Σε απόσταση αναπνοής από το Πεταλίδι, τα χωριά που ανεβαίνουν το βουνό και κουρνιάζουν στις πλαγιές του Λυκόδημου μοιάζουν να καλούν τον περιηγητή με μια δύναμη αθόρυβη, σχεδόν μαγνητική. Τόποι φορτισμένοι με μνήμες και θρύλους, προστατευμένοι μέσα στη μεγάλη αγκαλιά του βουνού, διατηρούν ακόμη τη σεμνή τους ταυτότητα μακριά από τις βιαστικές ορέξεις της αστικοποίησης.
Περπατώντας τα ένα ένα, νιώθεις πως ο κόσμος εδώ κινείται σε άλλους ρυθμούς. Δεν τα άγγιξε η φλυαρία της παγκοσμιοποίησης ούτε τα παρέσυρε η λάμψη των πρόσκαιρων προγραμμάτων. Είναι τόποι σε αναμονή — όχι αδρανείς, αλλά δημιουργικοί. Οι άνθρωποι τους χτίζουν την καθημερινότητα με υπομονή, με τον σταθερό ρυθμό που έχει η ζωή όταν δεν την κυνηγάς αλλά τη ζεις.
Γι’ αυτό και η γαστρονομία και οι μικρές απολαύσεις της κατανάλωσης βρίσκουν χώρο μόνο σε λίγα από αυτά τα χωριά· το Πεταλίδι τις καλύπτει όλες όταν χρειαστεί. Στον Λυκόδημο, όμως, ο επισκέπτης αναζητά άλλα: τον χρόνο που απλώνεται χωρίς περιορισμούς, τη φυσική αρμονία που σε αγκαλιάζει, τη συνάντηση ανθρώπου και τοπίου που ξυπνά μνήμες και στοχασμούς.
Τα μονοπάτια πολλά και ανεπιτήδευτα, σε οδηγούν άλλοτε σε κορυφές και άλλοτε σε ρεματιές. Κι από χωριό σε χωριό —Αχλαδοχώρι, Μαθία, Λυκίσσα, Γαμβριά, Αγνάντιο, Κόκκινο, Καλοχώρι, Αγία Σωτήρα, Πανιπέρι, Τρύπες, Ρωμύρι, Καστάνια— η ιστορία δεν διαβάζεται· βιώνεται μέσα από την πέτρα, την αρχιτεκτονική, τη σιωπή και τους ανθρώπους που επιμένουν να κατοικούν αυτά τα ζωντανά, υπαίθρια μουσεία.
Εδώ η περιήγηση γίνεται πράξη ουσιαστική: συνάντηση με τον άνθρωπο, διάλογος με τη φύση, επιστροφή σε έναν ρυθμό που μοιάζει γνώριμος, σχεδόν πατρογονικός.