Igli Jorgo
Σταύρος Κρητιώτης, Σελίδες σκόπιμα λευκές (Πρώτη γραφή – μυθιστόρημα), Γαβριηλίδης 2001
Φάκελοι και ταχυδρομικές επιστολές -πράγματα δηλαδή κοινότοπα που αποχτούν όμως εδώ μια διάσταση σχεδόν ονειρική- αποτελούν το επίκεντρο τούτης της ιστορίας. Η τυχαία ανεύρεση μιας απολεσθείσας επιστολής έξω από ένα ταχυδρομείο διαταράσσει την καθημερινότητα και γίνεται η απαρχή μιας περίεργης επικοινωνίας ενός άντρα και μιας γυναίκας, καθώς και το έναυσμα της συγγραφής ενός βιβλίου. Αυτή η επικοινωνία διαμεσολαβείται αποκλειστικά από σελίδες σκόπιμα λευκές, σελίδες που κρύβουν τα πάντα μέσα στο τίποτα και που οδηγούν τους πρωταγωνιστές σε δρόμους πρωτόγνωρους, σε μια παρτίδα σκακιού όπου οι κανόνες διαμορφώνονται στην πορεία. Το αναπάντεχο τέλος της ιστορίας προκαλεί τον αναγνώστη να προβληματιστεί για την ταυτότητα του συγγραφέα και να μαντέψει την εκδοτική περιπέτεια του κειμένου που έχετε στα χέρια σας.
Σταύρος Κρητιώτης, Το μηνολόγιο ενός απόντος («Μυθιστόρημα» κεντρώνων, Β’ έκδοση (βελτιωμένη)), Πόλις 2005
Ο Σταύρος Κρητιώτης, διαπρεπής επιστήμονας και καθηγητής πανεπιστημίου, γράφει το παράδοξο μυθιστόρημα «Το μηνολόγιο ενός απόντος», με θεματικό άξονα αλλά και μέθοδο γραφής την αντιγραφή. Το βιβλίο γρήγορα κατατάσσεται στα ευπώλητα, χάρη στους αμέτρητους τρόπους αγραμμικής ανάγνωσής του. Υπό το βάρος όμως μιας καταγγελίας για λογοκλοπή, το βιβλίο αποσύρεται από την κυκλοφορία. Παράλληλα με την καταγγελία της αντιγραφής, η φημολογία για ανάρμοστη ακαδημαϊκή δράση καο η επικείμενη απόλυση από το πανεπιστήμιο οδηγούν τον καθηγητή στην αυτοκτονία.
Ωστόσο, τα αίτια του θανάτου του συσκοτίζονται από το ενδεχόμενο να υπήρξε ο ίδιος υποκινητής της εναντίον του κατηγορίας για λογοκλοπή. Δύο κρυπτογραφήματα σφραγίζουν το μυστήριο. Η τελική όμως εκδοχή του μυθιστορήματος, που ανακαλύπτεται μετά το θάνατό του Κρητιώτη, δίνει τη λύση των κρυπτογραφημάτων, ανατρέποντας τα πάντα και οδηγώντας στη δεύτερη έκδοση που κρατάτε τώρα στα χέρια σας. Ο επιμελητής
Σταύρος Κρητιώτης, Τα συρτάρια της γνώμης του: άγνωστες παραθεματικές τεχνικές του Εμμανουήλ Ροΐδη, Τόπος 2009
«…του οποίου η γνώμη παρείχε πλείονα συρτάρια αφ’ όσα εργαστήριον φαρμακοπώλου.» (Πάπισσα Ιωάννα, ε’ έκδοση, 1888, σ. 144) Η λογοτεχνία δεν είναι μόνο τέχνη της γραφής. Όπως κάθε τέχνη είναι ταυτόχρονα παιχνίδι. Λιγότερο ή περισσότερο «σοβαρό», ανάλογα με τις προθέσεις του συγγραφέα. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, πνευματώδης και καλλιεργημένος συγγραφέας, και μάλιστα πέρα από τον μέσο όρο των αναγνωστών της εποχής του, με χαρακτηριστική εμμονή, μεταμφιέζει το κείμενό του σε παίγνιο του λόγου. Στρεβλωμένα παραθέματα, παραποιημένες παραπομπές, αμφίσημα λάθη, αναγραμματισμοί και λογοκλοπές πλέκουν μια πυκνή διακειμενική «υπόθεση» που οικοδομεί ένα δεύτερο, πολλαπλών αναγνώσεων κείμενο. Αυτό το δεύτερο κείμενο πλουτίζει με διαφορετικό, συχνά ανέλπιστο περιεχόμενο το πρώτο και, μέσα από πολυδαίδαλες διαδρομές, θέτει εν τέλει τον (φιλ)αναγνώστη στην επίζηλη αλλά και δύσκολη θέση του συγγραφέα… Ο Σταύρος Κρητιώτης, λόγιος συγγραφέας που έχει διακριθεί για την εμμονή του στις διακειμενικές απολαύσεις, με υποδειγματικό τρόπο ανασκάπτει, καταγράφει, αξιολογεί, εκθέτει στον παρόντα τόμο όλες τις πολύπλοκες παραθεματικές τεχνικές και τα τεχνάσματα, όλα τα απόκρυφα κοιτάσματα του παιγνιώδους ροΐδειου λόγου, σαν κι εκείνα που ο ίδιος ευφυέστατα προσδιόρισε στην Πάπισσα Ιωάννα ως τα «συρτάρια της γνώμης του».
Σωκράτης Τιτούρης, Το αρχείο της «Πάπισσας Ιωάννας» του Εμμ. Ροΐδη, Γαβριηλίδης 2009
Η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμ. Ροΐδη χαρακτηρίζεται από έντονη διακειμενικότητα. Παντός είδους παραπομπές και παραθέματα την κατακλύζουν, με αποτέλεσμα κάποιοι σύγχρονοι του Ροΐδη να την αποκαλέσουν σκωπτικά «κέντρωνα». Ο ίδιος ο Ροΐδης όμως απέδιδε μεγάλη σημασία στα παραθέματα και στις παραπομπές που στηρίζουν τα κείμενά του. Μάλιστα είχε συμπεριλάβει στις διαδοχικές εκδόσεις της Πάπισσας Ιωάννας σημειώσεις στο τέλος, που σχολίαζαν τα διάφορα παραθέματα, δίνοντας και τις κατάλληλες παραπομπές.
Θα ήταν χρήσιμη λοιπόν μια συστηματική μελέτη των παραθεμάτων και παραπομπών που συνωστίζονται στην Πάπισσα Ιωάννα. Το παρόν βιβλίο είναι αποτέλεσμα μιας τέτοιας μελέτης, μιας μελέτης που συμπεριέλαβε τόσο τον έλεγχο της γνησιότητος των παραθεμάτων του Ροΐδη, όσο και την ανίχνευση της προέλευσης διάφορων εδαφίων που είχε λαθραία ενσωματώσει στο κείμενό του. [Ο συγγραφέας «Σωκράτης Τιτούρης» είναι βεβαίως αναγραμματισμένος ο Σταύρος Κρητιώτης.]
Σταύρος Κρητιώτης και Ειρήνη Ελευθερίου, Εικονικές αντιγραφές (μια παιγνιογραφία), Τόπος 2010
Ο καθηγητής Σταύρος Κρητιώτης είναι βυθισμένος στις έρευνές του. Σταδιακά και απροσδόκητα μπαίνουν στη ζωή του τρεις γυναίκες. Από τη φοιτήτριά του τη Λητώ θα κλέψει τις ιδέες της: ήταν εκείνη που είχε ανακαλύψει ότι τα ψευδώνυμα του Ροΐδη αναγραμματιζόμενα γίνονται κρυφά μηνύματά προς τους αναγνώστες. Κι ήταν εκείνη που είχε εικάσει ότι ο Ροΐδης ίσως είχε προκαλέσει τον θάνατο του λογίου Παναγιώτη Πανά, επειδή εκείνος είχε μεταφράσει στα ελληνικά μιαν άλλη Πάπισσα Ιωάννα. Από την αναγνώστριά του τη Μαριλένα θα κλέψει τον χρόνο της: τη βάζει ν’ αναζητήσει σε σκονισμένους τόμους την απαραίτητη για την έρευνά του προέλευση των ροΐδειων παραθεμάτων, αναδεικνύοντας όμως έτσι τη φανατική ερευνήτρια που εκείνη έκρυβε μέσα της. Από τη συνεργάτιδά του την Ειρήνη θα κλέψει το ύφος της: λέξεις δικές της χώνει στο γραπτό του, μαζί με φράσεις που συνηθίζει να δανείζεται από όποιους ανελλιπώς διαβάζει.
Κι από τις τρεις αντέγραφε τις ζωές τους: θα τις έκανε μυθιστόρημα. Ίσως γι’ αυτό βρέθηκε νεκρός ένα βράδυ: ατύχημα; Κάποτε όμως κάποιες αντιγραφές δεν είναι καθόλου απλές και τετριμμένες. Ιδίως αν πρόκειται για εικονικές αντιγραφές. Κάποτε κάποια ατυχήματα είναι τόσο μα τόσο βολικά. Με μια συστάδα εκδοχών να γιγαντώνεται τριγύρω. Και τότε πλέον το παιχνίδι μόνο εσείς μπορείτε να το ξεδιαλύνετε. Εσείς που τώρα διαβάζετε τούτη τη γραμμή…
Αρίστη Προυσσιώτη, Το θρόισμα των εκδοχών (Αμφίγνωμες εξιστορήσεις), Μελάνι 2012
Στο εσωτερικό κάθε σκέψης και πράξης θροΐζουν πάντα άλλες εκδοχές της. Μήπως ήθελε η ωραία Ελένη να ξεφύγει και από τον Μενέλαο και από τον Πάρη; Τι θα ‘χε γίνει αν είχε κερδίσει ο Δημοκρατικός Στρατός στον Εμφύλιο; Μήπως οι αμυνόμενοι είχαν σκοπίμως προκαλέσει των εχθρών την εισβολή; Τέτοιες αντιγεγονικές εκδοχές αναδύονται από του σπονδυλωτού αυτού βιβλίου τις ιστορίες, αν διαβαστούν δύο φορές. Διάβασε πρώτα την αριστερή σελίδα. Ύστερα να ζευχθεί κάθε αράδα με την απέναντί της. Οπότε η αριστερή και η δεξιά σελίδα θα γίνουν μία. Έτσι είναι στημένες οι ιστορίες οι δισέλιδες που κατοικούν σ’ αυτό το βιβλίο. Αν διαβάσεις όλες τις σελίδες και όχι μόνο τις αριστερές σελίδες θα δεις μία εκδοχή. Μια εναλλακτική όμως ερμηνεία για την κάθε ιστορία ενεδρεύει πίσω απ’ τις γραμμές. Αν διαβάσεις όλες τις σελίδες τις αριστερές, μα όχι τις δεξιές, προκύπτουν άλλα ενδεχόμενα. Τα γεγονότα είν’ αγχίστροφα. Συνειδητοποιείς πια ότι υπάρχει αναπόφευκτα η άλλη ανάγνωση και το άλλο ενδεχόμενο, όταν τις νύχτες βασιλεύουν παντού των εκδοχών θροΐσματα αθρόα που σπέρνοντας υπονοούμενα προφητεύουν πίσω από σειρές την πραγμάτωση κάπου και την έλευση άλλης αλήθειας. Όμως ίσως είναι ακόμη νωρίς. Προς το παρόν, η μία εκδοχή είναι αυτή που διαβάζεις και ίσως είναι αρκετή. Για την άλλη, μη διαβάσεις τα διαγραμμένα στοιχεία. [Αν πάρουμε το Σταύρος Κρητιώτης, πάμε πίσω κατά ένα γράμμα τα δυο πρώτα γράμματα κάθε λέξης, έτσι ώστε να πάρουμε Ρσαύρος Ιπητιώτης και κατόπιν αναγραμματίσουμε, παίρνουμε το Αρίστη Προυσσιώτη]
Αρίστη Προυσσιώτη, Οι δολοφονίες του βασιλέως Γεωργίου Α’ (Επάλληλες αναδιηγήσεις), Μελάνι 2013
Ποιον βόλευε τελικά ο φόνος του Βασιλέως Γεωργίου Α’ στις 5 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη από τον φαινομενικά ανισόρροπο Αλέξανδρο Σχινά; Τη Βουλγαρία, που επιθυμούσε την απομάκρυνση του Γεωργίου από τη Θεσσαλονίκη για να μπορέσει να τη διεκδικήσει ευκολότερα; Την Αυστρία, που θα επιθυμούσε για τον εαυτό της τη Θεσσαλονίκη; Τη Γερμανία, που ήθελε να κατέχει τον ελληνικό θρόνο ο γερμανόφιλος Κωνσταντίνος και όχι ο αγγλόφιλος Γεώργιος; Τη σύζυγο του Κωνσταντίνου Σοφία, που θα ήθελε να ελέγχει αυτή τον Κωνσταντίνο και όχι ο πεθερός της; Μήπως ήταν απλώς ένας νευρικός παροξυσμός του Σχινά; Ένας φόνος εκ παραδρομής;
Μια συλλέκτρια χρονικών δια της υπέρθεσης των ενδεχομένων φροντίζει να αναβλύσουν με διαπλεκόμενη ανάγνωση τέσσερις επάλληλες αναδιηγήσεις των γεγονότων μέσα από τα ίδια ακριβώς κείμενα. [Αν πάρουμε το Σταύρος Κρητιώτης, πάμε πίσω κατά ένα γράμμα τα δυο πρώτα γράμματα κάθε λέξης, έτσι ώστε να πάρουμε Ρσαύρος Ιπητιώτης και κατόπιν αναγραμματίσουμε, παίρνουμε το Αρίστη Προυσσιώτη]
Αγνή Ερωτοκρίτου, Ο αριθμός που ήθελε όνομα (Δυστοπικό περιμυθιστόρημα), Γαβριηλίδης 2014
Αν ο αναγνώστης διαβάσει τόσο τα κανονικά όσο και τα έντονα τυπογραφικά στοιχεία αυτού του βιβλίου, θα γνωρίσει τη ζωή μιας συγγραφέως του μέλλοντος μέσα από το περιμυθιστόρημά της, δηλαδή μέσα από την καταγραφή των προσπαθειών της να συγγράψει ένα μυθιστόρημα και να αποκτήσει υστεροφημία, παρόλο που ζει σε μια δυστοπία όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ονόματα αλλά μόνο εφήμερους αριθμούς ιδιοπροσωπίας.
Αν όμως ο αναγνώστης διαβάσει μόνο τα έντονα τυπογραφικά στοιχεία του κειμένου, θα ξεδιπλωθεί μπροστά του το μυθιστόρημα που γράφει αυτή η συγγραφέας του μέλλοντος. Θα παρακολουθήσει τότε τη ζωή μιας συγγραφέως των καιρών μας, που προσπαθεί να γράψει ανωνύμως ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Αγνή Ερωτοκρίτου» και ταυτόχρονα να γίνει η θρυαλλίδα για τη δημιουργία μιας ουτοπικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας δίχως ονοματεπώνυμα.
Αυτά τα δυο πλεγμένα μυθιστορήματα στήνουν μαζί έναν βρόχο χρονικό αλλά και αφηγηματικό, έναν ουροβόρο όφι που θέτει το τέλος στην αρχή, δείχνοντας πως δεν υπάρχουν ποτέ απαντήσεις. Υπάρχουν μόνο επιλογές. [Η Αγνή Ερωτοκρίτου είναι η φράση «να έργο Κρητιώτου» αναγραμματισμένη.]
Στάθης Λούβαρις, Ο Γερμανός λοχίας (Αληθογράφημα), Επίκεντρο 2016. Αγγλική μετάφραση: Stathis Louvaris, A German sergeant in Crete, a non-fiction novel, Kindle edition (8 Φεβρουαρίου 2025), https://www.amazon.com/dp/B0DWLYJQ1L
Pieretta Sakellariou et Stavros Kritiotis, 5413359… (Roman de centons), az’ art atelier Editions, Toulouse 2016
5413359… est un roman à miroirs faisant à ciel ouvert la démonstration de sa propre démarche : alors que l’œuvre traite du plagiat, l’ouvrage lui-même en est le produit. Son écriture à deux mains se laisse contaminer volontiers par des « corps étrangers », venant se loger pour finalement se fondre dans l’espace de la narration. Le tout fonctionne comme une bande de Möbius où, réalité et fiction se retrouvent être du même bord. Idem des auteurs-personnages-prête- noms qui tirent les fils en se déplaçant sur le devant d’une scène -privée de coulisses. Ces fils se croisent et se recroisent en traversant d’un bout à l’autre l’ouvrage.
Témoignages qui se recoupent pour esquisser le profil d’un absent, conduisant le lecteur à créer son propre circuit en l’initiant au jeu d’une lecture non linéaire. Si la problématique du plagiat est diffuse dans toute l’œuvre, elle ne fonctionne que comme vecteur ou amplificateur de questions diachroniques qui traversent notre condition d’humain. Déclinaisons du faux et de l’imposture, du simulacre et de la simulation (dans le sens de Baudrillard) mais aussi de l’original… de la propriété… de l’identité… de l’absence… du vide… de la création… Entre autres.
Σταύρος Κρητιώτης, Δολοφόνος ο κύριος Ροΐδης; (Φιλολογική νουβέλα), The Athens Review of Books 2017
Ένας ερευνητής ανακαλύπτει μια σειρά ιδιογράφων σημειωμάτων του Εμμανουήλ Ροΐδη, του συγγραφέα της Πάπισσας Ιωάννας. Ένα από αυτά επικρίνει μια κλεψίτυπη ανατύπωσή της· σ’ ένα άλλο, ο Ροΐδης τονίζει ότι παρά να ιδεί έναν φίλο του αχάριστο, καλύτερα να τον κλάψει πεθαμένο. Το πιο μυστηριώδες σημείωμα φαίνεται να σχολιάζει μια επικείμενη ιδιωτική εκτέλεση, υπονοώντας μάλιστα ότι ο Ροΐδης θα εμπλεκόταν κάπως σε αυτήν, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ποιος θα ήταν το θύμα.
Η ανεύρεση ενός ακόμα σημειώματος του Ροΐδη, στο οποίο περιγράφονται οι συνθήκες του θανάτου του δημοσιογράφου και λογίου Παναγιώτη Πανά, μεταφραστή ενός ιταλικού μυθιστορήματος τιτλοφορούμενου Πάπισσα Ιωάννα, επιβεβαιώνει στο μυαλό του ερευνητή ότι στόχος όλων αυτών των σημειωμάτων πρέπει να ήταν ο Πανάς, ίσως επειδή ήταν κι εκείνος δημιουργός μιας Πάπισσας Ιωάννας. Ο ερευνητής ανακαλύπτει μάλιστα πως ο Ροΐδης είχε μαχαιρώσει με λύσσα σχεδόν κάθε σελίδα του αντιτύπου αυτής της μετάφρασης.
Ο θάνατος του Πανά ήταν παράξενος. Αρχικά είχαν γράψει ότι αυτοκτόνησε· έπειτα όμως έγραψαν ότι έπαθε αποπληξία ενώ ετοιμαζόταν ν’ αυτοκτονήσει! Ο ερευνητής διερωτάται λοιπόν μήπως ο Ροΐδης ήταν τελικά αυτουργός στην «αυτοκτονία» αυτή. Είναι όμως τούτο δυνατόν; Δολοφόνος ο κύριος Ροΐδης;
Σταύρος Κρητιώτης, Η κατασκευή μιας υστεροφημίας (Αληθογράφημα, μία αναδιάρθρωση των γεγονότων), Γαβριηλίδης 2019
Ήταν μια καθαρή απουσία φωτός. Μια σκοτεινιά που προχωρούσε μέσα στον φωτεινότατο διάδρομο της Υψηλής Πύλης. Όταν τη ρώτησε τι έκανε εκεί, του είπε ότι ήταν Κύπρια δεκαεπτά ετών, ορφανή χρωστούσε δεκαεπτά λίρες, αλλά δεν μπορούσε να τις πληρώσει, οπότε τη ρίξανε στη φυλακή. Για ν’ απαλλαγεί, έπρεπε να εξισλαμισθεί.
Εκείνος, ο μεσίτης Νικόλαος Ψάλτης, προσφέρθηκε να πληρώσει το χρέος της, όμως οι αρχές δεν του την παρέδωσαν. Ενημέρωσε λοιπόν τις εφημερίδες, που προέβαλαν το θέμα με πάταγο μεγάλο. Όμως τα πράγματα δεν ήταν τελικά όπως τα είχε πει εκείνη – ήθελε ν’ αλλαξοπιστήσει, δεν την πίεζαν. Αποτέλεσμα ήταν να κατηγορηθεί ο Ψάλτης για δυσφήμηση!
Τα ξέρω όλα αυτά επειδή τα γράφει στο ημερολόγιό του το 1877. Ποια είμαι εγώ; Α, η πιο ασυνήθιστη αφηγήτρια: μια ασύχναστη φράση, που την αναφέρει όμως διαρκώς ο Ψάλτης! Έκπληκτη από τις συχνές του προσπελάσεις, ιχνηλατώ σαν μηχανή αναζήτησης στον απέραντο ωκεανό των φράσεων για να δω γιατί μ’ αναφέρει, γιατί μ’ εμπλέκει σ’ αυτή την υπόθεση, τι έχει γραφεί για εκείνον, ποια είναι η δική του ιστορία.
Τα αποτελέσματα των αναζητήσεών μου αφορούν, δυστυχώς, πολλούς Νικόλαους Ψάλτες. Οι ταυτωνυμίες και οι απορρέουσες στρεβλές ερμηνείες καθιστούν την αδιάκοπη αναδιάρθρωση των γεγονότων αλλά και των κενών τους κράμα ψεύδους κι αλήθειας. Θα μπορέσω να βρω την αλήθεια; Και ποια, τέλος πάντων, σπάνια φράση είμαι εγώ;
Σταύρος Κρητιώτης, Πανδοχείο ευσυνόπτων (αλλότροπες αφηγήσεις σε δωμάτια και υπόγεια), Μελάνι 2021
ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
Για να μη φανερώσει την ταυτότητά του, υπέβαλε το χειρόγραφο στον εκδότη υπό το όνομα της γειτόνισσάς του, μιας απλής κοπέλας που ασχολιόταν μόνο με τα γιασεμιά της. Τη σχετική αλληλογραφία υπέκλεπτε από το γραμματοκιβώτιό της. Το χειρόγραφο εκδόθηκε κι έγινε μάλιστα ευπώλητο, με αποτέλεσμα να σπεύσουν οι πάντες να πάρουν συνέντευξη από την πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα. Εκείνη, κατάπληκτη, αρνήθηκε φυσικά ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με το βιβλίο. Η υπογραφή της στο συμβόλαιο; Ήταν, προφανώς, πλαστογραφημένη. Κανείς, όμως, δεν την πίστεψε. Τη θεώρησαν υπερβολικά σεμνή.
Κολακευμένη πάντως από την τόση προσοχή, έκατσε κι έγραψε ένα μικρό μυθιστόρημα για τα γιασεμιά της, από τη σκοπιά όμως ενός μυρμηγκιού που ζούσε στις ρίζες τους. Οι κριτικοί ήταν ομόφωνοι και πάλι. Το πρώτο της βιβλίο ήταν υπέροχο αλλά μάλλον εξεζητημένο, αυτό το δεύτερο όμως ήταν πραγματικό αριστούργημα, πολύ καλύτερο από το πρώτο. Η νεαρή συγγραφεύς, είπαν, είχε πλέον ωριμάσει.
Σταύρος Κρητιώτης, Ο Χειραγωγός (ένας μυθιστορηματικός ιστός), Μελάνι 2023
Με κατάλληλους χειρισμούς, καταφέρνει ο Καινός να τον διορίσει ο δικτάτορας πρύτανη του παραμεθόριου πανεπιστημίου της χώρας και να επιτρέψει πρυτανικές εκλογές, στις οποίες ο Καινός θριαμβεύει, ποζάροντας ως ο δημοκράτης υποψήφιος. Κυβερνά κατόπιν το πανεπιστήμιο χειραγωγώντας και εκφοβίζοντας τους πάντες, έτσι ώστε έξι χρόνια αργότερα όλοι να τον θεωρούν αναπόφευκτο διάδοχο του δικτάτορα.
Για ν’ αποφύγει τα απρόοπτα, προσπαθεί να εξαφανίσει τα αντίτυπα ενός ξεχασμένου παλιού του μυθιστορήματος, του οποίου η πλοκή προοικονομούσε την τωρινή του δράση. Προσέλκυσε όμως έτσι την προσοχή ενός δημοσιογράφου, που χρησιμοποιώντας τις ενδείξεις του μυθιστορήματος επιβεβαιώνει ότι ο Καινός ήταν όντως παλιότερα πράκτορας ξένης δύναμης. Όταν κυκλοφόρησαν αυτές οι αποκαλύψεις, η καλή φήμη του Καινού καταβαραθρώθηκε και τον συνέλαβαν. Ακριβώς όπως προέβλεπε και η πλοκή του μυθιστορήματός του.
Μόνο που, εν αντιθέσει με το μυθιστόρημά του εκείνο, εδώ υπήρχε κι ένας σωσίας. Κι ένας εκδότης-φάντασμα, στα χέρια του οποίου είχε πέσει η αφήγηση του Καινού προς κάποιον μελλοντικό βιογράφο, και ο οποίος αγνόησε τις οδηγίες του Καινού να διαγραφούν τα μέρη της αφήγησης που δεν έπρεπε να γνωρίζει το ευρύ κοινό.
Λίγο πριν τον θάνατό του, ο Τζέημς Ο’Κόννελλ, άσημος Ιρλανδός θετικιστής λόγιος του 19ου αιώνα τον οποίο αναφέρει άπαξ ο Ροΐδης, αληθογραφεί τις φιλοσοφικές ιδέες του και τη ζωή του – ύστατη προσπάθεια να διαγνώσει την υστεροφημία του έργου του. Για να δει τι τελικά θα απομείνει από την ύπαρξή του, προσποιείται ότι είναι ένας λόγιος του επομένου αιώνα που γράφει μια μελέτη για τον Ο’Κόννελλ, χρησιμοποιώντας συνεπώς μόνο ό,τι ξέρει ότι έχει τυπωθεί ή ότι περιλαμβάνεται σε αρχεία – ποτέ ό,τι θυμάται. Έτσι, τόσο τα πρόσωπα, τα γεγονότα, η αλληλογραφία και οι σχέσεις του με φιλοσόφους όπως ο Αύγουστος Κοντ και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, όσο και οι ιδέες του και τα θέματα που απασχολούσαν τη διανόηση της εποχής του πίσω από τη λάμψη των μεγάλων ονομάτων, είναι ακριβή και πραγματικά, αντλημένα από πηγές και αρχεία.
Ο Ο’Κόννελλ γεννήθηκε στην Ιρλανδία το 1816 ή 1817, σπούδασε δικηγόρος στις ΗΠΑ και έζησε διαδοχικά στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, ζώντας από τη συγγραφή. Πέθανε σε πτωχοκομείο του Δουβλίνου το 1876.
Με τις λέξεις «Μήνιν άειδε, θεά» θα έπρεπε να ξεκινάει τούτη η αφήγηση της περιπέτειας ενός βιβλίου μου· κι αυτό επειδή είχα ασφαλώς εξοργιστεί όταν το είδα δημοσιευμένο, αφού δεν ήμουν εγώ εκείνος που το είχε δημοσιεύσει! Είχε άλλο τίτλο στη θέση του τίτλου που είχα επιλέξει εγώ κι άλλο όνομα στο εξώφυλλο – όχι το πιο πρόσφατο ψευδώνυμό μου.
Είχα υποβάλει το κείμενό μου αυτό για έκδοση σε καμιά τριανταριά εκδοτικούς οίκους. Όλοι οι υπόλοιποι το αγνόησαν, ως συνήθως. Ο νοσφιστής Εκδότης όμως το εκτίμησε: το υφάρπαξε, διαπράττοντας σαφώς κλεψιτυπία!
Γιατί το έκανε αυτό; Μήπως λόγω των αντίθετων πολιτικών πεποιθήσεων των οικογενειών μας; Ερεύνησα όλη του τη σταδιοδρομία, όλη του τη ζωή, επιστρατεύοντας ακόμα και «κατάσκοπο», αλλά συμπέρασμα δεν έβγαλα. Ούτε και το δικαστήριο όπου κατέληξε η ζοφερή αυτή λαθροχειρία μπόρεσε να ρίξει φως στην πλοκή, ενώ επέφερε την απώλεια της πολύτιμης ψευδωνυμίας μου.
Τελικά, η απάντηση κρυβόταν σε μια ακροστιχίδα… Και δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ευχάριστη!