Bernardin de St. Pierre: J’ai éprouvé bien des fois que l’on oublie ce qu’on écrit. Ce que je mets sur le papier, je l’ôte de ma mémoire, et bientôt de mon souvenir; je m’en suis aperçu à des ouvrages entiers que j’avais mis au net, et qui me paraissaient aussi étrangers que s’ils eussent été faits d’une autre main que de la mienne. Βλέπε laudatortemporisacti.blogspot.com/2011/10/qui-scribit-obliviscitur.html?m=1
Ψευδώνυμα
«Κάθε χρήστης µπορεί να χρησιµοποιήσει απεριόριστα λογοτεχνικά ψευδώνυµα» προτρέπουν οι οδηγίες του δικτυακού τόπου αυτοέκδοσης scriffon.com και διευκρινίζεται: «∆εν πρόκειται για δυνατότητα που απευθύνεται στις σχιζοφρενείς προσωπικότητες, όχι. Πρόκειται για πρακτική που χρησιµοποιείται ευρέως από την αρχαιότητα ως τις ηµέρες µας, η οποία σάς επιτρέπει να δηµιουργήσετε νέα ταυτότητα διατηρώντας ταυτόχρονα την ανωνυµία σας. Σας προσφέρει έτσι την ελευθερία να εκδώσετε κείµενα τα οποία δεν θα τολµούσατε να δηµοσιεύσετε µε το πραγµατικό σας όνοµα και θα έµεναν για πάντα κρυµµένα βαθιά στα συρτάρια σας». Με την έκρηξη της ψηφιακής τεχνολογίας είναι σχεδόν αδύνατον ο συγγραφέας ενός βιβλίου να κρατηθεί µυστικός, υποστηρίζει η κριτικός Carmela Ciuraru στο βιβλίο της «Nom de plume: A (secret) history of pseudonyms» («Nom de plume: Η (κρυφή) ιστορία των ψευδωνύµων»). Οι αναγνώστες σήµερα θέλουν να έρχονται σε επαφή µε τους συγγραφείς, να τους υπογράφουν αυτόγραφα και να ποζάρουν χαρούµενοι στον φακό στις βιβλιοπαρουσιάσεις τους. Μαζί µε τα βιβλία πωλούνται ως προϊόντα και οι ίδιοι οι συγγραφείς. Μολονότι η πρακτική της ψευδωνυµογραφίας έχει ακόµη πολλούς υποστηρικτές, έχει χάσει τη γοητεία που είχε κάποτε και εφαρµόζεται από συνήθεια κυρίως στην αστυνοµική και στην ερωτική λογοτεχνία. Το λογοτεχνικό ψευδώνυµο είναι πλέον λιγότερο µια επινόηση µε δηµιουργικό και παιγνιώδη χαρακτήρα και περισσότερο µια εµπορική τακτική. [Λαμπρινή Κουζέλη, «Αλιεύοντας στο διαδίκτυο}, Το Βήμα, 19/06/2011]
Άφθονες βιβλιοκρισίες
Οι βιβλιοκρισίες σήµερα είναι άφθονες, επίπεδες, προβλέψιµες, σύντοµες και χωρίς πάθος, γράφει σε ένα κείµενο πολεµικής η αµερικανή βιβλιοκριτικός Elizabeth Gumport. «Ποιος τις διαβάζει; Συνήθως ο συγγραφέας του βιβλίου και διάφοροι γνωστοί του, οι γονείς και οι πρώην του, που αναζητούν το όνοµά του στο Google. ∆ιαφορετικά, οι µοναδικοί αναγνώστες µας είναι οι φίλοι µας, που αισθάνονται υποχρεωµένοι να διατρέξουν τη βαρετή βιβλιοκριτική µας διότι κάναµε like στη δική τους στο Facebook. Αν δεν θα περιγράφαµε ποτέ ένα βιβλίο σε κάποιον που θα επιθυµούσαµε να κοιµηθούµε µαζί του», καταλήγει, «τότε δεν θα έπρεπε να µπούµε στον κόπο να γράψουµε βιβλιοκρισία γι’ αυτό». O Τζoρτζ Οργουελ στις Εξοµολογήσεις ενός βιβλιοκριτικού έγραφε σχετικά το 1946: «Το καλύτερο είναι, νοµίζω, να αγνοεί κανείς την πλειονότητα των βιβλίων και να γράφει εκτενείς βιβλιοκρισίες – τουλάχιστον 1.000 λέξεων – για τα ελάχιστα βιβλία που αξίζουν. Σύντοµες αναγγελίες των δύο γραµµών για τα νέα βιβλία επίσης είναι χρήσιµες, οι συνήθεις όµως βιβλιοκρισίες των 600 λέξεων είναι άχρηστες, ακόµη και αν ο βιβλιοκριτικός ποθεί διακαώς να τις γράψει. Συνήθως δεν θέλει και η εβδοµαδιαία παραγωγή τέτοιων λειψών κειµένων τον γερνάει πριν την ώρα του. Μην παραπονιόµαστε όµως, υπάρχουν και χειρότερα: οι κριτικοί κινηµατογράφου δεν έχουν καν την πολυτέλεια να βλέπουν τις ταινίες στο σπίτι τους». [Λαμπρινή Κουζέλη, «Αλιεύοντας στο διαδίκτυο}, Το Βήμα, 28/08/2011]
Βιβλία και κριτικές από το ίδιο χέρι: Ο συγγραφέας Ρ. Τζ. Ελορι έγραφε – με ψευδώνυμο – εγκώμια για τα έργα του, στο Διαδίκτυο
Ο Ρότζερ Τζον Ελορι είναι ένας διάσημος βρετανός συγγραφέας μυθιστορημάτων θρίλερ. Πολλά από τα βιβλία του έχουν γίνει μπεστ-σέλερ και μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, έχει τιμηθεί με πλήθος λογοτεχνικών βραβείων, ενώ εδώ και μερικές ημέρες συζητιέται πολύ και το ταλέντο του στη βιβλιοκριτική. Κατά τη διάρκεια του 2008 ο Ρ. Τζ. Ελορι έγραψε μερικές εξαιρετικά θετικές βιβλιοκρισίες των δικών του βιβλίων με σκοπό την αποτελεσματικότερη προώθησή τους. Μέσω του Amazon και προφανώς δίχως να υπογράφει με το πραγματικό του όνομα αλλά ως Τζέλι Μπιν και Νικόδημος Τζόουνς, ο πολυβραβευμένος συγγραφέας όχι μόνο επαινούσε τα δικά του έργα αλλά και έκρινε αρνητικά τα έργα των συναδέλφων του.
Η επίσημη αποκάλυψη της απάτης του Ελορι έγινε, παραδόξως, από τον ίδιο. Οταν τον εντόπισαν οι δημοσιογράφοι της «Ντέιλι Μέιλ» με σκοπό να ζητήσουν εξηγήσεις για τις φήμες που κυκλοφορούσαν, ο Ελορι δεν μπόρεσε να αντισταθεί και αποκάλυψε τα πάντα, αποδεχόμενος το λάθος του και ζητώντας συγγνώμη από την κοινότητα των αναγνωστών. Ενθουσιασμένος με τα έργα του αλλά και με τον εαυτό του – τόσο ώστε να αυτοχαρακτηρίζεται ως «ένας από τους πιο ταλαντούχους σύγχρονους συγγραφείς» – ο Ελορι υπογράμμιζε σε μία από τις βιβλιοκρισίες του πως το έργο του «A quiet belief in Angels» είναι «ένα από τα πιο συγκινητικά βιβλία που έχω διαβάσει». Ως Νικόδημος Τζόουνς το χαρακτήρισε «σύγχρονο αριστούργημα» και παρότρυνε τους αναγνώστες να σπεύσουν να το αγοράσουν γιατί «θα αγγίξει την ψυχή τους». Με τους συναδέλφους όμως δεν ήταν και τόσο επαινετικός. Σχολιάζοντας το βιβλίο «Dark Blood» του σκωτσέζου συγγραφέα Μακ Μπράιντ, ο Ελορι σημείωσε πως «πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο αυτού του συγγραφέα που διαβάζω και ειλικρινά δεν υπάρχει τίποτα που να με έχει κουράσει περισσότερο».
Στην πραγματικότητα, η αθέμιτη προώθηση λογοτεχνικών έργων μέσω του Διαδικτύου δεν είναι κάτι καινούργιο. Το καλοκαίρι ο επίσης διάσημος και πολυδιαβασμένος βρετανός συγγραφέας θρίλερ Στίβεν Λέδερ ομολόγησε ενώπιον ακροατηρίου ότι προωθεί ο ίδιος τα βιβλία του γράφοντας κριτικές με πολλαπλές ψεύτικες ταυτότητες. Το συμπέρασμα; Μέσω των διαδικασιών της «αυτοέκδοσης», (self-publishing), της «αυτοπροώθησης» (self-promoting) και της «αυτοκρισίας» (self-review), η λογοτεχνία μετατρέπεται σε μέσο έκφρασης ενός άκρατου ναρκισσισμού και το Διαδίκτυο σε γη της Επαγγελίας για όλους τους επίδοξους συγγραφείς καθώς εκεί δεν χρειάζονται κανέναν. Ούτε εκδότες, ούτε επιμελητές ούτε διορθωτές, ούτε κριτικούς, ούτε βιβλιοπώλες, ούτε καν αναγνώστες, παρά μόνο αγοραστές. [Τα Νέα, 06 Σεπτεμβρίου 2012]
Διαπλοκή και πλαστοπροσωπία στο Amazon
Όχι ένα ούτε δύο αλλά πολλά ψευδώνυμα χρησιμοποιούσε ο βρετανός συγγραφέας μυθιστορημάτων θρίλερ Ρ. Τζ. Έλορι, με τα οποία υπέγραφε στο Amazon αποθεωτικές κριτικές για τα βιβλία του και κατεδαφιστικά σχόλια για βιβλία άλλων συγγραφέων, τους οποίους, προφανώς, θεωρούσε ανταγωνιστές του. Την απάτη -την οποία ξεσκέπασε στο Twitter ο παθών βρετανός συγγραφέας μυστηρίου Τζέρεμι Ντανς- ακολούθησε τα τελευταία εικοσιτετράωρα μεγάλη συζήτηση στον διεθνή Τύπο, καθώς συγγραφείς και σύλλογοι συγγραφέων προβληματίζονται πώς μπορεί να προφυλαχθούν τόσο οι ίδιοι όσο και οι αναγνώστες από τέτοια φαινόμενα.
Ο Ρ. Τζ. Έλορι δεν ήταν ο μόνος που επιδιδόταν σε αυτή την τακτική. Ο αμερικανικής καταγωγής Τζον Λοκ, που πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα από τα βιβλία μυστηρίου που αυτοεκδίδει μέσω διαδικτύου, πλήρωνε για τις επαινετικές κριτικές που του έγραφαν, όπως παραδέχτηκε πρόσφατα στους «Νew York Times».
Στη Μεγάλη Βρετανία, ο ευπώλητος συγγραφέας θρίλερ Στίβεν Λέδερ ομολόγησε ενώπιον ακροατηρίου το καλοκαίρι, στο φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας του Χάρογκεϊτ, ότι προωθεί ο ίδιος τα βιβλία του γράφοντας κριτικές με πολλαπλές ψεύτικες ταυτότητες: «Μόλις κυκλοφορήσει ένα βιβλίο μου, μπαίνω στο Facebook και στο Twitter κάμποσες φορές την ημέρα και γράφω γι’ αυτό. Επισκέπτομαι αρκετούς ιστότοπους και γνωστές ιστοσελίδες και αναρτώ σχόλια για το βιβλίο υπογράφοντας με το όνομά μου αλλά και με ονόματα χαρακτήρων που επινοώ. Οικοδομείς έτσι ένα ολόκληρο δίκτυο χαρακτήρων που μιλούν για το βιβλίο σου και κάποιες φορές συζητούν μάλιστα μ’ εσένα τον ίδιο».
Η βρετανική Εταιρεία Συγγραφέων (Society of Authors) σε ανακοίνωσή της καταδίκασε αυτή την πρακτική επισημαίνοντας: «Πρόκειται για τρεις περιπτώσεις κακής χρήσης του διαδικτύου για τις οποίες έχουμε αποδείξεις. Οι περισσότεροι στην εκδοτική βιομηχανία πιστεύουν ότι δεν είναι οι μοναδικές. Είναι πιθανόν και άλλοι συγγραφείς να ακολουθούν την ίδια τακτική. Οι υπογράφοντες καταδικάζουμε αυτή τη συμπεριφορά και δεσμευόμαστε να μη χρησιμοποιήσουμε ποτέ τέτοιες τακτικές». Ανάμεσα στις δεκάδες συγγραφείς που υπογράφουν την ανακοίνωση βρίσκουμε τον Ίαν Ράνκιν, τον Τζο Νέσμπο, τον Μάικλ Κόνελι και άλλα «βαριά» ονόματα της αστυνομικής λογοτεχνίας, η οποία φαίνεται να πλήττεται ιδιαίτερα από το φαινόμενο των ψευδεπίγραφων κριτικών στο Διαδίκτυο.
Ο Έλορι, με το ψευδώνυμο Νικόδημος Τζόουνς, χαρακτήριζε το μυθιστόρημά του «A Quiet Belief in Angels» ένα «σύγχρονο αριστούργημα», το βαθμολογούσε με πέντε αστεράκια και παρότρυνε τους χρήστες του Amazon να το αγοράσουν γιατί «θα αγγίξει την ψυχή τους». Αντιθέτως, σε κριτικά του σχόλια, χαρακτήριζε κοινότοπα και βαρετά τα μυθιστορήματα συναδέλφων του ενώ κάποτε τους κατηγορούσε και για αντιγραφές και λογοκλοπή.
Η βρετανική εφημερίδα «Daily Mail» αναζήτησε τον Ρ. Τζ. Έλορι για εξηγήσει τη συμπεριφορά του και εκείνος απάντησε με ανακοίνωση στην οποία δηλώνει: «Μετανιώνω ειλικρινά που κάποιες προσωπικές μου κρίσεις διαδόθηκαν με αυτόν τον τρόπο στο διαδίκτυο. Οφείλεται σε έλλειψη κρίσεως. Η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική μου. Ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες και τη διεθνή κοινότητα των συγγραφέων».
Βεβαίως, αναρωτιέται κανείς αν, παρά την «ειλικρινή μετάνοια», ο Έλορι θα διέκοπτε όλην αυτή τη σκευωρία αν δεν τον είχε αποκαλύψει ο Ντανς. «Θα πρέπει το Amazon και οι παρεμφερείς ιστότοποι να επινοήσουν ένα σύστημα ταυτοποίησης υπογραφών και έπειτα να επιτρέπουν την ανάρτηση κριτικών», υποστήριξε ο Τζέρεμι Ντανς στην εφημερίδα «Guardian». «Δεν είναι μόνο το Amazon, είναι όλοι αυτοί οι ιστότοποι. Έχουν εγκαταστήσει συστήματα που είναι εντελώς διάτρητα για τους κακόβουλους χρήστες και, όταν τους το επισημαίνει κάποιος, οι υπεύθυνοι των σάιτ αυτών απαντούν ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να αστυνομεύουν το σάιτ τους για πιθανούς παραβάτες».
Μέχρι να καταφέρουν λοιπόν οι ιστότοποι του βιβλίου να αποκαθάρουν τους χώρους τους από τέτοια φαινόμενα παραβατικής συμπεριφοράς και να αποκτήσουν αξιοπιστία και κύρος, ίσως κατάλληλο για να χαρακτηρίσει την κατάσταση είναι το σλόγκαν από πρόσφατο τηλεοπτικό σποτ εταιρείας τηλεπικοινωνιών: Στον κυβερνοχώρο μπορεί κάποιος να καταφέρει να «τρέχουν όλα ακόμη κι όταν δεν τρέχει τίποτα». [Λαμπρινή Κουζέλη, Το Βήμα, 05/09/2012]
Κατασκευασμένες κριτικές
Λένε ότι το ένα τρίτο των κριτικών που δημοσιεύονται (αναρτώνται) στο Internet είναι κατασκευασμένες. Λένε ακόμη ότι το 60% των κριτικών που δημοσιεύονται στο Amazon.com για προϊόντα του δίνει σε αυτά το μάξιμουμ των πέντε αστεριών, ενώ το 20% δίνει τέσσερα αστέρια (σύμφωνα με ρεπορτάζ της «International Herald Tribune» της 27ης Αυγούστου, που στηριζόταν σε έρευνα του ερευνητή Μπινγκ Λιου από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόι στο Σικάγο). Οι τροχοί του online εμπορίου τρέχουν, όπως έχει αποδειχθεί στατιστικά, πάνω σε θετικές κριτικές. Οι περισσότερες από τις κριτικές αυτές αφορούν βιβλία. Γράφονται από δημοσιοσχεσίτες και άλλους μαρκετίστες, από χρήστες του Internet που μπορεί να βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία (διάβαζε: πληρωμένη) ή ακόμη και από τους ίδιους τους συγγραφείς, όπως συνέβη με τον πολύ γνωστό βρετανό συγγραφέα Ρότζερ Ελορι, που έγραφε με ψευδώνυμα θετικές κριτικές για τα βιβλία του. Πολλές από αυτές τις κριτικές αφορούν βιβλία που αποτελούν αυτοεκδόσεις, δηλαδή χρηματοδοτούνται από τους ίδιους τους συγγραφείς τους. Στις ΗΠΑ ο αριθμός αυτών των βιβλίων αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο και οι συγγραφείς τους κάνουν τα πάντα για να προσελκύσουν την προσοχή. Και προσοχή στο Ιnternet σημαίνει καλή κριτική. Υπάρχουν σάιτ όπως το GettingBookReview.com, που αναλαμβάνουν υπηρεσίες κριτικογραφίας με το αζημίωτο. Ο συγγραφέας απευθύνεται σε αυτό, πληρώνει, ζητάει μία, πέντε, πενήντα (!) καλές κριτικές, και σε λίγο το βιβλίο του είναι στο Internet «terrific», «classic», «lyrical and gripping» κτλ. (Πρόσφατα το Google έκλεισε τον λογαριασμό αυτού του σάιτ για παράβαση δεοντολογικών κανόνων.) Το παράδοξο είναι ότι στο Internet ένα βιβλίο του Σκοτ Φιτζέραλντ, όπως Ο υπέροχος Γκάτσμπι, μπορεί να θεωρείται πληκτικό, μέτριο ή κακή πρόζα, ενώ ένα μέτριο άγνωστου συγγραφέα να αποθεώνεται. Η ανωνυμία και η ψευδωνυμία στηρίζουν πλέον αυτή τη νέα, κατασκευασμένη εν πολλοίς κριτική λειτουργία που όχημά της είναι το Internet. Το ερώτημα είναι κατά πόσον η τεράστια διάδοση του Διαδικτύου και η εμπορική αποτελεσματικότητα αυτής της κριτικής αμβλύνουν ή ακυρώνουν τα παραδοσιακά και αξιόπιστα κριτικά εργαλεία και τους παραδοσιακούς και αξιόπιστους φορείς της κριτικής όπως είναι τα παραδοσιακά μέσα, τα λεγόμενα legacy media. Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί αμέσως καθώς βρισκόμαστε σε περίοδο μετάβασης. Το ευτύχημα είναι ότι στην Ελλάδα τα εμπορικά μεγέθη είναι μικρά και οι όποιοι απατεώνες μπορεί να αποκαλυφθούν αμέσως και να γίνουν ρεζίλι. [Νίκος Μπακουνάκης, «Απάτη», Το Βήμα, 07/10/2012]
Βιβλία γράφονται από ρομπότ
Πληθαίνουν διαρκώς τα βιβλία που γράφονται από ροµπότ, µας πληροφορεί η συγγραφέας Pagan Kennedy στους «Νew York Times». Πρόκειται συνήθως για κάθε λογής πρακτικά εγχειρίδια, τα οποία δηµιουργούνται από λογισµικό – ροµπότ – που συγκεντρώνει ποικίλα κείµενα από το Internet και τα οργανώνει σε βιβλίο.
Οι ειδικοί στην τεχνητή νοηµοσύνη επιµένουν ότι οι µηχανές µπορούν να τα καταφέρουν καλά στον ρόλο του συγγραφέα. Ενας από αυτούς, ο Philip Parker, επιχειρηµατολογεί ότι αυτά τα βιβλία, γραµµένα σε έναν εξαιρετικά µεγάλο αριθµό γλωσσών, συντελούν στην καταπολέµηση του αναλφαβητισµού. Οι αγρότες στο Μαλάουι, για παράδειγµα, δεν έχουν ούτε έναν στοιχειώδη οδηγό αγροτικών εργασιών στη γλώσσα τους. Ο υπολογιστής µπορεί να καλύψει αυτή την ανάγκη και µάλιστα σε πολύ χαµηλό κόστος.
Ο Chris Csikszentmihalyi, ιδρυτής του Center for Civic Media στο ΜΙΤ, υποστηρίζει αντιθέτως ότι αν θέλει κάποιος να εκδώσει βιβλία σε µια πληθώρα γλωσσών µπορεί να ενεργοποιήσει τα µέλη της ∆ιασποράς από το Μαλάουι ή τη Μοζαµβίκη, τη στρατιά των υψηλής µόρφωσης εθελοντών που είναι πρόθυµοι να συνεισφέρουν στις ανάγκες των συµπατριωτών τους. Αλλωστε, ποιο το νόηµα να χρησιµοποιήσει κάποιος τεχνολογίες τεχνητής νοηµοσύνης για να προσοµοιώσει ένα είδος εργασίας που οι άνθρωποι απολαµβάνουν; Το ίδιο το Internet µαρτυρεί τη µεγάλη επιθυµία των ανθρώπων να γράφουν, να συµπληρώνουν και να επιµελούνται κείµενα. [Λαμπρινή Κουζέλη, «Αλιεύοντας στο διαδίκτυο», Το Βήμα, 23/10/2011]
Πενήντα τρεις Ρουμάνοι συγγραφείς έγραψαν τη …γρηγορότερη νουβέλα στον κόσμο
Πενήντα τρεις Ρουμάνοι συγγραφείς κατόρθωσαν να γράψουν μία νουβέλα σε πέντε ώρες και 35 λεπτά καταρρίπτοντας παγκόσμιο ρεκόρ. Η συγγραφή του πεζογραφήματος άρχισε στις 10:20 το πρωί του περασμένου Σαββάτου, στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου με τους τέσσερις κύριους αφηγητές, συγγραφείς Γκάμπριελ Ντεσούμπλ, Φλορίν Ιάρου, Ράζβαν Τούπα και Μάριους Τσίβου να καταστρώνουν το σχέδιο και να βρίσκουν τον τίτλο του έργου, που είναι «Santa Claus & Co. Η πιο γρήγορη νουβέλα στον κόσμο». Ο εκδοτικός οίκος «Art Publishing House» ο οποίος θα δημοσιεύσει τη νουβέλα των 288 σελίδων – καρπό συλλογικής προσπάθειας 53 συγγραφέων διεκδικεί μία θέση στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες με το επίτευγμα που δεν έχει προηγούμενο και ζήτησε η αξιολόγηση και η επικύρωσή του να γίνει την παραμονή των Χριστουγέννων. Εκπρόσωποι των Ρεκόρ Γκίνες ανακοίνωσαν ότι για το σκοπό αυτό θα δημιουργηθεί ειδική κατηγορία.
«Το εγχείρημα σίγουρα θα μείνει στην ιστορία. Εργαστήκαμε με ενθουσιασμό, με ομαδικό πνεύμα και βάλαμε στην άκρη το εγώ για λίγες ώρες» υπογράμμισε ο Φλορίν Ιάρου. «Τρέφω μεγάλο θαυμασμό για τους συγγραφείς που παραμέρισαν τη ματαιοδοξία τους και αποφάσισαν να κάνουν κάτι όλοι μαζί» ανέφερε.
Η νουβέλα «Santa Claus @ Co» είναι για τους Ρουμάνους, για τη Ρουμανία σήμερα. Το βιβλίο περιγράφει την εικόνα του Βουκουρεστίου, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν αρκετό χρόνο να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους» τόνισε ο συγγραφέας. Ο Μάριους Τσίβου εκτίμησε ότι ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, αλλά πολύ ευχάριστο και σημείωσε ότι θέλει να επαναλάβει τη δημιουργική προσπάθεια. «Θα ήθελα να το κάνω κάθε χρόνο, να δω τι ταχύτητα μπορούμε να επιτύχουμε. Ήταν πολύ δύσκολο να πείσω τους συγγραφείς να σταματήσουν να γράφουν» πρόσθεσε.
Το βιβλίο θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία από την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου και θα παρουσιαστεί στο κοινό της ρουμανικής πρωτεύουσας σε ειδική εκδήλωση παρουσία όλων των συγγραφέων. [17.12.2012]
Moon gazer at Joshua tree, James O'Connell
Δημοσίευαν χωρίς υπογραφή
Αυτόν τον καιρό λογοτεχνικές «εφημερίδες» γιορτάζουν όχι τα δέκα ούτε τα 20 αλλά τα 100 χρόνια – ένας ολόκληρος αιώνας – συνεχούς έκδοσης. Αναφέρομαι στην εμβληματική εβδομαδιαία επιθεώρηση της βρετανικής σκηνής του βιβλίου «The Times Literary Supplement», γνωστή και ως «TLS» ή «Lit Supp», όπως ήταν γνωστή ως τη δεκαετία του 1960, της οποίας το πρώτο φύλλο εκδόθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1902. Η επιθεώρηση, που όπως φανερώνει ο τίτλος της ήταν συνδεδεμένη με την εφημερίδα «The Times», αποτελεί έναν καθρέφτη της λογοτεχνικής ζωής και της κίνησης των ιδεών στη Βρετανία, έναν καθρέφτη που αρκετές φορές ήταν παραμορφωτικός, αφού στο «TLS» αποτυπώνονται εμμονές, αποκλεισμοί, προτιμήσεις. Ετσι και αλλιώς η δημοκρατία του πνεύματος δεν υπάρχει, είναι μια ουτοπία· και από την άποψη αυτή το βιβλίο του Derwent May Critical Times: The history of the Times Literary Supplement (εκδόσεις HarperCollins) αποτελεί μια πολύ καλή «βιογραφία» της εφημερίδας, των ανθρώπων της και των ιδεών της αλλά και μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών για το ποιος έγραφε τι, αφού ως σχετικά πρόσφατα αρχή της επιθεώρησης ήταν να δημοσιεύονται όλα τα κείμενα χωρίς υπογραφή.
Φανταστείτε τι δοκιμασία είναι για τον εγωκεντρισμό μας το ότι τακτικοί συνεργάτες του «Lit Supp», όπως ο Χένρι Τζέιμς, στις αρχές του 20ού αιώνα, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τ. Σ. Ελιοτ, στη δεκαετία του ’20, ο Τζορτζ Οργουελ και ο Αντονι Πάουελ στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, δημοσίευαν χωρίς υπογραφή. Ηταν τόσο σημαντικό να γράφει κανείς, έστω και ανυπόγραφα, στο «Lit Supp» που ο Ελιοτ σε γράμμα του προς τη μητέρα του, το 1919, της αναγγέλλει ότι προσκλήθηκε να γράψει στην επιθεώρηση και ότι αυτό ήταν η υψηλότερη δυνατή διάκριση που θα μπορούσε να του απονείμει ο κόσμος της λογοτεχνίας. Το «TLS» απετέλεσε, σχεδόν από την πρώτη στιγμή της έκδοσής του, κομμάτι του Establishment, ίσης αξίας με τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερι, παρ’ όλο που η κυκλοφορία του δεν ξεπέρασε ποτέ τα 50.000 φύλλα (κυμαίνεται από 22.000 ως 49.000).
Το ανέκδοτο λέει ότι το «TLS» δημιουργήθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως «λογοτεχνική χωματερή» των κριτικών που περίσσευαν από τις σελίδες βιβλίων της εφημερίδας «The Times». Φυσικά, η πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτσι. Η επιθεώρηση σχεδιάστηκε από τον δυναμικό διευθυντή των «Times» Τσαρλς Φρέντερικ Μόμπερλαϊ Μπελ για να έχει διάρκεια και κύρος: το αδιαμφισβήτητο, τουλάχιστον για εκείνη την εποχή, κύρος των «Times», όπως δείχνει η αναφορά του τίτλου της εφημερίδας στον τίτλο της επιθεώρησης. [Νίκος Μπακουνάκης, «In saecula saeculorum», Το Βήμα, 27/01/2002]
Συμμετοχική λογοτεχνία
Η συµµετοχική λογοτεχνία, ο τρόπος παραγωγής ενός λογοτεχνικού έργου από οµάδα συγγραφέων οι οποίοι µοιράζονται την ευθύνη της δηµιουργίας του, δεν ήταν άγνωστη στην Αναγέννηση και στους κόλπους της λογοτεχνικής πρωτοπορίας.
Αποτελεί όµως τολµηρή καινοτοµία στην εποχή του ∆ιαδικτύου µε τα wiki-novels.
Στο γνωστότερο, το «A Million Penguins» (2007) των εκδόσεων Penguin, ένα συγγραφικό πείραµα εµπνευσµένο από τη λογική της Wikipedia, συνεργάστηκαν 1.500 άτοµα και έγιναν περισσότερες από 11.000 επεξεργασίες υλικού. Μπορεί πραγµατικά µια τέτοια κοινότητα να γράψει µυθιστόρηµα; «Η απάντηση είναι ίσως» επιφυλάσσεται ο Jeremy Ettinghausen στον απολογισµό τού, ενδιαφέροντος κοινωνικά, πειράµατος στο µπλογκ του Penguin.
Οσο πιο αυστηροί είναι οι περιορισµοί που θέτουν στον χρήστη οι πλατφόρµες που φιλοξενούν προγράµµατα συµµετοχικής λογοτεχνίας τόσο αυξάνονται το ποσοστό συµµετοχής και οι πιθανότητες το εγχείρηµα να έχει επιτυχή κατάληξη.
«Χρειάζεται να τεθούν έγκαιρα περιορισµοί ώστε να µπορέσει η “σοφία του πλήθους” να εκδηλωθεί, » συµπεραίνει η Veronica Periani στη διατριβή της «Can a community write a novel? Wiki-novels and other collaborative writing projects». Αποµένει να εξετάσουµε τα αισθητικά χαρακτηριστικά των συµµετοχικών µυθιστορηµάτων σε συνάρτηση µε το µέσο και τη διαδικασία της δηµιουργίας τους. ∆ιότι µπορούµε να τα θεωρήσουµε επιτυχηµένα απλώς επειδή κατάφεραν να ολοκληρωθούν χωρίς να λάβουµε υπόψη την καλλιτεχνική τους αξία; [Λαμπρινή Κουζέλη, «Αλιεύοντας στο διαδίκτυο», Το Βήμα, 21/08/2011]
Συλλογή επινοημένων τίτλων
To «Αιώνιο ρόδο» είναι συναρπαστικό βιβλίο, όπως µαθαίνουµε από τον Ροµπέρτο Μπολάνιο στο µυθιστόρηµά του «2666». Μην το αναζητήσετε, δεν υπάρχει. Oπως και πολλοί από τους τίτλους που αναφέρονται στα έργα του Μπόρχες, του Ναµπόκοφ, του Καλβίνο, του Ντέιβιντ Λοτζ, του Κερτ Βόνεγκατ, του Στάνισλαβ Λεµ, του Γκράχαµ Γκριν. Υποψιασµένοι αναγνώστες αποδελτιώνουν κατά καιρούς τα βιβλία που επινοούν οι λογοτέχνες δηµιουργώντας την «αόρατη βιβλιοθήκη», η οποία ενέπνευσε πριν από δύο χρόνια αµφίδροµη έκθεση στο Λονδίνο. Γραφίστες φιλοτέχνησαν εξώφυλλα για τα υποθετικά βιβλία και οι επισκέπτες γέµισαν τις άδειες σελίδες τους µε δικές τους ιστορίες, σε µια µεταµοντέρνα χειρονοµία υπόµνησης της σηµασίας των βιβλίων, πραγµατικών ή µη.
Αγχος κρύβεται πίσω από κάθε βιβλίο που εφευρίσκει ένας συγγραφέας, ερµηνεύει ο Ed Park, ο οποίος καταγράφει τίτλους για την «αόρατη βιβλιοθήκη» στο µπλογκ του. «Αξίζει να γράψω; Ποιος θα µε διαβάσει; Τι έχω να προσφέρω;» αγωνιά κάθε λογοτέχνης στη θέα των εκατοµµυρίων βιβλίων που κυκλοφορούν. Η επινόηση τίτλων είναι ίσως η ασύνειδη αναγνώριση αυτής της αποκαρδιωτικής πραγµατικότητας. Ενα παιχνίδι αντίστασης στη λήθη. Αλλωστε, σχολιάζει ο Park, µήπως αυτά τα φανταστικά βιβλία είναι εν τέλει λιγότερο πραγµατικά από τα αληθινά βιβλία της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας που χάθηκαν για πάντα ή όλα αυτά που κοιµούνται ξεχασµένα στο Kindle µας όταν σβήνει; [Λαμπρινή Κουζέλη, «Αλιέυοντας στο διαδίκτυο», Το Βήμα, 17/07/2011]
50 αριστουργήματα και τα μυστικά τους: ο τόπος της έμπνευσης βρίσκεται παντού
Οι φοιτητές της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου κοιτούσαν με απέχθεια το ποτήρι με το φαιοκίτρινο υγρό το οποίο καλούνταν να δοκιμάσουν για να αποφανθούν για τη σύστασή του. Ο καθηγητής τούς είχε δώσει το παράδειγμα, βυθίζοντας το δάχτυλό του στο δοχείο και φέρνοντάς το στο στόμα του. Λίγο αργότερα τους εξηγούσε ότι είχαν όλοι αποτύχει: δεν είχαν προσέξει ότι το δάχτυλο που είχε βυθίσει στο ποτήρι δεν ήταν το ίδιο με εκείνο που πλησίασε στα χείλη του. Στην εποχή του ο Τζόζεφ Μπελ εθεωρείτο ένας ευφυής και χαρισματικός γιατρός. Την αθανασία όμως του χάρισε ο φοιτητής του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο οποίος εμπνεύστηκε από τον εκκεντρικό καθηγητή του τον Σέρλοκ Χολμς, τον αρχετυπικό ντετέκτιβ της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Η ρομαντική αντίληψη για τη μυστηριακή, θεϊκή καταγωγή της συγγραφικής έμπνευσης έχει πάψει εδώ και αιώνες να πείθει αναγνώστες και μελετητές της λογοτεχνίας, γεγονός που εντείνει την επιθυμία να πληροφορηθούμε την προέλευσή της. Δεν υπάρχει συγγραφέας που δεν κλήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση: «Από πού αντλήσατε την έμπνευση για το βιβλίο σας;». Στο βιβλίο της Dancing with Mrs. Dalloway, η αυστραλιανής καταγωγής επιμελήτρια εκδόσεων, δημοσιογράφος και ανθολόγος Σίλια Τζόνσον, επιχειρώντας να απαντήσει στην ερώτηση αυτή, καταγράφει το χρονικό της δημιουργίας 50 αγαπημένων της βιβλίων.
Η επιλογή των τίτλων είναι σοφή και τα κείμενα πασίγνωστα: αειθαλή αριστουργήματα (Δον Κιχώτης, Αννα Καρένινα, Εγκλημα και τιμωρία, Περηφάνια και προκατάληψη), έργα μοντέρνων κλασικών (Μαγικό βουνό, Φάρμα των ζώων, Ο γέρος και η θάλασσα, Η κυρία Ντάλογουεϊ, Στον δρόμο, Εκατό χρόνια μοναξιά), δημοφιλή αναγνώσματα του φανταστικού και της παιδικής λογοτεχνίας (Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, Το νησί των θησαυρών, Ο Μάγος του Οζ, Πίτερ Παν).
Ο τόπος της έμπνευσης βρίσκεται παντού. Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου: στις ειδήσεις των εφημερίδων για τον Τρούμαν Καπότε, στην οπτασία ενός λευκού γυναικείου αγκώνα για τον Λέοντα Τολστόι, σε μια φάρμα στην Καλιφόρνια για τον Τζον Στάινμπεκ, στις φυλακές της Σιβηρίας για τον Ντοστογέφσκι. Ο Μαρκ Τουέν εξορύσσει ανηλεώς γεγονότα και χαρακτήρες από την παιδική του ηλικία. Ο Τζ. Μ. Μπάρι παρηγορείται για τον θάνατο του αδελφού του απαθανατίζοντάς τον ως Πίτερ Παν. Στο αγαπημένο κατοικίδιο του Ντίκενς, τον Γκριπ, το ομιλούν κοράκι του, που ενσωμάτωσε στο μυθιστόρημά του Barnaby Rudge, οφείλει την έμπνευση για το διάσημο Κοράκι του ο Πόου, ο οποίος είχε συμπεριλάβει το βιβλίο τού Ντίκενς στις βιβλιοπαρουσιάσεις του στη «Saturday Evening Post» της Φιλαδέλφειας.
Συνήθως η έμπνευση ανοίγει το κουτί της Πανδώρας από όπου βγαίνουν οι αμφιβολίες για το ταλέντο, τα συγγραφικά αδιέξοδα, η κατάθλιψη, οι βιοποριστικές μέριμνες που δεν αφήνουν την έμπνευση να ανθήσει. Εδώ η λογοτεχνία οφείλει πολλά στις οικογένειες και τους φίλους των συγγραφέων που τους υποστήριξαν με αυταπάρνηση. Η αλληλεγγύη της ιερής τριάδας των Μπιτ είναι συγκινητική. Ο Τζακ Κέρουακ ταξιδεύει στην Ταγγέρη για να δακτυλογραφήσει τα τσαλακωμένα χειρόγραφα του Γυμνού γεύματος του φίλου του Μπιλ (Μπάροουζ) προτού φθάσει ο Άλεν Γκίνσμπεργκ για να βάλει το κείμενο σε μια σειρά και να του δώσει εκδόσιμη μορφή.
Την υλική υπόσταση και τη συγκεκριμένη μορφή μιας ιδέας οφείλουμε συχνά σε τυχαία γεγονότα. Ο Τζέιμς Μποντ βαφτίστηκε με το όνομα ενός ξεχασμένου ορνιθολόγου του οποίου η μελέτη βρισκόταν στη βιβλιοθήκη του Ιαν Φλέμινγκ και πρέπει να ευγνωμονούμε τους βασιλείς της Ισπανίας που δεν επέτρεψαν στον δυστυχή Θερβάντες να φύγει για την Αμερική: εκείνος ίσως είχε καταφέρει να γίνει χρυσοθήρας και να πλουτίσει, το μυθιστόρημα όμως θα είχε στερηθεί τον γενάρχη του Δον Κιχώτη.
Το νήμα που ξετυλίγει η έμπνευση καταλήγει στα λογοτεχνικά περιοδικά και στους εκδότες, συνήθως μικροί ανεξάρτητοι εκδοτικοί οίκοι μανιακών βιβλιόφιλων, όπως ο Φρέντρικ Βάρμπουργκ, που ανέλαβε το ρίσκο της έκδοσης της τολμηρής για την εποχή της Φάρμας των ζώων του Όργουελ μολονότι η γυναίκα του τον απειλούσε με διαζύγιο. Σε πολλούς χρωστάμε, μαθαίνουμε από την Τζόνσον, και το όνομα με το οποίο ορισμένα έργα πέρασαν στην αθανασία, όπως ο Υπέροχος Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ, που θα κυκλοφορούσε με τον πλαδαρό τίτλο «Κάτω από το κόκκινο, το λευκό και το μπλε», αν ο εκδότης δεν είχε κωφεύσει στις εντολές του συγγραφέα του.
Η Τζόνσον δεν θεωρητικολογεί για τη λογοτεχνική έμπνευση. Αφήνει τις ιστορίες δημιουργίας να μιλήσουν από μόνες τους, χωρίς να υπεισέρχεται σε σκοτεινές και δυσάρεστες βιογραφικές λεπτομέρειες, πράγμα που κάνει το βιβλίο της ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα κατάλληλο για όλους: συνδαυλίζει την αναγνωστική περιέργεια των νεαρών αναγνωστών, αποζημιώνει όσους αποθησαυρίζουν ανέκδοτα λογοτεχνικών βίων, στηρίζει επίδοξους συγγραφείς.
Η Σίλια Τζόνσον έχει αντλήσει τις πληροφορίες της από την αλληλογραφία και τα ημερολόγια λογοτεχνών, από βιογραφίες και μαρτυρίες οικείων, από προλόγους εκδόσεων και συνεντεύξεις. Είναι αξιόπιστες οι πηγές της; Τις αμφιβολίες της εκφράζει και η ίδια η συγγραφέας. «Είχαµε ξεκινήσει για διακοπές. Οδηγούσα το αυτοκίνητο στον δρόµο προς το Ακαπούλκο όταν σχηµατίστηκε στο µυαλό µου µια πρόταση. Έκανα επί τόπου στροφή, γύρισα στο σπίτι και άρχισα να γράφω».
Έτσι παρουσιάζει ο Μάρκες τη στιγμή που γεννήθηκε στον νου του η πρόταση από την οποία ξεπήδησαν τα Εκατό χρόνια µοναξιά. Η αφήγησή του παραλλάσσει κάθε φορά που τον ρωτούν. Λίγο διαφορετικά θυμάται τα γεγονότα η γυναίκα του. Μάστορες του λόγου, οι συγγραφείς όταν μιλούν για την έμπνευσή τους πλάθουν μια αφήγηση, ένα μετακείμενο, που γίνεται μέρος του λογοτεχνικού μύθου τους. Πώς όμως κοινές ανθρώπινες εμπειρίες μεταμορφώνονται σε λεκτικές κατασκευές που κατατάσσονται στα έργα τέχνης; Τα επεισόδια έμπνευσης που αφηγούνται οι συγγραφείς δεν διαφωτίζουν αυτή τη διαδικασία. Ίσως επειδή τις περισσότερες φορές δεν μπορούν ούτε οι ίδιοι να την κατανοήσουν. [Λαμπρινή Κουζέλη, «Αλιεύοντας στο διαδίκτυο», Το Βήμα, 20/05/2012]
The Solitaire Calendar
The Solitaire Calendar has never been used by any historical nation, culture, or group of people. It is, nonetheless, a real functioning calendar. It was invented in the book “The Solitaire Mystery” written by philosopher-author Jostein Gaarder (famous for “Sophie’s World”). The calendar exploits several close overlaps between our conventional time measurements, and the organization of a standard deck of playing cards. For those that need refreshing, a normal deck has four suits: Diamonds, Clubs, Hearts and Spades. In each suit there are 13 cards: Ace through Ten, plus the Jack, Queen and King. Of course, each deck has one, maybe two, Jokers.
The number of near misses between calendar and cards begins to seem spooky when you look at them all. For example:
Weeks: 13 cards in each of four suits makes 52 cards total. There are 52 weeks in a year. The solitaire calendar assigns a card to each week. (For those doing the math: 52 weeks * 7 days = 364 days. The 365th day of each year is the Joker Day).
Months: 13 possible “face values” (that’s Ace through Ten or Jack Queen King) divide the year into 13 months, each four weeks long, quite similar to the months we are used to. Each month is given a “face value”, so it becomes the Month of Four, the Month of Jack, etc.
Leap Year: If each year is given a suit (say Hearts), then each month in that year can become a specific card. The Month of Ace in a Hearts year corresponds to the Ace of Hearts. If the four suits are used in four successive years, then “a whole deck” of months will have passed, with one exception: the Joker. An extra (second) Joker Day is held at the end of an entire deck of months, corresponding to our extra day every Leap Year.
Seasons: The Four Suits correspond to the Four Seasons, each one lasting 13 weeks, to match the 13 cards in each suit.
The Calendar is largely an aside in “The Solitaire Mystery”. The book should be read on its other merits, it’s my favorite of Gaarder’s books, and that is saying something. Though not integral to the plot, this Calendar is beautiful and suggestive, and might give you a shadow of an idea what you’re in for if you read the whole book.
Τhis calendar is the exact same calendar year after year, always beginning on Monday on the Ace of Diamonds week in the Month of Ace.
Βλέπε memeengine.tumblr.com/post/32358150248/the-solitaire-calendar-the-solitaire-calendar-has
ΚΑΨΙΜΟ ΒΙΒΛΙΩΝ – ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Βασίλης Βασιλικός 16.12.2020 (στην Εφημερίδα Συντακτών της 24ης Δεκεμβρίου 2020)
Αντιγεγονική ταυτοποίηση
«Είχαν μπει οι ναζί Γερμανοί στην Καβάλα το 1941 (μετά την παρέδωσαν στους Βούλγαρους φασίστες) κι εκεί ήρθε στο σπίτι μας ένας αξιωματικός με την ορντινάντσα του κι αφού έψαξαν όλα τα δωμάτια χωρίς να βρουν όπλα έβαλαν στο μάτι την πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα μου, απέναντι από τον τοίχο με τον πίνακα του Ελευθέριου Βενιζέλου, έργο ζωγράφου που είχε σπουδάσει στο Μόναχο. Ο αξιωματικός έδωσε εντολή στην ορντινάντσα του να κάψουν στην αυλή μας όλα τα βιβλία “εκτός από τους κλασικούς” (αν και μιλούσε γερμανικά με την ορντινάντσα, το καταλάβαμε αυτό το τελευταίο). Τα καίγαν δυο-τρεις ώρες και μετά, ικανοποιημένοι, μας άδειασαν τη γωνιά. Χρόνια αργότερα, το 1959, βρέθηκα στο Yale University, υπότροφος των Ροταριανών Θεσσαλονίκης για να σπουδάσω τη σκηνοθεσία στην τηλεόραση, που ήταν άγνωστη στη χώρα μας τότε. Κι εκεί, στο πρώτο μάθημα, υπήρχε ως καθηγητής αυτός που δίδασκε το αρχαίο ελληνικό δράμα και κωμωδία. Η φωνή του, αν και μιλούσε στα αγγλικά, είχε μια έντονη γερμανική προφορά που θύμιζε εκείνο το κάψτε τα όλα “εκτός από τους κλασικούς”. Σηκώθηκα, πήγα κάτω απ’ την έδρα που μιλούσε. Ήταν ο ίδιος. Κι έφυγα απ’ τη σχολή για να συνεχίσω στη Νέα Υόρκη τις σπουδές μου»[i].
Ο Βασίλης Βασιλικός αναφέρει αυτή την ιστορία και στο αυτοβιογραφικό ντοκυμαντέρ του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη[ii] το 1982:
«Κι εκεί πήγα στο Yale πρώτα, στη Δραματική Σχολή, απ’ όπου και έφυγα, όχι μόνο γιατί δεν υπήρχαν τα τεχνικά μέσα ακριβώς που αποζητούσα εγώ στην τηλεόραση, αλλά γιατί μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο: όταν οι Γερμανοί είχαν μπει στην Καβάλα, ήταν ένας Γερμανός αξιωματικός, ξανθός, ο οποίος πρόσταξε την ορντινάντσα του, γερμανικά, που δεν ήξερα βέβαια, αλλά κατάλαβα μία λέξη μόνο, να κάψει όλα τα βιβλία εκτός απ’ τους κλασικούς, κλασίκ – classics – το θυμάμαι, και πράγματι τα ’βγαλε η ορντινάντσα όλα τα βιβλία στην αυλή του πατρικού μας σπιτιού στην Καβάλα, τα κάψανε κι αφήσανε τις εκδόσεις του Παπύρου που είχε ο πατέρας μου με τις μεταφράσεις των αρχαίων. Μόλις μπαίνω λοιπόν στο πρώτο μάθημα της Δραματικής Σχολής του Yale University, πάνω στην έδρα διδάσκει ένας καθηγητής -δεν θυμάμαι το όνομά του πια- με έντονη γερμανική προφορά, ο οποίος μιλάει, αναλύει τη λέξη τραγωδία, που προέρχεται από το τράγος και ωδή. Και ξαφνικά η φωνή του είναι η ίδια η φωνή εκείνου του Γερμανού αξιωματικού το 1941 στην Καβάλα που είπε “Κάψτε τα όλα εκτός απ’ τους κλασικούς”. Και είχα μια τέτοια υπνωτική σχέση μ’ αυτή τη φωνή, ήμουνα σίγουρος ότι ήταν ο ίδιος, ναζί ο οποίος βέβαια είχε φύγει μετά και έγινε.. που σηκώθηκα σαν υπνωτισμένος θυμάμαι από την αίθουσα και βγήκα έξω. Δεν μπορώ να το αποδείξω λογικά αυτό, δεν ξέρω ούτε πώς λεγόταν εκείνος ο αξιωματικός ούτ’ αυτός, αλλά ήταν αυτό.»
Την ιστορία αυτή αναφέρει ο Βασιλικός και στο βιβλίο του Εκτός των τειχών[iii]:
«Οι κλασικοί του Πάπυρου –οι μόνοι που δεν έκαψαν οι Γερμανοί απ’ όλο το σπιτικό μας στην Καβάλα– να τρίξουν τώρα μες στη νεκρόκασα της βιβλιοθήκης κι οι πόρτες να ξεμανταλωθούν».
Όμως ο καθηγητής του Yale στην ιστορία αυτή του Βασίλη Βασιλικού δεν ήταν εκείνος που έκαψε τα βιβλία του πατέρα του. Ο μόνος καθηγητής στη Δραματική Σχολή του Πανεπιστημίου του Yale το 1959 –όταν ο Βασιλικός ξεκίνησε σπουδές εκεί– που δεν ήταν Αμερικανός ήταν ο καθηγητής Ιστορίας του Θεάτρου Alois Maria Nagler, Αυστριακός πρόσφυγας στις ΗΠΑ από το 1938[iv]:
Ο Alois Maria Nagler γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1907 στο Γκρατς της Αυστρίας. Πήρε διδακτορικό φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο του Γκρατς το 1930. Ήταν λογοτεχνικός συντάκτης και κριτικός θεάτρου σε ημερήσια εφημερίδα της Βιέννης από το 1932 έως το 1938. Το 1938 επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως προσκεκλημένος λέκτορας σε κολέγια και αποφάσισε να μην επιστρέψει στην Ευρώπη. Ήταν επόπτης διαπολιτισμικής έρευνας στο Γραφείο Πληροφοριών του Πολεμικού Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1941 έως το 1945. Έγινε αμερικανός υπήκοος το 1944 και καθηγητής δραματικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Yale[v] το 1946.
Ο Βασίλης Βασιλικός μπέρδεψε τη φωνή αυτού του πρόσφυγα Αυστριακού φιλόλογου με τη φωνή του Γερμανού αξιωματικού που είχε ακούσει στα 8 του χρόνια. Όταν τον ενημέρωσα τα Χριστούγεννα του 2020 για την πραγματική ταυτότητα του καθηγητή του Yale, ο Βασιλικός μου απάντησε στις 28 Δεκεμβρίου 2020 ως ακολούθως:
«Γι’ αυτό που με ρωτάτε δεν είναι εύκολο να σας δώσω μια ικανοποιητική απάντηση. Έχοντας γράψει (δυστυχώς) περί τα 100 βιβλία, που μόνο όταν επανεκδίδονται λίγα από αυτά τα ξαναδιαβάζω από περιέργεια, με εμποδίζει να βρω σε ποιο απ’ όλα αναφέρεται αυτή η ιστορία του “Γερμανού αξιωματικού”. Του οποίου ούτε το όνομα ούτε την όψη του θυμάμαι. Μόνο εκείνο που μου έμεινε από το Yale ήταν η φωνή του και το πώς πρόφερε την “tragodia”. Είναι “μια μνήμη μακρινή και αστοχημένη”.
Καλή Χρονιά, Βασίλης Βασιλικός
»Υ.Γ. Έχετε δίκιο σε ότι μου γράφετε. Σαν συγγραφέας που είστε ο ίδιος, θα γνωρίζετε εκ του συστάδην τις “μεταμορφώσεις” της πραγματικότητας».
[i] Βασίλης Βασιλικός 16.12.2020 (Εφημερίδα Συντακτών, 24 Δεκεμβρίου 2020).
[ii] https://archive.ert.gr/6944 στο πρώτο μέρος στο 9-11 λεπτό.
[iii] Βασίλης Βασιλικός, Εκτός των τειχών, εκδόσεις Ιβίσκος, Αθήνα 2011, σ.
95
[iv] Βλέπε τον κατάλογο καθηγητών του Yale στο Educational Theatre Journal του Οκτωβρίου 1959, σ.33, https://www.jstor.org/stable/3204820
[v] https://prabook.com/web/alois_maria.nagler/588510 ,
https://de.wikipedia.org/wiki/Alois_Maria_Nagler