Στο κείμενο αυτό διαβάζουμε τη φανταστική ιστορία ενός αγάλματος μικρού αγοριού το οποίο είχε μεταφερθεί από τη Μ. Ασία, όπου βρέθηκε , στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Το άγαλμα αυτό «κρύωνε» γιατί νοσταλγούσε την πατρίδα του, ώσπου κάποιο βράδυ βρήκε έναν φίλο. Ο φίλος αυτός ήταν ο μικρός Λάμπης, ο γιος του νυχτοφύλακα του μουσείου, που, καθώς αγαπούσε πολύ τη γλυπτική, παρακαλούσε τον πατέρα του να τον πάρει κάποιο βράδυ μαζί του στο μουσείο για να θαυμάσει με την ησυχία του τα αγάλματα κι εκείνος του έκανε το χατίρι.
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, έγινε ένα θαύμα. Καθώς ο Λάμπης τριγυρνούσε ανάμεσα στα αγάλματα, αυτά ζωντάνεψαν και άρχισαν να κινούνται στους χώρους του μουσείου. Ανάμεσά τους και το μικρό αγόρι, τυλιγμένο στην κάπα του γιατί κρύωνε, το οποίο τράβηξε την προσοχή του Λάμπη. Το άγαλμα είπε τον πόνο του στον Λάμπη και εκείνος συγκινημένος το χάιδεψε, το αγκάλιασε και του έκανε παρέα όλο το βράδυ παίζοντας μαζί του παιχνίδια και λέγοντάς του παραμύθια. Έτσι το έκανε πολύ ευτυχισμένο.