Αφορά το ξεκίνημα της διδασκαλίας που είναι απαραίτητο να είναι καλά οργανωμένο, ώστε να τραβήξει την προσοχή και το ενδιαφέρον των μαθητών. Ο δάσκαλος εξηγεί με την έναρξη του μαθήματος τι πρόκειται να επακολουθήσει ώστε να αφοσιωθούν καλύτερα στις δραστηριότητες που θα διεξάγουν οι ίδιοι. Πρέπει με κάθε τρόπο να προκαλέσει το ενδιαφέρον και την περιέργεια των μαθητών. Αυτό μπορεί να γίνει
Οι παραπάνω τρόποι θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το γνωστικό υπόβαθρο των μαθητών. Οι μαθητές θα πρέπει να είναι σε θέση να κατανοήσουν το ερώτημα ή το πρόβλημα, που θα τους τεθεί και να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα επίλυσής του.
Σ' αυτή τη φάση οι μαθητές εκφράζουν προφορικά ή γραπτά τις ιδέες τους. Εδώ οι μαθητές εξωτερικεύουν τις ιδέες τους, ενώ ο δάσκαλος ανακαλύπτει τι σκέπτονται και τι μπορεί ο ίδιος να πράξει ώστε να προγραμματίσει τις διδακτικές στρατηγικές που προσφέρονται σε κάθε περίπτωση. (φυσικά η πορεία του σεναρίου πρέπει να βασίζεται ήδη πάνω στις εναλλακτικές ιδέες των μαθητών. Γι’ αυτό, ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει προβεί σε βιβλιογραφική αναζήτηση των ιδεών αυτών, πριν ξεκινήσει τη σύνθεση ενός διδακτικού σεναρίου)
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι με τους οποίους μπορούμε να πετύχουμε ανάδειξη των ιδεών των μαθητών. Ο πιο απλός είναι να παρακολουθήσουμε τι λένε ή να κάνουμε διάλογο μαζί τους. Αυτό μπορεί να γίνει άτυπα σε εξατομικευμένη βάση κατά τη διάρκεια δραστηριοτήτων στην τάξη ή, πιο συστηματικά, σε συζήτηση μικρών ομάδων. Οι πρακτικές δραστηριότητες, τα ερωτηματολόγια, οι ατομικές εργασίες είναι τρόποι ανάδειξης των ιδεών. Ένας άλλος τρόπος είναι τα υποθετικά πειράματα, που ζητάμε από τους μαθητές να προβλέψουν τα αποτελέσματα κάποιων πειραμάτων που περιγράφουμε. Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες δυο ή περισσότερων ατόμων, ο εκπαιδευτικός τους δίνει τα κατάλληλα έργα, αυτοί εργάζονται στην αρχή ατομικά και στη συνέχεια συζητούν σε επίπεδο ομάδας. Οι μαθητές καταγράφουν τις απόψεις τους σε χαρτί που τις συγκεντρώνει ο εκπαιδευτικός (βοηθά η χρήση του διαδραστικού πίνακα), ακολουθεί η κατηγοριοποίηση των απαντήσεων και έτσι βγαίνουν τα σημαντικότερα μοντέλα των ιδεών των μαθητών.
Η ύπαρξη των διαφορετικών μοντέλων είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί ώστε να επιλεγεί ένα μοντέλο, το επιστημονικό. Η υιοθέτησή του από τους μαθητές επιδιώκεται στην επόμενη φάση.
Η ανάδειξη των ιδεών και η καταγραφή τους στα φύλλα εργασίας που έχουν σχεδιαστεί θα είναι το πρώτο βήμα που θα πραγματοποιήσουν οι μαθητές.
Στη φάση αυτή οι μαθητές ενθαρρύνονται να ελέγξουν τις ιδέες τους με σκοπό να τις επεκτείνουν, να αναπτύξουν ιδέες στην περίπτωση που δεν έχουν άποψη, ή να αντικαταστήσουν τις προϋπάρχουσες με άλλες. Επιδίωξη του διδάσκοντα είναι η αυτόβουλη και οικειοθελής μετατόπιση των παιδιών από τις δικές τους σε άλλες ιδέες, που είναι πλησιέστερα στο επιστημονικό πρότυπο. Αν στην προηγουμένη φάση είχαμε ζητήσει να εκφράσουν άποψη για τα αποτελέσματα κάποιου «υποθετικού» πειράματος, σ' αυτή τη φάση τους ζητάμε να εκτελέσουν το πείραμα. Αν τα αποτελέσματα του πειράματος συμπίπτουν με την άποψή τους, τότε έχουμε επιβεβαίωση της υπάρχουσας γνώσης. Σε διαφορετική περίπτωση, έχουμε γνωστική σύγκρουση. Οι μαθητές χωρίζονται σε ομάδες των δυο ή τριών ατόμων και ακολουθούν γραπτές οδηγίες για το πώς θα εκτελέσουν συγκεκριμένα έργα, τα αποτελέσματα των οποίων προσπαθούν να ερμηνεύσουν. Στόχος των έργων αυτών είναι να οδηγηθούν οι μαθητές σε αδιέξοδο, βλέποντας τη διάσταση ανάμεσα στο αναμενόμενο από αυτούς και το πειραματικό αποτέλεσμα, θα οδηγηθούν μ' αυτόν τον τρόπο σε ενδο-προσωπική σύγκρουση. Αυτή η σύγκρουση θα τους κάνει να μη νιώθουν ικανοποιημένοι, γεγονός που θα τους ωθήσει πιθανόν σε εννοιολογική αλλαγή. Αναλυτικότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο εκπαιδευτικός καθοδηγεί τους μαθητές να συγκρίνουν τις εναλλακτικές ιδέες τους με τρόπο συστηματικό, ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν αποτελέσματα που δεν ταιριάζουν με την ιδέα που ερευνούν, ακόμα και αν αυτή είναι δική τους. Πάντως απαιτείται μεγάλη προσοχή όσον αφορά την επιλογή των κατάλληλων έργων, π.χ. πειράματα επίδειξης, που μπορεί να φαίνονται πολύ πειστικά στο δάσκαλο, είναι δυνατόν όμως να μην προκαλούν καμία εντύπωση στους μαθητές, αν οι τελευταίοι δεν έχουν κατανοήσει το σκοπό για τον οποίο γίνονται.
Γενικά επιδιώκονται δραστηριότητες των οποίων τα αποτελέσματα δεν θα είναι το προσδοκώμενο από τους μαθητές, πράγμα που αναμένεται να τους προκαλέσει αιφνιδιασμό και έκπληξη. Το στοιχείο αυτό (του αιφνιδιασμού και της έκπληξης) συχνά γεννά τον προβληματισμό των μαθητών και την επιθυμία τους για εξοικείωση με έναν διαφορετκό τρόπο σκέψης.
Εάν οι μαθητές είναι μικροί ή άπειροι, τότε οι δραστηριότητες συνίσταται αν είναι καθοδηγούμενες, Στην περίπτωση αυτή, το φύλλο εργασίας των μαθητών θα πρέπει να παραθέτει σαφείς οδηγίες για την πορεία που θα ακολουθήσδουν.
Στους μεγαλύτερους ή έμπειρους μαθητές προτείνεται το μοντέςλο της ελεύθερης διερεύνησης. Στην περίπτωση αυτή, το φύλλο εργασίας θα πρέπει να προτρέπει τους μαθητές να κάνουν έλεγχο των μεταβλητών που υπεισέρχονται στο πρόβλημα, να πραγματοποιούν μετρήσεις, να καταγράφουν τα δεδομένα των μετρήσεων με διάφορους τρόπους κλπ.
Στη φάση αυτή οι μαθητές συσχετίζουν αυτό που έμαθαν με τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Θα πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία να βρουν πώς οι νέες ιδέες που απέκτησαν μπορούν να εφαρμοστούν στη λύση πραγματικών προβλημάτων. Η δυνατότητα που αποκτούν με τις καινούριες ιδέες να ερμηνεύουν φαινόμενα που δεν μπορούσαν πριν να τα ερμηνεύσουν, κατοχυρώνει την υιοθέτηση των απόψεων αυτών, επειδή ακριβώς αναγνωρίζουν την αξία τους και τη λειτουργικότητα τους.
Διατυπώνεται μια επαναληπτική δραστηριότητα με σκοπό την εμπέδωση των εννοιών που διδάχθηκαν στο συγκεκριμένο μάθημα. Περιγράφεται η σχετική εργασία που θα προταθεί για το σπίτι, προκειμένου να υλοποιηθεί είτε ατομικά είτε με τη συμμετοχή των γονιών, ή η ερευνητική εργασία που θα υλοποιηθεί ομαδικά, κλπ.
Σ' αυτή τη φάση οι μαθητές πρέπει να αναγνωρίσουν τη σπουδαιότητα αυτών που ανακάλυψαν. Οι μαθητές θα πρέπει να συγκρίνουν τις αρχικές με τις νέες απόψεις τους. Συνειδητοποιούν την προηγουμένη με την τωρινή κατάσταση, καθώς και τη γνωστική πορεία της αλλαγής. Αυτό αποτελεί μέσο αυτοελέγχου και είναι αυτό που ονομάζουμε μεταγνώση
Στο συγκεκριμένο στάδιο, ο εκπαιδευτικός καλείται να απαντήσει στις παρακάτω ερωτήσεις: