ΜΕΡΙΔΑ
Κάθε νέο μέλος της Συνεταιριστικής Επιχείρησης αποκτά μια υποχρεωτική Συνεταιριστική Μερίδα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις το καταστατικό της Συνεταιριστικής Επιχείρησης μπορεί να δίνει τη δυνατότητα απόκτησης προαιρετικών Συνεταιριστικών Μερίδων. Αυτό γίνεται προκειμένου να αντληθούν κεφάλαια για την ανάπτυξη της επιχείρησης. Οι προαιρετικές Συνεταιριστικές Μερίδες δεν δίνουν δικαίωμα ψήφου.
Η υποχρεωτική Συνεταιριστική Μερίδα παράγει τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις για όλα τα μέλη.
Αντίθετα, στις εταιρείες κεφαλαίου οι μετοχές μπορούν να διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες και να ορίζεται στο καταστατικό τους το ιδιαίτερο βάρος της κάθε κατηγορίας.
Η υποχρεωτική Συνεταιριστική Μερίδα είναι προσωπική, μη εμπορεύσιμη και αμεταβίβαστη.
…είναι προσωπική υπό την έννοια ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που παράγει αφορούν µόνο το ίδιο το άτομο στο όνομα του οποίου έχει εκδοθεί.
…είναι μη εμπορεύσιμη, γιατί δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής.
…είναι τέλος αμεταβίβαστη γιατί δεν μπορεί να μεταβιβασθεί από το κάτοχό της (επιτρέπεται μόνον μεταξύ απερχόμενου και νεοεισερχόμενου συνεταιριστή και μετά από έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου).
Η υποχρεωτική Συνεταιριστική Μερίδα δεν είναι επιδεκτική υπεραξίας.
Η αξία της συνεταιριστικής μερίδας καταβάλλεται από το μέλος ως προκαταβολή για τις υπηρεσίες που αναμένει ότι η εταιρεία θα του προσφέρει στο μέλλον. Δεν αποτελεί επένδυση κεφαλαίου από την οποία ο επενδυτής, μεταξύ άλλων, προσδοκά και την επίτευξη υπεραξίας στο κεφάλαιο που επενδύει.
Η υποχρεωτική Συνεταιριστική Μερίδα δεν είναι επιδεκτική μερίσματος.
Επιδέχεται µόνο τόκο, ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα µε την τρίτη Συνεργατική Αρχή, πρέπει να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Τούτο αποτρέπει τον εφησυχασμό και την αδρανοποίηση των µελών. Το μέλος δεν μπορεί να επαναπαύεται αναμένοντας να απολαύσει τα προϊόντα που θα παραχθούν από το κεφάλαιο, το οποίο κατέβαλε. Για να μεγιστοποιήσει την ωφέλεια, την οποία προσδοκά από τη συνεργατική εταιρεία, είναι υποχρεωμένο να αναπτύξει και να μεγιστοποιήσει τη συνεργασία του µε αυτή.
Κάθε νέο μέλος (βάσει του νόμου 1667/1986) είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει:
α) Το ποσό για την απόκτηση της υποχρεωτικής Συνεταιριστικής Μερίδας.
Το ποσό αυτό ορίζεται από το καταστατικό και είναι ίσο για όλα τα μέλη.
β) Εισφορά ανάλογη προς την καθαρή περιουσία της Συνεταιριστικής Επιχείρησης, όπως αυτή προκύπτει από τον ισολογισμό της τελευταίας χρήσης.
Ο νομοθέτης θέλησε προφανώς να θεσπίσει ίση μεταχείριση μεταξύ παλαιότερων και νέων μελών, αλλά με τη διάταξη αυτή ουσιαστικά αλλοιώνει το χαρακτήρα των συνεταιρισμών και παραβιάζει τις Συνεταιριστικές Αρχές. Οι Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις ιδρύονται, για να υπάρχουν στο διηνεκές. Οι διαδοχικές γενεές είναι ιδιοκτήτες της συνεταιριστικής περιουσίας όχι ως άτομα αλλά ως σύνολο. Η συνεταιριστική περιουσία δημιουργείται με τη συμβολή όλων των παρελθόντων και των παρόντων μελών και δε δικαιούνται τα μέλη που υπάρχουν σε μια δεδομένη στιγμή να διαμοιραστούν μεταξύ τους την περιουσία που συσσώρευσαν όλα τα παρελθόντα μέλη. Ένα μέρος, τουλάχιστον, της περιουσίας είναι αδιανέμητο. Ανήκει στη Συνεταιριστική Επιχείρηση αλλά δεν επιτρέπεται να εξατομικευτεί. Η απαίτηση της διάταξης του νόμου μπορεί άλλωστε να καταστήσει απαγορευτική την είσοδο νέων μελών, όταν ο συνεταιρισμός έχει αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Τότε η ελευθερία εισόδου καθίσταται γράμμα κενό.
(Πηγές: Θεωρία Συνεργατικής Οργάνωσης & Βιώσιμη Συνεταιριστική Οικονομία)