαραθυρώνω, απανιστώ)

αποπιστοποιείται (ακυρώνεται)

αποπλέω (πλωρίζω, σαλπάρω, ξεγιαλίζω, απαίρω, εξορμίζομαι)

αποπλύνω (απολούω, απονίπτω)

αποπνέω (μυρίζω)

αποπροσανατολίζω (περισπώ, παροδηγώ, παραστρατίζω, εκτρέπω, παρεξάγω)

απορραθυμώ (αποσχολάζω)

απορρέω (προέρχομαι)

απορρίπτω (αρνούμαι, αποκηρύσσω, απευδοκώ)

απορροφώ (απομυζώ)

απορφανίζομαι (αποστερούμαι)

απορώ (παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, σαστίζω, διερωτώμαι, εξίσταμαι, ξενίζομαι)

αποσαθρώνω (διαλύω)

αποσαφηνίζω (ξεκαθαρίζω)

αποσβήνω (εξαλείφω)

αποσβολώνω (κατακεραυνώνω)

αποσείω (αποτινάσσω, αποβάλλω)

αποσιωπώ (αποσιγώ)

αποσκιρτώ (αποσχίζομαι, αποστατώ, αποχωρίζομαι)

αποσκοπώ (αποβλέπω)

αποσπώ (αφαιρώ, κλέβω, αφαρπάζω)

αποσοβώ (εμποδίζω, αποτρέπω)

αποστασιοποιούμαι (αποτραβιέμαι, απέχω)

αποστέλλω (εκπέμπω)

αποστερώ (αφαιρώ, αμέρδω)

αποστηθίζω (απομνημονεύω, αποτυπώνω)

αποστομώνω (καταστομίζω)

αποστραγγίζω (αποξεραίνω, αποσταλάζω)

αποστρέφω (στρίβω)

αποσυνδέω (διαχωρίζω)

αποσυνθέτω (διαλύω, αποσυγκροτώ)

αποσυντονίζω (απορρυθμίζω)

αποσύρω (αποτραβώ, υπεκφέρω)

αποσυσκευάζω (ξεπακετάρω, ξεμπαλάρω)

αποσχίζω (αποχωρίζω)

αποτείνομαι (απευθύνομαι, στρέφομαι)

αποτελειώνω (ολοκληρώνω, ξετελεύω)

αποτελματώνομαι (αδρανοποιούμαι)

αποτελώ (συγκροτώ)

αποτραχηλίζω (αγχονίζω, στραγγαλίζω)

αποτρέπω (αποκρούω, απομακρύνω, απορραπίζω)

απουσιάζω (λείπω, απέχω)

αποφαίνομαι (προτείνω, γνωματεύω, δογματίζω) [δογματοποιώ=διαδοξάζω, ήτοι διαμορφώνω αναντίρρητη αντίληψη για κάτι]

αποφεύγω (γλιτώνω)

αποφλοιώνω (ξεφλουδίζω)

αποφοιτώ (ξεσκολνώ)

αποφορτίζεται (ξεφορτώνεται)

αποχρωματίζω (ξεβάφω, αποβάφω)

αποχωρίζω (αποσπώ, αποκόπτω, ξεχωρίζω, απομερίζω, αποσυμβάλλω, αποδιορίζω)

αραδίζω (φροντίζω, προσέχω)

αρατίζω (αποδιώκω)

αραχνιάζω (παραμελούμαι, εγκαταλείπομαι, αφήνομαι)

αργάζει (σιτεύει)

αργεύω (βραδύνω, αργοπορώ) [υπερημερεύω=παραργώ, καταβραδύνω, εκπροθεσμώ]

αργοπορώ (καθυστερώ, αργώ, υστερεύω, μακροχρονίζω)

αρδεύω (ποτίζω, υγραίνω, δεύω)

αρέσκομαι (ευχαριστιέμαι)

αρέσω (ευαρεστώ, ευχαριστώ, τέρπω, ευφραίνω, ικανοποιώ)

αριθμώ (μετρώ, λογαριάζω, αριθμολογώ)

αριστεύω (πρωτεύω)

αρκεί (φτάνει)

αρκούμαι (ευχαριστιέμαι) [ενασμενίζω=φιληδώ]

αρματώνω (εξοπλίζω, εξαρτίζω) [οπλιτεύω=στρατεύομαι, ήτοι υπηρετώ ως στρατιώτης]

αρμέγω (απομυζώ)

αρμενίζω (ιστιοδρομώ)

αρμόζω (ταιριάζω, συνάπτω, αρμολογώ)

αρμολογώ (συναρμόζω)

αρνούμαι (απορρίπτω, αποκηρύσσω, αποφάσκω, ανανεύω, αποτάσσομαι, αντιλογώ)

αρπάζω (κλέβω, ληστεύω)

αρρωσταίνω (ασθενώ) [βαριαρρωσταίνει=κακοψυχάει]

αρταίνομαι (μαντζιρίζω, απονηστίζομαι)

αρύομαι (αντλώ, βγάζω, εξάγω, ανασύρω)

αρχηγεύω (ηγούμαι, κεφαλαρχώ)

αρχίζω (ξεκινώ, άρχομαι)

άρχω (κυβερνώ, διοικώ, αρχηγετεύω, ενδυναστεύω)

ασεβώ (ασεπτώ)

ασελγώ (ακολασταίνω, ατιμάζω, αισχρουργώ,

αισχροποιώ, καταισχύνω, εκτραχηλίζομαι, λαγνεύω)

ασημαντολογώ (μικρολογώ, ψιλοκουβεντιάζω)

ασημώνω (επαργυρώνω)

ασθενώ (νοσώ, πάσχω)

ασκητεύω (μονάζω)

ασκώ (γυμνάζω, εκπαιδεύω)

ασπάζομαι (φιλώ, αγκαλιάζω, χαιρετίζω) [αδελφοποιώ=αδελφίζω]

ασπρίζω (λευκαίνω, λευκουργώ)

ασπροβολάει (λαμποκοπάει, γυαλοκοπάει)

αστατώ (περιφέρομαι, τριγυρίζω, κλωθογυρίζω, γυρνοβολώ)

αστειεύομαι (παίζω, χωρατεύω, καλαμπουρίζω,

μπαλαφαρίζω, λογοπαικτώ, αστειολογώ, χαριεντολογώ)

αστεΐζομαι (χαριτολογώ, ευφυολογώ, χαριεντίζομαι)

αστοχώ (αμαρτάνω, σφάλλω, λαθεύω)

αστράπτω (λαμποκοπώ)

ασφαλίζω (σιγουρεύω)

ασχημίζω (αμορφύνω)

ασχημονώ (αυθαδιάζω, θρασύνομαι)

ασχολούμαι (δραστηριοποιούμαι, καταγίνομαι,

ενεργοποιούμαι, επιμελούμαι, επιτηδεύομαι,

τυρβάζω, εργάζομαι, ενδιατρίβω)

ασωτεύω (κατασπαταλώ, ακολασταίνω, τρυφαίνω,

αποχαλινώνομαι, παραστρατώ, ξετσιπώνομαι, καθυδηπαθώ,

κακοστρατίζω, ξεστρατίζω, κατατρυφώ, στρηνιώ)

ατακτώ (απειθαρχώ, παρεκτρέπομαι, ακοσμώ)

ατενίζω (κοιτάζω, εμβλέπω)

ατιμάζω (περιφρονώ, αψηφώ, καταρρακώνω, ντροπιάζω, απαξιώνω, καταισχύνω, κατακουρελιάζω)

ατιμώνω (προσβάλλω, ευτελίζω)

ατονώ (εξασθενώ) [ρουτινιάζω=ατονώ]

ατρεμίζω (ηρεμώ, γαληνεύω)

ατροφώ (ισχναίνω)

ατυχώ (αποτυχαίνω)

αυγάζω (φέγγω, φωτίζω, σελαγώ, φωταγωγώ, αστράφτω, φωτοποιώ, ζαρίζω)

αυθαδιάζω (αποθρασύνομαι, τσιλημπουρδίζω, ξεδιαντρέπομαι, αποδιαντρέπομαι,

αναισχυντώ, ασχημονώ, εκχυδαΐζομαι, προστυχεύω, παραθαρρεύω)

αυλακώνω (διαξύω, ραβδώνω, αυλακοτομώ)

αυνανίζομαι (ψωλοκοπανώ, αναφλώ) [αποψωλώ=περιτέμνω, αποσκολύπτω]

αυξάνεται (απλώνεται) [διπλοΐζω=διπλασιάζω]

αυξάνω (μεγαλώνω, μεγεθύνω, αβγαταίνω, πληθαίνω,

πολλαπλασιάζω, αβγατίζω, μπολικαίνω, μεγεθοποιώ, πληθοποιώ)

αυξομειώνομαι (ανεβοκατεβαίνω, διακυμαίνομαι)

αυταρχώ (αυτοκρατορεύω)

αυτοκτονώ (αυτοχειριάζομαι,αυτοκαταστρέφομαι)

αυτολανσάρεται (αυτοπροβάλλεται, αυτοδιαφημίζεται)

αυτοπροσδιορίζομαι (αυτοκαλούμαι)

αφανίζω (εξοντώνω, εξαλείπω)

αφαιρώ (αποσπώ, κλέβω)

αφαλοκόβω (ομφαλοτομώ)

αφηγούμαι (λέγω, ομιλώ, ιστορώ, φιλογάω, διαμυθολογώ)

αφηνιάζω (αγριεύω, εξαγρίζομαι)

αφήνω (εγκαταλείπω)

αφιερώνω (χαρίζω, αναθέτω)

αφικνούμαι (φθάνω, έρχομαι)

αφιονίζω (φανατίζω)

αφογκράζομαι (ακούω, ακροώμαι)

αφοπλίζω (ξαρματώνω)

αφοσιώνομαι (αφιερώνομαι, απορροφώμαι)

αφορά (αναφέρεται, σχετίζεται)

αφορίζω (αναθεματίζω, αποκηρύσσω, αποτάσσω) [=αποκόπτω κάποιον από το εκκλησίασμα]

αφορμίζω (ερεθίζω)

αφορμώμαι (ξεκινάω)

αφοσιώνω (προσφέρω, αφιερώνω)

αφρίζω (οργίζομαι, λυσσομανώ, αποσκυδμαίνω)

αφυγραίνω (αφυδατώνω, αποξηραίνω, ξηροποιώ)

αφυπνίζω (ξυπνώ)

αχθοφορώ (φορτηγώ, φορταγωγώ)

αχλύω (σκοτεινιάζω, ζοφώ) [αχλύς=σκοτεινιά, θολούρα]

αχνίζω (ατμίζω)

αχνοφαίνεται (ξελιαγκρίζει, γλυκοφαγγρίζει, υποφαίνεται)

αχρηστεύω (εκμηδενίζω) [αχρηστεύομαι=ακινητοποιούμαι, νεκρώνομαι]

αψηφώ (περιφρονώ, ατίζω)

αψιμαχώ (ακροβολίζομαι)

αψιώνω (φλέγομαι)


Β


βαβάζω (αλαλάζω, εκβοώ)

βαδίζω (περπατώ, πορεύομαι, στείχω)

βαζουκοπάει (βαβουρίζει, θορυβεί) [γκουντουρντίζω=βαβουρίζω]

βάζω (τοποθετώ, εγκαθιστώ)

βαθαίνω (βαθουλώνω)

βαθιοκοιμούμαι (βαριοκοιμούμαι)

βαίνω (περπατώ, πορεύομαι, βηματίζω, πηγαίνω, νέομαι)

βακτηρεύω (βακτρίζω)

βαλαντώνω (γανιάζω)

βάλθηκε (προσπάθησε)

βαλλίζω (σκαίρω, αναπηδώ)

βάλλω (ρίχνω)

βαλσαμώνω (ταριχεύω)

βαλτώνω (βουλιάζω)

βαραίνω (νωθρεύω, νωχελεύομαι)

βαρβατιάζω (εφάλλομαι, λαβρούμαι, δυνατεύω)

βαριεστώ (μπουχτίζω, πλήττω, μπεζερίζω, βαριέμαι, ανιώ, αποδυσπετώ)

βαρύνω (επιδεινώνω, επιβαρύνω)

βαρυωπώ (κουτσοβλέπω)

βαρώ (χτυπώ, τύπτω, παίω)

βασανίζω (ταλαιπωρώ, καταπιέζω, χειμαίνω)

βασίζομαι (εμπιστεύομαι, παρακατατίθεμαι)

βασίζω (στηρίζω, θεμελιώνω, στερεώνω)

βασιλεύω (ανάσσω, κυριαρχώ)

βασκαίνω (ματιάζω, φταρμίζω, φασκαίνω)

βαστώ (βαστάζω, φέρω, κρατώ) [βαστιέμαι=πιάνομαι]

βατσινώνω (εμβολιάζω)

βαυκαλίζομαι (νανουρίζομαι, αποκοιμίζομαι ή αυταπατώμαι)

βαυκαλίζω (αποκοιμίζω, νανουρίζω, ναναρίζω, βαυβώ, βαυβαλίζω)

βαυκίζω (τρυφερεύομαι) [= κάνω νάζια]

βάφω (χρωματίζω, μπογιατίζω, θωριάζω)

βγάζω (αφαιρώ)

βγαίνω (εξέρχομαι)

βδελύσσομαι (αποστρέφομαι, μισώ, αηδιάζω, απεχθαίρω,

σιχαίνομαι, αποτροπιάζομαι, στυγώ, ασκαίνομαι)

βεβαιώνω (πιστοποιώ, επικυρώνω, καταφάσκω, συνομολογώ, συγκατανεύω)

βεβηλώνω (μολύνω, σπιλώνω)

βελάζω (σκούζω, βληχώμαι, μηκάζω)

βελτιώνω (καλυτερεύω)

βερμπαλίζω (παρλάρω)

βερνικώνω (στιλβώνω)

βηματίζω (περπατώ)

βήχω (χελύττω, βήσσω, γκουχώ) [γκουχ = ήχος του βήχοντος] [βραγχιώ=βραχνιάζω]

βιάζομαι (σπεύδω, τρέχω)

βιάζω (εξαναγκάζω, αγκανάρω)

βιαιοπραγώ (κακοποιώ, κακουργώ)

βιβρώσκω (τρώω, έδω) [έδεσμα=φαγί]

βιγλίζω (προκοιτώ, νυκτοφυλακώ)

βιδώνω (κοχλιώνω)

βιοτεύω (ζω)

βιώνω (γεύομαι)

βλακεύω (ανοηταίνω, αβδηριτίζω, κουτοφέρνω,

αλαφροφέρνω, ηλιθιάζω, αλαφροζυγιάζω, μωροφέρνω,

ληροφρονώ, αγαθεύω, μπουνταλοφέρνω, μωροποιώ,

χαζοφέρνω, αγαθοφέρνω, βλακοφέρνω, μωρεύω,

φυρομυαλίζω, μωραίνω, ηλαίνω, μωρονοώ,

αφραίνω, χαλιφρονώ, ζεβζεκοφέρνω, μπανταλιάζω)

βλάπτω (ζημιώνω, φθείρω, κακουχώ)

βλαστημώ (αναθεματίζω, καταριέμαι, ψολογώ)

βλέπω (κοιτάζω, παρατηρώ, θωρώ, ανεντρανίζω)

βλεφαρίζω (σκαρδαμυκτώ) [ασκαρδαμυκτί=ατενώς ή ακαριαία]

βογκώ (αναστενάζω, στένω)

βοδώνω (προφταίνω)

βοηθώ (υποστηρίζω, επικουρώ, αγιουτάρω,

παραστέκομαι, υπερασπίζω, περιθάλπω,

συμπαρίσταμαι, συνεργώ, αϊδαρίζω,

συμπαραστέκομαι, ενισχύω, συντρέχω)

βολεί (βολεύει, ευκολύνει, ευχεραίνει)

βολεύω (τακτοποιώ)

βολιδοσκοπώ (διερευνώ) [ακτινογραφώ=διεξερευνώ, διεξετάζω]

βολοδέρνω (υποφέρω, κακοπαθίζω, παραδέρνω)

βολτάρω (γκιζερίζω)

βορβορύζω (γουργουρίζω, βουρβουρακιάζω)

βορβορώ (λασπώνω)

βόσκω (τρώω, εσθίω) [βοσκάω=χορτοφαγώ]

βοστρυχώνω (σγουρίζω, οντουλάρω, κατσαρώνω)

βοτανίζω (ξεχορταριάζω)

βουβαίνομαι (σιωπώ)

βουκινίζω (σαλπίζω, βουκανώ)

βουλάει (χωράει)

βουλεύομαι (σκέφτομαι) [διαβουλεύομαι=διασκέπτομαι]

βουλιάζω (βυθίζομαι, υφιζάνω, βυθοδρομώ)

βούλομαι (θέλω, επιθυμώ, προτιμώ, θεληματαίνω)

βουλώνω (φράσσω, στουπώνω, κλείνω, σφραγίζω)

βουρβουλακιάζω (βρικολακιάζω) [βουρβούλακας=βρικόλακας]

βουρκώνω (δακρύζω, κλαίω, δακρυρροώ, δακρυχέω, δακρυοβολώ)

βουρλίζομαι (ταράσσομαι, συγχύζομαι)

βουτώ (αρπάζω, ζαμπλακιάζω)

βοώ (φωνάζω, κράζω)

βραβεύω (τιμώ, αμείβω, γεραίρω, δοξάζω, αγάζομαι, αγλαΐζω)

βραδιάζει (νυχτώνει, μουχρώνει, σουρουπώνει)

βραδιάζομαι (νυκτώνομαι)

βραδύνω (αργοπορώ, βραδυπορώ, χρονίζω, ξαργώ,

χρονοτριβώ, αργώ, καθυστερώ, παρελκύω, δηθύνω)

βραδυπλοώ (αργοπλέω)

βραδυπορώ (αργοπορώ)

βράζω (κοχλάζω, ζέω, χοχλακιάζω)

βρέχω (υγραίνω, μουσκεύω, καταιονώ, σουλαντίζω, πουρτσαλώ, διαίνω)

βρίζω (προπηλακίζω, κατακρίνω)

βρίθω (γέμω)

βρίσκω (ανακαλύπτω)

βρομίζω (ρυπαίνω, λερώνω, μουρδώνω)

βρομοκοπώ (ζέχνω, εξωδώ, μεφιτίζω, σκυλοβρομάω)

βρομώ (όζω, ζέχνω, δυσοσμώ, κακοσμώ)

βροντολαλώ (βροντοφωνώ)

βροντοχτυπώ (παταγώ)

βροντώ (αντηχώ, βαρυηχώ)

βροτοκτονώ (ανθρωποκτονώ)

βρυάζω (ξεχειλίζω, φλύζω)

βρυχώμαι (ουρλιάζω, μουγκρίζω, μουκανίζω)

βυζαίνω (γαλουχώ, θηλάζω, απομυζώ, φλουμίζω, απομαστεύω, μυζώ)

βυθίζω (βουλιάζω)

βυρσοδεψώ (σκυτοδεψώ, δέφω, βυρσεύω)

βυσσοδομώ (σκευωρώ)

βωλοκοπώ (ψιλοχωματίζω, σβολοκόβω, βωλοτομώ, βωλοτσακίζω) [βωλοστροφώ=βωλογυρίζω]

βωμολοχώ (χοντρολογώ, χυδαιολογώ, βαναυσολογώ, μιαρολογώ,

ασχημολογώ, αισχρολογώ, αθυροστομώ, αχρειολογώ, καταισχρεύομαι,

γλωσσεύω, αισχρορρημονώ, κοπρολογώ, σκατολογώ,

βρομολογώ, αθυρογλωσσώ, αισχρομυθώ, αισχροεπώ)

βωχάει (όζει, βρωμάει, βρομάει, ζένει)

Γ

γαβγίζω (υλακτώ)

γαϊδουρεύω (γαϊδουροφέρνω, γαϊδουροδείχνω, γομαροφέρνω)

γαϊδουροδένω (γομαροδένω)

γαλαζιάζω (μπλαβίζω)

γαλατώνω (ασβεστώνω)

γαλουχώ (θηλάζω, γαλακτοτροφώ, γαλακτοδοτώ)

γαληνεύω (ησυχάζω, ηρεμώ, ειρηνεύω, ξεθυμαίνω)

γαμπρίζω (κορτάρω)

γανιάζω (κουράζομαι, εγκάμνω)

γαντζώνω (αγκιστρώνω, αγκυρίζω)

γανώνω (επικασσιτερώνω)

γαργαλάω (υποκνίζω, προσκνήθω, γαγγαλίζω, κασκαλίζω)

γαργαρίζει (κελαρύζει)

γαριάζω (λερώνω)

γαρνιρίζω (στολίζω)

γατσιάζω (υποπτήσσω)

γαυριάζω (μαίνομαι, φρενιτίζω)

γδέρνω (αποδερματίζω, εκδέρω, ξεπεδουλίζω, ξεπετσιάζω)

γδύνω (ξεγυμνώνω, αποδύω)

γέγονε (συνέβη)

γειάνω (θεραπεύομαι)

γειτονεύω (συνορεύω, πρόσκειμαι, αγχιστεύω,

γειτνιάζω, ομορώ, παράκειμαι, συνομορώ, προσοικώ)

γελιέμαι (πλανώμαι)

γελοιοποιώ (διακωμωδώ, θεατρίζω)

γελώ (χαμογελώ ή κοροϊδεύω) [σαρδάζω=πικρογελώ]

γεμίζω (πληρώ, φουλάρω, φισκάρω, τιγκάρω, αναμεστώ)

γέμω (πληρούμαι, πλήθω)

γενικεύω (καθολικεύω)

γεννοβολώ (συχνογεννώ)

γεννώ (τίκτω, τεκνοποιώ, τεκνογονώ, παιδοποιώ, γονεύω, γονοποιώ)

γέρνω (ρέπω, κλίνω, βαγίζω, μπατάρω, λυγίζω)

γερνώ (γηράσκω, γεράζω) [γεροντοφέρνω=γεροντοδείχνω]

γεροδένω (καλοδένω)

γεροθρέφω (γηροκομώ, γηροτροφώ, γεραματίζω, γεροντοκομώ)

γεύομαι (τρώω) [πρωτογεύομαι=πρωτοτρώω]

γεφυρώνω (συνδέω)

γεωπονώ (γεωργώ)

γητεύω (μαγεύω)

γιατρεύω (θεραπεύω, υγιοποιώ)

γίνομαι (καθίσταμαι, συντελούμαι) [ξεγίνεται=αλλάζει]

γιομόζω (γομώνω)

γιορτάζω (πανηγυρίζω)

γιουτίζω ή γιουντίζω (συνδυάζομαι, συσχετίζομαι)

γιουχαΐζω (ξεφωνίζω, αποδοκιμάζω)

γκαζώνω (μαρσάρω)

γκαρίζω (ογκανίζω, γκανίζω)

γκαστρώνω (παρακουράζω ή υποκύω, επισπερμαίνω)

γκερανάω (αναστρέφω)

γκουβρίζω (δυσανασχετώ)

γκρεμνοβολώ (κατακρημνίζω)

γκρεμοτσακίζομαι (σπεύδω)

γκρινιάζω (μεμψιμοιρώ, μιζεριάζω)

γλακώ (τρέχω, βουρώ)

γλαρώνω (νυστάζω)

γλείφω (κολακεύω)

γλεντώ (διασκεδάζω, ξεφαντώνω, ξεσκάζω, ξεδίνω,

γλεντοκοπώ, γλεντοβολώ, χαροκοπώ, ρεμπετεύω, κραμβαλίζω)

γληγορεύομαι (βιάζομαι)

γλιδιάζομαι (λερώνομαι, ρυπαρεύομαι)

γλιστρώ (ολισθαίνω)

γλιτσιάζω (λιγδιάζω)

γλιτώνω (λυτρώνω, σώζω)

γλίχομαι (ορέγομαι, ποθώ, λιξεύω)

γλυκοκοιμούμαι (καλοκοιμούμαι)

γλυκομιλώ (καλομιλώ, ηδυλογώ, γλυκολαλώ,

γλυκοκουβεντιάζω, χαριτογλωσσώ, γλυκολογώ,

ευμορφολογώ, γλυκυφωνώ)

γλυκυθυμώ (αρέσκω, ευαρεστώ)

γλύφω (χαράσσω, σκαλίζω, καλεμίζω)

γλωσσοκοπώ (πολυλογώ, φλυαρολογώ)

γλωσσοκρατώ (εχεμυθώ)

γλωσσοτρώω (γρουσουζεύω)

γνέθω (κλώθω, νήθω)

γνωμοδοτώ (γνωματεύω, γνωμονεύω)

γνωρίζω (αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, επίσταμαι,

κατέχω, ξέρω, επιγιγνώσκω)

γνωστικεύω (λογικεύομαι, σωφρονίζομαι)

γνωστοποιώ (δηλώνω, φανερώνω)

γογγύζω (παραπονιέμαι, μεμψιμοιρώ, αζουδεύομαι)

γογγυλεύω (στρογγυλώνω)

γοητεύω (σαγηνεύω, θέλγω, συναρπάζω, συνεπαίρνω)

γονατίζω (γονυπετώ, γονυκλινώ, γονυκλιτώ)

γονιμοποιώ (σπερμαίνω, γεννώ)

γουρμάζω (ωριμάζω)

γουρουνοφέρνω (γουρουνίζω, υηνώ)

γουστάρω (επιθυμώ, κεφάρω)

γουφιάζω (βαθουλώνω, γουβιάζω, κοιλαίνω)

γραντίζομαι (δαιμονίζομαι) [δαίμων=κακό πνεύμα]

γραπώνομαι (γαντζώνομαι, γραπατσώνομαι)

γρασάρω (λιπαίνω)

γράφω (χαράσσω, ζωγραφίζω) [επιγράφεται=τιτλοφορείται, καταγράφω=καταχωρίζω, καταλέγω]

γρηγορώ (αγρυπνώ, προσέχω)

γριβίζω (γκριζάρω, ψαραίνω, πολιάζω)

γροθίζω (γρονθοκοπώ, μπουνιάζω)

γρυλίζω (γρούζω, σκούζω)

γρυλώνω (γουρλώνω)

γρυπώνω (καμπουριάζω, κάμπτομαι, κύφω, γομπιάζω, σκύβω)

γυαλίζω (στιλβώνω)

γυμνάζω (ασκώ, εκπαιδεύω)

γυναικίζω (εκθηλύνομαι, εκθρύπτομαι, γυναικοφέρνω, βαταλίζομαι,

θηλυκεύομαι, σαυλούμαι)

γυρεύω (αιτώ, ζητώ)

γυρίζω (επιστρέφω, επανακάμπτω)

γυρνάω (περιπατώ) [αναγυρίζω=κοσμογυρεύω, ήτοι τριγυρνώ παντού]

Δ

δαγκώνω (δάκνω, τσιμπώ, μασίζω, οδακτίζω)

δαιδάλλω (καλλιτεχνώ, διακαλλωπίζω) [τεχνουργώ=τεχνοποιώ]

δαιμονίζω (παροργίζω)

δαιμονοποιώ (παραφουσκώνω, παραλέγω) [=προσδίδω μη ρεαλιστικές ή

μη πιστευτές ή υπερβολικές διαστάσεις]

δακρύζω (βουρκώνω, κλαίω)

δαμάζω (τιθασεύω, ημερώνω, υποτάσσω, χαλιναγωγώ)

δανειοδοτώ (πιστοδοτώ)

δαπανώ (ξοδεύω, σπαταλώ, εξαντλώ, αφειδώ)

δασεύω (πυκνώνω)

δασκαλεύω (συμβουλεύω, καλαναρχώ)

δαψιλεύεται (γέμει, πλήθει)

δαψιλεύω (εξευπορώ)

δειγματίζω (εκφαίνω)

δεικνύω (προφαίνω, παρουσιάζω)

δειλιάζω (φοβούμαι, διστάζω, αποθαρρύνομαι,

κιοτεύω, αποδειλιώ, μικροψυχώ, αποκαρδιώνομαι)

δεινοπαθώ (υποφέρω, πάσχω, βαρυαλγώ, πικροκακοπαθώ, ισχυροπαθώ)

δειπνώ (γευματίζω, τρώγω, γιοματίζω, ξενηστικώνομαι, δορπώ)

δείχνω (εξηγώ, παρουσιάζω)

δεκάζω (δωροδοκώ) [δωροδοκούμαι=αργυρίζομαι]

δένω (δεσμεύω, πεδώ)

δελεάζω (ξεγελώ, εξαπατώ, ρουμπώνω, φηλητεύω) [ἐλεφαίρομαι=διαβουκολώ]

δεματιάζω (αμαλλεύω, χεροβολιάζω, δεματοποιώ, δραγμεύω)

δεξιώνομαι (προϋπαντώ, καλωσορίζω, προσδέχομαι)

δέομαι (ικετεύω, εκλιπαρώ, γουνάζομαι, λιτάζομαι, ικεσιάζω)

δέρνω (μαστιγώνω, χτυπώ, ραβδίζω, βακλίζω,

βουρδουλίζω, ραπίζω, φραγγελλώνω, βιτσίζω,

γροθοκοπώ, καταχερίζω, χειροδικώ, βεργίζω,

μπατσίζω, χαστουκίζω, παραγουλιάζω, χειροτονώ,

τουλουμιάζω, τουμπανιάζω, σκαμπιλίζω, λωρίζω,

καρπαζώνω, μακελεύω, ξυλίζω, ξυλοκοπανίζω,

κολαφίζω, στουμπίζω, ξυλοκοπώ, βαράω, πυκταλίζω,

βιαιοπραγώ, σφαλιαρίζω, παταρίζω, σαπλακιάζω,

θωμίζω, λουρίζω, τσιαταλίζω, σβουγκανίζω,

στειλιαρώνω, μαπίζω, δαίρω, καμτσικίζω, χερικώνω,

ξυλοφορτώνω, χειροτονώ, πετσώνω, ξυλοδέρνω,

ματσουκώνω, μερεμετίζω, μαγκουρώνω, μακλαβοκοπώ,

κατραπακιάζω, κατακεφαλιάζω, σβουρίζω, ζαγλίζω,

σφονδυλίζω, πλατσιανίζω, ματσουκοκοπώ, λουροδέρνω,

κονδυλίζω, γροθοκοπανώ, σβερκώνω, καταχεριάζω)

δεσμεύομαι (παντρεύομαι, νυμφεύομαι)

δεσμεύω (δένω)

δεσπόζω (κυριαρχώ, εξουσιάζω, διαφεντεύω, άρχω)

δευτερώνω (ξανακάνω, επαναλαμβάνω, δευτερίζω)

δέχομαι (λαμβάνω, παίρνω, στέργω, συμφωνώ, συνυπογράφω,

συναινώ, επιδοκιμάζω, συγκατατίθεμαι, συνευδοκώ, συνεπινεύω,

συγκατανεύω, εισακούω, ανομολογώ, ευδοκώ, στρέχω)

δηλώνω (φανερώνω, γνωστοποιώ, εκφαίνω)

δημηγορώ (ρητορεύω, δημολογώ)

δημιουργώ (πράττω, ποιώ, φτιάχνω)

δημοκοπώ (δημαγωγώ)

δημοπρατώ (πλειστηριάζω)

δημοσιεύω (γνωστοποιώ, δηλοποιώ)

δημοσιοποιώ (κρατικοποιώ, εθνικοποιώ)

διαβάζω (μελετώ, εξετάζω) [επαναγιγνώσκω=ξαναδιαβάζω]

διαβαίνω (περνώ, διασκελίζω, διέρχομαι, διανύω,

διατρέχω, διαπορεύομαι, διοδεύω, διαστείχω)

διαβάλλω (συκοφαντώ, δυσφημώ, ρουφιανεύω, ψευδοκατηγορώ,

γλωσσοβολώ, αδικοβγάζω, γλωσσοδέρνω, κακοφημίζω)

διαβεβαιώνω (εγγυώμαι, αναδέχομαι)

διαβολοστέλνω (αποσκορακίζω)

διαβουλεύομαι (συσκέπτομαι)

διαβλέπω (διαγιγνώσκω)

διαγίγνεται (παρέρχεται, περνάει)

διαγουμίζω (λεηλατώ, προνομεύω, εξαλαπάζω)

διαγράφω (σβήνω, εξαλείφω)

διάγω (διαβιώ)

διαγωνίζομαι (αμιλλώμαι)

διαδέχεται (επακολουθεί, κληρονομεί)

διαδραματίζεται (εκτυλίσσεται)

διαδραματίζω (επιτελώ, εκπληρώνω)

διαδωρούμαι (ρογεύω) [ρόγα=δώρο]

διαθέτω (παραχωρώ)

διαιρώ (σχίζω, τέμνω)

διαισθάνομαι (κατανοώ, διαβλέπω)

διαιτητεύω (διαμεσολαβώ)

διαιτώμαι (διατρέφομαι)

διακατέχω (κρατώ)

διακινώ (μεταφέρω)

διακανονίζω (ρυθμίζω)

διάκειμαι (διατίθεμαι) [π.χ. διάκειμαι ευνοϊκά προς την κόρη του]

διακηρύσσω (γνωστοποιώ, διαγορεύω)

διακιγκλίζω (καγκελώνω, κιγκλιδώνω)

διακλαδίζεται (χωρίζεται, διαιρείται)

διακλαδώνομαι (πλεκτανούμαι)

διακομίζω (μεταφέρω, διαβιβάζω)

διακονώ (υπηρετώ)

διακόπτω (σταματώ)

διακοσμώ (στολίζω, διαρρυθμίζω, διαποικίλλω)

διακρίνομαι (υπερτερώ, υπερέχω)

διακρίνομαι (φαίνομαι)

διακρίνω (ξεχωρίζω, ξεδιακρίνω)

διακυβερνώ (διοικώ)

διακυβεύω (διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ,

ρισκάρω, αποκοτώ, παρακινδυνεύω)

διακωμωδώ (γελοιοποιώ)

διαλαλώ (διαφημίζω, διαδίδω, ντελαλίζω,

διασαλπίζω, διατυμπανίζω, διασπείρω, βουκινίζω,

διαθρυλώ, κοινολογώ, κοινοποιώ, διακωδωνίζω,

φημολογώ, σπερμολογώ, διαγνωρίζω)

διαλαμβάνω (αναφέρω, μνημονεύω)

διαλάμπω (ακτινοβολώ, φαυσιβολώ)

διαλανθάνω (κρύπτομαι)

διαλέγω (ξεχωρίζω, προτιμώ, σταχυολογώ,

ανθολογώ, απανθίζω, ερανίζομαι, εκλέγω)

διαλείπω (διακόπτω) [διάλειμμα=διακοπή]

διαλύω (αποσυνθέτω)

διαμείβομαι (ανταλλάσσω) [τα διαμειφθέντα=τα λόγια που αντάλλαξαν]

διαμελίζω (τεμαχίζω)

διαμένω (κατοικώ)

διαμεσολαβώ (μεσιτεύω)

διαμηνύω (ανακοινώνω, αγγέλλω)

διαμοιράζω (διανέμω)

διαμορφώνω (διασχηματίζω, διαπλάσσω, διαρτίζω)

διανέμω (κατανέμω)

διανεύομαι (νογώ)

διανθίζω (ανθοστολίζω, διακοσμώ)

διανίσταμαι (απομακρύνομαι)

διανοούμαι (στοχάζομαι, επιφρονώ, δοκεύω)

διανυκτερεύω (ξαγρυπνώ, ξενυχτώ, διαγρηγορώ)

διανύω (διατρέχω, διαδρομώ)

διαξιφίζομαι (λογομαχώ ή ξιφομαχώ)

διαπαιδαγωγώ (μορφώνω, ανατρέφω, χρησιμολογώ)

διαπερνώ (διατρυπώ, διαπερώ, τερώ, διείρω)

διαπιστώνω (διακριβώνω)

διαπλάθω (διαμορφώνω)

διαπλατύνω (διευρύνω, επεκτείνω)

διαπλέκεται (συνδέεται, συναλλάσσεται)

διαπλέκω (συναρτώ)

διαπληκτίζομαι (τσακώνομαι, ευχερίζομαι)

διαπνέομαι (εμφορούμαι)

διαποιμαίνω (κουμαντάρω)

διαπομπεύω (γελοιοποιώ, εξευτελίζω, διασύρω,

ξεγιβεντίζω, ρεζιλεύω, εκθεατρίζω)

διαπονώ (καλλιεργώ, εξεργάζομαι)

διαποτίζω (διαβρέχω)

διαπραγματεύομαι (παζαρεύω)

διαπράττω (εκτελώ) [συνδιαπράττω=συντεχνάζω]

διαπρέπω (διακρίνομαι, υπερτερώ, διαλάμπω, αριστεύω, εξέχω, εμπρέπω)

διαρθρώνω (συναρμόττω)

διαρκώ (χρονίζω)

διαρρέω (εκρέω, εκχύνομαι)

διαρρηγνύω (σπάζω, κόπτω)

διαρρυθμίζω (τακτοποιώ)

διασαλεύω (διαταράσσω)

διασαλπίζω (διαδίδω, διατυμπανίζω)

διασαφηνίζω (εξηγώ, ερμηνεύω, ξεδιαλύνω,

ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω, διευκρινίζω, αναλύω,

ξεμπερδεύω, αναπτύσσω, διερμηνεύω)

διασκεδάζω (γλεντώ, ξεφαντώνω)

διασκελίζω (δρασκελίζω)

διασκευάζω (τροποποιώ) [τροπολογώ=παραλλάσσω]

διασκορπίζω (διασπαθίζω)

διασπείρω (διαδίδω) [κατασπείρομαι=διασκορπίζομαι, κατασπαρμένος=πυκνοσπαρμένος]

διασπώ (διαχωρίζω)

διαστέλλω (ξεχωρίζω) [αποδιαστέλλω=ξεχωρίζω]

διαστρέφω (διαστρεβλώνω)

διασύρω (εξευτελίζω, ατιμολογώ, αποφλαυρίζω)

διασφαλίζω (σιγουρεύω)

διασχίζω (διανύω)

διασώζω (διατηρώ, διαφυλάσσω)

διαταράσσω (διασαλεύω)

διατάσσω (εντέλλομαι, παραγγέλλω)

διατείνομαι (ισχυρίζομαι)

διατελώ (ενδιατίθεμαι)

διατοιχεί (κλυδωνίζεται, παρακυλάει, μποτζάρει)

διατρανώνω (βροντοφωνάζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ)

διατρέφω (τροφοδοτώ, εμβρωματίζω)

διατρέχω (διανύω)

διατρίβω (διαμένω)

διατρυπώ (διατορώ, διαπερνώ, διαπείρω)

διατυπώνω (εκθέτω, εκφράζω, εκφέρω)

διαυγάζω (φέγγω, λάμπω)

διαφαίνεται (εμφανίζεται, προβάλλει) [προεμφανίζεται=προθεωρείται]

διαφεντεύω (εξουσιάζω, αυθεντώ)

διαφέρω (ξεχωρίζω)

διαφθείρω (εκφαυλίζω, εξαχρειώνω, εκλύω, εκφυλίζω)

διαφοροποιούμαι (διαφέρω, ανομοιούμαι)

διαφοροποιώ (μεταβάλλω, ποικίλλω, ανομοιώ)

διαφορώ (σκεδάζω)

διαφυλάσσω (διατηρώ, περισώζω, αποσώζω)

διαφωνώ (αμφισβητώ, αρνούμαι)

διαφωτίζω (διδάσκω, εκπαιδεύω, προσανατολίζω,

κατατοπίζω, κατευθύνω, καθοδηγώ)

διαχειμάζω (ξεχειμωνιάζω) [χειμωνιάζει=κακοκαιριάζει]

διαχειρίζομαι (ρυθμίζω, κουμαντάρω, διοικώ, περιοικονομώ)

διαχέομαι (διασκορπίζομαι)

διαχέω (διασκορπίζω, εγκατασπείρω, διαρρίπτω)

διαψεύδω (κατελέγχω)

διδάσκομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι, απομαθαίνω)

διδάσκω (εκπαιδεύω, διαφωτίζω)

διεγείρω (ερεθίζω, εξάπτω) [εξερεθίζομαι=αναψοκοκκινίζω]

διεισδύω (εισχωρώ)

διεκδικώ (διαφιλονικώ, διαμφισβητώ)

διεκπεραιώνω (ολοκληρώνω, ξεπετώ)

διενεργώ (διεξάγω)

διέπεται (ρυθμίζεται)

διερευνώ (εξονυχίζω, ανιχνεύω)

διερωτώμαι (απορώ)

διευθετώ (τακτοποιώ, ευτρεπίζω, ταξινομώ,

ταξιθετώ, κλασάρω, συγυρίζω, βολεύω, ευθετίζω,

ανασυντάσσω, διασκευάζω, συμμαζεύω, διοικονομώ,

συστηματοποιώ, ετοιμάζω, ανασκυρίζω,

ορδινιάζω, διαστοιχίζω)

διευθύνω (διοικώ)

διευκολύνω (εξυπηρετώ)

διευκρινίζω (διασαφηνίζω, επεξηγώ)

διευρύνω (διαπλατύνω)

διέχω (εμποδίζω, αναχαιτίζω, κατίσχω, ανακωχεύω)

διηγούμαι (εξιστορώ, ανιστορώ, μυθολογεύω)

διηθώ (σουρώνω)

διίσταμαι (διαφωνώ, ετερογνωμώ, ετεροφρονώ)

δικάζω (θεμιστεύω, θεμίζω) [δικάζομαι=κρισολογούμαι]

δικαιολογώ (δικαιώνω, ευλογοποιώ) [δικαιολογούμαι=σκήπτομαι, προφασίζομαι]

δικαιοπραγώ (θεσμολογώ) [δικαιοδοτώ=δικαιονομώ]

δικτατορεύω (επιδεσπόζω, κατεξουσιάζω) [=ασκώ απεριόριστον εξουσίαν]

δίνω (παρέχω, προσφέρω, χορηγώ)

διογκώνω (φουσκώνω, ογκοποιώ)

διολισθαίνω (ξεγλιστρώ, διαφεύγω, λανθάνω)

διομολογώ (συγκατατίθεμαι)

διονυχίζω (εξελέγχω, εξετάζω, εξερευνώ)

διοργανώνω (προετοιμάζω, προσχεδιαζω, πορσύνω)

διορθώνω (επισκευάζω)

διορίζομαι (τοποθετούμαι)

διοχετεύω (μετακενώνω, μεταφέρω)

διπλιάζω (πτυχώνω, πλισάρω)

διπλώνω (κάμπτω)

διστάζω (δειλιάζω, φοβούμαι, ενδοιάζω, αμφιγνωμονώ, αμφιδοξώ)

διυλίζω (διηθώ, φιλτράρω, στραγγίζω)

διχάζω (διαμερίζω, διαιρώ)

διχογνωμώ (διαφωνώ, διχοφρονώ)

διχοτομώ (διατέμνω, ημισεύω, μισιάζω)

διψώ (λαλακιάζω, κορακιάζω, τζιτζικώνομαι, ψοφοδιψώ)

διώκω (αποπέμπω, εξαποστέλλω, εξελαύνω, εξελώ, σουτάρω, αποστυφελίζω)

δοκιμάζω (αποπειρώμαι, πειραματίζομαι, προβάρω, τεστάρω)

δολιεύομαι (εξαπατώ, ξεγελώ, πανουργεύομαι,

μαριολεύω, αλωπεκίζω, ζιγανεύω)

δομώ (κτίζω, ανεγείρω, δωμώ)

δονώ (σείω, πάλλω, κουνάω)

δοξάζω (εξυμνώ, κυδαίνω, αποσεμνύνω, κλεζω) [δοξοποιώ=αινοποιώ]

δοξολογώ (εγκωμιάζω, ανευφημώ)

δουλαγωγώ (σκλαβώνω, δουλοκρατώ)

δουλεύω (εργάζομαι, κοπιάζω, μοχθώ, εργατεύω)

δουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω)

δραπετεύω (σκαπετίζω, αποδιδράσκω, σκαπουλάρω)

δραστηριοποιώ (κινητοποιώ)

δράττομαι (φουχτώνω, αδράχνω, χεριάζω, τσακώνω) [χεροπιάνω=χειροκρατώ]

δράχνω (αρπάζω, παίρνω)

δρέπω (αποσπώ, αποκόπτω, αποτέμνω, μαζεύω)

δριμαίνω (σκληραίνω, τραχύνω, αδροποιώ)

δριμώνω (αγριεύω, θυμώνω, γινατώνω)

δρομολογώ (προγραμματίζω)

δροσίζομαι (αναψύχομαι)

δροσίζω (αναψύχω, αερινίζω, δροσολογώ, δροσερεύω, δροσοβολώ)

δρύπτω (ξεσχίζω, ξεσκελίζω, κατασπάζω)

δρω (ενεργώ, επιχειρώ, δραίνω)

δυναμιτίζω (διαταράσσω, πολώνω)

δυναστεύω (κατατυραννώ)

δυσαρεστούμαι (γογγύζω)

δυσαρεστώ (στενοχωρώ, οχλώ, βαριοκαρδίζω)

δυσκολεύω (δυσχεραίνω)

δυσκολοχωνεύω (στομαχιάζομαι)

δυσκωφώ (βαριακούω, κουφαίνω, κουφίζω, βαρυκουφώ)

δυσπιστώ (αμφιβάλλω) [αναμφιβόλως=ανενδοιάστως]

δυσσεβώ (ασεπτώ)

δυστυχώ (δυσπραγώ, δυσημερώ)

δυσφημώ (διαβάλλω, συκοφαντώ, διαλαλίζω, κακοσυσταίνω)

δυσφορώ (υποφέρω, δυσανασχετώ, στενοχωρούμαι,

βαρυγκομώ, σχετλιάζω, αναγκεύομαι)

δυσωπώ (θερμοπαρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ, καταντιβολώ)

δύω (βασιλεύω)

δωρίζω (χαρίζω, προσφέρω, χαλαλίζω, κανισκίζω, δωροφορώ, δωρούμαι)

δωροδοκώ (εξαγοράζω, δεκάζω, τραμπουκάρω, λαδώνω)

Ε

εγγίζω (άπτω)

εγγράφω (καταχωρίζω)

εγγυώμαι (σιγουρεύω, διασφαλίζω)

εγκαθιδρύω (θεμελιώνω, εγκαθιστώ)

εγκαθίσταμαι (ριζώνω)

εγκατοικώ (ενοικώ)

εγκληματώ (κακουργώ, κακοποιώ) [κακοτροπώ=εθελοκακώ]

εγκλωβίζω (φυλακίζω, παγιδεύω, βραχυκυκλώνω)

εγκύπτω (επιμελούμαι)

εγκωμιάζω (επαινώ, εξυμνώ, εκθειάζω, αποθεώνω,

ευφημίζω, μεγαλύνω, δοξάζω, εξαίρω, εξυψώνω,

θεοποιώ, επευφημώ, υμνολογώ, τιμώ, μεγαλοποιώ,

ευλογώ, δοξολογώ, αίνώ, αποσεμνύνω, ευηγορώ,

αναμέλπω, εκγαυρούμαι, φημίζω, σεμνοποιώ,

σεμνύνω, υποκορίζομαι, λαμπρύνω, υμνηγορώ,

δοξοποιώ, αγλαοποιώ, λαμπρολογώ)

εγχαλινούμαι (συγκρατιέμαι)

έδει (έπρεπε)

εδραιώνω (στερεώνω, θεμελιώνω, παγιώνω, εμπεδώνω)

εδρεύω (κάθομαι, κατοικώ) [παρεδρεύω=συγκάθημαι]

εθίζομαι (συνηθίζω, εξοικειώνομαι, εγκλιματίζομαι, γλυκαίνομαι)

εθίζω (συνοικειώνω, εξοικειώνω) [είθισται=συνηθίζεται]

εικάζω (συμπεραίνω, υποθέτω, διαπεραίνω, τοπάζω)

εικονίζω (ζωγραφίζω)

εικοτολογώ (πιθανολογώ)

είμαι (υπάρχω)

είργω (εμποδίζω, κωλύω)

ειρωνεύομαι (περιπαίζω, σαρκάζω, σατιρίζω)

εισάγω (μπάζω, εισωθώ)

εισδύω (εισβάλλω, εισχωρώ, τρυπώνω, εισορμώ, εισέρρω,

μπουκάρω, εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω, χώνομαι)

εισκομίζω (εισάγω)

εισφέρω (παρέχω)

εκβιάζω (εξαναγκάζω, διαπειλώ)

εκδηλώνομαι (εξωτερικεύομαι)

εκδηλώνω (φανερώνω, εκσημαίνω)

εκδίδω (δημοσιεύω, κυκλοφορώ)

εκδουλεύω (αμφιπολεύω, παραδιακονώ) [εκδούλευση=προσφορά υπηρεσίας σε κάποιον]

εκκενώνω (αδειάζω, ξεγεμίζω, απογεμίζω)

εκκλησιάζομαι (μυσταγωγούμαι)

εκκλίνω (παρεκτρέπομαι)

εκκολάπτομαι (ξεπουλιάζω) [χνοΐζομαι=χνουδιάζω]

εκκοσμικεύομαι (τρυφητιώ) [=επιθυμώ τις απολαύσεις της ζωής]

εκκρεμεί (εξετάζεται)

εκκρίνω (αποβάλλω)

εκλαϊκεύω (απλουστεύω, απλοποιώ)

εκλαμβάνω (αντιλαμβάνομαι) [εκλαμβάνεται=λογίζεται]

εκλείπω (χάνομαι, εξαφανίζομαι, θνήσκω, απόλλυμαι)

εκμαιεύω (αγρεύω) [μαιεύω=ξεγεννώ]

εκμαυλίζω (αποπλανώ)

εκμηδενίζω (εξουδετερώνω, εξουθενώνω)

εκνεοσσεύω (ξεκλωσσώ)

εκνοσηλεύω (αποθεραπεύω, εξυγιάζω)

εκπαιδεύω (γυμνάζω, ασκώ)

εκπειράζω (ελέγχω, δοκιμάζω, τεστάρω)

εκπίπτω (υποτιμώμαι, ελαττώνομαι, υποβιβάζομαι)

εκπληρώνω (περαίνω, τελειώνω)

εκπλήσσω (εντυπωσιάζω)

εκποιώ (αποξενώνω, αλλοτριώνω)

εκπολιτίζω (εξανθρωπίζω, εξευγενίζω, εκλεπτύνω, ανθρωποποιώ)

εκπονώ (επεξεργάζομαι,κατασκευάζω,καταρτίζω)

εκπορεύεται (εκπηγάζει, απορρέει, εκχέεται, προέρχεται)

εκπορθώ (κυριεύω, εκπολιορκώ)

εκπορνεύω (προαγωγεύω, μαστροπεύω)

εκρίπτομαι (αποβάλλομαι, πετιέμαι)

εκστράτευσε (φουσάτευσε)

εκσυγχρονίζω (ανακαινίζω)

εκτείνομαι (απλώνομαι, διήκω, ξανοίγομαι) [εκτείνεται=φθάνει]

εκτοπίζω (παραμερίζω, αναμερίζω)

εκτραχύνω (σκληρύνω, σκληροποιώ) [σκιρώ=σκληρύνω]

εκτρέπω (παρεκκλίνω)

εκτριχώ (αποτίλλω, αποτριχώνω)

εκτυλίσσομαι (αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι)

εκφοβίζω (απειλώ, φοβερίζω) [καταπτοώ=κατατρομάζω, εκδειματώ]

εκφράζομαι (ομιλώ)

εκφράζω (διατυπώνω)

εκφωνώ (απαγγέλλω) [αναφωνώ=αναβοώ]

εκχυλίζω (εκμυζώ)

εκχωρώ (παραχωρώ)

ελαττώνω (μειώνω, μικραίνω, ολιγοποιώ, μικρύνω)

ελαύνω (τρέχω, προχωρώ) [ελαύνομαι=οδηγούμαι]

ελαφροκοιμάμαι (μισοκοιμάμαι, λαγοκοιμάμαι)

ελαφροποιώ (ελαφρύνω)

ελαφρώνω (επικουφίζω)

ελέγχω (εξετάζω, ερευνώ, τσεκάρω) [καρατσεκάρω=διακριβώνω]

ελεημονώ (ελεώ)

ελευθερώνω (λυτρώνω, απαλλάσσω, αμολάω, αποδεσμεύω, ξεσκλαβώνω, αποδουλώνω)

ελεώ (οικτίρω, ευσπλαχνίζομαι)

ελίσσω (περιστρέφω)

έλκω (τραβώ, σύρω)

ελλείπω (απουσιάζω, απογίγνομαι)

ελλοχεύω (ενεδρεύω, παραμονεύω, καραδοκώ)

ελπίζω (προσδοκώ, πιστεύω)

εμβαθύνω (βαθουλώνω)

εμβατεύω (μαρκαλώ, οχεύω)

εμμένω (επιμένω)

εμπεδορκώ (ευορκώ)

εμπίπτω (περιλαμβάνομαι, περιέχομαι, ενυπάρχω)

εμπλουτίζω (επιπροσθέτω, παρεισάγω) [πλουτοποιώ=πλουτίζω]

εμποδίζω (κωλύω, είργω, φρενάρω, απαγορεύω)

εμπούριξε (μετέφερε, μετέδωσε, μεταβίβασε)

εμφυσώ (εμπνέω, εμβάλλω, ενσταλάζω, εμπνευματώ)

ενάγω (εγκαλώ, καταγγέλλω)

εναποθέτω (βασίζω, ερείδω, στηρίζω)

εναποθηκεύεται (διαφυλάσσεται, διατηρείται, διασώζεται)

εναποτίθεμαι (εντάσσω, εντάσσομαι ή επαφίεμαι, βασίζομαι)

εναρμονίζομαι (ευθυγραμμίζομαι, συνταυτίζομαι)

εναρμονίζω (προσαρμόζω)

ενασχολώ (επιφορτίζω, απασχολώ)

ενδελεχώ (διαρκώ)

ενδείκνυται (συνιστάται, προτείνεται, εγκρίνεται,

υποδεικνύεται, ωφελεί, συμφέρει)

ενδέχεται (μπορεί)

ενδιαφέρει (εντυπωσιάζει, προσελκύει)

ενδίδω (υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι)

ενεδρεύω (ελλοχεύω, παραμονεύω, εμφωλεύω)

ενεπλήσθη (γέμισε)

ενεργοποιούμαι (δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι)

ενεργούμαι (αφοδεύω, σπορίζομαι)

ενέχω (εμπεριέχω)

ενθέτω (εμβάλλω, εισάγω)

ενίζομαι (ενώνομαι)

ενισχύω (δυναμώνω, ισχυροποιώ, κραταιώνω)

εννοώ (καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, σκαμπάζω, χαμπαρίζω)

ενορχηστρώνω (ρυθμίζω, συντονίζω, οργανώνω, μεθοδεύω, σκηνοθετώ)

ενοχλούμαι (ταράσσομαι)

ενοχλώ (λυπώ, στενοχωρώ, εκκεντώ)

ενσαρκώνομαι (ενανθρωπίζομαι, βροτούμαι, σαρκοποιούμαι)

ενσαρκώνω (σωματοποιώ)

ενσπείρω (εμφυτεύω, επιφέρω)

ενστερνίζομαι (αποδέχομαι, αναγνωρίζω, υιοθετώ,

εγκολπώνομαι, επιδοκιμάζω, προσοικειώνομαι)

ενσωματώνω (συμπεριλαμβάνω) [αφομοιώνομαι=συγχωνεύομαι, ενσωματώνομαι]

εντείνω (τεντώνω, επιτείνω, τεντάρω, εντατικοποιώ)

εντρίβω (μαλάσσω)

εντυπώνω (εγγράφω, εγχαράσσω)

ενώνω (συναρμόζω, συνδέω)

εξευμενίζω (εξιλεώνω, καταπραΰνω)

εξαγγέλλω (γνωστοποιώ)

εξαγιάζω (αγιοποιώ)

εξαγορεύω (εξομολογώ, πνευματεύω)

εξαθλιώνω(καταβαραθρώνω)

εξαιρώ (παραμερίζω, ξεχωρίζω, παραλείπω, απαλλάσσω)

εξαίρω (εκθειάζω)

εξακολουθώ (συνεχίζω)

εξακοντίζω (εκσφενδονίζω, σφλιτζουρίζω, χειροβολώ, εκτινάσσω)

εξακριβώνω (διαπιστώνω)

εξανεμίζω (κατασπαταλώ)

εξανθρωπίζω (εκπολιτίζω, εξευγενίζω) [εξελληνίζομαι=γραικίζομαι]

εξαντλώ (αδειάζω, κενώνω, εξανεμίζω)

εξαπατώ (ξεγελώ, πλανεύω, φρεναπατώ)

εξαπολύω (εκτοξεύω, ρίχνω)

εξαποστέλλω (διώχνω)

εξάπτω (διεγείρω, ερεθίζω)

εξαργυρίζω (λικιντάρω)

εξαρθρώνω (ξεσφοντυλιάζω, στραμπουλίζω) [εξαρθρώνομαι=διαλύομαι]

εξασθενίζω (αδυνατίζω, αποδυναμώνω, αχαμνεύω)

εξασκώ (εκγυμνάζω)

εξασφαλίζω (σιγουρεύω)

εξετάζω (ελέγχω, ερευνώ, πολυπραγμονώ,

πραγματεύομαι, περιεργάζομαι, ξεκοσκινίζω,

διασκοπώ, ανατέμνω, ανερωτώ)

εξατμίζω (εξαερώνω)

εξαχρειώνω (εξευτελίζω)

εξελίσσω (αναπτύσσω)

εξεντερίζω (εκσπλαγχνίζω, ξεκοιλιάζω)

εξιδιάζω (διαφέρω)

εξιλεώνω (καταπραΰνω)

εξισλαμίζομαι (αγαρίζω, τουρκεύω)

εξιστορώ (διηγούμαι)

εξισώνω (εξομοιώνω, ομοιώνω, ανισάζω)

εξιχνιάζω (διαλευκαίνω)

εξοικειώνομαι (συνηθίζω) [προσοικειούμαι=προσεταιρίζομαι]

εξοικονομώ (πορίζομαι, εξευρίσκω)

εξοκέλλω (παραστρατίζω)

εξομαλύνω (ισιώνω, ομαλοποιώ)

εξομόνω (αλλαξοπιστώ)

εξοντώνω (αφανίζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω)

εξοπίζω (εκχυμώ) [οπός=χυμός ή γαλακτώδης χυμός]

εξοργίζω (ερεθίζω)

εξορθολογίζω (νοικοκυρεύω)

εξορύσσω (ξεσκάβω, εκταφρεύω)

εξοστρακίζω (εξορίζω, εκπατρίζω, υπερορίζω)

εξουδετερώνω (εκμηδενίζω, εξουθενώνω)

εξοφλώ (αποπληρώνω)

εξυβρίζω (προσβάλλω)

εξυμνώ (εγκωμιάζω, επαινώ, εξαίρω)

εξυπηρετώ (ωφελώ, βοηθώ)

εξωθώ (παρακινώ)

επαγρυπνώ (παραμονεύω, εφημερίζω)

επαινώ (εγκωμιάζω, εξυμνώ, επιβραβεύω)

επακολουθώ (παρέπομαι, επισυμβαίνω)

επαναπαύομαι (εφησυχάζω)

επαναστατώ (ανταίρω, ανταρτεύω) [ανταρσία=στάση]

επανορθώνω (αποζημιώνω)

επαφίεμαι (επαναπαύομαι)

επείγομαι (βιάζομαι, επισπεύδω, συνταχύνω) [επείγει=πιέζει]

επεμβαίνω (μεσολαβώ)

επενδύεται (καλύπτεται, ντύνεται, σκεπάζεται)

επεσβολώ (κακομιλώ)

επευφημώ (επιδοκιμάζω, επικροτώ, μπιζάρω)

επηρεάζω (χειραγωγώ, ποδηγετώ, επιδρώ, επενεργώ)

έπιασε (φύτρωσε, ρίζωσε)

επιβάλλω (αναγκάζω)

επιβαρύνω (επιφορτίζω)

επιβεβαιώνω (επικυρώνω)

επιβιώνω (επιζώ, μεταβιώνω) [εναπομένω=επιζώ]

επιβλέπομαι (επιτηρούμαι, οφθαλμοβολούμαι)

επιβραδύνω (χρονοτριβώ, εγχρονίζω)

επιδεικνύω (παρουσιάζω)

επιδεινώνω (επιβαρύνω, χειροτερεύω)

επιδίδομαι (ενασχολούμαι)

επιδίδω (εγχειρίζω)

επιδιορθώνω (επισκευάζω)

επιδιώκω (προσπαθώ)

επιδοκιμάζω (εγκρίνω, επικυρώνω, επικροτώ)

επιδρώ (επενεργώ) [αντενεργώ=αντιδρώ]

επιζητώ (επιδιώκω)

επιθεωρώ (ελέγχω, εποπτεύω)

επιθυμώ (βούλομαι, θέλω, λαχταρώ, εφίεμαι)

επικάθημαι (επιστηρίζομαι ή επικολλώμαι)

επικαιροποιώ (ανανεώνω, φρεσκάρω) [π.χ. επικαιροποίησαν τις άδειες ιδιωτικών σχολείων]

επικαλούμαι (ονοματίζω, αναφέρω) [επιλέγομαι=προτιμώμαι ή επονομάζομαι, επικαλούμαι]

επίκειται (επέρχεται, επικρέμαται, επαπειλείται)

επικοινωνώ (συνδέομαι, σχετίζομαι, συμμετέχω)

επικολλώ (προσαρτώ)

επικουρώ (βοηθώ, υποστηρίζω, αβαντάρω)

επικρατώ (νικώ, υπερέχω, περιγίγνομαι)

επικρίνω (κατηγορώ, απελέγχω)

επικυρώνω (βεβαιώνω, πιστοποιώ, επισφραγίζω, καθυπογράφω)

επιλανθάνομαι (λησμονώ, ξεχνώ, ξαστοχώ)

επιλύω (διευθετώ)

επιμελούμαι (φροντίζω, μεριμνώ, γνοιάζομαι, βαγιλίζω)

επιμένω (ισχυρίζομαι, υποστηρίζω)

επινοώ (μηχανεύομαι, τεχνάζομαι, σκαρφίζομαι, σκαρώνω)

επιπλέω (επιπολάζω)

επιπλήττω (επιτιμώ, επιρραπίζω)

επισείω (επικραδαίνω)

επισημαίνω (υπογραμμίζω)

επισημοποιώ (επικυρώνω)

επισιτίζω (ταΐζω, βρωματίζω)

επισκήπτει (επέρχεται, καταφθάνει) [εισκωμάζω=ενσκήπτω]

επισκιάζει (μειώνει, εξαλείφει, εκμηδενίζει)

επισκοπώ (παρατηρώ)

επισπεύδω (επιταχύνω, γρηγορεύω)

επιστατώ (επιβλέπω, εφορώ)

επιστρέφω (επανέρχομαι, υπονοστώ, γιαγέρνω)

επιστρώνω (επικαλύπτω, επενδύω)

επισυμβαίνει (επακολουθεί)

επισυνάπτω (προσαρτώ, προσδένω,

συνυποβάλλω, καθυποβάλλω, προσυποτάσσω)

επιτάσσω (προστάζω, παρακελεύω) [επιτάχθηκε=δεσμεύθηκε]

επιτελώ (πραγματοποιώ, προσφέρω)

επιτρέπεται (έξεστι, εγχωρεί, συγχωρείται, παραχωρείται)

επιτρέπω (ανέχομαι)

επιτροπεύω (κηδεμονεύω)

επιτυγχάνω (καταφέρνω, ευστοχώ, κατορθώνω)

επιφέρω (προξενώ, προκαλώ, επισύρω, επάγω) [επάγεται=επιφέρει]

επιφιλοτιμούμαι (επιδαψιλεύω)

επιφορτίζω (επιβαρύνω, επιπροσθέτω)

επιφυλάσσομαι (συγκρατιέμαι, διστάζω)

επιχρυσώνω (μαλαματώνω, βαρακώνω)

επιχειρώ (προσπαθώ)

επιχέω (ρίχνω, διασπείρω)

επιχορηγώ (χρηματοδοτώ)

έπομαι (ακολουθώ, συνοδεύω, δορυφορώ, παρέπομαι)

εποπτεύω (επιβλέπω, επιστατώ, επιθεωρώ,

επιτηρώ, εφορεύω, παρακολουθώ)

επουλώνεται (τρέφει, θρέφει) [επουλώθηκε=κουκούδιασε, καρκάδιασε]

επουλώνω (θεραπεύω)

εποφθαλμιώ (υποβλέπω, επιβουλεύομαι,

καταδολιεύομαι, κακοβουλεύομαι)

επωμίζομαι (φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, ζαλικώνομαι)

εργάζομαι (δουλεύω) [λεπτουργώ=ψιλοδουλεύω]

εργαλειοποιώ (εναποχρώμαι) [=χρησιμοποιώ κάτι για ίδιον όφελος]

ερεθίζω (εξάπτω, διεγείρω, ζοχαδιάζω, προκαλώ,

εμποιώ, αψώνω, αγγρίζω, εξαγριώνω, εκνευρίζω,

εξιτάρω, παροξύνω, νευριάζω, ξανάβω, τσατίζω,

αντροκαλώ)

ερείδομαι (στηρίζομαι, ακουμπώ, αγαντάρω, εδράζομαι)

ερειπώνω (γκρεμίζω, χαλαβρώνω)

ερευνώ (εξετάζω, ελέγχω, αναδιφώ, ψάχνω,

ανιχνεύω, εξακριβώνω, αναζητώ, επιφυλλίζω)

ερημώνω (λεηλατώ, ληστεύω)

ερίζω (φιλονικώ, καβγαδίζω, διχογνωμώ, διχονοώ)

ερματίζω (σαβουρώνω)

ερμηνεύω (εξηγώ)

έρπω (σέρνομαι, γλιστρώ, ολισθαίνω, ερπύζω)

ερρέθη (ελέχθη, ειπώθηκε)

ερυθριώ (φοινίσσομαι)

έρχομαι (φθάνω, αφικνούμαι, κουβαλιέμαι)

ερωτεύομαι (έραμαι)

ερωτοχτυπιέμαι (καψουρεύομαι)

εσθίω (τρώγω, καταβροχθίζω, χλαπακιάζω, σαβουρώνω, ντερλικώνω, χλαπανάω)

εστιάζω (επικεντρώνω, εντοπίζω, προσδιορίζω)

εσωκλείεται (εμπεριέχεται)

ετοιμάζω (παρασκευάζω, καταρτίζω, χαζιρεύω)

ετυμηγορώ (αληθολογώ, αληθομυθώ, αψευδώ, απαληθεύω)

ετυμολογούμαι (παρωνυμούμαι)

ευγνωμονώ (ευχαριστώ)

ευδαιμονίζω (μακαρίζω, καλοτυχίζω, ολβίζω)

ευδαιμονώ (ευτυχώ, ευημερώ, ευπραγώ, ολβονομώ, αγαθοδαιμονώ)

ευδοξώ (τιμώμαι, επαινούμαι, ευφημούμαι) [αδοξώ=αγνοούμαι, παραβλέπομαι]

ευηθίζομαι (ηλιθιάζω, ανοηταίνω, μωρίζω)

ευημερώ (ευδαιμονώ, ευτυχώ, ευπορώ, ευπραγώ, ευροώ)

ευθυγραμμίζεται (συνταυτίζεται, συμπίπτει)

ευθυμώ (ευπαθώ, ξεσκάω)

ευθυπορώ (ευθυδρομώ, ιθυδρομώ) [κυκλοπορώ=κοντογυρίζω]

ευκαιρώ (αδειάζω, ξελασκάρω, σχολάζω, ξαδειάζω)

ευκολύνω (ευχεραίνω)

ευλογώ (υμνώ, δοξολογώ)

ευνουχίζω (μουνουχίζω, στειρώνω, ορχοτομώ, θλαδιώ, στειροποιώ)

ευνοώ (χαρίζομαι)

ευποιώ (ευεργετώ, καλοποιώ, αγαθοποιώ, αγαθοεργώ) [αντευεργετώ=αντευποιώ]

ευπρεπίζω (καλλωπίζω, διακαλλύνω)

ευρίσκω (ανακαλύπτω, επινοώ) [ανευρίσκω=ανακαλύπτω]

ευρύνω (πλαταίνω, φαρδαίνω)

ευσπλαχνίζομαι (ελεώ, οικτίρω)

ευτακτώ (πειθαρχώ)

ευτραφώ (καλοταΐζομαι)

ευτροφώ (καλοτρώγω, καλοθρέφομαι)

ευτυχώ (ευημερώ, ευδαιμονώ, καλοριζικεύω, καλοπραγώ)

ευφραίνομαι (χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ασμενίζομαι,

ικανοποιούμαι, τέρπομαι, ήδομαι, αγάλλομαι,

ηδύνομαι, ευθυμώ, ευπαθώ, ευαρεστούμαι, θυμαρώ,

επιχαίρω, ιλαρεύομαι, χαίρω, γήθομαι,

κουντεντιάζω, αγαλλιάζω, γελοκοπώ)

ευφραίνω (χαροποιώ, αλεγράρω, γλυκοκαρδίζω, ιλαροποιώ)

ευχαριστιέμαι (ευφραίνομαι, χαίρομαι, ηδύνομαι)

ευχαριστώ (ευγνωμονώ, ευαρεστώ, καθηδύνω)

ευχολογώ (εύχομαι) [εξορκίζω=ενεύχομαι]

ευψυχώ (ανδρίζομαι, εγκαρτερώ) [ανανδρούμαι=ευνουχίζομαι]

ευωδιάζω (μοσχοβολώ, μοσχομυρίζω, αρωματίζω, μοσχοραίνω, ευοσμώ)

ευωχούμαι (συντρώγω, συμποσιάζω, τρωγοπίνω, ομοσιτώ) [συμπίνω=συμποσιάζω]

εφαπλώ (επιστρώνω) [εφάπλωμα=πάπλωμα]

εφάπτεται (ακουμπάει)

εφαρμόζω (ταιριάζω)

εφεδρεύω (παραμονεύω)

εφευρίσκω (επινοώ)

εφημερεύω (επιβλέπω, επιτηρώ)

εφοδιάζω (προμηθεύω, τροφοδοτώ)

εφορεύω (εποπτεύω)

εφορμώ (επιτίθεμαι, επέρχομαι, εισελαύνω, επελαύνω, θουρώ)

εχθρεύομαι (αντιπαθώ, μισώ, κακεύω, δυσνοώ)

έχω (κατέχω, διακρατώ)

εωλίζω (παλαιώνω, αναχρονίζω)

Ζ

ζαβλακώνω (αποβλακώνω,ξεμωραίνω,ξεκουτιαίνω, ζαλαίνω)

ζαβολιάζω (ατακτώ)

ζαβώνω (στραβώνω)

ζακατάω (προσκλίνω, κάμπτομαι, λυγίζω, βαΐζω)

ζαλίζομαι (σκοτοδινιώ)

ζαλίζω (στροφοδινώ) [στροφοδινούμαι=αμφιδινούμαι]

ζαλικώνω (φορτώνω, ζαλώνω)

ζαλοκουνήθηκε (χάζεψε, κατσίρτσε)

ζαμουριάζω (καχεκτώ)

ζαμπουνιάζω (αδυνατίζω, λιανεύω)

ζαντζιάζω (δυστροπώ, κατσιποδιάζω, τσινώ)

ζαπώνω (αρπάζω, αποσπώ)

ζαριφίζω (κομψεύω) [κομψολογώ=καλλιλογώ, καλλιεπώ, καλλιρρημονώ]

ζαρώνω (παπουδιάζω, σουφρώνω, γριλιάζω,

πτυχούμαι, σταφιδιάζω, ρικνούμαι, ρυτιδώνομαι,

γατσιάζω, σαφρακιάζω, συμπτύσσομαι, ζαρουκλιάζω,

συμμαζεύομαι, ζαρωματιάζω)

ζαχαρώνω (ορέγομαι)

ζεματάω (καίω)

ζεματίζω (καίω)

ζεσταίνω (θερμαίνω, θάλπω)

ζεστοκοπάω (λιβακώνομαι, ζεσταίνομαι, ανεμοκαίγομαι)

ζευγαριάζω (συνταιριάζω, συναρμόζω)

ζευγαρώνω (συζεύγω) [συζεύγνυμαι=ζευγαρώνομαι]

ζεύω (υποζυγώ, ζευγνύω)

ζέχνω (όζω, βρομώ)

ζέω (βράζω, κοχλάζω, χοχλακώ)

ζηλεύω (φθονώ, ζηλοτυπώ, συνερίζομαι, κασκαντώ)

ζηλώ (μιμούμαι)

ζημιώνω (βλάπτω, αδικώ, λωβώμαι)

ζητιανεύω (διακονεύω, επαιτώ, αγυρτεύω, ψωμοζητώ, χειραπλώνω, ζητεύω)

ζητώ (γυρεύω, αιτώ, μαστεύω)

ζητωκραυγάζω (επευφημώ, αποθεώνω, επιφημίζω)

ζιζανεύει (διχάζει, ταραχοποιεί, σκανδαλοποιεί)

ζογκιάζομαι (εξοιδώ, πρήζομαι) [ζόγκος ή ζιόγκος=εξόγκωμα, οίδημα]

ζορίζω (αναγκάζω, υποχρεώνω)

ζορλίζω (εξαναγκάζω) [ζόρλα = με το ζόρι]

ζουγλαίνω (πηρώ)

ζουζουνίζω (ζιζινίζω, βουΐζω)

ζουμάρω (εστιάζω ή αυξομειώνω)

ζουπώ (πιέζω, ζουλώ)

ζουριάζω (μαραζώνω)

ζοχαδιάζω (εκνευρίζω, ερεθίζω)

ζυγαριάζω (σταθμίζω)

ζυγιάζω (σταθμίζω)

ζυγοστατώ (σταθμίζω)

ζυγώνω (προσεγγίζω, πλησιάζω, σιμώνω, κοντοσώνω) [κρυφοζυγώνω=κρυφοπλησιάζω]

ζυμώνω (φυρώ, εκμάσσω, αναπιάνω, διαφυρώ) [φύρω=αναμιγνύω, φορύνω]

ζω (κατοικώ, μένω)

ζωγραφίζω (εικονογραφώ, ιχνογραφώ, σκιτσάρω, απεικονίζω, αποζωγραφώ)

ζωγρώ (αιχμαλωτίζω, ζωντοπιάνω)

ζωμοποιούμαι (σουπιάζω) [ζωμοποιώ=ζωμεύω]

ζώνεται (περικυκλώνεται)

ζωντανεύω (ζωηρεύω)

ζώνω (περιβάλλω, περικλείω)

ζωογονώ (ενδυναμώνω)

ζωοποιώ (ζωοδοτώ, ζωώ)

ζωοτροφώ (κτηνοτροφώ, θρεμματοτροφώ, χιλεύω)

ζωπυρώ (φλέγω) [τα ζώπυρα της πίστης=οι φλόγες (η φλόγα) της πίστης]

Η

ηγεμονεύω (διοικώ, αρχηγετεύω)

ηγούμαι (προΐσταμαι)

ήδομαι (ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι)

ηδονίζομαι (ευχαριστιέμαι)

ηδυλογώ (καλολογώ, καλοκρένω)

ηδύνω (γλυκαίνω, ηδυποιώ)

ηδυφιλώ (γλυκοφιλώ, καλοφιλώ)

ηθικοποιώ (εξευγενίζω)

ηλεκτρίζω (διεγείρω)

ηλικιώνομαι (ωριμάζω, ανδρώνομαι)

ημεροποιώ (ημερώνω)

ημερώνω (δαμάζω, τιθασεύω)

ημπορώ (δύναμαι, δυνάζομαι)

ηνιοχεύω (διευθύνω)

ηνιοχώ (αμαξηλατώ, αρματηλατώ, αρματεύω)

ηξεύρω (γινώσκω, επίσταμαι)

ηπεροπεύω (ξεμαυλίζω)

ηρεμίζω (κατευνάζω, καταπραΰνω, καταλαγιάζω,

απαλύνω, σιγανεύω, αποφορτίζω,

διαγαληνίζω, ηπιώ, κατακηλαίνω)

ηρεμώ (γαληνεύω, ησυχάζω, απαγαδιάζω,

μαλακώνω, καλμάρω, κουλάρω, νηνεμώ)

ηρωδιάζει (παρεκτρέπεται)

ησυχάζω (ηρεμώ, γαληνεύω, αγαλιάζω, ατρεμώ)

ηττώμαι (νικιέμαι, μειώνομαι, κατατροπώνομαι, καταβάλλομαι)

ηχογραφώ (μαγνητοφωνώ)

ηχολογώ (αντιλαλώ, ηχοβολώ)

ηχώ (βομβώ, σημαίνω, λαλάζω, μορμυρίζω)

Θ

θαλασσοδέρνομαι (δεινοπαθώ) [ανεμοδέρνομαι=αεροδέρνομαι, αεροχτυπιέμαι]

θαλασσοπορώ (ποντοπορώ, θαλασσοδρομώ)

θαλασσομαχώ (θαλασσοπαλεύω)

θαλασσώνω (αποτυγχάνω, διαμαρτάνω)

θάλλω (ανθώ, ακμάζω, ευδοκιμώ)

θάλπω (ζεσταίνω, θερμαίνω)

θαμπώνομαι (εντυπωσιάζομαι)

θαμπώνω (θολώνω) [επισκοτίζω=θολώνω]

θανατικώνω (μολεύω) [λοιμώττω=μολύνομαι]

θανατώνω (σκοτώνω, φονεύω, αποκτείνω)

θαραπαύκα (φχαριστήθηκα)

θαρρεύω (εμψυχώνομαι, ενθαρρύνομαι)

θαρρώ (νομίζω, δοκεύω)

θαυμάζω (καμαρώνω, μπεγεντίζω)

θαυμαστώνω (εξυψώνω, μεγαλύνω, λαμπρύνω, περικοσμώ)

θαυματουργώ (θαυματοποιώ)

θέλγω (γοητεύω, σαγηνεύω, μαγεύω)

θέλω (βούλομαι, επιθυμώ)

θεμελιώνω (ιδρύω, κτίζω)

θεοδρομώ (θρησκεύω) [θεηγορώ=θεολογώ]

θεοληπτούμαι (θεοφορούμαι)

θεοποιώ (αποθεώνω, απαθανατίζω) [αθανατίζω=αφθαρτίζω]

θεραπεύω (γιατρεύω, νοσηλεύω, γιατροπορεύω, ιαίνω, υγιάζω)

θεριακλώνω (περιπαθώ)

θεριεύω (υπεραυξάνω, γιγαντώνομαι)

θερίζει (εξολοθρεύει)

θερμαίνω (ζεσταίνω, θάλπω)

θερμοπαρακαλώ (ικετεύω)

θεσμοθετώ (νομοθετώ, θεσμοποιώ, νομοποιώ, νομοδοτώ)

θέτω (βάζω)

θεώμαι (βλέπω, παρατηρώ)

θηλάζω (βυζαίνω, μαστοδοτώ) [γαλακτοφορώ=γαλακτουργώ, ήτοι παράγω γάλα]

θηλύνω (εκθηλύνω)

θηλυτοκώ (θηλυγονώ) [αρρενοκυώ=αρρενοτοκώ]

θηρεύω (κυνηγώ) [ιξεύω=ιξοβολώ]

θηρολετώ (θηροκτονώ, θηροφονώ)

θησαυρίζω (ταμιεύω, αποθηκεύω, εσοδεύω,

εναποθέτω, πλουτίζω, κεφαλαιώνω, οικονομώ, εισπράττω)

θητεύω (υπηρετώ, εργάζομαι)

θίγω (αγγίζω, καταπιάνομαι, επιλαμβάνομαι, άπτομαι)

θλίβομαι (αθυμώ, λυπούμαι, βαρυθυμώ, δυσθυμώ,

αγκουσεύομαι, άχθομαι, στενοχωρούμαι, βαρυαχθώ,

μελαγχολώ, χολοσκάζω, βαρυγνωμώ, νταλκαδιάζομαι,

κακοφορούμαι, περιαλγώ, κακοθυμώ, αλυσθαίνω)

θλίβω (λυπώ, στενοχωρώ, δυσαρεστώ, πικραίνω, αλγύνω, βαρυκαρδίζω)

θνήσκω (πεθαίνω, εκπνέω, αποβιώνω)

θολιάζω (θαμπίζω)

θορυβώ (βροντώ, κροτώ, βαβουρίζω, αρβαλώ, αραβώ,

θορυβοποιώ, γδουπώ, βροντοβολώ, σμαραγώ, τριζοβολώ)

θρασεύω (θρασομανώ, φουντώνω)

θρασυστομώ (αυθαδιάζω, λαβροστομώ, θρασυλογώ)

θραύω (σπάζω, κομματιάζω, τσακίζω, διασπώ,

διαρρηγνύω, θρύβω, θρυμματίζω, θρυψαλιάζω,

θρουβαλίζω, θρύπτω, κλω, σπάνω, διαθλώ,

θραυματίζω, κερματίζω, θρουψαλιάζω, θλω,

θρουλίζω, μιστυλλεύω)

θρέφω (ταΐζω, σιτίζω)

θρηνώ (οδύρομαι, κλαίω, γοώ, κόπτομαι, δερνοκοπιέμαι)

θριαμβεύω (υπερισχύω, τροπαιοφορώ, μεγαλουργώ)

θριαμβολογώ (επαίρομαι)

θροΐζω (υποθορυβώ, φουρφουρίζω)

θρονιάζομαι (στρογγυλοκάθομαι)

θρυμματίζω (κομματιάζω, λιανίζω, κερματίζω)

θρύπτω (κατακερματίζω)

θυλακίζω (τσεπώνω, σακουλιάζω, σακιάζω, τσουβαλιάζω, πουγκιάζω, τουρβαδιάζω)

θυλακώνω (τσεπώνω, εγκολπώνω)

θυμάμαι (μνήσκομαι)

θυματοποιούμαι (τσαλαπατιέμαι)[=με μεταχειρίζονται χωρίς να υπολογίζουν τη βούλησή μου]

θυμιατίζω (λιβανίζω)

θυμίζω (αναφέρω, μνημονεύω, επιψαύω)

θυμώνω (αγανακτώ, οργίζομαι, κακοσυνεύω, σκυδμαίνω,

αρπάζομαι, οξυθυμώ, οργαίνω, οξυχολώ, ακροχολώ)

θυσιάζομαι (δίνομαι, προσφέρομαι)

θύω (θυσιάζω)

θωπεύω (χαϊδεύω, περιποιούμαι, κορίζομαι, κανακεύω, μαλαχατεύω)

θωρακίζω (οχυρώνω, περιτειχίζω, ασφαλίζω) [τειχίζω=τειχοποιώ, τειχοδομώ]

θωρώ (βλέπω, παρατηρώ)

Ι

ιαματουργώ (ιαίνω)

ιαμβίζω (υβρίζω)

ιατρεύω (θεραπεύω)

ιαχώ (φωνάζω)

ιγδίζω (ολμοκοπώ)

ιδανικεύω (υπερυψώνω, εξιδανικεύω)

ιδεάζομαι (ψυλλιάζομαι)

ιδεάζω (προδιαθέτω)

ιδιάζω (ξεχωρίζω, διαφέρω)

ιδιοβουλεύω (αυτενεργώ, εκουσιάζομαι)

ιδιοβουλώ (ιδιογνωμώ, ιδιοπραγώ, αυτενεργώ, αυτογνωμονώ)

ιδιολογώ (αποφαίνομαι)

ιδιοποιούμαι (νοσφίζομαι, διαρπάζω)

ιδιοποιώ (νοσφίζομαι, αντιποιώ)

ιδιοτροπιάζω (παραξενιάζω, αλλοτριάζω)

ιδιοτροπώ (δυστροπώ)

ιδιούμαι (οικειούμαι, εκνοσφίζομαι)

ιδιωτεύω (οικειοπραγώ) [=ασχολούμαι με τις δικές μου υποθέσεις]

ιδού (κοίτα, δες, ίδε)

ιδροκοπώ (κατακοπιάζω, αποκάμνω)

ιδρύω (κτίζω, θεμελιώνω)

ιδρώνω (ιδρωτοποιούμαι ή κοπιάζω)

ιεραρχώ (ταξιθετώ, κλασάρω, ταξινομώ, διαβαθμίζω)

ιερεύω (ιεράζω) [= ασκώ το αξίωμα του ιερέως]

ιεροθυτώ (θυσιάζω, καθιερεύω)

ιερολογώ (ιεροπρακτώ, ευλογώ)

ιεροποιώ (αγιάζω, αγιστεύω)

ιεροσυλώ (βεβηλώ)

ιερουργώ (τελετουργώ, ιεροπρακτώ, μυσταγωγώ, ιερατεύω, οσιουργώ)

ιεροφορώ (ρασοφορώ)

ιεροφωρώ (βεβηλώνω)

ιερώνω (καθοσιώνω)

ιζάνω (κατακαθίζω, καθιζάνω)

ιθύνω (κατευθύνω)

ικανοποιούμαι (ευχαριστιέμαι, ευαρεστούμαι, ευδοκώ, επαρέσκομαι, ασμενίζω)

ικανοποιώ (δικαιώνω, επανορθώνω)

ικετεύω (εκδυσωπώ)

ικμαίνω (νοτίζω, διαβρέχω)

ικνούμαι (έρχομαι, ξεκαμπίζομαι)

ιλαρώνω (ευφραίνω, χαροποιώ, αλεγράρω, φαιδρύνω)

ιλάσκομαι (εξευμενίζω, εξιλεώνω, ιλεώμαι)

ιλεούμαι (μειλίσσω)

ιλιγγιώ (ζαλίζομαι, νταλώνομαι, αντραλίζομαι)

ιματίζω (ενδύω, αμφιέζω)

ινατώνω (θυμώνω)

ινδάλλομαι (ομοιάζω) [ίνδαλμα=ομοίωμα, είδωλο]

ιντριγκάρω (τσιγκλώ)

ιουδαΐζω (εβραΐζω)

ιππεύω (καβαλικεύω, κελητίζω)

ιππηλατώ (ηνιοχώ)

ίπταμαι (πετώ, φτερουγίζω)

ισάρω (αναίρω)

ισηγορώ (ισολογώ)

ισιάζω (ευθύνω, ευθειάζω, ομαλύνω, ευθυγραμμίζω, σιάχνω)

ισιώνω (ομαλύνω)

ισκιώνω (κατασκιάζω)

ισογνωμώ (ομοφρονώ, ομογνωμώ, συνθυμώ, συμφρονώ, ταυτογνωμονώ)

ισοδυναμεί (ισούται, αντιστοιχεί, αναλογεί)

ισοζυγώ (ισοσταθμώ, ισοστατώ) [ισοβαρώ=ισοζυγώ]

ισομετρούμαι (εξισώνομαι)

ισονοούμαι (ισομετρούμαι)

ισοπεδώνω (γκρεμίζω, κατεδαφίζω, εξεδαφίζω)

ισορροπώ (εξισώνω, ισοσταθμίζω, ισοζυγίζω)

ισοσκελίζω (εξισορροπώ)

ισοφαρίζω (εξισώνομαι)

ίσταμαι (στέκομαι, ορθώνομαι, ορθοστατώ) [περιίσταμαι=περικάθημαι, περίκειμαι]

ιστιοπλοώ (αρμενίζω, ιστιοδρομώ)

ιστορίζω (αναπαριστώ)

ισχναίνω (φυραίνω, αδυνατίζω, χωνεύω, αχαμναίνω,

λιγνεύω, αποστεώνομαι, αποσκελετώνομαι, λιανεύω)

ισχνεύω (λεπτύνω)

ισχνομυθώ (λεπτολογώ, σχοινολογώ, ευρυλογώ)

ισχνοφωνώ (σιγομιλάω, ψιθυρίζω)

ισχυρογνωμώ (πεισμώνω, μονογνωμώ)

ισχυροποιώ (δυναμώνω, σφοδρύνω) [τσελικώνω=ισχυροποιώ]

ισχύω (επικρατώ, επιβάλλομαι)

ισχυρίζομαι (υποστηρίζω, επιμένω, διατείνομαι)

ίσχω (επικρατώ)

ιταμεύομαι (αδιαντροπεύομαι)

ίτε (υπάγετε)

ιύζω (βοώ)

ιχθυβολώ (καμακώνω) [ιχθυοβολεύς=καμακευτής]

ιχνεύω (διερευνώ, φερμάρω)

ιχνηλατώ (ιχνολογώ, καταποδώ, στιβάζομαι, εφομαρτώ)

ιχνογραφώ (σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ)

ιχνοποιώ (αποτυπώνω)

ιχνοσκοπώ (ιχνώμαι)

ιχωρροώ (πυορροώ)

ιώμαι (γερεύω, ξαρρωσταίνω, γιατρεύομαι)

ιωτίζω (ιωτογραφώ)

Κ

καβαλικεύω (καβαλάω, ιππεύω)

καβγαδίζω (ερίζω, φιλονικώ, πληκτίζομαι, συμπλέκομαι)

καβουρδίζω (φρύγω, ξεροψήνω)

καγχάζω (λοιδορώ, ειρωνεύομαι)

καθαιμάσσω (καταματώνω) [καθημαγμένος=καταματωμένος]

καθαιρώ (καταργώ)

καθάπτεται (αγγίζει)

καθαρίζω (σκουπίζω, παστρεύω, καθαίρω, καθαροποιώ)

καθηλώνω (ακινητοποιώ)

κάθημαι (αδρανώ, ακινητοποιούμαι)

καθησυχάζω (ηρεμίζω)

καθιερώνω (νομιμοποιώ, θεσπίζω)

καθίζω (κάθημαι, στρώνομαι)

καθιστώ (ορίζω, κάνω)

καθορίζω (προσδιορίζω, διασαφηνίζω)

καθοσιώνω (καθαγιάζω, εξαγνίζω)

καθρεπτίζομαι (γυαλίζομαι, κατοπτρίζομαι, εσοπτρίζομαι)

καθυποκλέπτω (ξαγιάζω)

καινοτομώ (νεοτερίζω, μοντερνίζω, νεοχμίζω, νεαλογώ, νεοπραγώ)

καινουργώ (ανανεώνω, καινίζω, καινοποιώ) [αναβαπτίζω=καινουργιώνω]

καϊπώνω (κρύπτω, χωνιάζω)

καιροσκοπώ (καιροτηρώ)

καιροφυλακτώ (καραδοκώ, παραμονεύω)

καίω (πυρπολώ, καυτηριάζω, αίθω, εμπυρίζω) [κουφοκαίω=σιγοκαίω, κρυφοκαίω]

κακαρίζω (φλυαρώ, φλυαροκοπώ, πολυλαλώ, σαλίζω)

κακαρώνω (αποθνήσκω) [κατοίχεται=τέθνηκε]

κακίζω (επιπλήττω)

κακοβάνω (κακομελετώ, κακογνώθω, κακαφορούμαι)

κακοδαιμονώ (δυστυχώ, κακοτυχώ, κακομοιριάζω, βαρυδαιμονώ,

κακοριζικεύω, κακοπαθώ, κακοπέφτω, δυσποτμώ)

κακοηθώ (κακοτροπεύομαι, αγενίζω, αυθαδίζομαι, λοξοεργώ)

κακοθωρώ (κακοκοιτάζω)

κακοκαρδίζω (στενοχωρώ, κακοφανίζω)

κακοκοιμούμαι (δυσκοιτώ)

κακοκρίνω (λαθεύω)

κακολογώ (διαβάλλω, κακοστομώ, θάβω,

αβανεύω, κακογλωσσεύω, αδικοκραίνω,

κουσκουσουρεύω, αβανιάζω, κακορρημονώ,

δυστομώ, κακοκρένω, στοβάζω)

κακομαθαίνω (κακοσυνηθίζω)

κακοπαθαίνω (ταλανίζομαι)

κακοπερνώ (κακοζωίζω, ψευτοζώ, ψευτοπερνώ,

φυτοζωώ, καψοζώ, φτωχοδέρνω, κακοπορεύω)

κακοποιώ (κακομεταχειρίζομαι)

κακοσμώ (ζέχνω)

κακοτυχίζω (ελεεινολογώ)

κακουχώ (ταλαιπωρώ)

κακοφαίνεται (απαρέσκει, βαριοφαίνεται)

κακοφορμίζω (μολύνομαι)

κακοφρονώ (κακοθέλω, επιβουλεύω, κακολογιάζω, κακονοώ)

κακοχρονίζω (υβρίζω, διαολίζω, δεννάζω)

καλαθιάζω (κοφινιάζω)

καλιμπράρω (ευαρμονίζω, καλορυθμίζω) [π.χ. καλιμπράρω τα χρώματα της οθόνης]

καλλιεργώ (προάγω, αναπτύσσω)

καλλιστεύω (ευμορφαίνω)

καλλωπίζω (στολίζω, ομορφαίνω, ευπρεπίζω, λουσάρω)

καλμάρω (ηρεμώ)

καλογρικώ (καλακούω)

καλοεξετάζω (καλοσκοπώ, ορθοσκοπώ)

καλοζώ (καλοπερνώ, καλοπορεύω, ευζωώ)

καλοζωίζω (καλοπερνώ, ευημερώ, τρυφώ, ηδυπαθώ)

καλοθανατίζω (απευθανατίζω)

καλοθέλω (ευδοκώ)

καλοθρέφω (καλοταΐζω, μοσχαναθρέφω)

καλοθωρώ (καλοτηρώ, οξυδερκώ)

καλοκαιρίζει (ευδιάζει, ξανοίγει, ξεσυννεφιάζει, ξεκόβει) [εαρίζει=ανθίζει]

καλοκαρδίζω (ευφραίνω, χαροποιώ, ιλαρύνω)

καλοκοιτάζω (καλοβλέπω)

καλοκρίνω (διορθεύω) [=ορθώς κρίνω]

καλοξέρω (καλογνωρίζω)

καλοπιάνω (κολακεύω)

καλοπληρώνομαι (αδροπληρώνομαι)

καλοριζικεύω (ευμοιρώ, ευτυχαίνω)

καλοσκαμνίζω (καλοδέχομαι)

καλοσκέπτομαι (καλομελετώ, καλοσυλλογίζομαι, καλοστοχάζομαι, καλολογιάζω)

καλοστρατίζω (καλοδρομίζω)

καλοτερίζομαι (τακτοποιούμαι, βολεύομαι, διευθετούμαι, συγυρίζομαι)

καλοτυχίζω (μακαρίζω, ευτυχίζω, επολβίζω)

καλουπιάζω (τυποποιώ)

καλουπώνω (φορμάρω, προτυπώνω, τυπάζω)

καλοφαίνεται (αρέσκει)

καλοχωνεύω (ευπεπτώ) [κακοχωνεύω=κακοστομαχιάζω]

καλπάζω (τριποδίζω, εξιππάζομαι)

καλύπτω (σκεπάζω, υποκρύπτω)

καλυτερεύω (βελτιώνω)

καλώ (φωνάζω, προσκαλώ)

καμαρώνω (κομπάζω, επαίρομαι, κορδώνομαι, λαμπρίζομαι,

ναρκισσεύομαι, υπερηφανεύομαι, περιαυτολογώ, καπαρτίζομαι,

καυχησιολογώ, αλαζονεύομαι, κομπορρημονώ, πλατύζομαι,

υψηλοφρονώ, γαυριώ, καυχώμαι, κλασαυχενίζομαι,

μεγαλοφρονώ, μεγαλαυχώ, αυτοεπαινούμαι, βαυκίζομαι,

κοκορεύομαι, υπερορώ, αρχοντοπιάνομαι, ρέμπομαι,

σεμνύνομαι, στομφάζω, λαμπρύνομαι, λαβρεύομαι, πυργούμαι,

μεγαλύνομαι, υπερφρονώ, περπερεύομαι, υψαυχενώ,

παινεύομαι, ξιπάζομαι, μεγαλορρημονώ, υπεραυχώ,

μεγαληγορώ, μεγαλολογώ, ψηλοπατώ, τυφούμαι, περιαυθαδίζομαι,

ψηλαρμενίζω, κοτσώνομαι, εγκαλλωπίζομαι, τραχηλιώ,

υπεροφρυούμαι, εμφυσιώνομαι, θρύπτομαι, σεμνοκομπώ

μεγαλεύομαι, παραπαίρνομαι, λαπίζω, κατοίομαι, κορωνιώ,

προπετεύομαι, περιαυτίζομαι, υψηλολογώ, φαρφαρίζω,

ρέμπομαι, στομφολογώ, κομπολογώ, βρενθύομαι, ριψαυχενώ,

επαγλαΐζομαι, διακομπώ, αβρύνομαι, υψηγορώ, θεμερύνομαι,

ψηλοκρατιέμαι, ενασμενίζομαι, υπεραίρομαι, κυδιώ,

περηφανολογώ, διαυχενίζομαι, φυσιούμαι, μεγαλίζομαι)

καμουτσικίζω (μαστιγώνω)

καμπανιάζω (τιμωρώ, προστιμάρω)

κάμπτομαι (κυρτούμαι, λυγίζω, γαμψούμαι,

καμπυλώνομαι, βλαισούμαι, δοχμούμαι)

κάμπτω (λυγίζω, καμπυλιάζω)

καμώνομαι (προσποιούμαι)

κανιβαλίζω (καταξεσχίζω, κατασπαράζω, καταγνάφω)

κανονίζω (ρυθμίζω, τακτοποιώ, διέπω, συντονίζω)

κανταριάζω (συζυγοστατώ)

κάνω (φτιάχνω, κατασκευάζω, τεχνεύω, κατασταίνω)

καπακώνω (αποκρύπτω) [κουπώνω=καπακώνω]

καπαρώνω (προαγοράζω, αγκαζάρω, προσυμφωνώ)

καπελώνω (χειραγωγώ, πατρονάρω)

καπηλεύομαι (επωφελούμαι)

καπνίσει (αρέσει) [π.χ. κάνει ό,τι του καπνίσει]

καπριτσώθηκε (πεισμάτωσε)

καραδοκώ (καιροφυλακτώ, παραφυλάω)

καρατομώ (αποκεφαλίζω, αυχενίζω, λαιμοτομώ, κουτσοκεφαλίζω, κοψολαιμιάζω,

τραχηλοκοπώ, απαυχενίζω, κοψοκεφαλιάζω, δειροτομώ, κεφαλοτομώ)

καραφλιάζω (φαλακραίνω, ψεδνούμαι)

καράφλιασα (εξεπλάγην)

καρδαμώνω (ενδυναμώνομαι, αναρρώνω, τονώνομαι)

καρδιοχτυπώ (αγωνιώ)

καρκινοβατώ (βραδυπορώ, καθυστερώ) [ακροβατώ=ακροβαμονώ, ακροβηματίζω]

καρπίζω (καρποφορώ, οπωροφορώ, καρπογονώ, καρποτοκώ, καρποδοτώ)

καρπώνομαι (απολαμβάνω, επωφελούμαι)

καρτερώ (υπομένω, ανέχομαι, μακροθυμώ,

ανεξικακώ, αμνησικακώ, αντέχω)

καρφιτσώνω (συμπερονώ)

καρφώνω (προδίδω, καταδίνω)

κασκαντώ (ζηλεύω)

κασσιτερώνω (γανώνω, καλαΐζω)

καταβάλλομαι (εξαντλούμαι, τενιάζω, ρεύω)

καταβάλλω (νικώ)

καταβοώ (γιουχαΐζω)

καταγγέλλω (μαρτυρώ, μηνύω)

κατάγομαι (βαστώ, γονοκρατιέμαι, ορμώμαι)

κατάγω (κατεβάζω)

καταδεικνύω (επιδηλώ, φανερώνω, υπεκφαίνω)

καταδέχομαι (συγκαταβαίνω)

καταδίδω (προδίδω, υπαγγέλλω)

καταδικάζω (καταγιγνώσκω)

καταδιώκω (κατατρέχω)

καταδρομώ (προσβάλλω) [π.χ. οι παλιές το σώμα σου καταδρομούν πληγές (Γρυπάρης)]

καταδύω (βουτώ)

καταζητώ (καταδιώκω)

καταθέτω (αποθέτω)

καταθορυβώ (αναστατώνω)

καταιγίζομαι (καταβρέχομαι)

καταιονώ (καταβρέχω, μουσκεύω)

κατάκειμαι (ασθενώ)

κατακεραυνώνω (κεραυνοβολώ)

κατακερματίζω (κατακομματιάζω, διαδάπτω)

κατακλέβω (απολωπίζω, λωποδυτώ)

κατακλίνομαι (ξαπλώνω, τεντώνομαι, ξαπλαρώνω, τουμπιάζομαι,

οριζοντιώνομαι, ταβλιάζομαι, ταμπλαρώνομαι, ανακλίνομαι)

κατακλύζω (πλημμυρίζω, ξεχειλίζω)

κατακοσμούμαι (λαμπρύνομαι)

κατακουρελιάζω (πατσαβουριάζω)

κατακρεουργώ (κατασφάζω, κιμαδιάζω)

κατακρίνω (αιτιώμαι, κατηγορώ, επιτιμώ, επιπλήττω,

στηλιτεύω, στιγματίζω, κακίζω, καταλαλώ, ψέγω,

κατσαδιάζω, αποπαίρνω, μαλώνω, λαβίζω, ονοτάζω, μωμοσκοπώ)

κατακτώ (κυριεύω, καταλαμβάνω)

κατακυρώνω (επιδικάζω)

καταλαβαίνω (εννοώ, αντιλαμβάνομαι) [αλληλοκαταλαβαινόμαστε=συνεννοούμαστε]

καταλέγω (συγκαταριθμώ)

καταλογίζω (καταμαρτυρώ, μέμφομαι)

καταλυπώ (καρδιομαραίνω)

καταμαρτυρώ (καταγγέλλω)

καταμερίζω (κομματιάζω, μελίζω)

καταναγκάζω (υποχρεώνω)

καταναλώνω (ξοδεύω)

κατανέμω (διαμοιράζω, διατεκμαίρομαι)

κατανεύω (συγκατατίθεμαι, θελοποιούμαι)

κατανοώ (καταλαβαίνω) [ακαταληπτώ=αδηλώ, δυσαισθητώ, ήτοι αδυνατώ να αντιληφθώ κάτι]

καταντώ (ξεπέφτω, καταπίπτω, καταρρέω,

αποβαίνω, καταλήγω, απογίνομαι, κατολισθαίνω,

περιέρχομαι, εξαθλιώνομαι, περιάγομαι, περιπίπτω)

κατανύσσομαι (κατασυγκινούμαι)

καταξιώνομαι (αναγνωρίζομαι, δικαιώνομαι)

καταπιέζω (τυραννώ, καταδυναστεύω, βασανίζω, ταλαιπωρώ)

καταπίνω (καταβροχθίζω, χάφτω, λάπτομαι) [βροχθίζω=καταπίνω]

καταπλακώνω (καταθλίβω, καταπιέζω, κατασκεπάζω)

καταπλέω (προσορμίζομαι, αριβάρω)

καταπλήσσω (εντυπωσιάζω)

καταπολαύω (καταφχαριστιέμαι)

καταπολεμώ (κατατροπώνω)

καταπονώ (ταλαιπωρώ, κατατρύχω, εξαντλώ,

καταβάλλω, κουράζω, παιδεύω, ταλανίζω, σκεντζεύω)

καταργώ (ακυρώνω, καταλύω, αχρηστεύω, καθαιρώ)

καταριέμαι (αναθεματίζω, βλασφημώ)

καταριθμώ (καταγράφω, συγκαταλέγω, αναγράφω)

καταρρέω (πίπτω, εκπίπτω)

καταρρίπτω (γκρεμίζω)

καταρτίζω (εκπαιδεύω, επιμορφώνω, κατατοπίζω)

κατασιγάζω (ηρεμίζω)

κατασκευάζω (φτιάχνω, τεκταίνω)

κατασκοπεύω (ατενίζω, διοπτεύω)

κατασπιλώνω (ατιμάζω)

κατασταλάζω (καταλήγω) [Μυδώ=σταλάζω]

καταστέλλω (καταπνίγω)

καταστρέφω (λυμαίνομαι, λεηλατώ, καταλώ)

καταστρώνω (καταρτίζω)

κατάσχω (αποσπώ, δημεύω)

κατατάσσω (ταξινομώ, κατηγοροποιώ) [συγκατατάσσω=συγκαταλέγω]

κατατείνω (κατευθύνομαι, προσανατολίζομαι)

κατατεμαχίζω (κατακομματιάζω, κατατέμνω, αρβελίζω)

κατατοπίζω (ενημερώνω)

κατατρέχω (καταδιώκω)

καταφέρνω (κατορθώνω) [συνεφέρνω=τονώνω, αναστηλώνω]

καταφέρομαι (εναντιώνομαι, αντοφθαλμώ)

καταφεύγω (προστρέχω)

καταφοιτώ (κατέρχομαι)

καταφρονώ (αψηφώ)

καταχνιάζω (ανταριάζω, ομιχλαίνω)

καταχρώμαι (κακομεταχειρίζομαι)

καταχωρίζω (καταγράφω)

καταψηφίζομαι (μαυρίζομαι)

καταψηφίζω (μπαλοτάρω) [ξαναψηφίζω=αναψηφοφορώ]

καταψύχω (παγώνω) [κρυσταλλούμαι=ψύχομαι, παγώνω, παχνούμαι]

κατεβάζω (μειώνω)

κατεβαίνω (κατηφορίζω)

κατεδαφίζω (γκρεμίζω)

κατευθύνω (καθοδηγώ)

κατευνάζω (καθησυχάζω)

κατευοδώνω (ξεπροβοδίζω, ξεβγατίζω)

κατηγορώ (κατακρίνω, μέμφομαι, δυσφημώ, αντικοτώ,

κακολογώ, διαβάλλω, ενοχοποιώ, κουσελεύω, ξομπλιάζω,

διασύρω, ξεφωνίζω, ψεγαδιάζω, καταφέρομαι)

κατηχούμαι (μυσταγωγούμαι)

κατιάζω (εμφωλεύω, κουρνιάζω, κοιτάζομαι, επαυλίζομαι, ευνάζομαι)

κατολισθαίνω (κατρακυλώ)

κατοπτεύω (παρατηρώ, καταθεώμαι, σκοπιάζω)

κατορθώνω (καταφέρνω, ευστοχώ, επιτυγχάνω)

κατοχυρώνομαι (διασφαλίζομαι, σιγουρεύομαι)

κατοχυρώνω (διασφαλίζω)

κατρακυλώ (κρημνίζομαι, κουτρουβαλώ, κουρδοκυλώ, κουλουμουντρίζω)

κατραμίζω (πισσώνω)

κατράω (ουρώ)

καυσαλίζω (φρυγανίζω, καβουρδίζω)

καυτηριάζω (κατακρίνω)

καυχώμαι (κομπάζω, κομπορρημονώ)

καψώνω (λιβακώνομαι, καματώνομαι, ζεστοκοπιέμαι)

κείμαι (βρίσκομαι, κείτομαι) [εναπόκειται=επαφίεται]

κείτομαι (ξαπλώνω, κοιμάμαι) [συγκοιμώμαι=παρευνάζομαι, ομευνετώ]

κεκράξονται (βοήσονται)

κελεύω (παρακινώ, παροτρύνω)

κεντρίζω (παροτρύνω)

κέντρωσε (βάρεσε, φύτρωσε)

κεντώ (τσιμπώ)

κενώνω (αδειάζω, απαντλώ)

κερατώνω (απιστώ)

κεραυνώνω (κεραυνοβολώ)

κερδίζω (πορίζομαι, αποκτώ, καρπούμαι, καζαντίζω,

νέμομαι, εκμεταλλεύομαι, ωφελούμαι, απολαμβάνω,

αποκερδαίνω, διαφορεύω, αρμέγω, αλφάνω)

κεροτυπώ (κουτρίζω, κουτουλίζω, κερατίζω, κυρίττω, κορύπτω)

κερώνω (χλομιάζω, κιτρινίζω)

κεφαλαλγώ (κεφαλοπονώ, κεφαλγώ, πονοκεφαλώ) [κεφαλαλγία=κεφαλόπονος]

κηδεύω (ενταφιάζω, εξοδίζω, νεκροταφώ, ενσοριάζω)

κηλιδώνω (σπιλώνω)

κηρύσσω (αναγγέλλω, γνωστοποιώ)

κιβδηλεύω (νοθεύω)

κινδυνεύω (παραβολεύομαι, απειλούμαι)

κινητοποιώ (ενεργοποιώ)

κινώ (μετατοπίζω)

κλαγγάζω (αντηχώ, αχοβολώ)

κλαίω (οδύρομαι, θρηνώ, ολοφύρομαι)

κλαρίζω (κλαδοτομώ, κλαδοκοπώ, κλαδεύω, ξεκλαρίζω,

κλωνοκοπώ, κλωνίζω, κωλοτομώ, κλαδολογώ)

κλέβω (ληστεύω, αρπάζω, υπεξαιρώ, καταχρώμαι,

αμακώνω, ξαφρίζω, λαθροχειρώ, ζαπώνω, υφαιρώ)

κλείω (κλειδώνω, φράσσω, σφαλίζω, βαδώνω, αμπαρώνω)

κληροδοτώ (απαφήνω, καταλείπω)

κλιμακώνω (εντείνω)

κλίνω (ρέπω, γέρνω)

κλονίζω (τραντάζω, ταρακουνώ)

κλοτσώ (λακτίζω, τσινώ, λακτοκοπώ)

κλυδωνίζομαι (κυμαίνομαι, ταράσσομαι)

κλώθομαι (στριφογυρνάω)

κλωσώ (επωάζω, πυρκάζω, νεοσσεύω)

κόβει (νογάει)

κόβω (τεμαχίζω, τέμνω)

κοζάρω (τηράω)

κοιλιάζει (κυρτώνει)

κοιμίζω (βαυκαλίζω, υπνίζω, ευνάζω)

κοιμώμαι (καθεύδω, πλαγιάζω, κατακλίνομαι, αωτώ, δαρθάνω)

κοινολογώ (κοινοποιώ)

κοιτάζω (βλέπω, παρατηρώ)

κοιταστείτε (κειταστείτε, πλαγιάστε, κοιμηθείτε)

κοκαλώνω (αποσβολώνομαι, μαρμαρώνω)

κοκκινίζω (ερυθραίνω, ροδίζω, πορφυρώ)

κοκοβιάζω (παραξενεύομαι, ξενίζομαι, εκπλήττομαι)

κοκορεύομαι (κομπάζω, μεγαλαυχώ)

κολάζω (τιμωρώ, βασανίζω)

κολάζομαι (αμαρταίνω)

κολακεύω (καλοπιάνω, περιποιούμαι, κομπλιμεντάρω,

λιβανίζω, γαλιφίζω, γλωσσοχαριτώ)

κολατσίζω (προγευματίζω, αριστίζομαι, γιοματίζω)

κολλώ (προσαρτώ)

κολοβώνω (σκολύπτω, κουτσουρεύω, σιφλώ, κολεύω, κολούω)

κολυμπώ (επινέω, νήχομαι)

κομίζω (μεταφέρω, αποκινώ)

κομματιάζω (θραύω, σπάζω)

κομπιάζω (ντηριέμαι, τραυλίζω, ξεροκαταπίνω)

κομπλάρω (διστάζω)

κομπλεξάρομαι (απολείπομαι)[=υστερώ σε σχέση με κάποιον άλλον, ευρίσκομαι σε μειονεκτική θέση]

κομποδιάζω (κομποδένω, αμματίζω) [ξεκομποδιάζω=ξεμματίζω]

κομψεύομαι (σενιαρίζομαι, ενωραΐζομαι, σουλουπώνομαι, ταιριάζομαι)

κονεύω (καταλύω, κονακιάζω, σταθμεύω) [καλυβίζω=σπιτώνω, στεγάζω, καλυβόσπιτο=λιάσα]

κονιοποιούμαι (αφανίζομαι)

κονταίνω (μικραίνω, κοντοκόβω)

κοντεύω (σιμώνω ή σμικρύνω)

κοντοστέκομαι (κοντοσταματώ)

κοντοφτάνω (πλησιάζω, αγχίζω, κοντοσιμώνω, κοντοζυγώνω)

κοντραρίζομαι (αντιπαρατίθεμαι)

κοντράρω (αντιτίθεμαι)

κοντρολάρω (ελέγχω)

κοπάζω (λιγοστεύω, ελαττώνομαι)

κοπανίζω (στουμπίζω) [κοπανιέμαι=χτυπιέμαι]

κοπιάζω (μοχθώ, κουράζομαι, πασχίζω, ιδροκοπώ, φιλοπονώ, φερεπονώ)

κοπρίζω (αφοδεύω, αποπατώ, κουτσουλίζω, τσιλάω,

τσιρλίζω, τσιρλοκοπώ, βολβιτώ)

κοπροσκυλιάζω (οκνεύω, σκυλοβαριέμαι)

κορδώνομαι (περηφανεύομαι, υψαυχενίζω)

κοροϊδεύω (λοιδορώ, χλευάζω, ειρωνεύομαι,

κογιονάρω, μυκτηρίζω, περιπαίζω, περιγελώ,

σκώπτω, σαρκάζω, αναμπαίζω, επιτωθάζω, μυχθίζω,

μωκίζω, κερτομώ, καταμιμούμαι, εμπαίζω,

αναγελώ, κερκωπίζω, επισκώπτω, κηκάζω, σκιμαλίζω,

διακωμωδώ, σκερβόλλω, δουλεύω, προσπαίζω)

κορυβαντιώ (παραφέρομαι, μανιάζω, εκμαίνω)

κορυφώνω (υπερυψώνω)

κορφολογώ (βλαστολογώ, κορυφολογώ, ακρολογώ)

κορώνω (ξανάβω, εξάπτομαι)

κοσίζω (δρεπανίζω, θερίζω, θρίζω)

κοσκινίζω (σινιάζω, κρησαρίζω, σήθω)

κοσμώ (στολίζω, ομορφαίνω, μορφίζω, πρεπίζω) [κοσμητεύω=διευθύνω, διοικώ]

κοστίζω (στοιχίζω)

κοστουμαρίζω (καλοντύνω) [κουστουμαρισμένος=καλοντυμένος]

κοτσάρω (προσαρτώ)

κουβαλώ (μεταφέρω, εκκομίζω)

κουβαριάζομαι (μαζεύομαι)

κουβαριάζω (περιτυλίγω, σφουρλιάζω, τυλιγαδιάζω)

κουβεντιάζω (ομιλώ, συζητώ, διαλέγομαι)

κουδουνίζω (καμπανίζω)

κουκουλώνω (σκεπάζω, περικαλύπτω)

κουλουριάζω (περιελίσσω, ελύω, στρουφίζω)

κουμαντάρω (διευθύνω)

κουμπουριάσου (εξαφανίσου)

κουμπώθηκε (δίστασε)

κουμπώνω (θηλυκώνω) [τσαμπώνω=κουμπώνω π.χ. τσαμπώνω τους σωλήνες άρδευσης του αγρού]

κουνώ (σείω, ζαγκανάω, αιωρώ)

κουράζομαι (μοχθώ, κοπιάζω, μπαφιάζω, αποκάνω,

εξαντλούμαι, κλατάρω, ρέβω, βαλαντώνω, γανιάζω,

κατατρίβομαι, καταπονούμαι, ποζουρτώ, ξεμεσιάζομαι,

κόβομαι, εξουθενώνομαι, παραλύομαι)

κουράζω (καταπονώ, ξεμεσιάζω, ξεγοφιάζω, κοψομεσιάζω)

κουράρω (νοσηλεύω, περιποιούμαι, βαγιλίζω, περιέπω)

κουρδοκλιέμαι (κυλινδούμαι, κυλιέμαι)

κουρελιάζω (κατεξευτελίζω)

κουρεύω (μπαρμπερίζω, ψαλιδίζω, κείρω) [κακοκουρεύω=κωλοκουρίζω] [εκάρη=κουρεύτηκε]

κουρκουτιάζω (αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, κλουβιάζω)

κουρντίζω (ερεθίζω, εκνευρίζω)

κουρσεύω (κυριεύω)

κουτρουβαλώ (κατρακυλώ)

κουτσαίνω (χωλαίνω) [αποκουτσαίνω=αποχωλεύω]

κουτσοκαταφέρνω (κουτσοβολεύω, κοντοβολεύω)

κουτσομαθαίνω (μισομαθαίνω)

κουτσομπολεύω (σουρεύγω)

κουτσοπίνω (σιγοπίνω)

κουτσουρεύω (μειώνω)

κουφάθηκα (εξεπλάγην)

κουφολογώ (ανοητολογώ, βλακολογώ, μωρολογώ,

χαζοκουβεντιάζω, κενοφωνώ, παραλαλώ, ληρολογώ)

κοψομεσιάζομαι (καταπονούμαι)

κραδαίνω (σείω, τραντάζω)

κράζω (βοώ, φωνάζω, κλώζω)

κραιπαλώ (οινούμαι) [κραιπάλη=μέθη]

κράσαρε (αποδιοργανώθηκε, παρέλυσε)

κρατσανάω (τραγανίζω)

κρατύνω (ενισχύω, ισχυροποιώ, ατσαλώνω)

κρατώ (βαστώ, επέχω)

κραυγάζω (αλαλάζω, φωνάζω, ξελαρυγγιάζομαι, φωνασκώ, δυνατοφωνάζω, ιάζω)

κρεβατώνομαι (αρρωσταίνω)

κρέμαμαι (αιωρούμαι, μετεωρίζομαι)

κρεματζουλιέμαι (κρέμομαι)

κρεμώ (αναρτώ)

κρένομαι (μιλιέμαι) [δεν κρένεται=δεν μιλιέται]

κρεουργώ (βακίζω, κρεοκοπώ, κρεοτομώ, δαιτρεύω)

κρεοφαγώ (σαρκοφαγώ, κρεοβορώ)

κρεπάρω (καταθλίβομαι, οδυνώ)

κρημνίζω (πρανίζω, πρηνίζω)

κριματίζομαι (αμαρτάνω)

κρίνω (νομίζω, φρονώ, εξεικάζω) [κρίνεται=αντιμετριέται]

κριτικάρω (αξιολογώ)

κροτώ (ηχώ, βροντώ)

κρουσταίνω (πυκνούμαι)

κρούω (χτυπώ, κουρταλώ)

κρυαδιάζει (ψυχραίνει, βορίζει)

κρύβω (καλύπτω, σκεπάζω, καϊπώνω)

κρυφακούω (ωτακουστώ)

κρυφοδαγκώνω (κρυφοδακώ)

κρυφολέω (κρυφομιλώ, κρυφοκουβεντιάζω)

κρυφομπάζω (παρεισάγω, παρεισφέρω)

κρυφοτηράω (κρυφοκοιτάζω, κρυφοβλέπω, μπανίζω, κρυφοθωρώ)

κρυώνω (μαργώνω, επιψύχομαι)

κτίζω (οικοδομώ, θεμελιώνω)

κτυπώ (πλήττω, πληγώνω, κρούω)

κυανίζω (γαλαζώνω) [=γίνομαι γαλάζιος, θαλασσής]

κυβερνώ (εξουσιάζω, άρχω) [μοναρχώ=μονοκρατορώ]

κυβιστώ (πηδώ, σκιρτώ)

κυκλοφορώ (τριγυρίζω, περιφέρομαι, γυροφέρνω,

γυροβολώ, αμφιβαίνω, κυκλοδρομώ, σκαλαπάζω, κυκλάζω)

κυκλώνω (περιτριγυρίζω, γυρώνω, περιζώνω, περισφίγγω) [ανακυκλώνω=μεταστρέφω, μεταγυρίζω]

κυλλώ (κουτσαίνω, χωλαίνω)

κυνηγώ (θηρεύω, αγρεύω)

κυοφορώ (εγκυμονώ, κοιλιοφορώ)

κυριαρχώ (εξουσιάζω)

κυριεύω (κατακτώ)

κυριολεκτώ (κυριολογώ, ακριβολογώ, αρτιολογώ, αρτιστομώ)

κυρτώνω (σκολιώ, λυγίζω)

κωλοβαράω (βαριέμαι, μουργελιάζω, οκνίζω)

κωλογυρίζω (αδιαφορώ)

κωλοτανιέμαι (οκνίζω) [κωλοσφίγγομαι=πιέζομαι, στριμώχνομαι]

κωλοτουμπιάζω (υπαναχωρώ)

κωλοτρίβεται (επιθυμεί)

κωλυσιεργώ (παρεμποδίζω)

κωλύω (εμποδίζω, είργω, αλικοντίζω)

κωλώνω (διστάζω, δειλοσκοπίζω, φυγομαχώ)

κωφεύω (αδιαφορώ, εθελοκωφώ, ανηκουστώ)


Λ

λαβίζω (αποπαίρνω, φωνάζω, επιπλήττω, παραμαζώνω)

λαβώνω (τραυματίζω)

λαγγεύω (επιθυμώ, λαχταρώ)

λαγχάνει (λαχαίνει, τυχαίνει)

λαδώνω (λιπαίνω)

λαθεύω (σφάλλω, αβλεπτώ)

λαθροβιώ (ξεμοναχιάζομαι, αποξενώνομαι)

λαθροκοιτώ (μοιχεύω)

λαθροπορώ (κρυφοπερπατώ, κρυφοδιαβαίνω)

λαϊκίζω (δημίζω)

λαιμαργώ (γαστριμαργώ, αδηφαγώ)

λαιμίζω (σφάζω)

λακκίζω (περισκάπτω, ορύσσω, γουρνιάζω)

λακτίζω (κλοτσώ, κλοτσοβολώ)

λακώ (νωτίζω)

λακωνίζω (βραχυλογώ, βραχυμυθώ, κοντολογώ)

λάλησε (μωράθηκε)

λαλώ (ομιλώ, λέγω, κρένω)

λαμανίζω (ταλανίζω)

λαμβάνω (παίρνω, δέχομαι)

λάμνω (κωπηλατώ)

λαμπαδιάζω (φλέγομαι)

λαμπικάρω (ξεθολώνω)

λαμπρύνω (ευμορφαίνω)

λάμπω (ακτινοβολώ, απαστράπτω, σελαγίζω, στραφταλίζω,

αιγλοβολώ, φεγγοβολώ, λαμποκοπώ, φεγγίζω, παμφαίνω,

λαμπυρίζω, φωτοβολώ, καταυγάζω, σελασφορούμαι, αιθροβολώ)

λαναρίζω (ξαίνω)

λανθάνω (λαθεύω)

λανσάρω (προβάλλω)

λαξεύω (χαράσσω, σκαλίζω)

λαρυγγίζω (σκούζω, κρώζω, βερβερίζω, κλάζω)

λαρώνω (ηρεμώ)

λασκάρω (χαλαρώνω, ξετεντώνω)

λασπολογώ (διασύρω, συκοφαντώ, αβανίζω)

λασπώνω (πηχτώνω)

λατομώ (λιθοτομώ, πετροκοπώ)

λατρεύω (αγαπώ, συμπαθώ)

λαφυραγωγώ (λεηλατώ, διαγουμίζω, συλώ)

λαχανιάζω (ασθμαίνω, κοντανασαίνω, αγκομαχώ, βραχυπνοώ,

πνευστιώ, βαριανασαίνω, λαφάζω, γκουσουμανώ, ασκομαχώ)

λέγω (ομιλώ, αφηγούμαι, αποστοματίζω, μυθούμαι)

λεηλατώ (ερημώνω, ληστεύω, κουρσεύω,

διαρπάζω, λαφυραγωγώ, ρυσιάζω, σχιδεύω)

λειαίνω (εξομαλύνω, λειοποιώ, ξετραχύνω)

λείπω (απουσιάζω)

λειτουργεί (δουλεύει, εργάζεται) [απολειτουργώ=σχολάζω]

λείχω (γλείφω, λιχνεύω)

λειψαίνω (ολιγοστεύω)

λεκιάζω (λερώνω)

λεονταρίζω (παλικαρίζω, λεβεντεύω) [=καμώνομαι τον γενναίο, τον παράτολμο]

λεπταίνω (ισχναίνω, λεπτοποιώ)

λερώνω (βρομίζω, ρυπαίνω)

λευκαίνω (ασπρίζω)

λευκοφορώ (ασπροφορώ) [μελανηφορώ=μαυροφορώ, μελανειμονώ, πενθοφορώ]

λήγω (τελειώνω, σταματώ, καταστέλλω, παύω) [απολήγω=καταλήγω, απόληξη=το τέρμα, η άκρη]

λησμονώ (ξεχνώ, αμνημονώ, αμνηστώ, αλησμονώ)

ληστεύω (αρπάζω, κλέβω, πλιατσικολογώ, σκυλεύω, πειρατεύω)

λιάζομαι (προσηλιάζομαι)

λιανίζω (τεμαχίζω, λεπτοτομώ, λεπτοκοπώ)

λιατσάζω (συνθλίβω, πατσιάζω, καταστείβω)

λιγδώνω (λεκιάζω)

λιγοθυμώ (λιποθυμώ, ολιγοσθενώ)

λιγοστεύω (ελαττώνω)

λιγουρεύομαι (λιμπίζομαι)

λιγώνω (λειχουδεύομαι)

λιθοβολώ (πετροβολώ, λιθοδικτώ, λιθάζω, λιθεύω)

λικνίζω (πάλλω)

λιμάρω (ρινίζω)

λιμοκτονώ (λιμάζω)

λιμπίζομαι (ποθώ, ορέγομαι)

λιποδρανώ (αχαμνεύω)

λιποσαρκώ (αποστεώνομαι)

λιποτακτώ (λιποστρατώ, αυτομολώ)

λιποψυχώ (λιποθυμώ, ολιγούμαι)

λιχνίζω (πτυάζω, λικμώ, ανεμίζω)

λιώνω (ρευστοποιώ)

λογαριάζω (μετρώ, αριθμώ)

λογίζομαι (θεωρούμαι)

λογικεύομαι (ορθοφρονώ, σοβαρεύομαι, αναφρονώ,

συνετίζομαι, εχεφρονώ, ορθογνωμονώ, ορθογνωμώ)

λογικεύω (συνετίζω, φρονίζω)

λογοαθετώ (ξελέγω)

λογοδοτώ (απολογούμαι)

λογοκοπώ (αερολογώ, αεροκοπανίζω, ρησικοπώ, κενολεκτώ)

λογοκρίνω (φιμώνω, βουβαίνω, μουγκαίνω)

λογομαχώ (λογοφέρνω)

λογοποιώ (συγγράφω, λογογραφώ, ιστορώ)

λοιδορώ (κοροϊδεύω, χλευάζω, αναγελώ)

λοξεύω (στραβώνω)

λοξοκοιτάζω (λοξοβλέπω, στραβοκοιτάζω,

ζαβοθωρώ, στραβοθωρώ, λοξοτηράω, υφορώ,

παρασκοπώ, λοξοβλεπτώ)

λοξυγκιάζω (λυγκιάζω)

λουλουδίζω (ανθίζω)

λουρώνω (μαλακώνω) [ευνάζομαι=απαλύνομαι]

λουστράρω (στιλβώνω)

λουτρίζω (λούζω)

λουτσίζομαι (καταβρέχομαι)

λουφάζω (λαγιάζω, μουλώνω)

λοχερεύω (χλοάζω)

λοχεύω (τίκτω, γεννώ, μαιεύομαι)

λυγίζω (κάμπτω, γνάμπτω, καμπύλλω)

λυμαίνομαι (καταστρέφω, λεηλατώ)

λυτρώνομαι (γλιτώνω)

λυτρώνω (απαλλάσσω, ελευθερώνω)

λυπούμαι (θλίβομαι, αθυμώ, ακαχίζομαι)

λυπώ (θλίβω, στενοχωρώ, πικροκαρδίζω)

λωβιάζω (λεπριάζω, λεπριώ)

λωλαίνω (τρελαίνω, κουζουλαίνω, κρούζω)

Μ

μαγαρίζω (βρομίζω)

μαγγανεύω (γοητεύω, μαγεύω)

μαγειρεύω (μηχανεύομαι)

μαγεύω (γοητεύω, θέλγω)

μεγιστοποιώ (υπερμεγεθύνω)

μαγκεύω (πονηρεύω)

μαγκώνω (πιάνω) [χειραπτώ=πιάνω]

μαγνητίζω (σαγηνεύω)

μαδώ (αποψιλώνω, αποπτιλώ, εκποκίζω, λουβώ,

ξεπουπουλιάζω, τριχομαλλώ, ξεφτερίζω, μαδάρω)

μαζεύω (αθροίζω, συλλέγω, συνάζω, ομαδεύω,

συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συγκομίζω)

μαζοποιώ (συμφύρω, συναναμιγνύω, συγκερκίζω, συμμαλάσσω)

μαθαίνω (πληροφορούμαι, διδάσκομαι)

μαθεύτηκε (γνωστοποιήθηκε)

μαθητεύω (σπουδάζω, διδάσκομαι)

μαϊμουνεύω (ξεγελώ, εξαπατώ) (μαϊμουνιές=λαμογιές)

μαίνομαι (οργιάζω, λυσσομανώ)

μακαρίζω (επαινώ, εγκωμιάζω)

μακιγιάρω (φκιασιδώνω)

μακραίνω (επιμηκύνω, σπίζω, ματίζω)

μακρηγορώ (απεραντολογώ, πλατυλογώ)

μακροημερεύω (πολυημερεύω, μακροβιώ, πολυχρονίζω)

μακροθωρώ (προορώ)

μακροποιώ (μηκοποιώ)

μαλάζω (μαλακώνω, μαλακοποιώ)

μαλακώνω (πραΰνω, ηρεμίζω, απαγαδιάζω)

μαλλιαγρίζω (κακομεταχειρίζομαι)

μαλώνω (φιλονικώ)

μανατζάρω (περιοικονομώ)

μανδρίζω (αυλίζω)

μανιπουλάρω (χειραγωγώ ή κιβδηλεύω)

μανουβράρω (ελίσσομαι) [μανούβρα=ελιγμός]

μανουριάζω (τσαμπουκαλεύομαι, ερίζω)

μαντάρω (καρικώνω)

μαντεύω (προλέγω, προφητεύω, θεοφατίζω)

μαντρώνω (περιφράσσω, σηκάζω)

μαραζώνω (μαραγκιάζω)

μαραίνω (μαραγκιάζω, κατσιάζω)

μαραίνομαι (κιτρινίζω)

μαργιολεύω (τεχνάζομαι, δολοφρονώ)

μαρκάρω (σημαδεύω)

μαρταριάζω (πανιάζω)

μαρτυρώ (καταγγέλλω, βεβαιώνω)

μασάω (στομοκοπώ, ματσαλάω, μαστάζω, μαμαλάω)

μαστιγώνω (χτυπώ, δέρνω, μαστίζω)

μαστορεύω (μερεμετίζω, επιδιορθώνω, μαστρολογώ)

μαστουρώνω (φτιάχνομαι, ναρκώνομαι,χασισώνομαι)

ματαβλέπω (ξαναβλέπω, αναβλέπω) [ξετυφλώνομαι=ξαναβλέπω]

ματαιοπονώ (ματαιοπραγώ, αδικομαχώ, σκιαμαχώ,

κενοπονώ, ματαιομοχθώ, κενοκοπώ)

ματαιοφρονώ (ματαιοδοξώ, κενοδοξώ)

ματαιώνω (ακυρώνω, παρεμποδίζω, αποτρέπω)

ματώνω (αιμορραγώ, αιμορροώ, αιμάσσω, λιφαιμώ, αιματίζω, αιματορροώ)

μαυρίζω (μελαίνω, μελανώνω)

μάχομαι (πολεμώ, αγωνίζομαι, συγκρούομαι)

μεγαλοπιάνομαι (αρχοντοπιάνομαι)

μεγαλοποιώ (εξογκώνω, υπερβάλλω, ογκοποιώ, εκτραγωδώ, εκδεινώ, δεινοποιώ)

μεγαλώνω (αυξάνω, μεγεθύνω) [μεγαλοφέρνω=μεγαλοδείχνω]

μεγεθύνω (αυξάνω, μεγαλώνω)

μεθαρμόζω (αναπροσαρμόζω)

μεθάω (μπεκρουλιάζω, διοινούμαι, μεθύζω,

σουρώνω, μεθοκοπώ, κρασώνομαι,

μπεκροπίνω, μπεκρολογώ, σβανάρω, οινοφλυγώ)

μεθερμηνεύω (μεταφράζω) [μεταγλωττίζω=μεταφράζω]

μεθίσταμαι (μεταφέρομαι)

μεθοδεύομαι (σοφίζομαι, επινοώ)

μειγνύω (ανακατώνω, συμφύρω, χαρχαλεύω, συνονθυλεύω, σμίγω)

μειονεκτώ (υστερώ)

μειώνομαι (νικιέμαι, ηττώμαι, ταπεινώνομαι)

μειώνω (ελαττώνω, μικραίνω)

μελαγχολώ (βαρυθυμώ)

μελανιάζω (μαυρίζω)

μελετώ (διαβάζω, εξετάζω)

μέλλει (πρόκειται) [μέλει=νοιάζει]

μελοποιώ (μελουργώ, μουσοποιώ)

μελωδώ (τραγουδώ, μέλπω)

μέμφομαι (κατηγορώ, κατακρίνω)

μεμψιμοιρώ (παραπονιέμαι, κλαίγομαι, γκρινιάζω,

κλαψουρίζω, τσιαουνίζω, μινυρίζω, κλαουρίζω)

μένω (κατοικώ)

μερακλώνομαι (υπεξαίρομαι)

μερίζω (διαμοιράζω)

μερικεύω (ειδικεύω)

μεριμνώ (επιμελούμαι, φροντίζω, ενδιαφέρομαι,

προνοώ, τημελώ, προμηθούμαι, κόπτομαι)

μεροληπτώ (ετερομερώ, προσωποληπτώ, καταχαρίζομαι)

μεσημβρίζω (μεσημεριάζω)

μεσιτεύω (μεσολαβώ)

μεσοκόβω (μεσοτομώ)

μεσολαβώ (μεσιτεύω, παρεμβαίνω, μεσάζω, πρεσβεύω, παρεμβάλλομαι, παρεμπίπτω)

μεσουρανώ (ακμάζω, ευδοκιμώ) [υπερευδοξώ=παρευδοκιμώ]

μεταβαίνω (μεθίσταμαι, μεταπηδώ)

μεταβάλλω (αλλάζω, μετατρέπω, μεταπλάσσω)

μεταβιβάζεται (περιέρχεται, ανήκει)

μεταβιβάζω (μεταφέρω, μετακομίζω)

μεταγνωμίζω (μεταστρέφομαι, μετανογώ, ξελέω,

μεταγινώσκω, μεταβουλεύω, μεταγνώθω, μεταδοκώ,

μεταλογίζομαι, παλινδρομώ, ξαναλογίζομαι)

μετάγω (μετακομίζω, μεταφέρω, μετακινώ, μετατοπίζω, μεταίρω)

μεταδίδω (κοινοποιώ)

μεταθέτω (μετατοπίζω, μετακυλίω)

μεταλαβαίνω (κοινωνώ)

μεταλαμπαδεύω (διαφωτίζω) [φωτοφορώ=φωσφορώ]

μεταλλάσσω (μεταβάλλω)

μεταμελούμαι (μετανοώ, γνωσιμαχώ)

μεταμορφώνω (μετασχηματίζω) [μετασχηματίζομαι=μεταπλάθομαι]

μεταμφιέζω (μασκαρεύω, καμουφλάρω, παραλλάζω, μετενδύω)

μεταναστεύω (εκπατρίζομαι, αποδημώ, παροικίζομαι)

μετανοώ (μετανιώνω, μεταμελούμαι, αλλαξογνωμώ)

μεταπείθω (μεταστρέφω, μεταδιδάσκω, αναπείθω,

παρατρωπώ, αποσυμβουλεύω)

μεταπέμπω (μετακαλώ)

μεταπίπτω (μεταβάλλομαι)

μεταποιώ (τροποποιώ)

μεταπωλώ (μεταπρατώ)

μεταρρυθμίζω (αναδιοργανώνω, αναμορφώνω)

μεταρσιώνω (ανυψώνω)

μετασκευάζω (ανασχηματίζω)

μεταστοιχειώ (μεταπλάθω)

μετατάσσω (μεταθέτω)

μετατοπίζω (μετακινώ, μεταφέρω)

μετατρέπω (αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ)

μεταφράζω (ερμηνεύω)

μεταφυτεύω (μοσχεύω)

μεταχειρίζομαι (χρησιμοποιώ, χρώμαι) [επαναχρησιμοποιώ=ξαναχρησιμοποιω]

μετέρχομαι (χρησιμοποιώ) [διεξέρχομαι=αναλύω]

μετέχω (συμμετέχω)

μετοικώ (αποδημώ)

μετουσιώνεται (μετουσιάζεται)

μετριάζω (αμβλύνω, εκτονώνω, χαλαρώνω, χαλατονώ)

μετριοπαθώ (συγγιγνώσκω)

μετριοφρονώ (ταπεινοφρονώ, χθαμαλοφρονώ)

μετρώ (αριθμώ, λογαριάζω)

μηδενίζω (εξαφανίζω) [εξαϋλώνομαι=εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εξαχνίζομαι]

μηνίω (εξοργίζομαι, διαγριαίνω) [οδύσσομαι=διοργίζομαι, επαλαστώ]

μηνύω (καταγγέλλω, εγκαλώ)

μηρυκάζω (αναχαράζω, αναμασώ, μαρκιούμαι)

μηχανεύομαι (τεχνάζομαι, επινοώ, περισοφίζομαι)

μηχανορραφώ (σκευωρώ, κακοβουλώ)

μιαίνω (μολύνω, μολεύω, χραίνω) [νοσοποιώ=μολύνω, νοσίζω]

μικραίνω (ελαττώνω, μειώνω, μικροποιώ)

μικροφέρνω (μικροδείχνω) [μικροπρεπεύομαι=σμικροπρεπεύομαι, ξεπέφτω]

μιμούμαι (πιθηκίζω, αντιγράφω, κοπιάρω, ιμιτάρω) [συνακολουθώ=εκμιμούμαι]

μιρλιάζω (παραπονιέμαι, μιρλίζω) [πέπρωται=καθείμαρται, ήτοι είναι γραμμένο από τη μοίρα]

μισεύω (ξενιτεύομαι)

μισοτσακίζω (μισοσπάζω)

μισώ (απεχθάνομαι, αντιπαθώ, εχθρεύομαι, εχθραίνω)

μνημονεύω (αναφέρω, θυμίζω) [προμνημονεύομαι=προκαταλέγομαι, π.χ. οι προμνημονευθέντες φιλόσοφοι]

μνησικακώ (μανιοκρατώ)

μνηστεύω (αρραβωνιάζω)

μοιραίνω (καλοτυχίζω)

μονοιάζω (συμφιλιώνω, καταλλάσσω, συμβιβάζω)

μοιράζω (μερίζω, διανέμω)

μοιρολογώ (θρηνολογώ, θρηνωδώ)

μολάρω (αμολάω, αφήνω)

μολύνω (μιαίνω, λερώνω, βορβορώ, φορύνω)

μονάζω (ασκητεύω, καλογερεύω)

μοντάρω (συναρμολογώ, συναρμόζω, αμματίζω)

μοντελοποιώ (εξεικονίζω, αποπλάσσομαι) [=φτιάχνω ακριβές ομοίωμα, αντίγραφο]

μοντερνίζω (καινοτομώ, νεοτεριζω, νεωτερίζω, νεωτεροποιώ)

μορφοποιώ (διαμορφώνω)

μορφώνω (σχηματίζω, διαρτίζω)

μοσχόφαγε (καλόφαγε)

μουθουνίζω (ερρινίζω)

μουρμουρίζω (ψιθυρίζω)

μοστράρω (εκθέτω)

μουγκρίζω (βρυχώμαι, βρουχίζω, μουγκούμαι)

μουδιάζω (αιμωδώ)

μουλαρώνω (πεισματώνω, κατσικώνομαι, δρασκελώνομαι)

μουντζουρώνω (μελανιώ)

μουντίζω (σκοτεινιάζω, μαυρολογώ)

μουρνταρεύω (βρομίζω)

μούτεψε (μουγγάθηκε)

μουτρώνω (κατσουφιάζω, στυγνάζω, σκυθράζω)

μουχλιάζω (σαχνιάζω, λυθριάζω)

μοχθώ (κοπιάζω, κουράζομαι, καταπονούμαι)

μοχλεύω (κινητοποιώ)

μπαγιατεύω (παλιώνω, πολυκαιρίζω) [απαρχαιώνομαι=παλιώνω]

μπάζω (συμπτύσσομαι)

μπαζώνω (επιχωματώνω, προσχώνω, χωματίζω, μωλώνω)

μπαίνω (εισχωρώ, εισέρχομαι, εισπορεύομαι, εισβαίνω, εισφρέω)

μπακακίζω (βατραχίζω)

μπακιρώνω (επιχαλκώνω) [μπακιρτζής=χαλκωματάς]

μπαλαλώ (αφρονώ, παραλαλώ, αδιανοητεύομαι) [μπάλαλα=τα μη δυνάμενα να σκεφτούν, τα μη έχοντα σκέψιν]

μπαλαμουτιάζω (παραμυθιάζω) [πουλάει μπαλαμούτι=προσπαθεί να πείσει με ψευτιές]

μπαλιάζω (δεματοποιώ) [π.χ. μπαλιάζω το τριφύλλι]

μπαλώνω (επιδιορθώνω, επισκευάζω, επιρράπτω)

μπανάρω (απορρίπτω, αποβάλλω)

μπανιαρίζομαι (λούομαι) [μπανιέρα=λουτήρας]

μπαστακώνομαι (στυλώνομαι, παλουκώνομαι)

μπασταρδεύω (νοθεύω)

μπατάρω (γέρνω, αποκλίνω)

μπατιρίζω (χρεοκοπώ)

μπεγλερίζω (μανιτζάρω)

μπερδεύω (αναμειγνύω)

μπήγω (χώνω, καρφώνω)

μπιρμπαντεύω (τσιλιμπουρδάω)

μπιτίζω (τελειώνω)

μπλανώθηκε (επιχωματίστηκε)

μπλετσώνομαι (παρατρώω, ταρατσώνω)

μπλοκάρω (περικυκλώνω)

μπογιατίζω (χρωματίζω, βάφω, θωριάζω, χροιώ)

μπολιάζω (εγκεντρίζω, ενθεματίζω, εμβολιάζω,

ενοφθαλμίζω, φελιάζω, εμφυλλίζω)

μπορώ (δύναμαι, σθένω)

μποσικάρω (καλουμάρω)

μπουγεύω (απλώνω) [μπούγιο=μεγάλος όγκος]

μπουμπουκιάζω (ανθίζω, αναθάλλω)

μπουμπουνίζει (κρατσιανοβολάει, βομβάζει)

μπουνταλοφέρνω (χαζοφέρνω, βλακοφέρνω, αγαθοφέρνω, φυρομυαλίζω)

μπουρδολογώ (σαχλαμαρίζω)

μπουρδουκλώνω (κουκουλώνω)

μπουρμπουλώνομαι (κουκουλώνομαι, κατσουλώνομαι)

μπουσουλάω (αρκουδίζω)

μπρουμυτίζω (πιστομίζω)

μυκτηρίζω (σκώπτω, περιγελώ, κοροϊδεύω)

μυούμαι (τελίσκομαι) [μύηση=προπαίδευση σε μυστικά, σε μυστήρια]

μυτερώνω (καταστομώ, οξύνω, σουβλερώνω) [ρινοτομώ=ρινοκοπώ]

μυώ (διδάσκω, κατηχώ, μυσταγωγώ)

μωλωπίζω (πληγιάζω)

μωραίνω (αποβλακώνω, κουτιαίνω, αποχαζεύω, απομωρώνω, απηλιθιώ)

μωρώνω (ηρεμίζω)

Ν

ναρκισσεύομαι (αυτοθαυμάζομαι, καμαρώνομαι, αυτοεπαίρομαι)

ναρκοθετώ (υπονομεύω)

ναυαγώ (καταποντίζομαι, καραβοτσακίζομαι)

ναυκρατώ (θαλασσοκρατώ)

ναυλοχώ (αγκυροβολώ, αραξοβολώ)

ναυσιπλοώ (ποντοπορώ, θαλασσοδρομώ)

ναυτίλλομαι (θαλασσοπορώ)

ναυτιώ (εμώ, αηδιάζω, αναγουλιάζω, ξερνοβολώ)

ναυτολογούμαι (μπαρκάρω)

νεανιεύομαι (κορδώνομαι)

νεκρώνω (θανατώνω, αψυχώνω)

νέμω (μοιράζω)

νεοτεριζω (καινοτομώ, μοντερνίζω, εκσυγχρονίζομαι)

νεροκάηκα (δίψασα)

νερουλιάζω (πλαδαρεύω, εξυδαρούμαι)

νερώνω (υδατώνω) [προσυδατώθηκε=προσθαλασσώθηκε]

νετάρω (αποτελειώνω,ξεμπερδεύω,ξεμπλέκω)

νευριάζω (τσατίζω)

νευροκοπώ (νευροτομώ, απονευρώνω)

νεύω (γνέφω, συναινώ, νευστάζω, διανεύω)

νεφελούται (συννεφιάζει)

νεώνω (ανακαινίζω, νεοποιώ, νεουργώ)

νεωτερίζω Βλέπε: νεοτερίζω

νηστεύω (σαρακοστεύω, αποσιτώ, αποκρεύω)

νίβομαι (πλένομαι)

νικιέμαι (ηττώμαι, μειώνομαι)

νικώ (επικρατώ, υπερέχω, κατατροπώνω, κατισχύω, υπερτερώ)

νίπτω (πλύνω, κατανίζω)

νοθεύω (παραποιώ, παραχαράσσω, κιβδηλεύω,

μπασταρδεύω, απομιμούμαι, μανιπουλάρω,

ψευτίζω, ψευδοποιώ, πλαστεύω)

νοιάζομαι (μεριμνώ) [επωριάζω=μεριμνώ]

νοικιάζω (μισθώνω)

νοικοκυρεύω (ευπρεπίζω, συγυρίζω)

νομίζω (κρίνω, φρονώ, φαντάζομαι, υποθέτω, θεωρώ, θαρρώ)

νοσηλεύω (θεραπεύω, γιατρεύω, υγιοποιώ, νοσοκομώ)

νοσταλγώ (ποθώ)

νοστιμεύομαι (ορέγομαι)

νοστιμεύω (εφηδύνω, γλυκαίνω, παραρτύω) [καρυκεύω=αρτύω, νοστιμίζω]

νοσώ (ασθενώ, πάσχω, αδιαθετώ, ανημπορώ, κακοδιαθετώ)

νοώ (αντιλαμβάνομαι, νογάω)

νταγιαντίζω (υπομένω)

νταϊανάω (κρατάω, βαστάω)

νταλακιάζω (παραπίνω, υπερπίνω, πολυπίνω)

ντανιάζω (στοιβάζω)

νταντεύω (βρεφοκομώ, βαγιουλεύω, βρεφοτροφώ)

νταραβερίζομαι (αλισβερίζομαι, συναλλάσσομαι)

ντεραπάρω (ανατρέπομαι, μπαταναρίζω)

ντιλάρω (προωθώ) [π.χ. ντιλάρω τη νέα τεχνολογία]

ντουμανιάζει (μπουριάζει) [τίκλωσε=ντουμάνιασε, ξετίκλωσε=ξεντουμάνιασε]

ντουρώνω (ορμώ, γιουρτάω, μουρώνω)

ντρακανιέμαι (ταλαντεύομαι, κλυδωνίζομαι)

ντρέπομαι (αισχύνομαι, ευλαβούμαι)

ντύνω (ενδύω)

νυκτερεύω (αγρυπνώ, παννυχίζω)

νυκτοπερπατώ (νυκτοπορεύω, νυκτοβαδίζω, νυχτογυρίζω, νυκτοπορώ)

νυκτώνει (βραδιάζει)

νυμφεύω (παντρεύω)

νυστάζω (γλαρώνω, κουτουλώ, υπνώττω)

νωθρεύω (οκνεύω, επιρραθυμώ, απραγμονώ)

νωτίζω (λακίζω)

νωτοφορώ (νωταγωγώ)


Ξ

ξαγρυπνώ (εγρηγορώ, νυκτερεύω)

ξαίνω (λαναρίζω)

ξακούγεται (φημίζεται)

ξαλλάζω (αλλαξοφορώ)

ξαλαφρώνω (ανακουφίζομαι)

ξαμολιέμαι (ξεχύνομαι) [καταρράσσω=ξεχύνομαι, καταρράκτης=ο κινούμενος με ορμή]

ξαναγυρίζω (επιστρέφω, επανέρχομαι, επαναλύω, υποστρέφω)

ξανανιώνω (ανηβώ, νεάζω)

ξανασαίνω (αναπαύομαι, ξαργιάζω)

ξανατοποθετώ (ανατάσσω)

ξανθίζω (ξανθοποιώ)

ξαπλώνω (πλαγιάζω)

ξαστερώνω (αιθριάζω, καλοκαιρεύω)

ξαφρίζω (αφρολογώ)

ξεβιδώνω (αποκοχλιώνω)

ξεβλαστίζω (θάλλω) [αναβλαστάνω=ξαναφυτρώνω]

ξεβοτανίζω (εκθαμνίζω, ξεχορταριάζω, ξεχορτίζω, ανασκαφίζω)

ξεβουλώνω (αποφράζω)

ξεβράζω (εκβάλλω, ξερνώ)

ξεβρακώνω (ξεγυμνώνω)

ξεβρομίζω (ξεμαγαρίζω, εκκαθαρίζω)

ξεγελώ (απατώ, πλανώ, παροδηγώ)

ξεγραπώνομαι (απαγκιστρώνομαι)

ξεγράφω (διαγράφω)

ξεγυμνώνω (γδύνω, ξεμπλετσώνω)

ξεδένω (λύνω, ξελύνω)

ξεδιαλέγω (επιλέγω)

ξεδιπλώνω (ξετυλίγω, ανελίσσω, αναπετάσω)

ξεδιψώ (αδιψώ)

ξεδοντιάζομαι (φαφουτιάζω)

ξεζαλώνω (ξεφορτώνω)

ξεζουμίζω (απομυζώ, στίβω, εκθλίβω, ξεσταλιάζω, εκστραγγίζω, εκπιέζω)

ξεθάβω (ξεχώνω, ξεχωνιάζω)

ξεθεμελιώνω (κατασκάπτω, σαρίζω, καταγκρεμίζω)

ξεθηκαρώνω (ξιφουλκώ)

ξεθηλυκώνω (ξεκουμπώνω)

ξεθυμαίνεται (ατονεί)

ξεθυμαίνω (καταπραΰνομαι, μειλίσσομαι ή ξεσπώ)

ξεθυμώνω (ξεκακιώνω)

ξεθωριάζω (ξασπρίζω, αποχρωματίζομαι, ετεροχροώ)

ξεκαθίζω (ανελκύω)

ξεκαλιγώνω (ξεπεταλώνω)

ξεκάνω (εξοντώνω, σφαγιάζω, πετσοκόβω)

ξεκαπακώνω (ξεσκεπάζω, εκκαλύπτω)

ξεκαρφώνω (ξηλώνω, ξεπροκίζω) [αποκαθηλώνω=ξεκρεμάω, ξηλώνω]

ξεκατινιάζω (καταπονώ, τρύχω)

ξεκλέβω (εξοικονομώ, διαθέτω)

ξεκλειδώνω (ξεμανταλώνω)

ξεκληρίζω (αποδεκατίζω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω, ξεπατώνω)

ξεκόβομαι (αποσπώμαι, αποχωρίζομαι, αποξενώνομαι)

ξεκόβω (απομακρύνω)

ξεκοκαλίζω (καταβιβρώσκω) [εξοστεΐζω=ξεκοκαλιάζω]

ξεκολλώ (αποσπώ, αποσυγκολλώ)

ξεκουβαριάζω (ξεσφουρλιάζω, ξετυλίγω)

ξεκουκουτσίζω (εκκοκκίζω, ξεκουκιάζω, εκπυρηνίζω)

ξεκουμπίζομαι (απέρχομαι, φεύγω, αποπορεύομαι)

ξεκουράζομαι (αναπαύομαι, χουζουρεύω,

ραχατεύω, τεμπελιάζω, ρεμπελεύω, αποσχολάζω,

ριλαξάρω, ανακουφίζομαι, εφησυχάζω,

ξαποσταίνω, λωφώ)

ξελαιμιάζομαι (ξεσβερκιάζομαι)

ξελακκίζω (ξεχώνω, ξεσκάφτω)

ξελαμπικάρισα (ξεθόλωσα)

ξελαργεύω (αραιώνω, αναριεύω, αγανεύω, αναργιώνω)

ξελασπώθηκα (σώθηκα, γλίτωσα, σιάχτηκα, φτιάχτηκα)

ξελασπώνομαι (ορθοπατώ, ορθοποδίζω)

ξελιγώνω (κατακουράζω)

ξελογιάζω (ξεμυαλίζω, παραπλανώ)

ξεμαλλιάζω (αποτίλλω, σουρομαλλιάζω)

ξεματιάζω (ξεβασκαίνω, σταυρώνω)

ξεμεθώ (ανανήφω)

ξεμένω (στερούμαι, αμοιρώ)

ξεμοναχιάζω (απομονώνω)

ξεμοντάρω (αποσυναρμολογώ, αποσυνθέτω, εξαρμόζω, αποσυνάπτω)

ξεμουδιάζω (ξεπιάνομαι)

ξεμουχλιάζω (ανακαρώνω, αναπαίρνω)

ξεμπλετσώνομαι (γυμνούμαι, απεσθούμαι)

ξεμπουκάρω (ξεπετάγομαι)

ξεμπουρνταλιάζω (εξαναισχυντώ, προστυχεύω, ξεβγαίνω, αδιαντροπεύω)

ξεμπροστιάζω (απογυμνώνω, εκθέτω)

ξεμυτίζω (ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι, ανακύπτω,

ξεφυτρώνω, επιφαίνομαι, ξετσουπίζω)

ξενιτεύομαι (αποδημώ, μισεύω, εκπατρίζομαι)

ξενοιάζω (ηρεμώ, ξεσκοτίζομαι, αμεριμνώ, χαρατεύω, ξαλεγράρω)

ξενομανώ (αλλοτριονομώ)

ξεντροπιάζω (ευφημίζω)

ξενυχτώ (αγρυπνώ, διανυκτερεύω)

ξενώνω (εκποιώ, πωλώ)

ξεξασπρίζω (καταλευκαίνω)

ξεπαγιάζω (μαργώνω)

ξεπαγώνω (αποψύχω)

ξεπακιάζομαι (παραφορτώνομαι)

ξεπαπουτσώνω (υπολύω, ξυπολύνω)

ξεπαραδιάζομαι (καταξοδεύομαι, ξηλώνομαι, ξεπενταρίζομαι, ξεπουγκίζομαι)

ξεπαρθενεύω (αποπαρθενεύω, διακορεύω) [διαπαρθενεύω=διακορίζω]

ξεπατηκώνω (αντιγράφω, ξεσηκώνω, αποτυπώνω, αναπαριστάνω)

ξεπέφτω (παρακμάζω)

ξεπηδώ (εκπηγάζω)

ξεπιάνομαι (ανακουφίζομαι, απαλγώ)

ξεπλένω (απονίζω, απονίπτω, διακλύζω, ξεβγάζω)

ξεποδαριάζω (ξεθεώνω)

ξεπορτίζω (ξεμυτίζω)

ξεπουλώ (εκποιώ, απεμπολώ, ξεκάνω) [εμπολώ=εμπορεύομαι]

ξεπουπουλιάζομαι (μαδιέμαι, πτερορροώ, τίλλομαι)

ξεπρεσάρω (ξεσφίγγω)

ξεραίνω (στεγνώνω, εξικμάζω)

ξερηχαίνω (αναβαθαίνω) [ρηχαίνω=ξεβαθαίνω]

ξεριζώνω (αφανίζω)

ξερνώ (εξεμώ, εκχύνω)

ξερογλείφομαι (λιγουρεύομαι)

ξεροσταλιάζω (στήνομαι, περιμένω, καρτερώ)

ξεσαβουριάζω (αφερματίζω)

ξεσαλώνω (αποχαλινώνομαι, παρεκτρέπομαι, εκτροχιάζομαι)

ξεσηκώνω (διεγείρω)

ξεσκαλώνω (ξεμπλέκω, ξεσέρνω)

ξεσκαρτάρω (αποδιαλέγω)

ξεσκεπάζω (φανερώνω, ξεκουκουλώνω)

ξεσκίζω (κατακομματιάζω, κατακόπτω)

ξεσκονίζω (καθαρίζω)

ξεσπάει (αρχίζει, κινάει)

ξεσπαθώνω (ξεσπώ) [σπαθίζω=σπαθοκοπώ]

ξεσπιτίζω (εξοικίζω)

ξεσπώ (εκρήγνυμαι)

ξεσταχίζω (σταχυοβολώ, σταχυοφυώ)

ξεστολίζω (αποκοσμώ)

ξεστραβώνομαι (διαφωτίζομαι)

ξεστραβώνω (ισιώνω)

ξεστρατίζω (παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, λοξοδρομώ,

παρεκβαίνω, λοξοπορώ, ντελαπάρω)

ξεστρίβω (χαλαρώνω, ξεσφίγγω)

ξεσυνηθίζω (ξεμαθαίνω, απεθίζω)

ξεταπώνω (εκπωματίζω)

ξεταιριάζω (αποσυναρμολογώ)

ξετικάρω (αποεπιλέγω, ξετσεκάρω)

ξετινάζω (ξεπαραδιάζω)

ξετρελαίνομαι (ενθουσιάζομαι)

ξετρελαίνω (μαγεύω)

ξετρυπώνω (ξεπροβάλλω, αναβγαίνω, αναφαίνομαι)

ξετσαλακώνω (ισιάζω)

ξετσαουλιάζομαι (ξεσαγονιάζομαι)

ξεφεύγω (γλιτώνω)

ξεφλουδίζω (αποφλοιώνω, απολεπίζω, εκβολβίζω,

αποκαυκαλίζω, εκλεπίζω, φλοΐζω)

ξεφορτώνομαι (ξεμπλέκω, ξεκάνω, ξεμπερδεύω)

ξεφουρνίζω (ξεστομίζω)

ξεφράζω (ξεβουλώνω, ξεμπουκώνω)

ξεφτιλίζω (ταπεινώνω)

ξεφυλλίζω (μετροφυλλώ, φυλλομετρώ, φυλλολογώ, φυλλουργώ)

ξεφυσώ (εκπνέω, αποπνέω) [ρουθουνίζω=μουσουνίζω, φριμάζω]

ξεχαρβαλιάζω (χαλνώ)

ξεχαρμανιάζω (αναψύχομαι)

ξεχασκίζω (αποσβολώνομαι, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι)

ξεχέζω (περιυβρίζω)

ξεχειλώνω (χαλαρώνω)

ξεψαρώνω (αναθαρρεύω)

ξεψειρίζω (αποφθειριώ, ξεκονιδιάζω)

ξεψυχίζω (πεθαίνω)

ξηλώνω (ξεράβω)

ξηραίνω (σκέλλω, στεγνώνω, ανικμάζω, τερσαίνω)

ξινίζω (οξίζω)

ξοδεύω (δαπανώ, σπαταλώ, ξοδιάζω)

ξουραφίζω (ξυρίζω, επιξυρώ) [ξυστρίζω=στλεγγίζω]

ξοφλώ (ξεχρεώνω, αποπληρώνω, νετάρω,

απαγαδίζω, χρεολυτώ, χρεοδοτώ)

ξυέται (ξύνεται)

ξυλεύεται (καρπώνεται, νέμεται)

ξυλιάζω (παγώνω)

ξύνω (λειαίνω, ξέω)

ξυπνώ (αφυπνίζω, επεγείρω)

ξυπολιέμαι (υπολύομαι, ανυποδητώ)

ξωπετάνε (εκπαραθυρώνουν)

Ο

ογκώνω (διαστέλλω, φουσκώνω)

όγκωσα (χόρτασα, ταράτσωσα)

οδεύω (πορεύομαι, προχωρώ, δρομώνω, δρομώ)

οδοιπορώ (πεζοπορώ, ατραπίζω)

οδηγώ (άγω, φέρω)

οδύρομαι (θρηνώ, κλαίω, πλαντάζω, βρέμω, χουχουλιέμαι)

οιδαίνω (πρήζομαι, τουμπανιάζω)

οικειοποιούμαι (σφετερίζομαι, εξιδιάζομαι, παραιρούμαι)

οικοδομώ (κτίζω, θεμελιώνω)

οικονομώ (αποταμιεύω, ποτάζω)

οικτίρω (ευσπλαχνίζομαι, λυπούμαι, συμπονώ, ψυχοπονώ)

οινοποτώ (κρασοπίνω) [υδροποτώ=υδατοποτώ]

οινοχοώ (κρασοκερνώ) [οινοχόος=κρασοκεραστής]

οιστρηλατούμαι (παθιάζομαι)

οιωνίζομαι (προφητεύω, χρηστηριάζω, ορνιθεύομαι) [οιωνός=πτηνόν, όρνις]

οκλάζω (κιμβάζω, ανακουρκουδίζω) [=κάθημαι οκλαδόν]

οκνοποιώ (οκνηρεύω)

οκνώ (τεμπελιάζω, ραθυμώ, νωθρεύω, σελεμίζω,

ακαματεύω, κοπροσκυλιάζω, απρακτώ, χασομερώ, ραστωνεύω)

ολβιώ (μακαριώ)

ολιγοδρανώ (χαλαρώνομαι, λιποτονώ)

ολιγορρημονώ (ολιγολαλώ)

ολιγωρώ (αμελώ, αδιαφορώ)

ολισθαίνω (γλιστρώ)

ολοκαυτώ (απανθρακώ, ολοκαώ)

ολοκληρώνεται (περατώνεται)

ολοκληρώνω (αρτιώνω, συμπληρώνω, διεκπεραίνω)

ολοφύρομαι (θρηνώ, οδύρομαι, ολολύζω)

ομαλύνω (ισιάζω, ισοπεδώνω, διομαλίζω, επιπεδώνω, απεδίζω)

ομιλώ (κουβεντιάζω, συζητώ, διαλέγομαι, μασλατεύω)

ομιχλούμαι (καταχνιάζομαι)

ομνύω (ορκίζομαι, ομόνω, ορκοδοτώ, ορκωμοτώ, αμόνω)

ομογνωμονώ (συμφωνώ, συμπλέω, συστοιχούμαι, ομοψηφώ)

ομοδυναμώ (ισοδυναμώ)

ομολογώ (συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω, επευδοκώ)

ομορφαίνω (καλλωπίζω, στολίζω)

ομοφωνώ (ομοδογματώ, ταυτοφωνώ, ισογνωμώ)

ομοφρονώ (ομοδοξώ, ομονοώ)

ομοψηφώ (συγκατατίθεμαι, ανθομολογώ)

ονειδίζω (κατηγορώ, κατακρίνω, προσβάλλω, θίγω, καθάπτομαι)

ονειρεύομαι (ενυπνιάζομαι, νείρομαι)

ονειροπολώ (φαντασιοκοπώ, ονειροβατώ)

ονομάζω (αποκαλώ, προσαγορεύω, φωνώ) [επονομάζομαι=επικαλούμαι, επωνυμούμαι]

ονοματοποιώ (ονοματουργώ)

ονυχοκοπώ (περιονυχίζω, απονυχίζω)

οξειδώνομαι (σκουριάζω)

οξύνω (εντείνω)

οπισθοδρομώ (οπισθοχωρώ, ανατροχάζω, υποποδίζω)

οπλίζω (αρματώνω, οπλοδοτώ)

οπτεύω (ορώ)

οραματίζομαι (οπτασιάζομαι)

οργανώνω (τακτοποιώ)

οργίζομαι (θυμώνω, αγανακτώ, σκυλιάζω, κακιώνω)

οργίζω (εξάπτω, ερεθίζω, συγχύζω)

οργώνω (αροτριώ, αλετρίζω, υνιάζω, ζευγαρίζω, αροτριάζω, καματεύω, αροτρεύω)

ορέγομαι (επιθυμώ, θέλω, λιμπίζομαι, γλίχομαι)

οριστικοποιώ (παγιώνω)

ορθιάζω (ορθοστήνω, ορθώνω)

ορθοποδώ (ευδοκιμώ, ευημερώ)

ορθορρημονώ (ορθοεπώ, ορθολογώ, ορθολεκτώ, απαρτιλογώ)

ορθοτομώ (καλοσυμβουλεύω, δαδουχώ, αναδιδάσκω)

ορθώνομαι (στυλώνομαι, σηκώνομαι, υψώνομαι)

ορθώνω (υψώνω, σηκώνω)

ορίζω (διατάσσω, επιβάλλω, καθορίζω)

ορμίζω (προσαράσσω, αγκυροβολώ)

ορμώ (χιμίζω, επιτίθεμαι, βουρώ, γιουρντώ, μουντάρω, επιπίπτω)

ορμώμαι (κατάγομαι)

οροθετώ (οροσημαίνω, οριοθετώ, διαχαράσσω)

ορρωδώ (φοβούμαι, δειλιάζω, πτήσσω)

οσμώμαι (οσφραίνομαι)

οσφραίνομαι (οσμίζομαι, μυρίζω) [μυροβλύζω=μυροβλυτώ] [μυρώνω=μυραλειφώ]

ουδετεροποιούμαι (αποσυνδέομαι, αποδεσμεύομαι)

ουρανοβατώ (νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ)

ουρλιάζω (σκούζω, σκληρίζω, τσιρίζω, στριγγλίζω)

οχλαγωγώ (θορυβοποιώ)

οχυρώνω (ταμπουρώνω, οχυροποιώ)

οψίζει (υστερίζει)

οψιμίζει (οψιμοκαρπίζει)


Π

παγιδεύω (τσακώνω)

παζαρεύω (διαπραγματεύομαι)

παθαίνω (υφίσταμαι)

παθιάζομαι (συγκινούμαι, ενθουσιάζομαι, παθαίνομαι)

παιδαγωγώ (διδάσκω, εκπαιδεύω, ανατρέφω, μορφώνω, πωλοδαμνώ)

παιδεύω (βασανίζω, τυραννώ)

παιδιαρίζω (παιδιακίζω, μειρακεύομαι, μωρουδίζω,

νηπιάζω, νηπυτιεύομαι, παιδαριεύομαι)

παιδοκομώ (παιδοτροφώ)

παιδοφιλώ (παιδεραστώ)

παιδοφονώ (παιδοκτονώ)

παίζεται (διακυβεύεται)

παίζω (διασκεδάζω, αστειεύομαι, αθύρω)

παίρνω (δέχομαι, λαμβάνω)

πακετάρω (συσκευάζω, αμπαλάρω)

παλαβώνω (μουρλαίνω)

παλαντζάρει (ανεβοκατεβαίνει, κυμαίνεται)

παλεύω (αγωνίζομαι, μάχομαι, εναθλώ)

παλιλλογώ (ταυτολογώ)

παλινωδώ (αναιρώ, ανακαλώ)

παλιώνω (πολυκαιρίζω, μπαγιατεύω)

πάλλω (σείω, κραδαίνω)

παλουκώνω (ανασκολοπίζω, ανασκινδυλεύω) [ξεσουβλίζω=αποβελίζω]

πανικοβάλλω (τρομάζω)

παντελονιάζω (εισπράττω)

παντρεύω (νυμφεύω, συζεύγω)

πανωθιάζω (στοιβάζω)

παξιμαδιάζω (καταστραγγίζομαι)

παπουτσώνω (ποδεύω, ποδένω)

παραβαίνω (παραβιάζω, καταπατώ, παρατυπώ, καταστρατηγώ) [χακάρω=παραβιάζω]

παραβάλλω (συγκρίνω, παρομοιώνω)

παραβγαίνω (αναμετριέμαι)

παραβλέπω (υπομένω, ανέχομαι)

παραγνωρίζω (υποτιμώ, αλαφροπαίρνω)

παραγράφω (σβήνω, εξαλείφω)

παράγω (αποφέρω, αποδίδω, ευφορώ, γενεσιουργώ)

παραδέχομαι (αποδέχομαι, εγκρίνω, καθομολογώ)

παραδίνομαι (υποκύπτω)

παραδοξολογώ (τερατολογώ)

παραέγινε (υπερωρίμασε)

παραθέτω (παραλληλίζω)

παραισθάνομαι (παρερμηνεύω, κενοπαθώ) [παραίσθηση=παραποιημένη παράσταση]

παραιτούμαι (αποτραβιέμαι, εγκαταλείπω, αδιαφορώ)

παρακάμπτω (προσπερνώ)

παρακάνω (παραξηλώνω)

παρακινώ (κελεύω, παροτρύνω)

παρακολουθώ (κατασκοπεύω)

παρακούω (απειθαρχώ)

παρακρατάει (παρατραβάει, παραβαστάει, παραγίνεται)

παρακρούομαι (καταλαιπωρούμαι)

παρακωλύω (παρεμποδίζω)

παραλαμβάνω (εκδέχομαι)

παραλλάσσω (τροποποιώ)

παραλείπω (παρατώ, προσπερνώ)

παραληρώ (παραμιλώ) [φρενιτίζω=παραλαλώ, φρενίτιδα=ντελίριο]

παραλληλίζω (παραβάλλω, παρομοιάζω)

παραλογίζομαι (μαίνομαι, ανοηταίνω,

ανισορροπώ, αφρονώ, αλογιστώ)

παραλύω (εξασθενώ)

παραμακραίνω (παρατεντώνω)

παραμελώ (αδιαφορώ)

παραμερίζω (παραγκωνίζω, αναμεριάζω,

υποσκελίζω, απαριάζω, περιθωριοποιώ, ακρίζω)

παραμονεύω (ελλοχεύω, ενεδρεύω, καραουλίζω)

παραμορφώνω (διαστρεβλώνω)

παραμυθιάζω (παραπείθω, ξεγελώ, γελγηθεύω)

παραμυθολογώ (παραμυθεύγω) [μυθοποιώ=μυθουργώ]

παρανομώ (αδικώ, αθεμιτουργώ)

παρανοώ (παρεξηγώ)

παραπαίρνω (συμπαρασύρω)

παραπαίω (τρικλίζω, νταλοδέρνω)

παραπετιέμαι (παραμελούμαι) [παραπετώ=παραρίπτω]

παραποδίζω (περδικλώνομαι)

παραποιώ (αλλοιώνω, μεταβάλλω, απαλλοτριώνω)

παραπονιέμαι (διαμαρτύρομαι)

παρασέρνω (παραπλανώ)

παρασιτεύω (σελεμίζω)

παρασιωπώ (παρατρέχω)

παρασπονδώ (αθετώ, παραβαίνω, παρορκώ)

παραστρατώ (λοξοδρομώ)

παρασυμβάλλομαι (εξομοιώνομαι)

παρασύρομαι (φέρομαι) [φέρεται=φημολογείται]

παρατάσσω (αραδιάζω, στιχίζω)

παρατείνω (τρενάρω, παρελκύω, επιβραδύνω,

μηκύνω, μακραίνω, μακροχρονίζω, διαιωνίζω)

παρατηρώ (κοιτάζω, βλέπω, ατενίζω, αντρανίζω, εντρανίζω, εισορώ, ενατενίζω)

παρατρέφω (υπερσιτίζω)

παρατώ (αφήνω, εγκαταλείπω, προλείπω)

παραφέρομαι (παρεκτρέπομαι, εκμαίνομαι)

παραφορτώνω (υπερφορτώνω)

παραφρονώ (τρελαίνομαι, παραλογιάζω,

βουρλαίνομαι, αλλοφρονώ, μουρλαίνομαι,

ζουρλαίνομαι, λωλαίνομαι, λωλεύω, αεροπαίρνω)

παραχαϊδεύω (κακοπαιδεύω)

παραχαράσσω (παραποιώ, παρασημαίνω)

παραχώνω (θάβω, τυμβεύω, καταχωνιάζω) [τυμβωρυχώ=τυμβορυκτώ]

παραχωρώ (δίνω, παραδίδω)

παρδαλίζω (προστυχεύω)

παρέδραμε (προσπέρασε)

παρεισδύω (παρεισφρέω, υφέρπω, παρεισέρχομαι, υποικουρώ)

παρεκτρέπομαι (παραστρατώ)

παρενείρω (παρεμβάλλω, παρενθέτω)

παρεμβύω (ονθυλεύω, παραγεμίζω) [παρέμβυσμα=το παρεμβαλλόμενον μεταξύ δύο μερών]

παρενοχλώ (πειράζω)

παρεντίθεμαι (παρεμβάλλομαι)

παραξενεύω (εκπλήσσω)

παρεξηγώ (παρανοώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω)

παρέρχομαι (περνώ, φεύγω)

παρευρίσκομαι (παρίσταμαι, παρυπάρχω)

παρέχω (δίνω, προσφέρω) [αποτίω=αποδίδω]

παρηγορώ (ενθαρρύνω, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω, θαρσοποιώ, θυμοποιώ)

παρρησιάζομαι (ευθυρρημονώ, ορθοστομώ)

παροινιάζω (κακοτροπεύομαι, κακοηθεύομαι)

παρομοιάζω (εξομοιώνω)

παροξύνομαι (εξάπτομαι)

παροπλίζω (αφοπλίζω)

παροργίζω (εκνευρίζω)

παρορώ (παραβλέπω, αγνοώ) [ανεπιστημονώ=αγνοώ, αγνώσσω, ανεπιστήμων=αδαής]

παροτρύνω (κελεύω, παρακινώ, παρωθώ, παρορμώ)

παρουσιάζω (εκθέτω, επιδεικνύω, προβάλλω, μοστράρω, εμφανίζω, παραθέτω)

πασάρω (μεταβιβάζω)

πασπαλίζω (περιχύνω, κουκκίζω)

πασπατεύω (θωπεύω, χαϊδεύω, κορίζομαι, χειροτριβώ)

πασχίζω (προσπαθώ)

πάσχω (ασθενώ, νοσώ, υποφέρω, δεινοπαθώ, μοροπονώ)

πάτα (ξεκουμπίσου, φύγε, στρίψε)

πατάσσω (χτυπώ)

πατσίζω (εξισώνομαι) [εξισούμαι=αντιφερίζω]

πατώ (στηρίζομαι, εμβατεύω)

παύω (σταματώ, λήγω, διακόπτω)

παφλάζω (κοχλάζω, φλοισβίζω)

παχαίνω (χοντραίνω)

πεδικλώνομαι (σκοντάφτω)

πεζεύω (ξεκαβαλικεύω, αφιππεύω)

πεζολογώ (πεζολεκτώ, πεζογραφώ)

πεθαίνω (τελευτώ, εκπνέω, αποβιώνω)

πειθαρχώ (υπακούω, ευπειθώ, θεληματεύω)

πείθω (ψήνω, καθησυχάζω, καλάρω)

πεινώ (λιμώττω, λιμάζω, ψωμολυσσώ, ψωμολιμάζω, βουλιμιώ)

πειράζω (ενοχλώ, εκνευρίζω, κεντρίζω, τσιγκλώ,

κουρντίζω, θίγω, πικάρω, σκιντώ)

πεισματώνω (εξοργίζω, χολιάζω)

πεζοπορώ (πεζολατώ, περπατώ, οδοιπορώ, δρομοκοπώ, πεζοβατώ)

πελαγίζω (θαλασσεύω)

πελαγοδρομώ (παραπαίω, κουτουλιέμαι)

πελάζω (προσεγγίζω, πλησιάζω)

πέμπω (στέλλω)

πενθώ (θλίβομαι, θρηνώ)

πένομαι (στερούμαι, απορώ, λιμοκτονώ, λυσσοπεινώ)

πέπτω (χωνεύω)

περαίνω (τελειώνω, εκπληρώνω, τερματίζω, περατώνω) [πεπερασμένος=ο έχων πέρας]

περαιώνω (αποπερατώνω)

πέρδομαι (βδέω, αερίζομαι, κλάνω)

περεχώ (περιβρέχω)

περιάγω (περιφέρω, κυκλογυρίζω)

περιαυτολογώ (καυχιέμαι, αυτοεπαινούμαι)

περιβάλλω (περιτριγυρίζω, περικυκλώνω, περιθέω)

περιγελώ (κοροϊδεύω, εκμυκτηρίζω)

περιγράφω (αναπαρασταίνω)

περιδιαβάζω (σουλατσάρω)

περιδινώ (στροβιλίζω, ανεμοκυκλίζω, στριφογυρίζω, ανακυκλίζω)

περιδρομιάζω (παρατρώγω, παραχορταίνω,

υπερσιτίζομαι, λαιμάσσω)

περιθάλπω (βοηθώ, παρηγορώ, κουράρω)

περιθωριοποιούμαι (παραγκωνίζομαι)

περικυκλώνω (αποκλείω, μπλοκάρω, πολιορκώ)

περικλείω (περιβάλλω, περιστοιχίζω)

περιλαβαίνω (τσακώνω, περιαδράχνω, περιδράττομαι, κουτουπώνω, περιαρπάζω)

περιλαμβάνω (περιέχω)

περιμαζεύω (περιποιούμαι)

περιμένω (προσδοκώ, ελπίζω, απαντέχω)

περιοδεύω (τριγυρνάω, περιέρχομαι)

περιορίζω (περιστέλλω)

περιουσιάζω (πληθωρούμαι, ευπορώ, πλήθω) [περιουσία=πλούτος, ευπορία]

περιπαίζω (κοροϊδεύω)

περιπλέκω (δυσκολεύω, μπερδεύω)

περιπλανώμαι (περιφέρομαι, πλάζομαι, αλητεύω,

γκιζερίζω, αλανιαρίζω, τριγυρίζω, σουρτουκεύω,

ολογυρνώ, ρέμβομαι, πολεύω, περιπολίζω, οδοιπλανώ)

περιπολώ (πέλομαι, περιφέρομαι) [πολώ=στρέφω, περιφέρομαι]

περισκάπτω (σκαλίζω) [ξαναοργώνω=διβολίζω, δισκαφίζω, βωλοστροφώ]

περισκοπώ (περιβλέπω, περιορώ, περιαθρώ)

περισσεύω (πλεονάζω) [παρέλκει=περιττεύει]

περιστρέφω (στριφογυρίζω, κυκλίζω, περιγυρίζω)

περισυνάγω (περισυλλέγω, περιμαζεύω) [ακανθολογώ=ακανθίζω]

περιτρέπομαι (αναποδογυρίζω, τουμπάρω)

περιττολογώ (πλατειάζω, παρακουβεντιάζω, σχολαστικίζω)

περιφέρω (περιγυρίζω)

περιφρουρώ (προστατεύω, ασπίζω)

περιχαρακώνω (οχυρώνω)

περνώ (διέρχομαι, διοδεύω) [συχνοπερνώ=συχνοδιαβαίνω]

περόνιασε (διαπέρασε, επηρέασε, σάρκωσε)

περπατώ (βαδίζω, πορεύομαι, σεργιανίζω, περιδιαβάζω, σουλατσάρω)

πεταλώνω (καλιγώνω)

πεταρίζει (σκιρτάει)

πετρώνω (απολιθώνομαι, στουμπιάζω) [λιθοποιώ=απολιθώνω]

πετσιάζω (κοριάζω)

πετσικάρει (σκεβρώνει) [σκέβρωμα=κύρτωση]

πετυχαίνω (καταφέρνω)

πηγάζω (απορρέω)

πηγαινοέρχομαι (σουρμανάω, τραβολογιέμαι)

πηγαίνω (προχωρώ, πορεύομαι, κατευθύνομαι, κινούμαι, πετάγομαι)

πηδαλιουχώ (κατευθύνω, καθοδηγώ, τιμονεύω)

πήζω (πηκτώνομαι)

πηλώνομαι (λασπώνομαι)

πηνίζω (καρουλιάζω)

πηχτώνω (συμπυκνώνω, πυκνοποιώ)

πιάνω (συλλαμβάνω, γραπώνω, μπαγλαρώνω, μάρπτω)

πιέζω (αναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω, αγχώνω)

πικάρω (χολώνω)

πικραίνω (στενοχωρώ, λυπώ)

πιλατεύω (ενοχλώ, βασανίζω, μαγκλαβίζω)

πίνω (ρουφώ)

πιπιλίζω (επαναλαμβάνω, ξαναλέω, διλογώ, δισσολογώ)

πιστεύω (ελπίζω, νομίζω) [διαπιστεύομαι=επιπρεσβεύομαι]

πιστομίζω (αναποδογυρίζω, αναποδοβολώ)

πιστοποιώ (επικυρώνω, βεβαιώνω, συνεπιμαρτυρώ)

πιστούμαι (υπόσχομαι)

πιστρώνομαι (στρογγυλοκάθομαι)

πιστρώνω (αναδιπλώνω)

πισωδρομώ (οπισθοχωρώ)

πισωκωλιάζω (εμποδίζω ή πισωβολώ)

πιττακώνω (διαπλατύνω)

πλάθω (μορφοποιώ, σχηματοποιώ, πλαστουργώ) [κοσμοποιώ=κοσμουργώ]

πλαισιώνω (περιστοιχίζω)

πλακώνω (συμπιέζω, συνθλίβω, ζουπακιάζω)

πλαλάω (τρέχω, λιταργίζω)

πλανίζω (ροκανίζω)

πλανώ (ξεγελώ, εξαπατώ, παραπείθω, παγιδεύω, περιβουκολώ, λουρδεύω)

πλαταγίζω (ροχθώ)

πλαταίνω (ευρύνω)

πλατσιουρίζω (πλατσανάω, τσαλαβουτάω)

πλέκω (συνθέτω)

πλένω (διηθώ, καθαρίζω)

πλεονάζω (αφθονώ, περισσεύω)

πλεονεκτώ (υπερέχω, υπερτερώ, ταμαχιάζω)

πλευρίζω (διπλαρώνω)

πλευροκοπώ (πλαγιοκοπώ)

πλέω (νηοπορώ, αρμενίζω, πλωΐζω, πλωτεύω) [ορθοπλοώ=ουριοδρομώ]

πληγώνω (πλήττω, χτυπώ)

πληθαίνω (πολλαπλασιάζομαι) [πληθύνω=πολλαίνω]

πλημμυρίζω (ξεχειλίζω, κατακλύζω, υπερκλύζω)

πληροφορούμαι (διδάσκομαι, μαθαίνω)

πληροφορώ (ενημερώνω)

πληρώ (γεμίζω)

πλησιάζω (πελάζω, προσεγγίζω)

πλήττω (χτυπώ, πληγώνω)

πλιατσικολογώ (λαφυραγωγώ, συλαγωγώ)

πλινθοποιώ (πλινθουργώ)

πλοηγώ (πιλοτάρω, πηδαλιουχώ)

πλουμίζω (στολίζω, καταποικίλλω)

πλουταίνω (ευπορώ, ματσώνομαι, καλοβαστιέμαι) [Φραγκώνομαι=ματσώνομαι, φραγκωμένος=ματσωμένος]

πνίγω (απαγχονίζω, στραγγαλίζω, κρούβω, καρυδώνω)

ποδαρίζω (ποδοχτυπώ)

ποδένομαι (παπουτσώνομαι, υποδούμαι, υποδέω)

ποδηγετώ (καθοδηγώ)

ποδίζω (αράζω, αγκυροβολώ, εφορμίζω, λιμενίζω)

ποδοβολώ (επιταχύνω, καλπάζω)

ποθώ (επιθυμώ)

ποικίλλω (στολίζω, εξωραΐζω, διακοσμώ, επανθίζω)

ποιμαίνω (καθοδηγώ, καθηγούμαι)

ποιώ (πράττω, δημιουργώ, ρέζω)

πολεμώ (μάχομαι, αγωνίζομαι)

πολιτεύομαι (διάγω)

πολτοποιώ (χυλοποιώ)

πολυλογώ (φλυαρώ, λογολεσχώ, μπαμπαλίζω, λαλαγώ,

γλωσσοκοπανώ, φαφλατάω, καταστωμύλλομαι, λεσχάζω)

πολυτοκώ (πολυγονώ)

πομπαρίζομαι (ενισχύομαι, ενδυναμώνομαι)

πομπεύω (ρεζιλεύω, γελοιοποιώ, εντροπιάζω)

πονηρεύω (διαβολεύω)

πονοκεφαλιάζω (σκοτίζομαι, φροντιδοκοπούμαι)

ποντάρω (στηρίζομαι)

ποντίζω (φουντάρω, βυθίζω)

πονώ (αλγώ)

πορεύομαι (βαδίζω, περπατώ)

πορεύω (βολεύομαι)

πορθώ (καταστρέφω, λεηλατώ)

πορίζω (προμηθεύω, εφοδιάζω, φουρνίρω)

πορνεύω (εταιρώ, κασωρεύω) [χαλιμάζω=πορνεύομαι]

ποτίζω (αρδεύω, ναματίζω)

πουλεύω (διαφεύγω) [πάρε τον πούλο = ξεκουμπίσου]

πουντιάζω (ξεπαγιάζω, κρυολογώ)

πουσάρω (ενισχύω)

πραγματεύομαι (ασχολούμαι)

πραγματώνω (κατορθώνω)

πραξικοπώ (καταδολιεύομαι) [=παραβιάζω δολίως την νομιμότητα]

πράττω (ποιώ, δημιουργώ)

πραΰνω (μαλακώνω, ηρεμίζω, αρνεύω)

πρέπει (αρμόζει, ταιριάζει, επιβάλλεται, χρειάζεται) [συμπρέπει=αρμόζει]

πρεσάρω (πιέζω)

πρεσβεύω (φρονώ)

πρήζω (διογκώνω)

πριμοδοτώ (επιχορηγώ)

πριονίζω (πρίζω, εκπρίζω, σαρακίζω)

πριτσινώνω (καρφοδένω, συνηλώ)

προάγω (προβιβάζω)

προαιρούμαι (διαλέγω, προτιμώ)

προαισθάνομαι (προμαντεύω, μυρίζομαι, προγιγνώσκω)

προαλείφομαι (προετοιμάζομαι)

προασπίζω (προστατεύω)

προβαδίζω (προπορεύομαι, πρωτοπορώ)

προβαίνω (αρχινώ)

προβάλλω (εμφανίζομαι) [εμφαίνομαι=εμφανίζομαι]

προβάρω (δοκιμάζω)

προβιβάζω (προάγω)

προβλέπω (προμαντεύω, προθωρώ, προσκοπώ)

προβληματίζω (σκοτίζω, ζαλίζω, ζουρλαίνω, αλαλιάζω)

προβοκάρω (διερεθίζω)

προγκίζω (αποπαίρνω, κατσαδιάζω ή σκορπίζω)

προγράφω (επικηρύσσω)

προγυμνάζομαι (προπονούμαι)

προδιαθέτω (προκαταλαμβάνω, προϊδεάζω) [προκατέχω=προκαταλαμβάνω]

προδιαμορφώνεται (προκαθορίζεται) [προοδοποιώ=προδιαμορφώνω, προσχεδιάζω]

προδίδω (απεμπολώ, μαντατεύω, σπιουνεύω)

προδικάζω (προεξοφλώ)

προεξέχω (ξεκορφίζω, υπερέκκειμαι) [προέχω=πρόκειμαι, προκείμενος=ο ευρισκόμενος μπροστά]

προεξάρχω (προΐσταμαι, πρωτοστατώ)

προέρχομαι (κατάγομαι)

προηγούμαι (προπορεύομαι)

προθυμοποιούμαι (τσακίζομαι, κατασκοτώνομαι, ευηκοώ)

προικίζω (εφοδιάζω)

προκαθορίζω (προαποφασίζω) [προκαθορίζεται=προγράφεται, προγεγραμμένος=προκαθορισμένος]

προκάνω (προφταίνω)

προκαλώ (ερεθίζω, διεγείρω) [εφιστώ=διεγείρω, π.χ. εφιστώ την προσοχήν]

προκαταγγέλλω (προειδοποιώ)

προκαταβάλλω (προπληρώνω)

προκηρύσσω (προαναγγέλλω)

προκόβω (προοδεύω)

προκρίνω (προτιμώ, επιλέγω)

προκύπτω (αναφύομαι, παρουσιάζομαι)

προλαβαίνω (προφτάνω, προκάνω)

προλαμβάνω (αποσοβώ, αποτρέπω)

προλέγω (μαντεύω, προφητεύω) [προλογίζω=προοιμιάζομαι]

προλειαίνω (προπαρασκευάζω, προετοιμάζω)

προμαχώ (υπερασπίζομαι)

προμελετώ (προσχεδιάζω)

προμηθεύω (εφοδιάζω, εξοπλίζω)

προμοτάρω (περιφαίνω)

προνοΐζω (προμηθούμαι)

προνοώ (φροντίζω, προβλέπω)

προξενεύω (παντρολογώ)

προξενώ (προκαλώ, καταφέρω)

προοδεύω (προκόβω, εξελίσσομαι, ευδοκιμώ, χαϊρώνω, αρεταίνω)

προοικονομώ (προσχεδιάζω)

προοιωνίζομαι (προμαντεύω,προαγγέλλω,

προμηνύω, προσημαίνω, προεικάζω, προαποφαίνομαι)

προορίζω (διαθέτω)

προπαρασκευάζω (προετοιμάζω) [αποσκευάζω=απεκδύω, εκβάλλω]

προπέμπω (ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω, ξεβγάζω, αποχαιρετώ)

προπηλακίζω (βρίζω, κατακρίνω)

προπονώ (προγυμνάζω)

προσαγορεύω (προσφωνώ, προσμυθούμαι)

προσάγω (προσκομίζω)

προσαπαντώ (επισκέπτομαι, βιζιτάρω)

προσάπτω (προσκολλώ)

προσαρμόζομαι (εξοικειώνομαι, συνηθίζω)

προσαρμόζω (ταιριάζω) [ευαρμοστώ=ταιριάζω]

προσβάλλω (θίγω)

προσβλέπω (ελπίζω)

προσγειώνω (προσεδαφίζω)

προσδαπανώ (προσαναλίσκω)

προσδοκώ (ελπίζω, περιμένω, απεκδέχομαι, απαντέχω, ευελπιστώ)

προσεγγίζω (πλησιάζω, πελάζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω, κοντοζυγώνω, αγχιμολώ)

προσελκύω (τραβώ, επισπώ)

προσέρχομαι (πλησιάζω) [κοπιάστε=προσέλθετε]

προσεύχομαι (παρακαλιέμαι, θεοκαλώ, θεοκλυτώ)

προσέχω (φροντίζω, περιποιούμαι, ωρεύω)

προσηλώνομαι (αφοσιώνομαι, απορροφώμαι)

προσηλώνω (στερεώνω, καρφώνω)

προσθέτω (επιθέτω, προσεισάγω)

προσιδιάζει (ταιριάζει)

προσκολλώμαι (προσδένομαι, αφοσιώνομαι, προσφύομαι)

προσκομίζω (προσάγω)

προσκρούω (τρακάρω, στουκάρω)

προσκυνώ (υποκλίνομαι, υποτάσσομαι)

προσλαμβάνω (παίρνω)

προσμένω (προσδοκώ, καρτερώ, αποκαραδοκώ)

προσπίπτω (προσκρούω)

προσομοιάζω (παραφέρνω, προσφέρνω, συντομοιάζω)

προσορμίζω (αγκυροβολώ)

προσπαθώ (αποπειρώμαι)

προσπελάζω (πλησιάζω)

προσπορίζω (εφοδιάζω, προμηθεύω)

προσπτύσσομαι (εναγκαλίζομαι)

προστάζω (εντέλλομαι)

προστατεύω (περιφρουρώ, προφυλάσσω)

προσφέρω (παρέχω, δίνω, επιδαψιλεύω)

προσχεδιάζω (προμελετώ, προβουλεύομαι)

προσχωρώ (προσαρτώμαι, προσκολλώμαι, προσδένομαι, αγκιστρώνομαι)

προσωποδέρνω (επιπλήττω)

προτάσσω (προβάλλω)

προτείνω (υποδεικνύω) [αντιπροτείνω=αντιπροβάλλω]

προτεραιοποιείται (προτερεί)

προτίθεμαι (σκοπεύω, μέλλω, σχεδιάζω, δοκώ, σκοπώ)

προτιμώ (επιλέγω)

προτρέπω (παρακινώ, διακελεύομαι)

προτρέχω (σπεύδω)

προϋποθέτει (προδηλοί)

προφασίζομαι (προκαλύπτομαι)

προφητεύω (μαντεύω, προλέγω)

προφταίνω (προλαβαίνω)

προχειρολογώ (αποσχεδιάζω, αυτοσχεδιάζω)

προωθώ (προβιβάζω)

πρυτανεύω (κυριαρχώ, επικρατώ)

πρωτομιλάω (πρωτολαλώ)

πρωτοστατώ (ηγούμαι, προΐσταμαι)

πρωτεύω (αριστεύω, διαπρέπω)

πρωτοεμφανίστηκε (πρωτοβγήκε)

πρωτοτυπώ (καινοτομώ)

πταίω (ευθύνομαι, ενέχομαι, σφάλλω, σφαίνω)

πτερούμαι (πτεροφυώ, πτεροβολώ) [= βγάζω φτερά]

πτύσσω (διπλώνω)

πτωχίζω (πενητοποιώ, πτωχοποιώ)

πτωχοζώ (κακοζώ)

πυγμαχώ (διαπυκτεύω, πυκτομαχώ)

πυκνώνω (συμπτύσσω, συμπιέζω, συμπιλώ)

πυνθάνομαι (μαθαίνω, πληροφορούμαι)

πυροβολώ (ντουφεκώ, σμπαράρω) [ευθυβολώ=ευστοχώ]

πυροδοτεί (εξάπτει)

πυρπολώ (καίω) [εκπυρούμαι=κατακαίομαι]

πυρώνομαι (ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι)

πυρώνω (θερμαίνω, θάλπω)

πωλώ (εκποιώ, εξαργυρώνω, εκπλειστηριάζω, ξεκάνω, διαθέτω)

πωμώνομαι (πνίγομαι, ασφυκτιώ)

πωρώνομαι (αναισθητοποιούμαι, αδροπετσιάζω)

Ρ


ραβδίζω (ξυλίζω)

ράβω (γαζώνω, βελονιάζω)

ραγίζω (σπάζω)

ραδιουργώ (δολοπλοκώ)

ραθυμώ (οκνώ, τεμπελιάζω)

ραίνω (ραντίζω, ραθαμίζω)

ρακοφορώ (ρακενδυτώ)

ραμφίζω (μυτίζω, ραμφοκοπώ)

ραπίζω (χαστουκίζω, κολαφίζω)

ραφινάρω (φιλτράρω, λαγαρίζω)

ρεγουλάρω (ρυθμίζω)

ρεγχάζω (ροχαλίζω)

ρεζιλεύω (καταισχύνω, καταντροπιάζω, πομπιάζω)

ρεκλαμάρω (διαφημίζω, διαλαλώ, θρυλώ)

ρελιάζω (στριφώνω, μαργελώνω, μπιρμπιλώνω)

ρεμβάζω (ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ,

ρομαντζάρω, αρμενίζω, αποθαυμάζω)

ρεμουλάρω (επωφελούμαι)

ρεμπεσκεύω (ραχατεύω)

ρέπω (κλίνω, γέρνω)

ρετάρω (τρεμοπαίζω, τρεμοσβήνω)

ρετουσάρω (αρτιώνω, τελειοποιώ, τελειουργώ)

ρεφάρω (ανακτώ, ξανακερδίζω, ανασώζω)

ρέω (κυλώ, χύνομαι)

ρημάζω (ερημώνω, κατερειπώνω)

ρητορεύω (αγορεύω, ομιλώ) [δικολογώ=δικηγορώ]

ριγώ (τουρτουρίζω, τρεμουλιάζω, τουρλιάζω)

ριγώνω (χαρακώνω, αραδώνω, γραμμώνω, διαγραμμίζω)

ριζοβολώ (ριζώνω, φυτρώνω, εμφύομαι, εκφύω)

ρικνώνομαι (ζαρώνω, ρυτιδώνομαι, ρυτιάζω)

ρινίζω (ακονίζω, λιμάρω, αρναρίζω)

ριπίζω (ανεμίζω)

ρίπτω (βάλλω)

ρισκάρω (διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω)

ρίχνομαι (ορμώ)

ρίχνω (εκσφενδονίζω, πετώ)

ροβολώ (κατηφορίζω, κατεβαίνω, κατέρχομαι, χυταρίζω)

ροδαμίζω (βλασταίνω, ανθίζω, λουβώνω)

ροδίζω (ερυθραίνομαι, κοκκινίζω)

ροζιάζω (περιτυλούμαι) [τύλος=ρόζος]

ροκανίζω (κατατρώγω)

ρουμπώνω (εξαπατώ ή αποστομώνω)

ρουφώ (απομυζώ)

ρόχνεται (αρέσκει) [π.χ. κάνει ό,τι του ρόχνεται]

ρυθμίζω (τακτοποιώ, κανονίζω, διαρμίζω)

ρυμουλκώ (σέρνω, τραβώ, ανέλκω, εφέλκω)

ρύομαι(λυτρώνω) [ρύστης, ρύτωρ = σωτήρας]

ρυπαίνω (λερώνω, βρομίζω, γαριάζω)

ρύπτω (απορρυπαίνω)

ρυτιδώνω (ζαρώνω, πτυχώνω)

ρωτώ (ερευνώ) [εξανερωτώ=διαπυνθάνομαι]

Σ

σαβανώνω (λαζαρώνω)

σαγηνεύω (θέλγω, γοητεύω, νεραϊδοπαίρνω)

σαϊτεύω (τοξεύω, δοξεύω)

σακατεύω (μακελεύω, μισερεύω)

σαλεύω (σείω)

σαλιαρίζω (κορτάρω, αισθηματολογώ, ερωτολογώ)

σαλπάρω (αποπλέω, εξανάγομαι, ξανοίγομαι)

σαλτάρω (πηδώ)

σαλτοκοπώ (χοροπηδώ, κουτσοπηδώ)

σαμαρώνω (σαγίζω, επισάττω, σελλώνω)

σαμποτάρω (υπονομεύω, υπεργάζομαι)

σαπακιάζω (ξυλοφορτώνω, δέρνω, ματσουκίζω)

σαπίζω (αποσυντίθεμαι, φθείρομαι, μουχλιάζω,

αποσαθρώνομαι, σήπομαι, σαχνιάζω)

σαπρίζω (σηπεύω)

σαραβαλιάζω (διαλύω) [σαψαλιάζω=σαραβαλιάζω]

σαρκάζω (ειρωνεύομαι)

σαρώνω (καταστρέφω, ερειπώνω)

σαστίζω (συγχύζομαι, νταλνταϊζομαι)

σατραπεύω (τυραννεύω) [=συμπεριφέρομαι αυταρχικά]

σαφρακιάζω (αχαμνεύω)

σαχνιάζω (μουχλιάζω)

σβαγκανάω (καταρουφώ)

σβαρνίζομαι (σέρνομαι)

σβαρνίζω (σύρω)

σβήνω (διαγράφω) [αργοσβήνω=αργοπεθαίνω]

σβουρίζω (σφουρλίζω)

σέβομαι (ευλαβούμαι, αισχύνομαι, εκτιμώ, ψηφώ)

σείομαι (μαρμάζω, κουνιέμαι)

σεκλετίζομαι (βαρυθυμώ)

σεληνιάζομαι (φεγγαριάζομαι)

σεμνολογώ (σοβαρολογώ, χρηστολογώ, σεμνομυθώ, ευσχημολογώ)

σεντουκιάζω (κασελιάζω, μπαουλιάζω)

σερβίρω (παραθέτω, προσφέρω, κενώνω)

σεργιανίζω (σουλατσάρω)

σέρνω (σβαρνίζω, τραβώ)

σετάρω (συνταιριάζω)

σηκώνομαι (εγείρομαι, αφυπνίζομαι, ορθούμαι)

σηκώνω (αίρω, υψώνω)

σημαδεύω (σημειώνω, αχναρίζω, μαρκάρω)

σημαίνω (φανερώνω, γνωστοποιώ) [σημαίνομαι=σηματίζομαι, σημαδεύομαι, σεσημασμένος=σταμπαρισμένος]

σημειώνω (καταγράφω, διαμνημονεύω)

σιάνομαι (συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι)

σιγοβαδίζω (αργοβαδίζω, αργοδιαβαίνω) [βραδυκινούμαι=αργοκινούμαι]

σιγώ (σωπαίνω)

σιμοποιώ (πλακουτσώνω)

σιμώνω (ζυγώνω, πλησιάζω)

σιτεύω (τρυφεραίνω)

σιτίζω (ταΐζω, τρέφω, σιτεύω, κουναρώ)

σκάβω (σκαλίζω, τσαπίζω, ορύσσω, ανασγαρλίζω,

βαλαρίζω, γεωρυχώ, αυλακώνω, εκχωματώνω)

σκάζω (εκρήγνυμαι)

σκανάρω (σαρώνω) [σκάνερ=σαρωτής]

σκανδαλίζω (κολάζω)

σκαντζώνομαι (ανασηκώνομαι)

σκαρίζω (εννέμω) [σκάρισμα = βόσκηση κοπαδιού έξω από τη στάνη]

σκαριφώ (σκιαγραφώ, υποτυπώνω)

σκαρτεύω (αχρηστεύω, χαλώ, χαρβαλώνω)

σκαρφαλώνω (αναρριχώμαι)

σκαρώνω (σχεδιάζω)

σκεβρώνω (κυρτώνω, καμπυλώνω)

σκεπάζω (καλύπτω, στεγάζω, σκέπω)

σκευωρώ (μηχανορραφώ, μηχανεύομαι, χαλκεύω,

τεκταίνομαι, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, εξυφαίνω,

ραδιουργώ, μινάρω, υπονομεύω, αναχουχουλεύω,

συνωμοτώ, δολορραφώ)

σκιάζω (τρομάζω, κοψοχολιάζω)

σκλαβώνω (ανδραποδίζω, υποδουλώνω) [υποδουλούμαι=υποζυγούμαι]

σκληρύνομαι (αδριαίνω, τραχύνομαι, τσαγκεύω, αδρύνομαι)

σκονίζω (κονιορτώ, κονίζω, κορνιακτίζω)

σκοντάφτω (προσκόπτω, πεδικλώνομαι, σκουντουφλώ)

σκοπεύω (στοχεύω, εξαμώνω, καραματιάζω)

σκορπίζω (διαχέω)

σκοτώνω (θανατώνω, φονεύω, κτείνω, νεκροποιώ, φονοκτονώ)

σκούζω (στριγκλίζω, ρεκάζω)

σκουληκιάζω (αποσαθρώνομαι, κατατρώγομαι)

σκουντώ (ωθώ, σπρώχνω, εξαγκωνίζω)

σκουπίζω (φουκαλίζω, σφουγγαρίζω, σαρώνω,

διαρμίζω, σπαρτεύω, φροκαλίζω)

σκουραίνω (αμαυρώνω, περκάζω, ορφνώνω, αποχραίνω)

σκρουβαλιάζω (σβολιάζω, γρουμπουλιάζω)

σκυβαλίζομαι (ευτελίζομαι)

σκύβω (κάμπτομαι, καμπουριάζω) [κύπτω=σκύφτω, επικύπτω]

σκυθρωπάζω (κατσουφιάζω, μουτρώνω, μουρτζουφλιάζω,

συνοφρυούμαι, σκουντουφλιάζω, μουτσουνιάζω, βομπιριάζω)

σκυλιάζω (θυμώνω, αφαρπάζομαι)

σκυλοβρίζω (καθυβρίζω, επιχλευάζω)

σκυλοντρέπομαι (μεταμελούμαι)

σκυλοτρώγονται (καβγαδίζουν)

σκώπτω (κοροϊδεύω, χλευάζω)

σμίγω (ανακατεύω, συγκιρνώ)

σμικρύνω (ελαττώνω, συντομεύω, συστέλλω, στείνω, συγκόπτω)

σμιλεύω (λαξεύω, γλύφω, κολάπτω)

σμύχω (χτυπώ, βασανίζω)

σνομπάρω (περιφρονώ, υποτιμώ)

σοβώ (υποβόσκω)

σοδομίζω (ασελγαίνω) [καταλαγνεύομαι=καπρώ] [αρσενοκοιτώ=ανδροβατώ]

σοκάρει (εκφοβίζει, τρομάζει, τρομοκρατεί, ξαφνίζει,

πανικοβάλλει, καταφοβίζει, εκθορυβεί, καταπλήσσει)

σοκάρομαι (κατατρομάζω, ανατριχιάζω, καταθροούμαι)

σοκάρω (Βλέπε: σοκάρει)

σολιάζω (κασσύω)

σουβλίζω (αγκυλώνω, κεντρίζω, νύσσω, οβελίζω, κνίζω, σουγλίζω, πείρω)

σουλουπώνω (ευτρεπίζω)

σουμάρω (αθροίζω)

σούρνει (επιπλήττει, καταιτιάται, καταμαρτυρεί)

σουσουλιάζομαι (εξάπτομαι)

σουσουμιάζω (εξεικονίζω)

σοφίζομαι (μηχανεύομαι, επινοώ, μερμηρίζω)

σοφίζω (σοφοποιώ)

σοφιστεύω (εκμηχανώμαι, διασοφίζομαι, ευρεσιλογώ)

σπάζω (κομματιάζω, θραύω)

σπανίζω (απολιγαίνω, λιγοστεύω)

σπαράσσω (ξεσκίζω)

σπαρνώ (πάλλομαι)

σπαρταρώ (σφαδάζω, ασπαίρω, οξυπαθώ)

σπαταλώ (ξοδεύω, δαπανώ, διασπαθίζω,

καταναλίσκω, πολυξοδιάζω, κατασωτεύω,

καταξοδιάζω, κακοξοδεύω)

σπένδομαι (συνθηκολογώ, συμφιλιώνομαι)

σπέρνω (φυτεύω) [ξεφυτεύω=ξελογγώνω]

σπεύδω (τρέχω, βιάζομαι, λιταργίζω, εγκονώ)

σπιθίζω (σπινθηροβολώ)

σπιλώνω (ατιμάζω)

σπινθηρίζω (τσακμακίζω)

σπογγίζω (αποσμήχω, σφουγγίζω, απομάσσω)

σπουδάζω (μελετώ, εκπαιδεύομαι)

σπρώχνω (ωθώ, σκουντώ)

σταβλίζομαι (συναγελάζομαι)

στάζει (χύνεται)

στάζω (λείβω, εκνοτίζω, διαπιδύω)

σταθεροποιώ (στερεώνω, σταθερώνω, μονιμοποιώ, πακτώνω)

σταθερώνομαι (ευσταθώ)

σταθμίζω (ζυγίζω, υπολογίζω, εξετάζω, κρίνω,

καρατάρω, αξιολογώ, αποτιμώ)

σταλίζουν (αναπαύονται, παραμένουν, σταλοβολούν)

σταλικώνω (οριοθετώ)

σταλώνω (τραχαίνω)

σταματώ (τελειώνω, λήγω)

σταμπάρω (εναποσημαίνω) [στίζω=βουλλώνω]

στασιοποιώ (εξεγείρω)

σταυροκοπιέμαι (ευλαβούμαι) [διασταυρώνω=διερευνώ, π.χ. διασταυρώνω τα στοιχεία ή τις πληροφορίες]

σταχυολογώ (απανθίζω) [αποδελτιώνω=απερανίζομαι]

στέκομαι (ακινητώ, λιμνάζω, σταλιάζω)

στέκω (κάθομαι)

στελεχώνω (επανδρώνω)

στενάζω (οιμώζω, οδύρομαι)

στένεψε (μάζεψε)

στενοχωρώ (θλίβω, λυπώ, σεκλετίζω)

στενώνω (συστέλλω, στενεύω)

στεργιώνω (σταθεροποιούμαι, εδραιώνομαι)

στέργω (αποδέχομαι)

στερεύω (στείβω, στεγνώνω, στερφεύω, λειψυδρώ)

στερώ (αφαιρώ, απονοσφίζω)

στέφω (στεφανώνω, επιβραβεύω) [στεφανώνομαι=ταινιούμαι]

στηθοκοπιέμαι (στηθοδέρνομαι, στερνοκοπιέμαι, στερνοτυπούμαι)

στήνω (υψώνω, ορθώνω, εγείρω)

στηρίζω (εδραιώνω, στερεώνω, υποβαστάζω)

στιγματίζω (ατιμάζω)

στίλβω (λάμπω, γυαλίζω, μαρμαίρω)

στιλβώνω (λουστράρω, γυαλίζω, στιλπνώ, στιλβοποιώ)

στοιβάζω (επισωρεύω, πανωθιάζω)

στοιχηματίζω (ποντάρω, προδιαγράφω, προεξοφλώ)

στοιχίζω (κοστίζω, τιμολογούμαι, αξίζω)

στολίζω (ομορφαίνω, καλλωπίζω, γαρνίρω)

στουμπιάζει (πετρώνει, πήγνυται)

στοχάζομαι (σκέπτομαι, διανοούμαι, λογιάζω, νουνίζω)

στοχεύω (σκοπεύω, σημαδεύω) [στοχοποιώ=δαχτυλοδείχνω, καδράρω]

στραβίζω (αλληθωρίζω, γκαβίζω, γκαλιουρίζω, ιλλαίνω)

στραβομουτσουνιάζω (κακιώνω, τσιβουρδίζω)

στραβοξυλιάζω (αναποδιάζω)

στραπατσάρω (παραμορφώνω)

στρατολογώ (επιστρατεύω) [στρατηγεί=ηγείται]

στρατουλίζω (στραταρίζω)

στρεβλώνω (παραμορφώνω)

στρέφω (στρίβω)

στρηνιάζω (αλαζονεύομαι)

στριμώχνω (συνωθώ)

στρογγυλεύω (στρογγυλοποιώ, συσφαιρώ, σφαιροποιώ, περιτορνεύω)

στρουθοκαμηλίζω (εθελοτυφλώ)

στρουμπουλεύω (χοντραίνω)

στρουφώνομαι (περιστρέφομαι)

στροφάρω (νογάω, σακουλεύομαι)

στρώνω (εξομαλύνω)

στύβω (ξεζουμίζω, ξεσταλιάζω, αποθλίβω)

στυλώνομαι (καρδαμώνω)

συγκαλύπτω (αποσιωπώ)

συγκαλώ (προσκαλώ, συναθροίζω)

συγκαταλέγεται (περιλαμβάνεται, συνυπολογίζεται,

συμπεριλαμβάνεται, συναριθμείται, εγγράφεται)

συγκινώ (ευαισθητοποιώ)

συγκλίνω (συνταυτίζομαι)

συγκλονίζω (συνταράζω)

συγκολλώ (συρράπτω)

συγκόπτομαι (συντέμνομαι, περιορίζομαι,

σμικρύνομαι, βραχύνομαι, περιστέλλομαι, κολοβώνομαι)

συγκρατώ (χαλιναγωγώ) [συνέχω=συγκρατώ]

συγκρίνω (αντιπαραβάλλω, παραλληλίζω, αντιπαραθέτω, συσχετίζω)

συγκροτώ (αποτελώ, απαρτίζω)

συγχέω (μπερδεύω)

συγχρωτίζομαι (συναναστρέφομαι) [αναστρέφομαι=αναποδογυρίζω]

συγχύζω (σκοτίζω, εκνευρίζω, ψυχοταράζω)

συγχωνεύω (ενοποιώ, ομογενοποιώ)

συγχωρώ (συγγιγνώσκω)

συζητιέται (αναφέρεται, διαδίδεται)

συζητώ (κουβεντιάζω, συνομιλώ, διαβουλεύομαι, συνδιαλέγομαι)

συζώ (συμβιώνω, συγκατοικώ, συμβιοτεύω, συνανθρωπεύομαι, συνδιάγω)

συκοφαντώ (διαβάλλω, δυσφημώ, αδικοβάλλω, λασποβολώ)

συλλαμβάνομαι (αλίσκομαι)

συλλαμβάνω (πιάνω, αδράχνω, χερακώνω)

συλλέγω (μαζεύω, αθροίζω, θαμυρίζω)

συλλογίζομαι (σκέπτομαι, στοχάζομαι, επιλογίζομαι, διαγνωμονώ)

συλλυπούμαι (παραμυθούμαι)

συμβαδίζω (συμπορεύομαι, ομοστιχώ, ομαρτώ, ομοδρομώ)

συμβάλλω (βοηθώ, συνεισφέρω, συντελώ, συντείνω)

συμβιβάζω (συμφιλιώνω, συβάζω)

συμβιώνω (συγκατοικώ, ομοδημώ)

συμβολίζω (παριστάνω)

συμβουλεύω (δασκαλεύω, νουθετώ, υποδεικνύω,

καθοδηγώ, παραινώ, συνιστώ, εισηγούμαι, παρεγγυώ,

προτείνω, κανοναρχώ, ορμηνεύω)

συμμαζεύω (τακτοποιώ) [απομαζεύω=αποσυνάγω, αποσυνάγωγος=απόβλητος, απωστός]

συμμαχώ (συστρατεύομαι, συμπαρατάσσομαι)

συμμερίζομαι (ασπάζομαι, δέχομαι)

συμμορφώνω (ευτρεπίζω)

συμπαθώ (λατρεύω, αγαπώ)

συμπαρατάσσομαι (συνεργάζομαι)

συμπάω (συνδαυλίζω, συμπαίνω)

συμπεθεριάζω (γαμβρεύω)

συμπεραίνω (εικάζω, υποθέτω, διαγιγνώσκω)

συμπιέζω (συνθλίβω)

συμπίπτω (συνταυτίζομαι) [συνομοιούμαι=ταυτίζομαι]

συμπλέω (ομοπλοώ)

συμπολεμώ (συμμάχομαι, συγκαταστρατεύω, συγκινδυνεύω)

συμπολιτεύομαι (συγκυβερνώ)

συμπονώ (συναλγώ, συμπάσχω) [συνδιατίθεμαι=συμπάσχω]

συμφιλώ (ανταγαπώ, αντιφιλώ) [φιλιώνω=συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνομαι=αδελφώνομαι]

συμφιλιώνω (ειρηνεύω, συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω,

αδερφώνω, μονοιάζω, αγαπίζω, ειρηναγωγώ)

συμφύρω (ανακατώνω, μειγνύω) [συμπιλώ=συμφύρω]

συμφωνώ (συγκατανεύω)

συμψηφίζω (εξισώνω, ισοζυγίζω)

συναγωνίζομαι (συμπαραβάλλομαι)

συνάδει (ταιριάζει, αρμόζει, συμφωνεί, συμβιβάζεται)

συνάζω (συσσωρεύω)

συναθροίζομαι (ομηγυρίζομαι)

συναθροίζω (συγκεντρώνω, συναλίζω)

συναισθάνομαι (κατανοώ, αντιλαμβάνομαι)

συναλλάσσομαι (αλισβερίζομαι, νταραβερίζομαι)

συναντώ (εντυγχάνω, ανταμώνω, μπλατσιάζω, υπαντώ) [επικύρω=περιτυγχάνω, ήτοι συναντώ τυχαία]

συναπαρτίζω (συναποτελώ)

συνάπτομαι (συνδέομαι) [συνεφάπτομαι=συνεγγίζω]

συνάπτω (ταιριάζω, αρμόζω, συνδέω, κολλώ) [περιάπτω=προσδίδω]

συναριθμώ (συνυπολογίζω) [αναμετρώ=υπολογίζω]

συναρμολογώ (διαρθρώνω)

συναρπάζω (γοητεύω) [συναρπαγή=γοητεία]

συναρτώ (αλληλεξαρτώ)

συνδέω (ενώνω)

συνδιαχειρίζομαι (συνεκπονώ, συντολυπεύω)

συνδράμω (ενισχύω, βοηθώ, παρασυνίσταμαι)

συνδυάζω (συνταιριάζω, συναρμόζω, συναρτίζω)

συνεδριάζω (συσκέπτομαι, συναποφασίζω) [προβουλεύω=προαποφασίζω]

συνείρω (συνδέω, συνάπτω, αρμαθιάζω)

συνεισφέρω (συγχορηγώ)

συνενώνω (εναρμόζω, καλοταιριάζω, σοφιλιάζω, επαρτύω) [συνενώνομαι=συνασπίζομαι]

συνεπάγεται (συνεπιφέρει, συναποφέρει)

συνεργάζομαι (συμπράττω, κοινοπραγώ, συνδρώ ομοπραγώ, κοινοπρακτώ)

συνεργώ (βοηθώ)

συνέρχομαι (λογικεύομαι)

συνετίζω (σωφρονίζω)

συνέχεται (διακατέχεται)

συνεχίζεται (εξακολουθεί, διαρκεί, παρατείνεται, σουρντίζει)

συνεχίζω (παρατείνω, εξακολουθώ, επιμηκύνω)

συνθλίβω (συμπιέζω)

συνθλώμαι (συντ΄ρίβομαι, κατατσακίζομαι)

συνίσταμαι (απαρτίζομαι, αποτελούμαι, σύγκειμαι)

συνιστώ (προτείνω)

συνοδεύω (συνοδοιπορώ, συντροφεύω, παρομαρτώ)

συνοικώ (ομοστεγώ, συγκατοικώ)

συνομιλώ (συζητώ)

συνοφρυώνομαι (σκυθρωπιάζω)

συνοψίζω (συντομεύω, συντέμνω, συμπτύσσω, συγκεφαλαιώνω)

συνταράσσω (στυφελίζω, διασείω)

συντάσσω (παρατάσσω)

συνταυτίζω (συνομοιώ)

συντελώ (συμβάλλω)

συντηρούμαι (θρέφομαι)

συντηρώ (διαφυλάττω)

συντονίζω (συνταιριάζω)

συντρέχω (βοηθώ) [παρτάρω=συμπαρίσταμαι]

συντρίβω (καταστρέφω, συντελεύω)

συνυπάρχω (συνεναπόκειμαι, συμπαρευρίσκομαι, περιχωρώ )

συνυπογράφω (συγκατατίθεμαι)

συνυπολογίζομαι (συμποσούμαι)

συνωστίζομαι (σπρώχνομαι, διαγκωνίζομαι,

συμπιέζομαι, στριμώχνομαι, συνωθούμαι,

σκουντιούμαι, πιτώνομαι)

σύρε (πήγαινε)

συρρέω (συμπορεύομαι)

συρταρώνω ή συρτώνω (μανταλώνω)

σύρω (τραβώ, έλκω)

συσκοτίζω (αποθολώνω)

συσπειρώνω (συσσωματώνω)

συσπώμαι (συστέλλομαι)

συσσωρεύω (συγκεντρώνω)

συστέλλομαι (συμπτύσσομαι, μαζεύω, μπάζω, συρρικνούμαι)

συστέλλω (συμμαζεύω, συρρικνώνω, συμπτύσσω, συσπώ)

συσχετίζω (συγκρίνω)

συσχηματίζομαι (προσαρμόζομαι)

συφοριάζω (δυστυχίζω, κακοπραγώ, βλάπτω, πημαίνω, κακώνω)

συχνάζω (φοιτώ, θαμίζω, ζαρίζω, επιχωριάζω)

σφάλλω (αμαρτάνω, αστοχώ)

σφετερίζομαι (ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, νοσφίζομαι, αντιποιούμαι)

σφηνώθηκε (μπήκε)

σφηνώνω (γομφώ, μπήγω, εμβάλλω)

σφήνωσε (μάγκωσε)

σφίγγω (περιπιέζω, αμφιπιέζω) [μαγγανίζω=συσφίγγω]

σφριγώ (υγιαίνω, ακμάζω, νταβραντίζω, σφύζω,

σπαργώ, έρρωμαι, διαφλύζω, ευεκτώ, ευσθενώ, ευσωματώ)

σφυρηλατώ (διαπλάθω, διαμορφώνω)

σφυρίζω (συρίζω, σιουράω, βοΐζω)

σφυροκοπώ (κεραυνοβολώ) [βομβαρδίζω=σφυροκοπώ, π.χ. τον βομβάρδιζε με απανωτές ερωτήσεις]

σχάζω (σχίζω, τέμνω)

σχεδιογραφώ (απεικονίζω, σχεδιάζω)

σχετίζω (παραλληλίζω)

σχετίζομαι (συγγενεύω)

σχετικοποιώ (συνδέω, συμπλέκω)

σχηματίζω (διαμορφώνω, πλάθω) [αποσχηματίζομαι=ξεκαλογερεύω, αποσχηματίζω=ξεπαπαδεύω ]

σχίζω (διαιρώ, τέμνω)

σχολιάζω (υπομνηματίζω)

σώζω (διατηρώ, φυλάσσω)

σώνεται (τελειώνει, μπιτίζει) [σώνει=φτάνει]

σωπαίνω (βουβαίνομαι, κλειδοστομιάζω)

σωρεύω (στοιβάζω, σωριάζω, θημωνιάζω, βουνίζω, σωρώνω, θημωνοθετώ, σωρουλιάζω, θημολογώ)

σωριάζομαι (κρημνίζομαι, σωροβολιάζομαι, καταρρέω, αποστομιέμαι)

σωφρονίζω (νουθετώ, συνετίζω, φρονηματίζω)

Τ

ταγκάρω (αναρτώ, ποστάρω)

τάζω (υπόσχομαι)

ταΐζω (τρέφω, σιτίζω)

ταιριάζω (αρμόζω, συνάπτω)

τακιμιάζω (συνταιριάζω)

τακτοποιώ (κανονίζω, ρυθμίζω)

ταλαιπωρώ (καταπιέζω, βασανίζω, λαρμανίζω)

ταλανίζω (ταλαιπωρώ)

ταλαντεύω (πάλλω, λικνίζω, σαλεύω, σείω)

ταμπελοποιούμαι (σταμπάρομαι, εναποσημαίνομαι)

ταμπουρώνω (οχυρώνω, θωρακίζω, περιχαρακώνω)

τανιέμαι (τσιτώνομαι)

τάνυσε (ξεχείλωσε)

τανύω (τεντώνω, τανάω, κατσιλώνω)

ταξιδεύω (περιηγούμαι)

ταξινομώ (τακτοποιώ)

ταπεινολογώ (σεμνολογώ)

ταπεινώνω (ευτελίζω, χαμηλώνω, μειώνω, υποτιμώ,

γελοιοποιώ, υποβιβάζω, απαξιώνω, φαυλίζω)

ταπώνω (πωματίζω, βουλώνω, πωμάζω) [εμφιαλώνω=μποτιλιάρω]

ταρακουνώ (δονώ, σείω)

ταριχεύω (βαλσαμώνω, παστώνω, μομιοποιώ)

τάσσω (συγκαταλέγω)

ταυτίζω (εξομοιώνω)

ταυτοδυναμεί (ταυτίζεται)

ταχύνω (επισπεύδω) [ανυπερθέτω=σπεύδω, ανυπερθέτως=εσπευσμένως]

τέγγω (μαλακώνω) [άτεγκτος=σκληρός]

τεζάρω (τεντώνω)

τείνω (τεντώνω, κορδώνω, τσιτώνω, επιμηκύνω)

τεκμαίρομαι (συμπεραίνω, απεικάζω)

τεκμηριώνω (επαληθεύω, αποδεικνύω, αληθοποιώ,

διαπιστώνω, στοιχειοθετώ, ντοκουμεντάρω)

τελεί (υπόκειται) [υπόκειμαι=υποβάλλομαι]

τελειώνω (λήγω, σταματώ, αποσώνω, περαίνω,

τελεύω, τερματίζω, αποπερατώνω, νετάρω, σπατσάρω)

τελεσφορώ (επιτυγχάνω, ευοδώνομαι, ευστοχώ,

καρποφορώ, τελεσιουργώ)

τελευτώ (εκπνέω, πεθαίνω)

τελματώνω (λιμνάζω)

τελώ (πράττω, πραγματοποιώ, ποιώ)

τεμαχίζω (κόβω, τέμνω)

τέμνω (κόβω, σχίζω)

τεμπελιάζω (φυγοπονώ, ραθυμώ, μισοπονώ)

τενιάζω (καταπονούμαι, ξεθεώνομαι, μπαϊλντίζω, ξεκωλώνομαι)

τεντώθηκε (ξάπλωσε)

τεντώνω (τείνω, τσιτώνω, τεζάρω, κορδώνω)

τερματίζω (περατώνω)

τέρπω (χαροποιώ, ευφραίνω, ιλαρύνω, ευθυμοποιώ)

τετοιώνω (φκιάνω)

τεχνάζομαι (επινοώ, μηχανεύομαι, απεργάζομαι,

τριβωνεύομαι)

τζερεμετίζω (ζημιώ) [τζερεμέδες=ζημιές]

τζερεφιάζω (ισχναίνω)

τζουνιέμαι (αγκυλώνομαι, βατσινίζομαι, τζινιέμαι)

τζουφιάζω (κουφιάζω)

τζουφλάω (κεντρίζω, αγκυλώνω) [εξακανθίζω=ακανθοφορώ, ακανθοφυώ]

τήκω (λιώνω, ρευστοποιώ)

τηρώ (διαφυλάττω)

τιθασεύω (ημερώνω, δαμάζω)

τίθεμαι (περιέρχομαι, υπόκειμαι) [π.χ. τίθεμαι σε διαθεσιμότητα]

τίκτω (γεννώ, τεκνοποιώ, βρεφουργώ, παιδοποιώ, γεννοσπέρνω,

παιδοσπορώ, παιδοτοκώ)

τιμαλφούμαι (τιμώμαι) [τιμαλφές=πολύτιμο]

τιμαρεύω (αποθέτω, απιθώνω)

τιμώ (σέβομαι, εκτιμώ) [πολυωροῡμαι=εκτιμώμαι, υπολογίζομαι]

τιμωρώ (κολάζω, βασανίζω, παιδεύω, εκδικούμαι,

καταδικάζω)

τινάζω (σείω)

τιποτενίζω (εξουδενώνω, εκμηδενίζω, ελαχιστοποιώ)

τιτλοφορώ (αναγράφω, τιτλώ)

τολμώ (ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω, κοτάω)

τονίζω (επισημαίνω)

τονώνω (δυναμώνω)

τοξεύω (δοξαρεύω, σαϊτεύω)

τοποθετώ (βάζω)

τορνεύω (στρογγυλεύω, καμπυλώνω, περιξέω, περιχαράσσω)

τορπιλίζω (ματαιώνω)

τουλουπώνομαι (σκεπάζομαι)

τουμπάρω (ανατρέπομαι)

τουμπεκιάζομαι (βουβαίνομαι, σιωπαίνω)

τούρκεψε (υπεξαιρέθηκε)

τουρλώνω (τεντώνω, προβάλλω)

τουρτουρίζω (τρεμουλιάζω) [σιγοτρέμω=αλαφροτρέμω, λειανοτρέμω]

τράβηξε (κατευθύνθηκε)

τραβολογώ (ταλανίζω, σουρμαλίζω, ρυστάζω)

τραβώ (έλκω, σύρω)

τραγουδώ (άδω, ψάλλω) [ευστομώ=γλυκοτραγουδώ, γλυκοκηλαδώ, καλοφωνίζω]

τρακαρίζομαι (καταθορυβούμαι) [τρακ=φόβισμα]

τρακάρω (συγκρούομαι)

τρανεύω (μεγαλώνω)

τραντάζω (ταρακουνάω)

τραπεζώνω (φιλεύω, εστιώ)

τρατάρω (κερνώ)

τραυματίζω (πληγώνω, λαβώνω, τιτρώσκω)

τρελοφέρνω (απομαίνομαι)

τρέμω (δειλιάζω)

τρενάρω (αναβάλλω)

τρέπω (στρέφω)

τρέφομαι (σιτίζομαι)

τρέφω (σιτίζω, ταΐζω, αμαλθεύω) [βοράζω=τρέφω, βορά=τροφή]

τρέχω (βιάζομαι, σπεύδω, δρομώνω, ταχυπορώ,

κοσεύω, δρέμω, πηλαλώ, γοργοπορώ)

τριβελίζω (ενοχλώ, διαβολίζω)

τρίβω (αλέθω, κοπανίζω, στουμπίζω)

τριγυρίζω (περιφέρομαι)

τρίζω (ροθώ, κροτώ, τριζοβολάω, τριζοκοπάω) [βρύχω=γομφιάζω, βρυχή=οδόντων τρίξιμον]

τρικλίζω (στραβοπατώ, παραπατώ, παραπαίω, καλανταρίζω, νταλοδέρνω)

τριμάρω (περικόπτω)

τριχοφυώ (μαλλιάζω)

τρολάρω (παρατροπώ) [=στρέφω κάποιον ή κάτι σε άλλη κατεύθυνση]

τρομάζω (καταπτοούμαι)

τρομπάρω (αρύω, μεταγγίζω, μεταχύνω, μετεγχέω, μετοχετεύω)

τροποποιώ (αλλοιώνω, μεταβάλλω, διασκευάζω)

τροπούμαι (καταφοβίζω, διαπτοώ, κατατροπώνω) [κατανικώ=κατατροπώνω]

τροφοδοτώ (ταΐζω, τροφοφορώ)

τροχίζω (ακονίζω, οξύνω, θήγω)

τρυγώ (απομυζώ) [π.χ. τρυγούσε την περιουσία του ένας τσαρλατάνος]

τρυπώ (διακορεύω, τιτρώ, τιτραίνω)

τρυπώνω (αποκρύπτω, καϊπώνω)

τρυπώνω (υπεισέρχομαι) [τρούπωσε=τρύπωσε]

τρυφεραίνω (μαλακώνω, αφρατεύω)

τρώω (μασώ, καταβροχθίζω, ρουπώνω, μαντζάρω)

τσακίζω (σπάζω, κλάω)

τσαλακώνω (ζαρώνω)

τσαλαπατάω (ποδοπατώ, κολετρώ, λακπατώ)

τσαμπουνώ (φληναφώ)

τσαντηρώνομαι (κατασκηνώνω, επισκηνώ) [τσαντήρι=σκηνή]

τσατίζομαι (μπουρινιάζω, γινατώνω)

τσατσαλίζω (συντρίβω, κονιορτοποιώ)

τσεκάρω (ελέγχω, εξετάζω, ανασκοπώ)

τσεκουρώνω (πελεκίζω)

τσεπώνω (ενθυλακώνω)

τσιγαρίζω (σοτάρω)

τσιγκλίζω (προκαλώ)

τσιγκουνεύομαι (φειδωλεύομαι, γλισχρεύομαι, φιλαργυρεύομαι)

τσιμεντώνω (σταθερώνω)

τσιμπλιάζω (λημώ, τσιμβλώ)

τσιμπολογώ (χναύω)

τσιτάρω (τεζάρω ή παραθέτω)

τσιτσιδώνομαι (ξεγυμνώνομαι, γδύνομαι, απεκδύομαι, ανακωλώνομαι)

τσιτσιρίζω (τιτιβίζω, κελαηδώ, τσιουνίζω) [τσίου=ήχος πουλιού]

τσιτώνω (τεντώνω)

τσοκανίζω (στουμπίζω)

τσοντάρω (συμπληρώνω)

τσουγκρανίζω (γραβαλίζω)

τσουγκρίζω (αντιπληκτίζω, τσακώνομαι, αντιδικώ,

συγκρούομαι, συνδιαμάχομαι, αντιπαρατίθεμαι,

εριδαίνω, τρώγομαι)

τσούζει (θίγει)

τσουκνιδίζομαι (μυρμηκιάζω, κνησιώ, μυρμηδίζω, μυρμηκιώ)

τσουλώνομαι (κορδώνομαι)

τσουλώ (κυλώ, ρολάρω) [καλινδούμαι=κυλίομαι]

τσουπώνομαι (ευρωστώ)

τσουρναρίζω (επιρρυώ)

τσουρουφλίζω (καυτηριάζω, επικαίω, τσουδίζω)

τσουρτσουρίζει (ψιλοβρέχει)

τυλώνω (παραγεμίζω, παραφουσκώνω, αναμεστώνω)

τυπώνω (τυπογραφώ)

τυραννώ (παιδεύω, βασανίζω)

τυροποιώ (τυρεύω, τυροπεύω, τυροκομώ)

τυφλώνω (εξομματώ, γκαβώνω)

τυχαίνει (συμβαίνει, γίνεται)

Υ

υβρίζομαι (προσκαταλαλούμαι)

υβρίζω (προπηλακίζω, ονειδίζω, σιχτιρίζω, αγριολογώ)

υβριοπαθώ (κακολογούμαι)

υγιαίνω (ευρωστώ)

υγραίνομαι (διαβρέχομαι, μουσκεύομαι, υγράζω)

υγραίνω (νοτίζω, μουσκεύω, μουλιάζω, εμποτίζω, ικμαίνω)

υγροποιώ (ρευστοποιώ)

υδρεύω (αρδεύω, επομβρίζω, υδραίνω)

υδροδοτούμαι (υδρεύομαι)

υδρωπικιάζω (υδεραίνω)

υετίζω (βρέχω, ομβρίζω)

υιοθετώ (ενστερνίζομαι, ασπάζομαι, εγκολπώνομαι, κομποδένω, εισποιώ)

υιοποιώ (υιοθετώ, παιδοθετώ)

υλακτώ (γαβγίζω, ουρλιάζω, βαβίζω, αλυχτώ

γκλαφουνίζω, αλυχτουρώ, λάσσω, ζαρίζω, ράζω)

υλοποιώ (πραγματώνω, εφαρμόζω)

υλοτομώ (δενδροτομώ, δενδροκοπώ, ξυλεύω, υλοκοπώ)

υμνώ (επαινώ, εγκωμιάζω, ευλογώ, μεγαλύνω, καυχίζω, ευφημώ)

υπαγορεύω (υποδεικνύω)

υπάγω (εντάσσω)

υπαινίσσομαι (υπονοώ, υποφράζομαι)

υπακούω (πειθαρχώ, συμμορφώνομαι,

υποτάσσομαι, υποκύπτω, ακολουθώ)

υπαναχωρώ (ανακαλώ, αναιρώ, ξελέγω)

υπάρχω (υφίσταμαι, ζω) [προϋπάρχω=προϋφίσταμαι]

υπεισέρχεται (παρεμβάλλεται, υπεισδύει,

τρυπώνει, παρολισθαίνει, παρεισοδεύει)

υπεκφεύγω (ξεγλιστρώ, ξεστρίβω, παραλανθάνω)

υπενθυμίζω (μνημονεύω, υπομιμνήσκω)

υπενοικιάζω (υπομισθώνω)

υπεξαιρώ (κλέπτω, κλωπεύω) [κλεψιτυπώ=τυποκλοπώ, λογοκλοπώ=κλεψιλογώ]

υπεραγαπώ (πολυαγαπώ)

υπεραίρω (υπερεξυψώνω)

υπερακοντίζω (ξεπερνώ, απερνώ) [ακοντίζω=κονταρεύω]

υπερασπίζω (βοηθώ, υποστηρίζω, προστατεύω,

προφυλάσσω, συνηγορώ, περιφρουρώ,

υπεραμύνομαι, υπερμαχώ, υπερίσταμαι)

υπερβαίνω (ξεπερνώ)

υπερβάλλω (μεγαλοποιώ, εξογκώνω, παραλέω)

υπερεκτιμώ (περιτίω)

υπερεπαρκώ (υπεραφθονώ, υπερπλεονάζω, υπεργίγνομαι, υπερπερισσεύω)

υπερέχω (επικρατώ, νικώ)

υπερθεματίζω (πλειοδοτώ, αβαντζάρω)

υπερισχύω (επικρατώ, νικώ, κραταιούμαι)

υπέρκειμαι (υπερτίθεμαι)

υπερκερώ (υπερφαλαγγίζω, υπερκεράζω)

υπερμεγεθύνω (τραγικοποιώ, δραματοποιώ)

υπερνικώ (υπερισχύω, καταπαλαίω)

υπερπηδώ (υπερνικώ)

υπερπληρώ (εμφορώ)

υπερτερώ (πλεονεκτώ, υπερέχω)

υπερτιμώ (ακριβαίνω) [υπερτιμάται=παραφουσκώνεται]

υπερτονίζω (μεγεθοποιώ)

υπερυψούται (κορυφώνεται)

υπερυψώνω (αναβιβάζω)

υπερφιλώ (υπεραγαπώ, ακριβαγαπώ, πολυαγαπώ, καταγαπώ, καταφιλώ)

υπερψηφίζω (αποδέχομαι, εγκρίνω)

υπέχω (φέρω, βαστώ)

υπηρετώ (περιποιούμαι, κομώ) [υπουργεί=υπηρετεί, συμβάλλει]

υπνώνω (αποκοιμίζω, ναρκώνω, υπνοποιώ)

υποβαθρώνω (θεμελιώνω)

υποβάλλω (παρουσιάζω) [ανθυποβάλλω=αντερωτώ]

υποβιβάζω (ταπεινώνω, υποτιμώ)

υποβλέπω (εποφθαλμιώ)

υποβόσκω (υπολανθάνω)

υπογραμμίζω (επισημαίνω, τονίζω)

υπογράφω (επιβεβαιώνω)

υποδαυλίζω (υποκινώ, ερεθίζω, ανασκαλίζω, υπεκκαίω)

υποδέχομαι (καλωσορίζω)

υποδηλώνω (αινίσσομαι, υπονοώ, υπεμφαίνω, υποσημαίνω)

υποδιαιρώ (κατακομματιάζω)

υποδουλώνω (σκλαβώνω, ανδραποδίζω, υποζυγώ, δουλοποιώ)

υποδύομαι (προσποιούμαι)

υποθάλπω (υποδαυλίζω)

υποθέτω (συμπεραίνω, εικάζω)

υποθηκεύεται (ενεχυριάζεται)

υποκαθιστώ (αναπληρώνω, αντικαθιστώ)

υποκλίνομαι (σκύβω)

υποκομπώ (κουφοβροντώ)

υποκορίζεται (σμικρύνεται)

υποκρίνομαι (προσποιούμαι, καμώνομαι

μεταμορφίζομαι, ακκίζομαι, υποποιούμαι)

υποκύπτω (υποτάσσομαι, υπόκειμαι, παρακύπτω)

υπολαμβάνω (νομίζω)

υπολέγω (υπαγορεύω)

υπολήπτομαι (εκτιμώ, στιμάρω, σέβομαι, ξετιμάω)

υπομειούται (υποπληθύνεται) [=λιγοστεύει σιγά σιγά]

υπομένω (ανέχομαι, παραβλέπω)

υπονοείται (εξυπακούεται, υποδηλώνεται) [εξυπακούει=προϋποθέτει]

υπονοώ (υποδηλώνω, αινίσσομαι)

υποπίπτω (ξεπέφτω)

υποσκάπτω (υπονομεύω, αποσταθεροποιώ)

υποσκελίζω (παραμερίζω)

υποστέλλω (ελαττώνω, κατεβάζω)

υποστηρίζω (βοηθώ, επικουρώ, σιγοντάρω)

υπόσχομαι (επαγγέλλομαι, τάζω, καταφατίζω, υπισχνούμαι, λογοδίνω)

υποτελώ (δασμοφορώ)

υποτροπιάζω (μεταγυρνάω, ανθυποστρέφω, ανακυλώ, επανανεάζω)

υποφέρω (πάσχω, δεινάζω, μοχθίζω)

υποφώσκω (αχνοβολώ, φεγγρίζω, θαμποφέγγω, αχνοφέγγω)

υποχρεώνω (ζορίζω, αναγκάζω, επιβάλλω, επιτάσσω)

υποχωρώ (οπισθοχωρώ)

υποψιάζομαι (μυγιάζομαι, υποπτεύομαι, κακοβάζω,

πονηρεύομαι, ιδεάζομαι, σακουλεύομαι,

ψυχανεμίζομαι, υποτοπώ, υφορώμαι)

υπτιάζω (ανασκελώνομαι)

υστερώ (μειονεκτώ, υπολείπομαι)

υφαίνω (ιστουργώ)

υφαρπάζω (υποκλέπτω)

υψηλώνω (μεγαλύνω)

υψώνω (σηκώνω, αίρω)


Φ

φαγκρίζω (κατισχναίνω, αδυνατίζω)

φαγοποτώ (τρωγοπίνω)

φαγώνεται (τσακώνεται)

φαιδρύνω (χαροποιώ)

φαίνομαι (διακρίνομαι, εμφανίζομαι, ορώμαι)

φαλκιδεύω (διαστρεβλώνω, αλλοιώνω)

φαλτσάρω (παραφωνώ)

φανερώνω (γνωστοποιώ, δηλώνω)

φανατίζω (αφιονίζω, εξάπτω, ντοπάρω)

φαντάζομαι (νομίζω, υποθέτω) [φαντασιώνομαι=φαντάζομαι]

φαντάζω (φιγουράρω, επιδεικνύομαι)

φαρδαίνω (διευρύνω)

φαρμακώνω (δηλητηριάζω, φαρμάζω, ψακώνω)

φασκελώνω (μουντζώνω, δεκατιάζω, σφογγελιάζω)

φασκιώνω (σπαργανώνω) [ξεφασκιώνω=αποσπαργανώνω, ξεσπαργανώνω]

φασώνεται (πασπατεύεται)

φέγγω (ακτινοβολώ) [τρεμοφέγγω=τρεμολάμπω]

φείδομαι (λυπούμαι, προνοώ, οικονομώ)

φενακίζω (εξαπατώ)

φέρβω (εκτρέφω) [ονοφορβός=εκτροφέας όνων]

φέρω (βαστάζω, κομίζω) [επιφέρεται=συντελείται, γίνεται]

φεύγω (αναχωρώ)

φημολογείται (διαδίδεται, λέγεται) [ειπώνονται=λέγονται, προφέρονται]

φθάνω (αφικνούμαι, έρχομαι, αριβάρω)

φθέγγομαι (φωνάζω, κράζω, εκλαλώ, εκστομίζω, προφέρω)

φθείρω (καταστρέφω, βλάπτω, αποφθίνω, κατατρίβω, κεραΐζω)

φθηναίνω (λεπταίνω, ψιλαίνω)

φθίνω (παρακμάζω, ελαττούμαι, φθείρομαι, ξεφτίζω)

φθονώ (ζηλεύω, ζηλοτυπώ, ζηλοφθονώ, σκανιάζω, μεγαίρω)

φιγουράρω (επιδεικνύομαι)

φιδοζώνομαι (καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι)

φιληδονώ (ακολασταίνω) [αφροδισιάζω=σαρκομανώ, ρίχνομαι με πάθος στις σαρκικές απολαύσεις]

φιλονικώ (καβγαδίζω,ερίζω, τσακώνομαι, αντιφέρνω)

φιλοξενώ (φιλεύω, ξενίζω, ξενιάζω, ξεναποδέχομαι)

φιλοσοφώ (σπουδάζω) [σπουδή=ενασχόληση ή μελέτη για μάθηση]

φιλοτιμούμαι (προθυμοποιούμαι, διατίθεμαι)

φιλοτιμώ (ευαισθητοποιώ)

φιλοφρονώ (καλοπιάνω, σιργουλεύω)

φιλτράρω (στραγγίζω, σακελίζω)

φιλώ (αγκαλιάζω, ασπάζομαι)

φινίρω (αρτιώνω)

φιξάρω (παγιώνω, σταθεροποιώ)

φλέγομαι (καίγομαι, αποτεφρώνομαι, πυρακτώνομαι, σταχτιάζω,

απανθρακώνομαι, πυρπολούμαι, εμπυρίζομαι, λαβρίζω)

φλέγω (πυρπολώ, πυρσεύω) [υποφλέγομαι=σιγοκαίγομαι]

φλερτάρω (ερωτοτροπώ)

φλιπάρω (ζουρλαίνομαι)

φλογίζω (καίω, καψαλίζω)

φλομώνω (μολύνω)

φλυαρώ (πολυλογώ, αδολεσχώ, λαλαγώ, γλωσσηματίζω,

γλωσσοκοπανώ, απεραντολογώ, ματαιολογώ, φλυάσσω,

πλατειάζω, μακρολογώ, βαττολογώ, φαφλατίζω, πολυμιλώ,

κενολογώ, αργολογώ, πολυρρημονώ, εικοβολώ)

φοβερίζω (εκφοβίζω, απειλώ, τρομοκρατώ)

φοβίζω (πτοώ, φοβοποιώ, ξαφνίζω)

φοβούμαι (διστάζω, δειλιάζω, πτοούμαι,

αγγελιάζομαι, αποθαρρύνομαι, τρομάζω,

κοψοχολιάζομαι, τρέμω, σκιάζομαι, μορμολύττομαι,

πανικοβάλλομαι, ολιγοκαρδίζω, δειμαίνω)

φοιτώ (συχνάζω) [συμμαθητεύω=συμφοιτώ]

φονεύω (σκοτώνω, θανατώνω, εκτελώ, αιματοκυλίζω, ανθρωποκτονώ, διαχρώμαι)

φορμάρω (διαμορφώνω)

φοροδιαφεύγω (φοροκλέπτω)

φορολογώ (χαρατσώνω, δασμολογώ, δεκατεύω, φοροθετώ)

φορτσάρω (σχίζομαι, ρώννυμαι, αποδύομαι,

ζορίζομαι, σφίγγομαι, επεντείνω, δυναστεύω,

ανακομπώνω, κομματιάζομαι, δίνομαι, ξεσκίζομαι)

φορτώνω (ζαλώνω, ζαλικώνω, φορτίζω, καργάρω, ζαπακώνω)

φορώ (ντύνομαι, βάνω, περιτίθεμαι) [λευκοφορώ=λευχειμονώ]

φουλτακιάζω (φλεγμαίνω)

φουμάρω (καπνίζω)

φουντώνω (δυναμώνω)

φουρκίζω (εξοργίζω, θηριοποιώ, εξαγριαίνω)

φουρτουνιάζω (αναστατώνομαι, ανταριεύομαι)

φουσκίζω (επικοπρίζω)

φουσκώνω (διογκώνω, πρήζω)

φραγγελώνω (μαστιγώνω)

φρακάρω (ακινητοποιώ)

φρεζάρω (λειαίνω, εκτρίβω, ομαλίζω)

φρενάρω (τροχοπεδώ)

φρεσκάρω (ανανεώνω, ανακαινίζω)

φρίττω (ανατριχιάζω, τρομάζω, φρικιάζω, αναρριγώ, τσουτσουριάζω, φρικάρω)

φρονηματίζω (σωφρονίζω)

φρονιμεύω (σωφρονίζομαι, λογικεύομαι, γνωστεύω, μυαλώνω)

φροντίζω (μεριμνώ, επιμελούμαι, καλοσκαμνίζω,

επαγρυπνώ, προσέχω, κοιτάζω, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι)

φρονώ (νομίζω, κρίνω, σκέπτομαι, διανοούμαι, πρεσβεύω)

φρουρώ (επιτηρώ, φυλάσσω, νυχτερεύω, νυκτοφυλακώ)

φρουσκαλιάζω (φλυκταινούμαι) [φρουσκάλα=φλύκταινα, φουσκάλα]

φρύγω (καψαλίζω, φρυγανίζω, καυματίζω)

φρυκτωρώ (φωτοβολώ)

φταίω (σφάλλω)

φτουρώ (επαρκώ, εξαρκώ) [αποχρώ=επαρκώ, αποχρών λόγος=επαρκής λόγος]

φτύνω (αποπυτίζω, αποπτύω, πτύω) [καταπτύω=καταφρονώ]

φτωχεύω (πενητεύω)

φυγαδεύω (φευγατίζω)

φύει (αναδίδει, παράγει, αναδύει)

φυλάγομαι (προσέχω)

φυλακίζω (δεσμεύω, καθείργω, μπουζουριάζω,

εγκλείω, ρεστάρω)

φυλάσσω (διατηρώ, σώζω)

φύομαι (φυτρώνω, βλασταίνω, ξεβλασταρώνω)

φυσάει (πνέει)

φυσομανάει (φυσοκοπάει)

φυτεύω (χώνω, μπήγω, φιτύω, φυταλίζω)

φυτρώνω (βλαστάνω, φυλλοφορώ, αναδίνω, βλαστοφυώ)

φωνάζω (κραυγάζω, αλαλάζω, ανακράζω, επιβοώ, εκβομβούμαι, ιβύζω)

φωρώμαι (επισημαίνομαι)

φωτίζομαι (πυρσούμαι) [ελλάμπομαι=φωτίζομαι]


Χ

χαζεύω (αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι)

χαζοπαζαρεύομαι (μωρολογώ, χαζολογώ,

φαιδρολογώ, μουαμπετίζω, ριψολογώ, αλλοτριολογώ,

ακαιρολογώ, αχρηστολογώ, λωλομιλώ)

χαϊδολογώ (θωπεύω, καλοπιάνω, βαβαλίζω)

χαίνω (χάσκω)

χαιρετίζω (προσφωνώ, καλωσορίζω)

χαιρετώ (ασπάζομαι)

χαίρομαι (ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι, αναγαλλιάζω,

αμεριμνώ, αγάλλομαι, αγαλλιώ, θυμηδώ, προσχαίρω)

χαλβαδιάζω (γλυκοκοιτάζω)

χαλεπαίνω (οργίζομαι, δυσφορώ, γκουβρίζω, θυμαίνω)

χαλεύω (γυρεύω, ψάχνω, εκζητώ)

χαλινώνω (καπιστρώνω)

χαλυβδώνω (δυναμώνω)

χαλώ (αποσυνθέτω, καταστρέφω, φθείρω, φθοροποιώ,

ξεχαρβαλώνω, διαλύω, σαθροποιώ, φθειροποιώ)

χαμαικοιτώ (χαμοκοιμάμαι, χαμοκοιτώ, χαμευνώ)

χαμαιτυπώ (πορνεύομαι)

χαμευνώ (χαμαικοιτώ)

χαμογελώ (μειδιώ, αχνογελάω)

χαμπαριάζω (κατανοώ, νογάω)

χαντακώνω (καταστρέφω, βαραθρώνω, βοθριάζω)

χάνω (ζημιούμαι) [απώλεσε=έχασε, στερήθηκε π.χ. απώλεσε το δικαίωμα ψήφου]

χαράζει (ξημερώνει)

χαρακτηρίζω (προσδιορίζω)

χαραμίζω (σπαταλώ)

χαράσσω (αυλακώνω, γράφω) [αναχαράσσω=αποξύω]

χαρατσώνω (καταφορολογώ)

χαριεντίζομαι (αστειεύομαι, χωρατεύω, ευτραπελίζομαι)

χαρίζομαι (ευνοώ, ρουσφετολογώ, προσωποληπτώ)

χαριτολογώ (ευφυολογώ)

χαριτώνω (χαριτοποιώ)

χαροκοπώ (διασκεδάζω, γλεντώ)

χαροπαλεύω (ψυχορραγώ, ψοφολογώ)

χασμουριέμαι (νυστάζω, χασμώμαι)

χασομερώ (χρονοτριβώ, κενοτομώ, μουσμουλεύω, τριψημερώ)

χαστουκίζω (μπατσίζω)

χαυνώνω (εξασθενίζω, μαλθακώνω) [μαλθακίζομαι=χαυνούμαι, πλαδαρούμαι]

χαχανίζω (χασκογελάω, βροντογελάω, γελοκακανίζω, χασκαρίζω, χαχλανίζω)

χειμάζομαι (ταλαιπωρούμαι, παραδέρνομαι, δοκιμάζομαι)

χειρίζομαι (κουμαντάρω)

χειροδικώ (βιαιοπραγώ)

χειροθετούμαι (ευλογούμαι) [χειροθετώ=χειροτονώ]

χειροκροτώ (επικροτώ)

χειρούμαι (εξουσιάζω, ορίζω)

χερακλώνω (επιψαύω)

χερομαχώ (χειρωνακτώ, παλαμώμαι, συγχειροπονώ)

χερσώνω (χερσοποιώ) [ξεχερσώνω=χερσοκοπώ, εκχερσώνω]

χηρεύει (κενώνεται, ερημώνεται)

χιμώ (ορμώ, επιτίθεμαι) [αντεπιτίθεμαι=αντεφορμώ]

χιονίζει (νείφει, χιονοβολάει)

χλευάζω (κοροϊδεύω, λοιδορώ)

χλιαραίνω (μαλακώνω, μετριάζω, απαλαίνω)

χλομιάζω (ωχριώ)

χλωρίζω (θάλλω, πρασινίζω) [χλωραίνεται=πρασινίζει]

χολοσκώ (στενοχωριέμαι, θλίβομαι)

χολώνομαι (θυμώνω, αγανακτώ)

χοντραίνω (παχαίνω)

χορεύω (ορχούμαι)

χορταίνω (γαστρίζομαι, κορεννύω)

χορταριάζω (χορτομανώ)

χουγιάζω (λαβίζω, μαλώνω)

χουζουρεύω (οκνεύω)

χουσμετεύω (απασχολούμαι, δουλεύω)

χουφτώνω (παλαμιάζω, χουφταλιάζω, φουχτίζω)

χρεμετίζω (χλιμιντρίζω)

χρεοκοπώ (πτωχεύω, φαλιρίζω, μπατιρίζω, μουφλουζεύω, αποπλουτώ)

χρήζει (απαιτεί) [επιδέομαι=χρήζω, έχω ανάγκην]

χρημάτισε (διετέλεσε) [χρηματίζομαι=εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι]

χρησιμεύω (χρειάζομαι)

χρησιμοποιώ (μεταχειρίζομαι, μετέρχομαι)

χρησμολογώ (προμαντεύω, χρησμοδοτώ)

χρηστεύομαι (καλλοποιώ, καλοκαγαθώ)

χρίζω (επαλείφω, πασαλείβω, πασαλείφω) [επιχρίω=αλείφω]

χρυσώνω (μαλαματώνω)

χρωματίζω (βάφω, μπογιατίζω, χρώζω)

χρωστώ (οφείλω)

χρωτίζομαι (αναμιγνύομαι, συνεγγίζω)

χτενίζω (πολυεξετάζω, καλοξετάζω)

χτικιάζω (μαραζιάζω, ζαϊφιάζω, βερεμιάζω, τσιφνιάζω, φθισιώ)

χτυπώ (δέρνω, μαστιγώνω, πατάσσω, καταχερίζω, σακατεύω)

χυλώνω (πολτοποιώ)

χύνω (σκορπίζω)

χωλαίνω (κουτσαίνω, υποσκάζω)

χωνεύω (φυραίνω)

χώνω (θάβω)

χωρατεύω (αστεΐζομαι)

χωριατίζω (χωριατοφέρνω, αγροικεύομαι, αγεννίζω) [σκαιουργώ=αναιδεύομαι]

χωρίζω (διαιρώ)

χωρομετρώ (γεωμετρώ, γεωδαιτώ)

χωροσταθμώ (σταφνίζω, αλφαδιάζω, ευθυγραμμώ)

χωρώ (περιέχομαι)

Ψ

ψαλιδίζω (περικόπτω, ψαλίζω)

ψάλλω (τραγουδώ, άδω, μελωδώ, μολπάζω)

ψαλτωδώ (ψαλμολογώ, ψαλμωδώ)

ψαρεύω (αλιεύω, πεσκάρω, ιχθυάζομαι, καλαμεύω)

ψαύω (αγγίζω)

ψάχνω (ερευνώ, εξετάζω, χαρχαλεύω, ψαχουλεύω, χαλεύω)

ψέγω (κατηγορώ, κατακρίνω)

ψειριάζω (κονιδιάζω)

ψειρίζω (ψιλοκοσκινίζω, λεπτολογώ, ξεψαχνίζω, λεπτολεκτώ, αμφιφράζομαι, μακροκοσκινίζω)

ψελλίζω (τραυλίζω, τσεβδίζω, βατταρίζω, βαρταλίζω) [βραδυστομώ=βραδυλαλώ]

ψευδίζω (τραυλίζω, γλωσσοκομπιάζω)

ψευδοδοξώ (κακοκρίνω, ολισθογνωμώ, ολισθογνωμονώ)

ψευδολογώ (ψεύδομαι, ψευδοστομώ, ψευδηγορώ,

ανακριβολογώ, παραμυθολογώ, ψευδοεπώ, ψευματώ,

ψευδομυθώ, ψευστώ, ψεματίζω, ψευδογλωττώ)

ψευδορκώ (επιορκώ, ψευδωμοτώ)

ψευτίζω (νοθεύω, φαλσεύω, ψευδοποιώ)

ψευτοκλαίω (μυξοκλαίω, μουτζουκλαίω) [μυξιάζω=κορυζάω]

ψηλαφίζω (ψαχουλεύω)

ψηλαφώ (ψαύω, αγγίζω, λαιφάσσω, διφώ)

ψήνομαι (ωριμάζω)

ψήνω (οπτώ)

ψηφίζω (αποφασίζω, ψηφοφορώ)

ψήχω (βουρτσίζω, τρίβω, ψηκτρίζω)

ψιθυρίζω (μουρμουρίζω, σιγομιλώ)

ψιλοκόβω (λειοτριβώ, κονιορτοποιώ, κονιοποιώ,

ψιλοκοπανίζω, σμικρίζω, ψιλοτρίβω, αλευροποιώ)

ψιλολογώ (λεπτολογώ, ισχνομυθώ, λεπτηγορώ)

ψιλώνω (γυμνώνω)

ψιμυθιώνομαι (καλλωπίζομαι, φτιασιδώνομαι,

μακιγιάρομαι, πουδραρίζομαι, ομορφίζομαι)

ψιττακίζω (παπαγαλίζω)

ψιχαλίζω (ψιλοβρέχω, ψεκάζω, πιτσιλίζω, πτυαλίζω)

ψοφοζώ (ψωμοζώ, κουτσοζώ, κουτσοπερνώ, κουτσοφέρνω)

ψοφολογώ (ψυχομαχώ)

ψοφώ (θνήσκω, γκουρλώνομαι)

ψυχαγωγώ (τέρπω, διασκεδάζω)

ψυχανεμίζομαι (υποψιάζομαι)

ψυχοδέρνομαι (απολυσσώ, χατεύω)

ψυχοπλακώνομαι (αγχώνομαι, στρεσάρομαι, πονοψυχώ)

ψυχορραγώ (χαροπαλεύω, ψυχομαχώ, αγγελοθωρώ)

ψυχοτρώω (ψυχομαραίνω)

ψυχραίνω (ψύχω, παγώνω)

ψυχρολογώ (ψυχρορρημονώ)

ψυχώνω (ζοωγονώ, ενισχύω, αναπτερώνω, ενθαρρύνω)

ψωμίζω (ταΐζω, μπουκώνω)

ψωμώνω (μεστώνω, αδρούμαι)

ψωνίζω (αγοράζω, προμηθεύομαι)


Ω

ωδινώμαι (αγωνιώ, σπαζοκεφαλιάζω, σκοτίζομαι, παιδεύομαι)

ωθίζομαι (συνωστίζομαι, στριμώχνομαι, στοιβάζομαι)

ωθώ (σπρώχνω, σκουντώ, αμπώχνω, παραγκωνίζω, τζαρτζάρω)

ωίζω (κλωσώ)

ωκύνω (ταχύνω, γρηγορεύω, γοργεύω)

ωκυποδώ (ωκυδρομώ, ευδρομώ)

ωκυπορώ (γοργοδιαβαίνω, γοργοπερνώ)

ωμίζομαι (ωμοφορώ)

ωμοβαστάζω (ωμοφορώ)

ωμοθετώ (ιεροθυτώ)

ωμοτοκώ (αγουρογεννώ)[=τίκτω προώρως]

ωμοτομώ (αγουροκόβω, αγουρομαζεύω)

ωνούμαι (αγοράζω, οψωνώ)

ωοτοκώ (ωογονώ)

ωοφορώ (αβγογεννώ)

ωπάζομαι (κοιτάζω)

ωραϊζω (καλλωπίζω, καλλύνω, αγλαΐζω, σενιάρω,

ομορφίζω, ευπρεπίζω, αβρύνω, κομψεύω, καλοστολίζω)

ωραιογραφώ (καλλιγραφώ)

ωραιοποιώ (καλλύνω) [φιλοτεχνώ=καλοφτιάνω, καλοδουλεύω]

ωρακίζω (κιτρινιάζω)

ωριαίνω (ομορφαίνω)

ωριμάζω (μεστώνω, γινώνω, γουρμάζω, αδρύνω,

ψωμώνω, καλοκαμώνομαι, παραγίνομαι, αδρούμαι, ζουμιάζω)

ωροσκοπώ (γενεθλιαλογώ) [=κάνω προβλέψεις για το μέλλον κάποιου]

ωρύομαι (ουρλιάζω, θρηνολογώ, ρυάζομαι, λακάζω)

ωστίζομαι (ωθούμαι)

ωτοκοπώ (ξεκουφαίνω, εκκωφώ)

ωτακουστώ (κρυφακούω, αφτιάζομαι, κρυφαγρικώ,

επακούω, παρακαθίζω, αγροικιάζομαι, ακουάζομαι)

ωτοκωφώ (βαριακούω, κακογροικώ, δυσηκοώ)

ωφελούμαι (κερδαίνω, απολαβαίνω, διαφορεύω, καρπώνομαι)

ωφελώ (βοηθώ, εξυπηρετώ, λυσιτελώ, ευεργετώ)

ωχραίνομαι (κιτρινιάζω, πυξίζω)

ωχριώ (χλομιάζω, κιτρινίζω, κερώνω, πανιάζω)

Γ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

.........................

Βλέπε και "Λεξικό συνωνύμων"

Σημείωση:

——————

Εάν δεν βρίσκετε τη λέξη στην αλφαβητική της σειρά, χρησιμοποιήστε το ευρετήριο 🔍 της ιστοσελίδος επάνω δεξιά (βάζοντας τόνους στη λέξη) ή καλύτερα το ευρετήριο λέξεων του περιηγητή (browser) πατώντας Ctrl + F

——————

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν συνώνυμες λέξεις.

Κάθε λέξη έχει ιδιαίτερο, το δικό της, νόημα.

——————

Στα λεξικά της ιστοσελίδος καταχωρίστηκαν και λέξεις που άκουσα

για πρώτη φορά μέσα στο οικογενειακό μου περιβάλλον, όπως π.χ.

αμπούχαβος ή

καρχανατζής.

——————

Σημείωση:

Αντί να αντιγράφουν κάποιοι τα λεξικά της

παρούσης ιστοσελίδος, είναι σωστό, πρέπον

και νόμιμο να καταχωρίζουν στα sites τους

συνδέσμους (links).

Γ. Α.

Λάρισα 7-12- 2011

Λέξεις αναζήτησης: συνώνυμο, συνώνυμου, συνώνυμα, συνωνύμων, συνώνυμη, συνώνυμης, συνώνυμες, συνωνυμία, synonyms, αντώνυμο, αντώνυμου, αντώνυμα, αντωνύμων, αντώνυμη, αντώνυμης, αντώνυμες, antonyms, antonyme, synonyme, thetidiolarisa, thetidio, θετίδιο, θετιδίου, αλχανί, σουπλί, αντίθετο, αντίθετου, αντιθέτων, αντίθετα, αντίθετες, αντίθετη, αντίθετης, λέξη, λέξεις, ηλεκτρονικό, λεξικό, λεξικού, ηλεκτρονικά, λεξικά, online, λεξικών, λεξιλόγιο, λεξιλόγια, λεξιλογίου, λεξιλογίων, συνώνυμα ρήματα google sites, ρημάτων, σημασία, τι σημαίνει, ερμηνεία, μετάφραση, ορισμός, αρχικοί χρόνοι, ανώμαλα ρήματα, θησαυρός συνωνύμων, φιλοσοφικό λεξικό.

Όλα τα online λεξικά του διαδικτύου εδώ

Στη σελίδα Φιλοσοφικό λεξικό

θα βρείτε τέσσερα online Λεξικά φιλοσοφίας κι ένα Κοινωνιολογίας


google ads


google translate