Ο όρος διαμεσικότητα εισάγεται το 1983 από τον Aage A. Hansen-Löve, για να περιγράψει φαινόμενα, κατά τα οποία τουλάχιστον δύο διαφορετικές μορφές τέχνης έρχονται σε επαφή. Με τον όρο μέσο ή μέσα αποδίδονται τόσο οι παραδοσιακές μορφές τέχνης, όπως η λογοτεχνία και η ζωγραφική, όσο και οι φορείς σημασιών, όπως είναι ο λόγος και η εικόνα. Η πρόθεση δια- στον όρο διαμεσικότητα χρησιμοποιείται με την σημασία του "μεταξύ", δηλώνοντας μια συνθήκη απεύθυνσης και επικοινωνίας μεταξύ των μέσων. Αντικείμενο της διαμεσικότητας, συνεπώς, δεν είναι ένα μέσο, λ.χ. εικαστικό ή λογοτεχνικό, αλλά η σχέση καθαυτή, η επαφή, η αλληλοπεριχώρηση λόγου και εικόνας.
Η διαμεσικότητα ασχολείται με δύο βασικές κατηγορίες παραδειγμάτων: πρώτον, με παραδείγματα, κατά τα οποία δύο διαφορετικά μέσα έρχονται σε επαφή (εικονοκειμενικότητα) και δεύτερον, με διαμεσικά παραδείγματα, κατά τα οποία δύο διαφορετικά μέσα έρχονται σε επαφή εντός του ίδιου μέσου. Σ' αυτά τα παραδείγματα μόνο ένα μέσο είναι ορατό, το οποίο μιμείται και σκηνοθετεί ένα άλλο μέσο στην καλλιτεχνική του επιφάνεια, επιφέροντας ομόλογα προσληπτικά αποτελέσματα επί των αποδεκτών. Έτσι, τίθενται ερωτήματα, όπως πώς μια λογοτεχνική μορφή, ένας αφηγητής για παράδειγμα, σκηνοθετεί μια εικαστική μορφή ή πώς ένα εικαστικό έργο εικονοποιεί στην επιφάνειά του λογοτεχνικές μορφές και τρόπους. Τα μέσα λειτουργούν, έτσι, ως δράστες μιας διεπαφής μεταξύ διαφορετικών καλλιτεχνικών ιδιωμάτων.