ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ

ΤΗΣ ΝΑΝΣΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΒΑΝ 

ΧΑΪΚΟΥ

Ακολουθεί μια συλλογή ποιημάτων χαϊκού, γραμμένα από τoν Ίβαν, ο οποίος τα εμπνεύστηκε από φωτογραφίες- αποτυπώσεις απλών καθημερινών στιγμών- που τραβούσε η Νάνσυ και μοιράζονταν μαζί του. Αφιερωμένη στους αναγνώστες της ιστοσελίδας μας.

Αποσπάσματα των ιστοριών μας

Ο  ΑΡΚΟΥΔΟΣ ΚΑΙ Η ΚΙΘΑΡΑ

Ήταν μια ζεστή μέρα κι όλα στο δάσος ήταν ήσυχα. Ο αρκούδος, Έντο, κάθονταν κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. Ξεκουράζονταν μετά το μεσημεριανό του, μασουλώντας ένα χορτάρι κι έμοιαζε να βαριέται.

- Ω, πόσο θα’ θελα να παίξω κιθάρα! - είπε σιωπηλά κοιτάζοντας πέρα μακριά.

- Στ’ αλήθεια θα’ θελα να παίξω κιθάρα. - επανέλαβε, αυτή τη φορά λίγο πιο φωναχτά.

- Είσαι σίγουρος, αγαπητέ Έντο; Δε θα προτιμούσες να παίξεις μαζί μου; - ψιθύρισε στο αριστερό του αυτί η ευκίνητη, γαλαζοφτέρωτη λιβελούλα, Γιου-Καγκέ. Πάντα βαριότανε τέτοια ώρα. Η υπόλοιπη οικογένειά της, ως συνήθως, συγκεντρώνονταν στο έλος με τα πράσινα νερά για να ξεκουραστεί.

Ο Έντο συνέχισε να κοιτάζει κάπου μακριά και τελικά είπε:

- Ίσως! Ίσως ναι, ίσως όχι.

- Γιατί, όχι; Μπορούμε να παίξουμε κάποια ενδιαφέροντα παιχνίδια. Για παράδειγμα...

- Όχι, θα προτιμούσα να παίξω κιθάρα.

- Ω, Έντο, Έντο, Έντο...

- Ω, Γιου-Καγκέ, Γιου-Καγκέ, Γιου-Καγκέ... Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν σε ρώτησα από πού πήρες αυτό το όνομα.

- Δεν σου είπα;

- Όχι.

 - Περίεργο! Ήμουν πεπεισμένος ότι σου έχω πει. Λοιπόν, οι πρόγονοί μου ήρθαν από την Ιαπωνία σε αυτά τα μέρη πριν από πολύ καιρό. Προσαρμόστηκαν πλήρως στη ζωή εδώ, αλλά κράτησαν κάποιες από τις παραδόσεις τους και εξακολουθούν να τις σέβονται. Αυτό έγινε και με το όνομά μου.

- Α, ενδιαφέρον!

Η Γιου-Καγκέ άρχισε να πετάει γύρω από τον Έντο, προσπαθώντας να τον κάνει να παίξει μαζί της.

- Πιάσε με! Πιάσε με, αν μπορείς!

Και γελούσε χαρούμενη. Όλο χάρη και νάζια, η Γιου-Καγκέ με τη λεπτοκαμωμένη σιλουέτα ορμούσε προς τα κάτω, μετά προς τα πάνω. Πήγαινε δεξιά, πήγαινε αριστερά γύρω από το κεφάλι του Έντο. Μερικές φορές, άγγιζε ελαφρά τις τριχούλες των αυτιών του κι ο Έντο σήκωνε την πατούσα του για να την διώξει μακριά. Για μια στιγμή, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του:

- Ω, μπελάς! Δε μπορεί να βρει την ησυχία του κανείς, ακόμα και τις ώρες ξεκούρασης μετά το μεσημεριανό. Γκρρρρρρ!!!!!

Η Γιου-Καγκέ έτυχε να το ακούσει και, ξαφνικά, τα ορθάνοιχτα φτερά της σκλήρυναν κι ήρθαν και κόλλησαν στο σώμα της. Δάκρυα ήταν έτοιμα να τρέξουν στα ροδαλά μάγουλά της, αλλά κατάφερε να βρει τη δύναμη και να μιλήσει στον Έντο.

- Έντο, φίλε μου, λυπάμαι πάρα πολύ! Ήθελα απλά και μόνο να περάσω λίγες ευχάριστες στιγμές μαζί σου.

- Ευχάριστες τις λες εσύ; Εγώ τις λέω δύσκολες κι εντελώς άδικες. Τόσο λεπτή κι ευκίνητη που είσαι, μπορείς να πετάς ψηλά στον ουρανό. Δεν είναι καθόλου δίκαιο για μένα, αφού ούτε λεπτός είμαι, ούτε έχω φτερά.

- Έχεις απόλυτο δίκιο, φίλε μου! Μα, υπόσχομαι πως δε θα πετάω ψηλότερα από κει που μπορείς να φτάσεις και… τώρα που το ξανασκέφτομαι, κάθε φορά που θα πετάω ανάμεσα στις τριχούλες των αυτιών σου, προσπάθησε ν’ ακούς τον ήχο που παράγεται. Αυτό θα αποτελέσει την έμπνευση για να συνθέσεις τη δική σου μουσική που μπορείς να παίξεις στην κιθάρα σου, αργότερα το απόγευμα.

- Ξέρεις, όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα! Δεν έχω κιθάρα.

Και το πρόσωπο του Έντο σκοτείνιασε. Ανασήκωσε τους ώμους του κι επανέλαβε σιωπηλά:

- Δεν έχω κιθάρα.

- Μπορείς να αγοράσεις μία.

- Αυτό είναι το άλλο μου πρόβλημα.  Δεν έχω τα χρήματα για να το κάνω.

Ο Έντο έδειχνε πιο στενοχωρημένος τώρα. Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του. Η Γιου-Καγκέ λυπόταν να βλέπει τον φίλο της τόσο θλιμμένο. Έκανε έναν κύκλο, πετώντας γύρω του δυο φορές. Μετά, σταμάτησε μπροστά του.

- Πρέπει να κάνουμε κάτι! - είπε αποφασιστικά.

- Τι μπορούμε να κάνουμε; Τίποτα…

- Ναι! Μπορούμε ν’ αγοράσουμε μια κιθάρα για σένα.

- Μα, πώς;

...

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΕΙ 

...

΄Ηχοι όμορφης, απαλής μουσικής άρχισαν να σκορπίζονται τριγύρω. Ο σκίουρος έκλεισε τα μάτια του και απολάμβανε. Από κάποιο σημείο, μέσα στο δάσος, έρχονταν το σιγανό κελάηδημα των πουλιών, που αρμονικά γίνονταν ένα με την μουσική. Νανουρισμένος από την μαγευτική μουσική που τον περιέβαλε, ο σκίουρος αποκοιμήθηκε και γρήγορα ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Ονειρεύονταν πως ήταν χορευτής. Έβλεπε τον εαυτό του ντυμένο με λευκό εφαρμοστό, κοντομάνικο μπλουζάκι και μαύρο καμπάνα παντελόνι. Τα μαύρα παπούτσια του από μαλακό δέρμα, που ταίριαζαν απόλυτα με το κουστούμι του χορού, τον βοηθούσαν να γλιστράει απαλά στο γυαλισμένο, σε σχήμα κύκλου, πάτωμα. Όλα τριγύρω, περίπου διακόσια ζευγάρια μάτια, ήταν καρφωμένα πάνω στις κομψές κι ευέλικτες χορευτικές του φιγούρες. Είχε γίνει ένας διακεκριμένος χορευτής, μετά από τόσα χρόνια μελέτης, εξάσκησης και συμμετοχής σε Διεθνή Φεστιβάλ Χορού. Άκουγε μόνο την μουσική. Ήταν στον δικό του ξεχωριστό κόσμο, τον κόσμο του χορού. Αισθάνονταν να αιωρείται, λες και βρίσκονταν στα σύννεφα. Όλες οι κινήσεις του ήταν χαριτωμένες και ακολουθούσαν τον ρυθμό. Κάποια στιγμή, έκανε μια αξιοθαύμαστη πιρουέτα και το κοινό άρχισε να χειροκροτεί. Αλλά, το χειροκρότημα έγινε ξαφνικά περίεργο. Σε λίγο, δεν έμοιαζε καν σαν χειροκρότημα. Άνοιξε τα μάτια του. Κάποιος κουνούσε το δέντρο του.

...

Η Άρια, πετώντας, παρακολουθούσε τη δουλειά όλων από ψηλά.

- Άριστα! Ελπίζω πως όλα θα πάνε καλά μέχρι τη γιορτή μας - είπε και σημείωσε κάτι στο χαρτί με το πρόγραμμα:

Χειμερινό Ηλιοστάσιο, Δεκέμβριος 2019

Κεντρική εξέδρα: οι χορευτικές ομάδες του Φάρρελ

Μικρότερη εξέδρα: η χορωδία του Μαέστρο Κρίκετ

Μουσική: Έντο και Γιου-Καγκέ

Διακόσμηση: Κύριος Ντεβιέ

Η Άρια συνέχισε να επεξεργάζεται το πρόγραμμα και να σκέφτεται που θα μπουν οι πάγκοι με τα προϊόντα του δάσους, που θα είναι για πώληση, τα αντικείμενα από δεύτερο χέρι, τα γλυκά, κλπ. Θα τα πουλούσαν σε πολύ χαμηλές τιμές και, όπως είχε ήδη αποφασιστεί, όλα τα έσοδα θα πήγαιναν φέτος στα θύματα της πυρκαγιάς.

Ο Κύριος Ντεβιέ αποτελεί ζωντανή διαφήμιση για την όλη γιορτή. Μιλάει στους συμπολίτες του για την πρόταση που του έγινε από τους κατοίκους του δάσους. Τους λέει ιστορίες σχετικά με την πυρκαγιά και την καταιγίδα που τους έπληξε, το πόσο υπέφεραν και τονίζει πως οφείλουν όλοι να τους στηρίξουν οικονομικά. Τα χρήματα θα δοθούν για να αγοραστούν καινούρια δέντρα που θα φυτευθούν ξανά.

...

ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΟ ΦΡΟΥΤΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

...

- Ωωω! Τι όμορφο μούρο! Και πόσο μεγάλο!

Η Γιου-Καγκέ πέταξε προς το μέρος του, γεμάτη περιέργεια, για να δει το μούρο. Ήταν ασυνήθιστα μεγάλο κι έδειχνε πολύ δελεαστικό. Είχε ωραίο κόκκινο χρώμα και μύριζε υπέροχα. Έμοιαζε πραγματικά ακαταμάχητο!

- Έντο, τι μούρο είναι αυτό; Δεν έχω ξαναδεί παρόμοιο.

- Δεν ξέρω. Ούτε κι εγώ έχω ξαναδεί παρόμοιο, αλλά μοιάζει τόσο όμορφο! Μμμ...! Τι ωραία μυρωδιά! Μμμ... !Πρέπει να το δοκιμάσω.

- Έντο, δεν είναι σωστό να τρώμε άγνωστα πράγματα.

- Δεν με νοιάζει! Πρέπει να το δοκιμάσω. Σίγουρα θα είναι πολύ νόστιμο. Θέλεις να το δοκιμάσεις κι εσύ;

- Όχι! Κι ούτε εσύ να δοκιμάσεις!

Αλλά, ο Έντο πρόλαβε κι έβαλε το μούρο στο στόμα του.

- Μμμ... ! Ήταν εξαιρετικό. Για να δούμε αν υπάρχει κι άλλο σαν αυτό. – είπε και χάιδευε την κοιλιά του με την πατούσα του.

Προς μεγάλη απογοήτευσή του, ο Έντο δεν μπόρεσε να βρει άλλο μούρο τόσο μεγάλο και τόσο νόστιμο. Ούτε και η Γιου-Καγκέ, που από περιέργεια έψαχνε να βρει κι εκείνη κάποιο σαν κι αυτό.

Ω, Έντο! Ήταν το μοναδικό. – είπε μετά από πολύ ώρα, αφού σταμάτησε να ψάχνει. – Πράγμα που σημαίνει ότι ανήκε σε κάποιο σπάνιο είδος κι εσύ το έφαγες. Ντροπή! Δεν θα έχουμε την ευκαιρία να το ξαναδούμε πια ... τουλάχιστον γι αυτήν την χρονιά. 

...


Το κατοικίδιο της Γιαγιάς Νεράιδας, το καλοπροαίρετο ελάφι, ήταν πάντα πρόθυμο να κάνει οτιδήποτε του ζητηθεί.  Έτσι, ξεκίνησε το ταξίδι του για το Έβδομο Δάσος. Στα κέρατά του, και μέσα σε έναν φάκελλο από φύλλα, μετέφερε το γράμμα που είχε ετοιμάσει η Γιαγιά Νεράιδα:

Το «Τρελό Μούρο» εμφανίστηκε και στο δάσος μας.

Σε παρακαλώ, στείλε το αντίδοτο. ΕΠΕΙΓΟΝ!!!

Το ελάφι, με τα μακριά και δυνατά του πόδια, κάλπαζε στα λιβάδια, διέσχιζε δάση με ψηλά δέντρα, περνούσε δίπλα από λίμνες ή τις διέσχιζε κολυμπώντας... Συνέχιζε να καλπάζει ακόμη και κατά την διάρκεια της νύχτας-τα ελάφια έχουν αρκετά καλή όραση και το βράδυ.

Είχε προσπεράσει μόλις το Μεγαλοπρεπές Κάστρο, και ένοιωσε ένα παράξενο συναίσθημα, λες και κάποιος τον ακολουθούσε, αλλά το αγνόησε. Είχε αρχίσει να αισθάνεται τέτοια κούραση, που σκέφτηκε πως αυτό το συναίσθημα μπορεί να ήταν απλά δημιούργημα της φαντασίας του.

...

ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΑ, Η ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

Μετά από μια δυνατή νεροποντή, τα σύννεφα άρχισαν να αραιώνουν ξανά και ο ουρανός καθάρισε. Ο ήλιος έλαμψε και τα λουλούδια στο λιβάδι άνοιξαν τα πέταλά τους. Σ’ ένα πλατύ φύλλο, μια πασχαλίτσα ήταν ξαπλωμένη κι απολάμβανε την ομορφιά της μέρας. Παρακολουθούσε ένα αεριωθούμενο ψηλά στον ουρανό και το σημάδι που άφηνε πίσω του.

Πολύ σύντομα, όμως, η ησυχία της διαταράχτηκε. Πολύ βιαστικά και κάνοντας μεγάλα άλματα, την πλησίασε η φίλη της , η ακρίδα.

         - Πώς και τόση βιασύνη; - αναρωτήθηκε η πασχαλίτσα.

- Α, επιτέλους σε βρίσκω! Ευτυχώς! - είπε η ακρίδα λαχανιασμένη.

- Τί έγινε; Πες μου!

- Κάτι τρομερό! Πολύ τρομερό! Η φίλη μας η πεταλούδα έχασε το χρώμα των φτερών της.

- Έχασε το χρώμα των φτερών της;!;!

- Ναι! Να δεις τα φτερά της, είναι διάφανα σαν γυαλί πια!

- Πώς είναι δυνατόν; Τί έγινε;

- Πετούσε ενώ έβρεχε και ξέβαψαν. Είναι πολύ λυπημένη αυτήν την ώρα και ντρέπεται να πετάξει στο λιβάδι.

- Ω! Αυτό είναι στ’ αλήθεια τρομερό! Πρέπει να τη βοηθήσουμε. Μπορείς να με πας κοντά της;

Και οι δυο πέταξαν προς το μέρος της πεταλούδας, μα εκείνη δεν ήταν πουθενά.

...

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ 

...

Ο βασιλιάς Ολέανδρος έμεινε μόνος για μια στιγμή. Η μικρή βασίλισσα Λαβάντα ήταν στο μυαλό του. Έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε τη φιγούρα της. Χαμογέλασε ελαφρά. Ο σύμβουλος Πελίν επέστρεψε πολύ γρήγορα με βιαστικά βήματα. Ήταν πολύ ταραγμένος. Το πρόσωπό του εξέφραζε απόγνωση και φόβο. Σαν να μην ήταν ο ίδιος άντρας που μόλις πριν ήταν εδώ. Ο βασιλιάς Ολέανδρος παρατήρησε αμέσως αυτή τη μεγάλη αλλαγή.

- Συνέβη κάτι; Μοιάζεις σαν να κατάπιες βάτραχο.

- Φρίκη, φρίκη, Μεγαλειότατε!!!

- Έλα, πες μου, σύμβουλε Πελίν.

- Είναι τρομερό, Μεγαλειότατε! Είναι στ' αλήθεια απαίσιο!

- Τι είναι τρομερό! Ξεστόμισέ το!

- Ο αγγελιοφόρος έφερε ένα επείγον μήνυμα που λέει πως ο φοβερός δράκος  ξαναεμφανίστηκε στο νότιο τμήμα του βασιλείου μας!

- Ξαναεμφανίστηκε; Φοβερός δράκος; Τι μου λες;

- Α, Μεγαλειότατε, δεν θυμάστε γιατί ήσασταν μικρό παιδί τότε. Ήταν πριν από τριάντα χρόνια.

- Χμ...! Ναι! Πραγματικά δεν το θυμάμαι. Άκουσα μόνο μερικές ιστορίες γι αυτό.

- Ήλπιζα ότι αυτό το τρομερό τέρας δεν θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά στο βασίλειό μας. Φαίνεται να έχει ξυπνήσει μετά από έναν μακρύ ύπνο και τώρα βρυχάται , προφανώς πεινασμένο. Ο αγγελιοφόρος λέει ότι σκορπάει φωτιά προς όλες τις κατευθύνσεις και ότι έχει ήδη κάψει δύο χωριά. Προφανώς τώρα κινείται προς το κάστρο μας.

- Πρέπει να προστατεύσουμε αμέσως τους υπηκόους μας. Γρήγορα! Ενημερώστε τους, διοικητά! Να κηρύξουν συναγερμό και να ετοιμάσουν τον στρατό. Εγώ ο ίδιος παίρνω το σπαθί  και την ασπίδα μου. Κανείς δεν θα επιτεθεί στο βασίλειό μου ατιμώρητα!

- Αλλά, Μεγαλειότατε, δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό! Ο στρατός μας δεν είναι αρκετά μεγάλος και δυνατός για να αντιταχθεί σε αυτό το τέρας. Ο μακαρίτης πατέρας σας, η Αυτού Μεγαλειότητα, ο Βασιλιάς Λότους ο 4ος, μετά βίας κατάφερε να διώξει αυτόν τον τρομερό δράκο με έναν πολύ μεγαλύτερο και ισχυρότερο στρατό. Ο ίδιος τραυματίστηκε βαριά και παραλίγο να πεθάνει. Μεγαλειότατε, δεν μπορείτε να εμπλακείτε σε μάχη με αυτό το θηρίο. Θα πεθάνετε αμέσως!

- Τι μπορώ να κάνω, τότε; Είμαι ο βασιλιάς, πρέπει να προστατεύσω τους υπηκόους μου!

... 

Ο ΜΠΛΕ ΒΟΜΒΙΝΟΣ

Τρεις φίλοι, η πασχαλίτσα, η ακρίδα και η πεταλούδα, επωφελήθηκαν από μια όμορφη, ηλιόλουστη μέρα για να κάνουν βόλτα στο λιβάδι. Αργά και κουβεντιάζοντας χαλαρά, απολάμβαναν τη βόλτα τους.

- Ακούτε; Κάποιος κλαίει!

- Δεν ακούω τίποτε. - είπε με σιγουριά η πεταλούδα.

- Μα, ναι! Κάποιος κλαίει. Μου φαίνεται πως το κλάμα έρχεται από κάπου εκεί, πίσω από το μεγάλο λουλούδι - είπε η ακρίδα, δείχνοντας προς εκείνη την κατεύθυνση.

- Πάμε να δούμε! - πρότεινε η πασχαλίτσα.

Γρήγορα έφτασαν στο σημείο, όπου βρήκαν έναν βομβίνο να κλαίει.

- Ε, γιατί κλαις; - τον ρώτησε πρώτη η πεταλούδα.

- Τί ζητάτε από μένα; Αφήστε με ήσυχο! - αποκρίθηκε ο βομβίνος και συνέχισε να κλαίει με λυγμούς.

- Να σε βοηθήσουμε θέλουμε, αν μπορούμε. Πες μας γιατί κλαις!  - του είπε η πασχαλίτσα με γλυκιά φωνή.

- Κανένας δε μπορεί να με βοηθήσει!

- Μην το λες! Ποτέ δεν ξέρεις! Ίσως και να μπορούμε κάτι να κάνουμε. Ποιό είναι το πρόβλημα σου; - είπε στη συνέχεια η ακρίδα.

- Δε με βλέπετε; Κοιτάξτε πως είμαι! Όλοι οι βομβίνοι  είναι μαύροι με κίτρινες ή πορτοκαλί ρίγες κι εγώ είμαι μπλε με κόκκινες ρίγες. Κανένας δε με αγαπάει. Όλοι με αποφεύγουν. Πιστεύουν πως είμαι άρρωστος - είπε ο βομβίνος κι άρχισε ξανά να κλαίει ακόμα πιο δυνατά.

- Αλλά, μπορείς να ρουφήξεις τη γύρη από τα λουλούδια, σωστά; - τον ρώτησε η ακρίδα.

- Μπορώ! Και, βέβαια μπορώ, αλλά ποιος νοιάζεται! Όλοι με αποφεύγουν – απάντησε ο βομίνος και συνέχισε να κλαίει.

- Μπορείς να κουνήσεις τα φτερά σου πίσω - μπρος, σωστά; - τον ρώτησε η πεταλούδα.

- Φυσικά! Όπως όλοι οι  βομβίνοι, αλλά το χρώμα μου τους κάνει να φεύγουν μακριά, αφήνοντας με μόνο - συνέχισε να απαντάει στις ερωτήσεις ο καλοσυνάτος βομβίνος, αν και είχε πολύ κακή διάθεση.

- Αισθάνεσαι κάποιου είδους πόνο στο κορμί σου; - ρώτησε τώρα η πασχαλίτσα γιατί είχε αρχίσει ήδη να κάνει σενάρια στο μυαλό της για το  πως αυτός ο πειθήνιος βομβίνος βρέθηκε να έχει αυτά τα χρώματα, που τον έκαναν διαφορετικό και αυτό του δημιουργούσε πολλές φασαρίες.

- Σας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας! Δεν έχω κανέναν πόνο στο σώμα, μόνο στην καρδιά μου ο πόνος είναι μεγάλος… - κατάφερε να πει ο μπλε βομβίνος και ξέσπασε σε δυνατότερο κλάμα.

...

Η ΤΟΛΜΗΡΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ

...

- Κάποιος είναι στη γλάστρα στη γωνία του κήπου, αλλά δε θέλει να πει ποιος είναι - είπε στους φίλους της.

             - Γιατί δεν κοίταξες; - ρώτησε η πασχαλίτσα.

- Ήθελα να είστε κι εσείς για να δείτε - δεν ήθελε να πει την αλήθεια η πεταλούδα.

- Άντε, πάμε τότε να δούμε ποιος είναι! – είπε η ακρίδα χωρίς να το πολυσκεφτεί και άρχισε να πηδά προς την γωνία του κήπου.

Η πεταλούδα και η πασχαλίτσα προσγειώθηκαν μπροστά στη γλάστρα, ενώ η ακρίδα πήδησε πάνω σ’ αυτήν. Λίγο αργότερα, άκουσαν έναν αναστεναγμό.

- Εδώ είναι! – είπε η ακρίδα κι άρχισε να σηκώνει τα φύλλα. Ένα μικρό λουλούδι εμφανίστηκε μπροστά της.

- Ελάτε να δείτε πόσο λεπτεπίλεπτο και όμορφο είναι! -φώναξε η ακρίδα τους φίλους της.

- Μια μαργαρίτα! - είπαν έκπληκτες, με μια φωνή, η πεταλούδα και η πασχαλίτσα.

- Δεν θα έπρεπε να είσαι εδώ, σωστά; -ρώτησε η πασχαλίτσα.

- Αποχαιρετιστήκαμε με τους συγγενείς σου και υποσχεθήκαμε να συναντηθούμε ξανά του χρόνου. Έφυγαν όλοι τους. Και σήμερα, εσύ…!;! Η πεταλούδα μίλησε στην μαργαρίτα.

- Ξέρω! Θα νομίζετε πως είμαι ανόητη! – τους είπε η μαργαρίτα.

- Προσωπικά, χαίρομαι πολύ που είσαι εδώ! – βιάστηκε να πει η πεταλούδα.

- Μα, δε δείχνεις και τόσο χαρούμενη, ε; - ρώτησε η ακρίδα έχοντας στο νου της τον αναστεναγμό.

- Έβλεπα πως οι ζεστές μέρες συνεχίζονταν. Ακόμα κι αν φθινοπώριασε, είναι σαν άνοιξη. Άρχισα να ανοίγω τα πέταλα μου για να τα λούσει ο ζεστός ήλιος, αλλά όλα αυτά τα αγριόχορτα τριγύρω... - η μαργαρίτα άρχισε την ιστορία της μιας και τρία ζευγάρια αυτιά ήταν εκεί πρόθυμα να την ακούσουν.

...

Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ ΚΑΙ Η ΖΗΛΙΑΡΑ ΠΙΚΡΑΛΙΔΑ

...

Ο ψηλός άντρας, που ήταν στ’ αλήθεια ζωγράφος, συγκεντρώθηκε στις παπαρούνες κι άρχισε να σχεδιάζει στον καμβά  το περίγραμμα τους.

Όντας πολύ περίεργη, η ακρίδα πήδησε και κάθισε στην επάνω δεξιά άκρη του καβαλέτου για να ρίξει μια κοντινή ματιά στη ζωγραφιά. Ενοχλημένος κάπως ο ζωγράφος, σήκωσε το χέρι του και την έδιωξε με μια του κίνηση.

- Ήσουνα πολύ ανυπόμονη - είπε η πεταλούδα στην ακρίδα και συνέχισε: - Θα πετάξω σε λίγο πάνω από τη ζωγραφιά και θα μάθουμε αν ήμαστε κι εμείς σ’ αυτήν.

- Τί είδες; Τί είδες; - ρώτησε ανυπόμονα η πικραλίδα.

- Όχι πολλά! - απάντησε κοφτά η ακρίδα.

- Με ζωγραφίζει; - συνέχισε να ρωτάει η πικραλίδα όλο περιέργεια.

- Όχι, δεν είδα κάτι τέτοιο!

- Μμμμ… πρέπει να το κάνει!

- Γιατί πρέπει να σε ζωγραφίσει; Ποιά είσαι στο κάτω-κάτω; - μπήκε στην κουβέντα και η μαργαρίτα.

- Τι, ποια είμαι; Είμαι σίγουρα το πιο όμορφο λουλούδι στο λιβάδι! Μοιάζω  με τον ήλιο, και ο ήλιος είναι τόσο όμορφος! Το λουλούδι μου είναι κίτρινο σαν δουκάτο. Βλέπεις πόσο όμορφη είμαι; Καλύτερα να κοιτάξεις τα χάλια σου! Είσαι τόσο μικροσκοπική με απλά λευκά πέταλα, που δε μοιάζουν με κάτι!

- Δε με νοιάζει! Είμαι ικανοποιημένη από τον εαυτό μου. Και δε μου καίγεται καρφί αν θα είμαι στη ζωγραφιά!

- Θα ρίξω μια ματιά να δω τι ζωγραφίζει - είπε η πασχαλίτσα.  Ήταν κι αυτή περίεργη. Η ίδια, όπως και οι φίλοι της, δεν είχαν ξαναδεί από κοντά ζωγράφο επί το έργον. Άνοιξε τα φτερά της, έκανε ένα ημικύκλιο, ήρθε από την πίσω πλευρά του ζωγράφου και προσγειώθηκε προσεκτικά στον ώμο του. Βολεύτηκε εκεί και παρακολουθούσε κάθε κίνηση του. Εκείνος ήταν τόσο συγκεντρωμένος στο έργο του, που δεν παρατηρούσε τίποτε άλλο παρά τον καμβά του. Συχνά, έπαιρνε μπογιά με το πινέλο του και την τοποθετούσε στη ζωγραφιά. Κόκκινο χρώμα, κυρίως.

- Ζωγραφίζει  παπαρούνες! - η πασχαλίτσα ανέφερε με ενθουσιασμό, όταν επέστρεψε.

- Κι εμένα; Εμένα με ζωγραφίζει; - ρώτησε με ενθουσιασμό η πικραλίδα τρεμοπαίζοντας τα πέταλα της.

... 

ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 

...

Το άνοιγμα της πόρτας διέκοψε το ονειροπόλημα του. Μια γυναίκα περίπου στην ηλικία του μπήκε στο εργαστήριο. Το σκούρο γκρι παλτό της πρέπει να είχε γνωρίσει καλύτερες μέρες, αλλά έδειχνε ακόμη αρκετά αξιοπρεπές. Το φουλάρι στο χρώμα της ώχρας μπορεί να μην ταίριαζε απόλυτα με το παλτό της, αλλά ταίριαζε τέλεια με το πρόσωπο της γυναίκας. Μια τούφα μαλλιών, βαμμένη στο χρώμα του μελιού,προεξείχε από το μαύρο της καπέλο. Οι μαύρες μπότες της, αν και παλιές, ήταν καλοδιατηρημένες. έδειχνε εκλεπτυσμένη, αν και τα ρούχα της ήταν απλά.

- Περάστε! Καλωσορίσατε! - ο Φαμπιάν τακτοποίησε γρήγορα την κούπα του και σηκώθηκε.

- Φτιάχνετε παπούτσια, σωστά; - είπε με πολύ ευγενική φωνή και η ματιά της απλώθηκε ολόγυρα στο εργαστήριο.

- Ναι, αν και έχω πολύ καιρό να φτιάξω... αλλά δεν πειράζει!

- Θα ήθελα ένα ζευγάρι παπούτσια.

- Τότε βρίσκεστε στο σωστό μέρος! - χαμογέλασε ο Φαμπιάν.

Εκείνη άνοιξε ένα μικρό γυναικείο πορτοφόλι κι έβγαλε μα φωτογραφία από κάποιο παλιό περιοδικό.

- Μπορείτε να φτιάξετε παπούτσια σαν αυτά; Τα θέλω από την πρώτη στιγμή που είδα αυτήν τη φωτογραφία. Δε μπορώ να τα βρω σε κανένα κατάστημα. Στις μέρες μας, παράγουν εντελώς διαφορετικά μοντέλα.

Ο Φαμπιάν σκούπισε τα χέρια στην ποδιά του, αν και δεν ήταν βρώμικα. Ήταν μια παλιά του συνήθεια να το κάνει αυτό. Στερέωσε τα γυαλιά στη μύτη του κι έπειτα πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία.

- Μπορώ, φυσικά! Αλλά, δε μπορώ...

- Πώς γίνεται αυτό; Ή μπορείτε ή δε μπορείτε! - έκανε έκπληκτη η γυναίκα.

- Μπορώ, αλλά στ' αλήθεια δε μπορώ... Κάποιος τα έχει φτιάξει αυτά τα παπούτσια. Αν εγώ τώρα φτιάξω ακριβώς τα ίδια, θα είναι σα να κλέβω την ιδέα του κατά κάποιον τρόπο. Μπορώ να φτιάξω όμως πολύ, πολύ παρόμοια παπούτσια. Θα διαφέρουν μόνο σε κάποιες λίγες λεπτομέρειες, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι θα είναι ακόμη καλύτερα.

- Αν δείχνουν ακόμη καλύτερα, εννοείται πως τα θέλω - είπε η γυναίκα με σιγουριά.

- Μαντεύω πως τα θέλετε όσο το δυνατόν γρηγορότερα, μιας και πλησιάζουν Χριστούγεννα! - της είπε ο Φαμπιάν, όταν παρατήρησε πως το πρόσωπο της σκοτείνιασε λίγο.

- Δεν έχω να κάνω κάτι ξεχωριστό ή να πάω κάπου για τη γιορτή των Χριστουγέννων, αλλά χρειάζομαι ένα δώρο για τον εαυτό μου - είπε η γυναίκα κι έμοιαζε σκεφτική. 

...

ΤΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΡΑΧΝΑΠΟΥΛ

Ο δράκος Ραχναπούλ ζει σε ένα ψηλό κατάφυτο βουνό, όμορφο μέρος για να ζει κανείς και εκείνος ταιριάζει απόλυτα με το περιβάλλον, έτσι όπως  είναι πρασινο καφετής στο σώμα και έχει γκρίζα πόδια. Για σπίτι του έχει μια σπηλιά και είναι ευχαριστημένος γενικά με αυτό, ιδιαίτερα τώρα που έβαψε τους τοίχους και ζωγράφισε πάνω μήλα, αχλάδια, κεράσια, βατόμουρα και άλλα φρούτα. Είναι αυτά που του αρέσουν να τρώει.  Τώρα τον χειμώνα, ένα με δύο μήλα ή αχλάδια του αρκούν για να χορτάσει για μια ολόκληρη μέρα. Ναι, αλήθεια! Λιτοδίαιτος και καθόλου τρομακτικός και επικίνδυνος για δράκος! Είναι, επίσης, πολύ ευγενικός και καλόκαρδος. Δεν του δόθηκε, όμως, μέχρι στιγμής η ευκαιρία να το δείξει. Συχνά κοιτάζει με λαχτάρα προς τα ριζά του βουνού, όπου υπάρχει ένα χωριό. Προσπάθησε μερικές φορές να πλησιάσει τους ανθρώπους, αλλά εκείνοι έτρεξαν μακριά τρομαγμένοι, μόλις τον αντίκρισαν. Κάποιες φορές, οι πιο τολμηροί του επιτέθηκαν με πέτρες. Σταμάτησε να κάνει προσπάθειες για να τους προσεγγίσει και με καημό τους παρακολουθεί από μακριά να βρίσκονται σε παρέες και να διασκεδάζουν. Τους παρατηρεί να ανεβαίνουν στο βουνό πολύ επιφυλακτικά και μόνο όταν τους είναι απολύτως απαραίτητο. Αλλά, και τα ζώα του δάσους δεν τον εμπιστεύονται και τρέχουν μακριά όταν τον δουν. Η μοναξιά του είναι απέραντη.

Σήμερα, ξημέρωσε μια υγρή χειμωνιάτικη μέρα με ομίχλη, υποσχόμενη όμως να ξανοίξει αργότερα και να βγει ο ήλιος. Ο Ραχναπούλ έτριψε τεμπέλικα τα μάτια του με το που ξύπνησε και, βγαίνοντας στο κατώφλι της σπηλιάς του, έριξε μια ματιά τριγύρω. Έπειτα, άνοιξε τα φτερά του, που είναι σε σχήμα νυχτερίδας, και πέταξε μέχρι την κοντινότερη άγρια μηλιά, φορτωμένη με τους καρπούς της. Έκοψε τέσσερα μήλα με τα δυο μπροστινά του πόδια και κρατώντας τα σφιχτά, τα κουβάλησε μέχρι τη σπηλιά. Κάθισε σε ένα παχύ στρώμα από πεσμένα ξερά φύλλα, αφού τα τακτοποίησε πρώτα και μετά, έβγαλε μια μικρή ποσότητα φωτιάς από το φαρδύ του στόμα του, που την κράτησε αναμμένη μέχρι που ψήθηκαν δύο από τα μήλα που είχε μαζέψει. Τα έκανε μια μπουκιά και χάιδεψε την κοιλιά του ικανοποιημένος.

- Χειμώνας και τα Χριστούγεννα πλησιάζουν - σκέφτηκε και αναστέναξε. - Είμαι σίγουρος πως οι άνθρωποι έχουν αρχίσει τις προετοιμασίες. Λέω να πετάξω για λίγο πάνω από τα σπίτια και τις αυλές τους!

Η επιθυμία του για συντροφιά τον έσπρωξε να κάνει αυτή τη σκέψη, αλλά, λίγο πριν ανοίξει τα φτερά του, μονολόγησε:

- Μα, αυτοί δε με θέλουν. Με αποφεύγουν. Με φοβούνται, μάλιστα. Καλύτερα να μην πάω.

Γύρισε για να μπει στη σπηλιά του.

- Μια στιγμή! Στάσου! Αν δεν το τολμήσεις, πως περιμένεις ν’ αλλάξει κάτι; Θα προσπαθήσω να τους δείξω πως θέλω να γίνω φίλος τους. Ίσως κάποιος από αυτούς να το καταλάβει.

...

   ΚΛΕΦΤΗΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

...

- Μάγκυ! Μάγκυ! Μάγκυ! Είσαι εδώ! - της φώναξε, αλλά δεν πήρε απάντηση.

- Δεν είναι εδώ. Κι αφού δεν είναι εδώ, τότε δεν μπορεί να έχει κλέψει το κουταλάκι του γλυκού - είπε η Γιου-Καγκέ.

- Περίεργο! Το κουταλάκι του γλυκού δεν θα μπορούσε να εξαφανιστεί από μόνο του.

- Έντο, κάπου έχασες το κουταλάκι ή κάποιος άλλος το έχει κλέψει. Πρέπει να προσέχεις τα πράγματά σου - του είπε η Γιου-Καγκέ.

- Γιου-Καγκέ, νομίζω ότι σου αρέσει αυτό το πουλί και αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορείς να δεις καθαρά. Δεν μπορείς να είσαι αντικειμενική.

- Κοίτα ποιος μιλάει! Είσαι ε-σ-ύ αντικειμενικός; Δεν είδες τίποτα, ωστόσο κατηγορείς την Μάγκυ, αμέσως την Μάγκυ και μόνο την Μάγκυ. Γιατί, Έντο;

- Έχουν την φήμη των κλεφτών του δάσους. Να γιατί!

- Έχεις αναρωτηθεί ποτέ αν αυτή η φήμη είναι σωστή; 

- Για να είμαι ειλικρινής, τις προάλλες διάβασα ένα άρθρο γι αυτές. Έλεγε πως οι κίσσες είναι απλά περίεργες και ενδιαφέρονται, γενικά, για αντικείμενα. 

...

...

Εκείνη τη στιγμή, δίπλα από το σπίτι περνούσε η Νεράιδα του Δάσους, η Νταϊόρα. Η Γιου-Καγκέ την είδε.

- Νταϊόρα! Νταϊόρα! - της φώναξε.

- Ω, γεια! Ήμουνα βιαστική και δεν σε πρόσεξα. Χμ...! Φαίνεσαι πολύ ανήσυχη - είπε η Νταϊόρα.

- Τόσες κλοπές συμβαίνουν στο δάσος μας, τελευταία! Φυσικά και είμαστε ανήσυχοι! Χάθηκε ένα κουταλάκι μου! - παραπονέθηκε ο Έντο.

- Ναι, ξέρω! Γι' αυτό περιπλανιέμαι στο δάσος και προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει - εξήγησε η Νταϊόρα.

- Πριν από λίγη ώρα ήμασταν δίπλα, στο σπίτι του σκαντζόχοιρου. Μόλις έχασε κι εκείνος το ρολόι του! - είπε η Γιου-Καγκέ.

- Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει! - είπε θυμωμένος ο Έντο.

- Το ρολόι!;!; Για σταθείτε μια στιγμή ... ! Το ρολόι! Έντο, έχεις ξυπνητήρι; - ρώτησε η Νταϊόρα χαμογελώντας.

- Και βέβαια, έχω! Γιατί;

- Φέρ' το εδώ, σε παρακαλώ! 

...

Ο ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΟΣ, ΕΥΩΔΙΑΣΤΟΣ ΚΗΠΟΣ 

Η πρωινή ομίχλη δεν είχε σηκωθεί ακόμα από τον κήπο και οι σιλουέτες των νάνων, ντυμένων στο βαθυπράσινο χρώμα των σμαραγδιών, μόλις που διακρίνονταν να κινούνται πολυάσχολοι, σε ζευγάρια ή σε ομάδες, πάνω-κάτω στα ελικοειδή μονοπάτια, έτοιμοι να ξεκινήσουν το κλάδεμα, το κούρεμα, τον καθαρισμό της βεράντας, ... Οι είσοδοι των σπηλιών έμοιαζαν με μεγάλα, ανοιχτά, σκοτεινά στόματα. Ο ήχος του νερού, που κυλούσε στα τεχνητά ρυάκια, έδινε μια αίσθηση γαλήνης. Τα μικροσκοπικά βατράχια και οι φρύνοι ξυπνούσαν, κάνοντας τα πρώτα τους άλματα γύρω από την περιοχή της λίμνης.

Σίγουρα, αυτή η ομίχλη θα έδινε, αργότερα, τη θέση της σε έναν φωτεινό ήλιο που θα αποκάλυπτε όλη τη λαμπρότητα του Σμαραγδένιου Ευωδιαστού Κήπου. Το φως του ήλιου θα έπαιζε με τα πέταλα των λουλουδιών και τα φύλλα των διαφόρων φυτών, όπως με το μυρωδάτο φύλλωμα των υπέροχων γεράνιων, τις πολύχρωμες και πάντα ζωηρές ανεμώνες - υπέροχες, σε σχήμα τρομπέτας -  που δίνουν μια τροπική νότα, τους ιβίσκους! Κυνηγοί φυτών συνεχίζουν να φέρνουν νέα συναρπαστικά είδη από όλον τον κόσμο. Μέχρι κι ένα είδος φτέρης, το πολύτριχο, υπάρχει εκεί, το οποίο χρονολογείται από την Ιουρασική περίοδο. Κάθε φθινόπωρο, ο κήπος με τα χρυσαφένια του φύλλα σε σχήμα βεντάλιας, εντυπωσιάζει αφάνταστα. Ωστόσο, το αγαπημένο φυτό των νάνων κηπουρών είναι η σανσιβέρια με τα ασημοπράσινα φύλλα και το έντονο λεμονί χρώμα στην  επίπεδη κορυφή της, που αναπτύσσεται καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Αυτός ο υπέροχος κήπος ανήκει στους νάνους και μοιάζει τόσο όμορφος, χάρη στη δική τους μεγάλη προσπάθεια και την αγάπη που δείχνουν γι' αυτόν. Ο κήπος σημαίνει πολλά για εκείνους και είναι πολύ περήφανοι γι αυτόν. Είναι το μέρος όπου βρίσκουν  ευχαρίστηση, αλλά είναι κι ένα σπουδαίο μέρος για τα προϊόντα τους. Χρησιμοποιούν βότανα από τον κήπο για να φτιάξουν μείγματα ιδιαίτερα αρωματικών και νόστιμων τσαγιών, φυτικές κρέμες, αρωματικά σαπούνια και καλλυντικά. Πολλοί είναι ενθουσιασμένοι με τα προϊόντα τους και οι παραγγελίες φτάνουν καθημερινά. Έτσι, οι νάνοι είναι πολύ απασχολημένοι, αλλά έχουν συνηθίσει να δουλεύουν με αυτόν τον τρόπο. Έχουν χαράξει εξαιρετικά όμορφα μονοπάτια σε όλον τον κήπο. Έφτιαξαν σπιτάκια πουλιών και τα τακτοποίησαν ολόγυρα. Τα πουλιά νοιώθουν ευγνωμοσύνη γι αυτό και συχνά φωτίζουν τη μέρα των νάνων με το κελάηδημά τους. Το ρυάκι  κυλάει στον κήπο και δημιουργεί μια χαλαρωτική ατμόσφαιρα με το ήρεμο κελάρισμά του. Μια μικρή λίμνη βρίσκεται σχεδόν στη μέση του κήπου. Ο ήλιος καθρεφτίζεται καθημερινά στο νερό της και δίνει μια ιδιαίτερη λάμψη στο καθαρό νερό. Λουλούδια, όπως το νούφαρο, το άνθος της απομόνωσης, το μη-με-λησμόνει, ο ο υάκινθος, ο βατραχόκοκκος, ο κατιφές του βάλτου, το αγριόχορτο και οι μωβ πουαντίγιες, προσθέτουν επιπλέον διακόσμηση στη λίμνη και την κάνουν να μοιάζει φανταστική. Τα χρυσόψαρα διασχίζουν ήρεμα το νερό και δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τον υδάτινο κόσμο τους.

Ένα πηγάδι βρίσκεται στην άλλη πλευρά του κήπου. Οι νάνοι έπλεξαν τα φύλλα της κληματαριάς από πάνω του και, σε κάθε γωνιά της, φύτεψαν τριαντάφυλλα, που ψήλωσαν πολύ και στολίζουν, τώρα, την κληματαριά και το πηγάδι με τα πολλά λεπτεπίλεπτα και ευωδιαστά λουλούδια τους. Το νερό από το πηγάδι δροσίζει τους νάνους, αλλά είναι και τόσο ευπρόσδεκτο τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού για το πότισμα των φυτών, σε περίπτωση που η βροχή δεν έχει ποτίσει το έδαφος για μεγάλο διάστημα.

Είναι ήδη μέσα της άνοιξης και η σκληρή δουλειά των νάνων έχει αποδώσει καρπούς. Αχ και να μπορούσε κανείς να δει τον κήπο τους από ψηλά! Μοιάζει με ένα πολύχρωμο, τέλεια υφασμένο περσικό χαλί! Η ελαφριά βροχή που έπεσε, την προηγούμενη μέρα, ανανέωσε τα χρώματα και έκανε τα φυτά του κήπου να δείχνουν χαρούμενα, φρέσκα και όμορφα. Η ομορφιά τους προσέλκυσε ένα δειλό ζαρκάδι και το ώθησε να πηδήξει μέσα στον κήπο, με την αυγή της μέρας, για να γευτεί λίγο από το τρυφερό γρασίδι και τους νεαρούς βλαστούς.

...